Η Κατάρα Του Μάγου - Φινάλε

Author: Νυχτερινή Πένα /

ΙV.

Η πόλη του Μελώδιον όφειλε το όνομά της σε μια παλιά συνήθεια των κατοίκων της. Χτισμένη στο πιο ψηλό υψίπεδο του Γνοφώδους Όρους, κάτω από την πάντα στεφανωμένη με σύννεφα κορυφή που χάριζε στο βουνό το όνομά του, δεν γνώριζε ποτέ τη νηνεμία, πάντα φυσούσε άνεμος που οι κάτοικοι διασκέδαζαν να τον ακούν να παίζει με τους μελωδούς που τοποθετούσαν σε πόρτες και εξώστες. Από τη συνεχόμενη μελωδία που ο αέρας σκορπούσε στην πόλη πήρε το Μελώδιον το όνομά του και έγινε γνωστό σαν η Άδουσα Πόλη.
Στο υψηλότερο σημείο της πόλης ήταν χτισμένο το παλάτι του κάποτε άρχοντα της πόλης και τώρα του μάγου Άρξους. Ήταν ένα επιβλητικό χτίσμα από μάρμαρο και ξύλο, κέδρου κυρίως και μεγάλης – της λεγόμενης Βασιλικής – δρυός. Και αν οι κέδροι ήταν άφθονοι στις πλαγιές του βουνού, δεν ήταν οι βελανιδιές και τα μάρμαρα που είχαν κοστίσει πολύ χρυσάφι.
Η Αλάσρα δεν είχε χρόνο να θαυμάσει την πολυτέλεια των υλικών ή τα παχιά χαλιά στο πάτωμα και τις περίτεχνες τοιχογραφίες που κοσμούσαν σχεδόν κάθε επιφάνεια των διαδρόμων που περνούσε. Έπρεπε να βιαστεί να φτάσει στην μεγάλη αίθουσα όπου είχε γίνει το κακό και όπου θα έπρεπε να επανορθωθεί. Απόψε ο Άρξους γιόρταζε την επέτειο της ανάρρησής του στην εξουσία και θα βρισκόταν εκεί αλλά έπρεπε να το ρισκάρει.
Ήξερε ότι μπορεί να μην έβγαινε ζωντανή από την παράτολμη αυτή προσπάθειά της αλλά θα προτιμούσε να ριχθεί από τον εξώστη της αίθουσας στην απόκρημνη πλαγιά από κάτω παρά να εγκαταλείψει τον Ίμουε. Το ιπτάμενο πλοίο την είχε αφήσει στην πλαγιά του βουνού, όχι μακριά από την πύλη της πόλης από την οποία έβγαζαν οι βοσκοί τα κοπάδια τους. Ξέροντας τα κατατόπια όπως και το γεγονός ότι πρωί πρωί οι σκοποί δεν θα έδειχναν κανένα ενδιαφέρον, κατάφερε να τρυπώσει στην πόλη. Είχε μετά βρει τρόπο να μπει στο παλάτι κουβαλώντας στις κουζίνες ένα καλάθι με λαχανικά μιας και γνώριζε τον έμπορο που τα πουλούσε αλλά και τον αρχιμάγειρα που τη συμπαθούσε μιας και την ήξερε από τότε που ήταν νήπιο.
Έφτασε σε μια μικρή άλκοβα που μια πορφυρή κουρτίνα έκρυβε μια είσοδο στην μεγάλη αίθουσα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και την πέρασε. Η αίθουσα ήταν γεμάτη με κόσμο. Ο Άρξους ήταν καθισμένος σε ένα βάθρο κυκλωμένος από τη φρουρά του και γύρω βρίσκονταν οι κάτοικοι της πόλης, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων δεν το έκανε με τη θέλησή της.
Σε μια σειρά μπροστά στο κάθισμα του Άρξους, ένα πολυτελές κάθισμα με υψηλή ράχη που έφερνε σε θρόνο, οι επικεφαλής των συντεχνιών και κάποιοι σημαίνοντες άρχοντες περίμεναν να αφήσουν το δώρο τους στους πόδια του. Η Αλάσρα πήρε θέση μαζί τους και δεν άργησε να φτάσει μπροστά του μιας και όλοι ήταν πρόθυμοι να της παραχωρήσουν τη θέση τους καθυστερώντας το επαχθές καθήκον.
Η Αλάσρα στάθηκε μπροστά στον μάγο ευθυτενής και άφοβη. Ο Άρξους δεν την αναγνώρισε και ρώτησε:
-Ποια είσαι εσύ και τι ήρθες να μου προσφέρεις;
-Είμαι η Αλάσρα Νιέλιορ, είπε η κοπέλα και ήρθα να πάρω πίσω αυτό που μου στέρησες.
Έβγαλε μέσα από τα ρούχα της το Άστρινο Πετράδι ενώ γύρω της οι άνθρωποι σκόρπιζαν φοβούμενοι την οργή του μάγου. Αλλά ο Άρξους γέλασε μόνο.
-Α εσύ το πήρες από τον Σάγκοραχ, είπε, τι σε κάνει να νομίζεις όμως ότι με αυτό μπορείς να τα βάλεις μαζί μου;
-Δεν θέλω να τα βάλω μαζί σου, είπε η κοπέλα όσο σταθερά μπορούσε. Ο μάγος την τρομοκρατούσε με την παρουσία του και μόνο αλλά ήταν τόσο κοντά στο σκοπό της, δεν θα εγκατέλειπε τώρα. Θέλω μόνο εκείνον που αγαπώ.
Ύψωσε το πετράδι που άστραψε στο φως της σελήνης όπως έπεφτε από τον κρυστάλλινο θόλο της αίθουσας.
-Φως της σελήνης σε παρακαλώ… ξεκίνησε η κοπέλα αλλά δεν μπόρεσε να συνεχίζει.
-Κατάρα σε’ σενα! Φώναξε ο μάγος με το πρόσωπό του να έχει γίνει μια μάσκα τρόμου.
Τέντωσε το χέρι του και μια πύρινη ριπή ξεπήδησε από τα δάκτυλά του με κατεύθυνση το στήθος της. Το μενταγιόν που της είχε δώσει ο Ρας έλαμψε με ένα δυνατό λευκό φως και οι φλόγες εξαφανίστηκαν.
-Σκοτώστε την! Φώναξε ο μάγος στους φρουρούς του. Μια γυναίκα μόνη είναι.
-Δε στέκεται μόνη της μάγε, είπε μια φωνή ψυχρή σαν τους ανέμους πάνω στους οποίους έπλεε το πλοίο του.
Ο Άρξους είδε με έκπληξη στον εξώστη της μεγάλης αίθουσας τον Ρας και τους άνδρες του. Πίσω τους αιωρούνταν στο ύψος του εξώστη το ιπτάμενο πλοίο.
-Αδύνατον, ψέλλισε ο μάγος, κανένας δεν μπορεί να το κάνει αυτό, οι άνεμοι στα περάσματα είναι απρόβλεπτοι.
-Είχαμε καλό πλοηγό, είπε ο Ρας και μαζί με τους άνδρες του επιτέθηκαν στη φρουρά του μάγου μπαίνοντας ανάμεσα σε αυτούς και την Αλάσρα. Μια άγρια μάχη ξέσπασε με τους φρουρούς να υπερτερούν αριθμητικά αλλά το πλήρωμα του ιπτάμενου πλοίου να υπερτερεί σε ικανότητες και πειθαρχία.
-Κάνε αυτό για το οποίο ήρθες εδώ κοπελιά, φώναξε ο Ρας ενώ ξιφομαχούσε με δύο φρουρούς.
Η Αλάσρα που παρακολουθούσε άφωνη τη μάχη που είχε ξεσπάσει ξεκίνησε και πάλι τη μαγική επίκληση.
-Φως της σελήνης σε παρακαλώ
Δώσε μου αυτόν που τόσο αγαπώ
Και πάρε το πετράδι αυτό το άστρινο.
Την επόμενη στιγμή το πετράδι έλαμψε εκθαμβωτικά και χάθηκε μέσα από τα χέρια της, η λάμψη έγινε πιο έντονη αναγκάζοντάς τη να αποστρέψει το βλέμμα και μόλις εξασθένησε είδε τον Ίμουε μπροστά της, ταλαιπωρημένο εμφανώς αλλά σώο. Ρίχτηκε στην αγκαλιά του και εκείνος την έσφιξε πάνω του. Η Αλάσρα άρχισε να κλαίει, είχαν όλα τελειώσει, ήταν και πάλι μαζί.
Ο μάγος έβγαλε μια κραυγή φρίκης, σηκώθηκε από το κάθισμά του, μια έκφραση πόνου είχε παραμορφώσει το πρόσωπό του. Έπεσε στα γόνατα και μετά στο δάπεδο ενώ σπασμοί διέτρεχαν όλο το σώμα του.
-Τι έπαθε; Ρώτησε η Αλάσρα.
-Πεθαίνει, είπε ο Ύπαρχος, με την κατάρα αυτή παραβίασε θεμελιώδεις νόμους της φύσης και κάνοντάς το αυτό συνύφανε άθελά του με την κατάρα το ίδιο του το είναι. Η λύση της έφερε το τέλος του.
-Μα γιατί; Γιατί το έκανε αυτό; Γιατί μας καταράστηκε;
-Ξεκίνησε σαν ένα ακόμα από τα σκληρά του παιχνίδια, είπε ο Ύπαρχος, η θλίψη των θυμάτων του ήταν πηγή δύναμης για τον Άρξους, αλλά αυτή τη φορά το παρατράβηξε και πλήρωσε το τίμημα. Τα δακρυσμένα μάτια είναι φοβερός κατήγορος και η δικαιοσύνη μερικές φορές μπορεί να αργεί αλλά αποδίδεται έστω και με τον πιο αναπάντεχο τρόπο.
-Καιρός να πηγαίνουμε, είπε ο Ρας, σας ευχόμαστε κάθε ευτυχία.
Η Αλάσρα του έτεινε το μενταγιόν και εκείνος το πήρε και το φόρεσε. Οι επίσημοι της πόλης πλησίασαν να του ζητήσουν να αναλάβει την διακυβέρνησή της. Ο πλοίαρχος αρνήθηκε.
-Να εκλέξετε κάποιον από το λαό σας, είπε, εμείς θα χαρούμε να θεωρούμε το Μελώδιον σπίτι μας.
-Μας σώσατε από τον Άρξους, είπε η Αλάσρα.
-Ας πούμε ότι είχαμε προηγούμενα με τον μάγο, απάντησε με ένα χαμόγελο ο Ρας, όπως και με τις σαύρες που συμμάχησαν μαζί του. Αρκεί για εμάς που θα μπορούμε να επιστρέψουμε εδώ.
Το ιπτάμενο πλοίο σηκώθηκε ψηλά πάνω από την πόλη και άνοιξε πανιά, το αποχαιρέτησαν οι μελωδίες της Άδουσας Πόλης και οι ευχές δυο ερωτευμένων που απαλλαγμένοι από την κατάρα μπορούσαν να χαρούν την αγάπη τους και να σχεδιάσουν το μέλλον.


Τέλος

Η Κατάρα Του Μάγου - 3

Author: Νυχτερινή Πένα /

ΙΙΙ.

Το σκοτάδι είχε πέσει για τα καλά και το ιπτάμενο πλοίο συνέχιζε την πτήση του κάτω από το σχεδόν ολόγιομο φεγγάρι σε έναν ξάστερο ουρανό. Είχαν ξεφύγει από την καταδίωξη και τώρα έπλεαν για κάποιο προορισμό που η Αλάσρα δεν ήξερε. Δεν είχε μιλήσει ξανά με τον κυβερνήτη αυτού του τόσο ασυνήθιστου πλοίου αλλά της είχαν δώσει να φάει και ο Άλαν της είχε φέρει ρούχα για να ντυθεί και πάλι κανονικά.
Τώρα στεκόταν μόνη της κοντά στην πλώρη, το μεγαλύτερο μέρος του πληρώματος αναπαυόταν και μόνο όσοι είχαν υπηρεσία βρίσκονταν στη γέφυρα ή τα ξάρτια του και μερικοί στο κατάστρωμα. Ο κυβερνήτης ήταν στην καμπίνα του μάλλον, δεν τον είχε δει εδώ και αρκετή ώρα, αλλά μπορούσε να δει τον Ύπαρχο. Στεκόταν στην πλώρη και παρατηρούσε τον ορίζοντα το ίδιο ασάλευτος με το ακρόπρωρο δίπλα του που ήταν σκαλισμένο σαν κεφαλή δράκου.
Άκουσε την καμπάνα του πλοίου. Μεσάνυχτα, σκέφθηκε με προσμονή.
Μια γλυκιά θέρμη την τύλιξε μαζί με ένα υπόλευκο, απόκοσμο φως και μπροστά στα μάτια της υλοποιήθηκε ένας νεαρός άνδρας, ήταν ντυμένος στα μαύρα, από το χιτώνιο που φορούσε μέχρι τις μπότες του και τον μανδύα που τον σκέπαζε. Είχε μαύρα μαλλιά μακριά ως το λαιμό και λαμπερά καστανά μάτια. Της χαμογέλασε και εκείνη έσπευσε να τον κλείσει στην αγκαλιά της, χάιδεψε τα μαλλιά του και τον κοίταξε στα μάτια σαν να προσπαθούσε να χορτάσει την εικόνα του.
-Πήρα το πετράδι, είπε και τον φίλησε στα χείλη. Πως είναι εκεί τα πράγματα;
-Όλο και σκοτεινιάζει, είπε ο άνδρας. Ελπίζω ότι θα φύγω γρήγορα από’ δω.
-Θα φύγεις, στο υπόσχομαι, είπε η Αλάσρα με δάκρυα στα μάτια.
-Θέλω να μου υποσχεθείς ότι αν δεν τα καταφέρεις... δε…
Η Αλάσρα τον αγκάλιασε και τον έσφιξε πάνω της με λαχτάρα. Εκείνος την κράτησε και χάιδευσε απαλά τα μαλλιά της.
-Αν δεν τα καταφέρεις να θυμάσαι ότι δε φταις εσύ.
-Δεν θα σε αφήσω, ψιθύρισε, ποτέ…
Τα χέρια της ήταν άδεια. Αγκάλιασε το σώμα της σαν να κρύωνε και ένας παραπονεμένος λυγμός ξέφυγε από τα χείλη της. Το φως χάθηκε και ήταν και πάλι μόνη.
-Έχω δει πολλούς μάγους, έχω σκοτώσει τους περισσότερους από αυτούς, αλλά ποτέ κανείς δεν έφερε πάνω σε αυτό το πλοίο κάποιον με τηλεμεταφορά και χωρίς να ενεργοποιήσει τούτο’ δω το φυλαχτό. Ποια είσαι;
Μέσα από τις σκιές βγήκε ο κυβερνήτης του πλοίου, το ένα χέρι του ήταν στο στέρνο του όπου από μια αλυσίδα κρεμόταν ένα κρυστάλλινο φυλαχτό. Η Αλάσρα τον κοίταξε αλαφιασμένη.
-Όχι, είπε, δεν είναι μαγεία ή μάλλον δεν είναι δική μου μαγεία… Είμαι αυτή που σας είπα. Αλλά δε σας είπα γιατί με κυνηγάνε οι σαυράνθρωποι του Σάγκοραχ.
-Αυτό θα ήθελα πολύ να το μάθω, είπε ο πλοίαρχος. Τι έβγαλε την παραφουσκωμένη αυτή σαύρα από τη φωλιά της;
-Είμαι από το Μελώδιον, είπε η Αλάσρα, γνωστό και ως Άδουσα Πόλη από τους μελωδούς που είναι τόσο συχνοί σε αυτήν. Εκεί γνώρισα και αγάπησα έναν νέο άνδρα, τον Ίμουε, με αγάπησε και εκείνος και ζούσαμε την τέλεια ευτυχία. Ο μάγος Άρξους όμως μας καταράστηκε να ζούμε χωριστά και εξόρισε τον Ίμουε σε ένα άλλο πεδίο ύπαρξης. Μπορούμε να βρεθούμε για ένα λεπτό μόνο τα μεσάνυχτα όταν οι φραγμοί ανάμεσα στα πεδία ύπαρξης λεπταίνουν.
Η Αλάσρα σταμάτησε καθώς συνειδητοποιούσε ότι είχαν μαζευτεί αρκετοί άνδρες γύρω και άκουγαν.
-Α ώστε αυτό κάνει, είπε ο Ύπαρχος από εκεί που στεκόταν, άραγε ξέρει τις συνέπειες του να παίζει με τους νόμους της φύσης;
-Δεν μπορεί να λυθεί η κατάρα; ρώτησε ο πλοίαρχος.
-Ναι, είπε η Αλάσρα. Με έναν μόνο τρόπο, πρέπει στο φως της κόκκινης πανσελήνου να κρατήσω το Άστρινο Πετράδι και να ζητήσω από το φως του να φέρει πίσω τον καλό μου.
Η Αλάσρα κοίταξε ψηλά το φωτεινό σώμα που φαινόταν πιο μεγάλο και κοντινό τώρα που δε βρισκόταν στη γη. Δάκρυα εμφανίστηκαν στα μάτια της.
-Για να με κάνει να υποφέρω περισσότερο, ο Άρξους έστειλε τον Ίμουε σε ένα πεδίο που κατέρρεε, μέρα με τη μέρα μικραίνει ενώ δεν υπάρχει πια φως σχεδόν καθόλου. Δεν έχει πια πολύ χρόνο.
-Η πανσέληνος είναι αύριο, είπε ο Ρας. Και έχεις το πετράδι αν κατάλαβα καλά. Αυτό πήρες από τον Σάγκοραχ.
Η Αλάσρα ένευσε.
-Το μόνο πετράδι που ήξερα είναι αυτό που είχε στην κατοχή του, έπρεπε να το κλέψω. Αλλά δεν αρκεί αυτό, πρέπει να επιστρέψω στο Μελώδιον και να σταθώ στο ίδιο σημείο που δόθηκε η κατάρα για να την αντιστρέψω.
-Έχεις τσαγανό κοπελιά, είπε ο Ρας κουνώντας το κεφάλι του. Και καταλαβαίνω όλο αυτό που πας να κάνεις. Ελπίζω να το πετύχεις.
Στράφηκε προς τον τιμονιέρη και φώναξε:
-Στροφή εξήντα μοιρών Χέργκερ, πορεία για το Γνοφώδες Όρος!
-Το Μελώδιον είναι χτισμένο κάτω από την κορυφή δεν μπορούμε να πάμε εκεί, παρατήρησε ο Άλαν και στράφηκε προς την Αλάσρα, λυπάμαι δεσποσύνη.
-Θα πάμε όσο πιο κοντά γίνεται, είπε ο Ρας. Λοιπόν επιστρέψτε στα καθήκοντά σας, μη χαζεύετε, βιαζόμαστε όπως ακούσατε! Έλα Αλάσρα, περπάτησε μαζί μου.
Η Αλάσρα ακολούθησε τον πλοίαρχο και περπάτησαν προς την πλώρη του πλοίου. Για λίγο ο Ρας ήταν αμίλητος και σκεφτικός σαν να έπαιρνε κάποιες αποφάσεις. Η κοπέλα αναρωτήθηκε ποιες ήταν αυτές αλλά δε μίλησε. Ήδη αυτοί οι άνθρωποι, όποιοι και αν ήταν, την είχαν βοηθήσει πολύ περισσότερο από ό,τι θα μπορούσε να ζητήσει και ας τους είχε αποκαλέσει πειρατές ο Σαγκοράχ.
-Θα σε πάμε κοντά στην πόλη, είπε ο Ρας τελικά, θα σου δώσω και αυτό το φυλαχτό. Θα σε προειδοποιήσει για κάθε μαγική ενέργεια και θα σε προστατεύσει από κάποιες.
Της έβαλε στο χέρι το φυλακτό, ήταν βαρύ και ζεστό, φτιαγμένο από χρυσό και με ένα μεγάλο πράσινο σμαράγδι στο κέντρο.
-Δεν ξέρω τι να πω, είπε με φωνή που έτρεμε από συγκίνηση.
-Τίποτα, είπε ο πλοίαρχος, απλά να πάρεις το παλληκάρι σου πίσω.

Η Κατάρα Του Μάγου - 2

Author: Νυχτερινή Πένα /

ΙΙ.

Ένα τίναγμα που της έκοψε την ανάσα σταμάτησε την πτώση της. Το αδύνατο συνέβαινε, αντί να πέφτει ανέβαινε. Άνοιξε τα μάτια της και διαπίστωσε πως βρισκόταν μέσα σε ένα μεγάλο δίκτυ όχι διαφορετικό από εκείνο που χρησιμοποιούσαν τα μεγάλα αλιευτικά πλοία. Η πτώση της είχε ανακοπεί με τέτοια βία που είχαν κουρελιαστεί τα ρούχα της στα σημεία που είχαν πιεστεί από το χοντρό σκοινί. Κοίταξε πάνω για να δει ποιος την είχε σώσει και αντίκρισε ένα μεγάλο ιπτάμενο πλοίο. Άκουγε τους σαυρανθρώπους να μανιάζουν αλλά δεν πλησίαζαν το πλοίο για κάποιο λόγο.
Έφτασε στο πλοίο και μια ομάδα άνδρες την απάλλαξαν από το δίκτυ, μόλις στάθηκε όρθια στο κατάστρωμα, το μεγαλύτερο μέρος των ρούχων της έπεσε από πάνω της και συνειδητοποίησε ότι το δίκτυ είχε κάνει μεγαλύτερη ζημιά από όση νόμιζε. Είδε το θαυμασμό στα μάτια των ανδρών γύρω της και κοκκίνισε.
Ένας άνδρας πέρασε ανάμεσα στους υπόλοιπους και πλησίασε:
-Ποια είσαι και γιατί σε καταδιώκουν έτσι τα ερπετά; ρώτησε με μια αυστηρή αλλά καλλιεργημένη φωνή.
-Με λένε Αλάσρα Νιέλιορ, είπε. Και με κυνηγάνε γιατί…
-Δώστε μου τη γυναίκα και θα σας αφήσουμε να φύγετε ανέγγιχτοι, ακούστηκε μια φωνή που έστειλε ένα ρίγος να την διατρέξει. Δεν χρειαζόταν να κοιτάξει για να καταλάβει ποιος είχε αυτήν την απαίτηση. Πάνω σε ένα μεγάλο γουάιβερν καθόταν ο Σάγκοραχ. Ο ηγέτης των σαυρανθρώπων ήταν πιο σωματώδης από τους άλλους και είχε ένα κοκκινωπό χρώμα αντί το ασημοπράσινο των υπολοίπων.
Ο άνδρας που την είχε ρωτήσει ποια είναι έβγαλε το μανδύα του και της τον πρότεινε, εκείνη τον πήρε με ευγνωμοσύνη και τον σκεπάστηκε.
-Άλαν υπ’ ευθύνη σου, είπε και προχώρησε προς έναν άλλον που στεκόταν στη μέση του καταστρώματος και όπως ήταν φανερό ήταν ο κυβερνήτης αυτού του αλλόκοτου πλοίου που αντί για τα κύματα έσχιζε τους αιθέρες.
-Δεν θα δίναμε ποτέ κάτι οικειοθελώς σε σαύρες, είπε ο κυβερνήτης προκαλώντας οργισμένα συρίγματα από τους σαυρανθρώπους.
-Είστε πειρατές, είπε ο Σάγκοραχ, δείτε το σαν ακόμα ένα λάφυρο που θα πουλήσετε. Απλά πείτε μου την τιμή.
-Δεν θα πουλούσα σε σαύρες ούτε χρησιμοποιημένο καθίκι.
-Τότε θα το πάρουμε μόνοι μας!
Ο άνδρας που άκουγε στο όνομα Άλαν πήρε την Αλάσρα από το χέρι. Την οδήγησε σε ένα προστατευμένο σημείο δίπλα στη σκάλα που οδηγούσε στην γέφυρα.
-Σε θέσεις μάχης, διέταξε ο κυβερνήτης, επανδρώστε τις βαλλίστρες. Ύπαρχε έχεις τη γέφυρα.
Ο άνδρας που της είχε δώσει το μανδύα του και ήταν προφανώς ο δεύτερος στην ιεραρχία του πλοίου έτρεξε στη γέφυρα και πήρε το πηδάλιο ενώ ο τιμονιέρης φώναζε:
-Ο Ύπαρχος στο τιμόνι!
-Κρατηθείτε γερά δεσποσύνη, είπε ο άνδρας που συνόδευε την Αλάσρα.
-Όλα τα πανιά ανοιχτά μάγκες, να δείξουμε λίγο σε αυτά τα ερπετά ποιος ξέρει να πλέει στα φτερά των ανέμων! φώναξε ο Ύπαρχος και το πλήρωμα έσπευσε να εκτελέσει τις διαταγές του ενώ τα γουάιβερν και οι αναβάτες τους έβγαζαν θυμωμένες κραυγές.
-Καταλαβαίνουν την κοινή, είπε χαιρέκακα ο Άλαν και η Αλάσρα συνειδητοποίησε ότι η προσβολή είχε ειπωθεί σκόπιμα για να βγάλει εκτός εαυτού τους διώκτες της και να ενεργήσουν απρόσεκτα. Κάτι που έκαναν ξεχυνόμενοι σε μια γενική επίθεση.
-Κράτει! φώναξε ο πλοίαρχος.
Οι άνδρες στις βαλλίστρες περίμεναν ενώ οι υπόλοιποι είχαν ήδη οπλιστεί με σπαθιά και τσεκούρια ενώ κάποιοι είχαν τόξα και καμάκια έτοιμα.
-Ρίξατε!
Το πλοίο δονήθηκε ολόκληρο καθώς οι βαλλίστρες εξαπέλυαν μια ομοβροντία θανάσιμων βλημάτων με τους τοξότες να συνοδεύουν την επίθεση με τη δική τους βροχή θανάτου. Οι απώλειες των σαυρανθρώπων και των υποζυγίων τους ήταν μεγάλες αλλά δεν σταμάτησαν την επίθεση, πλησίασαν και ετοιμάστηκαν να πηδήξουν στο πλοίο.
-Προσοχή στις ακροβασίες! φώναξε ο Ύπαρχος ενώ πηδούσαν στο κατάστρωμα. Όλο αριστερά!
Η Αλάσρα έκανε να πιαστεί σε ένα σκοινί στη βάση της γέφυρας και ο ναύτης δίπλα της είπε ψιθυριστά αλλά και βιαστικά:
-Θα γείρουμε δεξιά, κρατηθείτε γερά δεσποσύνη.
Πριν ολοκληρώσει την φράση του το ιπτάμενο πλοίο έγειρε στη δεξιά πλευρά. Οι σαυράνθρωποι ξεγελασμένοι από την ανακοίνωση του υπάρχου αιφνιδιάστηκαν και πολλοί βούτηξαν στο κενό και το θάνατο. Οι υπόλοιποι δέχθηκαν μια σφοδρή επίθεση από τα μέλη του πληρώματος που υπερτερούσαν σε αριθμό.
Το πλοίο είχε απομακρυνθεί από τα υπόλοιπα γουάιβερν και οι άνδρες στο κατάστρωμα και τα ξάρτια του πανηγύρισαν την νίκη τους με ζητωκραυγές.
-Όπως πάει Ύπαρχε, φώναξε ο πλοίαρχος. Ας μην τους αφήσουμε να μας πλησιάσουν!
Πλησίασε την Αλάσρα.
-Μπήκαν σε μεγάλο κόπο για να σε πιάσουν οι σαύρες, τι τους έκανες;
Η Αλάσρα ήταν πολύ ταραγμένη με όλα είχαν γίνει και δεν έβρισκε λόγια να απαντήσει. Ο πλοίαρχος χαμογέλασε και είπε:
-Μου τα λες αργότερα, καλύτερα να πάρω το πηδάλιο και γω λίγο, να ξεκουράσω τον Ύπαρχο. Μόλις είχε τελειώσει μια βάρδια όταν σε συναντήσαμε.
Η Αλάσρα ένευσε και εκείνος ανέβηκε στη γέφυρα.

Η Κατάρα Του Μάγου - 1

Author: Νυχτερινή Πένα /

Στο φίλο Γιάννη που έφυγε,
Μια μέρα θα ξαναβρεθούμε.

Ι.

Έτρεχε με όλη τη δύναμη που μπορούσε να επιστρατεύσει. Οι μαλακές μπότες της έπνιγαν τα βήματά της και δεν ακούγονταν σχεδόν καθώς έτρεχε στο μαρμάρινο δάπεδο, τα μαύρα ρούχα της την έκαναν ένα με τις σκιές. Αυτό είχε φανεί χρήσιμο για να φτάσει ως εδώ, τώρα όλο το παλάτι ήξερε πως βρισκόταν στον υψηλότερο όροφο και δεν είχε νόημα να κρυφτεί, οι διώκτες της συνέκλιναν από κάθε κατεύθυνση. Μπορούσε να ακούσει τις ένρινες κραυγές τους καθώς και τα βροντερά τους βήματα.
Στάθηκε στην άκρη ενός διαδρόμου και πήρε βαθιά ανάσα. Είχε ζήσει όλη τη ζωή της στην ύπαιθρό και είχε δουλέψει πολύ καιρό σε αγροτικές δουλειές, δεν της έλειπε η δύναμη ή η αντοχή αλλά αυτή η καταδίωξη – και αυτό που είχε κάνει πριν – την είχαν φέρει επικίνδυνα κοντά στα όριά της. Σκούπισε το ιδρωμένο της μέτωπο στο μανίκι της και άρχισε πάλι να τρέχει. Τα μαλλιά της ανέμισαν πίσω της καθώς έστριψε με φόρα στο τέλος του διαδρόμου και πήρε έναν καινούριο προς τον εξώστη όπου βρισκόταν το μέσο διαφυγής της. Οι ελπίδες της ότι θα τα κατάφερνε ανανεώθηκαν και με αναπτερωμένο ηθικό επιτάχυνε προς την αψίδα πέρα από την οποία μπορούσε να δει τα αστέρια στον νυχτερινό ουρανό.
Έναν ουρανό που δεν ήταν και πολύ σκοτεινός πια, πλησίαζε η αυγή. Είχε αργήσει, ίσως τραγικά πολύ. Στο φως της ημέρας δεν είχε καμία ελπίδα να διαφύγει. Και αν δεν κατάφερνε να διαφύγει τότε όλα είχαν τελειώσει και όχι μόνο για εκείνη…
Έφτασε στον εξώστη και στάθηκε, εκεί μπροστά της στεκόταν ο γρύπας που την είχε φέρει ως εδώ. Ένα μεγαλόσωμο ζώο σαν λιοντάρι με κεφάλι αετού και δυνατές φτερούγες, το χρώμα του σώματός του ήταν σαν του μελιού ενώ το πτέρωμά του στο λαιμό και τις φτερούγες του στιλπνό και γυαλιστερό, είχε το χρώμα του κατεργασμένου χρυσού. Έκανε μια υπόκλιση και περίμενε. Όσο και αν ο χρόνος έβιαζε δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Χωρίς αυτήν τα περήφανα θηρία δεν δέχονταν αναβάτη. Ο γρύπας της ανταπέδωσε την υπόκλιση με μια κλίση του κεφαλιού και εκείνη έσπευσε να ανέβει στη ράχη του. Με ένα τίναγμα των φτερών του το μεγαλόσωμο ζώο βρέθηκε στον αέρα και κατευθύνθηκε προς την ανατολή.
Κοίταξε τον ουρανό γύρω της. Πραγματικά ξημέρωνε. Τώρα έμενε να ελπίζει ότι δεν είχαν εντοπίσει το ιπτάμενο υποζύγιό της και δεν θα την κατεδίωκαν. Γύρισε και κοίταξε πίσω το μεγάλο παλάτι του Σάγκοραχ της φατρίας Καλ Χόρντρα. Είχε καταφέρει να μπει και να βγει με το αντικείμενο που έπρεπε να πάρει αλλά θα κατάφερνε να ξεφύγει;
Την απάντηση της την έδωσαν μια σειρά ανατριχιαστικά συρίγματα σαν του φιδιού αλλά κατά πολύ πιο δυνατά.
Γουάιβερνς, σκέφθηκε η κοπέλα και ένα ρίγος διέτρεξε τη σπονδυλική της στήλη.
Κοίταξε πίσω και είδε ένα σμήνος από τα ερπετοειδή όντα να ξεχύνονται στο κατόπι της. Τα γουάιβερνς είχαν ένα κεφάλι που έμοιαζε με δράκο αλλά εκεί σταματούσε κάθε ομοιότητα, το σώμα τους ήταν σαν φιδιού, καλυμμένο με φολίδες ενώ τα πόδια τους πολύ πιο χαμηλά από δράκων τα έκαναν ακόμα περισσότερο να θυμίζουν φίδια αφού έδειχναν να σέρνονται και όχι να περπατούν. Οι σαυράνθρωποι τα χρησιμοποιούσαν μιας και ούτε οι αετοί ούτε οι γρύπες τους δέχονταν σαν αναβάτες. Το κάθε ένα από τα γουάιβερνς μετέφερε από δύο σαυρανθρώπους και καταλάβαιναν την κοινή γλώσσα ενώ μοιράζονταν με τους αναβάτες τους τη μοχθηρία και τη δίψα για το αίμα.
Πλησίαζαν όλο και πιο κοντά και εκείνη άρχισε να ψάχνει τον ορίζοντα για κάποιο καταφύγιο, δεν υπήρχε και το ήξερε. Αν ζητούσε καταφύγιο χαμηλά κάτω στην κοιλάδα; Είχαν απομακρυνθεί ήδη αρκετά από τα όρη του Κρίκου, που βρισκόταν το παλάτι του Σάγκοραχ, οι κάτοικοι κάτω ζούσαν στα εδάφη της Αυτοκρατορίας και μόνο φίλοι δεν ήταν με την φατρία των σαυρανθρώπων. Σαν να κατάλαβαν τις σκέψεις της οι διώκτες της απλώθηκαν και πολλά γουάιβερνς κατέβηκαν χαμηλά για να της κόψουν το δρόμο ενώ πετούσαν πάνω από ένα χωριό.
Αν και ήταν ψηλά, είδε τον τρόμο που προκάλεσαν οι σαυράνθρωποι και τα φτερωτά τους υποζύγια, άκουσε τις καμπάνες να χτυπούν, γυναίκες και παιδιά να τρέχουν να κρυφτούν ενώ οι άνδρες έπαιρναν τα όπλα για να αμυνθούν, βέλη και δόρατα τινάχθηκαν προς το μέρος τους πετυχαίνοντας κάποια. Χαμογέλασε βλέποντας τα να πέφτουν και τους κατοίκους του χωριού να επιτίθονται με κάθε μέσο στους σαυρανθρώπους. Δυστυχώς όσον αφορούσε εκείνη είχαν πετύχει το σκοπό του τους. Δεν μπορούσε να κατέβει, κινδύνευε να τη χτυπήσουν κατά λάθος.
Κοίταξε πίσω, οι διώκτες της την έφταναν.
-Έλα λίγο ακόμη, παρότρυνε το γρύπα της, αν φτάσουμε στα σύννεφα εκεί πέρα θα μας χάσουν. Λίγο ακόμη.
Ο γρύπας ενέτεινε την προσπάθειά του, πίσω τους τα απειλητικά συρίγματα των διωκτών τους έρχονταν όλο και πιο κοντά. Τον ενθάρρυνε ξανά, τα σύννεφα ήταν πια κοντά, κάτι μπορούσε να διακρίνει να κινείται εκεί αλλά ακόμα δεν μπορούσε να πει τι ήταν.
Ένα τίναγμα του γρύπα συνοδευόμενο από μια κραυγή αγωνίας την επανάφερε στην πραγματικότητα. Κοίταξε πίσω και είδε με τρόμο ότι ένας σαυράνθρωπος είχε πλησιάσει τόσο ώστε να πηδήξει από τη ράχη του υποζυγίου του στη ράχη του δικού της και τώρα έμπηγε ξανά και ξανά τα νύχια του στη σάρκα του άτυχου γρύπα που ούρλιαζε από τον πόνο.
Γύρισε και χτύπησε τον σαυράνθρωπο με τη γροθιά της στην κεράτινη προεξοχή πάνω από τα μάτια, το χτύπημα δεν ήταν δυνατό αλλά τον αιφνιδίασε και έχασε την ισορροπία του. Με μια κραυγή έπεσε στο χαμό του. Δεν είχε χρόνο να χαρεί τη νίκη της, με ένα τελευταίο βραχνό κράξιμο ο γρύπας ξεψύχησε και αφέθηκε σε ελεύθερη πτώση.
Όλα τελείωσαν, σκέφθηκε απελπισμένη, έσφιξε πάνω της το θησαυρό που είχε κλέψει. Δεν είχε προλάβει να τον χρησιμοποιήσει για να σώσει εκείνον που τόσο αγαπούσε. Ήταν τόσο κρίμα.
-Λυπάμαι αγάπη μου, ψιθύρισε κλείνοντας τα μάτια της.

Έγκλημα Στην Πάρο

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ο αστυνόμος Κλέανθος Παπαγιαννίδης δε βλέπει την ώρα να περάσει τις διακοπές του στην Πάρο φιλοξενούμενος του φιλικού του ζεύγους Κωστένογλου. Όμως οι διακοπές του τελειώνουν απότομα όταν μια άλλη φιλοξενούμενη, η ευυπόληπτη κύρια Παπαϊωάννου δολοφονείται. Εκ πρώτης όψεως το έγκλημα φαίνεται αδιανόητο, ποιος θα ήθελε να βλάψει μια τέτοια καθώς πρέπει κυρία; Κανένας δεν έχει κίνητρο. Αλλά λένε όλοι την αλήθεια;

Στο στυλ του παλιού κλασσικού αστυνομικού κινείται το Έγκλημα Στην Πάρο, μια πολυτελής κατοικία, πολλοί καλεσμένοι και ένας φόνος. Ένα μυστήριο που θα προβληματίσει τον αναγνώστη όσο και τον αστυνόμο που προσπαθεί να το λύσει με απρόβλεπτη κατάληξη.