Η Σκιά Του Σκότους 8

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Ο Μάικ δεν φάνηκε να αιφνιδιάζεται από την επιστροφή των αστυνομικών. Ο μυστηριώδης πολεμιστής τους κοίταξε για μια στιγμή πριν ψιθυρίσει στη Μαίρη-Αν:
   -Μείνε πίσω μου.
   Εκείνη έμεινε πίσω του όπως της ζήτησε αναρωτώμενη τι είχε κατά νου και δεν τραβούσε το όπλο του, έστω και αν αυτό θα σήμαινε πως θα αντιμετωπιζε με μια σπάθα δυο πάνοπλους αστυνομικούς. Ο Μάικ τέντωσε το δεξί χέρι του ενώ έκλεινε τα μάτια του. Για μια στιγμή δεν έγινε τίποτα ύστερα η Μαίρη-Αν με έκπληξη είδε τις σταγόνες της βροχής να αλλάζουν πορεία και να μην πέφτουν στο έδαφος αλλά να στροβιλίζονται μπροστά στα πόδια του αυτόκλητου προστάτη της σε δυο μικρούς κυκλώνες που όλο και κέρδιζαν ταχύτητα μεγαλώνοντας. Κοίταξε τον Μάικ και διαλύθηκε και η τελευταία αμφιβολία που μπορεί να είχε για το ότι αυτό ήταν δικό του έργο, τα μάτια του ήταν κλειστά και παρά τη βροχή σταγόνες ιδρώτα έτρεχαν από το μέτωπό του ενώ το τεντωμένο χέρι του έτρεμε σαν να κατέβαλλε κάποια υπερπροσπάθεια.
   Οι δυο στρόβιλοι είχαν πλέον μεγαλώσει πολύ όταν ο Μάικ άνοιξε τα μάτια του και τράβηξε πίσω το χέρι του. Οι στρόβιλοι ξεχύθηκαν πάνω στους δυο αστυνομικούς σαν κυνηγόσκυλα πίσω από το θήραμά τους. Τους χτύπησαν με δύναμη και τους τίναξαν πίσω διαλυόμενοι στα εκατομμύρια σταγόνες που τους είχαν αποτελέσει. Πριν προλάβουν να συνέλθουν από την έκπληξη οι αντίπαλοί του ο Μάικ ήταν ανάμεσά τους και τους έθετε εκτός μάχης με δυο γοργά χτυπήματα.
   Στράφηκε προς την Μαίρη-Αν, έκανε δυο ασταθή βήματα και έπεσε στα γόνατα.

   Η Έμα είδε το Σίρθιουμ να απλώνει τα χέρια του προς το μέρος της και έκλεισε τα μάτια της περιμένοντας το τέλος.
   “Ας είναι μόνο σύντομο, παρακάλεσε.”
   Ένιωσε μια σκιά να τη σκεπάζει και άκουσε έναν ανατριχιαστικό ήχο τσακίσματος συνοδευόμενο από το μουγκρητό πόνου του τέρατος. Τόλμησε να ανοίξει τα μάτια της αλλά το θέαμα ήταν τόσο απρόσμενο σαν να ονειρευόταν. Το Σίρθιουμ ήταν σωριασμένο στο χαλικόστρωτο έδαφος και πάνω από το κεφάλι της στο υπέρθυρο στεκόταν ο σωτήρας της. Έκλεισε τα μάτια της και τα άνοιξε ξανά. Δεν είχε αλλάξει τίποτα, το απίστευτο απαιτούσε να γίνει πιστευτό. Ο σωτήρας της ήταν ένα πέτρινο άγαλμα απ 'αυτά που κοσμούσαν τις προσόψεις και τις στέγες των Μεσαιωνικών εκκλησιών, μόνο που τώρα ήταν ζωντανό και την κοίταζε με τα γκριζωπά μάτια του.
   Εντελώς ξαφνικά το ζωντανεμένο άγαλμα τινάκτηκε μπροστά με ένα άλμα που θα το ζήλευαν πολλά ζωντανά όντα και περνώντας πάνω από την Έμα προσγειώθηκε στην πλάτη ενός Σίρθιουμ για να τσακίσει με τα δυνατά χέρια του το οφιοειδές κεφάλι του τέρατος.
   Η Έμα κοίταξε γύρω της, το άγαλμα που την είχε σώσει δεν ήταν μόνο του. Κι άλλοι σύντροφοί του είχαν αφήσει τη στέγη και είχαν κατέβει να πολεμήσουν τα Σίρθιουμ που είχαν αυτή τη φορά έναν αντίπαλο αντάξιό τους. Τα κοφτερά νύχια τους και η τρομερή δύναμή τους δεν αρκούσαν για να νικήσουν αντιπάλους που ήταν φτιαγμένοι από πέτρα. Αναζήτησε με το βλέμμα της τη Λουίζα, η φίλη της είχε γλιτώσει από το Σίρθιουμ που της είχε επιτεθεί και τώρα στεκόταν στο μέσο της μάχης παρακολουθώντας τη με δέος. Η Έμα έτρεξε κοντά της.
   -Καλύτερα να φύγουμε, της είπε, τώρα που νομίζω πως δεν θα μας ακολουθήσουν.
   Έτρεξαν προς την καγκελόπορτα ενώ τα αγάλματα εξόντωναν μεθοδικά τα Σίρθιουμ. Πριν φτάσουν όμως εκεί σταμάτησαν. Μια νέα απειλή έπαιρνε σάρκα και οστά μπροστά τους.

   Η Μαίρη-Αν έτρεξε κοντά στον Μάικ, εκείνος σηκωνόταν όρθιος αλλά ήταν φανερό πως δεν είχε συνέλθει απ' ό,τι ήταν αυτό που τον είχε ρίξει στα γόνατα. Έφτασε κοντά του και τον στήριξε περνώντας το ένα χέρι της γύρω από τη μέση του.
   -Τι σου συμβαίνει; ρώτησε ανήσυχη. Ο μυστηριώδης αυτός άνδρας ήταν ο μόνος της σύμμαχος και προστάτης σ' αυτήν την τρομακτική μέρα και δεν ήθελε να τον χάσει.
   -Η χρήση των δυνάμεων μας έχει πάντα ένα κόστος και για κάποιο λόγο σ' αυτόν τον κόσμο είναι μεγαλύτερο, απάντησε εκείνος. Μη φοβάσαι σε λίγο θα είμαι εντάξει αλλά ως τότε πρέπει να κρυφτούμε.
   Προχώρησαν σε έναν μικρό παράδρομο στριμωγμένο ανάμεσα σε δυο μεγάλα σπίτια της Βικτωριανής εποχής. Ο Μάικ ακούμπησε στον τοίχο και έκλεισε τα μάτια του, η Μαίρη-Αν στάθηκε μπροστά του φοβούμενη ότι ίσως πέσει.Όπως τον κοίταζε αναρωτήθηκε ποιος ήταν ο άνθρωπος πίσω από τον πολεμιστή, ποια ήταν η ζωή του στο δικό του κόσμο, αν είχε οικογένεια..... αν είχε μια σύζυγο που τον περίμενε με αγωνία να γυρίσει. Άπλωσε το χέρι της και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του. Δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην παρόρμηση να παραμερίσει τα μαλλιά που έπεφταν σ' αυτό.
    Ο Μάικ άνοιξε τα μάτια του και η Μαίρη-Αν τράβηξε αμήχανη το χέρι της.
   -Ακούω Γκαργκόιλ, είπε εκείνος.
   -Γκαργκόιλ;
   -Είναι τα αγάλματα που βλέπεις στις...
   -Ξέρω τι είναι τα Γκαργκόιλ, τον έκοψε, τι εννοείς τα ακούς;
   -Η αποστολή των Γκαργκόιλ είναι να προστατεύουν τους ιερούς χώρους από τις δυνάμεις του κακού. Παραμένουν ακίνητα όταν δεν χρειάζονται και κινητοποιούνται μόλις πλησιάσει εχθρός.
    -Νόμιζα ότι είναι θρύλος.
   -Και οι θρύλοι κρύβουν μερικές φορές αλήθειες. Τα Γκαργκόιλ δίνουν μάχη στην εκκλησία και πολεμούν με Σίρθιουμ.
   -Η Έμα;
   -Ίσως είναι εκεί, είπε ο Μάικ και σταμάτησε ξαφνικά. Ο Ζορκάαν είναι εκεί, πρόσθεσε.

   Η Έμα και η Λουίζα βρέθηκαν να αντικρίζουν έναν μάλλον σωματώδη άνδρα με συνηθισμένο παρουσιαστικό και ρούχα. Αυτό που έκανε τις δυο κοπέλες να σταθούν φοβισμένες ήταν τα μάτια του. Αν ήταν απλά κόκκινα ίσως να είχαν τολμήσει να επιχειρήσουν να διαφύγουν, δεν ήταν όμως. Τα μάτια του ήταν δυο λίμνες κόκκινου φωτός που έκαιγαν με απύθμενο μίσος και αβυσσαλέα κακία.
   Ο άνδρας έκανε ένα βήμα προς το μέρος τους και εκείνες πισωπάτησαν. Ένα κακό χαμόγελο σχηματίστηκε στα λεπτά χείλη του. Άπλωσε το χέρι του προς το μέρος τους και η Έμα ένιωσε ένα πάγωμα στο στήθος σαν να είχε σφίξει την καρδιά της ένα παγωμένο χέρι. Η όραση της θόλωσε και η αναπνοή της άρχισε να βγαίνει με κόπο.
   -Που είναι η Εναρμόνιος Λίθος; άκουσε τη φωνή του στο μυαλό της. Πες μου και θα πεθάνεις εύκολα μαζί με τη φίλη σου.
   Η φωνή του ήταν εκκωφαντική και ταυτόχρονα απωθητική σαν ατσάλι που τρίβεται σε ατσάλι. Η Έμα ούρλιαξε από τον πόνο.
   -Πες μου! πρόσταξε η σκληρή φωνή.
   Το ουρλιακτό της Έμα δυνάμωσε. Ο άνδρας, που δεν ήταν άλλος από τον Ζορκάαν, έτεινε το χέρι του και πρόφερε μια λέξη που οι δυο κοπέλες δεν είχαν ακούσει ποτέ πριν, σκληρή και παγωμένη σαν τον ίδιο τον θάνατο. Η Έμα άρχισε να αιωρείται λίγα εκατοστά πάνω από το έδαφος με το κορμί της να σχηματίζει ένα τόξο γεμάτο ένταση και προφανώς πόνο. Με τη δύναμη της απελπισίας η Λουίζα όρμηξε στον βασανιστή της φίλης της. Ο Ζορκάαν απλά την κοίταξε και η κοπέλα τινάκτηκε πίσω και έπεσε στα χαλίκια.
   -Πες μου ή ζήσε τον πόνο! είπε ο Ζορκάαν στο μυαλό της Έμα.
   Αίμα τινάκτηκε από τη μύτη της και η κοπέλα κατάλαβε πως θα πέθαινε.

   -Ποιος είναι ο Ζορκάαν; τον ανέφερες και νωρίτερα, είπε η Μαίρη-Αν με αγωνία.
   -Ο Ζορκάαν είναι ένας δαίμονας και αυτή τη στιγμή πηγαίνει για την Έμα, απάντησε ο Μάικ που είχε σκύψει και σχεδίαζε στο βρεγμένο χώμα ένα περίπλοκο σχέδιο.
   -Για την Έμα; Τι θα κάνουμε;
   Ο Μάικ δεν απάντησε, η προσοχή του ήταν δοσμένη στο σχέδιό του.
   -Έμα μου, κοριτσάκι μου, θρήνησε η Μαίρη-Αν.
   Ο Μάικ σηκώθηκε όρθιος και τράβηξε τη σπάθα του. Χάραξε έναν κύκλο γύρω από το σχέδιό του και είπε στην Μαίρη-Αν:
   -Ό,τι και αν γίνει, ό,τι και αν δεις ή ακούσεις μην μπεις στον κύκλο. Αν πέσω φύγε αμέσως από 'δω και μην κοιτάξεις πίσω.
   Στάθηκε πάνω στο περίτεχνο σχέδιο που είχε φτιάξει ακουμπώντας τα χέρια του στη λαβή της σπάθας του και την αιχμή της στο χώμα. Οι γραμμές του σχεδίου άρχισαν να λαμπυρίζουν σαν λιωμένο μέταλλο στο καμίνι. Ο Μάικ έκλεισε τα μάτια του.
  Φως τύλιξε το μέτωπό του σαν στέμμα και ο αέρας γύρω του άρχισε να λαμπυρίζει σαν να είχε γίνει πιο συμπαγής και να τον αποτελούσαν μικρά φτερωτά φωτάκια. Ο νους του διέτρεξε την απόσταση ως τον αυλόγυρο της εκκλησίας αναζητώντας τον εχθρό του. Δεν ήταν δύσκολο να τον βρει, το πνεύμα του Ζορκάαν εξέπεμπε κακία όπως ο ήλιος τη θερμότητα.
   -Άφησέ τη Ζορκάαν, η ζωή της δεν σου ανήκει.

   -Ανάγκασέ με! βρυχήθηκε ο δαίμονας και πρόφερε μια κατάρα που έκανε την ΄Εμα να ουρλιάξει με έναν τρόπο που πάγωνε το αίμα.
   Η Λουίζα σηκώθηκε από το χαλικόστρωτο έδαφος και κοίταξε έντρομη την Έμα που υπέφερε και το μαρτύριο της φίλης της την εμψύχωσε να προσπαθήσει να τη σώσει. Αυτή τη φορά δεν αποπειράθηκε να επιτεθεί στον Ζορκάαν, ήξερε πως της ήταν αδύνατον ,αλλά έτρεξε στην Έμα. Αγκάλιασε τη φίλη της, που συνέχιζε να υποφέρει, αποφασισμένη να την προστατέψει με το σώμα της.

   -Επέστρεψε στα κάτω, επέστρεψε στα πίσω ,επέστρεψε στην Άβυσσο και το σκοτάδι που σε γέννησε!
   Ο Μάικ πρόφερε τον εξορκισμό με αυστηρότητα και κύρος που έκανε την Μαίρη-Αν να ριγήσει άθελά της καθώς τον παρακολουθούσε να μάχεται τον Ζορκάαν. Είχε ανοίξει τα μάτια του τώρα μα φαινόταν να ατενίζει κάτι που βρισκόταν μακριά.

   Ο εξορκισμός του Μάικ είχε σαν αποτέλεσμα να αποσπάσει την προσοχή του Ζορκάαν από την Έμα. Η κοπέλα έπεσε στην αγκαλιά της Λουίζας που κάτω από το βάρος αναγκάστηκε να γονατίσει στο έδαφος κρατώντας την. Την έσφιξε στην αγκαλιά της χαιδεύοντας τη στα μαλλιά. Η αναπνοή της Έμα είχε επανέλθει στο φυσιολογικό ρυθμό και η κοπέλα προσπαθούσε να συνέλθει.Ο Ζορκάαν ήταν τώρα στραμμένος προς την πλευρά του χωριού και απήγγειλε κάτι στην Σκοτεινή Γλώσσα. Λάμψεις σκοτεινής ενέργειας ξεπηδούσαν από τα δάκτυλα του προς το συννεφιασμένο ουρανό.

   -Το σκοτάδι δεν μπορεί να κυριεύσει το φως και το ψέμα δεν θα κατισχύσει της αλήθειας. Άπελθε από τον κόσμο αυτό και τους ανθρώπους του. Η ζωή της δεν σου ανήκει και την ψυχή της δεν θα τη βλάψεις.
   Ηλεκτρικές εκκενώσεις τινάκτηκαν από τα σύννεφα με στόχο τον Μάικ αλλά προσέκρουσαν στη φωτεινή ασπίδα που τον περιέβαλε. Η επίθεση δεν έδειξε να τον πτοεί.
   -Φύγε δαίμονα! Οι σκοτεινές δυνάμεις δεν θα σε ωφελήσουν! Άπελθε.

   Στο λόφο ο Ζορκάαν ούρλιαξε σαν να είχε πληγωθεί θανάσιμα.Ύψωσε το χέρι του στα μολυβένια σύννεφα και πρόφερε μια κατάρα.Πίσω του η Λουίζα είχε σηκωθεί όρθια και βοηθούσε την Έμα να κάνει το ίδιο.

   Ο κεραυνός έπεσε στον Μάικ με την ταχύτητα βαμπίρ που ορμάει στο θύμα του. Χτύπησε την φωτεινή ασπίδα του εξαφανίζοντάς την μέσα σε εκκωφαντικό θόρυβο και λάμψεις λευκοκίτρινου φωτός.
   -Γύρνα πίσω στην Άβυσσο! κραύγασε ο Μάικ.

   Φλόγες τύλιξαν τον Ζορκάαν που ούρλιαξε και πάλι. Η Λουίζα και η Έμα άρπαξαν την ευκαιρία και έτρεξαν στην καγκελόπορτα απ' όπου είχε απομακρυνθεί ο δαιμονικός εχθρός τους παλεύοντας με την πνευματική επίθεση του Μάικ. Όρμηξαν στο δρόμο για το χωριό χωρίς να γίνουν αντιληπτές από τον Ζορκάαν.
   Είχαν απομακρυνθεί αρκετά όταν ο Ζορκάαν απαλλάκτηκε από τις φλόγες και ξανακοίταξε προς το χωριό, προς την κατεύθυνση που ήξερε ότι βρισκόταν ο αντίπαλός του.
   -Από τα βάθη της Αβύσσου εσένα καλώ, απήγγειλε, από την θάλασσα του πόνου. Έλα και κατάστρεψε! Έλα και κυρίευσε!
   Κοίταξε προς την κατεύθυνση του Μάικ.
   -Τώρα θα νιώσεις την ισχύ της Αβύσσου, είπε μοχθηρά.

   Η σκιά εμφανίσθηκε από το πουθενά και έπεσε πάνω του μαζί μ' έναν θυελλώδη άνεμο που τίναξε τον Μάικ πάνω στον τοίχο που βρισκόταν πίσω του. Με μια κραυγή πόνου έπεσε στα γόνατα ενώ κάτι απόκοσμο και αποκρουστικό άρχισε να υλοποιείται μπροστά του απλώνοντας τα πλοκάμια του προς αυτόν.
   -Ελάτε εσείς οι τρομεροί κυνηγοί του Σκότους, βρείτε τα κορίτσια αυτά. Μη δείξετε έλεος, μη δείξετε οίκτο. Βρείτε τες! Και όταν τις βρείτε φέρτε τες σ' εμένα.
   Ο Ζορκάαν έκανε αυτήν την επίκληση πάνω από ένα σωρό φρεσκοσκαμμένου χώματος. Ριπές μαύρης ενέργειας τινάκτηκαν από τα ακροδάκτυλά του και έλουσαν το σωρό με ένα ζοφερό απόκοσμο φως. Φρικιαστικές μορφές αναδύθηκαν από το χώμα, στρεβλωμένες εκδοχές όντων αυτού του κόσμου δημιουργημένες για να υπηρετήσουν τους σκοτεινούς σκοπούς του δαίμονα.
   Με την προσταγή του Ζορκάαν ξεχύθηκαν στο δρόμο προς το χωριό.

   Η Μαίρη-Αν ούρλιαξε. Το φρικιαστικό ον τίναξε τα πλοκάμια του που τυλίκτηκαν γύρω από το λαιμό και το στήθος του Μάικ. Ο πολεμιστής έχασε το χρώμα του σαν να στράγγιζε από μέσα του η ίδια η ζωή. Ανήμπορη να τον βοηθήσει η γυναίκα τον είδε να γλιστράει στο χώμα με τα μάτια κλειστά και το πρόσωπό του πιο άσπρο απ' τον τοίχο πίσω του. Ο επίδοξος δολοφόνος έκανε ένα βήμα μπροστά και διατάραξε τον κύκλο που ο Μάικ είχε χαράξει. Μια λευκή φλόγα ξεπήδησε από το σχέδιο και τύλιξε αμέσως το τέρας καίγοντας το και διαλύοντας τα πλοκάμια του. Ο Μάικ άνοιξε τα μάτια του ενώ τα δάκτυλά του τυλίγονταν γύρω από τη λαβή της σπάθας του. Χτύπησε μ' αυτή το φρικαλέο ον και το διαπέρασε.
   -Από την Άβυσσο ήρθες και' κει θα επιστρέψεις, είπε.
   Με μια τελευταία άναρθρη κραυγή το τέρας εξαφανίστηκε μαζί με τις φλόγες που το αγκάλιαζαν και το σχέδιο στο χώμα.Ο Μάικ έκλεισε και πάλι τα μάτια του και η σπάθα έπεσε από το χέρι του.
   -Μάικ!
   Η Μαίρη-Αν έσκυψε από πάνω του.Ήταν ακόμα κατάχλωμος και παγωμένος. Άγγιξε το στήθος του και διαπίστωσε πως δεν μπορούσε να αισθανθεί την καρδιά του να χτυπάει. Γονάτισε δίπλα του και άνοιξε τον μανδύα του αποκαλύπτοντας το χιτώνιο που φορούσε κάτω απ' αυτόν. Δοκίμασε και πάλι να ακούσει την καρδιά του και αυτή τη φορά το κατάφερε. Ήταν πολύ αδύνατος ο ρυθμός της. Η Μαίρη-Αν κατάλαβε πως η τελευταία δοκιμασία τον είχε εξαντλήσει και ήξερε ξαφνικά τι έπρεπε να κάνει. Ξεκούμπωσε βιαστικά το χιτώνιο και παραμερίζοντας ένα μενταγιόν που ο Μάικ φορούσε κατάστηθα ακούμπησε τα χέρια της στο παγωμένο στήθος του. Άρχισε να του κάνει μαλάξεις ελπίζοντας να τονώσει την κυκλοφορία του αίματος στο σώμα του.

   Η Έμα και η Λουίζα έφτασαν στο χωριό χωρίς να τις καταδιώξει ή να τις εμποδίσει κανείς. Περνώντας τα πρώτα σπίτια του χωριού σταμάτησαν για να πάρουν μια ανάσα.Ήταν η πρώτη φορά εδώ και ώρες που δεν βρίσκονταν σε κίνδυνο, άμεσα τουλάχιστον. Έπρεπε να ξεκουραστούν και να αποφασίσουν τι θα κάνουν. Από που μπορούσαν να ζητήσουν βοήθεια; Ποιος θα μπορούσε να τις βοηθήσει με τα τέρατα που αντιμετώπιζαν;
   -Κοίτα Λουίζα, είπε η Έμα ασθμαίνοντας από το πολύ τρέξιμο, αν θέλεις να φύγεις θα το καταλάβω. Δεν είμαι ακριβώς το άτομο στο οποίο θα ήθελε κανείς να βρίσκεται δίπλα σήμερα.
   -Δεν πρόκειται να σ' αφήσω Έμα, απάντησε η φίλη της.
   -Έγω πάλι λέω πως έχεις δίκιο Σίνγκλετον, είπε μια αντιπαθητική φωνή πίσω τους, πως κανείς δεν θέλει να βρίσκεται ούτως ή άλλως δίπλα σου.
   Στράφηκαν να δουν ποιος είχε μιλήσει και αντίκρισαν τον Πήτερ Σέρκις, έναν συμμαθητή τους που από καιρό έτρεφε ένα ενδιαφέρον για την Λουίζα ενώ αντιπαθούσε την Έμα.
   -Παράτα μας Σέρκις! είπε φουρκισμένη η Έμα. Είχαν σοβαρότερα προβλήματα από αυτόν τον κρετίνο αυτήν την στιγμή.
   Μια περίεργη έκφραση ζωγραφίστηκε στα χαρακτηριστικά του Πήτερ όταν μίλησε:
   -Είναι ' δω άρχοντα μου, είπε κοιτώντας την Λουίζα με ένα βλέμμα που έκανε την κοπέλα να ριγήσει.
   Τα δυο κορίτσια αιφνιδιάστηκαν απόλυτα μ' αυτό που είπε, και που ποτέ δεν θα περίμεναν απ' αυτόν, ώστε για μερικά ζωτικά δευτερόλεπτα δεν αντέδρασαν. Μετά ήταν αργά. Ο Ζορκάαν στεκόταν δίπλα στον Σέρκις μπροστά τους.
   Ο Ζορκάαν έκανε ένα βήμα μπροστά και για μια στιγμή κάτι άλλο απέσπασε την προσοχή του. Μια έκφραση μανίας και ανήμπορης λύσσας ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του.
   -Βρείτε τον! Σκοτώστε τον! Αλλά θέλω να υποφέρει πρώτα! βρυχήθηκε φαινομενικά μιλώντας στο κενό αλλά στην πραγματικότητα διατάζοντας τους φρικτούς ακολούθους του.Ύστερα κοίταξε τις δυο κοπέλες.
   -Η μόνη σας ελπίδα σε λίγο θα χαθεί.
   Πρόφερε ένα ξόρκι και την επόμενη στιγμή εκείνος, ο Σέρκις και η Έμα με τη Λουίζα εξαφανίστηκαν από το δρόμο σαν να μην είχαν βρεθεί ποτέ εκεί.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου