Ένα Μικρό Ποίημα

Author: Νυχτερινή Πένα /

Καινούρια μέρα ξημερώνει
και με το φως της
τη μορφή σου ανταμώνει.

Η μακριά νύχτα πέρασε
και είναι παρελθόν
το σύννεφό που σε σκίαζε
στον ήλιο χάθηκε και στο φως.

Είσαι ελεύθερη ξανά
από κάθε φόβο και σκέψη τραχιά
που σου βασανίζει την καρδιά.

Ελεύθερη να ζήσεις,
να δημιουργήσεις,
τη φλόγα που καίει μέσα σου
σε όλους να δείξεις.

Ελεύθερη να προσπαθήσεις
τα όνειρά σου να κατακτήσεις,
εκεί που θες να βρεθείς
γιατί το αξίζεις.

Μυστικά Του Παρελθόντος (συνέχεια)

Author: Νυχτερινή Πένα /


   -Όχι, είπε ο Μιχάλης, δεν τελείωσε. Τώρα αρχίζει.


   -Θα έχει και συνέχεια λες;

   -Ναι, είπε ο Μιχάλης, θα έχει. Ο Δάια θα θέλει να βρει την κόρη του και ο άλλος να διακριθεί συλλαμβάνοντας τον απαγωγέα.

   -Ναι, υποθέτω ότι έτσι είναι αλλά για' μας δεν τελείωσε;

   -Όσο τους προσφέρουμε κάλυψη όχι, δεν τελειώνει παρότι υπάρχει και άλλος δρόμος για το χωριό.

   -Δεν θέλω να τους παραδώσω και ούτε να τους πω να φύγουν.

   Ο Ρωμανός σηκώθηκε και μπήκε στο θάλαμο, ασφάλισε το όπλο του στην ειδική θέση και άρχισε να ξεκουμπώνει το χιτώνιό του. Δυο λεπτά αργότερα μπήκε και ο Μάρκος και άρχισε να ετοιμάζεται για ύπνο.

   -Ωραία ήταν η πρώτη μας μέρα εδώ, είπε χαμηλόφωνα για να μην ξυπνήσει τους υπόλοιπους που κοιμούνταν πλέον.

   -Ναι, ενδιαφέρουσα, απάντησε ο Ρωμανός χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει ένα χαμόγελο.

   Ξάπλωσε στο κρεβάτι του με τη σκέψη του να αναλύει όλα τα γεγονότα που είχαν συμβεί από την άφιξή του στο φυλάκιο.



   Είχε συναίσθηση ότι ονειρευόταν αλλά ταυτόχρονα ήταν τόσο ζωντανό όνειρο σαν να συνέβαινε πραγματικά. Κατηφόριζε το μονοπάτι από το φυλάκιο προς το χωριό. Ένιωθε το δροσερό αεράκι να χαιδεύει το πρόσωπό του και την πρωινή υγρασία να τον ραίνει με μικροσκοπικές στάλες καθώς περνούσε κάτω από δένδρα. Αλλά το χωριό δεν ήταν όπως το είχε δει το προηγούμενο βράδυ, ήταν τώρα κατοικημένο και τα σπίτια του περιποιημένα και όμορφα. Παιδιά έτρεχαν στα λιθόστρωτα δρομάκια του ενώ από τα σπίτια ακούγονταν φωνές και ήχοι των συνηθισμένων καθημερινών εργασιών.

   Το μονοπάτι δεν έστριβε λίγο πριν μπει στο χωριό αλλά πήγαινε ευθεία. Ο Ρωμανός το ακολούθησε προς το χωριό. Η μέρα ήταν συννεφιασμένη και θα ξεσπούσε καταιγίδα. Έφτασε στο χωριό, αλλά κανένας δεν έδειξε να τον προσέχει. Ούτε τα παιδιά που έπαιζαν στο δρόμο κυλώντας ένα μεγάλο μεταλλικό τσέρκι, τη στεφάνη από κάποιο παλιό βαρέλι, ούτε και οι δυο ηλικιωμένοι που μιλούσαν ήσυχα κάτω από τον μεγάλο πλάτανο. Προχώρησε στο δρομάκι με τις μπότες του να αντηχούν στις λειασμένες από τον καιρό και τον χρόνο πέτρες αλλά κανένας δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται τον κοφτό ήχο. Το δρομάκι, καθαρό από αγριόχορτα και εμπόδια τον έφερε σε ένα σπίτι που αναγνώρισε αν και το είχε δει μόνο νύχτα και σε μια κατάσταση ερήμωσης. Ήταν το σπίτι που κρυβόταν το ζευγάρι των απελπισμένων αγαπημένων.

   Τώρα όμως το σπίτι έδειχνε κατοικημένο. Πλησίασε και από την ανοιχτή πόρτα είδε μέσα την κουζίνα. Στη φωτιά που έκαιγε δυνατή βρισκόταν ένα μεγάλο τσουκάλι. Δεν έβλεπε το περιεχόμενό του αλλά μύριζε ωραία. Μπροστά στη φωτιά στεκόταν μια κοπέλα, ανακάτευε το περιεχόμενο με μια μακριά ξύλινη κουτάλα και τραγουδούσε ένα απαλό νοσταλγικό τραγούδι. Από την πόρτα που οδηγούσε στο υπόλοιπο σπίτι μπήκε ένας νεαρός άνδρας. Το βλέμμα του καρφώθηκε στον Ρωμανό αν και δεν έδειξε να τον βλέπει.

   Ένιωσε να ριγεί. Δεν είχε ξαναδεί τέτοια σκληρότητα σε βλέμμα όση σε αυτό το απροσδιόριστα οικείο βλέμμα. Κάτι του θύμιζε.

   -Αποφάσισες Άννα; είπε.

   -Όχι.

   -Εντάξει. Έχεις καιρό.

   -Δεν με κατάλαβες Λυκούργο, είπε η κοπέλα. Δεν θα ρίξω το παιδί.

   -Μα δεν μπορείς να το κρατήσεις. Να είσαι η......

   Ο νεαρός πήρε μια βαθιά ανάσα θυμωμένος. Ύστερα προχώρησε και βγήκε από την πόρτα περνώντας δίπλα από τον Ρωμανό χωρίς να τον αντιληφθεί. Η κοπέλα γύρισε έμεινε μόνη και πήγε στην εστία πάλι. Έβαλε το χέρι της με προσοχή στην καμινάδα και έβγαλε ένα αντικείμενο. Κοίταξε προς την πόρτα επιφυλακτικά και ο Ρωμανός δεν μπόρεσε να συγκρατήσει μια κραυγή έκπληξης. Ήταν η κοπέλα που είχε συναντήσει στον πλάτανο.

   Με την κραυγή αυτή ξύπνησε και ανακάθισε για να βρεθεί να κοιτάζει τον Μιχάλη. Εκείνος καθόταν με την πλάτη στο τζάκι που έκαιγε με μια ζωηρή φλόγα. Ήταν ντυμένος και ο Ρωμανός κατάλαβε ότι είχε μόλις τελειώσει η υπηρεσία του. Άρα ο ίδιος είχε κοιμηθεί πολύ λίγο.

   -Κάνεις ανήσυχο ύπνο, είπε σιγανά ο Μιχάλης.

   -Είδα ένα περίεργο όνειρο.

   Διηγήθηκε το όνειρό του περιμένοντας από το Μιχάλη να γελάσει και να τον πειράξει αλλά τον είδε να συνοφρυώνεται και να λέει:

   -Πολύ παράξενο. Πραγματικά πολύ παράξενο.

Λίγοι Στίχοι

Author: Νυχτερινή Πένα /

Περπάτησα σε πολλά μονοπάτια
αλλά εύκολα και άλλα
δύσκολα, στρυφνά.

Αλλά σε όλα είχα
φως και οδηγό
συμπαραστάτη και συνοδό
έναν άγγελο σωστό.

Τώρα όμως όχι πια
έφυγε από' μενα μακριά
και μ' άφησε
μόνο μου στην ερημιά.

Έτσι τώρα ψάχνω μοναχός
δρόμο να πορευθώ
αντάμα με το πιο δύσκολο εχθρό
τον ίδιο μου τον εαυτό.

Μυστικά Του Παρελθόντος (συνέχεια)

Author: Νυχτερινή Πένα /


   Ο Μάρκος που ήταν τώρα σκοπός διέταξε να σταματήσουν και ολοκλήρωσε τις προβλεπόμενες διαδικασίες με τον αξιωματικό που κατέβηκε από το πρώτο όχημα. Σήκωσε τη μπάρα και στο χώρο του φυλακίου μπήκαν τρία οχήματα, ένα τζιπ του στρατού, ένα περιπολικό και τελευταίο ένα ακόμα τζιπ, αυτό όμως από τα θηρία που οδηγούν εκείνοι που επιχειρούν να κάνουν επίδειξη των χρημάτων τους. Ο αστυνομικός που είχαν γνωρίσει – και εξοργίσει - βγήκε από το περιπολικό και από το τελευταίο αυτοκίνητο κατέβηκε ένας μεσήλικας ντυμένος με σκούρο κουστούμι.


   -Αυτός είναι ο Λυκούργος Δάια, ψιθύρισε ο Μιχάλης στο Ρωμανό.

   Ο αξιωματικός πλησίασε. Ο αστυνομικός έκανε να τον ακολουθήσει αλλά ένα βλέμμα του τον αποθάρρυνε. Στάθηκε πιο πίσω ξεφυσώντας.

   -Μάγκες μας ανάψατε φωτιές, είπε στους δυο υπαξιωματικούς, Ήρθε αυτός στο τάγμα ωρυόμενος ότι δεν τον αφήσατε να περάσει. Ζήτησε το διοικητή. Ο οποίος συμφώνησε ότι είχαν κάθε λόγο να βιάζονται οι αστυνομικοί αλλά οι κανονισμοί και οι διαταγές προβλέπουν ακριβώς αυτό που κάνατε.

   -Άρα όλα καλά.

   -Σχεδόν, αν ήταν όλα καλά δεν θα ήμουν εδώ. Οι αστυνομικοί χάσανε τα ίχνη αυτού που κυνηγάνε και είναι πυρ και μανία. Εν τω μεταξύ συμβαίνει κάτι περίεργο, μάλλον ο Δάια θέλει να μείνει μυστικό και επισήμως δεν υπάρχει καταδίωξη τίποτα.

   -Μάλιστα. Και εδώ τι θέλουν να κάνουν τώρα;

   -Ο Δάια ήθελε να σας μιλήσει και φυσικά σαν πολίτης δεν μπορούσε να έρθει μόνος του. Και μας ήρθε μαζί και ο άλλος.

   -Μάλιστα, είπε ο Ρωμανός.

   -Εσείς γιατί είσαστε οπλισμένοι; Περιμένατε μπελάδες;

   -Όχι, είπε ήρεμα ο Ρωμανός. Απλά η επιμονή τους να περάσουν μας έκανε να υποθέσουμε ότι κάτι συμβαίνει και είπαμε να ρίξουμε μια ματιά εδώ γύρω και κάτω στο χωριό.

   -Βρήκατε τίποτα;

   -Όχι, δεν θα έπρεπε κιόλας. Δεν είχε περάσει κανένας από' δω σήμερα.

   -Ένα ζευγάρι σε μηχανή;

   -Ζευγάρι; Δυο άτομα ψάχνουν; είπε ο Μιχάλης αρκετά δυνατά ώστε να τον ακούσουν ο αστυνομικός αλλά και ο Δάια. Ο Ρωμανός έκρυψε με κόπο το χαμόγελό του. Έπαιζε πολύ καλά θέατρο όντας εκείνος που τους είχε αφήσει να περάσουν.

   -Ναι, δυο, είπε ο Λυκούργος Δάια πλησιάζοντας, τους είδατε; Είναι η μοναχοκόρη μου και ο απαγωγέας της.

   -Απαγωγέας; Δεν φαινόταν φοβισμένη, είπε ο Ρωμανός, μήπως έχετε παρεξηγήσει το θέμα;

   -Τους είδατε; φώναξε ο Δάια και ο αστυνομικός κάγχασε “αχα! το' ξερα!”

   -Δεν ξέρω αν είναι εκείνοι που αναζητάτε αλλά εμφανίστηκε ένα ζευγάρι με μηχανή. Είχε δύσει ο ήλιος και δεν τους αφήσαμε να περάσουν οπότε και δεν ξέρουμε που πήγαν.

   -Γιατί δεν μας το αναφέρατε αυτό; μούγκρισε ο αστυνομικός.

   -Δεν μας ρωτήσατε, απάντησε ψυχρά ο Ρωμανός, Και δεν είναι κάτι το αξιοσημείωτο, μας συμβαίνει συχνά.

   -Οι περισσότεροι άνθρωποι στο νησί εχουν ξεχάσει πια το χωριό από' κάτω, είπε ο Λυκούργος Δάια. Αλλά η Αγγελική μπορεί να το θυμηθεί.

   -Και να ζητήσει καταφύγιο εδώ;

   -Καταγόμαστε από' δω, οπότε ναι. Αν συμβεί αυτό θέλω να με ειδοποιήσετε. Δεν θα φανώ αγνώμων.

   -Θα το έχουμε υπόψιν μας, είπε ο Ρωμανός.

  Ο Λυκούργος Δάια έγνευσε και απομακρύνθηκε. Ο αξιωματικός τον κοίταξε και μετά στράφηκε στους δυο ομόβαθμους.

   -Υποθέτω ότι τελειώσαμε με αυτό, και αφού ο Δάια είναι ικανοποιημένος είναι όλα εντάξει.

   Όταν έμειναν μόνοι ο Ρωμανός πήρε βαθιά ανάσα και κάθισε σε ένα πεζούλι. Ακούμπησε το κεφάλι του στον τοίχο.

   -Τελείωσε.

   -Όχι, είπε ο Μιχάλης, δεν τελείωσε. Τώρα αρχίζει.

Μια Μικρή Ιστορία

Author: Νυχτερινή Πένα /


   Κάποτε ζούσε ένα μικρό κοριτσάκι που ήταν πολύ γλυκό και πολύ όμορφο. Ήταν τόσο όμορφο που η μόνη ομορφιά που ξεπερνούσε αυτήν της εξωτερικής του εμφάνισης ήταν η ψυχική. Κυρίως εξ' αιτίας αυτής της δεύτερης την είχαν ονομάσει το Μικρό Ρόδο. Ήταν πάντα τόσο γλυκιά που με τα χρόνια όσο μεγάλωνε είχε ξεχαστεί το κανονικό της όνομα και όλοι την ονόμαζαν Μικρό Ρόδο.


   Το Μικρό Ρόδο όπως ήταν αναμενόμενο είχε πολλές φιλίες και το αγαπούσαν μιας και πάντα έκανε το καλύτερο για όσους μπορούσε και δεν χαλούσε εύκολα χατήρι. Μεγάλωνε και άνθιζε όπως το ομώνυμο λουλούδι.

    Τότε εμφανίστηκε η άλλη, είχε και εκείνη όνομα αλλά δεν το θυμόταν κανένας. Άλλαζε συχνά, σήμερα ήταν κάποια, αύριο κάποια άλλη. Δεν ήταν η κακία που την ωθούσε σε αυτό. Η άλλη ήταν απλά μια κοπέλα με ταραγμένο συναισθηματικό κόσμο και ένιωθε άδεια αλλά δεν μπορούσε να το γεμίσει μόνη της το κενό και προσπαθούσε να το κάνει με το να αντιγράφει τους άλλους.

   Έτσι όταν γνώρισε το Μικρό Ρόδο γοητεύθηκε από την προσωπικότητα και τη λάμψη του και αμέσως έπιασε να το αντιγράφει και όχι υιοθετώντας τα αξιέπαινα στοιχεία του που θα ήταν το σωστό. Άρχισε να αντιγράφει πιστά το Μικρό Ρόδο σε όλες τις δραστηριότητές του και τις πράξεις του. Ήθελε να πάρει τη θέση του και να ζήσει τη ζωή του. Είχε βρει το τέλειο υποκατάστατο στη δική της κενότητα. Άρχισε να προσπαθεί να το εξοβελίσει από τις παρέες του και να το αντικαταστήσει στις δραστηριότητές του. Και το Μικρό Ρόδο ένιωσε θλιμμένο και απογοητευμένο γιατί είχε προσπαθήσει να βοηθήσει την άλλη και εκείνη της το ανταπέδιδε έτσι. Παρακάλεσε την άλλη να το σκεφτεί ξανά και εκείνο θα τη βοηθούσε να φτιάξει μια δική της μοναδική ζωή αλλά η άλλη δεν το συζητούσε θα σφετεριζόταν αυτό που δεν ήταν ποτέ δικό της.

   Σε εκείνη όμως την ώρα που ήταν τόσο δύσκολη για το Μικρό Ρόδο αποδείχτηκε ότι δεν ήταν μόνο. Όλοι εκείνοι που είχε βοηθήσει και στηρίξει στάθηκαν στο πλευρό του όταν η άλλη άρχισε να προσπαθεί να το αντικαταστήσει. Απάντησαν στην άλλη και τις κατηγορίες της, περιέβαλαν το Μικρό Ρόδο με την αγάπη και την εμπιστοσύνη τους. Η άλλη έφυγε μακριά πιο κενή από ποτέ και το Μικρό Ρόδο χαμογέλασε ξανά.

Μυστικά Του Παρελθόντος (συνέχεια)

Author: Νυχτερινή Πένα /


   Κοίταξε τους δυο ένστολους απέναντί της για μια στιγμή.


   -Ονομάζομαι Αγγελική Δάια, είπε.

   -Αυτοκρατορικό όνομα, σχολίασε ο Μιχάλης, αλλά υποθέτω ότι είσαι κόρη του Λυκούργου Δάια.

   -Ναι, είπε η κοπέλα. Είμαι.

   -Ο πιο πλούσιος άνθρωπος στο νησί και από τους πλουσιότερους στη χώρα, διευκρίνισε στο Ρωμανό ο σύντροφός του. Έχει σχεδόν από κάθε είδος επιχείρησης στο νησί.

   -Είστε ντόπιοι; ρώτησε φοβισμένα η κοπέλα.

   -Όχι, από την Αθήνα είμαι, απάντησε ο Ρωμανός και στράφηκε στο Μιχάλη.

   -Και' γω, είπε ήσυχα εκείνος, απλά είμαι πολλούς μήνες στο νησί και έμαθα κάποια πράγματα. Εσύ είσαι λοιπόν η κόρη του Δάια. Εσύ;

   -Εγώ είμαι ένας απλός ιδιωτικός υπάλληλος, απάντησε ο νεαρός άνδρας. Και δεν κάνω για γαμπρός του Λυκούργου Δάια. Είμαι.... Εντάξει δεν είμαι φτωχός αλλά δεν είμαι και πλούσιος ειδικά σε σχέση με εκείνον. Και όταν η Αγγελική τόλμησε να πει κάτι την έκλεισε σπίτι.

   -Κλεφτήκαμε, είπε η κοπέλα. Αλλά είμαι ανήλικη και έτσι τώρα μας καταδιώκει η αστυνομία. Σας παρακαλώ να μην μας παραδώσετε σε εκείνους.

   Ο Μιχάλης στράφηκε στο Ρωμανό που έδειχνε σκεφτικός. Κοίταξε την κοπέλα και τον νεαρό αγκαλιασμένους.

   -Πως σε λένε;

   -Άγγελο.

   -Άγγελος και Αγγελική, είπε ο Ρωμανός, για σκέψου. Αν ο πατέρας σου ήταν άνθρωπος των οιωνών θα έπρεπε να δει ένα σημάδι σε αυτό. Προφανώς δεν είναι. Αλλά και εμείς δεν είμαστε αστυνομία και δεν έχουμε υποχρέωση να σας παραδώσουμε. Αφού είσαι εδώ με τη θέλησή σου δεν υπάρχει θέμα.

   -Ευχαριστώ, είπε η κοπέλα. Ξέρω ότι στους πιο πολλούς ακούγεται ανόητο ή μελοδραματικό να κλεφτούμε. Σαν Ρωμαίος και Ιουλιέτα μας χλεύασε....

   Ο Ρωμανός δεν άκουσε τη συνέχεια. Ένα ρίγος τον διέτρεξε. Θυμήθηκε την κοπέλα κάτω από τον πλάτανο και το παράδειγμα που είχε χρησιμοποιήσει.

   -Ποιος ξέρει ότι είσαστε εδώ;

   -Κανένας, είπε ο Άγγελος, ελπίζουμε τουλάχιστον.

   -Ήξερε κανένας ότι θα κλεφτείτε; Σας συνδέει τίποτα με το μέρος;

   -Όχι, είπε ο Άγγελος.

   -Ναι, είπε η Αγγελική.

   Το αγόρι της την κοίταξε έκπληκτο.

   -Η καταγωγή μας είναι από' δω, κανείς σχεδόν δεν το ξέρει. Δεν έχω έρθει ποτέ εδώ.

   -Μάλιστα, είπε ο Ρωμανός. Καλυψτε τη ρωγμη εκεί πέρα και δεν θα σας βρουν. Είδατε κανέναν εδώ τριγύρω από την ώρα που ήρθατε;

   -Όχι.

   Ο Ρωμανός στράφηκε στο Μιχάλη και του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Βγήκαν έξω στον παγωμένο αέρα της νύχτας. Πήραν το δρόμο για το φυλάκιο χωρίς να μιλάνε. Ο Ρωμανός ένιωθε κουρασμένος, είχε ασκήσει κανονικά καθήκοντα στο τάγμα πριν έρθει εδώ και το ταξίδι μαζί με όλα όσα είχαν γίνει απόψε τον είχε εξουθενώσει. Καθώς πλησίαζαν το φυλάκιο είπε:

   -Δεν είναι περίεργο που η κοπέλα αυτή στον πλάτανο ήξερε τι συμβαίνει; Δεν είδαν είπαν κάποιον.

   -Ήταν φοβισμένοι και βιάζονταν να κρυφτούν, μπορεί να μην την είδαν.

   -Και πως τα ήξερε εκείνη; Γιατί δεν μίλησε τυχαία για το Ρωμαίο και την Ιουλιέτα. Ήξερε ότι είναι ζευγαράκι που έχει κλεφτεί. Και αν η αστυνομία τους ψάχνει γιατί δεν μας στο είπαν; Θα τους αφήναμε να περάσουν τότε.

   -Δεν ξέρω. Αλλά δεν μου αρέσει η υπόθεση αυτή. Κάτι μας κρύβουν.

   -Πιστεύεις ότι έκανα το σωστό;

   -Με άκουσες να φέρνω αντίρρηση;

   Έφτασαν στο φυλάκιο ενώ στο κακοτράχαλο μονοπάτι φαίνονταν φώτα αυτοκινήτων. Οι φασαρίες για απόψε δεν είχαν ακόμα τελειώσει.

Χαμογέλασε

Author: Νυχτερινή Πένα /

Μια νέα μέρα ξημερώνει
με το φως της
το προσωπάκι σου χρυσώνει
και από το βαθύ ύπνο σε σηκώνει.

Το χθες πάει πέρασε,
έφυγε πια,
ανάμνηση έγινε και σε λίγο
ούτε αυτό πια.

Χαμογέλασε, πάει, πέρασε
άσε τη θλίψη να ξεχαστεί
και κάνε μια νέα αρχή.

Άσε το προσωπάκι σου
από χαμόγελο να φωτιστεί
δεν ξέρεις πως το περιμένουνε πολλοί
για να γίνει και η δική τους μέρα όμορφη.

Νυχτερινή Φίλη

Author: Νυχτερινή Πένα /


   Η νύχτα έχει προχωρήσει πολύ, όλοι κοιμούνται γύρω. Η σιγή θα ήταν απόλυτη αν δεν υπήρχε ο ήχος της βροχής που πέφτει απαλά. Δεν είμαι ωστόσο μόνος μου. Έχω εσένα κοντά μου. Κοντά μου και ταυτόχρονα μακριά γιατί δεν είσαι εδώ αλλά κάπου αλλού μπροστά από την οθόνη ενός υπολογιστή όπως και' γω. Αλλά ποτέ κάποιος δεν ήταν κοντά μου τόσο πολύ όσο εσύ. Ούτε γυναίκες που πήραν την αγάπη μου δεν επικοινωνούσαν μαζί μου όπως εσύ το κάνεις.


   Μιλάμε για τα πάντα, από τα πιο κρυφά μας αισθήματα και μυστικά μέχρι τα πιο κοινά πράγματα. Διαφέρουμε αλλά και έχουμε τόσα κοινά, καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο. Στις δύσκολες στιγμές είσαι εδώ για' μενα και όταν κάτι σε βασανίζει σε' μενα ανοίγεις την καρδιά σου.

   Δεν είμαστε εραστές αλλά την τρυφερότητα που μοιραζόμαστε θα τη ζήλευαν πολλά ζευγάρια. Έχουμε έναν μοναδικό ψυχικό δεσμό. Μια φιλία δυνατή, μοναδική.

   Αλλά είναι αργά, πας να κοιμηθείς. Καλή μου φίλη καληνύχτα, γλυκά όνειρα ας σε συντροφεύσουν ως το ξημέρωμα της νέας μέρας.

Μυστικά Του Παρελθόντος (συνέχεια)

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Πλησίασε ακολουθούμενος από τον Μιχάλη.

   -Καλησπέρα, δεν είναι αργά να είσαι εδώ έξω μόνη; Είναι ερημιά και νομίζω ότι κάτι συμβαίνει και κάποιον καταδιώκει η αστυνομία.

   -Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου στρατιώτη, απάντησε η κοπέλα, αλλά δεν κινδυνεύω. Εδώ γεννήθηκα, είναι ο τόπος μου, κανένας δεν θα με βλάψει.

   -Ίσως υπάρχει κίνδυνος.

   -Ευγενικό εκ μέρους σου στρατιώτη αλλά εγώ δεν κινδυνεύω πια, κανείς δεν μπορεί να με βλάψει. Άλλοι κινδυνεύουν απόψε.

   -Με λένε Ρωμανό, της είπε ο νεραός άνδρας ενοχλημένος από το στρατιώτης που είχε χρησιμοποιήσει εκείνη δυο φορές, και αυτός είναι ο Μιχάλης. Ποιος κινδυνεύει απόψε;

   -Έχεις διαβάσει το Ρωμαίο και την Ιουλιέτα;

   -Ναι, απάντησε σαστισμένος ο Ρωμανός από την αλλαγή θέματος.

   -Τι σκέφθηκες όταν είδες το πόσο άδικα πεθάνανε για μια αγάπη που άξιζε τα πάντα και άλλοι δεν επέτρεπαν εξ' αιτίας της μισαλλοδοξίας τους;

   -Ότι ήταν κρίμα, μια τόσο δυνατή αγάπη να έχει τέτοια κατάληξη.

   -Τότε θα έπρεπε να βοηθήσεις μια άλλη αγάπη που κινδυνεύει να έχει τραγική κατάληξη.

   -Τι εννοείς; Πως θα το κάνω;

   -Ρωμανέ, είπε ο Μιχάλης.

   -Τι; έκανε ο Ρωμανός γυρίζοντας προς το μέρος του.

   -Κοίτα.

   Ο Μιχάλης του έδειχνε ένα φως που αχνόφεγγε πιο κάτω ανάμεσα σε δυο γκρεμισμένα σπίτια. Καποιος βρισκόταν εκεί. Αναρωτήθηκε αν η κοπέλα ήξερε ποιος ήταν και γύρισε να τη ρωτήσει αλλά δεν ήταν εκεί πια. Είχε χαθεί όπως και την προηγούμενη φορά που την είδε.

   -Μα πως το έκανε πάλι; είπε.

   -Περίεργο, και που πήγε; ρώτησε ο Μιχάλης.

   -Δεν ξέρω. Έτσι εξαφανίστηκε και πριν.

   Ο Μιχάλης κοίταξε γύρω.

   -Και που μένει; Δεν είναι πάνω από είκοσι με είκοσι δύο, αλλά το χωριό έχει εγκαταλειφθεί από το 1974, δεν μπορεί να γεννήθηκε και πολύ περισσότερο να μεγάλωσε εδώ. Κάτι δεν είναι όπως δείχνει.

   Ο Ρωμανός κούνησε το κεφάλι του και προχώρησε προς το φως αλλά ο Μιχάλης τον συγκράτησε.

   -Όχι από εκεί, έχει χαλάσματα αν περάσεις ανάμεσα στα σπίτια, θα κάνουμε το γύρο.

   Ο Μιχάλης που είχε έρθει περισσότερες φορές στο ερημωμένο χωριό και ήξερε καλύτερα την περιοχή προχώρησε μπροστά και ο Ρωμανός ακολούθησε. Τώρα που είχαν πλησιάσει μπορούσαν να δουν πιο καθαρά από που ερχόταν το φως που είχε νωρίτερα εντοπίσει ο Μιχάλης. Έβγαινε από τη χαραμάδα που είχε δημιουργηθεί στον τοίχο ενός σπιτιού από δυο πέτρες που κάποιος σεισμός είχε προ πολλού διαχωρίσει. Πλησίασαν το μικρό ισόγειο χωριατόσπιτο και έστριψαν με προσοχή τη γωνιά για να φτάσουν στην πόρτα. Έριξαν μια κλεφτή ματιά στο εσωτερικό πριν σπρώξουν την παλιά ξύλινη πόρτα. Δεν αντιμετώπιζαν κίνδυνο και έτσι μπήκαν χωρίς να προτάσσουν τα όπλα τους.

   Στο δωμάτιο πίσω από την πόρτα δεν είχαν απομείνει παρά ελάχιστα έπιπλα, ένα τραπέζι και δυο ξεχαρβαλωμένες καρέκλες. Το φως που είχαν δει το δημιουργούσε η φωτιά στην εστία που προοριζόταν για μαγείρεμα αλλά και θέρμανση. Μπροστά στην φωτιά καθισμένοι ήταν δυο άνθρωποι και οι δυο νεοφερμένοι δεν δυσκολεύτηκαν να αναγνωρίσουν το νεαρό με την κοπέλα που είχαν περάσει από το φυλάκιο. Τους κοιτούσαν τρομαγμένοι. Ύστερα η κοπέλα τιχάχτηκε όρθια.

   -Ήρθα με τη θέλησή μου, είπε, δεν με απήγαγε. Ορίστε πηγαίνετέ με πίσω αλλά μην τον συλλάβετε σας παρακαλώ.

   -Αυτούς ψάχνανε, είπε ο Ρωμανός, αλλά γιατί δεν μας το είπαν;

   -Γιατί κατά το παλιό ρητό, το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι. Κάτι συμβαίνει εδώ, είπε ο Μιχάλης και κοίταξε την κοπέλα και το νεαρό που είχε σταθεί στο πλάι της. Σου φαίνεται να την έχει απαγάγει Ρωμανέ; Κάθονταν αγκαλιασμένοι. Όχι, κάτι άλλο είναι,

   Κοίταξε και τους δυο και είπε:

   -Πείτε μας τι συμβαίνει. Και μη φοβόσαστε, δεν έχουμε την πρόθεση ή την υποχρέωση να σας παραδώσουμε στην αστυνομία.

   -Θα σας πούμε, είπε η κοπέλα, δεν έχουμε πια καμία ελπίδα για βοήθεια και αυτό είναι το τελευταίο μας καταφύγιο.

Μυστικά Του Παρελθόντος (συνέχεια)

Author: Νυχτερινή Πένα /


   Κόντευε να φτάσει στο φυλάκιο όταν άκουσε θόρυβο στο δρόμο. Σκεπτόμενος ότι μπορεί να ερχόταν ο διοικητής επιτάχυνε και έφτασε στο φυλάκιο πριν φανεί το όχημα που πλησίαζε. Βρήκε το Ρωμανό στην ίδια θέση που τον είχε αφήσει αν και είχε αντικαταστήσει τον Ομάρ Καγιάμ με ένα μυθιστόρημα.


   -Σε βλέπω ήσυχο.

   -Δεν είναι ώρα εκπαίδευσης, άρα δεν υπάρχει κάτι που πρέπει να μας βρουν να κάνουμε. Από’ κει και πέρα είναι όλα εντάξει.

   Αλλά δεν ήταν τζιπ αυτό που κατέβαινε το χωματόδρομο, ήταν μια μοτοσικλέτα με δυο επιβάτες. Καθώς πλησίαζαν στη μπάρα που έφραζε το δρόμο είδε πως ήταν ένας νεαρός άνδρας και μια κοπέλα. Σταμάτησαν απότομα και κοίταξαν αβέβαια το σκοπό.

   -Μπορούμε να περάσουμε παρακαλώ; είπε ο νεαρός.

   -Μετά τη δύση του ηλίου δεν επιτρέπεται, λυπάμαι.

   -Δεν μπορούμε; ρώτησε η κοπέλα με αγωνία κοιτώντας πίσω της το δρόμο.

   -Λοχία! φώναξε ο σκοπός.

   Ο Μιχάλης σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος του. Καθώς δεν είχε δει τον Ρωμανό ο σκοπός, που δεν ήταν άλλος από τον Παύλο, σήκωσε τους ώμους λέγοντας:

   -Τι κάνουμε;

   -Πήρες συνθηματικά;

   -Μου τα’ δωσες μην έρθει ο μεγάλος.

   -Ποια βάρδια έχεις;

   -Οκτώ με δέκα.

   Ο Μιχάλης συνοφρυώθηκε, ήταν η βάρδια από την οποία τυπικά άρχιζε η νυχτερινή απαγόρευση της διελεύσεως πολιτών από το φυλάκιο. Αλλά ο κανονισμός όριζε ότι πριν την δύση του ηλίου δεν μπορούσε να γίνει. Και είπε αυτό ακριβώς.

   -Μετά τη δύση του ηλίου δεν μπορείτε να περάσετε, είπε, αλλά ο ήλιος ακόμη δεν έπεσε. Εδώ μέσα στη ρεματιά νυχτώνουμε γρήγορα. Άφησέ τους να περάσουν.

   Ο Παύλος σήκωσε την μπάρα και πέρασαν με τη μηχανή, σταμάτησαν κοντά στον Μιχάλη και τον ευχαρίστησαν. Εκείνος χαμογέλασε και επέστρεψε στη θέση και κοντά στο Ρωμανό. Έπιασε να διαβάζει και πάλι.

   -Πάει και αυτό, ήταν το σχόλιό του για το θέμα.



   Το σκοτάδι είχε πέσει για τα καλά, ο σκοπός στεκόταν έξω από το μικρό κοιτώνα τους ενώ οι υπόλοιποι ήταν μαζεμένοι μέσα. Ο Ρωμανός, ο Λεωνίδας και ο Δημήτρης έβλεπαν τηλεόραση, ο Μάρκος είχε ξαπλώσει ενώ ο Μιχάλης μελετούσε στο τραπέζι του θαλάμου. Οι δυο νεοφερμένοι είχαν αρχίσει να νιώθουν άνετα με τους καινούριους τους συντρόφους.

   Η ταινία που έβλεπαν διακόπηκε για διαφημίσεις και ο Λεωνίδας έκλεισε το μάτι στον Δημήτρη πριν ρωτήσει τον Μιχάλη:

   -Προτιμάς την Πάμελα ή την Γκίλιαν Άντερσον;

   Ο Μιχάλης σήκωσε το βλέμμα από τα βιβλία και τα χαρτιά του και κοίταξε τον Δημήτρη με ένα χαμόγελο να εμφανίζεται αργά στα χείλη του.

   -Έχετε όρεξη για φιλοσοφικές συζητήσεις βλέπω.

   -Αυτή δεεν είναι φιλοσοφική συζήτηση, παρατήρησε ο Ρωμανός.

   -Α όχι, είναι, είπε ο Λεωνίδας, γιατί δεν είναι θέμα εμφάνισης και αν του αρέσουν τα μπαλκόνια της Πάμελα αλλά το στυλ γυναικών και κατά συνέπεια ο τρόπος ζωής που επιλέγει.

   Ο Ρωμανός δεν πρόλαβε να κάνει την ερώτηση που ήθελε γιατί ακούστηκε ήχος από κάποιο όχημα που πλησίαζε.

   -Έφοδος; έκανε στον Μιχάλη.

   -Νωρίς είναι, απάντησε εκέινος.

   -Δεν είναι ένα όχημα μόνο, είπε ο Μάρκος. Παραπάνω από δυο.

   Άκουσαν τον Παύλο να διατάζει να σταματήσουν και να σβήσουν την μηχανή. Ο Ρωμανός δεν πέριμενε να τον καλέσει και πήγε να δει τι συμβαίνει.

   Ο Μάρκος είχε απόλυτο δίκιο, δεν ήταν δυο οχήματα, ήταν τρία τζιπ και ένα φορτηγάκι της αστυνομίας. Ο Παύλος στεκόταν στην μπάρα και από την άλλη πλευρά είχε σταθεί ένας αξιωματικός της αστυνομίας που τον αγριοκοίταζε. Ο Ρωμανός δεν ήξερε τους βαθμούς της αστυνομίας αλλά κρίνοντας από τα διακριτικά του ήταν αντισυνταγματάρχης. Πλησίασε γρήγορα.

   -Καλησπέρα, είπε φιλικά, τι συμβαίνει;

   -Είσαι ο επικεφαλής εδώ; Θέλουμε να περάσουμε και ο σκοπός σου μας εμποδίζει, είπε ο αστυνομικός θυμωμένα, και βιαζόμαστε.

   -Έκανε αυτό που πρέπει, είπε ο Ρωμανός. Μετά τη δύση του ηλίου κανένας δεν περνάει χωρίς ενημέρωση του αρχιφύλακα.

   -Ωραία τελειώσαμε με τις αηδίες; Να προχωρήσουμε;

   -Δεν μπορώ να σας επιτρέψω τη διάβαση, θα πρέπει να επικοινωνήσω με το τάγμα και θα σας πω.

   -Άκου να σου πω βρυχήθηκε ο αστυνομικός και πρόφερε μια βαριά βλαστήμια πριν συνεχίσει, έχουμε ένα σοβαρό θέμα να ασχοληθούμε δεν μπορούμε να ασχοληθούμε με τις δικές σας π....

   -Χωρίς έγκριση από το τάγμα δεν περνάτε τέλος.

   -Τότε θα σας αναγκάσουμε.

   -Μπορείτε να δοκιμάσετε, απάντησε ψυχρά ο Ρωμανός ενώ μαζεύονταν γύρω του οι υπόλοιποι άνδρες του φυλακίου, και είστε πολλοί άρα θα επικρατήσετε. Αλλά να δω πως θα δικαιολογήσετε στους ανωτερούς σας τα σπασμένα άκρα και πλευρά που θα αποκομίσετε από την σύγκρουση.

   Ο αστυνομικός κοίταξε βλοσυρά τους έξι άνδρες και ο Ρωμανός είδε με έκπληξη ότι του τα ανταπέδιδαν αγέρωχα και κάποιοι είχαν και τα όπλα τους. Και προφανώς θα κατάφερναν μερικά γερά χτυπήματα με τα κοντάκια.

   -Ποιον κυνηγάτε; ρώτησε ο Μάρκος ξαφνικά κοιτάζοντας εξεταστικά την αστυνομική δύναμη.

   -Τον.... δεν είναι δική σας δουλειά!

   Ο αστυνομικός γύρισε απότομα στους υπόλοιπους και έδωσε διαταγές:

   -Πάμε πίσω από τον άλλο δρόμο. Γρηγορίου θα μείνετε πάνω στο δρόμο.

   -Στήνουν μπλόκα, είπε ο Μάρκος, γιατί; Αν είχε γίνει κάτι θα το' χαμε μάθει. Αυτή η ιστορία μου βρωμάει.

   Οι αστυνομικοί απομακρύνθηκαν και ο Λεωνίδας πήρε τη θέση του Παύλου σαν σκοπός. Οι υπόλοιοι επέστρεψαν μέσα, είχε αρχίσει να κάνει πολύ κρύο. Ο Ρωμανός κάθισε στο κρεβάτι του σκεφτικός. Δεν είχε αρχίσει με καλό τρόπο τη θητεία του σαν επικεφαλής στο φυλάκιο, θα είχε πάλι εντάσεις. Είχε κάνει αυτό που έπρεπε αλλά αυτό σήμαινε εντάσεις και φασαρίες που δεν ήθελε.

   Πρόσεξε πως ο Μιχάλης δεν είχε ξαναγυρίσει στη μελέτη του. Στεκόταν στο παράθυρο και κοίταζε το σκοτάδι της ρεματιάς. Πήγε κοντά του.

   -Ξέρω τι ψάχνουν, είπε εκείνος. Και που θα το βρουν.

   -Αλλά δεν τους το είπες.

   -Όχι. Δεν μου αρέσουν εκείνοι που μόλις πάρουν μια εξουσία τη βλέπουν θεοί, είπε ο Μιχάλης. Θες να το αφήσουμε το θέμα;

   -Τι εννοείς;

   -Ενδιαφέρεσαι να μάθεις περισσότερα;

   -Ναι, καλό είναι να ξέρουμε αφού σίγουρα δεν θα το αφήσουν έτσι και θα το κάνουν θέμα στο διοικητή.

   -Ωραία, πάμε.

   -Που;

   -Στο χωριό.



   Ντυμένοι καλά και έχοντας πάρει και τα όπλα τους για παν ενδεχόμενο πήταν το μονοπάτι για το χωριό. Ο ουρανός είχε γεμίσει με σύννεφα που έπαιζαν κρυφτό με το ολόγιομο φεγγάρι και ο αέρας έφερνε παγερές σταγόνες βροχής κάπου κάπου στα πρόσωπά τους. Φτάσανε στο χωριό και τότε ο Ρωμανός σταμάτησε απότομα. Κάτω από τον πλάτανο καθόταν η κοπέλα που είχε δει νωρίτερα.