Η Σκιά Του Σκότους 7

Author: Νυχτερινή Πένα /


Ο Μάικ άφησε την Μαίρη-Αν από την αγκαλιά του. Την κοίταζε στα μάτια ενώ εξηγούσε:
-Η Εναρμόνιος Λίθος είναι ένας κρύσταλλος που οι δονήσεις της εσωτερικής δομής του έχουν την δύναμη να ανοίγουν περάσματα ανάμεσα σε παράλληλους κόσμους.
-Δεν καταλαβαίνω.
-Ο Ζορκάαν και' γω ερχόμαστε από έναν κόσμο όπου η μάχη μεταξύ καλού και κακού δεν είναι θέμα μόνο της συνειδήσεως του καθενός αλλά ένας πόλεμος μεταξύ στρατών και εθνών. Οι δυνάμεις του Σκότους χρησιμοποιούσαν τη Λίθο για να ανοίγουν περάσματα σε μέρη της επιλογής τους για τις στρατιές τους. Αυτό το κάνουν μόνο οι Σκιώδεις Πύλες κανονικά αλλά οι δυνάμεις που τις διέπουν είναι μυστικό που κατέχει μόνο η Αδερφότητα της Υψηλής Φύλαξης και στο οποίο εκείνοι δεν έχουν πρόσβαση. Καταλαβαίνεις πόσο σημαντική ήταν η Λίθος γι' αυτούς.
-Πως βρέθηκε λοιπόν στο δικό μας κόσμο ένα τόσο ισχυρό αντικείμενο;
-Αυτή είναι μια μάλλον μεγάλη ιστορία, απάντησε ο Μάικ.
-Θέλω να μάθω, ειδικά αν έχει σχέση με την Έμα και' μενα.
-Έχει.
-Πες μου τότε, είπε η Μαίρη-Αν.
-Θα σου πω καθ' οδόν, πρέπει να πάμε να βρούμε την Έμα.

 
Η Έμα συνήλθε πρώτη από το σοκ. Τραβώντας μαζί της και την Λουίζα έτρεξε προς την εξώπορτα. Στο μικρό χωλ που άνοιγε όμως αυτή σταμάτησε απότομα. Ένα Σίρθιουμ τη σφυροκοπούσε για να μπει και ήδη είχε ανοίξει μεγάλες τρύπες απ' όπου έβλεπαν το οφιοειδές κεφάλι και τα δυνατά, οπλισμένα με γαμψόνυχα χέρια του.
Το βλέμμα της Έμα σάρωσε το χώρο ψάχνοντας για έναν δρόμο διαφυγής. Από κάπου πίσω ακούστηκε ο ήχος του παραθύρου που τσακιζόταν κάτω από την επίθεση του Σίρθιουμ και η απαίσια συριστική φωνή του, είχε μάλλον τραυματιστεί. Η Έμα έψαξε και πάλι για μια διέξοδο αλλά αντί γι' αυτή βρήκε απροσδόκητα ένα όπλο. Στο μικρό χωλ υπήρχε ένα ντουλάπι για ξύλα που προορίζονταν για το τζάκι στο σαλόνι του σπιτιού. Μαζί τους βρισκόταν ένα τσεκούρι. Η Έμα το πήρε στα χέρια της και το ζύγιασε εκτιμώντας το βάρος του, ήταν αρκετά βαρύ και δεν θα μπορούσε εύκολα να το χειριστεί. Ήταν ανακουφιστικό ωστόσο να έχει στα χέρια της κάτι που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να αμυνθεί. Κρατώντας το τσεκούρι και με τα δυο της χέρια προχώρησε προς την πόρτα που είχε ολότελα σχεδόν καταστραφεί από τα χτυπήματα του Σίρθιουμ.
Καθώς η πόρτα κατέρρεε κάτω από τα χτυπήματα του Σίρθιουμ η Έμα θυμήθηκε πως είχε δει να χρησιμοποιούν τέτοια όπλα οι πολεμιστές στα όνειρά της. Ύψωσε το τσεκούρι και χτύπησε με όση δύναμη μπορούσε να επιστρατεύσει. Αν ήταν κάτι πιο μικρό ίσως να μην είχε καταφέρει να πετύχει το στόχο της αλλά με το σωματώδες τέρας απέναντί της δεν υπήρξε τέτοιο πρόβλήμα. Το Σίρθιουμ βόγγηξε από τον πόνο και τραβήκτηκε πίσω. Η Έμα δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη.
-Πάμε Λουίζα! φώναξε στη φίλη της και όρμηξαν στην πόρτα που ήταν τώρα ελεύθερη.
Βγήκαν έξω και έτρεξαν προς το δρόμο προσπερνώντας το Σίρθιουμ που σωριασμένο στο υγρό γρασίδι έβγαζε έναν φρικτό ήχο σαν πνιγόταν με το ίδιο του το αίμα. Έτρεξαν στο δρόμο ενώ πίσω τους ακούγονταν οι συριστικοί ήχοι επικοινωνίας των σαυρόμορφων τεράτων που ξεχύνονταν σε καταδίωξη.

 
-Ένας από' μας ο σερ Άιαν του Ζίριον βρήκε έναν τρόπο να κλέψει από τις δυνάμεις του Σκότους την Λίθο. Επιτέθηκε σε μια ομάδα από γκόμπλιν τη στιγμή που εμφανίστηκαν στο πεδίο της μάχης και, όπως υπολόγιζε, οδηγήθηκε στη Λίθο μιας και οι δίοδοι που ανοίγει είναι αμφίδρομοι. Την άρπαξε και εκείνη τον μετέφερε εδώ. Την έκρυψε εδώ, στον κόσμο σας, πριν επιστρέψει στο δικό μας. Αυτά είναι τα γεγονότα εν συντομία.
-Και τι σχέση έχει με' μας; Με την Έμα και' μενα; ρώτησε η Μαίρη-Αν.
Ο Μάικ δεν απάντησε κάνοντας τη να κοιτάξει τι ήταν αυτό που τον είχε διακόψει. Ένιωσε τον φόβο να την κλείνει ξανά στην παγωμένη αγκαλιά του. Οι αστυνομικοί που είχαν συναντήσει νωρίτερα επέστρεφαν τρέχοντας και με τα όπλα τους προτεταμένα.

 
Η Έμα και η Λουίζα έτρεχαν στο δάσος με τον αέρα και τη βροχή να τις μαστιγώνουν ανηλεώς δυσκολεύοντας τες ενώ οι εξώκοσμοι διώκτες τους δεν φαίνονταν να ενοχλούνται και κέρδιζαν έδαφος.Τα βρεγμένα μαλλιά της Έμα έπεφταν στα μάτια της, τα παραμέρισε και διακινδύνευσε μια ματιά πίσω. Η Λουίζα ακολουθούσε μερικά βήματα πιο πίσω με τα μακριά μαλλιά της να ανεμίζουν στον θυελλώδη άνεμο παρά τη νεροποντή. Το μαλακό χώμα φαινόταν να συνεργάζεται με τους διώκτες τους, τα δικά τους βήματα ήταν δύσκολα και κοπιαστικά καθώς κολλούσαν τα πόδια τους στη λάσπη ενώ τα Σίρθιουμ έδειχναν ίσα να αγγίζουν το έδαφος.
Η πορεία τους άρχισε να γίνεται ανηφορική και η κοπέλα κατάλαβε ενστικτωδώς πως πλησίαζαν τον λόφο που βρισκόταν η εκκλησία και το νεκροταφείο του χωριού από την αντίθετη πλευρά όμως απ' αυτή που έβλεπε προς το χωριό. Τα δέντρα μπροστά της αραίωσαν και η Έμα είδε την κορυφή του υψώματος προς την οποία ανέβαιναν τρέχοντας, δεν είχε κάνει λάθος. Ήθελε να γυρίσει να μιλήσει στη Λουίζα και να της δώσει κουράγιο – χωρίς να ξέρει το γιατί είχε την αίσθηση πως θα έβρισκε βοήθεια στην εκκλησία – μα δεν τολμούσε να κοιτάξει πίσω. Σχεδόν ένιωθε την παρουσία των σαυροειδών εχθρών τους μια ανάσα πίσω τους.
Το έδαφος γινόταν ξαφνικά από ανηφορικό ίσιο και η Έμα σκόνταψε και έπεσε στο έδαφος που εδώ καλυπτόταν από αγριόχορτα. Σαστισμένη, ζαλισμένη, έμεινε για μια στιγμή πεσμένη πασχίζοντας να μην παραδοθεί σε μια επικίνδυνη άισθηση χαλάρωσης και παραίτησης που απειλούσε να την κυριεύσει. Η Λουίζα έφτασε δίπλα της και τη βοήθησε να σηκωθεί.
Κοίταξαν και οι δυο πίσω. Τα Σίρθιουμ είχαν απομείνει στη μέση του υψώματος, σαν κάτι να τα είχε ανησυχήσει ή φοβίσει, και τώρα συνέχιζαν την καταδίωξη.
Η Έμα ακολουθούμενη από την Λουίζα άρχισε και πάλι να τρέχει. Φτάσανε στον τοίχο που περίκλειε την εκκλησία και το νεκροταφείο και άρχισαν να τρέχουν κατά μήκος του. Τα Σίρθιουμ κέρδιζαν και πάλι έδαφος. Φτάσανε στην καγκελόπορτα και η Έμα την άνοιξε. Μπήκαν και η κοπέλα έσπευσε να κλείσει την πόρτα πάνω στην ώρα για να προσκρούσει σ' αυτή ένα Σίρθιουμ που έτρεχε να περάσει από το άνοιγμα.Έτρεξαν προς την εκκλησία ενώ πολλοί διώκτες τους πηδούσαν πάνω από τον τοίχο και έρχονταν προς το μέρος τους. Ο πνιχτός ήχος ενός σώματος που πέφτει και η τρομαγμένη κραυγή της Λουίζας την ειδοποήσαν πως η φίλη της είχε πέσει στα χέρια των διωκτών τους. Στράφηκε για να δει την Λουίζα στο έδαφος να παλεύει να προστατέψει το πρόσωπό της με τα χέρια της.
-Φύγε Έμα,φύγε! ούρλιαξε η Λουίζα καταλαβαίνοντας το δισταγμό της φίλης της. Με βαριά καρδιά και με δάκρυα να αυλακώνουν το πρόσωπό της η Έμα υπάκουσε. Έτρεξε προς την πόρτα της εκκλησίας με τα πνευμόνια της να καίνε από την προσπάθεια και τα Σίρθιουμ να ακολουθούν.
Έφτασε στην πόρτα και την έσπρωξε μ' όση δύναμη της είχε απομείνει. Ήταν κλειστή και η κοπέλα σωριάστηκε στη βάση της κλαίγοντας με λυγμούς.
-Ας μας βοηθήσει κάποιος, ψέλλισε έντρομη και απελπισμένη ενώ η σκιά ενός Σίρθιουμ πυργωνόταν από πάνω της.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου