Καταστρέψτε Την Καρχηδόνα

Author: Νυχτερινή Πένα /


Άλλο ένα ιστορικό μυθιστόρημα του Ντέηβ Γκίμπινς, αυτή τη φορά μας μεταφέρει στα χρόνια της Ρώμης και της πάλης της με την Καρχηδόνα για την παγκόσμια κυριαρχία. Γνωρίζουμε τον Σκιπίωνα τον Νεότερο, εγγονό του νικητή της μάχης της Ζάμα, και τον αδερφικό του φίλο Φάβιο την παραμονή της μάχης της Πύδνας και τους ακολουθούμε στο δρόμο του πεπρωμένου τους που είναι αυτό της ίδιας της Ρώμης.
Παρότι είναι μια καλή περιπέτεια, δεν είναι βιβλίο για όλους καθώς έχει πολλές ιστορικές λεπτομέρειες, αναλύσεις και εξηγήσεις. Οι λάτρεις του είδους βέβαια θα το απολαύσουν.

Η Άρπα Της Δημιουργίας - 3 Τέλος

Author: Νυχτερινή Πένα /


3.

Τα άνοιξε για να αντικρίσει τον προθάλαμο της μεγάλης αίθουσας του Ζακάρ. Ο θάλαμος ήταν άδειος εκτός από δύο φρουρούς στην πόρτα της αίθουσας του θρόνου οι οποίοι είχαν μείνει άναυδοι με την ξαφνική τους εμφάνιση. Ο συνοδός του Αρμάν πρόφερε μια φράση και οι δύο φρουροί σωριάστηκαν στο δάπεδο με έναν κρότο που ανησύχησε τον νεαρό παραμυθά αλλά όχι το συνοδό του.
-Έλεγα ότι θα βρισκόμασταν και πάλι στα μπουντρούμια, είπε ενώ προχωρούσαν προς την αφύλακτη πλέον πόρτα.
-Δεν ήταν ανάγκη, είπε ο άλλος, μπορεί ο Άχρονος Πύργος να έχει μόνο ένα συγκεκριμένο σημείο εισόδου, αλλά αυτό ισχύει μόνο εκεί.
Ο συνοδός του Αρμάν έσπρωξε την βαριά, πολυποίκιλτη πόρτα και εκείνη άνοιξε διάπλατα με τα δύο φύλλα της να βρίσκουν τους από μέσα φρουρούς και να τους σωριάζουν στο μαρμαρένιο πάτωμα. Προχώρησε θαρραλέα μέσα ενώ κραυγές έκπληξης ακούγονταν από τους αυλικούς και τους παρατρεχάμενους του χάνου που έβλεπαν τον Αρμάν να επιστρέφει.
-Αυτό ακόμα και να μου το προφήτευαν δε θα το πίστευα, είπε ο Ζακάρ. Και σε έστειλα στα μπουντρούμια! Ορίστε νεαρέ, προχώρησε. Κάνε αυτό που υποσχέθηκες!
Ο Αρμάν στάθηκε απέναντι στο χάνο και κράτησε την Άρπα σταθερά. Άγγιξε τις χορδές και εκείνες ήχησαν σαν μελωδοί στην πνοή του ανέμου. Κοιτώντας στα μάτια την αγαπημένη του έπαιξε τη μια νότα που χρειαζόταν. Ο Ζακάρ μούγκρισε με ενθουσιασμό.
-Ναι! Βλέπω!
Κοίταξε γύρω του και μετά τα μάτια του καρφώθηκαν στον νεαρό άνδρα.
-Ω, έκανε σαρδόνια, οι ερωτευμένοι, τόσο αθώοι, τόσο αφελείς και ανόητοι. Τόσο νεκροί!
Ο Αρμάν τον κοίταζε χωρίς να καταλαβαίνει.
-Δεν έκανα αυτό που ήθελες;
-Ναι, είπε ο Ζακάρ, αλλά σε καταδίκασα σε θάνατο και χάρη δεν έδωσα ποτέ σε κανέναν. Για να μην πεις όμως ότι είμαι και αχάριστος θα πεθάνεις εύκολα και ανώδυνα. Κάτι που δε θα γίνει με το σύνοδό σου ας πούμε.
Ο χάνος σηκώθηκε όρθιος και πρόφερε μια κατάρα σε μια άγνωστη γλώσσα της οποίας και μόνο η ακοή προκαλούσε ένα αίσθημα τρόμου και απέχθειας. Μια λόγχη σκοτεινής ενέργειας τινάχθηκε από τη γροθιά του μέχρι πριν λίγο τυφλού και χτύπησε τον στο στέρνο Αρμάν τινάζοντας τον πίσω και ρίχνοντάς τον στο πάτωμα. Με μια κραυγή απελπισίας η Δεηρά έτρεξε κοντά του, αφήνοντας τη θέση της στα πόδια του χάνου και ξεχνώντας κάθε σκέψη για προφυλάξεις και σύνεση. Γονάτισε στο πάτωμα και ανασήκωσε τον αγαπημένο της στην αγκαλιά της.
Ο Ζακάρ γέλασε με την θλίψη της νεαρής σκλάβας του.
-Θέλεις να τον απαλλάξω από τον πόνο του ή προτιμάς να τον αποχαιρετήσεις πρώτα;
Ο συνοδός του Αρμάν προχώρησε στο πλευρό του και γονάτισε δίπλα του. Έσκυψε πάνω από τον πεσμένο άνδρα και ακούμπησε το χέρι του στο στέρνο του. Έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή.
-Ο χρόνος όλα τα θεραπεύει, είπε, μη φοβάσαι.
-Εγώ δεν έχω πια άλλον, όπως φαίνεται, είπε ο Αρμάν και αίμα κύλισε από τα χείλη του. Σώσε τη Δεηρά… Σε παρακαλώ…
-Έχω εγώ χρόνο, είπε ο άλλος άνδρας και την επόμενη στιγμή ο Αρμάν ένιωσε με ανακούφιση τον πόνο να μειώνεται και να χάνεται.
Ο Ζοκάρ μούγκρισε.
-Όχι ένας γραφέας, είπε έπειτα με ένα χαιρέκακο γέλιο αλλά ένας από τους δώδεκα του συμβουλίου. Καιρός να πεθάνεις!
Ο άνδρας δεν φάνηκε να ταράζεται.
-Μείνε λίγο κάτω να συνέλθεις, είπε στον Αρμάν και μετά σηκώθηκε όρθιος. Στο χέρι του εμφανίστηκε ξαφνικά ένα μεγάλο ραβδί οδοιπορίας και κινήθηκε σαν να σκόπευε να φύγει.
Ο Ζακάρ πρόφερε μια ακόμα φράση και μια σφαίρα βαθυκόκκινης φλόγας εκτοξεύθηκε προς την πλάτη του. Εκείνος γύρισε και τη χτύπησε με το ραβδί του διαλύοντάς την σε απειράριθμες σπίθες που χάθηκαν αμέσως. Απτόητος ο χάνος πρόφερε κάτι σε μια ακατάληπτη γλώσσα.
Το δάπεδο της αίθουσας γέμισε με φίδια και σκορπιούς, τα φίδια σήκωναν το κεφάλια τους συρίζοντας απειλητικά ενώ οι σκορπιοί βάδιζαν προς το μέρος του με τις γεμάτο δηλητήριο ουρές τους έτοιμες να χτυπήσουν. Ο αντίπαλος του Ζακάρ δε φάνηκε να αιφνιδιάζεται. Σήκωσε το ραβδί του και το χτύπησε απότομα μια φορά στο μαρμάρινο δάπεδο.
-Επί όφεων και σκορπίων αναβήσεται
και καταπατήσει λέοντα και δράκοντα.
Το πάτωμα έγινε και πάλι λείο και καθαρό αλλά ο Ζακάρ δεν τα έχασε. Μια δεύτερη κατάρα γέμισε και πάλι το χώρο με σιχαμερά εκτρώματα, σαδιστικά παραμορφωμένες, φρικαλέες εκδοχές των ερπετών και των εντόμων που βρίσκονταν στην φύση.
Ο άνδρας αυτή τη φορά δεν αντέδρασε τόσο γρήγορα, έκανε πίσω και έριξε μια ματιά γύρω του. Ύστερα άπλωσε το χέρι του κάνοντας έναν κύκλο γύρω του με τον ίδιο ακριβώς στο κέντρο. Φλόγες τινάχτηκαν από τους πυρσούς που φώτιζαν την αίθουσα του θρόνου και ανέφλεξαν τα δημιουργήματα του χάνου. Την επόμενη στιγμή οι φλόγες ενώθηκαν σε πύρινα φίδια που κύκλωσαν τον άνδρα. Ο μανδύας του άρπαξε αμέσως κάνοντας τον Αρμάν και την Δεηρά να φωνάξουν τρομαγμένοι.
-Μπορείς να κάψεις εμένα; είπε και τίναξε από πάνω του το μανδύα, μανδύας και φλόγες εξαφανίστηκαν στην στιγμή.
Για πρώτη φορά ο Ζακάρ έδειξε να μην είναι σίγουρος για τον εαυτό του. Κοίταξε τον άνδρα που στεκόταν μπροστά του μαυροντυμένο με έναν μανδύα πιο επίσημο από εκείνον που είχε καεί και κοσμημένο με το έμβλημα της αδελφότητας.
-Ο Άρχοντας της Κλεψύδρας, είπε ο Ζοκάρ. Χαίρομαι που ήρθες εδώ αντί να αναγκαστώ να σε καταδιώξω και να σε σκοτώσω με έναν αργό βασανιστικό θάνατο.
-Πολύ αργά για αυτό, είπε ο Άρχοντας της Κλεψύδρας. Σου στερήσαμε το φως και τις δυνάμεις σου πριν από τρεις αιώνες με την ελπίδα να διδαχθείς κάτι. Επιτρέψαμε να υποταχθείς στην αυτοκρατορία σε μια τελευταία προσπάθεια να σε διδάξουμε κάτι. Αλλά ήταν μάταιο.
-Και έτσι μου δώσατε πίσω τις δυνάμεις μου με την ελπίδα να δείξω έλεος; Καθόλου σοφό… χλεύασε ο Ζοκάρ.
-Όχι, είπε ο άλλος άνδρας που άπλωσε το χέρι του και η Άρπα ήρθε σε αυτό. Θέλαμε να βεβαιωθούμε για το ότι δεν είχες αλλάξει πριν επέλθει η οριστική σου ποινή.
-Δεν μπορείς να με σκοτώσεις, κάγχασε ο χάνος. Δεν μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις για προσωπικό κέρδος.
-Κανένα προσωπικό κέρδος, είπε ο άνδρας, μόνο απονομή δικαιοσύνης.
Η Άρπα της Δημιουργίας ήχησε σε μια κοφτή, απότομη σαν θυμωμένη, νότα και την επόμενη στιγμή ο Ζοκάρ άφησε μια κραυγή τρόμου. Μπροστά στα μάτια όσων βρίσκονταν στην αίθουσα γέρασε ταχύτατα και μετά το σώμα του διαλύθηκε σε λεπτή σκόνη που σκορπίστηκε στο δάπεδο.
Ο Αρμάν πλησίασε το βάθρο και κοίταξε τη σκόνη που ήταν ό,τι είχε απομείνει πια από τον επί αιώνες δυνάστη του τόπου του.
-Και τώρα; ρώτησε τον Άρχοντα της Κλεψύδρας.
-Τώρα θα πρέπει να εκλέξετε έναν νέο ηγέτη, ίσως ακόμα κάποιον που βρίσκεται σε αυτήν την αίθουσα, κατέληξε με ένα χαμόγελο.
Ο Αρμάν τον πλησίασε.
-Γιατί με βοήθησες; Τι είδες σε εμένα;
-Φίλε μου είδες ήδη πολλά από τα μυστήρια της Αδελφότητας, αρκούν νομίζω.
-Τότε, είπε ο νεαρός παραμυθάς τείνοντας το χέρι του, είναι αντίο.
-Για τώρα τουλάχιστον, είπε ο άλλος άνδρας σφίγγοντας το χέρι που του έτεινε. Κανείς δεν ξέρει το μέλλον.
-Εκτός από εσάς, θυμήθηκε ο Αρμάν.
-Σωστά, γέλασε ο Άρχοντας της Κλεψύδρας.
-Ευχαριστώ για όλα, θα ήμουν νεκρός τώρα αν δεν με βοηθούσατε και θα είχα χάσει τη Δεηρά. Αλήθεια σε ποιον θα λέω ότι τα χρωστώ όλα αυτά; Δε θα μου πεις το όνομά σου;
Ο άλλος άνδρας χαμογέλασε.
-Ποιος θα λέμε ότι νίκησε τον Ζοκάρ; έκανε ο Αρμάν και στράφηκε να δείξει τα απομεινάρια του χάνου. Όταν γύρισε και πάλι, ο Άρχοντας της Κλεψύδρας δεν στεκόταν πια εκεί.
-Μια άλλη φορά, αντήχησε η φωνή του στο μυαλό του Αρμάν.



Τέλος

Η Άρπα Της Δημιουργίας - 2

Author: Νυχτερινή Πένα /


2.

-Μπορείς να ανοίξεις τα μάτια σου, είπε ο μαυροφορεμένος άνδρας και ο Αρμάν το έκανε.
Βρέθηκε να στέκεται καταμεσής ενός μεγάλου προθαλάμου με μαύρες πλάκες στο πάτωμα και έναν τεράστιο πολυέλεο να κρέμεται από την οροφή. Στο κέντρο του πατώματος υπήρχε ζωγραφισμένη μια κλεψύδρα. Ήταν τόσο ζωντανή η εικόνα που ο νεαρός άνδρας περίμενε να δει τους κόκκους της άμμου να πέφτουν από το στενό άνοιγμα. Περιμετρικά ήταν γραμμένο: «Ο Χρόνος Όλα Τα Βλέπει, Όλα Τα Κατανοεί Και Τα Καταγράφει.»
Με την παρότρυνση του συνοδού του προχώρησε προς τις μεγάλες θύρες που βρίσκονταν ακριβώς απέναντί τους ενώ δεξιά και αριστερά μαρμάρινες σκάλες οδηγούσαν σε ανώτερα αλλά και σε κατώτερα επίπεδα του πύργου. Καθώς τις πλησίασαν εκείνες άνοιξαν μόνες τους. Πέρα από τις πόρτες απλωνόταν μια επίσης μεγάλη αίθουσα στην οποία βρίσκονταν δώδεκα άτομα ντυμένα με μαύρους μανδύες καθισμένα σε μεγαλοπρεπείς σκαλιστές πολυθρόνες με ψηλή ράχη που έμοιαζαν με θρόνους και σχημάτιζαν ένα ημικύκλιο. Ο συνοδός του έφερε τον Αρμάν μπροστά σε αυτό το ημικύκλιο.
-Αρμάν Αντάλ, είπε, βρίσκεσαι τώρα ενώπιον του συμβουλίου των δώδεκα.
-Ποιοι είστε; τόλμησε να ρωτήσει ο νεαρός άνδρας. Τι είναι αυτό το μέρος;
-Ξέρεις γιατί βρίσκεσαι εδώ;
-Για την Άρπα, επειδή μίλησα για αυτή.
-Σωστά. Βρίσκεσαι στον Άχρονο Πύργο, την έδρα της Αδελφότητας της Κλεψύδρας. Φυλάμε πολλά μυστικά και ένα από αυτά είναι της Άρπας της Δημιουργίας. Η δύναμή της είναι μεγάλη για να αφήσουμε να γίνει έρμαιο κάθε φιλοδοξίας, είπε ένας άνδρας απέναντί του.
-Είχα τις καλύτερες προθέσεις, είπε ο Αρμάν απαλά, μόνο για εκείνη θα το έκανα.
-Οι καλές προθέσεις έχουν πολλές φορές οδηγήσει σε τραγωδίες, είπε μια γυναίκα που ήταν καθισμένη στα δεξιά του. Ωστόσο ο αδερφός μας σε έφερε εδώ άρα είδε σε εσένα κάτι.
Ο Αρμάν κούνησε το κεφάλι.
-Δεν είμαι παρά ένας παραμυθάς, κυρία, και θέλω να σώσω εκείνη που αγαπώ από τη σκλαβιά και την τυραννία του Ζακάρ.
Ήταν η ιδέα του ή το όνομα έφερε κάποια αναστάτωση στους ανθρώπους αυτούς; Έμειναν για μια στιγμή σιωπηλοί να κοιτάνε το δάπεδο ή τα λάβαρα στην ψηλή οροφή. Κάποιοι κινούσαν τα χείλη τους και συνειδητοποίησε με έκπληξη ότι επικοινωνούσαν νοητικά. Ο φόβος ήρθε να αντικαταστήσει την έκπληξη, για να μην θέλουν να ακούσει τι έλεγαν δεν θα ήταν καλό για αυτόν.
-Αρμάν Αντάλ, είπε ένας άνδρας. Ιδού αυτό που αναζητείς.
Μπροστά του αναδύθηκε από το δάπεδο ένα μικρό βάθρο σε σχήμα κύβου από μαύρο οψιδιανό. Πάνω του εμφανίστηκε μέσα σε μια λάμψη η Άρπα. Έμεινε να την κοιτάζει, ήταν ό,τι πιο ωραίο είχε δει. Χρυσή, με ίσιες άφθαρτες χορδές, να λάμπει ακόμα και στο δωμάτιο αυτό με τον ελάχιστο φωτισμό.
-Μπορείς να την πάρεις αν περάσεις τη Δοκιμασία της Γνώσης.
Ο Αρμάν ένιωσε την απελπισία να τον κυριεύει, δεν ήταν αγράμματος αλλά σίγουρα δεν είχε γνώσεις για μια δοκιμασία από μια αδελφότητα λογίων. Ένευσε ωστόσο, τι άλλο μπορούσε να κάνει;
Κοίταξε τον συνοδό του.
-Τι είδες σε εμένα; Δεν είμαι…
-Κανείς δεν ξέρει σίγουρα τον ρόλο που καλείται να παίξει σε αυτόν τον κόσμο, είπε ο άλλος άνδρας, και ακόμα και οι πιο σοφοί δεν μπορούν να διακρίνουν όλες τις εκβάσεις.
-Ας αρχίσει η δοκιμασία, είπε ένας άνδρας. Είναι τρεις ερωτήσεις. Η πρώτη: Τι ενοικεί στην καρδιά του ανθρώπου;
Ένα κύμα ανακούφισης κυρίευσε τον Αρμάν, μια αίσθηση ζεστή και καθησυχαστική. Ήξερε την απάντηση μιας και η δική του καρδιά ήταν γεμάτη.
-Η Αγάπη, είπε.
-Σωστά, ήρθε η επιβεβαίωση. Δεύτερη ερώτηση. Τι δε μπορεί να γνωρίσει ο άνθρωπος ακόμα και μέσα στη μεγαλύτερη σοφία του;
-Εκτός βέβαια και αν είναι κάποιος από εμάς, είπε ο συνοδός του.
Ο Αρμάν το σκέφθηκε. Τι δεν θα μπορούσε να γνωρίζει ακόμα και ο πιο σοφός που θα είχε εξαντλήσει όλους τους τομείς της γνώσης; Υπήρχαν βέβαια πάντα νέα πράγματα να μάθεις και με τον καιρό και άλλα θα προέκυπταν. Άρα τι; Ποια ήταν η απάντηση;
Θυμήθηκε το σχόλιο του συνοδού του. Εκείνοι δεν είχαν τον ίδιο περιορισμό. Γιατί το είχε πει αυτό; Ήθελε να τον βοηθήσει; Και αν ναι τι σήμαινε αυτό; Εκτός…
-Το μέλλον, είπε έτοιμος να εισπράξει την απόρριψη.
-Σωστά, είπε απαθώς ο άνδρας που έκανε τις ερωτήσεις. Τρίτη ερώτηση. Ποια είναι η πιο μεγάλη θυσία για έναν άνθρωπο;
Η αυθόρμητη απάντηση ήταν η ζωή του αλλά μετά σκέφθηκε ότι οι άνθρωποι απέναντί του ήταν αφιερωμένοι στη γνώση, ίσως η απώλειά της να ήταν η μεγαλύτερη θυσία. Αυτό όμως δεν θα άγγιζε ποτέ άλλους όπως ο Ζακάρ. Για εκείνον η ύστατη θυσία θα ήταν η ισχύς του. Αυτή η ερώτηση δεν ήταν εύκολο να απαντηθεί. Ή τουλάχιστον δεν ήταν για εκείνον.
-Δεν ξέρω, ομολόγησε απελπισμένος.
-Σωστά! είπε ο άνδρας που είχε ρωτήσει με ένα χαμόγελο. Κανένας δεν ξέρει ποια είναι η μεγαλύτερη θυσία μέχρι να κληθεί  να την κάνει.
Ο Αρμάν τον κοίταξε με έκπληξη.
-Ο αδερφός θα σε οδηγήσει πίσω στον Ζακάρ, είπε ένας άνδρας από το συμβούλιο. Πάρε την Άρπα.
Δειλά – δειλά ο νεαρός άνδρας άπλωσε τα χέρια του στον θρυλικό αντικείμενο και η Άρπα αντήχησε μια απαλή, γλυκιά νότα γεμίζοντάς τον με μια αίσθηση αισιοδοξίας και ελπίδας.
Ο συνοδός του του ένευσε να τον ακολουθήσει στο άλλο δωμάτιο από όπου είχαν έρθει. Μόλις σταθήκανε στο σημείο όπου είχαν πρωτοβρεθεί μέσα στον πύργο ο άλλος άνδρας σταμάτησε τον Αρμάν και τον έπιασε από τον ώμο. Εκείνος ξέροντας τώρα τι θα επακολουθήσει, έσφιξε στα χέρια του την Άρπα.

Η Άρπα Της Δημιουργίας - 1

Author: Νυχτερινή Πένα /


1.

Είχε ήδη νυχτώσει όταν μπήκα στον Κήπο, αλλά πάλι χρειάστηκε να περιμένω. Το φεγγάρι ανέβαινε αργά, θυμάμαι, κάθισα με την πλάτη στη βελανιδιά και κοιτούσα. Ο Κήπος ήταν γεμάτος με όλων των ειδών τις μυρωδιές. Ένα σύμπλεγμα από δρομάκια στρωμένα με άσπρο χαλίκι οδηγούσε στο κέντρο του με τα σιντριβάνια. Την ημέρα η πριγκίπισσα έπινε τσάι δίπλα στα σιντριβάνια, μαζί με τις δούλες της. Τη νύχτα καθόταν στο παράθυρό της, ελπίζοντας να περάσει από κάτω της το Περιπλανώμενο Λουλούδι. Μα δεν θα το έβλεπε. Δεν πήγαινε ο νους της τι ήταν, εγώ όμως ήξερα. Δεν έψαξα στον Κήπο, απλώς καθόμουν και το περίμενα. Το Λουλούδι δεν το βρίσκεις, σε βρίσκει, μου είχαν πει. Κάποτε, όταν το φεγγάρι είχε σηκωθεί ψηλά στο στερέωμα, άκουσα ένα απαλό χαρχάλεμα στο μονοπάτι με τα χαλίκια. Ένα σύρσιμο σαν να βάδιζαν πάνω εκεί μικροσκοπικά, νεραϊδίσια πόδια. Με κατέκλυσε μια μυρωδιά, τέτοια που δεν είχα ξανανιώσει. Και που, συνάμα, έκλεινε μέσα της όλα τα ομορφότερα και πιο γνώριμα πράγματα της ζωής μου. Έκλεισα λίγο τα μάτια μου κι όταν τα ξανάνοιξα, το είδα: τη γέρικη χελώνα με τα σοφά, θαμπά της μάτια, με το μεγάλο σαν βράχο καύκαλό της όπου απάνω του φύτρωνε το Λουλούδι. Το Περιπλανώμενο Λουλούδι, που ήταν σπάνιο όχι γιατί, όπως νόμιζε ο κόσμος, μπορούσε να μετακινείται. Αλλά γιατί φύτρωνε μονάχα πάνω στο καύκαλο εκατόχρονης χελώνας. Και η χελώνα το έπαιρνε μαζί της, όπου πήγαινε.
-Και μετά; ρώτησε ο τυφλός μετά από μια στιγμή.
-Τι και μετά; Δεν θυμάμαι άλλα.
-Αυτό έχεις μονάχα δηλαδή; Για αυτό με ξεσήκωσες;
Ο νεαρός ένιωσε να τον κατακλύζει μαύρος τρόμος. Αλίμονο, τι τον περίμενε τώρα; Ξεροκατάπιε, νιώθοντας το στόμα του φαρμάκι από την αγωνία. Στο μεταξύ, ο τυφλός άντρας σήκωσε το χέρι του με την άδεια κούπα και μια σκλάβα έσπευσε να του τη γεμίσει ξανά. Ήπιε λίγο, βολεύτηκε καλύτερα στα μαξιλάρια του. Φαινόταν να σκέφτεται πώς θα έπρεπε να του μιλήσει.
-Ξέρεις, αγόρι μου, ποιο είναι το θέμα, είπε κάποτε, τραβώντας το ένα του πόδι από την άλλη σκλάβα που του έκοβε τα νύχια, και απλώνοντας στα μαλακά της χέρια το άλλο.
-Τα όνειρα που μου πουλάς μου αρέσουν όλο και λιγότερο. Στερεύεις μου φαίνεται. Δεν ξέρω αν πρέπει να συνεχίσω να σε συντηρώ, τη στιγμή που εκεί έξω έχει παλικάρια με όνειρα δέκα φορές πιο λαμπρά.
-Κύριε και αφέντη μου, είπε ο νεαρός άνδρας, σίγουρα πολλοί μπορούν να σου πουν όμορφες ιστορίες αλλά τι θα έλεγες αν σου έφερνα μια ονειρεύτρια;
Ο γηραιός άνδρας ανακάθισε στα μαξιλάρια αναγκάζοντας την σκλάβα να σκύψει ακόμα περισσότερο για να τον περιποιηθεί. Ήπιε λίγο κρασί ενώ το σκεφτόταν. Οι ονειρεύτριες ήταν κοπέλες με την δύναμη να βλέπουν σε άλλους κόσμους ακόμα και αυτούς των πνευμάτων. Μόνο που υπήρχε ένα πρόβλημα.
-Δεν έχει υπάρξει ονειρεύτρια σε αυτά τα μέρη εδώ και τριακόσια χρόνια, που θα τη βρεις; είπε. Όχι, αυτό είναι αδύνατο.
Ο νεαρός ξεροκατάπιε. Όταν μίλησε η φωνή του βγήκε με δυσκολία σαν κρώξιμο.
-Τότε άρχοντά μου ίσως θα έπρεπε να δούμε το θέμα από μια άλλη πλευρά. Να αναζητήσουμε όχι την απόλαυση της ιστορίας αλλά τι είναι εκείνο που σε κάνει να αναζητάς αυτήν την απόλαυση.
-Ξέρεις αυτήν την αιτία; είπε ο γέρος και η φωνή του ήταν επικίνδυνα απαλή σαν να προειδοποιούσε το συνομιλητή του να επιλέξει με προσοχή τα επόμενα λόγια του.
Εκείνος ήταν πολύ απελπισμένος για να λάβει την προειδοποίηση αυτή υπόψιν.
-Στερήθηκες την όραση και όσα μπορούσες να κάνεις και να απολαύσεις πριν που έβλεπες,…
-Ναι μου τη στέρησαν οι καταραμένοι για να με περιορίσουν, να συγκρατήσουν το κακό που θα έκανα… Να καούν στις εννιά κολάσεις όλοι τους! ξέσπασε ο γέρος.
Η απάντηση αυτή δεν είχε νόημα για τον νεαρό άνδρα. Ο χάνος Ζακάρ ήταν τυφλός από πριν γεννηθεί ο ίδιος και δεν είχε ιδέα σε τι αναφερόταν. Βιάστηκε να συνεχίσει.
-Ξέρεις άρχοντά μου ότι θα μπορούσες να βρεις αυτό που στερήθηκες; Ότι υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να σου δώσει την όρασή σου; Αναφέρομαι βέβαια στην Άρπα της Δημιουργίας. Έχεις ακουστά για αυτήν;
Ο γέρος έκανε ένα ακαθόριστο νεύμα ενώ έπινε και πάλι αδειάζοντας την κούπα του. Έτεινε το χέρι του πάλι στην σκλάβα που του την γέμισε αμέσως με το αρωματικό κρασί της Νυλίας στην άλλη πλευρά του αρχιπελάγους.
-Όταν ο Θεός θέλησε να δημιουργήσει τον κόσμο κάλεσε έναν αρχάγγελο και εκείνος έπαιξε μια νότα, μια καθαρή και κρυστάλλινη. Και ο Ύψιστος την πήρε και την έπλασε και έφτιαξε όλη τη δημιουργία, τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα και όλα όσα βρίσκονται σε αυτά. Η Άρπα που μετείχε έτσι στη δημιουργία απέκτησε μια μεγάλη χάρη και όποιος παίξει μια νότα με αυτήν μπορεί να ζητήσει μια ευχή και αυτή θα πραγματοποιηθεί.
Ο νεαρός κοίταξε με ελπίδα τον Ζακάρ αλλά δεν άργησε να διαψευσθεί.
-Ξέρω την ιστορία, είπε ξερά εκείνος, και ξέρω επίσης τον όρο για να πραγματοποιηθεί η ευχή, να μην έχεις να κερδίσεις τίποτα από την χάρη που θα κάνει. Άρα εγώ δεν μπορώ να την χρησιμοποιήσω και το ίδιο και εσύ. Πάρτε τον!
Ο νεαρός άνδρας σηκώθηκε όρθιος και έκανε να ανέβει τα σκαλιά που οδηγούσαν στο βάθρο που αναπαυόταν ο χάνος με τις σκλάβες να τον υπηρετούν, μπροστά στο οποίο ήταν ως τώρα γονατισμένος, αλλά δεν πρόλαβε, γερά χέρια τον άρπαξαν από τα μπράτσα και τους ώμους.
-Δεν θα κέρδιζα τίποτα, είπε ο νεαρός, πίστεψέ με.
-Πάρτε τον! διέταξε ο χάνος. Αρμάν Αντάλ καταδικάζεσαι στην δια του τροχού εκτέλεση και είθε ο θάνατός σου να είναι αργός και επώδυνος.
Η σκλάβα που έφτιαχνε τα νύχια του ταράχτηκε και τα εργαλεία της πέσανε με κρότο στο πάτωμα. Ο χάνος την άρπαξε από τα μαλλιά.
-Ούτε αυτό μου διέφυγε και ας μη βλέπω, ξέρω τι έχετε κάνει. Δεν υπάρχει περίπτωση να αγγίξω μια γυναίκα και να μην καταλάβω αν την έχουν βατέψει. Πήγαινε να πεθάνεις ξέροντας ότι απόψε θα πονέσει!
Ο Αρμάν έσκυψε το κεφάλι καθώς οι μεγαλόσωμοι στρατιώτες του χάνου τον έπαιρναν. Είχε δοκιμάσει και την τελευταία του ελπίδα για να μπορέσει να κερδίσει την ελευθερία της αγαπημένης του Δεηρά αλλά είχε αποτύχει. Ήταν το μόνο που ήθελε, να τη δει ελεύθερη. Δεν τον ένοιαζε για τον ίδιο, εκείνος θα άφηνε το παλάτι αρκεί να την έπαιρνε μακριά από την σκλαβιά και την κακομεταχείριση.
Υπήρχε κάτι που μπορούσε να κάνει αλλά δεν περίμενε ότι θα είχε αποτέλεσμα. Μπορούσε να κάνει προσφυγή στον αυτοκράτορα, παρά την έπαρσή του και την ισχύ του πάνω στην περιοχή, ο χάνος δεν ήταν ένας ανεξάρτητος ηγεμόνας. Είχε νικηθεί μερικά χρόνια πριν, αν και πολλοί έλεγαν ότι θα ήταν αλλιώς η έκβαση της μάχης αν είχε την όρασή του, και είχε γίνει φόρου υποτελής στην Αυτοκρατορία. Αλλά η Αίλια Σέπτιμα ήταν μακριά, τρεις με τέσσερεις εβδομάδες ταξίδι και ο Ζακάρ δε θα περίμενε τόσο. Δεν θα περίμενε ούτε την μια εβδομάδα του ταξιδιού ως τη Μακρακώμη, την πρωτεύουσα της πιο κοντινής επαρχίας της Αυτοκρατορίας στην άλλη πλευρά της οροσειράς του Κρίκου.
Με το κεφάλι του χαμηλωμένο δεν πρόσεξε ότι είχαν αφήσει τους πλούσιους διαδρόμους του παλατιού και κινούνταν στους λιτούς πέτρινους των υπογείων μέχρι που σταμάτησαν να κινούνται. Θα τον έριχναν σε κάποιο μπουντρούμι μέχρι να ετοιμαστούν για την εκτέλεσή του.
Αλλά δεν είχαν σταματήσει γιατί είχαν φτάσει στον προορισμό τους, το είχαν κάνει γιατί ένας μαυροντυμένος άνδρας στεκόταν στη μέση του διαδρόμου εμποδίζοντάς τους να περάσουν.
-Δώστε μου τον κρατούμενό σας, είπε με βαθιά φωνή, και θα πέσετε κάτω βυθισμένοι σε ύπνο. Μόλις ξυπνήσετε δε θα θυμάστε τίποτα από αυτά.
Οι φρουροί ξεθηκάρωσαν τα γιαταγάνια τους με τις πλατιές λάμες.
-Σας προειδοποιώ για τη χρήση βίας εναντίον μου, είπε ο άνδρας, δεν θα σας βγει σε καλό.
Οι τρεις φρουροί επιτέθηκαν στον μαυροφορεμένο άνδρα που δεν έδειξε να πτοείται από την αναλογία αλλά κινήθηκε σβέλτα να βρεθεί ανάμεσά τους όπου δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα όπλα τους και με γρήγορα απότομα χτυπήματα τους έθεσε εκτός μάχης. Σωριάστηκαν στο πέτρινο δάπεδο και ο μαυροφορεμένος πλησίασε τον Αρμάν. Εκείνος έκανε να τον ευχαριστήσει αλλά βρέθηκε κολλημένος στον τοίχο και με τον βραχίονα του μαυροφορεμένου άνδρα να πιέζει επώδυνα το λαιμό του.
-Τι ξέρεις για την Άρπα της Δημιουργίας; ρώτησε.
-Τι; Ε… έκανε ο νεαρός άνδρας ξαφνιασμένος ακόμα από όσα είχαν συμβεί και την αναπάντεχη ερώτηση.
-Η αναφορά στην Άρπα είναι ταμπού, είπε ο μαυροντυμένος, μόλις κάποιος προφέρει το όνομά της, το ξέρουμε.
-Ξέρω όσα λέει ο θρύλος, είπε ο Αρμάν αναρωτώμενος τι συνέβαινε και ποιος ήταν αυτός που είχε εξουδετερώσει τρεις φρουρούς για να τον ρωτήσει για την Άρπα.
-Και μπορείς να την χρησιμοποιήσεις αν τη βρεις;
-Για να σωθεί η Δεηρά θα έδινα και τη ζωή μου.
Ο άνδρας τον κοίταξε για μια στιγμή σαν να τον ζύγιζε και μετά ψιθύρισε:
-Αναχωρώ από το στέρεο έδαφος του παρόντος και εισέρχομαι στις ατραπούς του χρόνου, αβύσσους ο θρόνος μου αντικρίζει και τα κρίματα του μέλλοντος ποιος δύναται να εξιχνιάσει;
Με ένα συναίσθημα ανάμεσα στην έκπληξη και τον τρόμο, ο Αρμάν είδε τα πάντα γύρω του να ξεθωριάζουν σαν μια ζωγραφιά σε παλιά περγαμηνή. Έκλεισε τα μάτια του και έφερε στο νου την αγαπημένη του Δεηρά.


Ιστολόγιο του μήνα – Αύγουστος 2019

Author: Νυχτερινή Πένα /


Για να βρίσκεστε εδώ αγαπάτε σίγουρα τα βιβλία, άσχετα αν τα διαβάζετε ή τα γράφετε κιόλας, οπότε έχω σήμερα ένα ιστολόγιο που είναι ακριβώς για εμάς τους βιβλιοφάγους.
Πρόκειται για ένα ιστολόγιο με μακρά πορεία στην οποία έχει παρουσιάσει αρκετά βιβλία, όχι μόνο μυθιστορήματα αλλά και ιστορικά, κοινωνικά και πολιτικής σκέψης ακόμα και βιβλία που αφορούν τη μουσική υπάρχουν. Όσοι λοιπόν έχουν αυτό το μικρό σαράκι που δεν τρώει ξύλο αλλά μελάνι και χαρτί, μπορούν να κάνουν την επίσκεψή τους: https://akamas.wordpress.com