I.
Οι σάλπιγγες ηχήσανε απότομα. Ήταν το χαρακτηριστικό κοφτό κάλεσμα στα όπλα. Οι λεγεωνάριοι, βετεράνοι όλοι, αρχίσανε να φοράνε τους θώρακες και τα κράνη τους και οι πιο γρήγοροι ανάμεσά τους να ετοιμάζουν τα όπλα τους. Έφεραν όλοι το χαρακτηριστικό κοντό σπαθί με τη βαριά λάμα, ασπίδα και δύο πίλα, αλλά πολλοί είχαν και κάποιο ακόμα πρόσθετο όπλο, κάποιο μαχαίρι συνήθως.
Εκείνος όμως δεν είχε ακόμα ετοιμαστεί για την επερχόμενη μάχη. Πριν από τα όπλα έπρεπε να δει εκείνη. Δεν ήθελε να μην την δει ακόμα μια φορά πριν διακινδυνεύσει και πάλι τη ζωή του. Το είχε κάνει τόσες φορές και θα συνέχιζε να το κάνει άφοβα, αλλά στην περίπτωση που θα πέθαινε ήθελε να έχει δει ακόμα μια φορά την γλυκιά ομορφιά της Άρια Καικίλια.
Σαν να είχε η σκέψη του τη δύναμη να υλοποιεί την επιθυμία του, το φύλλο της εισόδου της σκηνής ανασηκώθηκε και πέρασε μέσα η κοπέλα. Η κόρη του Αρίου Σουεντωνίου ήταν μια επληκτικής ομορφιάς κοπέλα, ομορφιά που ξεπερνούσε μόνο η γλυκύτητα του χαρακτήρα της.
-Σέργιε! είπε η κοπέλα. Έλπιζα ότι είσαι ακόμη εδώ.
Της χαμογέλασε καθώς εκείνη τον πλησίαζε τρέχοντας και ριχνόταν στην αγκαλιά του. Δεν μπορούσε να χορτάσει την γλυκιά της ομορφιά όπως και δεν μπορούσε να χορτάσει ποτέ την παρουσία της. Την έσφιξε πάνω του.
-Άρια, χαίρομαι που σε βλέπω!
Κοίταξε το καλοσχηματισμένο πρόσωπό της με τα αρμονικά χαρακτηριστικά, τα καστανά της μάτια, τα σαρκώδη χείλη, την αριστοκρατική κατατομή. Την έσφιξε στην αγκαλιά του και ένιωσε το σώμα της πάνω στο δικό του. Το σώμα αυτό που ήξερε κάθε σημείο του σαν να ήταν το δικό του και πολύ περισσότερο. Τη φίλησε στα χείλη, η γλώσσα του αναζήτησε τη δική της. Ένιωσε το σώμα της να σκιρτά στην αγκαλιά του ενώ η γλώσσα της έσμιγε με τη δική του και η επιθυμία του για εκείνη φούντωσε και πάλι. Την ήθελε, πόσο πολύ την ήθελε! Αλλά ήξερε ότι αυτό έπρεπε να περιμένει, οι Ούννοι πλησίαζαν.
Το φύλλο της σκηνής που ήταν η είσοδος σ’ αυτή παραμερίστηκε και ένας άνδρας μπήκε στη σκηνή.
-Σέργιε, οι βάρβαροι πλησιάζουν, έλα ακόμα δεν ετοιμάστηκες; Η κοόρτη μας συγκεντρώνεται.
-Έρχομαι Δέκιε, απάντησε απρόθυμος να αφήσει την Άρια αλλά ξέροντας ότι δεν μπορούσε να αφήσει το καθήκον του. Αν μη τι άλλο για την ασφάλειά της.
Γύρισε και τη κοίταξε.
-Πρέπει να φύγω, μείνε εδώ αν θες. Το στρατόπεδο θα φρουρείται.
-Θα σε περιμένω, είπε απαλά η κοπέλα. Να προσέχεις.
-Θα το κάνω, είπε αρπάζοντας τον θώρακά του.
-Ο Θεός μαζί σου, είπε η Άρια και τον άγγιξε απαλά στον ώμο καθώς έβγαινε από τη σκηνή.
Οι δυο εκατόνταρχοι προχώρησαν γρήγορα προς το σημείο που συγκεντρωνόταν η κοόρτη τους. Οι λεγεωνάριοι είχαν σχηματίσει ήδη τις γραμμές τους και κάνανε τις τελευταίες ετοιμασίες. Θα αντιμετωπίζανε μια ομάδα πολεμιστών με την χειρότερη φήμη στην ιστορία αλλά ήταν βετεράνοι και αρκετά σίγουροι για τον εαυτό τους.
-Χριστιανή είναι η Άρια; ρώτησε ο Δέκιος.
-Ναι, όπως και’ γω, είπε ο Σέργιος.
Ένας ιππέας σταμάτησε δίπλα τους, ήταν ντυμένος με ψηλές μπότες και κατάμαυρα ρούχα, μια καθόλου Ρωμαϊκή εμφάνιση πράγμα αναμενόμενο αφού ο ιππέας δεν ήταν Ρωμαίος αλλά Σαρματός. Όπως και πολλοί άλλοι του λαού του υπηρετούσαν στο ιππικό των λεγεώνων.
-Έρχονται, είπε.
-Πολλοί; ρώτησε ο Δέκιος.
-Είναι παρατεταγμένοι σε τετράγωνα με τις λόγχες ψηλά και στα πλευρά έχουν ιππείς. Πολλούς ιππείς.
Ο χιλίαρχος έδωσε το σύνθημα για να προχωρήσουν προς την έξοδο του στρατοπέδου. Η πρώτη κοόρτη, αυτή του Δέκιου και του Σέργιου, άρχισε να κινείται. Ήδη οι πύλες μπροστά είχαν ανοίξει και μια ελαφρά εκατονταρχία φοιδεράτων είχε βγει έξω ελέγχοντας ότι δεν θα υπήρχε κάποιος αιφνιδιασμός από τον εχθρό.
Η Άρια στάθηκε στο άνοιγμα της σκηνής και κοίταξε τον αγαπημένο της να απομακρύνεται.
Η Μέρεντιθ Γουίλσον άφησε το χειρόγραφο που διάβαζε καθώς μια φωνή είχε φωνάξει το όνομά της. Σήκωσε το βλέμμα της από τις κιτρινισμένες από το χρόνο σελίδες και κοίταξε πέρα από τη σκηνή της. Κάτω από τον ζεστό ήλιο της νότια Γαλλίας όλα τα μέλη της αποστολής δούλευαν σκληρά.
Από το σημείο που βρισκόταν η σκηνή στην οποία δούλευε μπορούσε να δει σχεδόν ολόκληρο τον χώρο των ανασκαφών. Ήταν μια έκταση αρκετά μεγάλη, από τις καλλιέργειες που πρώτα υπήρχαν εδώ δεν απέμενε κανένα ίχνος πέρα από κάποια δένδρα εδώ και’ κει που είχαν επιζήσει επειδή δεν είχαν χρειαστεί να ξεριζωθούν για να προχωρήσουν το έργο τους.
-Μέρεντιθ! ακούστηκε και πάλι το όνομά της και τώρα μπορούσε να δει ποιος τη φώναζε. Ήταν η Ντέηνα, συνάδερφος που ασχολείτο με την χρονολόγηση αντικειμένων. Ανηφόρισε προς το υψωμένο κάπως σημείο που βρισκόταν η Μέρεντιθ. Εκείνη άφησε το τραπέζι και σηκώθηκε, πήγε στην άκρη της σκηνής και περίμενε να τη φτάσει η συάδερφος και φίλη της. Ως που να γίνει αυτό το βλέμμα της περιπλανήθηκε στην έκταση των ανασκαφών με τους πασάλους και τους δείκτες που οριοθετούσαν τις διαφορετικές περιοχές εργασίας.
-Ο καθηγητής μας κάλεσε όλους να συγκεντρωθούμε στης θείας Μωντ, είπε η Ντέηνα.
-Είπε γιατί;
-Είπε ότι έχει να μας πει νέα.
-Πάμε τότε.
Η Ντέηνα προχώρησε πρώτη και η Μέρεντιθ ακολούθησε. Ήταν συνάδερφοι και φίλες αλλά τελείως διαφορετικές μεταξύ τους. Η Ντέηνα ήταν μικρόσωμη, μελαχροινή με κοντά μαλλιά κομμένα αγορίστικα και κατάμαυρα μάτια. Η Μέρεντιθ ήταν κανονικού ύψους, με λευκό δέρμα, μια ιδέα πιο σκούρο από το να είναι κατάλευκο, είχε καστανοκόκκινα μακριά μαλλιά και καστανά μάτια. Άλλο τόσο διέφεραν σε χαρακτήρα, με την Ντέηνα να είναι εξωστρεφής και γρήγορη στις φιλίες και τη Μέρεντιθ να είναι εξαιρετικά κλειστή και λιγομίλητη, ειδικά όταν επρόκειτο για τον εαυτό της.
Πλησιάζοντας την αγροικία, που συνόρευε με το χώρο της ανασκαφής και αποτελούσε αρχηγείο και κατάλυμμά τους, παρατήρησαν ότι είχαν μαζευτεί σχεδόν όλα τα μέλη της αποστολής. Πέρα στο χωματόδρομο που οδηγούσε στην εθνική οδό ένα σύννεφο σκόνης πρόδιδε την κίνηση αυτοκινήτων. Θα είχαν σύντομα επισκέπτες, η Μέρεντιθ αναρωτήθηκε τι είδους θα ήταν οι επισκέψεις και αν γι’ αυτές τους είχε φωνάξει ο καθηγητής.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου