Το Δάκρυ Του Ουρανού

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ο κόσμος της Έρεμορ κατοικείται από πολλούς λαούς και φυλές. Είναι ένας κόσμος υπό την απειλή του κακού. Οι δυνάμεις του Σκότους θέλουν να τον υποδουλώσουν και δεν θα σταματήσουν μπροστά σε τίποτα για να το πετύχουν.

Ένα από τα βασίλεια της Έρεμορ είναι το βασίλειο της Αραγκόν το οποίο προασπίζονται οι Ιππότες του Όρκου των Μελντόρα. Στην έδρα τους, το Κάστρο των Αετών, έρχεται να μαθητέψει ο νεαρός Γουίλλιαμ του Νέρακ. Εδώ θα εκπαιδευθεί να γίνει ένας καλός πολεμιστής, θα κάνει φίλους και θα αγαπήσει.

Αλλά τον περιμένει ο κίνδυνος. Σύντομα ο πόλεμος σκεπάζει με τα μαύρα φτερά του τα έθνη της Έρεμορ και ο Γουίλλιαμ θα βρεθεί στο μέσο των εξελίξεων. Θα πρέπει να πολεμήσει με τρομερούς εχθρούς για να φέρει την αποστολή του σε πέρας. Θα το καταφέρει; Και ποιο θα είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει;

Είμαι πολύ χαρούμενος να ανακοινώσω την έκδοση του πρώτου βιβλίου των Χρονικών της Ερεμόρ, το Δάκρυ του Ουρανού στην μορφή όπως το έγραψα και όχι όπως είχε κυκλοφορήσει σε δύο μέρη.

Μπορείτε να το βρείτε εδώ: https://books2read.com/u/mdkrly με επιλογή πλατφόρμας για την απόκτησή του.

Ορίστε και το εξώφυλλο:

 

Ιστολόγιο του μήνα – Δεκέμβριος 2025

Author: Νυχτερινή Πένα /

Σήμερα θα μιλήσουμε για ένα ιστολόγιο που μου τράβηξε την προσοχή η ονομασία του, ο βιβλιοθηκάριος. Το επισκέφθηκα από περιέργεια και ανακάλυψα πολλά κείμενα και ποιήματα. Κείμενα για το βιβλίο, παρουσιάσεις βιβλίων και παλιών εκδόσεων, σκέψεις και σχόλια, θέματα επικαιρότητας που αφορούν βιβλία και βιβλιοθήκες – ε τι βιβλιοθηκάριος θα ήταν; - αλλά και μικρές ιστορίες, παραμύθια και ποιήματα λυρικά και γλυκόπικρα.

Έχει μια μακριά πορεία στο χώρο αφού είναι ενεργός από τις αρχές του 2009 (από τα λίγα τόσο παλιά ιστολόγια που παραμένουν) και συνεχίζει την πλούσια συγγραφική του δραστηριότητα. Αν θέλετε να τον επισκεφθείτε, η βιβλιοθήκη του είναι εδώ: http://vivliothekarios.blogspot.gr/

Διαφορετικά Χριστούγννα - 3

Author: Νυχτερινή Πένα /

 3.

 

Ο Μάρκος τυλίχτηκε καλά το μπουφάν του μιας και το κρύο ήταν τσουχτερότατο. Όλοι είχαν ντυθεί για το κρύο και ο Μάρκος είδε ότι είχαν ακόμα ένα γαϊδούρι τώρα φορτωμένο με πράγματα, πέρα από εκείνο που είχαν ο ιερέας με τον Μιχάλη.

Η διαδρομή ως το Κακοπέρατο ήταν μια δύσκολη, ειδικά στο σκοτάδι υπό το φως μερικών φαναριών αλλά την έκαναν με κέφι μιας και ήταν για καλό σκοπό. Τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα ενώ ο Μιχάλης με τον ιερέα έψελναν από τους ύμνους της εορτής με τη συνοδεία του μπάρμπα Μήτσου που αποδεικνυόταν πολύ καλλίφωνος με τη βαθιά φωνή του.

«Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός, ακολουθήσωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ…»

Παρά το χιόνι δεν δυσκολεύονταν να προχωρήσουν. Οι ντόπιοι ήταν συνηθισμένοι σε αυτό το έδαφος και στις καιρικές συνθήκες. Ακόμα και ο ιερέας δεν έδειχνε να πτοείται από τις δυσκολίες. Ο Μιχάλης δυσκολευόταν περισσότερο λόγω της κατάστασής του αλλά ακολουθούσε στα ίχνη των άλλων κάτι που έκανε το βάδισμα στο χιόνι λίγο πιο εύκολο. Η Χριστίνα φαινόταν να έχει δυσκολίες με το κρύο περισσότερο παρά με τη διαδρομή και αν είχε κάποια δυσκολία στο βάδισμα ήταν επειδή κρατούσε και το μωρό στην αγκαλιά.

Πέρασαν από το σημείο που ο Μάρκος είχε αναγκαστεί να αφήσει το αυτοκίνητό του. Το είχε βάλει κάτω από ένα δέντρο και έτσι το χιόνι δεν το είχε σκεπάσει. Ο Μάρκος πήγε και άνοιξε τον χώρο των αποσκευών. Πήρε κάτι τυλιγμένο και το έφερε στην Χριστίνα. Η κοπέλα είδε ότι ήταν ένα παλτό.

-Φόρεσέ το, είπε ο Μάρκος.

Κράτησε το μωρό για να μπορέσει η κοπέλα να φορέσει το παλτό πάνω από τα ρούχα της. Μετά πήρε και πάλι το μωρό στα χέρια της.

-Ευχαριστώ, είπε με ένα ζεστό χαμόγελο.

-Χρόνια Πολλά, της είπε. Και για τη μέρα και για τη γιορτή σου.

-Ευχαριστώ, είπε η κοπέλα και ξεκίνησαν να περπατούν δίπλα δίπλα με τον Μάρκο να τη βοηθάει όπου ήταν πιο δύσκολο το μονοπάτι.

Αυτή τη φορά η φωνή στο μυαλό του έμεινε σιωπηλή.

Ως που να φτάσουν στο εκκλησάκι είχε πιάσει να χιονίζει και πάλι και τα παιδιά έπιασαν να λένε το «Χιόνια στο καμπαναριό…»

Όταν φτάσανε μπήκαν μέσα και κάθισαν λίγο να ξαποστάσουν. Μετά οι γυναίκες έπιασαν να κάνουν λίγη φασίνα μέσα, ένα σκούπισμα και ξεσκόνισμα στους παμπάλαιους πάγκους που χρησίμευαν για στασίδια ενώ ο ιερέας με το Μιχάλη ετοίμαζαν τα των ακολουθιών. Ο πατέρας Σαμουήλ βάζοντας τα απαραίτητα ιερά σκεύη στην πρόθεση και την Αγία Τράπεζα ενώ ο Μιχάλης τα βιβλία στο αναλόγιο.

-Παππού γιατί σηκωθήκαμε τόσο πρωί για την εκκλησία; ρώτησαν τα εγγόνια του τον μπάρμπα Βασίλη.

-Γιατί πριν από πολλά χρόνια η Παναγία μας έτσι μέσα στη νύχτα γέννησε τον Χριστό μας. Να μια τέτοια νύχτα ήταν που ένα άγγελος εμφανίστηκε σε απλούς βοσκούς σαν εμάς να τους πει ότι γεννήθηκε ο Χριστός μας και πήγανε πρώτοι εκείνοι να προσκυνήσουν και μετά οι μάγοι με τα δώρα, χρυσάφι, λιβάνι και ένα πολύτιμο άρωμα που το λένε σμύρνα.

Ο Μιχάλης πήρε θέση στο αναλόγιο και ο Σαμουήλ έβαλε ευλογητός. Σαν να  μην είχε περπατήσει τόσο δρόμο και να μην ήταν γέροντας, ο ιερέας τέλεσε τον εσπερινό με την ίδια ζέση που θα το έκανε και στον καθεδρικό ναό. Ο Μιχάλης με την βοήθεια των δύο ηλικιωμένων βοσκών, που διάβασαν κυρίως τα αναγνώσματα, εκτέλεσε καθήκοντα ψάλτη. Οι υπόλοιποι παρακολουθούσαν με κατάνυξη.

Ο Μάρκος καθισμένος σε έναν πάγκο ένιωθε σαν να είχε μεταφερθεί σε έναν άλλο κόσμο, έναν κόσμο εξαϋλωμένο, πιο κοντά στον ουρανό παρά στις γήινες έννοιες και φροντίδες, έναν κόσμο για τον οποίο είχε μόνο ακούσει ως τώρα αλλά δεν τον είχε ζήσει. Έβλεπε τους ανθρώπους γύρω του να προσεύχονται και να είναι ταυτόχρονα ήρεμοι, και χαρούμενοι στο φως που έδιναν τα κεράκια τους και η λαμπάδα που είχαν στο ψαλτήρι για να βλέπουν τα βιβλία.

Τελειώσανε τον εσπερινό και μπήκανε στον όρθρο, έξω το χιόνι έπεφτε απαλό και πυκνό. Ο μπάρμπα Μήτσος βγήκε και χτύπησε την μικρή καμπάνα όταν άρχισε ο όρθρος και μετά στις καταβασίες ψέλνοντας και εκείνος:

-Χριστός γεννάται, δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε, Χριστός επί γης υψώθητε…

Την ξαναχτύπησε στη δοξολογία για να σημάνει ότι έφτανε η ώρα της λειτουργίας.

Ο Μάρκος απορούσε με το πώς δεν πεινούσε με τόσο λίγο φαγητό χθες, ή πως δεν νύσταζε με τόσο λίγο ύπνο. Δεν ήταν λίγος συνειδητοποίησε, είχαν κοιμηθεί νωρίς και έχοντας κάνει τόσο ήσυχο ύπνο, είχε ξεκουραστεί. Κοίταξε την Χριστίνα που παρακολουθούσε με την μικρή της πάντα στην αγκαλιά.

-Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε…

Ο Σαμουήλ με το άγιο ποτήριο στα χέρια, κοινώνησε όλο το μικρό του εκκλησίασμα εκτός του Μάρκου, που δεν είχε προετοιμαστεί για κάτι τέτοιο και δεν το είχε καν σκεφθεί και της ακόμα αβάπτιστης μικρής Αγγλικής, και μετά από λίγο έδωσε την απόλυση και τους μοίρασε το αντίδωρο. Κάθισαν μετά και ήπιαν καφέ και φάγανε λίγο, οι γυναίκες είχαν φέρει κεράσματα για να τους δυναμώσουν πριν πάρουν το δρόμο της επιστροφής.

Είχε ξημερώσει και ξεκινήσανε με τα παιδιά να τραγουδάνε:

«Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου…»

Ο Μάρκος πλησίασε τον Μιχάλη.

-Από το διάβασμά σου και μερικές άλλες παρατηρήσεις συμπέρανα ότι είσαι μορφωμένος. Και όμως δείχνεις να είσαι απόλυτα εξοικειωμένος με τη ζωή εδώ.

-Μπα! Είμαι παιδί της πόλης πίστεψέ με. Η απόλαυσή μου είναι τα βιβλία και με αυτά ασχολούμαι αλλά για να νιώσεις τις γιορτές δεν χρειάζεται επιτήδευση ή μεγάλα πάρτι, αρκεί μια ζεστή αγκαλιά, μερικοί δικοί σου άνθρωποι και αυτό είναι.

-Και αν δεν έχεις δικούς σου ανθρώπους;

-Βρίσκεις.

Το βλέμμα του Μάρκου πήγε στην Χριστίνα.

-Ναι, είπε ο Μιχάλης, και έτσι γίνεται. Αν δεν έχεις κάνεις.

-Θέλω να τη βοηθήσω, ξέρεις.

Ο Μιχάλης χαμογέλασε. Ναι, αυτό ήταν μια αρχή, θα τη βοηθούσε και αυτό θα τους έφερνε κοντά και ίσως και μαζί μετά.

-Να το κάνεις, είναι και αυτό μέσα στον εορτασμό των Χριστουγέννων.

-Μπορεί να έχεις δίκιο. Αυτά είναι σίγουρα τα πλέον διαφορετικά Χριστούγεννα που έχω κάνει.

-Μπορεί, είπε ο Μιχάλης με ένα χαμόγελο καθώς έφταναν στο σπίτι, και μετά πρόσθεσε, αλλά σίγουρα θα έχουν από το καλύτερο φαγητό!

Ο Μάρκος άρχισε να γελάει, οι μυρωδιές μέσα από το σπίτι τον βεβαίωναν για αυτό.  Κοίταξε την Χριστίνα που του χαμογέλασε.

Ναι, δεν θα ήταν μόνο το καλύτερο φαγητό που θα έπαιρνε από αυτά τα τόσο διαφορετικά Χριστούγεννα.

 

Τέλος

 

Διαφορετικά Χριστούγεννα - 2

Author: Νυχτερινή Πένα /

2.

 

-Ποιος είναι τέτοια ώρα; είπε η Μάρθα και κοίταξε τον άνδρα της.

-Και γιατί δεν τον γαύγισε ο Λεβέντης; είπε ο γερό βοσκός.

Σηκώθηκε να πάει να ανοίξει. Το έκανε επιφυλακτικά μιας και ο άνεμος απειλούσε να φέρει μέσα όχι μόνο κρύο αλλά και μπόλικο χιόνι. Στο άνοιγμα στεκόταν μια φιγούρα κουκουλωμένη με πολλά ρούχα για το κρύο και με ένα μπογαλάκι στην αγκαλιά.

-Σας παρακαλώ, είπε μια απαλή φωνή που ίσα ακουγόταν πάνω από τη βοή του αέρα. Χρειάζομαι ένα κατάλυμα. Αν μείνω έξω… θα πεθάνουμε από το κρύο.

Ο Μάρκος που παρακολουθούσε την σκηνή νόμιζε ότι ήταν ο μόνος που κατάλαβε την ασυμφωνία στα λόγια της φιγούρας αλλά είδε ότι ο Μιχάλης είχε επίσης συνοφρυωθεί.

-Έλα μέσα, είπε ο Βασίλης.

Η φιγούρα μπήκε μέσα και ο γερό βοσκός έκλεισε την πόρτα. Η φιγούρα κατέβασε το σάλι από τα μαλλιά της και αποκάλυψε το λεπτό πρόσωπο μιας κοπέλας.

-Η κόρη του Τζανή, είπε μια από τις νύφες του μπάρμπα Βασίλη, η αστεφάνωτη. Θα τη βάλουμε μέσα στο σπίτι μας τέτοια μέρα;

-Τασία, είπε αυστηρά εκείνος. Τέτοια μέρα θα την βάλουμε στο σπίτι μας γιατί Εκείνος που αύριο θα γιορτάσουμε τη γέννησή Του, μας άφησε παραγγελία να φιλοξενούμε εκείνους που το χρειάζονται στο όνομά Του.

Η γυναίκα στραβομουτσούνιασε αλλά ο ιερέας είπε:

-Ναι, τέκνον μου, καλά σου λέει, ο Κύριος είπε ξένος ήμουν και με φιλοξενήσατε.

-Ευχαριστώ που μας δεχθήκατε, ξέρω ότι δεν είναι μια νύχτα για να φιλοξενήσει κανείς ξένους, είπε η κοπέλα.

-Ειδικά αυτή είναι η κατάλληλη νύχτα, κορίτσι μου. Έλα μη ντρέπεσαι και απόψε ο Πανάγαθος μας έφερε κι άλλους ξένους.

-Ευχαριστώ πάντως. Δεν ανοίγει κανείς εύκολα την πόρτα του.

-Είσαι καλός άνθρωπος, αφού ο Λεβέντης σε άφησε να περάσεις και δεν ξεσήκωσε τον κόσμο, πάει να πει ότι είσαι εντάξει, δεν αφήνει εύκολα να περάσει κανείς την πόρτα.

Ο Μάρκος δεν πρόσεχε τι έλεγαν. Τον είχαν μαγνητίσει τα όμορφα μαύρα μάτια και το γλυκό πρόσωπο της κοπέλας. Ο Μιχάλης δίπλα του τον κοίταξε και χαμογέλασε. Η Μάρθα οδήγησε την κοπέλα να καθίσει σε μια καρέκλα και της έφερε μετά μια κούπα με γάλα και ψωμί.

Ο Μάρκος στράφηκε στον γέρο βοσκό.

-Νόμιζα ότι δεν κάνει να φάμε σήμερα.

-Εμείς που είμαστε γεροί και δεν έχουμε ανάγκη, παλληκάρι μου. Εκείνη πρέπει να φάει στην κατάστασή της.

Ο Μάρκος πήγε να αναρωτηθεί τι σήμαινε πάλι αυτό όταν το μπογαλάκι στα χέρια της κοπέλας κουνήθηκε και άφησε μια μικρή κραυγή. Είχε στην αγκαλιά της ένα μωρό. Αυτό ήταν λοιπόν το κοινωνικό στίγμα που δεν την έκανε ευπρόσδεκτη, είχε κάνει ένα παιδί εκτός γάμου.

Αρχίσανε να στρώνουν για την νύχτα.

Ο παππούς έλεγε στα εγγόνια του ιστορίες για τα καλικαντζάρια που σαν απόψε ανέβαιναν στον κόσμο να πειράξουν τους ανθρώπους.

-Κάθονται κάτω στα τρίσβαθα της γης και ροκανίζουν το δέντρο που τη στηρίζει μα σαν μυριστούν πως ήρθαν τα Χριστούγεννα βγαίνουν στον απάνω κόσμο και αρχίζουν τις σκανδαλιές. Χαλάνε τη φωτιά, σκορπούν τη στάχτη, χύνουν το γάλα και ξινίζουν το γιαούρτι. Γι’ αυτό δε σβήνουμε τη φωτιά όλες τις μέρες να κρατάει μακριά τα καλικαντζάρια. Μέχρι να φύγουν την παραμονή των Φώτων, πριν χτυπήσουν οι καμπάνες!

-Γιατί φεύγουν παππού τότε;

-Γιατί σαν όλα τα στοιχειά φοβούνται τον αγιασμό. Γι’ αυτό φεύγουν πριν ο ιερέας ραντίσει παντού με τον αγιασμό.

-Και τι γίνεται τότε παππού;

-Πάνε πάλι κάτω αλλά τι να δουν; Το δέντρο είναι και πάλι ολάκερο και αρχίζουν από την αρχή.

Ο Μιχάλης πήγε κοντά στον Σαμουήλ.

-Με την αλλαγή μας στο σχέδιο δεν κάναμε τον εσπερινό.

-Το πρωί, πριν τον όρθρο, είπε ο Σαμουήλ. Αφού φέτος δεν συνοδεύεται από λειτουργία. Θα το κάνουμε όπως στις αγρυπνίες.

Ο Μιχάλης έγνευσε και επέστρεψε στο μέρος που είχαν στρώσει για εκείνον. Μια και ήδη υπολόγιζε να κοιμηθεί στο εκκλησάκι είχε φέρει μαζί του έναν υπνόσακο τον οποίο θα χρησιμοποιούσε σαν σκέπασμα ξαπλωμένος πάνω στο χοντρό χαλί. Ο Μάρκος θα κοιμόταν επίσης εκεί και λίγο πιο πέρα είχε καθίσει η κοπέλα, οι τρεις ξένοι μαζί ενώ ο ιερέας θα κοιμόταν λίγο πιο ξέχωρα, σαν εκδήλωση σεβασμού στο σχήμα που έφερε.

-Από το στρατό είχα να κοιμηθώ στο πάτωμα, είπε ο Μάρκος.

-Δεν παραπονιέμαι, είπε ο Μιχάλης, θα είχα κοιμηθεί στο πάτωμα στο μικρό εκκλησάκι εδώ είναι πιο μαλακά και πιο ζεστά.

Ο Μάρκος στράφηκε στην κοπέλα περιμένοντας από εκείνη μια άλλη απάντηση, πιο κοντά στη δική του νοοτροπία.

-Μην κοιτάς εμένα, είπε εκείνη, είμαι ευτυχής που απόψε έχουμε μια στέγη πάνω από το κεφάλι μας και είμαστε στα ζεστά.

-Που κοιμάσαι συνήθως;

-Όπου βρω. Σε κανένα χάλασμα, σε παρατημένα σπίτια. Απόψε φοβήθηκα ότι θα ήταν το τέλος, δεν έβρισκα πουθενά να κοιμηθώ και αν ήξερα ποιου είναι αυτό το σπίτι δεν θα χτυπούσα γιατί θα έλεγα ότι δεν θα με δεχθούν. Ο πατέρας μου ζήτησε από τους χωριανούς να μην με δεχθούν και έφυγα πιο μακριά.

-Σε έδιωξε από το σπίτι και ζήτησε να μη σε φιλοξενήσει κανένας; είπε ο Μάρκος. Αυτό είναι πολύ σκληρό.

-Και ο πατέρας μου είναι, είπε η κοπέλα με ένα χαμόγελο πικρίας. Έμεινα έγκυος και ο… αγαπημένος μου έφυγε. Ο πατέρας μου με έδιωξε από το σπίτι και έμεινα σε μια φίλη ως που γέννησα. Μετά με ανακάλυψε και είπε σε όλους να μη με φιλοξενούν και να μη με βοηθούν.

Η κοπέλα σταμάτησε να μιλάει. Ο Μάρκος την κοίταζε, ήταν όμορφη κοπέλα, κάτι που φαινόταν παρά τις κακουχίες και τις δυσκολίες που περνούσε.

-Α, έτσι είπε ε; Πρέπει κάποιος να του βάλει λίγη γνώση. Ίσως πρέπει να του πει δυο λογάκια ο Βασίλης άμα κατέβει στο χωριό.

Η Μάρθα έφερε στην κοπέλα ένα πιάτο με ψωμί και τυρί.

-Έλα κόρη μου, είπε, φάε να καρδαμώσεις, θα χρειαστεί να φάει και τούτο δω το πλασματάκι σε λίγο.

Η κοπέλα έκανε να αφήσει το μωρό στο πάτωμα δίπλα της αλλά ο Μιχάλης της είπε:

-Μπορώ;

Εκείνη του το έδωσε και ο Μιχάλης το κράτησε προσεχτικά στα χέρια του. Το μωρό άνοιξε τα μάτια του και τον κοίταξε. Έβγαλε έναν σιγανό ήχο αλλά δεν έκλαψε.

-Τα καταφέρνεις καλά με τα μωρά, είπε ο Μάρκος γελώντας. Έχεις μεγαλώσει κανένα;

-Όχι, δεν είπαμε; Εργένης και χωρίς καμία οικογένεια, απάντησε ο Μιχάλης και στράφηκε στην κοπέλα. Πως τη λένε;

-Δεν την λένε, είπε η κοπέλα. Δεν την έχω βαφτίσει. Αλλά θέλω να της δώσω το όνομα της μάνας μου. Αγγελική.

-Εσένα πως σε λένε; ρώτησε ο Μάρκος.

-Χριστίνα, είπε η κοπέλα και χαμήλωσε το βλέμμα.

Σου αρέσει; είπε η κακή φωνούλα στο μυαλό του. Αυτή δεν είναι για εφήμερη σχέση. Απ’ αυτό χόρτασε. Ζητάει μια σιγουριά στην ζωή της, προσπαθεί να την φτιάξει από την αρχή.

Κάτι μέσα του τον έσπρωχνε να τη βοηθήσει. Και δεν ήταν μόνο η ομορφιά της. Είχε κάτι που τον τραβούσε, κάτι άσχετο με την εμφάνισή της. Το αδάμαστο πνεύμα της ίσως, το ότι δεν είχε αφεθεί στη μοίρα της αλλά πάλευε ενάντια στις αντιξοότητες.

Πέσανε για ύπνο. Ο Μάρκος έμεινε να κοιτάζει τα δοκάρια στο ταβάνι με τα διάφορα σκεύη και τρόφιμα κρεμασμένα από αυτά, το τζάκι που έκαιγε και τελικά αποκοιμήθηκε. Δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι λίγες φορές στη ζωή του ήταν τόσο γαλήνιος και ήρεμος.

 

Ξύπνησε από ένα άγγιγμα στον ώμο και όταν σηκώθηκε είδε ότι ήταν πολύ πρωί, είχε ξαστεριά και μπορούσε να δει τον ουρανό γεμάτο αστέρια. Όλοι είχαν σηκωθεί και ετοιμάζονταν. Είδε τον Μιχάλη να είναι καθισμένος στο πάτωμα έχοντας μαζέψει τα πράγματά του. Δίπλα του σε ένα μικρό στρώμα από δέρματα, ήταν το μωρό.

-Που είναι η μητέρα του; ρώτησε ενώ φορούσε το μπουφάν και τα παπούτσια του, τα μόνα πράγματα που είχε βγάλει για να κοιμηθεί.

Ο Μιχάλης του έδειξε την Χριστίνα. Είχε πάει παράμερα και είχε γονατίσει μπροστά στον πατέρα Σαμουήλ. Ο ιερέας είχε βάλει το επιτραχήλιο και είχε ακουμπήσει την άκρη του στο κεφάλι της κοπέλας με το χέρι του επάνω.

-Τι κάνει;

-Εξομολογήθηκε και της διαβάζει την ευχή της αφέσεως.

Ο Μάρκος δεν το σχολίασε, αυτή η ζωή του ήταν ξένη εδώ και πολλά χρόνια.

Εσύ χάνεις, είπε η φωνή στο μυαλό του, αυτή η ζωή τους χαρίζει γαλήνη και ψυχική δύναμη. Το βλέπεις στα πρόσωπά τους. Ακόμα και σε αυτής της κοπέλας που θα είχε κάθε λόγο να είναι απελπισμένη και έτοιμη να αυτοκτονήσει. Τη βλέπεις; Είναι τόσο γαλήνια, και τόσο μαχήτρια.

Ο Μάρκος έπρεπε να παραδεχτεί ότι έτσι ήταν. Η Χριστίνα ήρθε κοντά τους.

-Βοήθειά σου, είπε ο Μιχάλης, θα κοινωνήσεις;

-Ναι, μου είπε ότι η μοιχεία είναι μεγάλο αμάρτημα αλλά έκανα το σωστό με την Αγγελικούλα μου. Μου διάβασε την ευχή και μου είπε να κοινωνήσω τώρα στη λειτουργία. Δεν έχω κοινωνήσει εδώ και πάνω από δεκαοκτώ μήνες.

Ο Μιχάλης ένευσε και της έδωσε το μωρό της. Η κοπέλα τον ευχαρίστησε και πρόσθεσε:

-Ας την θηλάσω τώρα γιατί θα ξεκινήσουμε όπου να’ ναι.

Ο Μιχάλης σηκώθηκε και ο Μάρκος τον μιμήθηκε. Αφήσανε την κοπέλα μόνη της να φροντίσει το μωρό. Ο Μάρκος πήγε κατά την πόρτα και κοίταξε τον καιρό.

-Μη σε ξεγελάει, είπε ο μπάρμπα Μήτσος. Μην κοιτάς που ξαστέρωσε τώρα, θα ρίξει κι άλλο χιόνι.

-Όχι μόνο έχασα το ρεβεγιόν, θα κάνω και πρωτοχρονιά εδώ όπως πάμε, είπε ο Μάρκος αλλά χαμογελούσε.

-Και τι φοβάσαι; Ξύλα για το τζάκι έχουμε και για να φάμε έχουμε από όλα τα καλά.

Ο Μιχάλης πήγε κοντά στον Σαμουήλ που διάβαζε το μεσονυκτικό σαν να ήταν σπίτι του και έπιασε να τον βοηθήσει με τους ύμνους.

Είχαν μόλις τελειώσει όταν πλησίασε ο Βασίλης.

-Πάτερ, είπε, με την ευλογία σου, να ξεκινήσουμε;

-Ναι, πάμε.

Διαφορετικά Χριστούγεννα -1

Author: Νυχτερινή Πένα /

1.

 

-Αναμένεται νέα επιδείνωση του καιρού μετά την άφιξη του χαμηλού βαρομετρικού που έχει επηρεάσει όλη τη χώρα φέρνοντας χιόνια και χαμηλές θερμοκρασίες.

Ο Μάρκος έκλεισε το ραδιόφωνο φουρκισμένος καθώς οδηγούσε στο ορεινό οδικό δίκτυο. Δεν θα έφτανε εγκαίρως. Τι ήθελε ο καιρός και άλλαξε τόσο απότομα; τώρα θα χαλούσε τελείως τα σχέδιά του. Μετά από τόση δουλειά είχε κανονίσει και αυτός να πάει για λίγη ξεκούραση και θα το έχανε από τον καιρό, θα αναγκαζόταν να σταματήσει σε ποιος ξέρει ποιο και από τον Θεό ξεχασμένο χωριό να περάσει τα Χριστούγεννα.

Προσπέρασε στο χιονισμένο δρόμο δύο πεζούς, ο ένας ήταν ιερέας, φορούσε το μαύρο ράσο και το χαρακτηριστικό καπέλο, να δεις πως το λέγανε; Καλυμμαύχι, θυμήθηκε. Περίεργο που το θυμήθηκε, χρόνια είχε να μπει σε εκκλησία και πολύ περισσότερο να μιλήσει σε παππά. Αλλά θυμήθηκε τη γιαγιά του, την κυρά Βαρέλαινα όπως την ήξεραν όλοι στο χωριό από τη δουλειά του άνδρα της, που ο πατέρας της ήταν παππάς και έλεγε ότι έξω από το σπίτι ή το ναό ο προπάππος του δεν το έβγαζε ποτέ το καλυμμαύχι. Δίπλα στον ιερέα περπατούσε ένας άνδρας με συνηθισμένα ρούχα, ντυμένος καλά για το κρύο. Κρατούσε και ένα ψηλό ραβδί πεζοπορίας, μάλλον για βοήθεια στο χιονισμένο έδαφος. Είχαν και ένα γάιδαρο που ακολουθούσε πιστά και τον κρατούσε από το χαλινάρι ο ιερέας. Ήταν φορτωμένος με ένα μεγάλο πλεκτό καλάθι από τα παλιά που έβλεπε κανείς μόνο σε εκθέσεις με είδη λαϊκής τέχνης και με ένα βαλιτσάκι από τη μια ενώ από την άλλη είχε ένα μικρό σακίδιο.

Τους άφησε πίσω και γρήγορα τους ξέχασε. Σκεφτόταν το πολυτελές ξενοδοχείο με τους επιφανείς προσκεκλημένους και το πλούσιο τραπέζι με το οποίο θα γιόρταζαν τα Χριστούγεννα που θα ξημέρωναν. Σαμπάνια, καλά κρασιά και εξαιρετικά εδέσματα, έτσι όπως γιορτάζουν εκείνοι που είναι κάποιοι. Ένα κλίμα χαράς και ευωχίας ακόμα και αν δεν ήξερες καλά ούτε τους συνδαιτημόνες σου.

Δεν χρειάζεται να τους ξέρεις εξάλλου, έτσι δεν είναι; είπε μια κακή φωνούλα μέσα του. Δεν έχεις και κανέναν, μόνος σου είσαι! Θα φας, θα πιείς, και θα ανταλλάξεις ευχές και αυτό είναι όλο.

Δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο, απλά να περάσει καλά και να ξεχάσει για λίγο τη δουλειά. Γι’ αυτό είχε κλείσει το πολυτελές αυτό ρεβεγιόν.

Και το οποίο δεν φαινόταν ότι θα κατάφερνε να δει. Το χιόνι πύκνωνε και πρόσθετε καινούρια στρώματα στο ήδη υπάρχον στο δρόμο. Σε λίγο δεν θα μπορούσε να συνεχίσει. Σχεδόν μόλις έκανε τη σκέψη βρήκε το δρόμο κλειστό. Σταμάτησε στην άκρη και βγήκε έξω βρίζοντας. Έβγαλε το κινητό του και έκανε να καλέσει βοήθεια αλλά διαπίστωσε πως δεν είχε σήμα. Με ακόμα περισσότερες βρισιές προχώρησε να βρει ένα σπίτι με τηλέφωνο.

Περπάτησε πολύ περισσότερο από όσο θα ήθελε και χάθηκε μέσα στο χιονιά. Δεν είδε τη στάνη παρά μόνο όταν έπεσε πάνω στην πόρτα της κάνοντας το τεράστιο τσοπανόσκυλο να τρελαθεί στο γάβγισμα. Η πόρτα στο χαγιάτι άνοιξε και ένας μεγαλόσωμος άνδρας κουκουλωμένος με μια βαριά κάπα άνοιξε. Του έριξε μια ματιά και είπε:

-Τι ζητάς εδώ πάνω αδερφέ;

-Έχασα το δρόμο μου, απάντησε ο Μάρκος.

-Πεζός;

-Όχι έχω αυτοκίνητο, ο δρόμος όμως έκλεισε από το χιόνι, έχετε τηλέφωνο μήπως για να δω τι μπορώ να κάνω;

-Τηλέφωνο; Όχι παλληκάρι μου, δεν έχω εδώ πάνω τηλέφωνο αλλά και ποιος θα βρεθεί να σε βοηθήσει; Πιάσαμε την αργία. Βάλε το αυτοκίνητο κανονικά στην άκρη και έλα μέσα να μην παγώσεις.

-Και να μείνω εδώ πάνω;

-Δεν έχει που να πας αλλού πιο κάτω έχει πάνω από ένα μέτρο χιόνι.

-Καλύτερα να γυρίσω πίσω, είπε σκασμένος ο Μάρκος.

-Ως που να φτάσεις στην Κατάρα θα έχεις αποκλειστεί.

-Να πάρει! είπε ο Μάρκος και πρόσθεσε μια βλαστήμια.

-Να σε χαρώ, του είπε ο βοσκός, μη λες τέτοια πράγματα σαν μέρα που’ ναι.

Ο Μάρκος πήγε και τακτοποίησε όσο ήταν δυνατόν το αυτοκίνητο, όχι ότι θα περνούσε κανείς και θα τον εμπόδιζε, και επέστρεψε στο χωριατόσπιτο ενώ ο βοσκός φώναζε στο τσοπανόσκυλο:

-Ει, Λεβέντη! Μην ξεσηκώνεις τον κόσμο, δεν ήρθε για τα πρόβατα ο άνθρωπος!

Στράφηκε στο Μάρκο:

 -Άντε έλα μέσα μην ξεπαγιάσεις.

Μπήκαν στο αγροτόσπιτο, ήταν μια μεγάλη ενιαία σάλα και ο βοσκός τον οδήγησε στο τζάκι που έκαιγε μια ζωηρή φωτιά. Από τα μαυρισμένα δοκάρια της οροφής κρέμονταν λουκάνικα και καλάθια με τυριά.

-Αν μη τι άλλο τρως καλά εδώ, σχολίασε.

-Αύριο, πρώτα ο Θεός, είπε ο άλλος.

-Γιατί σήμερα δεν κάνει;

-Όχι δα! κρέας και τυρί μια μέρα πριν τα Χριστούγεννα!

Ο Μάρκος κατάλαβε ότι είχε κάνει κάποιο είδος γκάφας, κάποια παράβαση στον κώδικα σωστής συμπεριφοράς αυτού του ανθρώπου και βιάστηκε να αλλάξει κουβέντα.

-Μόνος είσαι εδώ πάνω;

-Όχι, όλοι εδώ είμαστε, τα παιδιά είναι στο κατώι στα ζώα, η κυρά έχει πάει πιο πάνω στο μπάρμπα – Μήτσελα να τον καλέσει να έρθει εδώ μαζί μας.

Ένα χτύπημα στην πόρτα τον διέκοψε.

-Α αυτοί θα’ ναι, είπε ο βοσκός και πήγε να ανοίξει αλλά τον περίμενε μια έκπληξη.

Στην πόρτα στεκόταν ο ιερέας που είχε δει πιο μπροστά ο Μάρκος. Ο βοσκός, αν και ξαφνιάστηκε από την απρόσμενη επίσκεψη, είπε:

-Καλησπέρα δέσποτα, πως βρέθηκες εδώ πάνω;

-Καλησπέρα, καλά Χριστούγεννα. Πάω για το Κακοπέρατο. Περνάει το μονοπάτι;

-Θα ‘χει χιόνι μα περνάει, το κόβουν τα πεύκα από την πάνω μεριά και δε μαζεύει ποτέ πολύ. Αλλά τι πάει να κάνει η αγιοσύνη σου εκεί πάνω;

-Λέμε να λειτουργήσουμε στο μικρό εκκλησάκι εκεί, είπε ο ιερέας.

Ο πληθυντικός παραξένεψε το βοσκό. Ο ιερέας το κατάλαβε και έδειξε το δρόμο πίσω.

-Δεν είμαι μόνος, έχω και έναν βοηθό, έχουμε και το ζωντανό με τα πράγματά μας.

-Και θα πάτε εκεί πάνω;

-Ναι, θα συγυρίσουμε το εκκλησάκι, θα κάνουμε τον Εσπερινό. Θα κοιμηθούμε εκεί απόψε και σαν πάει πέντε θα βάλουμε ευλογητός.

-Και ποιος θα λειτουργηθεί;

-Όποιους στείλει ο Θεός.

Ο βοσκός κοίταξε έξω τον καιρό. Μετά στράφηκε πάλι στον ιερέα.

-Δέσποτα εμείς εδώ είμαστε μια οικογένεια, θα είναι ένας γείτονας ακόμα και πιο πάνω είναι ακόμα μια οικογένεια. Τι λες να μείνεις μαζί μας απόψε και το πρωί να ανεβούμε όλοι στο εκκλησάκι να μας λειτουργήσεις και να κατέβουμε να κάνουμε Χριστούγεννα εδώ;

Ο ιερέας το σκέφθηκε μια στιγμή και μετά φώναξε:

-Μιχάλη, έλα εδώ… Μην ανησυχείς, δεν πάει πουθενά μόνος του ο κυρ-Μέντιος.

Ο συνοδός του ιερέα πλησίασε με το μπαστούνι του στο χέρι και ο Μάρκος είδε ότι χώλαινε. Που πήγαινε μέσα στο χιόνι αφού δεν μπορούσε να περπατήσει καλά - καλά; Ο ιερέας εξήγησε την πρόταση του βοσκού και ο Μιχάλης ένευσε:

-Ό,τι νομίζετε πάτερ.

-Θα κάνουμε έτσι.

-Ας είναι ευλογημένο.

-Ελάτε, ελάτε, είπε ο βοσκός και άνοιξε την πόρτα, Μάρθα, φώναξε, έλα να κεράσεις τους ξένους μας.

Ο ιερέας και ο συνοδός του αλλά και ο Μάρκος στράφηκαν ξαφνιασμένοι στη γυναίκα που ανέβαινε την σκάλα για το χαγιάτι μαζί με έναν μεγαλόσωμο όσο και ηλικιωμένο βοσκό σκεπασμένο με μια χοντρή κάπα.

-Καλά Χριστούγεννα Βασίλη, είπε ο μεγαλόσωμος ξένος με μια βαθιά φωνή που ταίριαζε στο μέγεθός του.

-Καλά Χριστούγεννα, καλώς ήρθες στο σπιτικό μου.

Οι δύο βοσκοί αντάλλαξαν μια γερή χειραψία και κάθισαν όλοι κοντά στη φωτιά να ζεσταθούν αφού ο ιερέας και ο συνοδός του βγήκαν και ξεφόρτωσαν το υπομονετικό υποζύγιό τους που ο οικοδεσπότης τους οδήγησε μετά στο στάβλο με τα δικά του ζωντανά. Οι δυο βοσκοί κάθισαν σε χαμηλά σκαμνιά, ο ιερέας κάθισε σε μια καρέκλα, ο Μιχάλης προτίμησε να καθίσει πάνω σε μια βελέντζα δίπλα στο τζάκι. Ακούμπησε στον τοίχο αφήνοντας το μπαστούνι του στο πάτωμα.

-Πιο βολικά από τα χαμηλά σκαμνάκια, είπε στον Μάρκο που τον κοίταζε.

Εκείνος τον μιμήθηκε και κάθισε κοντά του πάνω στο μαλλιαρό, χωριάτικο χαλί.

-Από πού είσαι;

-Από την Αθήνα, γέννημα θρέμμα.

-Και πως βρέθηκες εδώ πάνω;

-Ήρθα για τα Χριστούγεννα. Ξέρω από παλιά τον πατέρα Σαμουήλ και ήρθα να τον δω και μιας και είχε την απόφαση αυτή για τα Χριστούγεννα είπα να μείνω.

Ο Μάρκος κούνησε το κεφάλι του.

-Δεν είχες να κάνεις τίποτα καλύτερο; Ρεβεγιόν;

-Πέρυσι ήμουν στην Τάιμς Σκουέαρ, εντάξει είναι μια εμπειρία αλλά δεν είναι αυτό που μετράει.

Είχαν αρχίσει να μαζεύονται και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του μπάρμπα Βασίλη, οι τρεις γιοι του με τις γυναίκες και τα παιδιά τους επιστρέφοντας από τις δουλειές και τις ετοιμασίες. Η γυναίκα του έψησε ψωμί στη φωτιά και έβαλε πάνω λάδι και ρίγανη και το πρόσφερε στους ξένους, στα παιδιά και τα εγγόνια της. Ανάψανε και δυο λάμπες με πετρέλαιο μιας και είχε πιάσει να σκοτεινιάζει.

-Ε, τι άλλο ήθελες δηλαδή;

-Τα Χριστούγεννα είναι μια διαφορετική μέρα, θέλει άλλα πράγματα για να την καταλάβεις. Να πας στην εκκλησία, να αφήσεις τις έννοιες και τις σκοτούρες σου στα χέρια Εκείνου που γεννήθηκε σε σπήλαιο και κοιμήθηκε σε φάτνη για να μας σώσει εμάς. Είναι μια γιορτή και μια μέρα να είσαι με την οικογένεια. Και για να σε προλάβω, αν δεν έχεις οικογένεια, κάτι άλλο θα γίνεται για να βρεις αυτήν οικογενειακή θαλπωρή όπως εγώ.

-Δεν έχεις οικογένεια;

-Όχι, είμαι μόνος μου… Αλλά να όπως είπα, κάτι γίνεται για να βρεις αυτό που χρειάζεσαι μια τέτοια μέρα.

-Κανέναν; Ούτε καν μια σχέση;

-Όχι, είμαι πολλά χρόνια εργένης.

Ο Μάρκος τον κοίταξε. Ήταν και ο ίδιος εργένης. Αλλά όχι γιατί δεν είχε βρεθεί η κατάλληλη κοπέλα για εκείνον. Ήταν γιατί προτιμούσε τις εφήμερες επιφανειακές σχέσεις, αυτές που δεν τον δέσμευαν.

Γι’ αυτό είσαι μόνος τώρα, ξαναγύρισε η κακή φωνούλα στο μυαλό του, γιατί το τίμημα της ανεμελιάς και της μη δέσμευσης είναι η απουσία οικογένειας, και οικείων, αγαπημένων προσώπων σε μέρες σαν και αυτή που ξημερώνει.

Βάλθηκε να κοιτάει τους οικοδεσπότες για να διώξει τις άσχημες σκέψεις. Είχαν μια ζεστασιά, οι κινήσεις και οι τρόποι τους.

Ένα χτύπημα στην πόρτα τους έκανε όλους να στραφούν προς τα εκεί.


Το Βιβλίο Των Φόνων

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ο ψυχολόγος Άλεξ Ντελαγουέρ λαμβάνει με το ταχυδρομείο ένα πακέτο που περιέχει φωτογραφίες από σκηνές φόνων. Ο φίλος του ντετέκτιβ ανθρωποκτονιών Μάιλο Στέρτζις αναγνωρίζει σε μια φωτογραφία, μια από τις πρώτες του υποθέσεις, μια που δεν είχε λύσει και τον βασανίζει έκτοτε. Ποιος ανασκαλεύει το παρελθόν είκοσι χρόνια μετά και γιατί;

Μια καλή αστυνομική ιστορία με ανατροπές και μυστήριο. Στα μείον ο αργός ρυθμός και το βαρύ ψυχολογικό στοιχείο. Είναι κυρίως για τους φαν του συγγραφέα.

Η Καταδίωξη

Author: Νυχτερινή Πένα /

Δύο ορειβάτες ανακαλύπτουν ένα παιδάκι με κουρελιασμένες πιτζάμες και ματωμένο σε ένα μονοπάτι στα Αντιρόντακ στα βόρια της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Είναι σε κατάσταση σοκ και δεν μπορεί να τους πει τι του συνέβη. Καταφέρνουν να ακολουθήσουν την πορεία του και να βρουν το σπίτι που έκανε διακοπές με την οικογένειά του. Αλλά οι γονείς του είναι βάρβαρα δολοφονημένοι. Καλείται η αστυνομία και το FBI αλλά τα στοιχεία είναι ελάχιστα και ο μόνος μάρτυρας δεν μπορεί να πει τι συνέβη. Σύντομα ανακαλύπτουν και κάτι χειρότερο, υπήρχε ακόμα ένα παιδί, ένα κοριτσάκι που τώρα αγνοείται.

Είναι ένα αστυνομικό με γρήγορο ρυθμό που κρατάει το ενδιαφέρον. Στα συν και το μικρό μέγεθος που το κάνει να διαβάζεται άνετα σε ένα ταξίδι. Είναι το πρώτο μιας τριλογίας.

Μνήμη 2

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ανοίγω τα μάτια μου.

Δεν έχει διαφορά και να μην το είχα κάνει. Γύρω μου είναι το απόλυτο σκοτάδι. Δεν υπάρχει τίποτα και κανένας. Δεν αισθάνομαι τίποτα, δεν μπορώ να ακούσω τίποτα. Προφανώς κάπου στέκομαι γιατί δεν έχω την αίσθηση ότι πέφτω, αλλά πέρα από αυτό δεν έχω καμία άλλη πληροφορία από τις αισθήσεις μου. Τουλάχιστον δεν πονώ.

Πού βρίσκομαι λοιπόν; Πώς βρέθηκα εδώ; Και ακόμα δεν θυμάμαι ποιος είμαι.

-Δεν ξέρεις ποιος είσαι; ακούγεται μια φωνή.

Κοιτώ γύρω μου αλλά δεν βλέπω τίποτα. Η φωνή γελάει αλλά είναι ένα γέλιο γεμάτο κακεντρέχεια και χωρίς ίχνος ευθυμίας.

-Ώστε δεν ξέρεις. Είσαι καλός άνθρωπος;

Πώς θα μπορούσα να ξέρω αν είμαι καλός άνθρωπος την στιγμή που δεν ξέρω καν ποιος είμαι; Αλλά μετά σκέφτομαι αυτά που θυμάμαι και μπορώ να απαντήσω.

-Δεν ξέρω αν είμαι καλός άνθρωπος, αλλά προσπαθώ να βοηθώ όσους μπορώ και να είμαι σωστός απέναντί τους.

-Ναι, αλλά ο άστεγος παραμένει ένας ζητιάνος έστω και αν έχει κάτι παραπάνω τώρα από ό,τι πριν, αντέτεινε η φωνή, και το πουτανάκι δεν διορθώθηκε από την ευγένειά σου αν και την σκέφτεται συνέχεια.

-Τότε κάτι έκανα, απαντώ. Ο κόσμος θα γίνεται καλύτερος όσο θα προσπαθούμε γι’ αυτό.

-Τι ευγενική άποψη, χλεύασε ο αόρατος συνομιλητής μου, δεν είναι έτσι όμως. Ο κόσμος είναι χάλια, είναι μια επί γης κόλαση και ο χειρότερος εχθρός του ανθρώπου είναι ο άνθρωπος.

-Δεν το δέχομαι αυτό.

-Θέλεις να βάλουμε ένα στοίχημα;

-Τι είδους στοίχημα;

-Ξέρεις πού βρίσκεσαι;

-Όχι.

-Πέθανες  στο χειρουργείο, δεν άντεξε η καρδιά σου. Σου δώσανε επισκληρίδιο για να μην πάρεις το ρίσκο με την ολική αναισθησία αλλά δεν άντεξε και πάλι. Είσαι νεκρός και είσαι ανάμεσα στην ζωή και στον άλλο κόσμο. Το στοίχημα έχει ως εξής. Θα πας πίσω στη γη, θα μου αποδείξεις ότι έχω λάθος. Αν το καταφέρεις θα σε αφήσω να ζήσεις και το μέλλον θα δείξει τι θα κάνει η ψυχή σου όταν πεθάνεις, αλλά αν αποτύχεις, θα πεθάνεις και θα πάρω την ψυχή σου στην αιώνια βάσανο.

-Ποιος είσαι; ρώτησα. Δεν μου άρεσε η προοπτική της κόλασης αλλά δεν θα άλλαζα την πεποίθησή μου για τον κόσμο ούτε υπό την απειλή της χειρότερης τιμωρίας.

-Είμαι ο Μπέλτεζορ, είπε η φωνή. Ο συκοφάντης και διάβολος, ο πειραστής και παγιδευτής.

-Μπορώ να μην δεχτώ το στοίχημα;

-Ναι, θα πεθάνεις και θα πάρω την ψυχή σου.

-Δέχομαι το στοίχημα. Δεν βλέπω να έχω και άλλη επιλογή, δεν θα παραδοθώ αμαχητί! είπα.

Αν ήταν να πεθάνω θα το έκανα παλεύοντας γι’ αυτό που πίστευα.

-Ωραία, θα γυρίσεις πίσω στον κόσμο… ξεκίνησε ο Μπέλτεζορ αλλά μια φωνή τον διέκοψε λέγοντας αυστηρά:

-Πες του την αλήθεια!

-Ουριήλ, είπε ο Μπέλτεζορ με απέχθεια αλλά και φόβο.

-Πες του την αλήθεια!

-Πολύ καλά. Αν το επιλέξεις, μπορείς να πεθάνεις και να βρεις την αιώνια ανάπαυση, την έχεις κερδίσει.

Πώς την είχα κερδίσει; Από αυτά που είχα κάνει και τα θυμόμουν; Ήταν μια ευπρόσδεκτη σιγουριά αλλά κάτι μέσα μου με έσπρωχνε να αποδείξω ότι είχα δίκιο για τον κόσμο, να διαψεύσω τον Μπέλτεζορ.

-Θα το κάνω, θα ξαναγυρίσω στον κόσμο.

-Το στοίχημα είναι…

-Μπέλτεζορ! είπε αυστηρά η άλλη φωνή.

-Καλά, καλά, κέρδισες!

Δεν κατάλαβα τι έγινε αλλά το σκοτάδι μου φάνηκε να μειώνεται.

-Είμαι ο αρχάγγελος Ουριήλ, είπε η φωνή που είχε επέμβει. Νιώθεις χαμένος, είμαι σίγουρος. Η αλήθεια είναι ότι πέθανες στο χειρουργείο, ο Μπέλτεζορ σου πρότεινε το στοίχημα και το δέχτηκες. Σε έστειλε στον κόσμο και εσύ έκανες το καλύτερο σε κάθε περίσταση, κάποια από αυτά τα θυμήθηκες μόλις. Σήμερα φρόντισε να σε σκοτώσει όταν έσωσες την κοπέλα με το παιδάκι της, αλλά σου στέρησε την μνήμη για να βρεθείς εδώ και να δοκιμάσει από την αρχή.

-Αλλά άρχισα να θυμάμαι αν και με αντίστροφη σειρά.

-Ο Μπέλτεζορ νομίζει ότι είναι ο τελικός κριτής των πάντων αλλά αυτή η κρίση ανήκει σε Άλλον.

-Και τώρα; ρώτησα.

-Έχεις κερδίσει την αιώνια ανάπαυση αλλά αν θες μπορείς να πας πίσω στον κόσμο. Ο Μπέλτεζορ θα δοκιμάσει να σε βάλει σε πειρασμό και πάλι αλλά νομίζω ότι είσαι παραπάνω από ικανός να τον νικήσεις. Δεν μπορεί να σε βλάψει πλέον, το ξέρει, μόνο να σε βάλει σε πειρασμούς και απέδειξες ότι αυτό μπορείς να το κάνεις.

-Αν γυρίσω πίσω, θα θυμάμαι; Ποιος είμαι και όλα τα σχετικά;

-Ναι, θα θυμάσαι. Εις το επανιδείν.

 

-Είσαστε καλά;

Είμαι ξαπλωμένος στο πεζοδρόμιο και η γυναίκα με το κοριτσάκι είναι σκυμμένη από πάνω μου.

-Ναι, λέω, μόνο λίγο κλονισμένος.

Και είναι αλήθεια, είμαι καλά και επιτέλους είμαι και πάλι ο εαυτός μου. Ξέρω ποιος είμαι τώρα, τα πάντα. Σηκώνομαι και τινάζομαι.

-Δεν ξέρω πώς να σας ευχαριστήσω, είπε η γυναίκα, αν δεν μας προλαβαίνατε, αυτός ο ασυνείδητος θα μας σκότωνε.

-Δεν χρειάζεται, είπα, ο καθένας θα έκανε το ίδιο.

Αποχαιρετώ την γυναίκα και την χαριτωμένη μικρούλα και παίρνω το δρόμο για το σπίτι. Έχω πολλά να κάνω και ένα στοίχημα να κερδίσω.

 

 

Τέλος

 

 

Μνήμη 1

Author: Νυχτερινή Πένα /

1.

 

Περπατώ στον δρόμο, είναι οικείος, τον έχω περπατήσει τόσες φορές, μπροστά μου η διασταύρωση με τον μεγάλο διπλό δρόμο. Αλλά δεν είμαι… Δεν είμαι… Ποιος είμαι;

Δεν ξέρω ποιος είμαι. Ξέρω πού είμαι, ξέρω την περιοχή, τους δρόμους, τους ανθρώπους, αλλά δεν ξέρω ποιος είμαι. Δεν έχω καμία ιδέα. Γιατί είμαι στον δρόμο; Πού πάω;

Ψάχνω τις τσέπες μου. Έχω κλειδιά, του σπιτιού προφανώς, και ένα πορτοφόλι. Έχει κάμποσα χρήματα, είμαι πλούσιος; Γιατί έχω τόσα χρήματα; Κοιτάζω να δω τι άλλο έχω στο πορτοφόλι. Είναι μια ταυτότητα. Το πρόσωπο στην φωτογραφία ταιριάζει με αυτό που βλέπω στην αντανάκλαση του ειδώλου μου σε μια βιτρίνα. Τουλάχιστον ξέρω το όνομά μου.

Αλλά πού πάω;

Ίσως θυμηθώ αν συνεχίσω όπως πήγαινα. Πάω προς τον διπλό δρόμο. Μπροστά μου μια νεαρή μητέρα σπρώχνει ένα καροτσάκι με ένα χαρούμενο κοριτσάκι που γελάει και της μιλάει συνέχεια ενώ προσπαθεί να γυρίσει να την δει όπως κάθεται. Ένα αυτοκίνητο έρχεται από τον δρόμο έτσι ώστε να είναι πίσω της και να μην το βλέπει. Τελευταία στιγμή ανάβει το φλας, θα στρίψει στον διπλό… και θα χτυπήσει το κοριτσάκι γιατί είναι σε τυφλό σημείο για την μητέρα του που έχει πράσινο σαν πεζός.

Αντιδρώ σαν να το ήξερα από την αρχή και να είχα ήδη αποφασίσει τι θα κάνω. Ορμώ μπροστά και την αρπάζω από την μέση, την τραβώ πίσω ενώ με το άλλο χέρι πιάνω το καρότσι και το τραβώ. Καταφέρνω να μην βγουν στο δρόμο αλλά χάνω την ισορροπία μου και πέφτω στον πεζοδρόμιο, το κεφάλι μου βγαίνει στον δρόμο και την πορεία του αυτοκινήτου…

 

Περπατώ στον δρόμο, πώς βρέθηκα εδώ; Πως δεν σκοτώθηκα από το αυτοκίνητο που έστριβε ενώ έπεφτα με το κεφάλι στην πορεία του; Πώς βρέθηκα εδώ; Μερικά τετράγωνα πιο πέρα να περπατώ προς εκείνη την κατεύθυνση;

Από την αντίθετη κατεύθυνση έρχεται μια κοπέλα, είναι ντυμένη με ένα κοντό φορεματάκι που κολλάει στο σώμα της σαν γάντι και το περιγράφει χωρίς να αφήνει τίποτα στην φαντασία. Οι άντρες γυρίζουν και την κοιτάζουν, κάποιοι με βλέμμα που δεν κρύβει τι φαντασιώνονται, κάποιοι με βλέμμα επικριτικό που της κολλάει το χαρακτηρισμό εύκολη ή τσουλίτσα.

«Τσουλίτσα είναι, κάνε της μια πρόταση και θα πέσει στο κρεβάτι σου να σε ικανοποιήσει. Μια ηδονική νύχτα και την στέλνεις σπίτι της.»

Κουνώ το κεφάλι μου, αυτή την στιγμή δεν ξέρω ποιος είμαι αλλά αυτή η σκέψη μου είναι σίγουρα ξένη. Δεν θα φερόμουν ποτέ έτσι σε μια γυναίκα ούτε θα πήγαινα μαζί της απλά για την ερωτική ηδονή. Σίγουρα υπάρχει κάτι παραπάνω στην σχέση με μια γυναίκα και κάθε άνθρωπος έχει μια αξία που δεν έχει να κάνει με την εμφάνισή του.

Κοιτάζω την κοπέλα που έχει φτάσει σχεδόν δίπλα μου και εκείνη μου χαρίζει ένα χαμόγελο. Της το ανταποδίδω και εκείνη κοντοστέκεται για μια στιγμή. Την επόμενη στιγμή μια γλάστρα έρχεται να σκάσει στο πεζοδρόμιο εκεί όπου θα βρισκόταν αν δεν είχε κοντοσταθεί.

Με κοιτάζει και το βλέμμα της λέει όσα θέλει να μου πει και είναι πολύ ταραγμένη για να μου τα πει…

 

Είμαι στον δρόμο. Λίγο πιο πίσω από πριν αλλά βαδίζω προς το σημείο όπου βρισκόμουν. Τι μου συμβαίνει; Περπατώ χωρίς προορισμό; Έχω κενά μνήμης και δεν θυμάμαι πώς βρέθηκα από το ένα μέρος στο άλλο και ξαναγυρίζω πίσω;

Λίγο πιο μπροστά μου μια γυναίκα θέλει να βγάλει από μια πολυκατοικία ένα καρότσι με ένα παιδάκι. Χωρίς να το σκεφτώ σκύβω και πιάνω την άκρη από το καρότσι και την βοηθώ να το κατεβάσει από τα σκαλιά. Με ευχαριστεί και διαπιστώνω ότι είναι η ίδια γυναίκα που σταμάτησα από το να χτυπήσει στο φανάρι. Πώς είναι δυνατόν;

Ή μήπως είναι; Θα συνεχίσουμε και οι δύο προς την κατεύθυνση αυτή και θα την σώσω στο φανάρι; Πώς γίνεται; Αφού ήδη συνέβη!

Η γυναίκα προχωρεί και κάνω το ίδιο. Περνάω έξω από ένα μικρό μαγαζί, ο ιδιοκτήτης του παλεύει να στερεώσει την τέντα από τον αέρα που φυσάει και του δίνω ένα χεράκι…

 

Και πάλι στον δρόμο. Σε άλλο σημείο. Πάλι πιο πίσω. Πάλι πάω προς την ίδια κατεύθυνση. Αλλά γιατί; Και τι συμβαίνει στην μνήμη μου και έχω αυτά τα κενά, πέρα από το ότι δεν θυμάμαι καν ποιος είμαι;

Συνεχίζω να περπατώ, έχω μια αόριστη αίσθηση ότι πάω στο σπίτι μου αλλά δεν είμαι σίγουρος όπως είναι η μνήμη μου αυτή τη στιγμή. Αν πηγαίνω σπίτι μου, ποώ ήμουν; Και γιατί βρίσκομαι όλο και πιο πίσω;

Στον δρόμο μπροστά μου ένας άστεγος είναι κουλουριασμένος σε μια εσοχή ανάμεσα σε δύο μαντρότοιχους. Μπροστά του έχει ένα τενεκεδάκι για να ρίξει όποιος θέλει κάτι για εκείνον. Είναι άδειο. Ανοίγω το πορτοφόλι μου, έχει χρήματα και ρίχνω μέσα στο τενεκεδάκι. Ο άνθρωπος δεν πιστεύει στα μάτια του, με ευχαριστεί με μάτια που βουρκώνουν.

-Ευχαριστώ, ευχαριστώ τόσο πολύ!

-Μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι καλύτερο, λέω.

Συνεχίζω τον δρόμο μου.

 

Στέκομαι στην άκρη ενός δρόμου. Νιώθω σαν να ζαλίζομαι αλλά δεν είναι φυσική ζάλη, είναι ο αποπροσανατολισμός. Τι συμβαίνει; Ποιος είμαι; Γιατί βρίσκομαι κάπου και δεν ξέρω το πώς;

Τις σκέψεις μου διακόπτει ένας τρομερός πάταγος και κραυγές. Στο δρόμο έχει γίνει ένα δυστύχημα. Ένα που είναι σύνηθες στους δρόμους της Ελλάδας, σύγκρουση δύο οχημάτων. Ένας άνδρας έχει τιναχτεί στον δρόμο και φαίνεται σε άσχημη κατάσταση. Τρέχω κοντά του και γονατίζω λίγο δύσκολα με τον πόνο από το γόνατό μου να με διατρέχει. Ακουμπώ το χέρι μου στον λαιμό του με δύο δάχτυλα, τον δείκτη και τον αντίχειρα, ξέρω πώς να το κάνω αυτό παρότι είμαι σίγουρος ότι δεν είμαι γιατρός. Δεν έχει σφυγμό, αρχίζω να πιέζω δυνατά το στέρνο του για να φέρω την καρδιά του σε λειτουργία και πάλι.

-Μην εγκαταλείπεις, φίλε, του λέω, πάλεψε! Η ζωή αξίζει, όσο και αν αγωνιζόμαστε με δυσκολίες.

Ο άνδρας παίρνει μια βαθιά τραχιά ανάσα.

-Μπράβο, είπα, έλα ανάσανε. Θα τα καταφέρεις.

Σηκώνομαι όρθιος με τον πόνο να γίνεται χειρότερος…

 

…και βρίσκομαι ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι με ένα μεγάλο φως πάνω από το κεφάλι μου και πράσινα πλακάκια στην οροφή.

Δυστυχώς έχω βρεθεί πολλές φορές εδώ ή σε άλλα αντίστοιχα και ξέρω τι είναι. Βρίσκομαι στο χειρουργείο αλλά πώς βρέθηκα εδώ; Ήμουν στον δρόμο. Συνεχίζεται αυτή η παράδοξη κατάσταση.

Κάνω να κινηθώ αλλά δεν μπορώ. Είμαι συνδεδεμένος με τα διάφορα όργανα που παρακολουθούν τις ζωτικές μου λειτουργίες και δεν νιώθω τα πόδια μου. Επέμβαση με επισκληρίδιο νάρκωση, μια κουρτίνα πέφτει στην μέση μου για να μην μπορώ να δω τι γίνεται.

Άλλη μια επέμβαση στο πόδι προφανώς.

Το μηχάνημα δίπλα μου βγάζει έναν κοφτό ήχο. Το κοιτάζω και βλέπω τα μεγάλα νούμερα να μειώνονται. Αυτό δεν είναι καλό. Νιώθω ένα άσχημο μούδιασμα στο στέρνο και η όρασή μου θολώνει.

-Παθαίνει κολπική μαρμαρυγή, είναι το τελευταίο που ακούω.

Όλα μαυρίζουν.