Ιστολόγιο του μήνα - Σεπτέμβριος 2014

Author: Νυχτερινή Πένα /

Στο διαδίκτυο και τον χώρο των ιστολογίων δεν είναι πολλοί αυτοί που είναι αποκλειστικά δοσμένοι στο γράψιμο και στα βιβλία. Κατά καιρούς συναντώ ωστόσο κάποιους. Για έναν τέτοιο θα μιλήσουμε απόψε. Είναι ένα σχετικά παλιό ιστολόγιο και είναι αποκλειστικά αφιερωμένο στο γράψιμο. Μάλιστα δεν ασχολείται με τίποτα άλλο εκτός από το να ανεβάζει δικές του ιστορίες σε κεφάλαια.
Οι ιστορίες του είναι επιστημονικής φαντασίας και γραμμένες με έναν αρκετά ζωντανό τρόπο που κρατά το ενδιαφέρον. Στην αρχική σελίδα έχει συνδέσμους για όλα τα κεφάλαια οπότε είναι φιλικό προς το χρήστη περιβάλλον που το κάνει εύκολο να παρακολουθήσει κανείς τις ιστορίες.

Για μια γερή δόση επιστημονικής φαντασίας δεν έχετε παρά να πάτε εδώ: http://ballistikoblog.blogspot.gr/

Οι Επτά Στύλοι Της Σοφίας 16

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ο Γουίλλιαμ τράβηξε στο πλάι την Αλεξία και άρπαξε από το τραπέζι το βέλος που είχε βγάλει από το χέρι του. Το τίναξε στην μαυροντυμένη φιγούρα που πέρναγε την μπαλκονόπορτα πετυχαίνοντάς τη στο λαιμό. Ο άνδρας έπεσε στο δάπεδο σφαδάζοντας.
-Ξύπνα τους άλλους, είπε βιαστικά ο Γουίλλιαμ στην Αλεξία και η κοπέλα έτρεξε στο υπνοδωμάτιο που βρισκόταν ο Αλέξανδρος και η Νάντια. Πριν περάσει στο διάδρομο κοίταξε πίσω. Ο Γουίλλιαμ είχε πάρει τη σπάθα του και προχωρούσε προς τον πεσμένο άνδρα.
Ο Φύλακας κάρφωσε στο δάπεδο τον αντίπαλό του αποτελειώνοντάς τον και μετά στράφηκε στην ανοιχτή πόρτα όπου μαζί με τον παγωμένο νυχτερινό αέρα έμπαινε και ένας δεύτερος άνδρας που αιφνιδιάστηκε βλέποντας τον εκεί. Μια σύντομη πάλη ακολούθησε και ο Γουίλλιαμ τον έθεσε επίσης εκτός μάχης.
Η Αλεξία ήρθε και πάλι στο σαλόνι με την Νάντια και τον Άγγελο, οι δυο τελευταίοι αγουροξυπνημένοι αλλά ντυμένοι ωστόσο.
-Φύγετε στο αυτοκίνητο, θα συναντηθούμε στο αεροδρόμιο, αν δεν γίνει αυτό πετάξτε για Φλωρεντία.
-Φλωρεντία;
-Ναι, είπε ο Γουίλλιαμ. Πρέπει να βρείτε τη μικρή προσκυνηματική εκκλησία της Αγίας Τριάδος στην Πιστόια....
Φωνές ακούστηκαν στο διάδρομο. Ο Γουίλλιαμ κινήθηκε γρήγορα στην πόρτα και την άνοιξε, ο συναγερμός είχε θορυβήσει τους υπόλοιπους ενοίκους παρότι δεν υπήρχε ίχνος φωτιάς.
-Πηγαίνετε! είπε ο Γουίλλιαμ.
Οι τρεις βγήκαν στο διάδρομο. Η Αλεξία ακόμα με τις πυτζάμες είχε πάρει το σακίδιό της στα χέρια. Ο Γουίλλιαμ έβαλε μέσα το βιβλίο του παππού της και μετά έκλεισε την πόρτα του δωματίου. Με τη σπάθα στο χέρι διέτρεξε το δωμάτιο και έφτασε στην πόρτα όπου είχαν μπει ακόμα δυο αντίπαλοι.

Ο Άγγελος άνοιγε δρόμο βιαστικά ανάμεσα στους πελάτες του ξενοδοχείου που είχαν βγει όλοι έξω τρομαγμένοι από το συναγερμό και που το προσωπικό προσπαθούσε να καθησυχάσει. Έφτασε στο αυτοκίνητο μαζί με τις δυο κοπέλες και μπήκαν μέσα. Έβαλε μπρος τη μηχανή και η Αλεξία είπε:
-Θα τον αφήσουμε έτσι πίσω;
-Αυτό μας είπε να κάνουμε, είπε ο Άγγελος.
-Δεν μπορούμε να το κάνουμε όμως, αντέτεινε η Αλεξία και στράφηκε στην ξαδέρφη της. Νάντια του χρωστάμε τη ζωή μας. Αν δεν ήταν εκείνος θα είμασταν στα χέρια του Γερμανού, ίσως και νεκρές.
-Το ξέρω, είπε σιγανά η Νάντια. Όμως πρέπει να πιστέψουμε ότι ξέρει και τώρα τι κάνει και να τον ακούσουμε.
-Όχι! Πρέπει να τον βοηθήσουμε.
Η Αλεξία άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Έτρεξε πίσω στην αυλή και μετά στο κτίριο που ήταν το δωμάτιό τους. Ανέβηκε τη σκάλα ανενόχλητη μιας και οι περισσότεροι είχαν πλέον βγει έξω. Έτρεξε πίσω στο δωμάτιο. Δεν είχε κάποιο σχέδιο ή έστω μια ιδέα τι έπρεπε να γίνει. Δεν ήξερε καν ποιος ήταν ο κίνδυνος που ο Γουίλλιαμ ήθελε να αποσοβήσει αλλά έπρεπε να τον βοηθήσουν, δεν μπορούσαν να τον αφήσουν μόνο του.
Έφτασε στο δωμάτιο τους και στάθηκε στην πόρτα που τώρα ήταν ανοιχτή. Στο πάτωμα ήταν σωριασμένος ένας άνδρας και η αναπνοή της κόπηκε για μια στιγμή καθώς τα μαύρα του ρούχα την ξεγέλασαν πως ήταν ο Γουίλλιαμ. Συνειδητοποιώντας πως ήταν ένας άγνωστος πέρασε πάνω από το σώμα και μπήκε στο δωμάτιο.
Αυτό που αντίκρισε ήταν υπεράνω περιγραφής. Ο Γουίλλιαμ ήταν κυκλωμένος από αντιπάλους και αντάλλασσε χτυπήματα, ο Φύλακας παρέμενε ψύχραιμος, οι κινήσεις του μετρημένες και αποτελεσματικές. Τα χτυπήματα θανάσιμα.
Η Αλεξία έψαξε για έναν τρόπο να τον βοηθήσει μα δεν υπήρχε κανένας. Κοίταξε τριγύρω για κάτι που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν όπλο μα πάλι τίποτα δεν μπορούσε να εκτελέσει αυτό το έργο.
-Σταμάτα τώρα Ετρούσκε! Αν σε νοιάζει να ζήσει αυτή η παρανοϊκή.
Η Αλεξία κοίταξε να δει σε ποιον ανήκε η σκληρή και στερημένη κάθε συναισθήματος φωνή. Δεν ανήκε σε κάποιον σκληροτράχηλο μαχητή αλλά σε μια γυναίκα. Από την περιγραφή που είχε κάνει ο Άγγελος η κοπέλα αναγνώρισε την Γερμανίδα που είχε δοκιμάσει να τον σαγηνεύσει στη Θεσσαλονίκη. Τώρα φορούσε μαύρη παραστρατιωτική στολή και είχε μαζέψει τα μαλλιά της σε μια κοτσίδα. Μπροστά της είχε γονατισμένο ένα κορίτσι. Η Αλεξία ένιωσε οίκτο βλέποντάς το. Περιποιημένη θα ήταν μια πολύ όμορφη κοπέλα αλλά τώρα με τα μακριά μαύρα μαλλιά της μπλεγμένα και θαμπά και ντυμένη με ένα κουρελιασμένο νυχτικό προκαλούσε λύπηση. Στα χέρια της και στα πόδια της ήταν περασμένες αλυσίδες. Η γυναίκα είχε κολλήσει την κάννη ενός πιστολιού στον κρόταφο της κοπέλας.
-Παραδώσουν τώρα αλλιώς θα πεθάνει, είπε η Γερμανίδα.
-Βλέπω μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ. Ακόμα αρέσκεσαι να βασανίζεις υπάρξεις που δεν σε έβλαψαν ποτέ.
-Ω ναι, είπε η γυναίκα με ένα σχεδόν ερωτικό πάθος να εμφανίζεται στην φωνή της. Και θα το απολαύσω ακόμα περισσότερο όταν βασανίσω εσένα. Θα κάνω τα όσα σου έκαναν οι ιεροεξεταστές να μοιάζουν με χάδι μπροστά στα όσα θα πάθεις τώρα.
-Όταν το λιοντάρι είναι τραυματισμένο οι ύαινες αλυκτούν περιφρονητικά μπροστά του, αν ήταν γερό δεν θα τολμούσαν να βγουν από τις τρύπες τους.
Τα μάτια της Χέλγκα άστραψαν από θυμό.
-Πέτα τη σπάθα! Τώρα!
Ο Γουίλλιαμ κοίταξε το κορίτσι και μετά έριξε τη σπάθα στο πάτωμα.

-Τώρα είσαι στο έλεός μου! κραύγασε η Γερμανίδα και διέταξε τους άνδρες της να τον δέσουν.

Οι Επτά Στύλοι Της Σοφίας 15

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ο Άγγελος ήταν πολύ γρήγορος, στα ταξίδια που είχε κάνει πριν κατασταλάξει στην τωρινή ζωή του είχε κινδυνεύσει κάποιες φορές και είχε μάθει να αντιδρά γρήγορα όταν ήταν απαραίτητο. Έπεσε στο σκονισμένο δάπεδο τραβώντας μαζί του την αιφνιδιασμένη Νάντια. Ο Γουίλλιαμ στράφηκε και κοίταξε την Αλεξία. Η κοπέλα έπεφτε βιαστικά κάτω. Από τις οπές είχαν τιναχθεί μεταλλικά βέλη και χτυπούσαν στον απέναντι τοίχο λίγο πάνω από τα πεσμένα σώματα των τριών συντρόφων του. Έπρεπε να φροντίσει για τη δική του ασφάλεια.
Απέφυγε ένα βέλος γυρνώντας απότομα στο πλάι και ένα δεύτερο τινάζοντας τον μανδύα του και μπλέκοντάς το στις πλούσιες πτυχές του. Στο τρίτο είχε τραβήξει την σπάθα του και απέκρουσε τα επόμενα δυο με αυτήν. Στάθηκε άτυχος με το τελευταίο. Το απέκρουσε με την πλατιά λάμα της σπάθας αλλά η αιχμή του βέλους έσπασε και αυτό άλλαξε πορεία, ήρθε να καρφωθεί με ορμή στο μπράτσο του. Έσφιξε τα δόντια για να πνίξει μια κραυγή πόνου και είπε:
-Πέρασε, πάμε.
Οι υπόλοιποι σηκώθηκαν από το δάπεδο και τον ακολούθησαν. Βγήκαν και πάλι στην εκκλησία και ο Γουίλλιαμ έκλεισε την είσοδο του μυστικού περάσματος.
-Και τώρα τι; ρώτησε ο Άγγελος.
-Τώρα βρίσκουμε ένα ξενοδοχείο για να μείνουμε ως που να μπορέσω να προσδιορίσω το επόμενο βήμα του ταξιδιού μας.
-Ξέρω ένα καλό ξενοδοχείο, είπε ο Άγγελος.
Άφησαν την εκκλησία και βγήκαν στο δρόμο. Προχώρησαν στο αυτοκίνητο και καθώς ξεκινούσαν η Αλεξία είπε:
-Πρέπει να κάνουμε και μπάνιο, γίναμε χάλια, μες στη σκόνη είμαστε.
Γέλασε και κοίταξε τον Γουίλλιαμ.
-Αλλά πήραμε αυτό που θέλαμε, έτσι δεν είναι;
Εκείνος δεν έδειξε να την ακούει και η Αλεξία άπλωσε το χέρι της και τον άγγιξε.
-Δεν το πήραμε; ρώτησε διστακτικά.
-Τι; Συγνώμη, είχα χαθεί στις σκέψεις για το επόμενο κλειδί. Ναι εδώ πήραμε αυτό που θέλαμε.
Η Αλεξία τράβηξε το χέρι της και συνειδητοποίησε ότι ήταν γεμάτο αίμα. Ανήσυχη κοίταξε τον Γουίλλιαμ που της είπε ήσυχα:
-Δεν είναι τίποτα, απλά πρέπει να το περιποιηθώ λίγο.
Ο Άγγελος τον κοίταξε μέσα από τον καθρέφτη του οδηγού.
-Σίγουρα δεν χρειάζεσαι γιατρό;
-Έχω επιζήσει και από χειρότερα, απάντησε ο Γουίλλιαμ ήσυχα, θα το περιποιηθώ μόλις πάμε σε κάποιο ήσυχο μέρος.
-Εντάξει τότε.
Διάλεξαν ένα ξενοδοχείο που γνώριζε ο Άγγελος αλλά και ο Γουίλλιαμ στη Ρώμη το Χριστόφορος Κολόμβος. Στην υποδοχή η Αλεξία πρότεινε να μη χωριστούν και έτσι πήρανε ένα δωμάτιο μια σουίτα με δυο κρεβατοκάμαρες. Ένα γκρουμ στην ηλικία της κοπέλας τους οδήγησε στον τρίτο όροφο του πιο κοντινού στην υποδοχή κτιρίου.
Μόλις έμειναν μόνοι τους η Αλεξία είπε:
-Αυτό που θέλω τώρα είναι ένα ζεστό μπάνιο και να χωθώ στο κρεβάτι μου.
-Ναι να το κάνεις, είπε ο Γουίλλιαμ. Μόνο δώσε μου το βιβλίο του παππού σου για να μελετήσω τι έχουμε να κάνουμε μετά.
-Και το τραύμα σου;
-Θα το περιποιηθώ και αυτό.
Προχώρησε και κάθισε σε μια πολυθρόνα. Η Αλεξία του έδωσε το βιβλίο και εκείνος το πήρε και αφοσιώθηκε αμέσως σε όλα όσα είχε γράψει ο παππούς της για το επόμενο κλειδί. Αναρωτήθηκε ποιο από τα δύο θα ήταν.
Ο Άγγελος και η Νάντια είχαν κάνει ήδη μπάνιο και ετοιμάζονταν να κατέβουν στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου για δείπνο μιας και με όλα όσα είχαν γίνει δεν είχαν φάει τίποτα μετά το πρωινό.
-Αλεξία; ρώτησε η Νάντια. Θα έρθεις μαζί μας στην τραπεζαρία;
-Μπα, όχι. Θα κάνω μπάνιο και θα ξαπλώσω.
-Πρέπει να φας κάτι όμως, είσαι νηστική από όταν φάγαμε μαζί πρωινό στο σπίτι μου. Πες να σου φέρουν κάτι εδώ.
-Μπορεί και να το κάνω.
Η Νάντια χαμογέλασε και βγήκε με τον Άγγελο αφού καληνύχτισαν και τον Γουίλλιαμ που δεν ήθελε να φάει.

Η Αλεξία άνοιξε τα μάτια της νιώθοντας ξεκούραστη και αναζωογονημένη. Έτριψε τα μάτια της και μετά γυρίζοντας ανάσκελα τεντώθηκε. Ανατρίχιασε λίγο καθώς το σώμα της απλωνόταν από την εμβρυακή στάση στην οποία κοιμόταν αγγίζοντας τα σεντόνια πιο πέρα που δεν ήταν ζεστά από την επαφή με το σώμα της.
Κοίταξε το ρολόι της. Πλησίαζε το ξημέρωμα, δεν είχε κοιμηθεί πολλές ώρες αλλά είχε κοιμηθεί βαθιά και είχε ξεκουραστεί. Σίγουρη πως δεν θα ξανακοιμόταν σηκώθηκε από το κρεβάτι και στάθηκε αφουγκραζόμενη την ησυχία. Παρ' ότι μέσα στην πόλη το ξενοδοχείο περιτριγυριζόταν από ένα μεγάλο λιβάδι και έτσι οι ήχοι της πόλης δεν έφταναν ως εκεί.
Βγήκε από το υπνοδωμάτιο και πέρασε από το διάδρομο που οδηγούσε στο δεύτερο υπνοδωμάτιο και το μπάνιο. Έφτασε στο σαλόνι και κατέβηκε τα δυο σκαλοπάτια που οδηγούσαν σε αυτό. Όπως ήταν αναμενόμενο  ο Γουίλλιαμ ήταν ξύπνιος, δεν είχαν πάρει εξάλλου σουίτα με τρία υπνοδωμάτια ακριβώς γιατί εκείνος είχε δηλώσει ότι δεν θα χρειαζόταν κάτι τέτοιο.
Τον βρήκε να είναι σκυμμένος πάνω από ένα τραπέζι που το είχε γεμίσει με σημειώσεις. Πλησίασε και κοίταξε τα γραμμένα χαρτιά αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα, ήταν σε κάποια άγνωστη γλώσσα.
-Τι είναι όλα αυτά; ρώτησε.
-Σημειώσεις και συλλογισμοί, είπε ο Γουίλλιαμ. Ξέρω τώρα που πρέπει να ψάξουμε για τα επόμενα ίχνη μας.
-Αλήθεια; Αυτό είναι υπέροχο!
Η Αλεξία ενθουσιασμένη έτρεξε κοντά του και τον αγκάλιασε, κατάλαβε το λάθος της βλέποντάς τον να μορφάζει από τον πόνο.
-Σε άγγιξα στο τραύμα; είπε αλαφιασμένη. Συγνώμη, συγνώμη.
-Δεν πειράζει, είπε ο Γουίλλιαμ. Απλά πρέπει να το ξαναεπιδέσω.
Έβγαλε το πουκάμισο που φορούσε και η κοπέλα παρατήρησε ότι ο επίδεσμος που κάλυπτε το τραύμα του είχε βαφεί κόκκινος αλλά αυτό που την άφησε άναυδη δεν ήταν το τραύμα, ήταν οι πέντε αριθμοί πάνω από αυτό.
-Δεν είναι δυνατόν, ψέλλισε.
-Έτσι γνώρισα τον παππού σου. Στο Μπέργκεν. Είχα αποδράσει μια φορά με τους Ρώσσους από το Σομπιμπόρ και όταν με πιάσανε λίγο μετά την απόβαση στη Νορμανδία με στείλανε στο Μπέργκεν.
-Μα είσαι..... πρέπει να είσαι μεγάλος.
-Ναι είμαι, απάντησε ο Γουίλλιαμ αλλάζοντας τον επίδεσμο που φορούσε. Πολύ πιο μεγάλος από όσο φαντάζεσαι.
-Πόσο; πάνω από εκατό;
Ο Γουίλλιαμ χαμογέλασε.
-Εκατό; Εκατό δεν είναι τίποτα, είμαι.....

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του. Ο συναγερμός της φωτιάς άρχισε να ηχεί και η τζαμένια πόρτα που οδηγούσε στη βεράντα τινάχτηκε με βία προς τα μέσα.

Οι Επτά Στύλοι Της Σοφίας 14

Author: Νυχτερινή Πένα /

8.
Ρώμη

Ο Άγγελος δεν δυσκολεύθηκε να βρει τέσσερα εισιτήρια για την πτήση από την Θεσσαλονίκη στην Αθήνα και από εκεί για την πρωτεύουσα της Ιταλίας. Αφού κανόνισε τα εισιτήρια ο Άγγελος πήγε γρήγορα στο σπίτι του και επέστρεψε με ένα μικρό σακίδιο με πράγματα. Άφησαν το ξενοδοχείο και πήγαν στο αεροδρόμιο Μακεδονία ακριβώς στην ώρα για να περάσουν από τις απαραίτητες διαδικασίες, ο Γουίλλιαμ έδωσε τη σπάθα τους μέσα στη θήκη της και τυλιγμένη με ύφασμα μαζί με τις αποσκευές.
Πέρασαν τον έλεγχο και προχώρησαν στην πύλη επιβίβασης. Στο αεροπλάνο δεν πολυμιλούσαν μιας και υπήρχε κόσμος γύρω τους και δεν ήξεραν ποιος άκουγε. Σε σαράντα πέντε λεπτά το αεροπλάνο προσγειώθηκε στο διεθνές αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος. Οι τέσσερίς τους αποβιβάστηκαν και πήγαν να ετοιμάσουν τα απαραίτητα για την πτήση προς την Ρώμη. Παρ' ότι ο Γουίλλιαμ δεν είχε απομακρυνθεί από κοντά τους όταν έφτασαν στο γκισέ της Alitalia εμφάνισε μαζί με το δικό του διαβατήριο και αυτό της Αλεξίας. Η Νάντια είχε στην τσάντα της το δικό της πάντα μαζί με τα υπόλοιπα χαρτιά της και ο Άγγελος είχε το δικό του στο σπίτι του αυτό. Έτσι δεν είχαν κανένα κώλυμα πλέον στο να ταξιδέψουν και εκτός Ευρώπης.
Είχε σκοτεινιάσει όταν το λεωφορείο τους έφερε στο μεγάλο Αirbus 320 για την πτήση της μιάμισης ώρας ως το αεροδρόμιο Φιουμιτσίνο της Ρώμης. Στο αεροπλάνο κάθισαν όλοι σε μια σειρά και οι τρεις αποκοιμήθηκαν. Η Αλεξία ήταν η τελευταία που αποκοιμήθηκε και πριν κλείσει τα μάτια της κοίταζε τον Γουίλλιαμ που διάβαζε το βιβλίο του παππού της.
Στο αεροδρόμιο της Ιταλικής πρωτεύουσας ως που να πάρουνε τα πράγματά τους από τον κυλιόμενο ιμάντα με τις αποσκευές ο Άγγελος πήγε να νοικιάσει ένα αυτοκίνητο. Όταν βρέθηκαν σ' αυτό εκείνος κάθισε στη θέση του οδηγού με τη Νάντια δίπλα του και τον Γουίλλιαμ με την Αλεξία πίσω.
-Που πάμε τώρα; ρώτησε ο Άγγελος.
-Στον ναό του αγίου Σεβαστιανού. Είναι κοντά στον Ιανίκουλο λόφο. Η ώρα δεν είναι τόσο περασμένη ώστε να μην είναι ακόμα ανοιχτός.
-Πάμε τότε.
-Τι νομίζεις ότι θα βρούμε εκεί; ρώτησε η Αλεξία. Έμαθες κάτι άλλο από το βιβλίο; Το διάβαζες στο αεροπλάνο είδα.
-Δεν ξέρω τι θα βρούμε στον τάφο. Δεν λέει τίποτα γι' αυτό.
-Τι μελετούσες;
-Άλλα στοιχεία που αναφέρει για τα κλειδιά.
Ο Γουίλλιαμ έβγαλε από την τσέπη του μανδύα του το μικρό βιβλίο και το έτεινε στην κοπέλα, κράτησέ το εσύ.
Η Αλεξία πήρε το βιβλίο και το έβαλε στο σακίδιό της. Κοίταξε μετά τον Γουίλλιαμ που είχε την προσοχή του στραμμένη στο δρόμο έξω. Όπως έβλεπε το προφίλ του δεν τον έκανε πάνω από τριάντα πέντε με σαράντα και όμως θα πρέπει να ήταν πολύ περισσότερο. Πόσο άραγε; Θαύμαζε την αποφασιστικότητα και την αφοσίωσή του στον σκοπό του.
-Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;
-Ναι, είπε ο Γουίλλιαμ γυρίζοντας προς το μέρος της.
-Το μεσημέρι όταν σκότωσες τον τελευταίο εκείνον άνδρα μίλησες για ένα ζευγάρι. Ήταν Φύλακες και τους σκότωσε;
-Ναι. Ο Νίκος ήταν συμπατριώτης σας, η Δάφνη ήταν Αγγλίδα. Εκείνος γιατρός και εκείνη φιλόλογος. Ζούσαν μια απολύτως ήσυχη και συνηθισμένη ζωή ως που γεννήθηκε η κόρη τους. Έδειξε κάποια χαρίσματα που έκαναν τον Γκράιτς να την προσέξει. Τότε ανακάλυψε την ταυτότητα τους και έστειλε τον υποτακτικό του. Τους βασάνισε για να μάθει ό,τι άλλο ήξεραν αλλά δεν μίλησαν.
-Τρομερό. Η κόρη τους που βρίσκεται;
-Σε ψυχιατρείο. Αυτά που είδε ήταν πολλά για ένα κοριτσάκι έξι χρονών.
-Λυπάμαι, κρίμα την καημένη, είπε η Αλεξία.
-Πλήρωσαν όλοι όσοι είχαν εμπλακεί σε αυτό. Αλλά δεν ξέρω αν εκείνη θα συνέλθει ποτέ.
-Ποιο κλειδί είχε ο Νίκος;
-Όχι ο Νίκος, η Δάφνη το είχε. Του Χουε Λου.
-Φτάσαμε, ανήγγειλε ο Άγγελος καθώς πάρκαρε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου.
Η εκκλησία του αγίου Σεβαστιανού βρισκόταν λίγο πιο πέρα. Άφησαν το αυτοκίνητο και βγήκαν στον κρύο νυχτερινό αέρα. Ο ναός ήταν μερικά μέτρα πιο κάτω από το επίπεδο του δρόμου και γύρω από το χώρο υπήρχε φράχτης με χοντρά κάγκελα. Κατέβηκαν μερικά σκαλιά και προχώρησαν στο μικρό περίβολο που ήταν στρωμένος με μεγάλες φθαρμένες από τα χρόνια πλάκες. Πέρασαν την χαμηλή είσοδο του ναού και βρέθηκαν στο εσωτερικό του. Δεν ήταν μεγάλος, ήταν μικρός και σχετικά χαμηλός.
Καθώς είχε κατασκευαστεί στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού δεν διέθετε ακόμα τα γνώριμα μεγαλοπρεπή χαρακτηριστικά μεταγενέστερων ναών, ούτε και την αργότερα καθιερωμένη διαρρύθμιση. Όλος ο μακρόστενος ναός ήταν ένας ενιαίος ως το τέμπλο που χώριζε το Άγιο Βήμα.
Ο τάφος βρισκόταν στη δεξιά πλευρά του ναού σε μια κόγχη. Πλησίασαν και τον κοίταξαν, ήταν ένας απλός τάφος χωρίς κανένα διακριτικό, ούτε καν ένα όνομα. Μόνο μια φράση ήταν σκαλισμένη στην πέτρινη ταφόπλακα.
-In pascuis herbarum adclinavit me, διάβασε η Αλεξία. Τι σημαίνει;
-Εις τόπον χλόης εκεί με κατεσκήνωσεν, μετάφρασε η Νάντια που είχε μάθει λατινικά λόγω των σπουδών της.
-Ταιριαστό να το γράφει πάνω σε έναν τάφο, είπε η Αλεξία.
-Σκέφτεσαι αυτό που λέμε στην νεκρώσιμη ακολουθία, είπε ο Γουίλλιαμ, εις τόπον χλοερόν. Αλλά αυτό εδώ είναι από τους ψαλμούς του Δαβίδ. Δεν βλέπω που οδηγεί όμως.
Η Αλεξία απομακρύνθηκε από τον τάφο. καθώς η εκκλησία ήταν της πρωτοχριστιανικής εποχής δεν υπήρχαν τοιχογραφίες αλλά μόνο κάποια εγχάρακτα σύμβολα των πρώτων Χριστιανών. Ακριβώς απέναντι από τον τάφο βρισκόταν η παράσταση ενός βοσκού που κρατούσε στους ώμους του ένα μικρό αρνάκι.
-Για κοίτα! είπε η Αλεξία μιλώντας στον εαυτό της κυρίως, ένας βοσκός.
Ο Γουίλλιαμ στράφηκε και κοίταξε. Ήρθε κοντά της ακολουθούμενος από τον Άγγελο και την Νάντια.
-Είναι ο καλός ποιμένας, συμβολίζει τον Χριστό. Ο καλός ποιμένας που δίνει ακόμα και τη ζωή του για το ποίμνιό του, είπε ο Γουίλλιαμ και μετά σταμάτησε απότομα.
-Τι τρέχει;
-Το βρήκες νομίζω. Κύριος ποιμαίνει με και ουδέν με υστερήσει, εις τόπον χλόης, εκεί με κατεσκήνωσεν, είναι ολόκληρος ο στίχος. Αυτό υποδεικνύει, τον καλό ποιμένα και αν έχεις δίκιο θα είναι είσοδος για κάπου.
Πίεσε το ραβδί που ο βοσκός κρατούσε ψιθυρίζοντας.
-Η ράβδος σου και η βακτηρία σου, αυταί με παρεκάλεσαν.
Τρίξιμο τριβής πέτρας πάνω σε πέτρα ακούστηκε και το κομμάτι του τοίχου με τον καλό ποιμένα υποχώρησε αποκαλύπτοντας το πλατύσκαλο μιας στενής και σκονισμένης σκάλας.
-Απίστευτο, ψιθύρισε η Αλεξία.
-Μείνετε εδώ, είπε ο Γουίλλιαμ και ετοιμάστηκε να χωθεί στο στενό πέρασμα.
-Είμαστε μαζί σ' αυτό, είπε η Αλεξία αρπάζοντάς τον από το μπράτσο. Θα έρθουμε μαζί σου.
Ο Γουίλλιαμ την κοίταξε για μια στιγμή και μετά έκανε ένα νόημα να τον ακολουθήσουν. Στους τοίχους του περάσματος υπήρχαν δαυλοί σε σκουριασμένες υποδοχές, πήραν και τους άναψαν. Στην αρχή έτριξαν από την υγρασία που είχαν μαζέψει αλλά μετά έλαμψαν με μια δυνατή φλόγα παρότι ήταν τόσων αιώνων. Κατέβηκαν τη σκάλα και βρέθηκαν σε έναν διάδρομο με σκόνη στο δάπεδο. Ο Γουίλλιαμ στάθηκε και κοίταξε το παχύ στρώμα σκόνης που κείτονταν ανενόχλητο για αιώνες.
-Καλό και κακό αυτό, ψιθύρισε.
-Γιατί καλό; ρώτησε ο Άγγελος. Κακό το καταλαβαίνω, δεν βλέπουμε αν υπάρχει κάποιο πρόβλημα ή παγίδα. Αλλά καλό γιατί;
-Γιατί σημαίνει ότι δεν πέρασε κανένας από' δω.
Ο Γουίλλιαμ μόρφωσε και προχώρησε πρώτος.
-Πατάτε ακριβώς εκεί που πατώ και' άγω.
Αυτό δεν ήταν καθόλου δύσκολο μιας και άφηνε πολύ ευδιάκριτα ίχνη στην σκόνη κάτω από το παχύ στρώμα της οποίας υπήρχε μάρμαρο ή γρανίτης αν έκριναν από το πως ακούγονταν τα βήματά τους.
Ο διάδρομος τους έφερε σε μια καμάρα πέρα από την οποία απλωνόταν ένα θολωτό δωμάτιο όπου το κρύο ήταν πολύ πιο έντονο. Ο Γουίλλιαμ προχώρησε και μπήκε στο δωμάτιο. Κοίταξε γύρω τους τοίχους αναζητώντας κάποιο σημάδι και τελικά το είδε στον απέναντι τοίχο. Μια φράση ήταν σκαλισμένη στον τοίχο.
In cauda venenum.
-Το δηλητήριο στην ουρά, μετέφρασε η Νάντια. Δεν καταλαβαίνω.
-Με αυτήν την παροιμία οι Ρωμαίοι εννοούσαν τον σκορπιό, είπε ο Γουίλλιαμ. Αλλά δεν βλέπω τι εννοεί τώρα.
-Σκορπιός; Ίσως είναι κάπου στους τοίχους, είπε ο Άγγελος. Ας ψάξουμε.
Πουθενά στους τοίχους δεν υπήρχε κάτι άλλο όμως πέρα από τη φράση. Οι τοίχοι ήταν γυμνοί και τελείως ακατέργαστοι, είχαν μείνει όπως όταν είχε πρωτοφτιαχθεί το μυστικό αυτό δωμάτιο.
-Ίσως στο πάτωμα, είπε η Αλεξία και έπεσε στα γόνατα.
Άρχισε να παραμερίζει τη σκόνη με βιαστικές κινήσεις και οι υπόλοιποι την μιμήθηκαν. Άρχισαν να ψάχνουν στο δάπεδο για κάτι που να θυμίζει σκορπιό. Διαπίστωσαν πως το δάπεδο ήταν φτιαγμένο από μεγάλες τετράγωνες πλάκες. Ήταν η Αλεξία που ανακάλυψε τελικά το ζητούμενο. Ήταν ένας σκορπιός σκαλισμένος σε μέγεθος που να καλύπτει μια από τις πλάκες. Το αρθρόποδο παρουσιαζόταν να βαδίζει με την ουρά του με το δηλητηριώδες κεντρί σηκωμένη και έτοιμη να χτυπήσει.
-Τι κάνουμε τώρα; ρώτησε η Νάντια.
Ο Γουίλλιαμ άπλωσε το χέρι του και πίεσε το σκορπιό. Ολόκληρη η πλάκα βυθίστηκε με έναν πνιχτό αλλά ευδιάκριτο ήχο. Πέτρα που τριβόταν πάνω σε άλλη ακούστηκε και τέσσερα ζευγάρια μάτια σάρωσαν το χώρο αναζητώντας κάποια μεταβολή.
Τη βρήκαν στην πιο μακρινή άκρη του υπογείου δωματίου. Μια πέτρα είχε στραφεί στο πλάι αποκαλύπτοντας μια μικρή κρύπτη. Ο Γουίλλιαμ έφερε ένα δαυλό και κοίταξε μέσα στο κοίλωμα που είχε δημιουργηθεί. Φαινόταν άδειο. Εκείνος τράβηξε τη σπάθα του και την πέρασε στην κρύπτη. Μια σειρά μεταλλικών ήχων ακούστηκε και μετά την τράβηξε πάλι πίσω. Η λάμα δεν φαινόταν να έχει πάθει τίποτα.
-Ωραία, εξουδετερώθηκαν οι παγίδες.
Έβαλε το χέρι του και σκούπισε την  σκόνη αιώνων αποκαλύπτοντας ένα εξόγκωμα στην πέτρα. Το πίεσε και περίμενε να δει τι θα συνέβαινε. Ένα τρίξιμο ακούστηκε και μια επιφάνεια στον τοίχο δίπλα του άρχισε να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της αποκαλύπτοντας από πίσω ένα δωμάτιο. Ο Γουίλλιαμ προχώρησε προς το δωμάτιο αυτό και οι υπόλοιποι βιάστηκαν να τον ακολουθήσουν.
Ήταν ένα στενό δωμάτιο σκαμμένο στο βράχο λίγο μεγαλύτερο από μια ντουλάπα τελείως γυμνό από οποιαδήποτε διακόσμηση ή αντικείμενα πέρα από μια εγκοπή στον τοίχο όπου βρισκόταν το αντικείμενο της αναζήτησής τους. Τοποθετημένος όρθιος στην εγκοπή ο κρύσταλλος με το ατρακτοειδές σχήμα έλαμπε στο φως των δαυλών. Παρά τους αιώνες που είχε μείνει κλεισμένος σε αυτό το χώρο δεν είχε πάνω του ούτε κόκκο σκόνης αντίθετα με κάθε τι άλλο.
-Το κλειδί του Ρωμαίου, είπε η Αλεξία.
-Ναι, απάντησε ο Γουίλλιαμ, μπορείς να το πάρεις.
Η κοπέλα τον κοίταξε αβέβαιη.
-Μη φοβάσαι, είπε ο Γουίλλιαμ, θα σου εξηγήσω αργότερα γιατί δεν το πιάνω εγώ.
Η Αλέξια κοίταξε τον κρύσταλλο και μετά από έναν δισταγμό ακόμα άπλωσε το χέρι της και τον άρπαξε με μια κοφτή κίνηση. Τον κράτησε στο χέρι της αλλά η αίσθηση ήταν πολύ διαφορετική από εκείνον του αγαπημένου της παππού. Τον κοίταξε για μια στιγμή ακόμα και μετά τον έβαλε στην τσέπη της.
-Ωραία, πάμε, είπε ο Γουίλλιαμ και επέστρεψαν στο πρώτο δωμάτιο και μετά στο διάδρομο. Να θυμάστε, πατάτε εκεί που έχω πατήσει εγώ.
Πλησίαζαν τη σκάλα όταν η κουρασμένη Νάντια παραπάτησε. Μια σειρά από μεταλλικούς ήχους ακούστηκαν. Στρογγυλές οπές εμφανίστηκαν και στις δυο πλευρές.

-Πέστε κάτω! φώναξε ο Γουίλλιαμ ενώ βέλη εκτοξεύονταν στο στενό πέρασμα. 

Οι Επτά Στύλοι Της Σοφίας 13

Author: Νυχτερινή Πένα /

Η Αλεξία στριφογύρισε πολλές φορές στο κρεβάτι μέχρι που αποφάσισε πως δεν μπορούσε να κοιμηθεί παρά την κούρασή της. Τα όσα είχε περάσει την είχαν φέρει σε μια κατάσταση υπερέντασης και τουλάχιστον προς το παρόν δεν μπορούσε να πείσει τον εαυτό της να παραμείνει ξαπλωμένος. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και μιας και έκανε ζέστη στο δωμάτιο δεν ξαναντύθηκε αλλά βγήκε στο κεντρικό δωμάτιο όπως ήταν με τις πυτζάμες της.
Είδε σε ένα μικρό σεκρετέρ το βιβλίο του παππού της και δίπλα ακουμπισμένο στον τοίχο το φονικό όπλο που με τέτοια επιδεξιότητα χειριζόταν ο Γουίλλιαμ Γκόρντον. Στη ράχη της καρέκλας μπροστά από το σεκρετέρ ήταν ριγμένος ο μανδύας και ένα πουκάμισο. Η Αλεξία υπέθεσε ότι τελικά είχε αποφασίσει να κοιμηθεί. Κάνοντας μερικά βήματα μέσα στο δωμάτιο όμως αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν έτσι. Ο Γουίλλιαμ γυμνός από τη μέση και πάνω στεκόταν μπροστά στο τζάκι επιδένοντας το αριστερό χέρι του στον καρπό ενώ είχε επίδεσμο και πιο ψηλά κοντά στον ώμο.
Στράφηκε και την κοίταξε, η Αλεξία αναρωτήθηκε πως την είχε αντιληφθεί. Ήταν ξυπόλητη και δεν είχε κάνει καθόλου θόρυβο. Στο στήθος του κρεμόταν ένα μενταγιόν με ένα έμβλημα που δεν είχε ξαναδεί.
-Δεν βγήκα αλώβητος από τόσες μονομαχίες, είπε με ένα χαμόγελο.
-Είναι σοβαρό; ρώτησε η Αλεξία.
-Δεν είναι κάτι που να με ανησυχεί. Αλλά μιας και έμαθα αυτό που ήθελα από το βιβλίο είπα να σταματήσω τη μελέτη και να το περιποιηθώ.
-Τι έμαθες;
-Από που να αρχίσουμε την έρευνά μας.
Ο Γουίλλιαμ προχώρησε στην καρέκλα και άρχισε να ντύνεται και πάλι. Η Αλεξία κάθισε σε μια πολυθρόνα παρακολουθώντας τον. Μάζεψε τα πόδια της πάνω στην πολυθρόνα και ακούμπησε το σαγόνι της στα γόνατά της. Ο Γουίλλιαμ την κοίταξε.
-Μοιάζεις πολύ με την  μητέρα σου στην ίδια ηλικία. Συνήθιζε να κάθεται έτσι σαν και' σενα τώρα.
-Τι εννοείς; Δεν μπορεί ήξερες τη μητέρα μου όταν ήταν σαν εμένα δεν είσαι τόσο μεγάλος.
Ο Γουίλλιαμ χαμογέλασε.
-Δεν δείχνω τόσο μεγάλος θες να πεις. Αλλά ούτε ο Γκράιτς δείχνει.
-Ναι σωστά, είπε η Αλεξία. Θα συμβεί και σε' μενα αυτό;
-Θα ήθελες;
Η κοπέλα χαμήλωσε το βλέμμα της στο χαλί που κάλυπτε το παρκεταρισμένο πάτωμα. Έμεινε σκεφτική για λίγο.
-Δεν έχω στον κόσμο κανέναν άλλο παρά τη Νάντια. Αν εκείνη δεν ζήσει τόσο, όχι δεν θέλω. Θα είναι μια άδεια ζωή.
-Ίσως. Ο καθένας το βλέπει διαφορετικά.
-Ο καθένας; Αφού ξέρεις μόνο τον παππού και τον Γκράιτς και δεν νομίζω να έχεις μιλήσει για κάτι τέτοιο με το Γερμανό.
-Είσαι έξυπνο κορίτσι, απάντησε ο Γουίλλιαμ, παρατηρητικό. Υποθετικά μιλώντας το είπα. Ο καθένας θα το αντιμετώπιζε αλλιώς. Νομίζεις ότι δεν θα μπορούσες να ζήσεις μια τέτοια ζωή;
-Δεν ξέρω.
Η Αλεξία τον κοίταξε κατάματα.
-Όχι, δεν θα μπορούσα. Είμαι ανάξια, κατέληξε σκύβοντας το κεφάλι.
-Δεν είσαι, είπε απαλά ο Γουίλλιαμ πλησιάζοντας και χαϊδεύοντας απαλά τα μαλλιά της. Είναι ένα φορτίο που δεν μπορούν όλοι να σηκώσουν. Και που ο παππούς σου δεν σκόπευε ποτέ να περάσει σε' σενα. Αλλά δεν είχε άλλον που να εμπιστεύεται και τον πρόλαβε ο θάνατος.
-Δεν θέλω να  προδώσω την εμπιστοσύνη του, είπε η κοπέλα.
-Δεν θα την προδώσεις, δεν θα το κάνεις. Μη φοβάσαι. Θα φέρουμε σε πέρας το έργο που είχα ξεκινήσει με τον παππού σου.
-Ναι, είπε η κοπέλα, που θα πρέπει να ψάξουμε;
-Θα πρέπει να ξεκινήσουμε από τη Ρώμη.
-Από τη Ρώμη... ναι βέβαια. Ο ένας Φύλακας ήταν Ρωμαίος, είπε ενθουσιασμένη η Αλεξία για να σκυθρωπιάσει αμέσως. Δεν έχω διαβατήριο. Πως θα πάμε στη Ρώμη;
Ο Γουίλλιαμ την κοίταξε συνωφρυομένος.
-Αυτό δεν είναι πρόβλημα για τη Ρώμη που είναι εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά θα μας εμποδίσει σε μετέπειτα κινήσεις. Μπορώ όμως να το τακτοποιήσω αυτό.
-Ωραία, απάντησε η Αλεξία.
-Τι είναι το ωραίο; ρώτησε ο Άγγελος μπαίνοντας με την Νάντια στο δωμάτιο.
-Ο Γουίλλιαμ μπορεί να μου βγάλει διαβατήριο.
-Διαβατήριο; Που θα πάμε;
-Στη Ρώμη αρχικά και μετά όπου μας οδηγήσουν τα ίχνη.
-Στη Ρώμη λοιπόν, είπε η Νάντια. Υποθέτω για το κλειδί που κατείχε ο Ρωμαίος.
Ο Γουίλλιαμ πήρε από το σεκρετέρ το βιβλίο του νεκρού πια συντρόφου του. Το άνοιξε σε μια σελίδα και την μελέτησε για μια στιγμή πριν πει:
-Ο Άουλους Σίξτους Νομπίλιορ ήταν συγκλητικός και το ίδιο και η απόγονοί του. Όταν η δυτική αυτοκρατορία κατέρρευσε συγκλητικός ήταν ο Δέκιος Καικίλιος Νομπίλιορ. Ήταν ένας έντιμος άνδρας παρά τη διαφθορά και την ηθική χαλαρότητα που σημάδευσε τις τελευταίες μέρες της Ρώμης. Μέσα στο χάος που ακολούθησε την πτώση της αιώνιας πόλης και την κατάληψή της από διαδοχικούς κυρίους ο Δέκιος πήρα την οικογένεια και τους δούλους του όπως και κάποιους από το λαό που τον ακολούθησαν και αποσύρθηκε στα κτήματά του στην Απουλία όπου έφτιαξαν μια μικρή φιλήσυχη κοινότητα. Πέθανε εκεί. Ωστόσο όταν η Ρώμη επανακτήθηκε από την ανατολική αυτοκρατορία, αυτή που έμεινε στην ιστορία ως Βυζαντινή, οι απόγονοί του μετέφεραν τα οστά του πίσω στη Ρώμη για να εκπληρώσουν την επιθυμία του να ταφεί στη γη που τον γέννησε.
-Ναι αλλά δεν θα κληροδότησε σε κάποιον το κλειδί; ρώτησε η Αλεξία; Δεν θα το πήρε μαζί του στον τάφο αφού είχε απογόνους.
-Σωστή σκέψη και λογικά έτσι θα έγινε. Ο γιος του έγινε κληρικός. Δεν είναι περίεργο, υπήρξαν πολλές φορές ιερωμένοι ανάμεσα στους επτά. Ο παππούς σου λέει ότι θα πρέπει να επισκεφθούμε τον τάφό του ιερέα στον ναό του αγίου Σεβαστιανού.
-Τι θα βρούμε εκεί;
-Λέει απλά θα δούμε τα βήματα που οδηγούν εκεί που θέλουμε.
-Θα υπάρχει κάποια ένδειξη προφανώς, είπε ο Άγγελος.
-Ναι, είπε ο Γουίλλιαμ.
Σήκωσε το καπάκι του σεκρετέρ και αποκάλυψε ένα λάπτοπ. Στράφηκε στον Άγγελο.

-Χρησιμοποίησε αυτό για να κλείσεις εισιτήρια για Αθήνα και από εκεί για Ρώμη ως που να φροντίσω για το διαβατήριο.       

Οι Επτά Στύλοι Της Σοφίας 12

Author: Νυχτερινή Πένα /

7.
Ένα Κρυμμένο Μυστικό

-Που θα μπορούσαμε να πάμε; είπε η Νάντια, σπίτι μου; Πίσω στις Σέρρες δεν θα είμαστε ασφαλείς και φοβάμαι πως ούτε εδώ είμαστε.
-Εδώ ακολούθησαν εμένα, είπε βλοσυρός ο Άγγελος. Αλλά αφού ξέρουν εμένα ξέρουν και το σπίτι μου εδώ και στις Σέρρες.
-Πιθανότατα, απάντησε ο Γουίλλιαμ, αλλά δεν ξέρουν το ξενοδοχείο στο οποίο έχω εγώ εγκατασταθεί και δεν υπάρχει τρόπος να το βρουν. Εκεί θα πάμε προς το παρόν.
-Πάμε, είπε η Νάντια, έλα Άγγελε ας πάμε με το δικό μου και θα πάρεις το δικό σου αργότερα.
Μπήκαν στο τζιπ, η Νάντια κάθισε στο τιμόνι με τον αγαπημένο της δίπλα της και η Αλεξία πέρασε πίσω δίπλα στον Γουίλλιαμ. Καθώς η ξαδέρφη της έβαζε μπρος ρώτησε:
-Είσαι καλά; Τι ήταν αυτό που σου έριξε ο άνδρας στο χωριό;
-Αγγελόσκονη είναι η κοινή ονομασία του, παράγωγο της σκοπολαμίνης, έχει σαν αποτέλεσμα την κατάργηση της ελεύθερης βούλησης. Μετατρέπει τον άνθρωπο σε πειθήνιο όργανο. Είναι ωστόσο πιο αποτελεσματικό αν χορηγηθεί ενδοφλεβίως, η απορρόφηση από το δέρμα αργεί και αν κάποιος είναι και κάπως ανθεκτικός προλαβαίνει να αντιδράσει.
-Μας έσωσες εκεί πίσω, είπε η Νάντια, μετά δεν θα σε αφήναμε όπως είπες.
-Ναι αλλά η Αλεξία έχει πάνω της κάτι που δεν θα έπρεπε να πέσει στα χέρια του Γκράιτς. Εγώ δεν έχω.
-Δεν θέλω να φανταστώ τι θα σου κάνανε, είπε η Αλεξία.
-Όχι τόσα όσα φαντάζεσαι, απάντησε ατάραχος ο Γουίλλιαμ. Δεν θέλει να με σκοτώσει, όχι πριν μάθει κάποια πράγματα.
Δεν άργησαν να φτάσουν στο ξενοδοχείο που έμενε ο Γουίλλιαμ, ένα από τα μεγαλύτερα της μεγάλης πόλης αλλά από εκείνα που βρίσκονταν στα όριά της. Η Νάντια πάρκαρε το τζιπ στο μεγάλο χώρο σταθμεύσεως δίπλα στο κτίριο και μετά προχώρησαν όλοι μαζί στην είσοδο του ξενοδοχείου. Ήταν μεγάλη και κυριαρχούσε το λευκό, τόσο στο μάρμαρο του πατώματος όσο και στους τοίχους. Ο Γουίλλιαμ προχώρησε στον πάγκο της υποδοχής όπου η υπάλληλος εκεί τον υποδέχθηκε με ιδιαίτερα θερμό τρόπο. Εκείνος πήρε το κλειδί του και τη ρώτησε αν είχε μηνύματα. Η υπάλληλος του έδωσε ένα διπλωμένο χαρτί που εκείνος εξαφάνισε στην τσέπη του.
Επέστρεψε κοντά τους και με τον ανελκυστήρα ανέβηκαν στον έβδομο όροφο όπου όπως αποκαλύφθηκε είχε νοικιάσει μια ολόκληρη σουίτα. Μπήκανε μέσα και ο Γουίλλιαμ τελευταίος έκλεισε την πόρτα.
-Καθίστε, είπε σαν καλός οικοδεσπότης.
Ο Άγγελος κάθισε σε έναν καναπέ και η Νάντια κάθισε δίπλα του, εκείνος πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της και η κοπέλα ακούμπησε πάνω του. Κοιτάζοντάς τους η Αλεξία ένιωσε μόνη. Κάθισε σε μια πολυθρόνα και κοίταξε τον Γουίλλιαμ που έδειχνε βυθισμένος σε σκέψεις.
-Σκεφτείτε μια μεγάλη βιβλιοθήκη, είπε ο Γουίλλιαμ, μια βιβλιοθήκη τόσο μεγάλη που μπροστά της η περίφημη εκείνη της Αλεξάνδρειας θα ήταν παιδική συλλογή. Η γνώση που φυλάσσεται σε αυτήν θα μπορούσε να είναι ένα τρομακτικό όπλο στα χέρια εκείνου που θα θέλει να τη χρησιμοποιήσει για ιδιοτελείς σκοπούς. Για το λόγο αυτό η τοποθεσία της είναι μυστική και για την είσοδο σε αυτή χρειάζονται επτά κλειδιά.
-Αυτό ψάχνει ο Γερμανός; Γι' αυτό μου είπε εκείνος για το κλειδί;
-Ναι. Έχεις το ένα κλειδί.
-Και το άφησα στην τράπεζα; είπε έντρομη η Αλεξία.
-Όχι, είπε με ένα χαμόγελο ο Γουίλλιαμ. Αυτό ήταν απλά ένα κλειδί θυρίδας, το κλειδί το έχεις μαζί σου ακόμα.
-Το έχω;
Η Αλεξία κοίταξε τον άνδρα απέναντί της έκπληκτη και μετά κατάλαβε. Τράβηξε από το κορδόνι τον κρύσταλλο και τον κοίταξε. Έλαμπε στο φως του δωματίου.
-Το ένα από τα επτά κλειδιά, είπε ο Γουίλλιαμ. Ο παππούς σου το φύλαξε πάνω από μισό αιώνα.
-Και τώρα θα το φυλάξω εγώ, είπε με πάθος η Αλεξία, δεν θα το παραδώσω στο Γερμανό.
-Που βρίσκονται τα υπόλοιπα κλειδιά; ρώτησε ο Άγγελος.
-Αυτή είναι μια καλή ερώτηση, είπε ο Γουίλλιαμ.
Κάθισε σε μια πολυθρόνα.
-Από μια εποχή που είναι χαμένη στην αυγή της καταγεγραμμένης ιστορίας τα επτά κλειδιά ήταν μοιρασμένα σε επτά άνδρες από διαφορετικούς λαούς για ασφάλεια ώστε να είναι ακατόρθωτο σχεδόν να τα αποκτήσει κάποιος.
-Ποιοι ήταν οι λαοί;
-Εξαρτάται για ποια εποχή μιλάμε. Έθνη άκμασαν, παρήκμασαν και χάθηκαν στη λήθη. Άλλοι πήραν τη θέση τους. Οι επτά Φύλακες περνούσαν τα κλειδιά από γενιά σε γενιά και αν κάποιος χανόταν χωρίς διάδοχο φροντίζανε οι υπόλοιποι.
-Πριν χάσεις τις αισθήσεις σου είπες ότι είσαι ο τελευταίος Φύλακας, θυμήθηκε η Αλεξία.
-Ναι, είμαι, παραδέχθηκε ο Γουίλλιαμ.
-Και τα υπόλοιπα κλειδιά; ρώτησε ο Άγγελος, και το δικό σου; Έχεις και εσύ κλειδί;
-Την εποχή μου.... που.... ήθελα να πω. Τέλος πάντων. Λίγο πριν την εποχή του Χριστού είχαν δοθεί σε έναν Έλληνα, έναν Ρωμαίο, έναν Ετρούσκο, έναν Αιγύπτιο, έναν Καρχηδόνιο, έναν Κινέζο – τους λέγανε Σήρες τότε – και έναν Πέρση. Η υποταγή στην Ρωμαϊκή εξουσία έφερε ένα καλό και ένα κακό. Το καλό ήταν ότι είχαμε όλοι μας την ευκαιρία να γνωρίζουμε τι γίνεται σε κάθε περιοχή και εκεί που βρισκόταν ο κάθε ένας μας. Το κακό ήταν πως αυξανόταν ο κίνδυνος να επιχειρήσει κάποιος να συγκεντρώσει την δύναμη της γνώσης στα χέρια του. Δεν έγινε τότε.
-Και το προσπαθεί ο Γκράιτς τώρα; Έχει βρει τα άλλα κλειδιά και χρειάζεται το δικό μου; ρώτησε η Αλεξία. Εσύ έχεις ακόμα το δικό σου;
-Ναι, έχω το δικό μου. Η πτώση της δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και οι βαρβαρικές επιδρομές έφεραν το χάος και την απαρχή του Μεσαίωνα. Παρ'ότι οι δομές του σημερινού κόσμου έχουν δημιουργηθεί στο Μεσαίωνα και πολλά βήματα προόδου γίνανε τότε για πολύ μεγάλο διάστημα η Ευρώπη ήταν κατακερματισμένη και δεν ήταν εύκολο να μάθεις νέα για άλλες χώρες και τόπους. Χάθηκε η επικοινωνία μεταξύ των Φυλάκων. Με την άνοδο του Ισλάμ και την εξάλειψη των Περσών όπως και με την πτώση των αφρικανικών κτήσεων του Βυζαντίου χάθηκαν εκείνα τα κλειδιά. Ή μάλλον είχαν χαθεί.
-Τα βρήκε ο Γερμανός;
-Έχει δυο από αυτά.
-Πως;
-Πέρασε στα χέρια του εκείνο που κάποτε ανήκε στον Καρχηδόνιο Αμίλκα. Αλλά τότε αποφάσισε να καταδιώξει τους υπόλοιπους ζωντανούς Φύλακες και να πάρει τα κλειδιά όπως και να βρει τα υπόλοιπα.
-Ο παππούς; Ήταν Φύλακας;
Ο Γουίλλιαμ σηκώθηκε και πήγε στην πόρτα που οδηγούσε στη βεράντα. Στάθηκε εκεί με το βλέμμα του να ατενίζει την δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας και το Θερμαϊκό στο βάθος.
-Ο παππούς σου κατείχε το κλειδί που βρισκόταν πάντα στα χέρια Ελλήνων. Ο Γκράιτς τον γνώρισε στο Μπέργκεν. Τον βασάνισε αλλά ο παππούς σου ποτέ δεν πρόδωσε το μυστικό.
-Στο Μπέργκεν; είπε η Αλεξία, μα δεν είναι τόσο....
-Μεγάλος; Πολύ περισσότερο από όσο δείχνει. Ένας ανελέητος φονιάς και βασανιστής.
-Αυτό περιμένει και εμένα, είπε η κοπέλα και έσκυψε το κεφάλι. Θα με βρει και θα με σκοτώσει γιατί δεν θα του δώσω ποτέ το κλειδί.
-Υπάρχει μια λύση. Επικίνδυνη αλλά υπάρχει.
-Ποια;
-Να βρούμε πρώτοι τα υπόλοιπα κλειδιά πριν από τον Χαίνριχ Γκράιτς.

Ο Χαίνριχ Γκράιτς πρόφερε μια βλαστήμια που έκανε την τόσο πρόθυμη ερωμένη του να ανατριχιάσει. Ο Γερμανός είχε αντικαταστήσει τη λιμουζίνα με ένα άλλο μεγάλο αυτοκίνητο, αν και όχι λιμουζίνα, και ήταν καθισμένος στο πίσω κάθισμα με την Τασία Μαρκάτου δίπλα του. Μιλούσε στο κινητό και είχε μόλις πληροφορηθεί την διπλή αποτυχία να εξαγοράσουν τον Άγγελο Σέπτιμο και την ανακάλυψη των πτωμάτων στο χώρο σταθμεύσεως κοντά στην παραλία. Ο τρόπος που είχαν πεθάνει ήταν σίγουρη απόδειξη πως είχε ανακατευτεί ο καταραμένος Φύλακας.
Τώρα είχε χάσει τα ίχνη της Αλεξίας Βάιου και του κλειδιού που κατείχε. Ο Φύλακας θα την έκρυβε, αλλά που; Ήξερε ότι θα μπορούσε να τη βρει αργά ή γρήγορα με τα μέσα που διέθετε. Άρα τι θα έκανε; Που θα την πήγαινε;
Πήρε την απόφασή του. Θα πήγαινε πίσω στον πύργο του στη Βοημία και θα περίμενε νέα από τους ανθρώπους του.
-Θα επιστρέψω στη Γερμανία, είπε στην ερωμένη του, θα έρθεις μαζί μου;
Εκείνη δεν είχε καμία αντίρρηση.

-Τι μπορούμε να κάνουμε; ρώτησε ο Άγγελος, είπες ότι οι φύλακες χαθήκανε μεταξύ τους στον πρώιμο μεσαίωνα.
-Ναι αυτό είναι αλήθεια όπως και το γεγονός ότι έχει ακόμα ένα. Εκείνο που κάποτε κρατούσε ο Χουε Λου.
-Του Καρχηδόνιου λοιπόν και του Κινέζου. Του Έλληνα το είχε ο παππούς, είπε η Αλεξία. Εσύ ποιο έχεις;
-Το κλειδί του Ετρούσκου.
-Ο τελευταίος άνδρας που σκότωσες σε είπε Ετρούσκο, είπε η κοπέλα, αυτό εννοούσε;
-Ναι.
-Λείπουν τρία κλειδιά που μπορεί να βρίσκονται οπουδήποτε. Ανήκαν σε τρεις άνδρες διαφορετικών και πολύ απομακρυσμένων λαών, συνόψισε ο Άγγελος. Πως είναι δυνατόν να βρεθούν;
-Είχαμε αρχίσει να ψάχνουμε τα ίχνη τους.
-Ποιοι είχατε; ρώτησε ο Άγγελος αλλά παρενέβει η Αλεξία.
-Στην εκκλησία όταν πήγες κοντά στον παππού πριν αρχίσει η νεκρώσιμη ακολουθία είπες ότι θα συνεχίσεις το έργο που θέλατε να δείτε τελειωμένο. Αυτό ήταν; Που θέλατε να πετύχετε;
-Ναι, είπε ο Γουίλλιαμ. Αυτό. Να βρούμε τα κλειδιά και να φροντίσουμε για την αποκατάσταση των Φυλάκων. Ο παππούς σου είχε μελετήσει πολύ όλα τα θέματα σχετικά με τους Φύλακες που ήξερα. Κατέγραφε όλα όσα ήξερε και ανακάλυπτε σε ένα βιβλίο. Αυτό πιστεύω ότι πήρατε από την τράπεζα.
-Ναι, είπε η Αλεξία. Το πήραμε. όχι ότι προλάβαμε να το δούμε.
-Το έχεις μαζί σου ελπίζω, είπε ο Γουίλλιαμ.
-Ναι το έχω.
Η Αλεξία πήγε δίπλα στην πόρτα στο τραπεζάκι που είχε αφήσει το σακίδιό της. Το άνοιξε και πήρε το βιβλίο του παππού της. Το έφερε στον Γουίλλιαμ που το πήρε στα χέρια του και το άνοιξε.
-Ναι αυτό είναι.
-Το είχες ξαναδεί;
-Ναι, είπε ο Γουίλλιαμ. Πολλές φορές.
Πήγε και κάθισε και ακούμπησε το βιβλίο στα γόνατά του. Έμεινε για μια στιγμή σκεφτικός, τα δάχτυλά του διέτρεξαν την απαλή επιφάνεια και μια έκφραση νοσταλγίας φάνηκε στο πρόσωπό του.
-Ήσουν πολύ δεμένος με τον παππού; ρώτησε η Αλεξία.
-Πολύ, περάσαμε αρκετά μαζί. Λυπήθηκα πολύ που δεν τον πρόλαβα ζωντανό. Με ειδοποίησε ότι δεν είναι καλά αλλά ήμουν μακριά. Μόλις έφτασα στην Ελλάδα έπιασα το δωμάτιο αυτό και αμέσως ξεκίνησα για το χωριό αλλά ήταν αργά. Σε είδα εκεί με τους φίλους και τις φίλες σου από το σχολείο.
-Όταν πήγαινα στο σπίτι;
-Ναι αλλά δεν πλησίασα το σπίτι, το παρακολουθούσαν οι άνθρωποι του Γκράιτς, θα γινόταν σφαγή και υπήρχαν πολλοί αθώοι.
Ο Γουίλλιαμ ύψωσε το βλέμμα και κοίταξε την Αλεξία και μετά τον Άγγελο και τη Νάντια.
-Είσαστε όλοι κουρασμένοι και είπαμε πολλά. Καλύτερα να ξεκουραστείτε και μετά να συζητήσουμε τις επόμενες κινήσεις μας αφού μελετήσω κιόλας λίγο τα στοιχεία που είναι εδώ συγκεντρωμένα. Το δωμάτιο στα δεξιά είναι εφοδιασμένο με διπλό κρεβάτι, το άλλο με ένα ημίδιπλο. Πηγαίνετε να ξεκουραστείτε.
-Κ' εσύ; ρώτησε η Αλεξία αυθόρμητα.
-Εγώ θα βολευτώ εδώ αν χρειαστεί, είπε με ένα χαμόγελο ο τελευταίος Φύλακας δείχνοντας τον καναπέ όπου καθόταν  ο Άγγελος με τη Νάντια. Αλλά δεν νομίζω ότι θα κοιμηθώ, όχι τώρα.

Ο Άγγελος ξάπλωσε και η Νάντια τον ακολούθησε στο κρεβάτι. Χώθηκε στην αγκαλιά του και ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του. Εκείνος χάιδεψε απαλά τα μακριά μαλλιά της. Η Νάντια έκλεισε τα μάτια της και αφέθηκε σε αυτό το άγγιγμα που την καλούσε να ησυχάσει και να ξεχάσει τον κίνδυνο που διέτρεχαν.
-Άγγελε φοβάμαι.
-Λογικό μικρή μου, αλλά δεν είμαστε σε απελπιστική θέση. Θα τα καταφέρουμε. Τώρα που ξέρουμε τι αναζητάει ο Γερμανός και τι πρέπει να κάνουμε θα μπορέσουμε να του χαλάσουμε τα σχέδια.
-Το ελπίζω.
-Αυτός ο τύπος είναι αποφασισμένος να το κάνει ακόμα και μόνος του και όπως είδες είναι σαν το χάρο με το δρεπάνι όταν κρατάει αυτή τη σπάθα σαν μεσαιωνικός ιππότης. Όσο περισσότερο τον βοηθήσουμε και' μεις τόσο καλύτερα.
-Συγνώμη που σε έμπλεξα σε αυτό, είπε η Νάντια, αλλά δεν είχα που αλλού να στραφώ.
-Αγαπημένη μου, είπε απαλά ο Άγγελος δεν υπάρχει λόγος να ζητάς συγνώμη. Φυσικά σε εμένα θα στρεφόσουν. Σε ποιον άλλο; Έλα, ησύχασε. Όλα θα πάνε καλά.

Καθησυχασμένη από τον μόνο άνδρα που είχε αγαπήσει η Νάντια αποκοιμήθηκε και μετά την ακολούθησε και ο Άγγελος στην γλυκιά ανυπαρξία του ύπνου.