Ο Χρυσός Της Χαμένης Λεγεώνας 6

Author: Νυχτερινή Πένα /


II.

Εκείνο το πρωινό είχε ξημερώσει ζεστό κα ανέφελο. Πριν ξεκινήσουν για την πορεία της ημέρας κατέφτασε μια μονάδα ιππικού που είχε ενσωματώσει ο Αέτιος στη λεγεώνα και τους είχε στείλει να τους προλάβουν. Είχαν φύγει από τη Ρώμη τρεις μέρες αργότερα αλλά όντας μια πολύ μικρή δύναμη και εξ’ ολοκλήρου έφιππη ταξίδεψε πιο γρήγορα και τους έφτασε ενώ ξεκινούσαν.
Ο Γάιος χάρηκε έχοντας την ενίσχυση αυτών των εμπειροπόλεμων τριακοσίων Σαρματών. Τους έθεσε στην οπισθοφυλακή σαν εφεδρεία και ξεκίνησαν.
Ο Σέργιος ίππευε δίπλα στο φορείο της Άριας Καικίλιας. Τις προηγούμενες μέρες η κόρη του συγκλητικού παραμέριζε την κουρτίνα και μιλούσε μαζί του. Οι συζητήσεις τους ήταν ένας τρόπος να περνάνε οι πολλές ώρες του ταξιδιού. Ο βετεράνος εκατόνταρχος της μιλούσε για τα ταξίδια του και τις περιοχές που είχε δει. Είχε πει και λίγα για τις εκστρατείες στις οποίες είχε πάρει μέρος αλλά αφήνοντας έξω τη φρίκη της μάχης. Από την πλευρά της η κοπέλα του είχε μιλήσει για τη Ρώμη, στην οποία είχε λίγο ζήσει εκείνος, και για τη Ραβέννα στην οποία δεν είχε ποτέ βρεθεί. Η ήσυχη και γλυκιά φύση της Άριας ταίριαζε με την ηρεμία που διακατείχε τον Σέργιο, τον έκανε να νιώθει άνετα μαζί της.
Αυτό το πρωί μιλούσαν για τον προορισμό τους, μια επαρχία που η Άρια είχε μόνο ακουστά ενώ ο Σέργιος είχε επισκεφθεί ξανά λίγα χρόνια πιο πριν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, καθώς η λεγεώνα βάδιζε στην μεγάλη πεδινή έκταση της Λιγουρίας πριν φτάσουν στις Άλπεις.
Φτάσανε στην κορυφή ενός μικρού ανηφορικού κομματιού και ο Σέργιος κοίταξε το δρόμο πίσω όπου προχωρούσε η λεγεώνα ανάμεσα σε χωράφια γεμάτα με ψηλά στάχυα. Δίπλα στο δρόμο στο σημείο αυτό ήταν κτισμένο ένα απλό παρεκκλήσιο και ο εκατόνταρχος έκανε με σεβασμό το σταυρό του. Η Άρια τον μιμήθηκε και είπε.
-Δεν ημουν σίγουρη ότι είσαι Χριστιανός.
-Τώρα πια λίγοι είναι που δεν είναι Χριστιανοί, ειδικά στις λεγεώνες. Το δόγμα είναι άλλο θέμα.
-Μιλάς για τους οπαδούς του Αρείου;
-Ναι, κυρίως για αυτούς.
-Μα ο Άρειος είναι πεθαμένος εδώ και τόσα χρόνια. Δεκαετίες ολόκληρες.
-Η αίρεσή του όμως είναι ακόμα ισχυρή, από τότε που ο Ουλφίλας προσυλήτησε τους Γότθους μας δημιούργησε πολλά προβλήματα αλλά τώρα με την απειλή των Ούννων έχουν εξομαλυνθεί οι διαφορές μας. Θα πολεμήσουν μαζί μας.
Ο Γάιος λίγο πιο μπροστά συζητούσε με τον Άριο την κατάσταση που θα αντιμετώπιζαν στην Γαλατία όταν πλησίασε καλπάζοντας ένας ιππέας από πίσω, ήταν ο επικεφαλής των Σαρματών. Ακολουθούσε ο άνδρας που είχε στείλει ο τριβούνος για να τον καλέσει.
-Στρατηγέ, είπε ο Σαρματός με σεβασμό, με καλέσατε.
-Ναι, είπε ο Γάιος. Έχεις την κατάσταση των ανδρών σου;
-Μάλιστα, είπε ο Σαρματός βγάζοντας από τη ζώνη του μια διπλωμένη περγαμηνή.
-Δώσε την στον κυαίστορα για να σας εντάξει στη μισθοδοσία της λεγεώνας. Γουίλφριντ, είπαμε;
-Μάλιστα.
Ο Σαρματός έστρεψε το άλογό του για να γυρίσει πίσω στο σημείο που θα έβρισκε τον κυαίστορα Κόιντο Δούμα, τον αξιωματικό που ήταν υπεύθυνος για τα οικονομικά της λεγεώνας. Οι κυαίστορες κανονικά ήταν επιφορτισμένοι με τη διαχείριση του αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου αλλά σε συνθήκες εκστρατείας φρόντιζαν τα οικονομικά της λεγεώνας στην οποία υπηρετούσαν.
Ένας άνδρας από την ελαφρά μονάδα του ιππικού που προπορευόταν κατέφτασε για να αναγγείλει ότι είχαν βρει μια πηγή με άφθονο καθαρό νερό και ότι το είχαν ήδη δοκιμάσει άρα θα μπορούσε να ανεφοδιαστεί η λεγεώνα.
-Σταματάμε εδώ τότε, αποφάσισε ο Γάιος. Με τη σειρά όλες οι μονάδες θα πάνε να πάρουν νερό. Με τάξη και σύντομα, χιλίαρχε αναλαμβάνεις.
Ο Άριος ξεπέζεψε και κάθισε σε ένα χαμηλό κάθισμα που έσπευσε να στήσει ένας υπηρέτης του. Ο συγκλητικός είχε κουραστεί από το ταξίδι και είχε μετανιώσει για το διορισμό που είχε δεχθεί. Κοίταξε με ενδιαφέρον την Ζλάτκα, η κοπέλα είχε πλησιάσει τον Γάιο που είχε επίσης ξεπεζεύσει.
Η Άρια Καικίλια ακούγοντας για την πηγή ζήτησε από τον πατέρα της να πάει και εκείνη. Η πρώτη σκέψη του Άριου ήταν να της το αρνηθεί αλλά μια άλλη σκέψη ήρθε να τον πείσει να την αφήσει.
-Όχι μόνη σου, είπε τελικά.
-Σέργιε συνόδευσε την Άρια Καικίλια, διέταξε ο Γάιος, η κοόρτη σας είναι ούτως ή άλλως η πρώτη που θα πάει στην πηγή μετά την εμπροσθοφυλακή.
-Εντάξει, είπε ο Σέργιος και φώναξε διαταγές. Μάνιε! Συνταχθείτε στο πλάι της κοόρτης! Δέκιε, αναλαμβάνεις!
Οι άνδρες της κοόρτης του Σέργιου άρχισαν να προχωρούν συνοδεύοντας το φορείο στην πηγή όπου ήδη είχαν πάρει νερό οι άνδρες της μιας από τις μονάδες ιππικού και είχαν πάει λίγο πιο κάτω στον ρου του μικρού ρυακιού που είχε δημιουργηθεί για να ποτίσουν και τα άλογά τους.
Οι άνδρες που κουβαλούσαν το φορείο το απίθωσαν στο χορταριασμένο έδαφος και βοήθησαν την Άρια να βγει. Εκείνη τεντώθηκε και πλησίασε την πηγή. Σταμάτησε κοιτάζοντας το νερό που έπεφτε κελαρυστό από τη σχισμή ενός βράχου σε μια πεζούλα από πέτρα πριν κυλίσει δημιουργώντας το ρυάκι. Της άρεσε το τρεχούμενο νερό και σκέφθηκε με νοσταλγία τα λουτρά, είχε νοσταλγήσει ένα κανονικό μπάνιο.
Αλλά τώρα με τόσους άνδρες τριγύρω αυτό ήταν αδύνατο, περιορίστηκε να γονατίσει και να πάρει νερό με τις χούφτες για να ρίξει στο πρόσωπό της και μετά για να πιει. Είδε το Σέργιο να βγάζει το κράνος του, να το γεμίζει με νερό και ύστερα να το αδειάζει στο πρόσωπό του. Τίναξε μετά τα μαλιά του ευχαριστημένος με τη δροσιά. Η Άρια τον ζήλεψε, κρίμα που εκείνη δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Έριξε και άλλο νερό στο πρόσωπό της ωστόσο. Λίγο κύλησε στο λαιμό της και από’ κει στο σώμα της. Χαμογέλασε, κάτι ήταν και αυτό.
Ξαφνικά μια μυριόστομη κραυγή ακούστηκε.
-Μπαλόκ, Μπαλόκ!
Χιλιάδες πολεμιστές πετάκτηκαν μέσα από τα σπαρτά και όρμηξαν πάνω στους ξέννοιαστους λεγεωνάριους. Δόρατα εκτοξεύθηκαν και πολλοί έπεσαν νεκροί κατά μήκος των γραμμών της λεγεώνας. Οι Ούννοι όρμηξαν μπροστά με σκοπό να εκμεταλλευούν τον αιφνιδιασμό.
Ο Σέργιος πέταξε το κράνος στο πρόσωπο του πρώτου που έφτασε κοντά του τσακίζοντας τη μύτη του, καθώς εκείνος έριχνε τα όπλα του για να φέρει τα χέρια του στο πρόσωπο ο εκατόνταρχος ξεθηκάρωσε το σπαθί του και το βύθισε στην κοιλιά του. Τραβώντας το πίσω έριξε μια ματιά γύρω. Οι υπηρέτες της Άριας και μερικοί λεγεωνάριοι ήταν νεκροί, οι υπόλοιποι είχαν τραβήξει τα σπαθιά τους και αντιμετώπιζαν τους επιτιθέμενους. Η Άρια στεκόταν δίπλα στην πηγή ακόμα, φοβισμένη αλλά ψύχραιμη. Ήταν σώα, ένας λεγεωνάριος την είχε καλύψει με την ασπίδα του και ακόμη στεκόταν κοντά της.
Ο Γάιος επέτρεψε στον αιφνιδιασμό να τον καθηλώσει μόλις ένα λεπτό, μετά όρμησε και πάλι στο άλογό του ενώ φώναζε διαταγές.
-Πέμπτη και έκτη κοόρτη να καλύψουν τους τοξότες και τους βοηθητικούς. Τέταρτη και τρίτη να κινηθούν στα πλάγια να αναχαιτίσουν τον εχθρό.
Ο Άριος ανέβηκε στο άλογό του και πισωπάτησε ξεχνώντας τις σκέψεις που αφορούσαν την Ζλάτκα και την πρόταση που είχε κάνει στο Γάιο σχετικά με την όμορφη σκλάβα. Υποχώρησε προς τους ιππείς της προσωπικής φρουράς του Γάιου. Ο τριβούνος ακόμα δεν είχε πάει κοντά τους. Η προσωπική του ασφάλεια είχε περάσει σε δεύτερη μοίρα, προείχε η λεγεώνα. Κοίταξε να δει την κατάσταση που διαμορφωνόταν.
Η πέμπτη και η έκτη κοόρτη είχαν πάρει θέσεις δεξιά και αριστερά της φάλαγγας ανακόπτωντας την επέλαση των βαρβάρων. Ασφαλείς πίσω από τις γραμμές τους οι τοξότες είχαν σχηματίσει μια γραμμή και έστελναν βροχή βελών στον εχθρό. Η τρίτη κοόρτη είχε εμπλακεί σε μάχη ενώ οι άνδρες της τέταρτης είχαν σχηματίσει γραμμές και κινούνταν τώρα.
-Οι ιππείς όλοι εδώ! φώναξε.
Δεν ήταν εύκολο. Οι Σαρματοί θα έπρεπε να διασχίσουν ένα μεγάλο πεδίο μάχης για να φτάσουν κοντά του αλλά έβλεπε να πλησιάζουν οι ιππείς από την εμπροσθοφυλακή. Αναρωτήθηκε αν ο Βιτέλιος, ο διοικητής τους, θα είχε την κρίση να χτυπήσει τα νώτα των Ούννων που είχαν εμπλακεί με την δεύτερη κοόρτη και τους φοιδεράτους.
Κοίταξε προς την πηγή, έπρεπε να ξεγράψει την πρώτη κοόρτη που ήταν τόσο μακριά και απομονωμένη;
Ο Σέργιος ξάπλωσε άλλον έναν αντίπαλο νεκρό και έφτασε δίπλα στον Μάνιο, τον βοηθό του. Γύρω τους είχαν μαζευτεί αρκετοί από τους άνδρες της εκατονταρχίας. Κάποιοι είχαν σκοτωθεί αλλά οι περισσότεροι ήταν σώοι και μάχονταν άγρια. Ένας άνδρας περιποιείτο έναν σύντροφό τους ενώ ένας ακόμα πεσμένος είχε καλυφθεί με την ασπίδα του.
-Εδώ! φώναξε. Μαζευτείτε εδώ!
Έτρεξε κοντά στην Άρια που ήταν  ακόμα στο ίδιο σημείο ενώ ο λεγεωνάριος είχε απομακρυνθεί λίγο μαχόμενος. Την τράβηξε από το χέρι ακριβώς πάνω στην ώρα για να την προφυλάξει από ένα άγριο αιματοβαμμένο Ούννο. Απέκρουσε το χτύπημά του και ανταπέδωσε. Ο Ούννος σωριάστηκε νεκρός και ο Σέργιος είδε ότι οι Ούννοι είχαν οπισθοχωρήσει καθώς είχε μαζευτεί γύρω του σχεδόν ολόκληρη η εκατονταρχία.
-Σχηματίστε την χελώνα! διέταξε.
Η χελώνα ήταν ένας σχηματισμός κατά των οποίων οι άνδρες παρατάσσονταν κανονικά σε σχηματισμό αλλά ενώ οι άνδρες στα άκρα του ορθογωνίου κρατούσαν κανονικά την ασπίδα καλύπτοντας τον εαυτό τους και τους συντρόφους τους οι υπόλοιποι κρατούσαν τις δικές τους πάνω από τα κεφάλια τους δημιουργώντας μια στέγη προστασίας. Τώρα στο κέντρο βρίσκονταν κάποιοι που ήταν τραυματισμένοι ή βοηθούσαν τραυματίες και η Άρια.
-Προχωράμε προς τους δικούς μας!
Ο Σέργιος έριξε μια ματιά στην Άρια, η κοπέλα ήταν φοβισμένη αλλά διατηρούσε μια αξιοθαύμαστη ψυχραιμία και τώρα ακολουθούσε με εμπιστοσύνη όπως οι άνδρες του. Της χαμογέλασε και στράφηκε πάλι μπροστά. Με κάθε βήμα η εκατονταρχία του πλησίαζε την υπόλοιπη κοόρτη που η απρόσμενη επίθεση είχε βρει στη μέση της διαδρομής από το χώρο που βρισκόταν η υπόλοιπη λεγεώνα ως την πηγή και μαχόταν τώρα πολύ γενναία κυκλωμένη από τους Ούννους.
Ξαφνικά είδε μια κίνηση στα σπαρτά δεξιά τους και μια ομάδα ιππέων του εχθρού εμφανίστηκε. Οι Ούννοι ήταν τρομακτικοί σαν πολεμιστές αλλά έφιπποι ήταν η προσωποποίηση του θανάτου.
-Ετοιμαστείτε για σύγκρουση, είπε, όσοι έχουν πίλα[1] περνάνε μπροστά.
Οι λεγωνάριοι εκτελέσανε αμέσως τη διαταγή. Οι άνδρες στις πρώτες γραμμές πατήσανε γερά στο έδαφος έτοιμοι να δεκτούν την ορμή των επερχομένων αντιπάλων και όσοι είχαν πίλα ετοιμάστηκαν να τα εκτοξεύσουν. Ο Σέργιος τράβηξε από τη ζώνη του ένα μαχαίρι και το έτεινε στην Άρια.
-Ίσως το χρειαστείς.
Η Άρια πήρε το μαχαίρι και το έκρυψε κάτω από το χιτώνα της. Δεν πρόλαβε να πει τίποτα. Με έναν εκκωφαντικό ήχο κραυγών και ποδοβολητών οι Ούννοι έπεσαν πάνω τους.

-Βρήκαμε πάνω από διακόσες αιχμές από βέλη, είπε ένας άνδρας που ονομαζόταν Έρικ Στολτζ.
Ο Γουίλλιαμ κούνησε το κεφάλι.
-Δεν είναι πολλές, αν και η λεγεώνα είχε μόλις εξήντα τοξότες και δεν ξέρουμε πόσοι είχαν επιζήσει ως αυτήν εδώ την μάχη, διακόσα βέλη είναι λίγα. Σίγουρα θα ρίξανε περισσότερα, φυσικά δεν θα περιμέναμε να τα βρούμε όλα.
-Σίγουρα όχι. Βρήκαμε και μερικές ασπίδες. Λίγες ωστόσο, όλες με το κλασσικό μονόγραμμα.
-Ναι, φυσικά, ήταν καθιερωμένο εκείνη την εποχή, δεν βάζανε πια κάτι άλλο στις ασπίδες. Αρκετά μετά την πτώση της αυτοκρατορίας και την άνοδο της φεουδαρχικής κοινωνίας άρχισε η καλλιέργεια της εραλδικής.
Ο φορητός ασύρματος που ο Στολτς είχε κρεμασμένο στη μέση του έτριξε με στατικό ηλεκτρισμό.
-Έρικ, ακούστηκε μετά μια φωνή. Είναι ο Γουίλλιαμ μαζί σου;
-Ναι, είπε εκείνος πιάνοντας τον και πιέζοντας το μεγάλο κουμπί της απάντησης.
-Πες του σε παρακαλώ ότι τον θέλει ο καθηγητής στο μπλοκ ένα.
-Έγινε.
Ο Έρικ στράφηκε στον Γουίλλιαμ.
-Άκουσες ε; Μπλοκ ένα λέμε το χώρο που βρέθηκε η επιτύμβια πλάκα.
-Γιατί οι κωδικοί;
-Για την περίπτωση που κάποιος στήνει αυτί.
-Κατάλαβα, εντάξει πάω.
Ο Γουίλλιαμ δεν άργησε να φτάσει στο χώρο που τον είχαν ζητήσει. Βρήκε αρκετά από τα άτομα της αποστολής γύρω από ένα μεγάλο λάκκο πάνω από τον οποίο είχε ήδη στηθεί μια μεγάλη τροχαλία με ένα γερό σχοινί που κατέληγε σε ένα είδος μικρής πλατφόρμας. Πλησίασε και κοίταξε μέσα στο λάκκο, αρκετά μέτρα πιο κάτω μπορούσε να δει κάτι να λαμπυρίζει. Στράφηκε στον Μάικ Χάμιλτον. Ο καθηγητής απάντησε στο αδιατύπωτο ερώτημα.
-Βρήκαμε τον τάφο, η πλάκα είχε παρασυρθεί αρκετά πιο πέρα μιας και στους επόμενους αιώνες δημιουργήθηκε εδώ ένα μικρό ρέμα.
-Είμαστε έτοιμοι για την πρώτη κάθοδο;
-Ναι, ενδιαφέρεσαι;
-Φυσικά, πάμε;
Λίγα λεπτά αργότερα άρχισαν την κάθοδο πατώντας πάνω στη μικρή πλατφόρμα. Καθώς το φως χανόταν γύρω τους ήταν σαν να έκαναν μια βουτιά στους αιώνες για να επισκεφθούν την τελευταία κατοικία του Άριου Σουεντώνιου. Μόλις το σκοτάδι γύρω τους έγινε απόλυτο ανάψανε από έναν δυνατό φακό και περίμεναν να φτάσουν στο δάπεδο του τάφου.
Η πλατφόρμα το άγγιξε με έναν υγρό ήχο και κατέβηκαν. Ο τάφος ήταν ένα δωμάτιο σχεδόν τετράγωνο με τους τοίχους καλυμμένους με υγρασία και μούχλα αιώνων, ο ένας ήταν χαμένος κάτω από έναν σωρό χώματος. Νερό έτρεχε στα πόδια τους καθώς έριχναν μια ματιά γύρω.
-Λίγα πράγματα θα έχουν σωθεί, σχολίασε ο καθηγητής. Α εκεί!
Έδειξε με το φακό μια μεγάλη πέτρινη λάρνακα στο πιο κοντινό τοίχο. Την ίδια στιγμή μια δόνηση διέτρεξε το έδαφος, ο Γουίλλιαμ κοίταξε το σωρό με το χώμα και είδε μικρούς σβώλους να κατρακυλάνε.
-Κατολίσθηση, είπε ο καθηγητής και έτρεξαν και οι δυο πίσω στην πλατφόρμα. Τραβήξτε μας! φώναξε ο καθηγητής με φωνή σταθερή παρά τον κίνδυνο να ταφούν ζωντανοί.
Άρχισαν να ανεβαίνουν ενώ τα τοιχώματα του λάκκου κατέρρeαν σε μια βροχή από λάσπη.


[1] πίλα ( ενικός πίλουμ ) ήταν ελαφρά ακόντια που έφεραν οι λεγεωνάριοι δεμένα στην εσωτερική πλευρά της ασπίδας και τα εξηκόντιζαν πριν εμπλκούν στην μάχη σώμα με σώμα

2 σχόλια:

flash είπε...

..αλλά πρώτα έχουμε να λύσουμε το μυστήριο
του χρυσού της Λεγεώνας... ;)
τρεχάτε δαχτυλάκια -σου! :)))

Νυχτερινή Πένα είπε...

Α τρέχουν τρέχουν!
Γράφουν σχεδόν συνέχεια.

Δημοσίευση σχολίου