Με Τη Σκέψη Σου

Author: Νυχτερινή Πένα /

Μου χαμογελάς
και μαζί σου γελάει ο ουρανός
χιλιάδες καμπάνες με γάργαρο γέλιο
απ' τα μυριάδες αστέρια
που μας κοιτουν από' κει ψηλά.

Μου μιλάς
και με μαγεύει ν' ακούω
την τόσο γλυκιά φωνή σου,
μου γελάς και ονειρεύομαι
τη μέρα που θα είμαι μαζί σου.

Ο χρόνος τελειώνει
αυτή είναι η τελευταία του νυχτιά,
τ' αστέρια κοιτάζω
με μια σκέψη μοναχά,
ο χρόνος που θα' ρθει να μας φέρει πιο κοντά.

Μυστικά Του Παρελθόντος (συνέχεια)

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Ο Ρωμανός κοίταξε τον Μιχάλη που διάβαζε το ημερολόγιο. Εκείνος έδειχνε ατάραχος αν και μια προσεκτική ματιά στο πρόσωπό του φανέρωνε το πόσο σκεφτικός ήταν. Ακουμπισμένος στον τοίχο διάβαζε με την προσοχή του αμέριστα δοσμένη σε αυτό.


   -Τι μας είπε δηλαδή; ρώτησε ο Ρωμανός.

   -Με αυτά που δεν μας είπε είναι σαν να μας είπε πολλά.

   -Είναι ώρα για γρίφους;

   -Γρίφοι; Ναι, γρίφοι στο σκοτάδι. Αλλά το σκοτάδι δίνει τη θέση του στο φως και οι γρίφοι θα βρουν την απάντησή τους. Σύντομα κιόλας.

   -Εννοώ σχετικά με το λεχρίτη που έχουμε μέσα.

   -Α! Με συγχωρείς. Δεν μας είπε τίποτα για την αδερφή του Δάια. Αλλά όπως λέει εδώ ήταν έγκυος. Και επειδή ο Δάια δεν έχει ανήψια αυτό με κάνει να αναρωτιέμαι. Αν αυτή που είναι δεν είναι αυτή που είναι τότε ποια είναι; Πότε και που γεννήθηκε η Αγγελική Δάια; Πότε πέθανε η μητέρα της και πότε η θεία της;

   -Πως θα το μάθουμε αυτό;

   -Άσε το σε' μενα, είπε ο Μιχάλης και πρόσθεσε με ένα πολύ τυπικό ύφος, που έκανε το Ρωμανό να γελάσει: Αιτούμαι υπηρεσιακό για την πόλη του Βαθέως κύριε αρχιφύλακα.

   -Αμέσως μόλις πάρουν το καθίκι απο τα χέρια μας. Βρες την άκρη Μιχάλη, η εξέλιξη που έχει πάρει αυτή η υπόθεση δεν μου αρέσει.

   -Ω θα τη βρω, να είσαι σίγουρος, μου αρέσει να ψάχνω αρχεία και να βρίσκω ασυμφωνίες ή να επαληθεύω στοιχεία. Εσείς να προσέχετε, μπορεί ο Δάια να θυμώσει που μαντρώσαμε το τσιράκι του.



   Ο Ρωμανός άφησε έναν στεναγμό ανακούφισης. Το τζιπ και το φορτηγό με το διοκητή και το κλιμάκιο από το τάγμα που είχε έρθει να παραλάβει τον κρατούμενο έφευγε. Είχαν όλοι μείνει απόλυτα ευχαριστημένοι με τις εξηγήσεις και είχαν συγχαρεί τον Ρωμανό για το επίτευγμά του.

   -Έτοιμος.

   Ο Ρωμανός γύρισε και είδε τον Μιχάλη να βγαίνει από το φυλάκιο. Είχε αντικαταστήσει τη στολή του με απλά καθημερινά ρούχα και τίποτα πάνω του δεν θύμιζε στρατιώτη.

   -Πως θα πας;

   -Έχω τηλεφωνήσει για ταξί.

   -Καλή επιτυχία. Βρες την άκρη.

   Ο Μιχάλης ένευσε και ξεκίνησε για το δρόμο.



   Ήταν οκτώ και είχαν εκπαιδευθεί για δουλειές ακριβώς σαν αυτή που καλούνταν και τώρα να κάνουν. Κινήθηκαν προς το ερημωμένο χωριό μέσα από τη ρεματιά με προσοχή για να αποφύγουν το φυλάκιο και όταν φτάσανε εντόπισαν αμέσως τους στόχους τους χάρη στην ειδική συσκευή θερμικής ανίχνευσης. Εισέβαλλαν στο σπίτι και χωρίς κανέναν δισταγμό χτύπησαν το νεαρό άνδρα που δοκίμασε να αντιδράσει. Άρπαξαν την κοπέλα και την ακινητοποίησαν. Ένας τους σκόρπισε τα φλεγόμενα ξύλα από την εστία στον υπόλοιπο χώρο. Η κοπέλα ούρλιαξε. Μετά αποκοιμήθηκε καθώς την ψέκασαν με ένα ειδικό σπρέι. Έφυγαν όπως ήρθαν κουβαλώντας την Αγγελική Δάια.

Μυστικά Του Παρελθόντος (συνέχεια)

Author: Νυχτερινή Πένα /


   -Ωραία, είπε βλοσυρά ο Μιχάλης που διάβαζε ήδη το ημερολόγιο της Άννας Δάια. Σε ακούμε, αν αυτά που θα πεις αξίζουν μπορεί να σε αφήσουμε να φύγεις.


   Ο άνδρας κοίταξε τον Ρωμανό.

   -Θα σε αφήσουμε αν μας πεις κάτι χρησιμο.

   -Βρίσκομαι εδώ όχι για να κατασκοπεύσω αλλά για να ψάξω για την κόρη του Δάια. Πιστεύει ότι ίσως κρύφθηκε η κόρη του σ' αυτό το χωριό. Με έστειλε να δω. Αν τη βρώ θα πάρω δέκα χιλιάρικα.

   -Να τη βρεις και να την πας πίσω. Και ο νεαρός; ρώτησε ο Ρωμανός.

   -Δεν τον ένοιαζε ακόμα και αν αναγκαζόμουν να του φυτέψω κανά δυο.

   -Γιατί όλος ο χαμός και αν τον κατηγορεί για απαγωγή γιατί δεν έχει κάνει μήνυση;

   -Δεν θέλει δημοσιότητα.

   -Για να μη γίνει σκάνδαλο;

  -Αυτό δεν το ξέρω. Μπορεί μιας και ετοιμάζεται να την παντρέψει με έναν φίλο του μεγαλοεπιχειρηματία. Άκουσα μια μέρα να συζητάνε κάτι για το δικαίωμά της και για ημερομηνίες αλλά όταν πλησίασα να ακούσω σταμάτησαν.

   -Μάλιστα, είπε ο Ρωμανός. Τι άλλο ξέρεις για το θέμα; η μητέρα της τι λέει για όλο αυτό;
   -Δεν έχει μητέρα.

   -Δεν έχει;

   -Όχι, αν ήσουν ντόπιος θα ήξερες ότι η Αγγελική Δάια πέθανε στη γέννα και γι' αυτό η μικρή πήρε το όνομά της.

   -Τι άλλο θα μπορούσες να μας πεις σχετικά;

   -Δεν υπάρχουν άλλα.

   -Παύλο, είπε ο Ρωμανός. πάρε το τάγμα και ενημέρωσε ότι έχουμε κάποιον που θα ενδιαφέρει το δεύτερο γραφείο.

   -Είπες θα με αφήσεις ελεύθερο, βρυχήθηκε ο άνδρας.

   -Είπα ψέμματα, είπε απλά ο Ρωμανός και έκανε νόημα στον Μιχάλη να τον ακολουθήσει έξω.

   Οι δυο ομόβαθμοι βγήκαν έξω. Ο Ρωμανός κάθισε σε ένα πεζούλι και πέρασε το χέρι του πάνω από το πρόσωπό του.

   -Τι λες; Το χειρίζομαι σωστά; ρώτησε.

   -Μια χαρά. Θα σε λατρέψουν στο τάγμα. Και αχρήστεψες τον τύπο, είδε δεν είδε δεν θα μπορεί να πει τίποτα στο Δάια για πολύ καιρό.

   -Πως θα βρούμε μια άκρη; Δεν μας είπε κάτι χρήσιμο.

   -Μας είπε.

   -Μας είπε; Εκπλάγηκε ο Ρωμανός.

   -Αν δεν είχαμε το ημερολόγιο ίσως όχι. Αλλά τώρα μας είπε, ναι.

Μυστικά Του Παρελθόντος (συνέχεια)

Author: Νυχτερινή Πένα /


   -Άννα Δάια; είπε η Αγγελική. Αυτό ήταν το όνομα της αδερφής του πατέρα μου, πέθανε πριν γεννηθώ.


   -Αλήθεια; είπε με ενδιαφέρον ο Μιχάλης. Μπορώ να το μελετήσω;

   -Ναι, είπε η κοπέλα, αν και δεν βλέπω τι θα μπορούσε να σε ενδιαφέρει.

   Ο Μιχάλης έβαλε το βιβλίο στην τσέπη του χιτωνίου του και την κούμπωσε. Μετά κοίταξε την Αγγελική σκεπτόμενος την πάντησή του. Δεν ήθελε να της αποκαλύψει το όνειρο του Ρωμανού αλλά ήταν πλέον πεπεισμένος πως είχαν οδηγηθεί στο ημερολόγιο και κάτι θα τους αποκάλυπτε αυτό.

   -Ίσως βρω κάτι που να μεταπείσει τον πατέρα σου σχετικά με όλο αυτό.

   -Δεν θα το ελπίσω αυτό, είπε θλιμμένα η Αγγελική, μόνο θαύμα θα άλλαζε την γνώμη του πατέρα μου.

   Ο Μιχάλης την κοίταξε κρύβοντας το ρίγος που τον διέτρεξε, ένα θαύμα έλεγε η κοπέλα. Αλλά μήπως τα όσα είχαν συμβεί ως τώρα ανήκαν στη σφαίρα του φυσιολογικού και κανονικού;

   -Έχε πίστη, είπε στην Αγγελική που τον κοίταζε.

   Ο Ρωμανός πήγε στην πόρτα και κοίταξε έξω.

   -Έχετε τρόφιμα και τα μέσα για να περάσετε μερικές μέρες εδώ;

   -Ναι, είπε ο Άγγελος. Ως που να δούμε τι θα κάνουμε.

   -Ωραία, μείνετε μέσα κατά τη διάρκεια της ημέρας. Αν θέλετε να βγείτε λίγο έξω μετά το σούρουπο που δεν θα σας δει κανείς.

   Ο Μιχάλης πήγε κοντά του και αφού κοίταξε το ζευγάρι βγήκε έξω να περιμένει το Ρωμανό. Ο άνδρας που είχε εξουδετερώσει πριν λίγο εκείνος ήταν ακόμα αναίσθητος και ο Μιχάλης σκέφθηκε ότι καλύτερα να καλούσε βοήθεια για να τον μεταφέρουν στο φυλάκιο. Έβγαλε το κινητό από την τσέπη του και το κανόνισε.



   Όταν ο άνδρας άνοιξε τα μάτια του ήταν γερά δεμένος σε μια καρέκλα και γύρω του ήταν μαζεμένοι και οι έξι άνδρες του φυλακίου. Το γεγονός ότι ο Μιχάλς ακόμα κρατούσε το όπλο του όπως και ο Παύλος, που ήταν σκοπός, και ότι Ρωμανός είχε περασμένο στη ζώνη του το πιστόλι που ανήκε σε' κεινον έκανε την εικόνα πιο εφιαλτική.

   -Ξυπνήσαμε βλέπω, είπε ο Ρωμανός, λοιπόν θα μας πεις τι έκανες εδώ και μας κατασκόπευες πριν καλέσουμε το τάγμα;

   -Δεν σας κατασκόπευα.

   -Αυτό το λες εσύ. Αντιμετωπίζεις κατηγορία κατασκοπίας.

   -Είμαι Έλληνας ηλίθιοι.

   -Ακόμα χειρότερα, είπε ξερά ο Μάρκος.

   -Αν μας πεις τι συμβαίνει εδώ πέρα με τον Δάια, θα σε αφήσουμε ελεύθερο, είπε ο Ρωμανός.

   -Θα σας πω την αλήθεια. Όλη την αλήθεια.

Ένα Μικρό Πρόβλημα

Author: Νυχτερινή Πένα /


   Ο ύπνος μας είναι απαραίτητος, πολλοί μπορεί να τον θεωρούν χάσιμο χρόνου αλλά χωρίς αυτόν θα πεθαίναμε. Δέκα μέρες με απόλυτη στέρηση ύπνου μπορούν να σκοτώσουν. Ο ύπνος χρειάζεται για να ξεκουράσει αλλά και να αποτοξινώσει τον οργανισμό, οκτώ ώρες είναι μια καλή διάρκεια ύπνου σε ένα εικοσιτετράωρο.


   Τον ονομάζουν και μικρό θάνατο γιατί κατά τη διάρκειά του χάνουμε συναίσθηση του περιβάλλοντος μας και βυθιζόμαστε σε μια λήθη. Και εδώ έγκειται ακριβώς το πρόβλημά μου. Δεν το βιώνω αυτό, ο ύπνος μου είναι μια ταραγμένη κατάσταση, σαν να βαδίζω στο όριο μεταξύ ξύπνιου και κοιμισμένου.

   Ποτέ δεν κοιμόμουν ήσυχα, εκτός από μια ευλογημένη περίοδο πριν λίγο καιρό, αλλά τώρα έχει πάρει άλλη διάσταση το θέμα. Δεν έχω πλήρη συνείδηση του περιβάλλοντος, δεν χάνω και απόλυτα την επαφή μου με αυτό. Τα όνειρά μου είναι το ίδιο και περισσότερο ταραγμένα. Η ξεκούραση μου μετά από όλο αυτό είναι περιορισμένη. Σχεδόν ανυπομονώ να περάσει η νύχτα και να ξημερώσει για να τελειώνω με τον ύπνο.

   Αλλά για να μην είμαι αχάριστος πρέπει να αναφέρω και το ένα καλό που η κατάσταση αυτή έχει, δίνει ιδέες για γράψιμο. Το αν το τίμημα που πληρώνω είναι μεγάλο μένει να το δούμε.

   Καληνύχτα, για εσάς που διαβάζετε δηλαδή, εγώ έχω όνειρα να αντιπαλέψω.

Μυστικά Του Παρελθόντος (συνέχεια)

Author: Νυχτερινή Πένα /


   -Παράξενο ε; Αλλά τι περιμένεις από ένα τέτοιο βράδυ που περάσαμε;


   Ο Μιχάλης τον κοίταξε και μετά είπε σκεφτικός.

   -Είναι αλήθεια ότι τα όνειρα προέρχονται από τα γεγονότα που έχουμε βιώσει και το μυαλό μας επεξεργάζεται ενώ κοιμόμαστε. Ο Κεκουλέ ανακάλυψε τον τύπο του βενζολίου έτσι. Οπότε το όνειρο που είδες δεν είναι παράξενο αλλά οι λεπτομέρειες με ξενίζουν.

   -Γιατί; Επειδή ήταν πολλές; Ήταν ένα τόσο ζωντανό όνειρο.

   -Γιατί είδες πράγματα που δεν τα ξέρεις. Το μονοπάτι για το χωριό κάποτε πήγαινε όντως ευθεία. Έχω βρει από που περνούσε πρώτα.

   Ο Ρωμανός κούνησε το κεφάλι του.

   -Σύμπτωση.

   -Είναι; Είδες ένα όνειρο με λεπτομέρειες που δεν μπορούσες να ξέρεις. Αναρωτιέμαι και τι άλλο μπορεί να είναι αλήθεια.

   -Πιστεύεις στα όνειρα;

   -Όχι, απάντησε ο Μιχάλης. Αλλά πιστεύω ότι δε βαδίζουμε μόνοι μας σε αυτόν τον κόσμο και η πρόνοια Εκείνου κατεργάζεται όλους τους τρόπους για να γίνει αυτό που πρέπει.

   -Και ποιο είναι αυτό στην περίπτωσή μας;

   -Αυτό δεν το ξέρω.

   -Σίγουρα δεν πιστεύεις ότι ο Θεός ασχολείται με ένα ζευγαράκι.

   Ο Μιχάλης κούνησε το κεφάλι του αλλά όχι στην άρνηση που ο Ρωμανός περίμενε.

   -Ποιος είμαι εγώ για να κατανοήσω τα έργα του Υψίστου; Εγώ απλά θα κάνω εκείνο που πρέπει.

   -Και ποιο είναι στην περίπτωσή μας το σωστό;

   -Να μάθουμε τι συμβαίνει εδώ. Αν βοηθήσει το ζευγάρι το να μάθουμε δεν θα είναι κακό.

   Ο Μιχάλης κάθισε στο κρεβάτι του και άρχισε να λύνει τα κορδόνια του αλλά σταμάτησε βλέποντας τον Ρωμανό να σηκώνεται και να ντύνεται. Έπιασε να δένει και πάλι τα κορδόνια του. Μόλις ετοιμάστηκε ο Ρωμανός βγήκαν και οι δυο από το φυλακιο με εκείνον να έχει και το όπλο του μαζί.

   Είχε πιάσει να χαράζει και ο Μιχάλης σταμάτησε για μια στιγμή να κοιτάξει την ανατολή. Η νέα μέρα άρχιζε με έναν όμορφο ουρανό αντάξιο του χρωστήρα ενός μεγάλου ζωγράφου. Μετά πήρε το δρόμο για το χωριό. Έδειξε στον Ρωμανό το παλιό μονοπάτι που εκείνος δεν ήξερε και όμως είχε δει τόσο σωστά στο όνειρό του. Προχώρησαν στο χωριό και πλησίασαν το σπίτι που είχε βρει καταφύγιο το ζευγαράκι των απελπισμένων αγαπημένων.

   Ο Ρωμανός προχώρησε πρώτος και ο Μιχάλης ακολούθησε πέφτοντας πάνω του όταν εκείνος σταμάτησε απότομα. Έκανε να μιλήσει αλλά ο Ρωμανός έφερε κοφτά το δείκτη στα χείλη. Πήρε το όπλο από τα χέρια του Ρωμανού και προχώρησε στο χώρο ανάμεσα στα δυο σπίτια που το προηγούμενο βράδυ είχαν αποφύγει εξ' αιτίας των εμποδίων που υπήρχαν και τώρα αχνοφαίνονταν στο γκρίζο φως της αυγής. Τα διέσχισε γρήγορα και μετά στάθηκε με την πλάτη στον φαγωμένο από τον καιρό τοίχο, έκανε νόημα στο Μιχάλη να παραμείνει στην θέση του. Εκείνος αναρωτήθηκε γιατί και τότε είδε τον άνδρα που πλησίαζε αργά και προσεκτικά στο σπίτι που βρισκόταν το κυνηγημένο ζευγαράκι.

   -Ακίνητος, πρόσταξε ο Ρωμανός σκληρά καθώς ο άνδρας περνούσε από μπροστά του, και τα χέρια πίσω από το κεφάλι.

   Ο άλλος γύρισε απότομα αλλά ο Ρωμανός ήταν πιο γρήγορος, χτύπησε με το κοντάκιο τον άλλο στο πρόσωπο και τον σώριασε αναίσθητο στο χώμα. Ο Μιχάλης βιάστηκε να πάει κοντά του και εκείνος του έδειξε τον αναίσθητο άνδρα. Στη μέση του είχε περασμένο ένα πιστόλι.

   -Μάντεψε ποιος τον έστειλε εδώ αυτόν, είπε ο Ρωμανός.

   -Τώρα μπλέξαμε για τα καλά.

   -Μπα μπλεγμένοι είμασταν, απλά τώρα θα πάμε ως το τέλος. Ο Δάια δεν μπορεί να στέλνει ανθρώπους του να κατασκοπεύουν εδώ και μάλιστα οπλισμένους.

   -Λες να πρόλαβε να αντιληφθεί ότι είναι εδώ αυτοί που ζητάνε;

   -Όχι. Αλλά το υποψιάζονται προφανώς. Καλά θα τον πάμε στο φυλάκιο για να είμαστε σίγουροι ότι θα αποπροσανατολιστεί. Αφού πρώτα ειδοποιήσουμε τους δυο τους να φυλάγονται.
   Χτύπησε την πόρτα και άνοιξε.

   Ο Άγγελος και η Αγγελική κάθονταν κοντά στη φωτιά σκεπασμένοι με μια κουβέρτα και προφανώς τόσο χαμένοι σε ένα δικό τους μυστικό κόσμο που δεν είχαν ακούσει το χτύπημα στην πόρτα. Ο Ρωμανός πήγε κοντά τους και τους καθησύχασε και τους ενημέρωσε για την επίσκεψη του πατέρα της κοπέλας στο φυλάκιο και την εξουδετέρωση του άνδρα έξω. Ο Μιχάλης πήγε στη στόφα και έβαλε το χέρι του μέσα στην καμινάδα. Το έβγαλε κρατώντας ένα βιβλίο.

   -Τι λες γι' αυτό; είπε και πριν ο Ρωμανός προλάβει να πει κάτι το άνοιξε.

   -Τι είναι;

   -Ημερολόγιο της Άννας Δάια, διάβασε ο Μιχάλης την πρώτη σελίδα και πρόσθεσε, ενδιαφέροντα όνειρα βλέπεις.

Ένα Αγόρι Και Ένα Κορίτσι

Author: Νυχτερινή Πένα /


   Αυτή η ιστορία αρχίζει όπως και χιλιάδες άλλες με ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Ένα μάλλον συνηθισμένο αγόρι και ένα μοναδικό κορίτσι.


   Το αγόρι είχε ζήσει ως τώρα μια μάλλον συνηθισμένη ζωή και αν υπήρχε πάνω του κάτι το όχι και τόσο συνηθισμένο ήταν η αγάπη του για τα βιβλία και η δίψα του για γνώση και η αδιάκοπη σχεδόν ενασχόληση με αυτά. Δεν ήταν όμορφος ή πλούσιος αλλά μια μέρα γνώρισε ένα κορίτσι. Για εκείνον ήταν το πιο όμορφο κορίτσι και την αγάπησε με όλη την δύναμη της ψυχής του. Εκείνη τον αγάπησε επίσης και ήταν ευτυχισμένοι. Αλλά όχι για πολύ, το κορίτσι έπρεπε να φύγει μακριά του και δεν θα είχαν πια ποτέ την ευκαιρία να μιλήσουν ξανά ή έστω να ανταλλάξουν ένα βλέμμα.

   Το αγόρι βυθίστηκε τότε σε μια θλίψη που όμοια της δεν είχε βιώσει ποτέ. Αν και εξωτερικά δεν άλλαξε τίποτα στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτα το ίδιο. Είχε πλέον αποφασίσει πως ότι είχε να πάρει από τους ανθρώπους το είχε πάρει και αφοσιώθηκε στη μελέτη του και στα βιβλία του ακόμα περισσότερο.

   Ως που γνώρισε το μοναδικό κορίτσι. Δεν ήταν η ομορφιά της που την ξεχώριζε, παρ' ότι μαγευτικά όμορφη, ήταν η ψυχή της. Είχε τον πιο ευγενικό χαρακτήρα που είχε ποτέ του συναντήσει και μια ψυχική δύναμη που δεν πίστευε ότι υπήρχε σε άνθρωπο. Δεν έβλεπε τον κόσμο παρά μόνο με τα μάτια της ψυχής της αλλά ακτινοβολούσε ένα δικό της φως. Και αυτό το μοναδικό κορίτσι άπλωσε τα χέρια και τον σήκωσε, του δίδαξε πως κάθε πτώση δεν είναι παρά μια νέα αρχή, τον κράτησε όρθιο για να βρει και πάλι το δρόμο του.

   Και τότε το αγόρι αγάπησε ξανά.

Ένα Μικρό Ποίημα

Author: Νυχτερινή Πένα /

Καινούρια μέρα ξημερώνει
και με το φως της
τη μορφή σου ανταμώνει.

Η μακριά νύχτα πέρασε
και είναι παρελθόν
το σύννεφό που σε σκίαζε
στον ήλιο χάθηκε και στο φως.

Είσαι ελεύθερη ξανά
από κάθε φόβο και σκέψη τραχιά
που σου βασανίζει την καρδιά.

Ελεύθερη να ζήσεις,
να δημιουργήσεις,
τη φλόγα που καίει μέσα σου
σε όλους να δείξεις.

Ελεύθερη να προσπαθήσεις
τα όνειρά σου να κατακτήσεις,
εκεί που θες να βρεθείς
γιατί το αξίζεις.

Μυστικά Του Παρελθόντος (συνέχεια)

Author: Νυχτερινή Πένα /


   -Όχι, είπε ο Μιχάλης, δεν τελείωσε. Τώρα αρχίζει.


   -Θα έχει και συνέχεια λες;

   -Ναι, είπε ο Μιχάλης, θα έχει. Ο Δάια θα θέλει να βρει την κόρη του και ο άλλος να διακριθεί συλλαμβάνοντας τον απαγωγέα.

   -Ναι, υποθέτω ότι έτσι είναι αλλά για' μας δεν τελείωσε;

   -Όσο τους προσφέρουμε κάλυψη όχι, δεν τελειώνει παρότι υπάρχει και άλλος δρόμος για το χωριό.

   -Δεν θέλω να τους παραδώσω και ούτε να τους πω να φύγουν.

   Ο Ρωμανός σηκώθηκε και μπήκε στο θάλαμο, ασφάλισε το όπλο του στην ειδική θέση και άρχισε να ξεκουμπώνει το χιτώνιό του. Δυο λεπτά αργότερα μπήκε και ο Μάρκος και άρχισε να ετοιμάζεται για ύπνο.

   -Ωραία ήταν η πρώτη μας μέρα εδώ, είπε χαμηλόφωνα για να μην ξυπνήσει τους υπόλοιπους που κοιμούνταν πλέον.

   -Ναι, ενδιαφέρουσα, απάντησε ο Ρωμανός χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει ένα χαμόγελο.

   Ξάπλωσε στο κρεβάτι του με τη σκέψη του να αναλύει όλα τα γεγονότα που είχαν συμβεί από την άφιξή του στο φυλάκιο.



   Είχε συναίσθηση ότι ονειρευόταν αλλά ταυτόχρονα ήταν τόσο ζωντανό όνειρο σαν να συνέβαινε πραγματικά. Κατηφόριζε το μονοπάτι από το φυλάκιο προς το χωριό. Ένιωθε το δροσερό αεράκι να χαιδεύει το πρόσωπό του και την πρωινή υγρασία να τον ραίνει με μικροσκοπικές στάλες καθώς περνούσε κάτω από δένδρα. Αλλά το χωριό δεν ήταν όπως το είχε δει το προηγούμενο βράδυ, ήταν τώρα κατοικημένο και τα σπίτια του περιποιημένα και όμορφα. Παιδιά έτρεχαν στα λιθόστρωτα δρομάκια του ενώ από τα σπίτια ακούγονταν φωνές και ήχοι των συνηθισμένων καθημερινών εργασιών.

   Το μονοπάτι δεν έστριβε λίγο πριν μπει στο χωριό αλλά πήγαινε ευθεία. Ο Ρωμανός το ακολούθησε προς το χωριό. Η μέρα ήταν συννεφιασμένη και θα ξεσπούσε καταιγίδα. Έφτασε στο χωριό, αλλά κανένας δεν έδειξε να τον προσέχει. Ούτε τα παιδιά που έπαιζαν στο δρόμο κυλώντας ένα μεγάλο μεταλλικό τσέρκι, τη στεφάνη από κάποιο παλιό βαρέλι, ούτε και οι δυο ηλικιωμένοι που μιλούσαν ήσυχα κάτω από τον μεγάλο πλάτανο. Προχώρησε στο δρομάκι με τις μπότες του να αντηχούν στις λειασμένες από τον καιρό και τον χρόνο πέτρες αλλά κανένας δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται τον κοφτό ήχο. Το δρομάκι, καθαρό από αγριόχορτα και εμπόδια τον έφερε σε ένα σπίτι που αναγνώρισε αν και το είχε δει μόνο νύχτα και σε μια κατάσταση ερήμωσης. Ήταν το σπίτι που κρυβόταν το ζευγάρι των απελπισμένων αγαπημένων.

   Τώρα όμως το σπίτι έδειχνε κατοικημένο. Πλησίασε και από την ανοιχτή πόρτα είδε μέσα την κουζίνα. Στη φωτιά που έκαιγε δυνατή βρισκόταν ένα μεγάλο τσουκάλι. Δεν έβλεπε το περιεχόμενό του αλλά μύριζε ωραία. Μπροστά στη φωτιά στεκόταν μια κοπέλα, ανακάτευε το περιεχόμενο με μια μακριά ξύλινη κουτάλα και τραγουδούσε ένα απαλό νοσταλγικό τραγούδι. Από την πόρτα που οδηγούσε στο υπόλοιπο σπίτι μπήκε ένας νεαρός άνδρας. Το βλέμμα του καρφώθηκε στον Ρωμανό αν και δεν έδειξε να τον βλέπει.

   Ένιωσε να ριγεί. Δεν είχε ξαναδεί τέτοια σκληρότητα σε βλέμμα όση σε αυτό το απροσδιόριστα οικείο βλέμμα. Κάτι του θύμιζε.

   -Αποφάσισες Άννα; είπε.

   -Όχι.

   -Εντάξει. Έχεις καιρό.

   -Δεν με κατάλαβες Λυκούργο, είπε η κοπέλα. Δεν θα ρίξω το παιδί.

   -Μα δεν μπορείς να το κρατήσεις. Να είσαι η......

   Ο νεαρός πήρε μια βαθιά ανάσα θυμωμένος. Ύστερα προχώρησε και βγήκε από την πόρτα περνώντας δίπλα από τον Ρωμανό χωρίς να τον αντιληφθεί. Η κοπέλα γύρισε έμεινε μόνη και πήγε στην εστία πάλι. Έβαλε το χέρι της με προσοχή στην καμινάδα και έβγαλε ένα αντικείμενο. Κοίταξε προς την πόρτα επιφυλακτικά και ο Ρωμανός δεν μπόρεσε να συγκρατήσει μια κραυγή έκπληξης. Ήταν η κοπέλα που είχε συναντήσει στον πλάτανο.

   Με την κραυγή αυτή ξύπνησε και ανακάθισε για να βρεθεί να κοιτάζει τον Μιχάλη. Εκείνος καθόταν με την πλάτη στο τζάκι που έκαιγε με μια ζωηρή φλόγα. Ήταν ντυμένος και ο Ρωμανός κατάλαβε ότι είχε μόλις τελειώσει η υπηρεσία του. Άρα ο ίδιος είχε κοιμηθεί πολύ λίγο.

   -Κάνεις ανήσυχο ύπνο, είπε σιγανά ο Μιχάλης.

   -Είδα ένα περίεργο όνειρο.

   Διηγήθηκε το όνειρό του περιμένοντας από το Μιχάλη να γελάσει και να τον πειράξει αλλά τον είδε να συνοφρυώνεται και να λέει:

   -Πολύ παράξενο. Πραγματικά πολύ παράξενο.

Λίγοι Στίχοι

Author: Νυχτερινή Πένα /

Περπάτησα σε πολλά μονοπάτια
αλλά εύκολα και άλλα
δύσκολα, στρυφνά.

Αλλά σε όλα είχα
φως και οδηγό
συμπαραστάτη και συνοδό
έναν άγγελο σωστό.

Τώρα όμως όχι πια
έφυγε από' μενα μακριά
και μ' άφησε
μόνο μου στην ερημιά.

Έτσι τώρα ψάχνω μοναχός
δρόμο να πορευθώ
αντάμα με το πιο δύσκολο εχθρό
τον ίδιο μου τον εαυτό.

Μυστικά Του Παρελθόντος (συνέχεια)

Author: Νυχτερινή Πένα /


   Ο Μάρκος που ήταν τώρα σκοπός διέταξε να σταματήσουν και ολοκλήρωσε τις προβλεπόμενες διαδικασίες με τον αξιωματικό που κατέβηκε από το πρώτο όχημα. Σήκωσε τη μπάρα και στο χώρο του φυλακίου μπήκαν τρία οχήματα, ένα τζιπ του στρατού, ένα περιπολικό και τελευταίο ένα ακόμα τζιπ, αυτό όμως από τα θηρία που οδηγούν εκείνοι που επιχειρούν να κάνουν επίδειξη των χρημάτων τους. Ο αστυνομικός που είχαν γνωρίσει – και εξοργίσει - βγήκε από το περιπολικό και από το τελευταίο αυτοκίνητο κατέβηκε ένας μεσήλικας ντυμένος με σκούρο κουστούμι.


   -Αυτός είναι ο Λυκούργος Δάια, ψιθύρισε ο Μιχάλης στο Ρωμανό.

   Ο αξιωματικός πλησίασε. Ο αστυνομικός έκανε να τον ακολουθήσει αλλά ένα βλέμμα του τον αποθάρρυνε. Στάθηκε πιο πίσω ξεφυσώντας.

   -Μάγκες μας ανάψατε φωτιές, είπε στους δυο υπαξιωματικούς, Ήρθε αυτός στο τάγμα ωρυόμενος ότι δεν τον αφήσατε να περάσει. Ζήτησε το διοικητή. Ο οποίος συμφώνησε ότι είχαν κάθε λόγο να βιάζονται οι αστυνομικοί αλλά οι κανονισμοί και οι διαταγές προβλέπουν ακριβώς αυτό που κάνατε.

   -Άρα όλα καλά.

   -Σχεδόν, αν ήταν όλα καλά δεν θα ήμουν εδώ. Οι αστυνομικοί χάσανε τα ίχνη αυτού που κυνηγάνε και είναι πυρ και μανία. Εν τω μεταξύ συμβαίνει κάτι περίεργο, μάλλον ο Δάια θέλει να μείνει μυστικό και επισήμως δεν υπάρχει καταδίωξη τίποτα.

   -Μάλιστα. Και εδώ τι θέλουν να κάνουν τώρα;

   -Ο Δάια ήθελε να σας μιλήσει και φυσικά σαν πολίτης δεν μπορούσε να έρθει μόνος του. Και μας ήρθε μαζί και ο άλλος.

   -Μάλιστα, είπε ο Ρωμανός.

   -Εσείς γιατί είσαστε οπλισμένοι; Περιμένατε μπελάδες;

   -Όχι, είπε ήρεμα ο Ρωμανός. Απλά η επιμονή τους να περάσουν μας έκανε να υποθέσουμε ότι κάτι συμβαίνει και είπαμε να ρίξουμε μια ματιά εδώ γύρω και κάτω στο χωριό.

   -Βρήκατε τίποτα;

   -Όχι, δεν θα έπρεπε κιόλας. Δεν είχε περάσει κανένας από' δω σήμερα.

   -Ένα ζευγάρι σε μηχανή;

   -Ζευγάρι; Δυο άτομα ψάχνουν; είπε ο Μιχάλης αρκετά δυνατά ώστε να τον ακούσουν ο αστυνομικός αλλά και ο Δάια. Ο Ρωμανός έκρυψε με κόπο το χαμόγελό του. Έπαιζε πολύ καλά θέατρο όντας εκείνος που τους είχε αφήσει να περάσουν.

   -Ναι, δυο, είπε ο Λυκούργος Δάια πλησιάζοντας, τους είδατε; Είναι η μοναχοκόρη μου και ο απαγωγέας της.

   -Απαγωγέας; Δεν φαινόταν φοβισμένη, είπε ο Ρωμανός, μήπως έχετε παρεξηγήσει το θέμα;

   -Τους είδατε; φώναξε ο Δάια και ο αστυνομικός κάγχασε “αχα! το' ξερα!”

   -Δεν ξέρω αν είναι εκείνοι που αναζητάτε αλλά εμφανίστηκε ένα ζευγάρι με μηχανή. Είχε δύσει ο ήλιος και δεν τους αφήσαμε να περάσουν οπότε και δεν ξέρουμε που πήγαν.

   -Γιατί δεν μας το αναφέρατε αυτό; μούγκρισε ο αστυνομικός.

