Ο Χρυσός Της Χαμένης Λεγεώνας 8

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Ο Σέργιος δεν περίμενε να εμφανιστούν οι Ούννοι, υπήρχε περίπτωση να είχαν φύγει πανικόβλητοι από το πεδίο της μάχης και να μην τους πρόσεχαν αλλά ήταν εξ’ ίσου πιθανόν να τους έβλεπαν και να ήθελαν να πάρουν από αυτούς εκδίκηση για την ήττα. Έριξε γρήγορα μια ματιά αναζητώντας ένα καταφύγιο, ένα μέρος που θα μπορούσαν να κρυφθούν.
   Τα ποδοβολητά δυνάμωναν σταθερά και είδε την Άρια να κοιτάζει προς την κατεύθυνσή τους πρώτα με ελπίδα και έπειτα με απογοήτευση καθώς συνειδητοποιούσε ότι δεν ήταν Ρωμαίοι. Εκείνος είχε βρει που θα κρύβονταν, ήταν μια αγροικία δύο ή τρία στάδια πιο πέρα. Από όσο μπορούσε να δει κάποια ομάδα εισβολέων είχε κάψει την αγροικία και η στέγη της είχε πέσει. Δεν ήταν κατοικίσιμη αλλά για κρυφτούν ήταν αυτό που έψαχνε.
   -Πρέπει να κρυφτούμε, έλα, είπε στην Άρια.
   Η κοπέλα ακολούθησε αλλά δεν μπορούσε να τρέξει όπως ο Σέργιος. Δεν ήταν μόνο το μακρύ φόρεμά της που την εμπόδιζε. Τα όσα είχε δει και ζήσει σήμερα την είχαν εξαντλήσει σωματικά και ψυχολογικά. Δεν ήταν ένας σκληρός βετεράνος λεγεωνάριος, ήταν μια νεαρή κοπέλα προστατευμένη κατά πολύ από την σκληρή πλευρά της ζωής, και όσα και αν είχε ακούσει για μάχες και πόλεμο δεν μπορούσαν να συγκριθούν με αυτά που είχε δει σήμερα ή με τον τρόμο που είχε βιώσει με την αρπαγή της από τον Ούννο. Ο Σέργιος γύρισε πίσω και την πήρε στην αγκαλιά του, δεν ήταν ξεκούραστος και το βάρος της του φαινόταν αρκετό αλλά και πάλι είχε δυνάμεις για να τρέξει ως το σπίτι.
   Φτάνοντας εκεί άφησε την Άρια να σταθεί και πάλι στα πόδια της και εκείνος μπήκε στο σπίτι με το σπαθί του στο χέρι. Ήταν άδειο χωρίς κανένα ίχνος πρόσφατης χρήσης, δεν υπήρχαν έπιπλα ή προμήθειες, οι κάτοικοί του είχαν προφανώς φύγει με την άνεση χρόνου να πάρουν μαζί τα υπάρχοντά τους. Η στέγη είχε καεί αλλά θα μπορούσαν να κρυφτούν, και ήταν καιρός να το κάνουν. Οι Ούννοι πλησίαζαν, βγήκε γρήγορα και κάλεσε την Άρια να μπει στην αγροικία.
   Η κοπέλα το έκανε και ήρθε κοντά του στο παράθυρο που κοίταζε προς την πλευρά που θα εμφανιζόταν η επερχόμενη απειλή. Δεν άργησαν να φανούν, ήταν μια ντουζίνα ιππέων που έφευγαν μακριά από τη μάχη.

   Ο Γάιος κοίταξε γύρω, οι αντίπαλοί τους είχαν τραπεί σε φυγή αλλά οι λεγεωνάριοι είχαν πλέον εξαντληθεί και δεν ήταν σε θέση να τους καταδιώξουν. Και ούτε ο ίδιος ήθελε να το κάνουν, έπεφτε το σκοτάδι σιγά σιγά και αν σκορπίζονταν θα ήταν πιθανόν να πέσουν σε ενέδρα. Διέταξε ανασύνταξη και ζήτησε αναφορά απωλειών.
   Διέταξε να στήσουν το στρατόπεδο της λεγεώνας κοντά στην πηγή αφού πρώτα θα καθάριζαν το μέρος από τους νεκρούς. Επίσης θα τοποθετούνταν σε πιο στενό σχηματισμό για να έχουν δυνατότητα αμύνης αν γινόταν κι άλλη επίθεση.
   -Το θεωρείς πιθανό; ρώτησε ο Άριος Σουεντώνιος.
  -Αυτοί που ηττήθηκαν εδώ δεν θα ανασυνταχθούν αλλά δεν ξέρω αν υπάρχουν και άλλοι κοντά, απάντησε ο Γάιος.
   Ο χιλίαρχος του έφερε την αναφορά, τριακόσοι άνδρες είχαν πέσει μαχόμενοι από τη λεγεώνα και ακόμα τόσοι έφεραν τραύματα, ελαφρά σχεδόν όλοι από αυτούς. Πιο άσχημα είχαν χτυπηθεί η πρώτη και η τέταρτη κοόρτη ενώ η δεύτερη είχε βγει σχεδόν αλώβητη.
   -Να μεταφέρετε τα σώματα των Ούννων εκεί κάτω και να τα κάψετε, έδωσε εντολές ο Γάιος, τους δικούς μας θα τους θάψουμε το πρωί, κοντά στο μικρό παρεκκλήσιο.
   -Μάλιστα, είπε ο χιλίαρχος.
   -Και πριν νυκτώσει, χρειάζεται να είμαστε προσεκτικοί και να ξεκουραστούν και οι άνδρες.
   Ο χιλίαρχος κατένευσε.
   -Πες τους ότι μόλις ολοκληρώσουν τα καθήκοντά τους θα πάρουν διπλή μερίδα σιτηρέσιο απόψε και κρασί.
   Ο αξιωματικός κατένευσε και έφυγε με ένα χαμόγελο, ο Γάιος ήξερε να κάνει τους στρατιώτες να καταλαβαίνουν πως οι κόποι τους εκτιμώνται και ανταμοίβονται.
   Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ο Άριος διαπίστωσε ότι είχε επειστρέψει και η πρώτη κοόρτη αλλά δεν είχε μαζί της την κόρη του.
   -Που είναι η κόρη μου; ρώτησε.
   -Την άρπαξε ένας Ούννος, είπε ένας λεγεωνάριος. Τον κατεδίωξε ο εκατόνταρχος Σέργιος Φλάβιος.
   -Ανίκανοι! Χάσατε την κόρη μου! Θα εκτελεστείτε όλοι! φώναξε ο Άριος αλλά ο Γάιος παρενέβει.
   -Ήταν μέσα στη μάχη και αυτή η κοόρτη και ειδικά η εκατονταρχία του Σέργιου βρέθηκε στην πιο δύσκολη θέση. Δεν μπορούν να κατηγορηθούν για το γεγονός ότι δεν προστάτεψαν την Άρια Καικίλια. Εξάλλου αν ο Σέργιος ακολούθησε είναι σίγουρο ότι θα επιστρέψει σώα και αβλαβής.
   Ο Άριος δεν έδειξε να πείστηκε αλλά ηρέμησε κάπως και ο Γάιος στράφηκε στον Μάνιο.
   -Ως την επιστροφή του Σέργιου είσαι υπεύθυνος για την εκατονταρχία.
   -Μάλιστα.

   Οι Ούννοι στράφηκαν ξαφνικά προς την αγροικία και κάλπασαν στο σπαρμένο χωράφι με την ίδια ταχύτητα που το έκαναν και στο δρόμο, λίγα είδη εδάφους μπορούσαν να τους επιβραδύνουν στον άγριο καλπασμό τους. Ο Σέργιος τραβήκτηκε μακριά από το παράθυρο στην πιο σκοτεινή γωνιά της αγροικίας κάνοντας νόημα στην Άρια να έρθει κοντά του. Η κοπέλα το έκανε και στάθηκε δίπλα του. Ο Σέργιος τράβηξε από τη θήκη του το σπαθί του και το κράτησε στο χέρι του. Αν οι Ούννοι τους αντιλαμβάνονταν τα πράγματα θα ήταν δύσκολα αλλά δε σκόπευε να πέσει χωρίς μάχη. Γι’ αυτό είχε σταθεί ακριβώς σε αυτό το σημείο, με τα νώτα καλυμμένα θα ήταν σε καλύτερη θέση έχοντας μόνο μια πλευρά ανοιχτή για επίθεση.
   Τα ποδοβολητά σταματήσανε και ακούγονταν μόνο τα χλιμιντρίσματα των αλόγων. Μετά άκουσαν άνδρες να πηδάνε στο έδαφος μιλώντας μεταξύ τους στην τραχειά γλώσσα των Ούννων ίδια και απαράλλακτη όπως μερικές γενιές πίσω όταν ζούσαν ακόμα στις απέραντες στέπες της κεντρικής Ασίας. Ο Σέργιος δεν την ήξερε καλά αλλά αρκετά για να μπορεί να καταλάβει μερικά απλά πράγματα.
   -Να μείνουμε για τη νύχτα, είπε ένας Ούννος.
   -Να δούμε μέσα, είπε ένας άλλος που πρέπει να ήταν επικεφαλής γιατί αμέσως κάποιοι πλησίασαν την πόρτα. Ο Σέργιος κόλλησε στον τοίχο ελπίζοντας ότι οι βάρβαροι οι οποίοι δεν κουβαλούσαν πυρσούς δεν θα τον έβλεπαν. Ένιωσε την Άρια να τρέμει δίπλα του και άπλωσε το ελεύθερο χέρι του και έπιασε το δικό της, το έσφιξε καθησυχαστικά αλλά δεν τόλμησε να της πει τίποτα έστω και ψιθυριστά γιατί οι Ούννοι ήταν κοντά στην πόρτα.
   -Κοιτάχτε το σπίτι, είπε ένας από τους πολεμιστές ξαφνικά, λείπει η σκεπή, πρέπει να το κάψανε. Θα είχανε βρει λεπρούς.
   Μουρμουρητά ακούστηκαν ανάμεσα στους υπόλοιπους. Ακόμα περισσότερο από τους πολιτισμένους και μορφωμένους λαούς της αυτοκρατορίας ή των όμορρών της εθνών, οι απολίτιστοι και προληπτικοί Ούννοι φοβούνταν τη λέπρα.
   -Ας το κάψουμε, είπε ένας πολεμιστής και ο Σέργιος με την Άρια είδαν την λάμψη από τη φλόγα ενός δαυλού να πλησιάζει στο άνοιγμα της πόρτας.

   Ο Γουίλλιαμ έσκυψε και κοίταξε μέσα από την ειδική διόπτρα του θεοδόλιχου. Η συγκεκριμένη συσκευή τελευταία λέξη της τεχνολογίας και εξαιρετικής ακριβείας προοριζόταν για τοπογράφους μηχανικούς και αρχιτέκτονες αλλά ήταν κάποιες φορές χρήσιμη σε επιστήμες όπου κανείς δεν θα το φανταζόταν. Ο αρχαιολόγος είχε μάθει από τον Μάικ αρκετά χρόνια πριν να χρησιμοποιεί τα μέσα που ήταν απαραίτητα άσχετα με το τι ήταν και για ποια δουλειά προορίζονταν αρχικά.
   Σημείωσε την ένδειξη στο μπλοκ που είχε δίπλα του πάνω σε μια εργαλειοθήκη με τα συνοδευτικά εξαρτήματα του θεοδόλιχου και μετά κοίταξε τον Έρικ που πιο χαμηλά τοποθετούσε έναν ειδικό δείκτη.
   -Πόσο βαθιά βρήκατε τα ευρήματα;
   -Τα περισσότερα σε βάθος έντεκα μέτρων, πάνω στο λόφο μόνο ήταν λιγότερο.
   -Λογικό βάθος, κάθε γενιά προσθέτει τριάντα πόντους περίπου.
   -Το ξέρω, είπε ο Έρικ ενώ βεβαιωνόταν ότι ο δείκτης ήταν στερεωμένος καλά. Πάνω στο λόφο είναι λιγότερο γιατί το νερό έπαιρνε το χώμα και τα φερτά υλικά.
   Ο Γουίλλιαμ ένευσε.
  Του άρεσε η ομάδα που είχε συγκεντρώσει ο καθηγητής και μέντοράς του. Ήταν όλοι πολύ καλοί στη δουλειά τους και ταυτόχρονα πολύ φιλικοί για παρέα έξω από αυτήν. Τις πρώτες μέρες είχε αφοσιωθεί στην μελέτη των ευρημάτων για να ξέρει σε ποιο επίπεδο είχαν φτάσει οι έρευνες και μετά άρχισε να βγαίνει τα βράδια μαζί με όλους παρέα στη Λυών. Κάποια φορά είχε δειπνήσει μόνο με τον καθηγητή και μια ακόμα φορά είχε δειπνήσει μόνο με την Μέρεντιθ.
  Του άρεσε όλο και πιο πολύ η κοπέλα, δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι ήταν καλά κατηρτισμένη στο αντικείμενό της. Ομολογουμένως του άρεσε και αυτό και ήταν το στοιχείο που τον είχε τραβήξει να μιλήσει μαζί της αλλά από τότε διαπίστωσε ότι ήταν μια εξαιρετικά καλή συνομιλίτρια, με έναν γλυκό χαρακτήρα και με μια ασυνήθιστη ευρυμάθεια, δεν υπήρχε περίπτωση να βαρεθεί να μιλάει μαζί της.
   Μιλούσαν αρκετές φορές και κατά τη διάρκεια των μεσημεριανών διακοπών των ανασκαφών καθισμένοι στη βεράντα της θείας Μωντ. Και όσο σκεφτόταν την Μέρεντιθ τόσο χαιρόταν που ο Μάικ τον είχε καλέσει να συμμετάσχει σ’ αυτήν του τη δουλειά.

   Η Μέρεντιθ σήκωσε το βλέμμα της από το χειρόγραφο και κοίταξε λίγο τον χώρο των ανασκαφών χωρίς να κοιτάζει κάτι συγκεκριμένο. Ήθελε απλώς να ξεκουράσει λίγο τα μάτια της από τη δουλειά. Είδε πέρα τον Γουίλλιαμ και τον Έρικ να στήνουν σε ένα άλλο σημείο τον θεοδόλιχο και χαμογέλασε.
   Της άρεσε αυτός ο άνδρας, παρότι δεν ήταν άνθρωπος που ανοιγόταν εύκολα με εκείνον είχε νιώσει πολύ άνετα να μιλήσει και να αφεθεί στη συζήτηση. Το ότι της είχε προκαλέσει την μεγάλη αυτή αλλαγή ήταν κάτι που την είχε εντυπωσιάσει και μετά το γεγονός ότι ταιριάζανε σε τόσα πολλά την είχε κρατήσει κοντά του και τώρα δεν ήθελε να χάσει την παρέα του.
   Μόνο την παρέα του; ρώτησε μια φωνούλα μέσα της.
   Η άφιξη της Ντέηνα την έβγαλε από τις σκέψεις. Μπήκε κάτω από την τέντα της σκηνής και ξεφύσηξε.
   -Πολλή ζέστη σήμερα.
   -Μμ.. Δεν έχεις άδικο.
   -Γι’ αυτό τα αγόρια μας δουλεύουν γυμνά, είπε η Ντέηνα με ένα νεύμα στις εργασίες που γίνονταν στον τάφο του Άριου Σουεντώνιου. Εκτός από τον καθηγητή όλοι οι άλλοι δούλευαν με το σώμα τους ημίγυμνο να γιαλύζει από τον ιδρώτα.
   -Μόνο ο καθηγητής δεν γδύνεται ποτέ, είπε η Μέρεντιθ.
   -Κρύβει το σώμα του.
   -Έλα τώρα, δεν είναι τόσο μεγάλος.
   -Όχι αλλά είχε ένα ατύχημα και έχει ουλές και έτσι δεν νιώθει άνετα να είναι ημίγυμνος.
   -Που το ξέρεις;
   -Άκουσα μια φορά που το συζήταγε με τη θεία Μωντ. Χθες είδα και τον φίλο σου έτσι.
   -Μπα πότε; ρώτησε η Μέρεντιθ και η Ντέηνα γέλασε.
  -Δεν ήσουν εδώ, είχες πάει στο Πέριγκορ για εκείνες τις αναλύσεις και την αλληλογραφία.
   -Α μάλιστα, είπε η Μέρεντιθ και έσκυψε πάλι στο έγγραφό της, οι σημειώσεις που θέλει ο καθηγητής είναι εκεί.
   Η Ντέηνα πήρε το πακέτο με τις εκτυπωμένες σελίδες και έφυγε αφήνοντάς την να δουλεύσει. Αλλά καθώς η Μέρεντιθ μετέφραζε το κείμενο που είχε για δεκαέξι σχεδόν αιώνες μείνει μέσα στη γη έπιασε τον εαυτό της να σκέφτεται ότι ο Γουίλλιαμ Γκόρντον ήταν ένας όμορφος άνδρας.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου