Όταν ο Μάικ κατέφτασε
με την ομάδα του είχε προτείνει να φέρει και προσωπικό για να φροντίζει για το
νοικοκυριό τους όπως το αποκαλούσε. Η Μωντ ωστόσο δεν ήθελε να το ακούσει καν,
με τα παιδιά της μεγαλωμένα και με δικές τους οικογένειες προ πολλού και με τον
άνδρα της τρία χρόνια τώρα νεκρό, τους υιοθέτησε σαν μια καλόκαρδη θεία, γι’
αυτό και γρήγορα απέκτησε το προσωνύμιο θεία Μωντ. Φρόντιζε για το μαγείρεμα
της αποστολής, οι εργάτες που τους βοηθούσαν ήταν ντόπιοι και το μεσημέρι
επέστρεφαν σπίτια τους, και καθόταν μαζί τους στην τραπεζαρία καμαρώνοντάς τους
σαν να ήταν οικογένειά της. Είχε διαβάσει αρκετά και έχοντας ακούσει πολλά τόσο
καιρό μαζί τους μπορούσε να συμμετάσχει στις συζητήσεις τους και μερικές φορές
να τους μαλώνει με μητρική φροντίδα να μην το παρακάνουν και να μην κουράζονται
πολύ. Συμπεριέλαβε σε αυτήν την φροντίδα αμέσως και τον Γουίλλιαμ στον οποίο
σαν νεοφερμένο επέμενε να δοκιμάσει από όλα όσα είχε μαγειρέψει, και ήταν
εξαιρετική μαγείρισσα όπως αμέσως διαπίστωσε εκείνος.
Το κλίμα ήταν το πιο
φιλικό που είχε δει ποτέ σε ανασκαφές ο Γουίλλιαμ και αφέθηκε σε αυτό να τον
χαλαρώσει και να τον ηρεμήσει, να τον ετοιμάσει για τη δουλειά που τον
περίμενε. Οι νέοι του συνάδερφοι τον υποδέκτηκαν με τον καλύτερο τρόπο, τον
ενημέρωσαν για τα ευρήματά τους, στον τομέα του ο καθένας, ενώ κάνανε τις συστάσεις
μεταξύ τους με γέλιο και πειράγματα.
Απέναντί του στο
τραπέζι καθόταν η Μέρεντιθ και ο Γουίλλιαμ έπιανε πολλές φορές τον εαυτό του να
θαυμάζει το όμορφό της πρόσωπο όπως γελούσε με τα πειράγματα ή τη συγκεντρωμένη
της έκφραση καθώς μιλούσε για το δικό της μέρος της έρευνας. Ήταν μια σίγουρα
όμορφη κοπέλα και πολύ ενδιαφέρουσα. Θα ήταν σίγουρα ευχάριστη η συνεγασία τους
και η προοπτική να περάσει χρόνο μαζί της έξω απο τη δουλειά ήταν ακόμα πιο
δελεαστική.
Μετά το γεύμα ο
καθηγητής τον κάλεσε να του δείξει το δωμάτιο που θα έμενε και να συζητήσουν
την πορεία της έρευνας που θα έκανε. Τα δωμάτια ήταν στον πρώτο όροφο της
αγροικίας κατά μήκος ενός διαδρόμου. Ο Μάικ άνοιξε μια πόρτα και έκανε ένα
νόημα στον Γουίλλιαμ να περάσει. Εκείνος το έκανε για να αντικρίσει ένα μικρό
τακτοποιημένο δωμάτιο με ένα κρεβάτι, ένα μικρό γραφείο με ένα φωτιστικό από
πάνω για επιπλέον φως, μια ξύλινη ντουλάπα με σκαλίσματα και με ένα παράθυρο
στον τοίχο απέναντί του.
Ο Μάικ προχώρησε προς
το παράθυρο και κοίταξε έξω ενώ ο Γουίλλιαμ ακουμπούσε το σακίδιό του δίπλα στο
γραφείο.
-Ωραία
ομάδα έχεις συγκεντρώσει, είπε.
-Ναι, είναι αλήθεια.
Έχουν δέσει πολύ καλά μεταξύ τους και είναι πολύ καλοί στο αντικείμενό τους ο
καθένας.
-Χαίρομαι που θα είμαι
μαζί σας, ευχαριστώ για την πρόσκληση.
-Δεν χρειάζεται, είσαι
ο καλύτερος στον τομέα σου.
-Τι πρέπει λοιπόν να
κάνω;
Η Άρια εντυπωσιάστηκε
με το μέγεθος του στρατοπέδου. Δεν είχε ποτέ ξαναδεί κάτι παρόμοιο και ένιωσε
ξαφνικά μικρή και ασήμαντη. Παρότι κατοικούσε στη Ρώμη που ήταν η μεγαλύτερη σε
πληθυσμό πόλη του κόσμου, στην καθημερινή της ζωή είχε επαφή με λίγο κόσμο και
δεν είχε συνηθίσει να βρίσκεται ανάμεσα σε χιλιάδες άνδρες.
Ο Σέργιος το κατάλαβε,
την κοίταξε με συμπάθεια και προχώρησε να προλάβει τον Άριο Σουεντώνιο. Καθώς
έφτανε δίπλα του πρότεινε:
-Θέλετα να σταματήσετε
εδώ και να ειδοποιήσω τον τριβούνο; Είμαστε όπως βλέπω σχεδόν έτοιμοι να
ξεκινήσουμε.
Πράγματι οι βοηθητικοί
της λεγεώνας είχαν ήδη μαζέψει το μεγαλύτερο μέρος των σκηνών και του
εξοπλισμού όπως τα μαγειρεία και το σιδηρουργείο. Ο Άριος κούνησε αυτάρχικα σε
άρνηση το κεφάλι του και διέταξε να συνεχίσουν. Ο Σέργιος τον ακολούθησε αναζητώντας
τον τριβούνο για να αναλάβει το χειρισμό της κατάστασης και εκείνος να μείνει
με τα καθήκοντα της μονάδας του. Η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε σχεδόν αμέσως.
Ο Γάιος κατέφτασε και χαιρέτησε επίσημα τον συγκλητικό, τον κάλεσε να
ξεκουραστεί στη σκηνή του ως που να είναι έτοιμοι εντελώς να ξεκινήσουν. Ο
Άριος δέκτηκε αλλά ζήτησε από την κόρη του να μείνει στο φορείο.
Μέσα στην ώρα η λεγεώνα
είχε ξεκινήσει να κινείται βόρεια σε μια φάλαγγα μήκους πάνω από δέκα στάδια[1] με
συγχρονισμένο βήμα και με τα εμβλήματα όπως και τον Άριο να προηγούνται.
Ο κυβερνήτης μιας
επαρχίας ήταν και διοικητής του στρατού που βρισκόταν σε αυτή αν αποτελείτο
μόνο από μια λεγεώνα, αν υπήρχαν περισσότερες απο μία τότε οι υπόλοιπες είχαν
δικούς τους διοικητές. Στη Γαλατία που περίμενε την εισβολή του Αττίλα
βρίσκονταν ήδη πάνω από δέκα λεγεώνες και έτσι ο Άριος θα ασκούσε διοίκηση μόνο
στη φρουρά του Λουγδούνου. Αλλά ως που να φτάσουν εκεί θα διουκούσε την δεκάτη
εβδόμη λεγεώνα.
Προπορευόταν η ελαφρά
ίλη του ιππικού σαν προφυλακή και ακολουθούσαν οι φοιδεράτοι. Μετά προχωρούσαν ο Άριος και ο Γάιος, με την ακολουθία
του ο πρώτος και την κόρη του, με τη συνοδεία του υπηρέτη του και της Ζλάτκα ο
δεύτερος. Ακολουθούσαν οι πέντε από τις έξι κοόρτεις με τους λεγεωνάριους να
βαδίζουν σε τακτικές τετράδες και μετά οι βοηθητικοί με τον εξοπλισμό και οι
τοξότες ενώ τη φάλαγγα έκλεινε η έκτη κοόρτη.
Δεκαπέντε μέρες η λεγεώνα
ταξίδευε προς τα βόρεια χωρίς κανένα πρόβλημα πέρα από μια ενέδρα ληστών που η
εμπροσθοφυλακή μόνη της κατάφερε να αντιμετωπίσει. Ο Άριος πρότεινε την άμεση
εκτέλεση όσων συλλήφθηκαν αλλά ο Γάιος, αδιαφορώντας για άλλη μια φορά με κάθε
τι που δεν συμφωνούσε με την δικαιοσύνη και το νόμο, τους παρέδωσε στο βικάριο
της Λιγουρίας που είχε έδρα τα Μεδιόλανα.
Ήταν η δέκατη έκτη μέρα
του ταξιδιού και τρίτη έξω από τη μεγάλη πόλη όταν τα πραγματικά προβλήματα
άρχισαν.
Ο Μάικ εξήγησε
αναλυτικά τι ήθελε να προσφέρει ο Γουίλλιαμ στο έργο της ομάδας.
-Και ο Γάλλος; ρώτησε
εκείνος, τι είναι αυτό που πιστεύει ότι θα βρούμε;
-Τα νομίσματα που θα
πλήρωναν τους μισθούς της λεγεώνας και ίσως μέρος των χρημάτων που πήρε ο Άριος
μαζί του. Η λεγεώνα καταστράφηκε άρα ίσως δεν είχαν πληρωθεί και κάπου
βρίσκεται ο θησαυρός.
-Ευγενής σκοπός!
-Ναι όντως, γέλασε ο
Μάικ και μετά στράφηκε προς την πόρτα. Να σε αφήσω να τακτοποιηθείς.
Άπλωσε το χέρι του στο
περίτεχνο πόμολο της πόρτας και κοντοστάθηκε.
-Είδα και μια
συμπάθεια, δεν έχασες το χάρισμά σου βλέπω. Καταλαβαίνεις αμέσως τους
ανθρώπους. Η Μέρεντιθ είναι μια πολλή αξιόλογη αρχαιολόγος και εξ’ ίσου
αξιόλογη γυναίκα.
Ο Γουίλλιαμ κοίταξε
εξεταστικά τον άνθρωπο που είχε υπάρξει καθηγητής και μέντοράς του.
-Ενδιαφέρεσαι;
-Α όχι, χαμογέλασε ο
Μάικ, αυτή η εποχή πέρασε για μένα πια, είμαι πολύ μεγάλος για τέτοια.
Βγήκε από το δωμάτιο
αφήνοντας τον Γουίλλιαμ να σκέφτεται την ανασκαφή και πολύ περισσότερο την
Μέρεντιθ Γουίλσον.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου