Ευχές

Author: Νυχτερινή Πένα /

Καθώς το 2023 μας αφήνει, θέλω να ευχηθώ σε όλους σας εκεί έξω, η νέα χρονιά να σας φέρει ό,τι επιθυμείτε, ό,τι εύχεστε και ό,τι ακόμα δεν έχετε σκεφθεί να ευχηθείτε.

Ημερολόγιο Συγγραφέα 3

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ακόμα μια χρονιά έφτασε στο τέλος της, μια χρονιά που ήταν εξαιρετικά παραγωγική στη συγγραφή και που έφτασα τα 1051 έργα, ολοκληρώνοντας 58 ενώ δύο είναι ακόμα εν εξελίξει, και κάνοντας και δύο εκδόσεις. Ας δούμε αναλυτικά τι πέτυχα.

Οι στόχοι που είχα θέσει για τη χρονιά ήταν οι εξής:

1. Το Στιλέτο Της Απογνώσεως, μια περιπέτεια φαντασίας που συνεχίζει τις ιστορίες της Έρεμορ (ολοκληρώθηκε)

2. Το τέταρτο βιβλίο των Χρονικών της Έρεμορ για έκδοση (εκδόθηκε)

3. Την επιμέλεια της Αγγλικής έκδοσης της Επιχείρησης Ιωνία (εκδόθηκε)

4. Ένα βιβλιοπαιχνίδι (είναι υπό σχεδιασμό)

5. Μια περιπέτεια εν μέσω μιας σφοδρής καταιγίδας.

6. Το επόμενο βιβλίο στη σειρά της Επιχείρησης Ιωνία (γράφεται)

7. Το επόμενο βιβλίο για την Έρεμορ  (σχεδιάζεται)

8. Μια ιστορική περιπέτεια στο Βυζάντιο, το ποια θα είναι ακριβώς έχει ακόμα να αποφασιστεί μιας και έχω τρία σενάρια κατά νου (κάνω την απαραίτητη ιστορική έρευνα)

9. Πιθανώς μια ιστορία για το 1922.

10. Τη συνέχεια της ιστορίας με τις Σταυροφορίες (ολοκληρώθηκε)

11. Μερικά ποιητικά έργα (έγραψα πολλά)

12. Το ιστολόγιο, είναι και αυτό ένα έργο αρκετών λέξεων.

13. Κάτι που δεν είναι συγγραφή αλλά είναι σχετικό, μια πλατφόρμα για δημοσίευση έργων μου (αυτό εγκαταλείφθηκε γιατί δεν γίνεται με την μορφή που θέλω)

14. Ένα διήγημα φαντασίας (ολοκληρώθηκε)

15. Μετάφραση του ως άνω για να πάει μια βόλτα στην Αγγλία (ολοκληρώθηκε)

16. Μια συγγραφική μελέτη (ολοκληρώθηκε).

17. Μια ερωτική ιστορία (ολοκληρώθηκε)

18. Μια αισθηματική - νεανική περιπέτεια (ολοκληρώθηκε)

19. Μια περιπέτεια (γράφεται)

20. Μια συλλογή κειμένων (ολοκληρώθηκε)

Ακόμα εκτός από τα πολλά ποιητικά έγραψα και μια συλλογή κειμένων επιπλέον, δύο αυτό βιογραφικά κείμενα και κάποια άλλα κείμενα που σχετίζονται με την αυτοβιογραφία μου. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι θα απολαύσω τις δάφνες μου και θα ξεκουραστώ.

Από αύριο αρχίζει ένα νέο έτος και θα έχει και αυτό το δικό του πρόγραμμα συγγραφής. Τα λέμε τότε!

Λίγο Πριν Την Αλλαγή

Author: Νυχτερινή Πένα /

… του έτους απλά συλλογιστείτε αυτά που κάνατε όλο το έτος και αυτά που ακόμα θέλετε να κάνετε και προγραμματίστε τα όλα να τα προσπαθήσετε αν όχι να τα πετύχετε μέσα στο νέο έτος.

Πείραμα Μνήμης

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ο Μαρκ Λούκας, ένας δικηγόρος, έχει μια ευτυχισμένη ζωή ως την ημέρα που ένα τροχαίο ατύχημα του κοστίζει την απώλεια της γυναίκας του που είναι έγκυος με το παιδί τους. Τώρα το μόνο που θέλει πλέον είναι να ξεχάσει. Αλλά αυτό ίσως να έχει γίνει και ο Μαρκ να βρίσκεται σε κίνδυνο.

Ένα καλό θρίλερ που δυστυχώς δεν προσφέρει μια ικανοποιητική ολοκλήρωση αφήνοντας τον αναγνώστη όχι απογοητευμένο αλλά με την αίσθηση ότι δεν πήρε ό,τι του είχαν τάξει.

Ιστολόγιο του μήνα – Δεκέμβριος 2023

Author: Νυχτερινή Πένα /

Τα γαλλικά μου είναι πολύ βασικά και δεν καταλαβαίνω πολλά πράγματα. Για το λόγο αυτό το σημερινό ιστολόγιο θα είχε περάσει χωρίς να το προσέξω αν μετά από τα γαλλικά δεν ακολουθούσε μια αγγλική λέξη που πάντα με έλκει, reading. Για να είμαι ειλικρινής η λέξη διάβασμα με έλκει σε όποια γλώσσα και αν είναι, οπότε είπα να ρίξω μια ματιά και σε αυτό το ιστολόγιο.

Ανακάλυψα ότι ο τίτλος είναι κυριολεκτικός και ασχολείται με το διάβασμα. Υπάρχουν παρουσιάσεις για πολλά βιβλία που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα προτιμήσεων καθώς και μια λέσχη ανάγνωσης οπότε είναι ένα ιστολόγιο που οι βιβλιοφάγοι δεν πρέπει να παραβλέψουν, το βρίσκετε εδώ: https://passepartoutreading.gr/

Χριστουγεννιάτικες Καμπάνες

Author: Νυχτερινή Πένα /

           Καμπάνες! Καμπάνες!

Όλες μαζί το διαλαλούν
και το φωνάζουν,
τα Χριστούγεννα σήμερα
όλοι γιορτάζουν.

Καμπάνες μεγάλες το φωνάζουν
με ήχο βαθύ και δυνατό
μέσα στη νύχτα το κραυγάζουν.

Καμπάνες μικρές και καθαρές
γλυκές – γλυκές, μελωδικές,
προσθέτουν τη φωνή τους
σε τούτη τη νυχτιά,
Χριστούγεννα ήλθαν ξανά!

Καμπάνες αντηχούν μες στη νυχτιά
καλούν τους πάντες να γιορτάσουν ξανά
Χριστούγεννα πάλι μέσα από την καρδιά
λέγοντας σ’ όλους Χρόνια Πολλά!

Διαφορετικά Χριστούγεννα - 3 Τέλος

Author: Νυχτερινή Πένα /

3.

 

Ο Μάρκος τυλίχτηκε καλά το μπουφάν του μιας και το κρύο ήταν τσουχτερότατο. Όλοι είχαν ντυθεί για το κρύο και ο Μάρκος είδε ότι είχαν ακόμα ένα γαϊδούρι τώρα φορτωμένο με πράγματα, πέρα από εκείνο που είχαν ο ιερέας με τον Μιχάλη.

Η διαδρομή ως το Κακοπέρατο ήταν μια δύσκολη, ειδικά στο σκοτάδι υπό το φως μερικών φαναριών αλλά την έκαναν με κέφι μιας και ήταν για καλό σκοπό. Τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα ενώ ο Μιχάλης με τον ιερέα έψελναν από τους ύμνους της εορτής με τη συνοδεία του μπάρμπα Μήτσου που αποδεικνυόταν πολύ καλλίφωνος με τη βαθιά φωνή του.

«Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός, ακολουθήσωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ…»

Παρά το χιόνι δεν δυσκολεύονταν να προχωρήσουν. Οι ντόπιοι ήταν συνηθισμένοι σε αυτό το έδαφος και στις καιρικές συνθήκες. Ακόμα και ο ιερέας δεν έδειχνε να πτοείται από τις δυσκολίες. Ο Μιχάλης δυσκολευόταν περισσότερο λόγω της κατάστασής του αλλά ακολουθούσε στα ίχνη των άλλων κάτι που έκανε το βάδισμα στο χιόνι λίγο πιο εύκολο. Η Χριστίνα φαινόταν να έχει δυσκολίες με το κρύο περισσότερο παρά με τη διαδρομή και αν είχε κάποια δυσκολία στο βάδισμα ήταν επειδή κρατούσε και το μωρό στην αγκαλιά.

Πέρασαν από το σημείο που ο Μάρκος είχε αναγκαστεί να αφήσει το αυτοκίνητό του. Το είχε βάλει κάτω από ένα δέντρο και έτσι το χιόνι δεν το είχε σκεπάσει. Ο Μάρκος πήγε και άνοιξε τον χώρο των αποσκευών. Πήρε κάτι τυλιγμένο και το έφερε στην Χριστίνα. Η κοπέλα είδε ότι ήταν ένα παλτό.

-Φόρεσέ το, είπε ο Μάρκος.

Κράτησε το μωρό για να μπορέσει η κοπέλα να φορέσει το παλτό πάνω από τα ρούχα της. Μετά πήρε και πάλι το μωρό στα χέρια της.

-Ευχαριστώ, είπε με ένα ζεστό χαμόγελο.

-Χρόνια Πολλά, της είπε. Και για τη μέρα και για τη γιορτή σου.

-Ευχαριστώ, είπε η κοπέλα και ξεκίνησαν να περπατούν δίπλα δίπλα με τον Μάρκο να τη βοηθάει όπου ήταν πιο δύσκολο το μονοπάτι.

Αυτή τη φορά η φωνή στο μυαλό του έμεινε σιωπηλή.

Ως που να φτάσουν στο εκκλησάκι είχε πιάσει να χιονίζει και πάλι και τα παιδιά έπιασαν να λένε το «Χιόνια στο καμπαναριό…»

Όταν φτάσανε μπήκαν μέσα και κάθισαν λίγο να ξαποστάσουν. Μετά οι γυναίκες έπιασαν να κάνουν λίγη φασίνα μέσα, ένα σκούπισμα και ξεσκόνισμα στους παμπάλαιους πάγκους που χρησίμευαν για στασίδια ενώ ο ιερέας με το Μιχάλη ετοίμαζαν τα των ακολουθιών. Ο πατέρας Σαμουήλ βάζοντας τα απαραίτητα ιερά σκεύη στην πρόθεση και την Αγία Τράπεζα ενώ ο Μιχάλης τα βιβλία στο αναλόγιο.

-Παππού γιατί σηκωθήκαμε τόσο πρωί για την εκκλησία; ρώτησαν τα εγγόνια του τον μπάρμπα Βασίλη.

-Γιατί πριν από πολλά χρόνια η Παναγία μας έτσι μέσα στη νύχτα γέννησε τον Χριστό μας. Να μια τέτοια νύχτα ήταν που ένα άγγελος εμφανίστηκε σε απλούς βοσκούς σαν εμάς να τους πει ότι γεννήθηκε ο Χριστός μας και πήγανε πρώτοι εκείνοι να προσκυνήσουν και μετά οι μάγοι με τα δώρα, χρυσάφι, λιβάνι και ένα πολύτιμο άρωμα που το λένε σμύρνα.

Ο Μιχάλης πήρε θέση στο αναλόγιο και ο Σαμουήλ έβαλε ευλογητός. Σαν να  μην είχε περπατήσει τόσο δρόμο και να μην ήταν γέροντας, ο ιερέας τέλεσε τον εσπερινό με την ίδια ζέση που θα το έκανε και στον καθεδρικό ναό. Ο Μιχάλης με την βοήθεια των δύο ηλικιωμένων βοσκών, που διάβασαν κυρίως τα αναγνώσματα, εκτέλεσε καθήκοντα ψάλτη. Οι υπόλοιποι παρακολουθούσαν με κατάνυξη.

Ο Μάρκος καθισμένος σε έναν πάγκο ένιωθε σαν να είχε μεταφερθεί σε έναν άλλο κόσμο, έναν κόσμο εξαϋλωμένο, πιο κοντά στον ουρανό παρά στις γήινες έννοιες και φροντίδες, έναν κόσμο για τον οποίο είχε μόνο ακούσει ως τώρα αλλά δεν τον είχε ζήσει. Έβλεπε τους ανθρώπους γύρω του να προσεύχονται και να είναι ταυτόχρονα ήρεμοι, και χαρούμενοι στο φως που έδιναν τα κεράκια τους και η λαμπάδα που είχαν στο ψαλτήρι για να βλέπουν τα βιβλία.

Τελειώσανε τον εσπερινό και μπήκανε στον όρθρο, έξω το χιόνι έπεφτε απαλό και πυκνό. Ο μπάρμπα Μήτσος βγήκε και χτύπησε την μικρή καμπάνα όταν άρχισε ο όρθρος και μετά στις καταβασίες ψέλνοντας και εκείνος:

-Χριστός γεννάται, δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε, Χριστός επί γης υψώθητε…

Την ξαναχτύπησε στη δοξολογία για να σημάνει ότι έφτανε η ώρα της λειτουργίας.

Ο Μάρκος απορούσε με το πώς δεν πεινούσε με τόσο λίγο φαγητό χθες, ή πως δεν νύσταζε με τόσο λίγο ύπνο. Δεν ήταν λίγος συνειδητοποίησε, είχαν κοιμηθεί νωρίς και έχοντας κάνει τόσο ήσυχο ύπνο, είχε ξεκουραστεί. Κοίταξε την Χριστίνα που παρακολουθούσε με την μικρή της πάντα στην αγκαλιά.

-Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε…

Ο Σαμουήλ με το άγιο ποτήριο στα χέρια, κοινώνησε όλο το μικρό του εκκλησίασμα εκτός του Μάρκου, που δεν είχε προετοιμαστεί για κάτι τέτοιο και δεν το είχε καν σκεφθεί και της ακόμα αβάπτιστης μικρής Αγγλικής, και μετά από λίγο έδωσε την απόλυση και τους μοίρασε το αντίδωρο. Κάθισαν μετά και ήπιαν καφέ και φάγανε λίγο, οι γυναίκες είχαν φέρει κεράσματα για να τους δυναμώσουν πριν πάρουν το δρόμο της επιστροφής.

Είχε ξημερώσει και ξεκινήσανε με τα παιδιά να τραγουδάνε:

«Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου…»

Ο Μάρκος πλησίασε τον Μιχάλη.

-Από το διάβασμά σου και μερικές άλλες παρατηρήσεις συμπέρανα ότι είσαι μορφωμένος. Και όμως δείχνεις να είσαι απόλυτα εξοικειωμένος με τη ζωή εδώ.

-Μπα! Είμαι παιδί της πόλης πίστεψέ με. Η απόλαυσή μου είναι τα βιβλία και με αυτά ασχολούμαι αλλά για να νιώσεις τις γιορτές δεν χρειάζεται επιτήδευση ή μεγάλα πάρτι, αρκεί μια ζεστή αγκαλιά, μερικοί δικοί σου άνθρωποι και αυτό είναι.

-Και αν δεν έχεις δικούς σου ανθρώπους;

-Βρίσκεις.

Το βλέμμα του Μάρκου πήγε στην Χριστίνα.

-Ναι, είπε ο Μιχάλης, και έτσι γίνεται. Αν δεν έχεις κάνεις.

-Θέλω να τη βοηθήσω, ξέρεις.

Ο Μιχάλης χαμογέλασε. Ναι, αυτό ήταν μια αρχή, θα τη βοηθούσε και αυτό θα τους έφερνε κοντά και ίσως και μαζί μετά.

-Να το κάνεις, είναι και αυτό μέσα στον εορτασμό των Χριστουγέννων.

-Μπορεί να έχεις δίκιο. Αυτά είναι σίγουρα τα πλέον διαφορετικά Χριστούγεννα που έχω κάνει.

-Μπορεί, είπε ο Μιχάλης με ένα χαμόγελο καθώς έφταναν στο σπίτι, και μετά πρόσθεσε, αλλά σίγουρα θα έχουν από το καλύτερο φαγητό!

Ο Μάρκος άρχισε να γελάει, οι μυρωδιές μέσα από το σπίτι τον βεβαίωναν για αυτό.  Κοίταξε την Χριστίνα που του χαμογέλασε.

Ναι, δεν θα ήταν μόνο το καλύτερο φαγητό που θα έπαιρνε από αυτά τα τόσο διαφορετικά Χριστούγεννα.

 

Τέλος

 

Διαφορετικά Χριστούγεννα - 2

Author: Νυχτερινή Πένα /

2.

 

-Ποιος είναι τέτοια ώρα; είπε η Μάρθα και κοίταξε τον άνδρα της.

-Και γιατί δεν τον γαύγισε ο Λεβέντης; είπε ο γερό βοσκός.

Σηκώθηκε να πάει να ανοίξει. Το έκανε επιφυλακτικά μιας και ο άνεμος απειλούσε να φέρει μέσα όχι μόνο κρύο αλλά και μπόλικο χιόνι. Στο άνοιγμα στεκόταν μια φιγούρα κουκουλωμένη με πολλά ρούχα για το κρύο και με ένα μπογαλάκι στην αγκαλιά.

-Σας παρακαλώ, είπε μια απαλή φωνή που ίσα ακουγόταν πάνω από τη βοή του αέρα. Χρειάζομαι ένα κατάλυμα. Αν μείνω έξω… θα πεθάνουμε από το κρύο.

Ο Μάρκος που παρακολουθούσε την σκηνή νόμιζε ότι ήταν ο μόνος που κατάλαβε την ασυμφωνία στα λόγια της φιγούρας αλλά είδε ότι ο Μιχάλης είχε επίσης συνοφρυωθεί.

-Έλα μέσα, είπε ο Βασίλης.

Η φιγούρα μπήκε μέσα και ο γερό βοσκός έκλεισε την πόρτα. Η φιγούρα κατέβασε το σάλι από τα μαλλιά της και αποκάλυψε το λεπτό πρόσωπο μιας κοπέλας.

-Η κόρη του Τζανή, είπε μια από τις νύφες του μπάρμπα Βασίλη, η αστεφάνωτη. Θα τη βάλουμε μέσα στο σπίτι μας τέτοια μέρα;

-Τασία, είπε αυστηρά εκείνος. Τέτοια μέρα θα την βάλουμε στο σπίτι μας γιατί Εκείνος που αύριο θα γιορτάσουμε τη γέννησή Του, μας άφησε παραγγελία να φιλοξενούμε εκείνους που το χρειάζονται στο όνομά Του.

Η γυναίκα στραβομουτσούνιασε αλλά ο ιερέας είπε:

-Ναι, τέκνον μου, καλά σου λέει, ο Κύριος είπε ξένος ήμουν και με φιλοξενήσατε.

-Ευχαριστώ που μας δεχθήκατε, ξέρω ότι δεν είναι μια νύχτα για να φιλοξενήσει κανείς ξένους, είπε η κοπέλα.

-Ειδικά αυτή είναι η κατάλληλη νύχτα, κορίτσι μου. Έλα μη ντρέπεσαι και απόψε ο Πανάγαθος μας έφερε κι άλλους ξένους.

-Ευχαριστώ πάντως. Δεν ανοίγει κανείς εύκολα την πόρτα του.

-Είσαι καλός άνθρωπος, αφού ο Λεβέντης σε άφησε να περάσεις και δεν ξεσήκωσε τον κόσμο, πάει να πει ότι είσαι εντάξει, δεν αφήνει εύκολα να περάσει κανείς την πόρτα.

Ο Μάρκος δεν πρόσεχε τι έλεγαν. Τον είχαν μαγνητίσει τα όμορφα μαύρα μάτια και το γλυκό πρόσωπο της κοπέλας. Ο Μιχάλης δίπλα του τον κοίταξε και χαμογέλασε. Η Μάρθα οδήγησε την κοπέλα να καθίσει σε μια καρέκλα και της έφερε μετά μια κούπα με γάλα και ψωμί.

Ο Μάρκος στράφηκε στον γέρο βοσκό.

-Νόμιζα ότι δεν κάνει να φάμε σήμερα.

-Εμείς που είμαστε γεροί και δεν έχουμε ανάγκη, παλληκάρι μου. Εκείνη πρέπει να φάει στην κατάστασή της.

Ο Μάρκος πήγε να αναρωτηθεί τι σήμαινε πάλι αυτό όταν το μπογαλάκι στα χέρια της κοπέλας κουνήθηκε και άφησε μια μικρή κραυγή. Είχε στην αγκαλιά της ένα μωρό. Αυτό ήταν λοιπόν το κοινωνικό στίγμα που δεν την έκανε ευπρόσδεκτη, είχε κάνει ένα παιδί εκτός γάμου.

Αρχίσανε να στρώνουν για την νύχτα.

Ο παππούς έλεγε στα εγγόνια του ιστορίες για τα καλικαντζάρια που σαν απόψε ανέβαιναν στον κόσμο να πειράξουν τους ανθρώπους.

-Κάθονται κάτω στα τρίσβαθα της γης και ροκανίζουν το δέντρο που τη στηρίζει μα σαν μυριστούν πως ήρθαν τα Χριστούγεννα βγαίνουν στον απάνω κόσμο και αρχίζουν τις σκανδαλιές. Χαλάνε τη φωτιά, σκορπούν τη στάχτη, χύνουν το γάλα και ξινίζουν το γιαούρτι. Γι’ αυτό δε σβήνουμε τη φωτιά όλες τις μέρες να κρατάει μακριά τα καλικαντζάρια. Μέχρι να φύγουν την παραμονή των Φώτων, πριν χτυπήσουν οι καμπάνες!

-Γιατί φεύγουν παππού τότε;

-Γιατί σαν όλα τα στοιχειά φοβούνται τον αγιασμό. Γι’ αυτό φεύγουν πριν ο ιερέας ραντίσει παντού με τον αγιασμό.

-Και τι γίνεται τότε παππού;

-Πάνε πάλι κάτω αλλά τι να δουν; Το δέντρο είναι και πάλι ολάκερο και αρχίζουν από την αρχή.

Ο Μιχάλης πήγε κοντά στον Σαμουήλ.

-Με την αλλαγή μας στο σχέδιο δεν κάναμε τον εσπερινό.

-Το πρωί, πριν τον όρθρο, είπε ο Σαμουήλ. Αφού φέτος δεν συνοδεύεται από λειτουργία. Θα το κάνουμε όπως στις αγρυπνίες.

Ο Μιχάλης έγνευσε και επέστρεψε στο μέρος που είχαν στρώσει για εκείνον. Μια και ήδη υπολόγιζε να κοιμηθεί στο εκκλησάκι είχε φέρει μαζί του έναν υπνόσακο τον οποίο θα χρησιμοποιούσε σαν σκέπασμα ξαπλωμένος πάνω στο χοντρό χαλί. Ο Μάρκος θα κοιμόταν επίσης εκεί και λίγο πιο πέρα είχε καθίσει η κοπέλα, οι τρεις ξένοι μαζί ενώ ο ιερέας θα κοιμόταν λίγο πιο ξέχωρα, σαν εκδήλωση σεβασμού στο σχήμα που έφερε.

-Από το στρατό είχα να κοιμηθώ στο πάτωμα, είπε ο Μάρκος.

-Δεν παραπονιέμαι, είπε ο Μιχάλης, θα είχα κοιμηθεί στο πάτωμα στο μικρό εκκλησάκι εδώ είναι πιο μαλακά και πιο ζεστά.

Ο Μάρκος στράφηκε στην κοπέλα περιμένοντας από εκείνη μια άλλη απάντηση, πιο κοντά στη δική του νοοτροπία.

-Μην κοιτάς εμένα, είπε εκείνη, είμαι ευτυχής που απόψε έχουμε μια στέγη πάνω από το κεφάλι μας και είμαστε στα ζεστά.

-Που κοιμάσαι συνήθως;

-Όπου βρω. Σε κανένα χάλασμα, σε παρατημένα σπίτια. Απόψε φοβήθηκα ότι θα ήταν το τέλος, δεν έβρισκα πουθενά να κοιμηθώ και αν ήξερα ποιου είναι αυτό το σπίτι δεν θα χτυπούσα γιατί θα έλεγα ότι δεν θα με δεχθούν. Ο πατέρας μου ζήτησε από τους χωριανούς να μην με δεχθούν και έφυγα πιο μακριά.

-Σε έδιωξε από το σπίτι και ζήτησε να μη σε φιλοξενήσει κανένας; είπε ο Μάρκος. Αυτό είναι πολύ σκληρό.

-Και ο πατέρας μου είναι, είπε η κοπέλα με ένα χαμόγελο πικρίας. Έμεινα έγκυος και ο… αγαπημένος μου έφυγε. Ο πατέρας μου με έδιωξε από το σπίτι και έμεινα σε μια φίλη ως που γέννησα. Μετά με ανακάλυψε και είπε σε όλους να μη με φιλοξενούν και να μη με βοηθούν.

Η κοπέλα σταμάτησε να μιλάει. Ο Μάρκος την κοίταζε, ήταν όμορφη κοπέλα, κάτι που φαινόταν παρά τις κακουχίες και τις δυσκολίες που περνούσε.

-Α, έτσι είπε ε; Πρέπει κάποιος να του βάλει λίγη γνώση. Ίσως πρέπει να του πει δυο λογάκια ο Βασίλης άμα κατέβει στο χωριό.

Η Μάρθα έφερε στην κοπέλα ένα πιάτο με ψωμί και τυρί.

-Έλα κόρη μου, είπε, φάε να καρδαμώσεις, θα χρειαστεί να φάει και τούτο δω το πλασματάκι σε λίγο.

Η κοπέλα έκανε να αφήσει το μωρό στο πάτωμα δίπλα της αλλά ο Μιχάλης της είπε:

-Μπορώ;

Εκείνη του το έδωσε και ο Μιχάλης το κράτησε προσεχτικά στα χέρια του. Το μωρό άνοιξε τα μάτια του και τον κοίταξε. Έβγαλε έναν σιγανό ήχο αλλά δεν έκλαψε.

-Τα καταφέρνεις καλά με τα μωρά, είπε ο Μάρκος γελώντας. Έχεις μεγαλώσει κανένα;

-Όχι, δεν είπαμε; Εργένης και χωρίς καμία οικογένεια, απάντησε ο Μιχάλης και στράφηκε στην κοπέλα. Πως τη λένε;

-Δεν την λένε, είπε η κοπέλα. Δεν την έχω βαφτίσει. Αλλά θέλω να της δώσω το όνομα της μάνας μου. Αγγελική.

-Εσένα πως σε λένε; ρώτησε ο Μάρκος.

-Χριστίνα, είπε η κοπέλα και χαμήλωσε το βλέμμα.

Σου αρέσει; είπε η κακή φωνούλα στο μυαλό του. Αυτή δεν είναι για εφήμερη σχέση. Απ’ αυτό χόρτασε. Ζητάει μια σιγουριά στην ζωή της, προσπαθεί να την φτιάξει από την αρχή.

Κάτι μέσα του τον έσπρωχνε να τη βοηθήσει. Και δεν ήταν μόνο η ομορφιά της. Είχε κάτι που τον τραβούσε, κάτι άσχετο με την εμφάνισή της. Το αδάμαστο πνεύμα της ίσως, το ότι δεν είχε αφεθεί στη μοίρα της αλλά πάλευε ενάντια στις αντιξοότητες.

Πέσανε για ύπνο. Ο Μάρκος έμεινε να κοιτάζει τα δοκάρια στο ταβάνι με τα διάφορα σκεύη και τρόφιμα κρεμασμένα από αυτά, το τζάκι που έκαιγε και τελικά αποκοιμήθηκε. Δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι λίγες φορές στη ζωή του ήταν τόσο γαλήνιος και ήρεμος.

 

Ξύπνησε από ένα άγγιγμα στον ώμο και όταν σηκώθηκε είδε ότι ήταν πολύ πρωί, είχε ξαστεριά και μπορούσε να δει τον ουρανό γεμάτο αστέρια. Όλοι είχαν σηκωθεί και ετοιμάζονταν. Είδε τον Μιχάλη να είναι καθισμένος στο πάτωμα έχοντας μαζέψει τα πράγματά του. Δίπλα του σε ένα μικρό στρώμα από δέρματα, ήταν το μωρό.

-Που είναι η μητέρα του; ρώτησε ενώ φορούσε το μπουφάν και τα παπούτσια του, τα μόνα πράγματα που είχε βγάλει για να κοιμηθεί.

Ο Μιχάλης του έδειξε την Χριστίνα. Είχε πάει παράμερα και είχε γονατίσει μπροστά στον πατέρα Σαμουήλ. Ο ιερέας είχε βάλει το επιτραχήλιο και είχε ακουμπήσει την άκρη του στο κεφάλι της κοπέλας με το χέρι του επάνω.

-Τι κάνει;

-Εξομολογήθηκε και της διαβάζει την ευχή της αφέσεως.

Ο Μάρκος δεν το σχολίασε, αυτή η ζωή του ήταν ξένη εδώ και πολλά χρόνια.

Εσύ χάνεις, είπε η φωνή στο μυαλό του, αυτή η ζωή τους χαρίζει γαλήνη και ψυχική δύναμη. Το βλέπεις στα πρόσωπά τους. Ακόμα και σε αυτής της κοπέλας που θα είχε κάθε λόγο να είναι απελπισμένη και έτοιμη να αυτοκτονήσει. Τη βλέπεις; Είναι τόσο γαλήνια, και τόσο μαχήτρια.

Ο Μάρκος έπρεπε να παραδεχτεί ότι έτσι ήταν. Η Χριστίνα ήρθε κοντά τους.

-Βοήθειά σου, είπε ο Μιχάλης, θα κοινωνήσεις;

-Ναι, μου είπε ότι η μοιχεία είναι μεγάλο αμάρτημα αλλά έκανα το σωστό με την Αγγελικούλα μου. Μου διάβασε την ευχή και μου είπε να κοινωνήσω τώρα στη λειτουργία. Δεν έχω κοινωνήσει εδώ και πάνω από δεκαοκτώ μήνες.

Ο Μιχάλης ένευσε και της έδωσε το μωρό της. Η κοπέλα τον ευχαρίστησε και πρόσθεσε:

-Ας την θηλάσω τώρα γιατί θα ξεκινήσουμε όπου να’ ναι.

Ο Μιχάλης σηκώθηκε και ο Μάρκος τον μιμήθηκε. Αφήσανε την κοπέλα μόνη της να φροντίσει το μωρό. Ο Μάρκος πήγε κατά την πόρτα και κοίταξε τον καιρό.

-Μη σε ξεγελάει, είπε ο μπάρμπα Μήτσος. Μην κοιτάς που ξαστέρωσε τώρα, θα ρίξει κι άλλο χιόνι.

-Όχι μόνο έχασα το ρεβεγιόν, θα κάνω και πρωτοχρονιά εδώ όπως πάμε, είπε ο Μάρκος αλλά χαμογελούσε.

-Και τι φοβάσαι; Ξύλα για το τζάκι έχουμε και για να φάμε έχουμε από όλα τα καλά.

Ο Μιχάλης πήγε κοντά στον Σαμουήλ που διάβαζε το μεσονυκτικό σαν να ήταν σπίτι του και έπιασε να τον βοηθήσει με τους ύμνους.

Είχαν μόλις τελειώσει όταν πλησίασε ο Βασίλης.

-Πάτερ, είπε, με την ευλογία σου, να ξεκινήσουμε;

-Ναι, πάμε.

Διαφορετικά Χριστούγεννα - 1

Author: Νυχτερινή Πένα /

1.

 

-Αναμένεται νέα επιδείνωση του καιρού μετά την άφιξη του χαμηλού βαρομετρικού που έχει επηρεάσει όλη τη χώρα φέρνοντας χιόνια και χαμηλές θερμοκρασίες.

Ο Μάρκος έκλεισε το ραδιόφωνο φουρκισμένος καθώς οδηγούσε στο ορεινό οδικό δίκτυο. Δεν θα έφτανε εγκαίρως. Τι ήθελε ο καιρός και άλλαξε τόσο απότομα; τώρα θα χαλούσε τελείως τα σχέδιά του. Μετά από τόση δουλειά είχε κανονίσει και αυτός να πάει για λίγη ξεκούραση και θα το έχανε από τον καιρό, θα αναγκαζόταν να σταματήσει σε ποιος ξέρει ποιο και από τον Θεό ξεχασμένο χωριό να περάσει τα Χριστούγεννα.

Προσπέρασε στο χιονισμένο δρόμο δύο πεζούς, ο ένας ήταν ιερέας, φορούσε το μαύρο ράσο και το χαρακτηριστικό καπέλο, να δεις πως το λέγανε; Καλυμμαύχι, θυμήθηκε. Περίεργο που το θυμήθηκε, χρόνια είχε να μπει σε εκκλησία και πολύ περισσότερο να μιλήσει σε παππά. Αλλά θυμήθηκε τη γιαγιά του, την κυρά Βαρέλαινα όπως την ήξεραν όλοι στο χωριό από τη δουλειά του άνδρα της, που ο πατέρας της ήταν παππάς και έλεγε ότι έξω από το σπίτι ή το ναό ο προπάππος του δεν το έβγαζε ποτέ το καλυμμαύχι. Δίπλα στον ιερέα περπατούσε ένας άνδρας με συνηθισμένα ρούχα, ντυμένος καλά για το κρύο. Κρατούσε και ένα ψηλό ραβδί πεζοπορίας, μάλλον για βοήθεια στο χιονισμένο έδαφος. Είχαν και ένα γάιδαρο που ακολουθούσε πιστά και τον κρατούσε από το χαλινάρι ο ιερέας. Ήταν φορτωμένος με ένα μεγάλο πλεκτό καλάθι από τα παλιά που έβλεπε κανείς μόνο σε εκθέσεις με είδη λαϊκής τέχνης και με ένα βαλιτσάκι από τη μια ενώ από την άλλη είχε ένα μικρό σακίδιο.

Τους άφησε πίσω και γρήγορα τους ξέχασε. Σκεφτόταν το πολυτελές ξενοδοχείο με τους επιφανείς προσκεκλημένους και το πλούσιο τραπέζι με το οποίο θα γιόρταζαν τα Χριστούγεννα που θα ξημέρωναν. Σαμπάνια, καλά κρασιά και εξαιρετικά εδέσματα, έτσι όπως γιορτάζουν εκείνοι που είναι κάποιοι. Ένα κλίμα χαράς και ευωχίας ακόμα και αν δεν ήξερες καλά ούτε τους συνδαιτημόνες σου.

Δεν χρειάζεται να τους ξέρεις εξάλλου, έτσι δεν είναι; είπε μια κακή φωνούλα μέσα του. Δεν έχεις και κανέναν, μόνος σου είσαι! Θα φας, θα πιείς, και θα ανταλλάξεις ευχές και αυτό είναι όλο.

Δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο, απλά να περάσει καλά και να ξεχάσει για λίγο τη δουλειά. Γι’ αυτό είχε κλείσει το πολυτελές αυτό ρεβεγιόν.

Και το οποίο δεν φαινόταν ότι θα κατάφερνε να δει. Το χιόνι πύκνωνε και πρόσθετε καινούρια στρώματα στο ήδη υπάρχον στο δρόμο. Σε λίγο δεν θα μπορούσε να συνεχίσει. Σχεδόν μόλις έκανε τη σκέψη βρήκε το δρόμο κλειστό. Σταμάτησε στην άκρη και βγήκε έξω βρίζοντας. Έβγαλε το κινητό του και έκανε να καλέσει βοήθεια αλλά διαπίστωσε πως δεν είχε σήμα. Με ακόμα περισσότερες βρισιές προχώρησε να βρει ένα σπίτι με τηλέφωνο.

Περπάτησε πολύ περισσότερο από όσο θα ήθελε και χάθηκε μέσα στο χιονιά. Δεν είδε τη στάνη παρά μόνο όταν έπεσε πάνω στην πόρτα της κάνοντας το τεράστιο τσοπανόσκυλο να τρελαθεί στο γάβγισμα. Η πόρτα στο χαγιάτι άνοιξε και ένας μεγαλόσωμος άνδρας κουκουλωμένος με μια βαριά κάπα άνοιξε. Του έριξε μια ματιά και είπε:

-Τι ζητάς εδώ πάνω αδερφέ;

-Έχασα το δρόμο μου, απάντησε ο Μάρκος.

-Πεζός;

-Όχι έχω αυτοκίνητο, ο δρόμος όμως έκλεισε από το χιόνι, έχετε τηλέφωνο μήπως για να δω τι μπορώ να κάνω;

-Τηλέφωνο; Όχι παλληκάρι μου, δεν έχω εδώ πάνω τηλέφωνο αλλά και ποιος θα βρεθεί να σε βοηθήσει; Πιάσαμε την αργία. Βάλε το αυτοκίνητο κανονικά στην άκρη και έλα μέσα να μην παγώσεις.

-Και να μείνω εδώ πάνω;

-Δεν έχει που να πας αλλού πιο κάτω έχει πάνω από ένα μέτρο χιόνι.

-Καλύτερα να γυρίσω πίσω, είπε σκασμένος ο Μάρκος.

-Ως που να φτάσεις στην Κατάρα θα έχεις αποκλειστεί.

-Να πάρει! είπε ο Μάρκος και πρόσθεσε μια βλαστήμια.

-Να σε χαρώ, του είπε ο βοσκός, μη λες τέτοια πράγματα σαν μέρα που’ ναι.

Ο Μάρκος πήγε και τακτοποίησε όσο ήταν δυνατόν το αυτοκίνητο, όχι ότι θα περνούσε κανείς και θα τον εμπόδιζε, και επέστρεψε στο χωριατόσπιτο ενώ ο βοσκός φώναζε στο τσοπανόσκυλο:

-Ει, Λεβέντη! Μην ξεσηκώνεις τον κόσμο, δεν ήρθε για τα πρόβατα ο άνθρωπος!

Στράφηκε στο Μάρκο:

 -Άντε έλα μέσα μην ξεπαγιάσεις.

Μπήκαν στο αγροτόσπιτο, ήταν μια μεγάλη ενιαία σάλα και ο βοσκός τον οδήγησε στο τζάκι που έκαιγε μια ζωηρή φωτιά. Από τα μαυρισμένα δοκάρια της οροφής κρέμονταν λουκάνικα και καλάθια με τυριά.

-Αν μη τι άλλο τρως καλά εδώ, σχολίασε.

-Αύριο, πρώτα ο Θεός, είπε ο άλλος.

-Γιατί σήμερα δεν κάνει;

-Όχι δα! κρέας και τυρί μια μέρα πριν τα Χριστούγεννα!

Ο Μάρκος κατάλαβε ότι είχε κάνει κάποιο είδος γκάφας, κάποια παράβαση στον κώδικα σωστής συμπεριφοράς αυτού του ανθρώπου και βιάστηκε να αλλάξει κουβέντα.

-Μόνος είσαι εδώ πάνω;

-Όχι, όλοι εδώ είμαστε, τα παιδιά είναι στο κατώι στα ζώα, η κυρά έχει πάει πιο πάνω στο μπάρμπα – Μήτσελα να τον καλέσει να έρθει εδώ μαζί μας.

Ένα χτύπημα στην πόρτα τον διέκοψε.

-Α αυτοί θα’ ναι, είπε ο βοσκός και πήγε να ανοίξει αλλά τον περίμενε μια έκπληξη.

Στην πόρτα στεκόταν ο ιερέας που είχε δει πιο μπροστά ο Μάρκος. Ο βοσκός, αν και ξαφνιάστηκε από την απρόσμενη επίσκεψη, είπε:

-Καλησπέρα δέσποτα, πως βρέθηκες εδώ πάνω;

-Καλησπέρα, καλά Χριστούγεννα. Πάω για το Κακοπέρατο. Περνάει το μονοπάτι;

-Θα ‘χει χιόνι μα περνάει, το κόβουν τα πεύκα από την πάνω μεριά και δε μαζεύει ποτέ πολύ. Αλλά τι πάει να κάνει η αγιοσύνη σου εκεί πάνω;

-Λέμε να λειτουργήσουμε στο μικρό εκκλησάκι εκεί, είπε ο ιερέας.

Ο πληθυντικός παραξένεψε το βοσκό. Ο ιερέας το κατάλαβε και έδειξε το δρόμο πίσω.

-Δεν είμαι μόνος, έχω και έναν βοηθό, έχουμε και το ζωντανό με τα πράγματά μας.

-Και θα πάτε εκεί πάνω;

-Ναι, θα συγυρίσουμε το εκκλησάκι, θα κάνουμε τον Εσπερινό. Θα κοιμηθούμε εκεί απόψε και σαν πάει πέντε θα βάλουμε ευλογητός.

-Και ποιος θα λειτουργηθεί;

-Όποιους στείλει ο Θεός.

Ο βοσκός κοίταξε έξω τον καιρό. Μετά στράφηκε πάλι στον ιερέα.

-Δέσποτα εμείς εδώ είμαστε μια οικογένεια, θα είναι ένας γείτονας ακόμα και πιο πάνω είναι ακόμα μια οικογένεια. Τι λες να μείνεις μαζί μας απόψε και το πρωί να ανεβούμε όλοι στο εκκλησάκι να μας λειτουργήσεις και να κατέβουμε να κάνουμε Χριστούγεννα εδώ;

Ο ιερέας το σκέφθηκε μια στιγμή και μετά φώναξε:

-Μιχάλη, έλα εδώ… Μην ανησυχείς, δεν πάει πουθενά μόνος του ο κυρ-Μέντιος.

Ο συνοδός του ιερέα πλησίασε με το μπαστούνι του στο χέρι και ο Μάρκος είδε ότι χώλαινε. Που πήγαινε μέσα στο χιόνι αφού δεν μπορούσε να περπατήσει καλά - καλά; Ο ιερέας εξήγησε την πρόταση του βοσκού και ο Μιχάλης ένευσε:

-Ό,τι νομίζετε πάτερ.

-Θα κάνουμε έτσι.

-Ας είναι ευλογημένο.

-Ελάτε, ελάτε, είπε ο βοσκός και άνοιξε την πόρτα, Μάρθα, φώναξε, έλα να κεράσεις τους ξένους μας.

Ο ιερέας και ο συνοδός του αλλά και ο Μάρκος στράφηκαν ξαφνιασμένοι στη γυναίκα που ανέβαινε την σκάλα για το χαγιάτι μαζί με έναν μεγαλόσωμο όσο και ηλικιωμένο βοσκό σκεπασμένο με μια χοντρή κάπα.

-Καλά Χριστούγεννα Βασίλη, είπε ο μεγαλόσωμος ξένος με μια βαθιά φωνή που ταίριαζε στο μέγεθός του.

-Καλά Χριστούγεννα, καλώς ήρθες στο σπιτικό μου.

Οι δύο βοσκοί αντάλλαξαν μια γερή χειραψία και κάθισαν όλοι κοντά στη φωτιά να ζεσταθούν αφού ο ιερέας και ο συνοδός του βγήκαν και ξεφόρτωσαν το υπομονετικό υποζύγιό τους που ο οικοδεσπότης τους οδήγησε μετά στο στάβλο με τα δικά του ζωντανά. Οι δυο βοσκοί κάθισαν σε χαμηλά σκαμνιά, ο ιερέας κάθισε σε μια καρέκλα, ο Μιχάλης προτίμησε να καθίσει πάνω σε μια βελέντζα δίπλα στο τζάκι. Ακούμπησε στον τοίχο αφήνοντας το μπαστούνι του στο πάτωμα.

-Πιο βολικά από τα χαμηλά σκαμνάκια, είπε στον Μάρκο που τον κοίταζε.

Εκείνος τον μιμήθηκε και κάθισε κοντά του πάνω στο μαλλιαρό, χωριάτικο χαλί.

-Από πού είσαι;

-Από την Αθήνα, γέννημα θρέμμα.

-Και πως βρέθηκες εδώ πάνω;

-Ήρθα για τα Χριστούγεννα. Ξέρω από παλιά τον πατέρα Σαμουήλ και ήρθα να τον δω και μιας και είχε την απόφαση αυτή για τα Χριστούγεννα είπα να μείνω.

Ο Μάρκος κούνησε το κεφάλι του.

-Δεν είχες να κάνεις τίποτα καλύτερο; Ρεβεγιόν;

-Πέρυσι ήμουν στην Τάιμς Σκουέαρ, εντάξει είναι μια εμπειρία αλλά δεν είναι αυτό που μετράει.

Είχαν αρχίσει να μαζεύονται και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του μπάρμπα Βασίλη, οι τρεις γιοι του με τις γυναίκες και τα παιδιά τους επιστρέφοντας από τις δουλειές και τις ετοιμασίες. Η γυναίκα του έψησε ψωμί στη φωτιά και έβαλε πάνω λάδι και ρίγανη και το πρόσφερε στους ξένους, στα παιδιά και τα εγγόνια της. Ανάψανε και δυο λάμπες με πετρέλαιο μιας και είχε πιάσει να σκοτεινιάζει.

-Ε, τι άλλο ήθελες δηλαδή;

-Τα Χριστούγεννα είναι μια διαφορετική μέρα, θέλει άλλα πράγματα για να την καταλάβεις. Να πας στην εκκλησία, να αφήσεις τις έννοιες και τις σκοτούρες σου στα χέρια Εκείνου που γεννήθηκε σε σπήλαιο και κοιμήθηκε σε φάτνη για να μας σώσει εμάς. Είναι μια γιορτή και μια μέρα να είσαι με την οικογένεια. Και για να σε προλάβω, αν δεν έχεις οικογένεια, κάτι άλλο θα γίνεται για να βρεις αυτήν οικογενειακή θαλπωρή όπως εγώ.

-Δεν έχεις οικογένεια;

-Όχι, είμαι μόνος μου… Αλλά να όπως είπα, κάτι γίνεται για να βρεις αυτό που χρειάζεσαι μια τέτοια μέρα.

-Κανέναν; Ούτε καν μια σχέση;

-Όχι, είμαι πολλά χρόνια εργένης.

Ο Μάρκος τον κοίταξε. Ήταν και ο ίδιος εργένης. Αλλά όχι γιατί δεν είχε βρεθεί η κατάλληλη κοπέλα για εκείνον. Ήταν γιατί προτιμούσε τις εφήμερες επιφανειακές σχέσεις, αυτές που δεν τον δέσμευαν.

Γι’ αυτό είσαι μόνος τώρα, ξαναγύρισε η κακή φωνούλα στο μυαλό του, γιατί το τίμημα της ανεμελιάς και της μη δέσμευσης είναι η απουσία οικογένειας, και οικείων, αγαπημένων προσώπων σε μέρες σαν και αυτή που ξημερώνει.

Βάλθηκε να κοιτάει τους οικοδεσπότες για να διώξει τις άσχημες σκέψεις. Είχαν μια ζεστασιά, οι κινήσεις και οι τρόποι τους.

Ένα χτύπημα στην πόρτα τους έκανε όλους να στραφούν προς τα εκεί.

Εφτά Φόνοι Στο Φόρουμ

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ρώμη, 63 π.Χ. Η αυτοκρατορία εκτείνεται από τη Μάγχη ως τον Εύξεινο πόντο και από την βόρεια Ευρώπη ως την Σαχάρα. Αλλά ενώ η πόλη ευημερεί κάποιοι κινούνται με σκοπό την ανατροπή του πολιτεύματος. Ο κυαίστορας Δέκιος Καικίλιος Μέτελλος έχει καθήκοντα στο κρατικό θησαυροφυλάκιο, στο ναό του Κρόνου. Όταν ανακαλύπτει εκεί μια μυστική συγκέντρωση όπλων παραξενεύεται και μετά από τη δολοφονία ενός συγκλητικού ξεκινά μια έρευνα που τον οδηγεί σε επικίνδυνα μονοπάτια ανάμεσα στους παίχτες της πολιτικής σκακιέρας της Ρώμης.

Ένα καλό αστυνομικό – ιστορικό μυθιστόρημα με τέλεια ισορροπία ανάμεσα στα ιστορικά στοιχεία και στη μυθοπλασία, με μυστήριο που κρατάει ως το τέλος. Η πιστή αναπαράσταση της Ρώμης στα τελευταία χρόνια της δημοκρατίας, οι προσεγμένες λεπτομέρειες αλλά και η γραφή θα ενθουσιάσουν κάθε αναγνώστη.

The Masters Of Darkness

Author: Νυχτερινή Πένα /

Lone Wolf returns to Magnamund from Daziarn, having completed his quest. However, what seemed like a few days in the strange realm of Daziarn is eight years in the world where he was born. The Empire of the Darklords has grown, and few nations remain against the forces of evil. Sommerlund is under siege, and, as if that were not enough, the Darklords themselves have become more powerful and can lead their armies into battle.

But not all is lost. Lone Wolf must manage to infiltrate enemy territory and reach the nightmarish city of Helgedad, the seat of Gnaag and the capital of the Darklords. He must kill Gnaag and trigger the destruction of the city.

The final adventure in the Magnakai series is a challenging mission in hostile territory. A mission that will be made more difficult by the lack of supplies and the restriction on using the Sword of the Sun. To succeed, Lone Wolf must rely on his abilities and whatever means he has more than ever, as the battle is not always the best choice.

Οι Κύριοι του Σκότους

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ο Μοναχικός Λύκος επιστρέφει στην Μάγκναμουντ από το Ντάζιαρν έχοντας ολοκληρώσει την αναζήτησή του. Αλλά αυτό που φάνηκε σαν μερικές μέρες στο αλλόκοτο πεδίο ύπαρξης του Ντάζιαρν είναι οκτώ χρόνια στον κόσμο όπου γεννήθηκε. Η αυτοκρατορία των Αρχόντων του Σκότους έχει μεγαλώσει και λίγα έθνη βρίσκονται πια απέναντι στις δυνάμεις του κακού. Η Σάμμερλαντ είναι υπό πολιορκία και σαν να μην φτάνει αυτό, οι ίδιοι οι Άρχοντες του Σκότους έχουν γίνει πιο ισχυροί και είναι σε θέση να οδηγούν τους στρατούς τους στη μάχη.

Αλλά δεν έχουν όλα χαθεί, ο Μοναχικός Λύκος πρέπει να καταφέρει να εισχωρήσει στο εχθρικό έδαφος και να φτάσει την εφιαλτική πόλη της Χέλγκενταντ την έδρα του Γκναάγκ και πρωτεύουσα των Αρχόντων του Σκότους. Πρέπει να σκοτώσει τον Γκναάγκ και να πυροδοτήσει την καταστροφή της πόλης.

Η τελευταία περιπέτεια της σειράς είναι μια δύσκολη αποστολή σε εχθρικό έδαφος. Μια αποστολή που θα την κάνει πιο δύσκολη τόσο η έλλειψη εφοδίων όσο και ο περιορισμός στη χρήση της Σπάθας του Ήλιου. Ο Μοναχικός Λύκος για να τα καταφέρει πρέπει να βασιστεί στις ικανότητές του και στα όποια μέσα έχει περισσότερο από ποτέ μιας και η μάχη δεν είναι πάντα η καλύτερη επιλογή.

Τα Μονοπάτια Του Έρωτα - 11 Φινάλε

Author: Νυχτερινή Πένα /

Επιβιβάστηκαν στα πούλμαν και ξεκίνησαν για το τελευταίο στάδιο του ταξιδιού της επιστροφής. Ο Μιχάλης κάθισε στη θέση του και έκλεισε τα μάτια του. Η Μαρία, που είχε καθίσει δίπλα του, τον άγγιξε στο χέρι.

-Κουράστηκες;

-Λίγο.

-Θέλεις να σε αφήσω να κοιμηθείς;

-Όχι, θα κοιμηθώ σπίτι.

Ο Μιχάλης πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της και η Μαρία χώθηκε στην αγκαλιά του.

-Θα μπορούσα να μείνω με τις ώρες έτσι, είπε ο Μιχάλης.

-Και εγώ, είπε η Μαρία. Είμαι ευτυχισμένη και το χρωστάω σε εσένα.

Ο Μιχάλης έσκυψε και τη φίλησε.

-Δεν χρωστάς τίποτα σε κανέναν, σου αξίζει να είσαι ευτυχισμένη.

 

Στην απέναντι πλευρά η Χριστίνα και ο Δημήτρης ήταν επίσης αγκαλιά, ανάμεσα στα φιλιά και τα χάδια, τα τελευταία καθόλου αθώα αλλά τελείως καλυμμένα από το σκοτάδι, έκαναν τα σχέδιά τους για τις διακοπές του Πάσχα που ήδη είχαν αρχίσει.

Μια θέση πιο πίσω, ο Ερνέστος κοιτούσε έξω με το μυαλό του να είναι στις μέρες που έρχονταν. Μακριά από το σχολείο ήταν ελεύθερος να βλέπει όσο ήθελε τη Δανάη.

 

Σταμάτησαν κοντά στην διώρυγα της Κορίνθου για ένα σύντομο δείπνο. Ο Μιχάλης και η Μαρία ετοιμάζονταν να κατέβουν όταν πέρασε δίπλα τους ο Σταύρος.

-Εγώ και εσύ, είπε στον Μιχάλη με το συνηθισμένο απότομο τρόπο του, πρέπει να τα πούμε.

-Όποτε θες.

-Τώρα, προς τη γέφυρα που είναι ερημιά και έχει ησυχία.

-Προχώρα και έρχομαι, είπε ο Μιχάλης.

Ο Σταύρος έφυγε και η Μαρία στράφηκε στον Μιχάλη με μάτια ορθάνοιχτα από τον φόβο.

-Μην πας, θα σου κάνει κακό!

Η Μαρίνα, από το πίσω κάθισμα, ήταν της ίδιας γνώμης.

-Δεν έχει καλό σκοπό, είναι παγίδα.

-Το ξέρω, είπε ο Μιχάλης, αλλά όπως είπε και ένας αρχαίος η ενέδρα που ανακαλύπτεται πληρώνεται με τόκο. Πηγαίνετε για φαγητό. Μαρία, θα μου παραγγείλεις και εμένα και έρχομαι.

Ενώ όλοι κατευθύνονταν προς το κοντινό Μακ Ντόναλντ’ς, ο Μιχάλης πήρε την αντίθετη κατεύθυνση. Άκουσε από μακριά το τραίνο που περνούσε για Πάτρα, Πύργο και Κυπαρισσία ενώ ανηφόριζε προς τη γέφυρα.

Μόλις βρέθηκε μακριά από τα φώτα και τον θόρυβο, είδε τον Σταύρο να τον περιμένει με τα χέρια στις τσέπες.

-Είσαι μεγάλος μπελάς, το ξέρεις;

-Σου χαλάω τις βρομοδουλειές; Συγγνώμη, τον χλεύασε ο Μιχάλης.

-Αλλά αυτό θα τελειώσει εδώ και τώρα.

Δύο άνδρες πετάχτηκαν πίσω από ένα παρατημένο φορτηγό και άρπαξαν τον Μιχάλη από τα μπράτσα.

-Τι κρίμα θα πουν, περιπλανήθηκε μέσα στη νύχτα, και δεν είδε πού πήγαινε, και έπεσε στο κενό.

Ο Μιχάλης έμεινε για σιωπηλός.

-Δεν θα γίνει.

- Α μπα; Και πως θα γίνει αυτό το θαύμα να γλιτώσεις;

-Πού ξέρεις; Να, μπορεί να κάνω απλά ένα μακροβούτι και να γλιτώσω.

-Είσαι τρελός! Θα πεθάνεις και θέλω να δω το πουτανάκι σου να κλαίει με απελπισία. Σκέψου να την έχεις γκαστρώσει κιόλας!

Χρειάστηκαν όλη τους τη δύναμη για να τον κρατήσουν οι άνδρες καθώς άκουγε τον Σταύρο να μιλάει έτσι για την Μαρία.

-Αφού είναι να πεθάνω, λύσε μου μια απορία. Τι είχε το κρασί που ήπιαν με την Μαρίνα την Τρίτη πριν τη ντίσκο; Η Μαρία κατάλαβε διαφορά όταν ξαναήπιε σαγκρία.

-Ένα μικρό δώρο από μένα, ένα φάρμακο. Κάτι σαν υγρό αντίστοιχο του χαπιού των βιαστών. Είναι πιο ελαφρύ αλλά μαζί με το αλκοόλ κάνει δουλειά. Έδωσα και στην Μαρίνα μην ανησυχείς.

-Είσαι καθίκι, είπε ο Μιχάλης, γι’ αυτό και θα πας φυλακή.

-Αλήθεια; Έχεις αποδείξεις;

-Μόλις το είπες.

-Σε εσένα, και θα πεθάνεις.

-Το είπες και σ’ αυτούς.

Άνδρες βγήκαν από τις σκιές και τους κύκλωσαν.

-Αστυνομία! Είστε υπό κράτηση.

Καθώς περνούσαν χειροπέδες στον Σταύρο, ο Μιχάλης του είπε:

-Είχα μιλήσει με την αστυνομία από την ώρα που πήραμε το πλοίο, μας παρακολουθούσαν από όταν φτάσαμε στην Πάτρα.

-Δεν έχω τίποτα πάνω μου… Δεν μπορείς…

-Δεν πέρασαν ακόμα 48 ώρες από την επίθεση στην Μαρίνα και σε εμένα, είσαι ακόμα εντός του ορίου του αυτόφωρου και ο Ραξής από’ δω θα σε τακτοποιήσει.

Ο επικεφαλής αστυνομικός ένευσε συμφωνώντας και ο Μιχάλης έφυγε. Αυτό τουλάχιστον είχε τελειώσει.

 

Δεν ήταν μόνο ο Μιχάλης που είχε απομακρυνθεί από την πολυκοσμία, το ίδιο είχε κάνει και ο Ερνέστος. Είχε και εκείνος δώσει ένα ραντεβού. Μόνο που το δικό του ραντεβού δεν ήταν ένα μίσους αλλά αγάπης. Στάθηκε σε ένα σημείο και περίμενε την Δανάη.

Η αγαπημένη του δεν άργησε να καταφτάσει. Με τους μαθητές όλους να τρώνε στο φαστ φουντ, οι τρεις καθηγητές ήταν αρκετοί για να τους προσέχουν και εκείνη μπορούσε να ξεγλιστρήσει για να τον δει. Τον πλησίασε χωρίς να την αντιληφθεί και τον ξάφνιασε:

-Ένα εκατομμύριο για τις σκέψεις σου.

Ο Ερνέστος γύρισε και χαμογέλασε.

-Μμ… για να δω. Σκέφτομαι μια όμορφη γυναίκα.

-Όμορφη;

-Την πιο όμορφη, είπε ο Ερνέστος και την αγκάλιασε.

Την ανασήκωσε στην αγκαλιά του και εκείνη τύλιξε τα πόδια της στη μέση του. Ο Ερνέστος τη φίλησε και η Δανάη το ανταπέδωσε με πάθος.

-Σε αγαπάω, της ψιθύρισε ο Ερνέστος.

-Και’ γω, είπε η Δανάη. Γιατί είσαι αυτός που είσαι, για το χαρακτήρα σου και την ψυχή σου και γιατί με κάνεις να νιώθω τόσο ανάλαφρη, σαν κοριτσόπουλο.

Ο Ερνέστος τη φίλησε.

-Τι θα κάνουμε τώρα; τον ρώτησε.

-Θα πάμε στην Αθήνα.

-Και αύριο;

-Τα σχολεία έκλεισαν ήδη για διακοπές. Δεκαπέντε μέρες δεν δίνουμε λόγο σε κανέναν. Μετά είναι ένας μήνας και κάτι και τέλος. Δεν θα είναι εύκολο, το ξέρω, να κάνουμε ότι δεν τρέχει τίποτα όσο θα είμαστε στο σχολείο. Αλλά μπορούμε να το κάνουμε.

Η Δανάη χαμογέλασε και τον φίλησε.

-Τη νύχτα δεν κοιμήθηκα καλά μόνη μου, είπε.

-Θα διορθωθεί αυτό απόψε, είπε ο Ερνέστος νιώθοντας ξαφνικά πανευτυχής.

Η έμμεση αυτή πρόσκληση να περάσουν την νύχτα μαζί σήμαινε τα πάντα γι’ αυτόν.

-Σκόπευα να πάω το Πάσχα στη Μονεμβασιά, της είπε. Θέλεις να έρθεις μαζί μου;

Η απάντηση ήταν ένα φιλί γεμάτο γλυκύτητα αλλά και πάθος.

 

Ο Μιχάλης επέστρεψε στο φαστ φουντ και βρήκε την Μαρία καθισμένη σε ένα τραπέζι με την Μαρίνα. Ήταν κάτι που δεν θα το περίμενε να το δει ποτέ πριν από το προχθεσινό πρωινό αλλά τα όσα είχαν μεσολαβήσει είχαν κλείσει το χάσμα μεταξύ των δύο γυναικών. Ο Μιχάλης κάθισε μαζί τους και η Μαρία τον αγκάλιασε φανερά ανακουφισμένη.

-Είσαι καλά; τον ρώτησε.

-Ναι, μην ανησυχείς. Ο Σταύρος δεν είναι, δεν θα τον ξαναδείτε για πολύ καιρό.

-Τι έγινε; ρώτησε η Μαρίνα.

-Τον πήρε η αστυνομία.

-Πώς; Γιατί;

-Γνωρίζοντάς σε, είπε ο Μιχάλης στην Μαρία έκρινα ότι την Τρίτη τη νύχτα δεν ενεργούσες κάτω από τη μέθη μόνο. Ξέρω ότι σε ωθούσε αυτό που νιώθεις αλλά δεν θα ήσουν τόσο τολμηρή ακόμα και μεθυσμένη. Η σαγκρία που ήπιατε είχε ένα φάρμακο για να εκμηδενίσει τις αναστολές σου.

-Δεν… ξεκίνησε η Μαρίνα αλλά ο Μιχάλης τη σταμάτησε.

-Δεν το ήξερες, ο Σταύρος έδωσε και σε σένα από αυτό. Όταν η Μαρία σχολίασε τη γεύση του κρασιού την Πέμπτη το βράδυ, σιγουρεύτηκα. Μετά, το πρωί, είδα εσένα.

-Ναι, είπε η Μαρίνα, και ντρέπομαι γι’ αυτό…

-Ένιωθες καλά;

-Όχι, ένιωθα αφύσικα ζεστή και κάπως… δεν ξέρω πώς να το πω. Σαν  να μην ήμουν όπως θα έπρεπε.

-Ήσουν στο τέλος της επίδρασης του φαρμάκου. Αλλά εκεί ο Σταύρος μού έδωσε ακόμα κάτι πιο χειροπιαστό, την επίθεση εναντίον σου. Αυτό αρκεί για το αυτόφωρο και ο Ραξής θα τον κάνει να κελαηδήσει και για τα υπόλοιπα.

-Θα χρειαστεί να καταθέσω; ρώτησε ανήσυχη η Μαρίνα.

-Δεν νομίζω, θα ομολογήσει, οπότε δεν θα χρειαστεί. Ο νόμος προστατεύει τα θύματα τέτοιων περιπτώσεων από τον διασυρμό. Μην το σκέφτεσαι.

-Δεν περίμενα τέτοια δράση από την αστυνομία, είπε η κοπέλα.

-Είχαν τον περιορισμό του χρόνου από το αυτόφωρο, ο Ραξής είναι προσωπικός φίλος και έτσι με άκουσε όταν του τηλεφώνησα. Αυτό που δεν περίμενα ήταν ότι θα έχει και ο Σταύρος φωνάξει από τα καλόπαιδα που γνωρίζει αλλά ο Ραξής είχε πάρει τα μέτρα του.

Ο Μιχάλης χαμογέλασε.

-Τέλος καλό, όλα καλά. Ας απολαύσουμε το δείπνο μας. Στην υγείας σας, κυρίες μου.

 

Μετά το φαγητό επέστρεψαν στα πούλμαν και ξεκίνησαν την τελευταία διαδρομή του ταξιδιού τους. Δεν άργησαν να φτάσουν και βέβαια να ξεσηκώσουν την γειτονιά αποβιβαζόμενοι με φωνές και γέλια, με υποσχέσεις για συναντήσεις την επόμενη μέρα και με καλωσορίσματα από τους δικούς τους που περίμεναν.

Ο Μιχάλης πήρε την Μαρία παράμερα και την κράτησε στην αγκαλιά του. Εκείνη ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του.

-Θα σε παίρνω τηλέφωνο, του είπε, ως που να γυρίσω και να μπορώ να σε δω.

-Ναι, ματάκια μου, και θα περάσουν οι μέρες. Μη λυπάσαι.

-Μαρία!

Ένας ψηλός καλοστεκούμενος άνδρας πλησίασε. Κοίταξε την Μαρία και μετά τον Μιχάλη εξεταστικά.

-Εσύ είσαι ο Μιχάλης, είπε ο Ιάκωβος Δερμίρης.

-Μάλιστα, είπε ο Μιχάλης κοιτώντας τον στα μάτια.

-Μαρία, η μητέρα σου σε περιμένει στο αυτοκίνητο.

Η Μαρία δίστασε για μια στιγμή και μετά κοίταξε τον Μιχάλη, εκείνος χαμογέλασε και τη φίλησε απαλά στο μέτωπο.

-Είναι όλα εντάξει, της είπε.

Η Μαρία τον άφησε και πήγε να βρει τη μητέρα της. Ο Ιάκωβος Δερμίρης δεν την ακολούθησε.

-Πρέπει να σε ευχαριστήσω, είπε ξαφνιάζοντας τον Μιχάλη.

-Για ποιο πράγμα;

-Η Μαρία είναι άρρωστη, το ξέρεις αυτό. Μια στιγμή που φοβόμασταν ήταν η στιγμή που θα γινόταν γυναίκα, είναι μια έντονη στιγμή και οι γιατροί φοβούνταν ότι θα μπορούσε να την σκοτώσει. Την οδήγησες μέσα σε αυτήν την εμπειρία με τον καλύτερο τρόπο και μας την έφερες πίσω πιο καλά από ποτέ. Δεν την έχω ξαναδεί τόσο λαμπερή και χαρούμενη όσο απόψε.

-Της αξίζει να είναι ευτυχισμένη.

-Γι’ αυτό σε ευχαρίστησα, γιατί νοιάζεσαι για εκείνη. Όπως θα κατάλαβες ήδη, έχει χρήματα να μην της λείψει τίποτα. Το μόνο που δεν μπορούσαμε να της δώσουμε εμείς ή να το αγοράσουν τα χρήματα, της το έδωσες εσύ. Πρέπει να σου πω ότι έκανα μια μικρή έρευνα για το πρόσωπό σου και μπορώ να πω ότι με εντυπωσίασε η σταθερότητα που έχεις στις αρχές σου όσο και στην αφοσίωση που δείχνεις σε εκείνους που θεωρείς δικούς σου.

Για μια φορά στη ζωή του ο ετοιμόλογος Μιχάλης είχε μείνει άφωνος. Δεν περίμενε τέτοια αντιμετώπιση.

-Λοιπόν, είναι αργά, είπε ο Δερμίρης, να σε αφήσω να ξεκουραστείς. Δεν έχω αντίρρηση να βλέπεις την κόρη μου, ξέρω ότι θα την προσέχεις. Είσαι ευπρόσδεκτος να έρθεις και μαζί μας στις διακοπές του Πάσχα.

Ο Δερμίρης χαιρέτησε και έφυγε. Ο Μιχάλης στάθηκε και κοίταζε. Οι μαθητές έφευγαν σιγά – σιγά. Είδε τον Δημήτρη και τη Χριστίνα να φεύγουν αγκαλιασμένοι και τον Βαγγέλη κατσουφιασμένο να αναρωτιέται τι έγινε ο κολλητός του.

Η Μαρίνα και η Άντζι τον πλησίασαν καθώς ετοιμάζονταν να φύγουν μαζί. Η Μαρίνα τον αγκάλιασε και τον έσφιξε πάνω της ψιθυρίζοντας ένα ευχαριστώ. Η Άντζι την μιμήθηκε αλλά του έδωσε και ένα απαλό φιλί στο μάγουλο.

-Γιατί μου στάθηκες αληθινός φίλος, του είπε. Σε ευχαριστώ γι’ αυτό και να ξέρεις ότι θα είμαι εδώ για σένα.

Του ευχήθηκαν καλό Πάσχα και έφυγαν. Λίγοι είχαν μείνει πια από τους εκδρομείς. Ο Ερνέστος ήρθε δίπλα του και περίμενε και εκείνος ως που να μπορεί να φύγει η Δανάη.

Όταν τους πλησίασε εκείνη, ο Ερνέστος είπε:

-Να σε πάμε σπίτι;

-Όχι, θα περπατήσω. Πήγαινε εσύ.

-Όλα καλά;

-Ναι, απολύτως, ποτέ δεν ήταν καλύτερα, είπε ο Μιχάλης.

Ο Ερνέστος έφυγε μαζί με την Δανάη αφήνοντας τον Μιχάλη πια μόνο του. Ξεκίνησε για το σπίτι του.

Χαμογέλασε, η εκδρομή είχε τελειώσει, η ζωή τους μόλις άρχιζε.

 

 

Τέλος