Δεν Σε Ξεχνώ

Author: Νυχτερινή Πένα /

Η νύχτα σταλάζει κάτι
από τη μοναξιά της στην ψυχή μου,
αργά και βασανιστικά
απλώνοντας το σκοτεινό κενό της μέσα μου βαθιά,
θέλοντας να διώξει τη θυμησή σου
τώρα που είσαι μακριά.

Μα δεν το μπορεί,
δεν είναι δυνατό,
γιατί καμία γλύκα
δεν μπορεί να διώξει
το γλυκό σου γέλιο
από την καρδιά μου,
κανένα άρωμα
δεν μπορεί να φτάσει
το λεμονανθό στα μαλλιά σου.

Καμιά υπόσχεση λήθης
ή ανέφελης και ξέννοιαστης ευτυχίας
δεν μπορεί να με κάνει να λησμονήσω,
από την μνήμη και την καρδιά μου
να σε σβήσω.

Ο Πρώτος Ένορκος 15

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Οι πέντε επιλεγμένοι ένορκοι πέρασαν στην αίθουσα που θα χρησιμοποιούταν και για τις συνεδριάσεις του σώματος. Από τη στιγμή που συγκαταλέγονταν στους ενόρκους θα έπρεπε να παραμείνουν απομονωμένοι. Ο δικαστικός κλητήρας που είχε αναλάβει την φροντίδα τους θα φρόντιζε να γευματίσουν και θα μετέφερε τυχόν παραγγελίες τους σε δικούς τους ανθρώπους για τα πράγματα που θα χρειάζονταν για την παραμονή τους στο ξενοδοχείο Κόλονι.
   -Κύριε λοχαγέ θέλετε κάτι για να γευματίσετε;
   -Όχι ευχαριστώ, είπε ο Μάικ Μακ Γκρέγκορ.
   -Κάποιο μήνυμα;
   -Ναι, θέλω να πείτε στον λοχία Βάλιν, να σας δώσει την τσάντα μου. Δεν θα δυσκολευτείτε να τον βρείτε, φοράει στολή σαν τη δική μου με μόνη διαφορά τα διακριτικά στο μανίκι. Δεν θα υπάρχουν άλλοι ένστολοι στο ακροατήριο.
   -Εντάξει κύριε λοχαγέ, είπε ο δικσστικός κλητήρας και έφυγε.
   Ο Μάικ πήγε κοντά στο παράθυρο και κοίταξε έξω, είχε θέα στην είσοδο του δικαστικού μεγάρου και τις δυο αντιμαχόμενες πλευρές που συνέχιζαν να ανταλάσσουν λεκτικά πυρά με τους αστυνομικούς να προσπαθούν να αποτρέψουν μια κανονική σύγκρουση. Η Λίζα Σαντς ήρθε δίπλα του.
   -Φοβάμαι πως θα αγριέψουν τα πράγματα, είπε η τραγουδίστρια.
   -Ως που να ολοκληρωθεί η δίκη θα έχουμε τέτοια, είπε ο Ρέηντζερ βλοσυρός, βλέπεις η δίκη αυτή έχει ταράξει πολύ την κοινή γνώμη. Ας ελπίσουμε πως δεν θα ξεπεράσουν την τωρινή τους ένταση.
   -Είναι αθώα; είπε η Λίζα. Τι λες εσύ;
   -Δεν ξέρω, είπε ο Μάικ Μακ Γκρέγκορ, δεν έχω στοιχεία για να το πω αυτό. Αλλά είμαι σίγουρος πως κάτι δεν είναι όπως δείχνει.
   Χαμογέλασε και πρόσθεσε.
   -Ξέρεις υποτίθεται πως δεν πρέπει να συζητήσουμε για την υπόθεση ως το τέλος της ακροαματικής διαδικασίας.
   -Δεν νομίζω πως υπάρχουν και πολλά για να σκεφτούμε, είπε η Ντέμπορα Γουντς, είναι πολύ απλό το θέμα. Κυκλοφορούσε με μια φούστα που δεν έκρυβε τίποτα και τον άναψε, όταν εκείνος πήγε να επωφεληθεί και εκείνη δεν του δόθηκε απλά την ανάγκασε να κάνει έρωτα μαζί του.
   -Απλά την ανάγκασε; είπε εξοργισμένη η Λίζα. Δηλαδή είναι εντάξει με' σενα να την αναγκάσει να κάνει έρωτα μαζί του;
   -Άκου να σου πω νεαρή μου, είπε η Ντέμπορα. Μια γυναίκα που προκαλεί έναν άνδρα πρέπει να είναι έτοιμη να υποστεί και τις συνέπειες. Ο άνδρας είναι απλά άνδρας και αυτό είναι που θέλει να πάρει από μια γυναίκα.
   -Τι λες μωρή........ η Λίζα έκανε να κινηθεί προς την Ντέμπορα αλλά ο Μακ Γκρέγκορ την άρπαξε από το μπράτσο.
   -Κυρίες μου, επενέβηκε ο Βίνεκερ. Σας παρακαλώ, θα μείνουμε μερικές μέρες όλοι μαζί ας μην δυσκολεύουμε την κατάσταση. Ας μείνουμε σε πολιτισμένο επίπεδο και ας μην προδικάζουμε τίποτα πριν ακούσουμε τις καταθέσεις και δούμε τα αποδεικτικά στοιχεία.
   Η παρέμβασή του έφερε την ηρεμία και ο Μακ Γκρέγκορ άφησε το χέρι της Λίζας. Η τραγουδίστρια δεν έφυγε από το πλευρό του.
   -Πιστεύω στην αθωότητά της, είπε απαλά. Κανένας δεν είχε το δικαίωμα να βιάσει μια γυναίκα για την απόλαυσή του. Δεν πιστεύω ότι του έστησε παγίδα. Ούτε - έριξε μια φαρμακερή ματιά προς την μεριά της Ντέμπορα - ότι ήταν μια πρόκληση που ξέφυγε από τα όρια.

  Η συνέχεια της δίκης έγινε με την επιλογή και των υπολοίπων μελών του σώματος των ενόρκων. Η τελική σύσταση του σώματος ήταν επτά άνδρες και πέντε γυναίκες. Το σώμα που είχε προκύψει ήταν πιο πολύ της αρεσκείας του Μπόνακορ αλλά ο εισαγγελέας δεν ήταν πολύ ευχαριστημένος, είχε την αίσθηση πως δεν είχε χειριστεί την επιλογή με τον καλύτερο τρόπο αν και δεν αμφέβαλε πως θα κέρδιζε τη δίκη.
   Η Ιόλη ένιωθε απογοητευμένη αλλά δεν το έδειξε για να μην φοβίσει την Γκαμπριέλα. Η πρώτη μέρα της δίκης είχε κουράσει την κοπέλα που ένιωθε τελείως αποκαμωμένη. Καθώς ο Στήβεν Άιρτον άφηνε την αίθουσα έχοντας διακόψει τη συνεδρίαση για το επόμενο πρωί η Γκαμπριέλα έγερνε εξαντλημένη το κεφάλι της στα διπλωμένα μπράτσα της.
   Η αίθουσα άρχισε να αδειάζει αφήνοντας μόνους τους αντίδικους και τους δώδεκα ενόρκους που περίμεναν να πάρουν τα πράγματά τους. Ο Μακ Γκρέγκορ είχε από πριν προνοήσει και ο Βαλίν δεν είχε παρά να φέρει από το τζιπ το σακίδιο. Το ίδιο καλά προετοιμασμένος αποδείχθηκε ο Βίνεκερ.
   -Θα πρέπει να ελέγξω τα πράγματά σας, είπε ο δικαστικός και ο Μακ Γκρέγκορ άνοιξε το σακίδιο αποκαλύπτοντας μια ακόμα στολή, εσώρουχα και ένα βιβλίο. Ο έλεγχος δεν τον ανησυχούσε, το όπλο του ήταν στη μέση του και τα υπόλοιπα απαγορευμένα αντικείμενα στο διπλό πάτο του σακιδίου. Στάθηκε σε ένα σημείο που να βλέπει το περιεχόμενο των αποσκευών των υπολοίπων, ίσως τον βοηθούσε αυτό. Δεν βρέθηκε τίποτα αν και κατασχέθηκε ένα πορνοπεριοδικό που είχε στην κατοχή του ο Κρίστιαν Ζάιτς, ένας δικηγόρος που ήταν ο έκτος ένορκος που είχε επιλεγεί.
   Ο Μάικ είδε τον δικαστικό κλητήρα να κοκκινίζει καθώς άνοιγε την τσάντα της Λίζας και έβλεπε τα σέξι εσώρουχά της, η τραγουδίστρια πρόσεξε το βλέμμα του Μάικ και του χαμογέλασε με νόημα.
   -Ωραία, είπε ο δικαστικός, είμαστε έτοιμοι, πάμε.
   Οι δώδεκα ένορκοι τον ακολούθησαν έξω στο δρόμο όπου ένα τεράστιο πλήθος κραύγαζε κατά της Γκαμπριέλα με μένος διψασμένου για αίμα όχλου σε Ρωμαική αρένα.

   Ένα λεωφορείο θα μετέφερε τους δώδεκα ενόρκους στο ξενοδοχείο Κόλονυ στου οποίου τον τελευταίο όροφο θα έμεναν. Ο δικαστικός κλητήρας και οι ένορκοι πέρασαν το μπλόκο των αστυνομικών και προχώρησαν προς το λεωφορείο που περίμενε. Οι δυο πλευρές που είχαν συγκεντρωθεί και κραύγαζαν συνθήματα πολλαπλασίασαν τις προσπάθειές τους βλέποντας το σώμα που θα έκρινε την υπόθεση. Οι εχθρικά διακείμενοι προς την Γκαμπριέλα ήταν πολύ πιο επιθετικοί. Είχαν φτάσει σχεδόν στο λεωφορείο όταν ξέσπασε το κακό.
   Ο Μακ Γκρέγκορ βάδιζε τελευταίος στη σειρά των ενόρκων και δεν φαινόταν να δίνει σημασία στο πλήθος που ωρυόταν αλλά ήταν χαμένος σε σκέψεις. Ένας μεγαλόσωμος άνδρας από τους Φρουρούς της Οικογένειας άρπαξε τον Ρέηντζερ από το αριστερό χέρι και φώναξε άγρια:
   -Εσύ είπες πως θα την καταδικάσεις σε θάνατο την άθλια πόρνη μόνο αν είναι ένοχη; Είναι ένοχη! ντροπή σου να την υποστηρίξεις! Ντροπιάζεις τη στολή που φοράς!
   Άλλη προσβολή ίσως να την είχε αγνοήσει ο Μακ Γκρέγκορ, αλλά όχι αυτή. Μαζί με τον πόνο από το τραυματισμένο χέρι που τον είχε αρπάξει ο άντρας ο Ρέηντζερ είχε κάθε λόγο να αντιδράσει πολύ βίαια. Τράβηξε το χέρι του και χτύπησε τον άνδρα με τα δυο δάκτυλα σε καίριο σημείο που του έκοψε την ανάσα και καθώς εκείνος ξέπνοος διπλωνόταν στα δυο τίναξε το γόνατό του προς τα πάνω. Τον πέτυχε καίρια τσακίζοντας του τη μύτη. Καθώς τον σώριαζε στο δρόμο στράφηκε στους συντρόφους του.
   -Υπάρχει κι' άλλος που να θεωρεί πως ντροπιάζω τη στολή που φοράω; είπε με φωνή που δεν διέφερε σε τόνο απ' ό,τι μέσα στο δικαστήριο αλλά τόσο απειλητική που οι σύντροφοι του πεσμένου άντρα πισωπάτησαν.
   Ο Μάικ ανέβηκε στο λεωφορείο και κάθισε σε μια θέση. Κοίταξε τους ταραξίες που σήκωναν το σύντροφό τους και συγκράτησε την επιθυμία του να χαμογελάσει, από μιας απόψεως αυτό το περιστατικό τον βόλευε. Η Λίζα ήρθε και κάθισε δίπλα του, ήταν χλωμή και ανήσυχη.
   -Έχουν αγριέψει τα πράγματα, είπε κοιτώντας το μαινόμενο πλήθος.
   -Σε κάνει να ξανασκέφτεσαι τις επιλογές σου, ε; είπε ήσυχα ο Ρέηντζερ.
   -Όχι, είπε απότομα η κοπέλα, δεν είμαι από αυτές κύριε Μακ Γκρέγκορ.
   Μια λάμψη φάνηκε για μια στιγμή στα μάτια του Μάικ που μετά χαμογέλασε. Η Λίζα τον κοίταξε περίεργα.
   -Δεν φοβάσαι, έτσι; τον ρώτησε.
   -Όχι, απάντησε ήρεμα εκείνος. Δεν έχει μείνει τίποτα πια σ’ αυτόν τον κόσμο που να μπορεί να με κάνει να φοβηθώ. Αντίκρισα το θάνατο με πολλές μορφές και δεν διατηρώ καμία ψευδαίσθηση για το τι είναι ικανός να κάνει ο άνθρωπος. Τι μένει λοιπόν να φοβηθώ;
   -Κυνικός λοιπόν.
   -Απλά ρεαλιστής, είπε με ένα χαμόγελο που όμως δεν άγγιξε τα μάτια του ο Μακ Γκρέγκορ.
   Το λεωφορείο ξεκίνησε και καθώς περνούσε ανάμεσα στα πλήθη που φώναζαν η Λίζα είπε σιγανά:
   -Εγώ φοβάμαι. Ξέρω ποιο είναι το σωστό αλλά φοβάμαι τις συνέπειες που θα έχει να το πράξω.
   -Για όλους έρχεται η ώρα της επιλογής, είπε ο Μακ Γκρέγκορ.
 
   Η Γκαμπριέλα επέστρεψε στη φυλακή νιώθοντας αποκαμωμένη σαν να είχε περπατήσει μια εξουθενωτικά μεγάλη απόσταση. Δεν είχε χρειαστεί να πει τίποτα στο δικαστήριο, να κάνει το ο,τιδήποτε, αλλά και πάλι ένιωθε αποστραγγισμένη και από την τελευταία ικμάδα δύναμης. Αναλογιζόταν με τρόμο την στιγμή που θα έπρεπε να καταθέσει, να αντιμετωπίσει τον εισαγγελέα που δεν έδειχνε κανέναν οίκτο και να ανοίξει την ψυχή της μπροστά στα αδηφάγα όρνια των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
   Στη διαδρομή ως τη φυλακή η κοπέλα βρισκόταν σε μια κατάσταση ληθαργική, χαμένη στις σκέψεις της και αναλογιζόμενη το ζοφερό σκοτάδι που κάλυπτε το μέλλον της. Σχεδόν δεν κατάλαβε πότε φτάσανε στην φυλακή και την οδήγησαν στην τραπεζαρία όπου δειπνούσαν οι κρατούμενες.
   Η Γκαμπριέλα δεν είχε βρεθεί ποτέ στο χώρο αυτό, τις δυο προηγούμενες μέρες είχε γευματίσει με την Ιόλη στο δωμάτιο που τους είχε διατεθεί για να συναντηθούν και το πρώτο της βράδυ εδώ δεν είχε καμιά διάθεση για φαγητό, ειδικά μετά την κακοποίηση που είχε υποστεί.
   Ντυμένη και πάλι με τη στολή της φυλακής η Γκαμπριέλα πέρασε την είσοδο της τραπεζαρίας και προς μεγάλη της ανακούφιση σχεδόν κανένας δεν έδειξε να της δίνει σημασία. Η Γκαμπριέλα προχώρησε στον πάγκο όπου οι κρατούμενοι έπαιρναν το φαγητό τους από τους βαριεστημένους μάγειρες και μετά κάθονταν ανά οκτώ στα μεγάλα τραπέζια από μελαμίνη. Πήρε το δίσκο με το φαγητό και πήγε στο πιο κοντινό τραπέζι. Κάθισε και άρχισε να τρώει χωρίς να προσέχει ούτε το φαγητό αλλά ούτε και ποιος άλλος ήταν καθισμένος στο τραπέζι. Αιφνιδιάσθηκε έτσι απόλυτα όταν δέχθηκε ένα δυνατό σπρώξιμο στο στήθος και τινάχτηκε πίσω από τον πάγκο όπου καθόταν, βρέθηκε με την πλάτη στο πάτωμα και μια γυναίκα καθισμένη στην κοιλιά της που την χτυπούσε ουρλιάζοντας:
   -Πως τολμάς να καθίσεις στο ίδιο τραπέζι με’ μένα;
   Αιφνιδιασμένη όπως ήταν η Γκαμπριέλα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο παρά να σηκώσει τα χέρια της για να προστατέψει το πρόσωπό της από τα χτυπήματα που της κατάφερνε η άλλη γυναίκα ενώ την περιέλουζε με έναν πραγματικό οχετό από βρισιές πολλές από τις οποίες η Γκαμπριέλα θα κοκκίνιζε και να σκεφτεί. Κρατούμενες είχαν μαζευτεί γύρω τους και γελούσαν χωρίς να κάνουν τίποτα για να σταματήσουν την γυναίκα αυτή.
   -Κόφτο Νέηλαντ! Κόφτο γιατί θα σου σπάσω το λαιμό και θα το απολαύσω κιόλας, είπε δυνατά μια ψυχρή φωνή.
   Νεκρική σιγή επικράτησε στην τραπεζαρία, οι δεσμοφύλακες που δεν είχαν κάνει τίποτα για να επέμβουν παρέμειναν και πάλι στη θέση τους αλλά οι κρατούμενες έσπευσαν να απομακρυνθούν από το σύμπλεγμα των δυο γυναικών καθώς η Αλεξάνδρα Νιέβανς πλησίαζε. Η Νέηλαντ σηκώθηκε και απομακρύνθηκε βιαστικά καθώς η Νιέβανς βοηθούσε την Γκαμπριέλα να σηκωθεί από το δάπεδο.
   -Θα το πω μια φορά, είπε η Νιέβανς και όποια με αναγκάσει να το επαναλάβω θα το μετανιώσει. Όποια κάνει στην Ράνσομ ο,τιδήποτε θα το πληρώσει.
   Η σιγή ήταν απόλυτη, η φήμη της πνευματικής αστάθειας της Νιέβανς ήταν τόσο διαδεδομένη ώστε ακόμα και εκείνες από τις κρατούμενες με τις βαρύτερες ποινές την φοβούνταν πραγματικά.
   -Και ξέρετε πως ό,τι λέω το εννοώ, πρόσθεσε.
   -Εντάξει! Αρκετά! Όλες στα κελιά σας! Τώρα!
   Η Γκαμπριέλα και η Νιέβανς πήγαν στο δικό τους.
   -Ευχαριστώ, είπε η κοπέλα και με αυτήν την απλή λέξη έκφρασε αυτό που ένιωθε.

  Το ξενοδοχείο Κόλονυ είχε ξαναχρησιμοποιηθεί για τη φιλοξενία σώματος ενόρκων κάτι που συνέβαινε γιατί ήταν το πιο κοντινό στο δικαστικό μέγαρο αλλά και γιατί ήταν διαμορφωμένο κατάλληλα για το σκοπό αυτό. Ο ένατος και τελευταίος όροφος διέθετε δώδεκα υπνοδωμάτια, μια μεγάλη σάλα που εξυπηρετούσε ως σαλόνι και τραπεζαρία και ένα χωλ στο οποίο κατέληγε η σκάλα αλλά και ο ανεκλκυστήρας και από το οποίο γινόταν η πρόσβαση στον υπόλοιπο όροφο.
   Δυο ασυνομικοί εγκαταστάθηκαν στο χωλ ενώ οι δώδεκα ένορκοι εγκαθίσταντο στα δωμάτιά τους. Ο Μακ Γκρέγκορ ακούμπησε το σακίδιό του πάνω στο κρεβάτι του και άρχισε να το αδειάζει. Όταν το άδειασε τράβηξε τον πάτο του σακιδίου αποκαλύπτοντας την κρυψώνα όπου βρισκόταν ένα κινητό τηλέφωνο τελευταίασς τεχνολογίας, ο Ρέηντζερ το έβαλε στην τσέπη. Ύστερα τακτοποίησε τα πράγματά του.
   Άφησε το δωμάτιο για να πάει για δείπνο. Οι υπόλοιποι ένορκοι βρίσκονταν ήδη στο σαλόνι συζητώντας για να γνωριστούν μεταξύ τους μιας και θα περνούσαν μαζί κάποιες μέρες. Ο Μακ Γκρέγκορ κάθισε μαζί τους αλλά ελάχιστες φορές πήρε το λόγο, τους άφησε να συζητάνε αποκαλύπτοντάς του το χαρακτήρα τους.

Ο Πρώτος Ένορκος 14

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Ο δεύτερος υποψήφιος ένορκος ήταν ένας άνδρας που ονομαζόταν Στάνισλας Λιοβ γόνος μεταναστών από την πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση. Ήταν ένας μεγαλόσωμος τύπος με δυνατά μπράτσα και ξυρισμένο κεφάλι. Κάθισε βαρειά στη θέση του μάρτυρα και ορκίστηκε με δυνατή φωνή. Η Ιόλη σηκώθηκε όρθια και έκανε την πρώτη της ερώτηση:
   -Είσαστε παντρεμένος;
   -Δεν βλέπω τι σχέση έχει αυτό, είπε ο Λιοβ.
  -Απαντάτε στις ερωτήσεις χωρίς περιττά σχόλια, είπε ο δικαστής αυστηρά και ο Λιοβ είπε βαρύθυμα:
   -Είμαι χωρισμένος.
   -Μπορείτε να μας πείτε την αιτία του διαζυγίου;
   -Είχαμε μια διαφωνία.
  -Σοβαρή διαφωνία φαντάζομαι, είπε η Ιόλη κοιτώντας το χαρτί που κρατούσε, αφού χτυπήσατε τη σύζυγό σας τόσο ώστε να μείνει ένα εξάμηνο στο νοσοκομείο.
   Ο Λιοβ δεν είπε τίποτα, απ' όσο είχε μάθει η Ιόλη είχε διαφωνήσει με τη σύζυγό του για κάτι ασήμαντο αλλά εξοργισμένος της επιτέθηκε και την ξυλοκόπησε σπάζοντας της και τρία πλευρά. Φυσικά μόλις βγήκε από το νοσοκομείο εκείνη έκανε μήνυση για επίθεση και πρόκληση σωματικών βλαβών και ζήτησε διαζύγιο. Ένας τέτοιος άνθρωπος σίγουρα θα έβλεπε την Γκαμπριέλα αρνητικά.
   -Ζητώ την εξαίρεση του υποψηφίου, είπε η Ιόλη.
  Ο Λιοβ κατέβηκε από τη θέση του μάρτυρα και προχώρησε προς την έξοδο ενώ ο επόμενος υποψήφιος έπαιρνε τη θέση του για να εξεταστεί από τον Μπόνακορ. Ήταν ένας ηλικιωμένος άνδρας με λευκά μαλλιά και ανοιχτά γαλανά μάτια.Παρά την ηλικία του ήταν ευθυτενής και προχώρησε με σταθερό βήμα προς τη θέση του μάρτυρα. Το κουστούμι του ήταν καθαρό και περιποιημένο αν και φανερά παλιό. Ονομαζόταν Μάθιου Βίνεκερ. Αφού ορκίστηκε, ο εισαγγελέας σηκώθηκε όρθιος και ρώτησε:
   -Πόσων ετών είστε κύριε Βίνεκερ;
   -Έκλεισα τα εβδομήντα δύο το Γενάρη.
  -Γνωρίζετε πως όποιος έχει συμπληρώσει το εβδομηκοστό έτος της ηλικίας του μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντα του ενόρκου;
   -Το ξέρω, είπε ο Βίνεκερ, αλλά δεν το επιθυμώ. Δόξα τω Θεώ είμαι καλά στην υγεία μου και απολύτως ικανός να ασκήσω τα καθήκοντά μου.
   -Γνωρίζετε πως οι ένορκοι θα μείνουν σε απομόνωση ως το τέλος της δίκης;
   -Ναι.
   -Ποιο είναι το μορφωτικό σας επίπεδο;
   Παρ' ότι προσβλητική μια τέτοια ερώτηση επιτρέπεται στο συγκεκριμένο στάδιο της δίκης μιας και η νομολογία δέχεται πως απαιτείται τουλάχιστον η στοιχειώδης εκπαίδευση για να μπορεί κάποιος να ασκεί καθήκοντα ενόρκου.
   -Έχω τελειώσει κολλέγιο, απάντησε ο Βίνεκερ.
   -Και εργάζεστε;
   -Είμαι συνταξιούχος, εργαζόμουν ως βιβλιοπώλης, είχα δικό μου βιβλιοπωλείο στη λεωφορο 421.
   Ο Μπόνακορ αποφάσισε να αφήσει τον Βίνεκερ στο σώμα των ενόρκων, στην ηλικία του θα ήταν μάλλον συντηρητικών απόψεων. Θα τον απέρριπτε λογικά η υπεράσπιση.
   -Εντάξει με την πολιτεία, είπε.
   Απόδείχθηκε πως ο υπολογισμός του ήταν λανθασμένος. Η Ιόλη δεν απέρριψε τον Βίνεκερ έχοντας καταλάβει πως εκείνος το ήθελε και υπολογίζοντας τόσο στο γεγονός πως ο γηραιός ένορκος θα είχε κάθε λόγο να είναι αρνητικά διακείμενος προς τον εισαγγελέα και ότι θα τον εκνεύριζε με αυτήν την κίνησή της.
   Δεν είχε άδικο, η αποδοχή του Βίνεκερ εκ μέρους της ολοφάνερα νευρίασε τον Μπόνακορ και η Ιόλη το εκμεταλλεύτηκε. Ο επόμενος υποψήφιος για το σώμα των ενόρκων ήταν η πρώτη γυναίκα στον κατάλογο. Ονομαζόταν Λίζα Σαντς και ήταν τραγουδίστρια σε ένα γυναικείο συγκρότημα. Προχώρησε στο διάδρομο γνωρίζοντας ότι τραβούσε τα βλέμματα με το μπλουζάκι που φορούσε και άφηνε τη μισή κοιλιά της ακάλυπτη και με το στενό και επιμελώς σκισμένο τζιν παντελόνι της. Η Ιόλη τη δέχθηκε στους ενόρκους, η Λίζα Σαντς ήταν μόλις είκοσι ενός και σίγουρα θα έβλεπε με συμπάθεια την υπόθεση της Γκαμπριέλα. Ο ακόμα εκνευρισμένος Μπόνακορ τη δέχθηκε κάτι που τον έκανε ακόμα πιο κακόκεφο όταν συνειδητοποίσε το λάθος του.
  
   Η Γκαμπριέλα λίγα πράγματα αντιλαμβανόταν από όλα αυτά μιας και κρατούσε το βλέμμα της χαμηλωμένο και δεν τολμούσε να κοιτάξει κανέναν και τίποτα νιώθοντας τρόμο στη σκέψη να αντικρίσει τους ανθρώπους που θα έκριναν τη μοίρα της. Μετά από τον Μακ Γκρέγκορ δεν είχε τολμήσει να κοιτάξει κάποιον άλλο παρ' ότι η φωνή του Βίνεκερ την είχε κάνει να πιστέψει πως ήταν ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να καταλάβει τη θέση της αν του εξηγούσε τι συνέβει εκείνο το βράδυ.
  
   Μετά τη Λίζα Σαντς επελέγησαν δυο ακόμη ένορκοι, η Ντέμπορα Γουντς και η Τζοάννα Γκράχαμ. Η πρώτη ήταν μια ξερακιανή πρώην δασκάλα που κοίταξε με απέχθεια την τραγουδίστρια και κάθησε μακριά της, εκείνη είχε καθίσει δίπλα στον Μακ Γκρέγκορ που δεν είχε ασχοληθεί μαζί της και παρακολουθούσε την επιλογή των υπολοίπων ενόρκων προσεκτικά. Η δεύτερη ήταν μια σαραντάρα με δυο παιδιά στέλεχος μιας πολυεθνικής κατασκευαστικής εταιρίας.
   Οι επόμενοι τρεις υποψήφιοι απορρίφθηκαν από την Ιόλη και ένας τέταρτος από τον Μπόνακορ πριν επιλεχθεί ο πέμπτος ένορκος και ο δικαστής διακόψει για μεσημέρι τη δίκη. Η ώρα ήταν 13:15 και θα συνέχιζαν σε μια ώρα.

Ο Πρώτος Ένορκος 13

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Ο δικαστής κάλεσε τον Μπόνακορ και την Ιόλη να πλησιάσουν την έδρα και εκείνοι το έκαναν. Η Γκαμπριέλα ένιωσε απροστάτευτη καθώς η συνήγορός της, και μόνη της σύμμαχος σ' αυτόν τον απεγνωσμένο αγώνα που έδινε, απομακρυνόταν από κοντά της. Ένιωθε όλα τα βλέμματα πάνω της και άκουγε τα ψιθυριστά σχόλια αν και δεν διέκρινε τι λεγόταν. Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της και πάλεψε να τα συγκρατήσει. Το πουκάμισο που της είχε δώσει η Ιόλη ήταν με μακρύ μανίκι αλλά ένιωσε να παγώνει και ασυναίσθητα έφερε τα χέρια της στα μπράτσα της σαν να αγκάλιαζε τον εαυτό της, σαν για να προφυλαχθεί από το κρύο που πήγαζε από μέσα της. Τα φλας άστραψαν καθώς οι φωτογράφοι έσπευσαν να την αποθανατίσουν σ' αυτήν την ευάλωτη στιγμή της.
   -Προδικαστικά θέματα, είπε ο Άιρτον. Δεν μιλάμε για εγγύηση έτσι;
   -Ναι, είπε η Ιόλη που ήξερε ότι με κατηγορία φόνου κανένας δικαστής δεν θα ενέκρινε αποφυλάκιση με εγγύηση. Οι ένορκοι;
  -Οι ένορκοι θα μείνουν απομονωμένοι κατά τη διάρκεια της δίκης, δεν θα υπάρχει λογικός άνθρωπος που να πιστεύει ότι ο χαμός εκεί έξω δεν θα τους επηρεάσει αν πηγαίνουν σπίτι τους και όλοι γύρω ξέρουν ότι είναι στο σώμα των ενόρκων. Εξ' αιτίας της απομόνωσης, για να μειωθεί ο χρόνος της, θα έχουμε συνεδρίαση και κάθε απόγευμα. Υπάρχει αντίρρηση;
   Οι δυο αντίδικοι δεν είχαν και ο δικαστής συνέχισε:
   -Επίσης σας προειδοποιώ για το εξής. Επειδή η καταδίκη σημαίνει θανατική ποινή θα επιτρέψω μια ελευθερία στην ακροαματική διαδικασία αλλά υπάρχουν και όρια. Δεν θέλω άσκοπους διαξιφισμούς και αντιδικίες. Κατανοητό;
   Οι δυο αντίδικοι ένευσαν και ο δικαστής πρόσθεσε κάτι ακόμα:
   -Απαιτώ σεβασμό προς το δικαστήριο, ενημερώστε τους μάρτυρες σας, δεν θα διστάσω να επιβάλλω τα προβλεπόμενα πρόστιμα.
   Ο Μπόνακορ κοκκίνισε καθώς αυτό ήταν μια έμμεση προειδοποίηση, ήξερε πως ο Άιρτον εννοούσε αυτό που έλεγε, εξ' άλλου είχε κάνει τα λόγια του πράξη την τελευταία φορά που είχαν συναντηθεί σε δίκη και είχε κοστίσει στον εισαγγελέα εξακόσια δολάρια.
   -Ας αρχίσουμε, είπε ο δικαστής.
   Ο Μπόνακορ και η Ιόλη επέστρεψαν στις θέσεις τους και ο γραμματέας ανακοίνωσε την έναρξη της επιλογής των ενόρκων.
   -Μάικ Μακ Γκρέγκορ, είπε διαβάζοντας το πρώτο όνομα στη λίστα.
   Ο Μακ Γκρέγκορ σηκώθηκε από τη θέση του στο ακροατήριο και προχώρησε στο διάδρομο, πέρασε το χαμηλό διαχωριστικό κιγκλίδωμα και προχώρησε στη θέση του μάρτυρα. Κάθισε και κοίταξε τον Μπόνακορ που ήταν εκείνος που θα ξεκινούσε την εξέταση των υποψηφίων ενόρκων. Ο εισαγγελέας είχε σηκωθεί όρθιος και κοίταζε ένα φύλλο χαρτί που κρατούσε. Στην πραγματικότητα δεν διάβαζε τίποτα, προσπαθούσε να ψυχολογήσει τον άνδρα απέναντί του. Ο Μακ Γκρέγκορ αταραχος κοίταξε την Γκαμπριέλα. Τώρα την ξανάβλεπε από εκείνο το βράδυ στο νοσοκομείο, το αδύνατο σώμα της τώρα δεν ήταν γυμνό και λίγα σημάδια απέμεναν από την κακοποίησή της, λίγα εξωτερικά σημάδια. Στα μαύρα μάτια της καθρεπτιζόταν αυτό που ένιωθε. Σαν να διαισθάνθηκε το βλέμμα του η Γκαμπριέλα τον κοίταξε αλλά εκείνος είχε στρέψει την προσοχή του στο γραμματέα που πλησίαζε με τη Βίβλο για να ορκιστεί.
   -Δεν χρειάζεται, είπε ο Μπόνακορ, ο κύριος λοχαγός έχει δώσει όρκο στην πατρίδα που καλύπτει και αυτήν την περίπτωση.
   Ο γραμματέας αποσύρθηκε και ο εισαγγελέας πέρασε στην πρώτη ερώτηση.
   -Έχετε κάποια σχέση με την υπόθεση ή την κατηγορούμενη;
   -Ήμουν στο νοσοκομείο όταν την έφεραν, απάντησε ο Μάικ.
   -Γιατί;
   -Χρειαζόμουν ιατρική φροντίδα λόγω των καθηκόντων μου.
   -Για ποιο λόγο;
   -Αυτό είναι απόρρητο.
   -Μιλήσατε μαζί της;
   -Ήταν σε κατάσταση σοκ. Όχι.
   -Έχετε ενημερωθεί για την υπόθεση;
   -Όσο και ο καθένας εδώ μέσα.
   -Έχετε σχηματίσει άποψη;
   -Όχι.
   Ο καταιγισμός των ερωτήσεων δεν είχε πτοήσει στο ελάχιστο τον Ρέηντζερ και ο εισαγγελέας τον κοίταξε ανήσυχος. Το ένστικτό του του έλεγε να τον απορρίψει αλλά δεν ήθελε να το κάνει χωρίς καλή αιτίαση.
   -Που βρισκόσασταν τις τελευταίες μέρες;
   -Στη στρατιωτική βάση Ντάουνβιου.
   -Όταν η κατηγορούμενη καταδικαστεί, η ποινή θα είναι θάνατος.Έχετε πρόβλημα με αυτό;
   Η ερώτηση έφερε ένα χαμόγελο στα χείλη του Μακ Γκρέγκορ, ήξερε που το πήγαινε ο Μπόνακορ. Κάποιοι άνθρωποι δεν αντέχουν στην ιδέα του ότι θα καταδικάσουν κάποιον σε θάνατο και αποφεύγουν να κρίνουν ένοχο τον κατηγορούμενο. Αν έλεγε πως έχει πρόβλημα με την θανατική ποινή ο εισαγγελέας θα ζητούσε την εξαίρεσή του.
   -Έχω σκοτώσει πολλές φορές, είπε ο Μακ Γκρέγκορ, αν και ποτέ κάποιον που δεν το άξιζε. Αν η κατηγορούμενη αποδειχθεί ένοχη, πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας, και τότε μόνο, θα πρέπει να καταδικαστεί με την εσχάτη των ποινών.
   Ο Μπόνακορ κοίταξε υπολογιστικά τον Μακ Γκρέγκορ, η διατύπωση της απάντησης έδειχνε γνώσεις νομικής. Πόσο επικίνδυνος ήταν;
   Η Ιόλη αναρωτιόταν και αυτή για τον Μάικ Μακ Γκρέγκορ. Ήξερε λόγω περιστάσεων κάπως πιο πολλά πράγματα για' κεινον απ' ότι ο Μπόνακορ αλλά και πάλι αναρωτιόταν για τη θέση του σ' αυτήν την δίκη.
   -Έχω ξανακούσει τη φωνή του, είπε η Γκαμπριέλα σιγανά στην Ιόλη, δεν ξέρω που και πως.
   -Όπως είπε ήταν στο νοσοκομείο, παρατήρησε η Ιόλη, εκεί θα την άκουσες τη φωνή του.
   -Τότε ήταν κάπου κοντά μου..... δεν ξέρω είναι όλα τόσο θολά στο μυαλό μου αλλά θυμάμαι πως ένιωσα ότι δεν ήθελε το κακό μου, ήθελε να με προστατέψει.
   Η Ιόλη κοίταξε την κοπέλα δίπλα της σκεφτική, η Γκαμπριέλα ήταν σε κατάσταση σοκ επί τρεις ημέρες, τα όσα μπορεί να θυμόταν απ' αυτές ήταν υποκειμενικά και αναξιόπιστα αλλά δεν είχε κάτι καλύτερο για να αποφασίσει. Τότε το είδε, το βλέμμα του Μακ Γκρέγκορ, παγερό όσο κοιτούσε το ακροατήριο ή τον εισαγγελέα, έγινε για μια στιγμή βλέμμα συμπόνοιας καθώς σταματούσε στην κοπέλα που κοίταζε τα χέρια της όπως ακουμπούσε στο τραπέζι.
   -Εντάξει με' μενα, είπε ο Μπόνακορ έχοντας πάρει την απόφασή του.
   -Η υπεράσπιση, είπε ο δικαστής.
   -Δεν θα υποβάλλω ερωτήσεις, είπε η Ιόλη, εντάξει με την υπεράσπιση.
   -Κύριε Μακ Γκρέγκορ μπορείτε να περάσετε στις θέσεις των ενόρκων.
   Ο Μάικ το έκανε και κάθησε στην πρώτη σειρά των θέσεων. Ο πρώτος ένορκος για τη δίκη της Γκαμπριέλα Ράνσομ είχε εκλεγεί.

Σκέψεις Κάποιας Νύχτας

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Απόψε είναι μια από τις νύχτες που μου αρέσουν. Έξω γίνεται χαλασμός, δυνατός αέρας και βροχή, σκοτάδι. Μέσα έχω αφήσει μόνο το φως πάνω από το γραφείο μου και γράφω με τη συνοδεία μουσικής. Χαμένος στις σκέψεις μου με το μυαλό μου στον φανταστικό κόσμο της Έρεμορ όπου εκτελίσσεται το μυθιστόρημά μου έχω ξεχάσει τον κόσμο γύρω μου και ο κόσμος με έχει ξεχάσει.
   Αλλά όχι δεν έχω ξεχάσει τελειως τον κόσμο. Η σκέψη μου μπορεί να βαδίζει στα αιματοβαμμένα πεδία της μάχης αλλά ταυτόχρονα επισκέπτεται και εσένα, την μόνη μου άλλη αδυναμία πέρα από το γράψιμο. Την μόνη άλλη παράμετρο που δεν θέλω να λείψει από τη ζωή μου. Το μόνο φωτεινό σημείο στο σκοτεινό τοπίο των ονείρων μου.
   Μόλις σου ευχήθηκα καληνύχτα αλλά νιώθω να μου λείπεις. Σε σκέφτομαι να κοιμάσαι ήσυχα, με την ανάσα σου τόσο απαλή ώστε να μην ακούγεται καν, αγκαλιασμένη με το αρκουδάκι σου. Να ταξιδεύεις σε όμορφα, γλυκά όνειρα ως το πρωί μακριά από τις σκέψεις που σε βασανίζουν και σε ταράζουν.
   Θα μπορούσα να σε κοιτάζω έτσι με τις ώρες, και παρότι θα ήθελα να χαιδέψω τα μαλλιά σου δεν θα το έκανα για να μη σε ξυπνήσω, ξέρω πόσο εύκολα ξυπνάς. Απλά θα σε κοιτούσα, να κοιμάσαι και να ονειρεύεσαι, και να χαμογελάς στα όμορφα όνειρα, το χαμόγελό σου γλυκιά ανάμνηση του τόσο ζεστού γέλιου σου.
   Κοιμίσου λοιπόν, εύχομαι όμορφα όνειρα και αγγέλων φτερουγίσματα να σε συντροφεύσουν ως το ξημέρωμα της νέας μέρας. Καληνύχτα.

Ο Πρώτος Ένορκος 12

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Η Γκαμπριέλα κρατούσε το κεφάλι της σκυφτό αποφεύγοντας να κοιτάξει το πλήθος που ωρυόταν για το κεφάλι της ή εκείνους που την υπεράσπιζαν διακινδυνεύοντας σε πολλές περιπτώσεις την υπόληψή τους αφού η κοινωνική απόρριψη σε αυτούς που ξεφεύγουν από την πλειονότητα είναι το ίδιο εύκολη όσο και καταχρηστική ή άδικη. Εκείνη ένιωθε να την πνίγει η ένταση που κυριαρχούσε και στης οποίας το επίκεντρο βρισκόταν η ίδια. Το αυτοκίνητο που τη μετέφερε τώρα ήταν πιο καθαρό από το αυτοκίνητο του Τζέντον αλλά η ψυχολογική της κατάσταση την έκανε να ασφυκτιά και έπαιρνε κοφτές βιαστικές ανάσες. Χοντρές στάλες ιδρώτα κυλούσαν από το μέτωπό της και ένιωθε ένα σφίξιμο στο στομάχι. Ένιωθε τόσο αδύναμη που φοβόταν πως δεν θα ήταν σε θέση να περπατήσει όταν θα την έβγαζαν από το περιπολικό.
   Το αυτοκίνητο σταμάτησε και οι συνοδοί της την έβγαλαν έξω. Η εμφάνισή της αναζωπύρωσε την ένταση. Οι υπερασπιστές την άρχισαν να φωνάζουν ρυθμικά το όνομά της ενώ ύβρεις και πρόστυχα σχόλια άρχισαν να εκτοξεύονται από την αντίθετη πλευρά μαζί τους και μια πέτρα που χτύπησε την Γκαμπριέλα στο μάγουλο αφήνοντάς της ένα ματωμένο σημάδι. Η κοπέλα βόγκηξε από το πόνο ενώ κάποιος - προστατευμένος από την ανωνυμία του πλήθους - φώναξε:
   -Δεν χρειάζεται δίκη λιθοβολείστε την την πόρνη.
   Η Γκαμπριέλα οδηγήθηκε μέσα στο μέγαρο σε ένα δωμάτιο δίπλα στην αίθουσα που θα εκδικαζόταν η υπόθεσή της. Η Ιόλη την περίμενε εκεί. Οι αστυνομικοί την άφησαν μόνη με τη δικηγόρο και βγήκαν, η δική τους δουλειά είχε ολοκληρωθεί, τώρα η κρατούμενη ήταν ευθύνη της αστυνομίας του Τορόντο και όχι της φυλακής.
   -Τι έπαθες; ρώτησε η Ιόλη πλησιάζοντας την.
   -Κάποιος αποφάσισε πως ήξερε την κατάλληλη ποινή για' μένα, είπε με πίκρα η Γκαμπριέλα, δεν έχει νόημα. Με έχουν ήδη καταδικάσει.
   Η Ιόλη την αγκάλιασε και η κοπέλα άρχισε να κλαίει.
   -Δεν μπορώ να το κάνω, είπε ανάμεσα στα αναφιλητά, με θεωρούν ήδη δολοφόνο.
   -Πρέπει, πρέπει να το κάνεις, είπε η Ιόλη, γιατί είσαι αθώα και είναι άδικο να περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου στη φυλακή επειδή αρνήθηκες να υποκύψεις αμαχητί στις ορέξεις ενός άνδρα που νόμιζε πως ήταν δικαίωμά του να σε κακοποιήσει.
   -Δεν έχω τη δύναμη να παλέψω. Και για ποιον άλλωστε; Δεν έχω κανέναν, οι γονείς μου με εγκατέλειψαν.
   Η Ιόλη κοίταξε τη συντετριμμένη κοπέλα και αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να την εμψυχώσει με κάποιο τρόπο. Η άρνηση της οικογενείας της να σταθεί στο πλευρό της την είχε πληγώσει ανεπανόρθωτα. Ακόμα και τώρα που η υπόθεση είχε πάψει να είναι μια υπόθεση βιασμού και ήταν πλέον φόνος όπου η κόρη τους ήταν κατηγορούμενη είχαν κρατήσει τις αποστάσεις αρνούμενοι να τη βοηθήσουν βρίσκοντάς της έναν δικηγόρο ή έστω με ένα επισκεπτήριο που θα ήταν βάλσαμο για την ψυχή της στην κατάσταση που βρισκόταν.
   -Πρέπει να παλέψεις για' σένα, για να μη ζήσεις όλη σου τη ζωή στην φυλακή, είπε τελικά.
   Τα λόγια της Νιέβανς καθώς την αποχαιρετούσε ήχησαν στα αυτιά της Γκαμπριέλα κάνοντας τη να ριγήσει. Τα μετέφερε στην Ιόλη.
   -Η Νιέβανς παρακάλεσε για τη θανατική ποινή όταν καταδικάστηκε, την προτιμούσε από τα ισόβια που της επιβλήθηκαν και έκτοτε έκανε πολλές απόπειρες αυτοκτονίας, της είπε η Ιόλη.
   -Έκανε άλλη μία, είπε η Γκαμπριέλα βλοσυρά.
   -Ξέρει πολύ καλά τι σημαίνει η φυλακή.
   Ένας αστυνομικός άνοιξε την πόρτα του δωματίου.
   -Πρέπει να μεταφερθεί στην αίθουσα, είπε.
   -Δυο λεπτά, απάντησε η Ιόλη, κλείσε την πόρτα σε παρακαλώ.
   Ο αστυνομικός το έκανε και η δικηγόρος στράφηκε στην Γκαμπριέλα.
   -Σου έφερα ρούχα.

   Η αίθουσα του δικαστηρίου ήταν μακρόστενη και ψηλοτάβανη με μεγάλα παράθυρα. Στη μια άκρη βρισκόταν η δικαστική έδρα με τις σημαίες του Καναδά και του Οντάριο πίσω της και δίπλα της τη θέση που κάθονταν οι μάρτυρες κατά την κατάθεση. Από την άλλη πλευρά ήταν η πόρτα που οδηγούσε στο γραφείο του δικαστή και στον απέναντι τοίχο η πόρτα που οδηγούσε στο δωμάτιο όπου βρισκόταν η Γκαμπριέλα με την Ιόλη. Στην απέναντι πλευρά της αίθουσας βρίσκονταν οι θέσεις των ενόρκων και η πόρτα που οδηγούσε στην αίθουσα που προοριζόταν για τις συσκέψεις τους.
   Απέναντι από το δικαστή βρίσκονταν οι θέσεις του κατηγόρου και της υπεράσπισης. Πίσω τους υπήρχε ένα χαμηλό ξύλινο κιγκλίδωμα και μετά οι θέσεις του κοινού όπου περίεργοι και δημοσιογράφοι συνωστίζονταν για να παρακολουθήσουν τη δίκη. Την πρώτη αυτή μέρα τις περισσότερες θέσεις τις είχαν καταλάβει οι υποψήφιοι ένορκοι. Οι δημοσιογράφοι με σημειωματάρια και φωτογραφικές μηχανές - ο δικαστής είχε αρνηθεί να επιτρέψει τηλεοπτική κάλυψη της δίκης προς μεγάλη απογοήτευση του Μπόνακορ - ήταν έτοιμοι για το κυνήγι της είδησης.
   Η Γκαμπριέλα μπήκε στην αίθουσα ντυμένη με μια απλή μπλε φούστα και ένα λευκό πουκάμισο και με τα μαλλιά της πιασμένα σε μια απλή αλογοουρά. Όπως την είχε συμβουλεύσει η Ιόλη δεν κοίταξε προς κανένα πρόσωπο μέσα στην αίθουσα αλλά κράτησε το βλέμμα της καθηλωμένο στις άδειες θέσεις των ενόρκων απέναντι της. Η εμφάνισή της συνοδεύτηκε από ψιθυριστά σχόλια και τα φλας των φωτογραφικών μηχανών. Κλονίστηκε αλλά η Ιόλη την έπιασε από τον αγκώνα και τη στήριξε ως που έφτασαν στην θέση τους. Η Γκαμπριέλα κάθισε ενώ η Ιόλη ακούμπησε στο τραπέζι μπροστά της το χαρτοφύλακα της και έβγαλε τα χαρτιά και τις σημειώσεις της.
   Αριστερά τους ο Μπόνακορ είχε ετοιμαστεί και στεκόταν όρθιος περιμένοντας την έναρξη της δίκης και αφήνοντας τους δημοσιογράφους να τον αποθανατίσουν με το χαμόγελο της σιγουριάς στο πρόσωπό του.
   Η πόρτα δίπλα στη δικαστική έδρα άνοιξε και ο γραμματέας του δικαστηρίου είπε δυνατά:
   -Παρακαλώ σηκωθείτε.
   Ο δικαστής πήρε τη θέση του και χτύπησε το μικρό ξύλινο σφυρί του στην έδρα.
   -Το δικαστήριο συνεδριάζει υπό τον εντιμότατο Στήβεν Άιρτον.
   Όλοι κάθισαν και πάλι. Η δίκη είχε αρχίσει.

Ο Πρώτος Ένορκος 11

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Δεύτερο



   Η Γκαμπριέλα ξύπνησε πριν ακόμα χαράξει νιώθοντας ένα σφίξιμο στο στομάχι. Ανακάθισε στο κρεβάτι σκεπτόμενη με φόβο που άγγιζε τα όρια του πανικού ότι σε λίγες ώρες θα άρχιζε η δίκη που πολύ πιθανόν να τερμάτιζε τη ζωή της. Αν καταδικαζόταν δεν θα αργούσε να οδηγηθεί στο θάλαμο όπου η θανατηφόρα ένεση θα ήταν η τελευταία της αίσθηση από τον κόσμο. Ένιωσε ξαφνικά να ασφυκτιά και σηκώθηκε από το κρεβάτι και άρχισε να πηγαινοέρχεται μέσα στο στενό χώρο του κελιού.
   Είχε περάσει και την προηγούμενη μέρα με την Ιόλη προετοιμαζόμενη για τη δίκη μιλώντας για τους μάρτυρες και τι πιθανόν θα κατέθεταν καθώς και για τις ερωτήσεις που ο εισαγγελέας θα της έκανε όταν θα κατέθετε εκείνη. Η παρουσία της Ιόλης και η πείρα της στα δικαστήρια την έκαναν να αισθάνεται πιο σίγουρη αλλά τώρα μόνη της στο μισοσκόταδο και την σχεδόν απόλυτη σιγή του κελιού της ήταν τρομοκρατημένη.
   Βήματα ακούστηκαν στο διάδρομο και η Γκαμπριέλα επέστρεψε στο κρεβάτι της, δεν ήθελε να δώσει αφορμή για να τη χτυπήσουν παραβιάζοντας τους κανονισμούς. Η πόρτα του κελιού της άνοιξε και η Νιέβανς μπήκε μέσα κάτω από τις βλαστήμιες των φρουρών της. Κάθισε στο κρεβάτι της και κοίταξε την Γκαμπριέλα με ένα σχεδόν εύθυμο ύφος.
   -Δεν κοιμάσαι; είπε ενώ οι δεσμοφύλακες απομακρύνονταν.
   -Όχι, ψέλλισε η Γκαμπριέλα φοβούμενη μην την ακούσουν. Δεν μπορώ, σε λίγες ώρες δικάζομαι. Εσύ που ήσουν;
   -Δοκίμασα να αποδράσω, είπε η Νιέβανς και σήκωσε τα χέρια της για να τα δει η συνομιλήτριά της. Νέα τραύματα κοσμούσαν τα χέρια της που ήταν επιδεμένα και πιο ψηλά από τους καρπούς τώρα.
   Ένα ρίγος διέτρεξε τη σπονδυλική στήλη της Γκαμπριέλα καθώς συνειδητοποιούσε πως εννοούσε την απόδραση η Νιέβανς. Η δολοφόνος ξάπλωσε στο κρεβάτι της και εκείνη έμεινε βυθισμένη στις σκέψεις της ως την ώρα που οι δεσμοφύλακες ήρθαν για να την πάρουν. Σηκώθηκε καθώς άνοιγε η πόρτα του κελιού και ένας από τους φρουρούς έλεγε:
   -Μη χασομεράς Ράνσομ! Έξω, γρήγορα.
   Η Νιέβανς σηκώθηκε από το κρεβάτι της και ασυναίσθητα οι δυο φρουροί έπιασαν τα όπλα τους. Εκείνη γέλασε με ένα εφιαλτικά παρανοϊκό γέλιο και μετά ξάφνιασε την Γκαμπριέλα αγκαλιάζοντάς την.
   -Καλή τύχη, της είπε ψιθυριστά, μην γυρίσεις εδώ πέρα. Κάνε ό.τι μπορείς για να το αποφύγεις.

   Ο Μάικ Μακ Γκρέγκορ ντυμένος με την επίσημη στολή του κατέβηκε από το τζιπ και κοίταξε το δικαστικό μέγαρο που στεγαζόταν στο παλιό δημαρχείο της πόλης. Η μισή αστυνομική δύναμη του Τορόντο πρέπει να ήταν μαζεμένη εδώ και υπήρχε ένας πολύ καλός λόγος γι' αυτό. Η δίκη είχε αποκτήσει δημοσιότητα, όπως είχε προβλέψει ο Βαλίν, και του χειρότερου είδους μάλιστα. Οι αστυνομικοί είχαν δημιουργήσει ένα μπλόκο μερικές δεκάδες μέτρα πριν την είσοδο του μεγάρου από το οποίο περνούσαν μόνο όσοι είχαν σχέση με τη δίκη και κάποιοι διαπιστευμένοι δημοσιογράφοι. Στο δρόμο μπροστά στο οδόφραγμα της αστυνομίας είχαν μαζευτεί τα μέλη δυο διαφορετικών παρατάξεων που οι αστυνομικοί κρατούσαν χωρισμένα ελπίζοντας να αποφύγουν τα έκτροπα.
   Αριστερά βρίσκονταν τα μέλη φεμινιστικών οργανώσεων που φώναζαν για την ελευθερία και την αθωότητα της Γκαμπριέλα Ράνσομ όπως και οι πολέμιοι της θανατικής ποινής και δεξιά εκείνοι που ζητούσαν την παραδειγματική τιμωρία της δολοφόνου με πρωταγωνιστές τα μέλη μιας οργάνωσης με την επωνυμία Φρουροί της Οικογένειας. Όσοι προσέρχονταν στο δικαστήριο αντιμετώπιζαν τις φωνές των δυο παρατάξεων που τους καλούσαν να ακούσουν τη συνείδησή τους ή τους απειλούσαν και τους πρόσβαλλαν με διάφορα επίθετα καθόλου κόσμια.
   -Ωραία, είπε βλοσυρός ο Βαλίν, ο Μπόνακορ έχει το σόου που ήθελε.
   -Ναι, είπε ο Μάικ, πάμε.
   Η στολή και το αυστηρό, σχεδόν απειλητικό, παρουσιαστικό του Μακ Γκρέγκορ του επέτρεψαν να περάσει ανέγγικτος μέσα από το πλήθος και να προχωρήσει προς το δικαστήριο. Πίσω του ακούστηκε μια κραυγή:
   -Θάνατος στη δολοφόνο.
   Το περιπολικό που μετέφερε την Γκαμπριέλα από τη φυλακή είχε φτάσει.