   -Δεν μας ρωτήσατε, απάντησε ψυχρά ο Ρωμανός, Και δεν είναι κάτι το αξιοσημείωτο, μας συμβαίνει συχνά.

   -Οι περισσότεροι άνθρωποι στο νησί εχουν ξεχάσει πια το χωριό από' κάτω, είπε ο Λυκούργος Δάια. Αλλά η Αγγελική μπορεί να το θυμηθεί.

   -Και να ζητήσει καταφύγιο εδώ;

   -Καταγόμαστε από' δω, οπότε ναι. Αν συμβεί αυτό θέλω να με ειδοποιήσετε. Δεν θα φανώ αγνώμων.

   -Θα το έχουμε υπόψιν μας, είπε ο Ρωμανός.

  Ο Λυκούργος Δάια έγνευσε και απομακρύνθηκε. Ο αξιωματικός τον κοίταξε και μετά στράφηκε στους δυο ομόβαθμους.

   -Υποθέτω ότι τελειώσαμε με αυτό, και αφού ο Δάια είναι ικανοποιημένος είναι όλα εντάξει.

   Όταν έμειναν μόνοι ο Ρωμανός πήρε βαθιά ανάσα και κάθισε σε ένα πεζούλι. Ακούμπησε το κεφάλι του στον τοίχο.

   -Τελείωσε.

   -Όχι, είπε ο Μιχάλης, δεν τελείωσε. Τώρα αρχίζει.

Μια Μικρή Ιστορία

Author: Νυχτερινή Πένα /


   Κάποτε ζούσε ένα μικρό κοριτσάκι που ήταν πολύ γλυκό και πολύ όμορφο. Ήταν τόσο όμορφο που η μόνη ομορφιά που ξεπερνούσε αυτήν της εξωτερικής του εμφάνισης ήταν η ψυχική. Κυρίως εξ' αιτίας αυτής της δεύτερης την είχαν ονομάσει το Μικρό Ρόδο. Ήταν πάντα τόσο γλυκιά που με τα χρόνια όσο μεγάλωνε είχε ξεχαστεί το κανονικό της όνομα και όλοι την ονόμαζαν Μικρό Ρόδο.


   Το Μικρό Ρόδο όπως ήταν αναμενόμενο είχε πολλές φιλίες και το αγαπούσαν μιας και πάντα έκανε το καλύτερο για όσους μπορούσε και δεν χαλούσε εύκολα χατήρι. Μεγάλωνε και άνθιζε όπως το ομώνυμο λουλούδι.

    Τότε εμφανίστηκε η άλλη, είχε και εκείνη όνομα αλλά δεν το θυμόταν κανένας. Άλλαζε συχνά, σήμερα ήταν κάποια, αύριο κάποια άλλη. Δεν ήταν η κακία που την ωθούσε σε αυτό. Η άλλη ήταν απλά μια κοπέλα με ταραγμένο συναισθηματικό κόσμο και ένιωθε άδεια αλλά δεν μπορούσε να το γεμίσει μόνη της το κενό και προσπαθούσε να το κάνει με το να αντιγράφει τους άλλους.

   Έτσι όταν γνώρισε το Μικρό Ρόδο γοητεύθηκε από την προσωπικότητα και τη λάμψη του και αμέσως έπιασε να το αντιγράφει και όχι υιοθετώντας τα αξιέπαινα στοιχεία του που θα ήταν το σωστό. Άρχισε να αντιγράφει πιστά το Μικρό Ρόδο σε όλες τις δραστηριότητές του και τις πράξεις του. Ήθελε να πάρει τη θέση του και να ζήσει τη ζωή του. Είχε βρει το τέλειο υποκατάστατο στη δική της κενότητα. Άρχισε να προσπαθεί να το εξοβελίσει από τις παρέες του και να το αντικαταστήσει στις δραστηριότητές του. Και το Μικρό Ρόδο ένιωσε θλιμμένο και απογοητευμένο γιατί είχε προσπαθήσει να βοηθήσει την άλλη και εκείνη της το ανταπέδιδε έτσι. Παρακάλεσε την άλλη να το σκεφτεί ξανά και εκείνο θα τη βοηθούσε να φτιάξει μια δική της μοναδική ζωή αλλά η άλλη δεν το συζητούσε θα σφετεριζόταν αυτό που δεν ήταν ποτέ δικό της.

   Σε εκείνη όμως την ώρα που ήταν τόσο δύσκολη για το Μικρό Ρόδο αποδείχτηκε ότι δεν ήταν μόνο. Όλοι εκείνοι που είχε βοηθήσει και στηρίξει στάθηκαν στο πλευρό του όταν η άλλη άρχισε να προσπαθεί να το αντικαταστήσει. Απάντησαν στην άλλη και τις κατηγορίες της, περιέβαλαν το Μικρό Ρόδο με την αγάπη και την εμπιστοσύνη τους. Η άλλη έφυγε μακριά πιο κενή από ποτέ και το Μικρό Ρόδο χαμογέλασε ξανά.

Μυστικά Του Παρελθόντος (συνέχεια)

Author: Νυχτερινή Πένα /


   Κοίταξε τους δυο ένστολους απέναντί της για μια στιγμή.


   -Ονομάζομαι Αγγελική Δάια, είπε.

   -Αυτοκρατορικό όνομα, σχολίασε ο Μιχάλης, αλλά υποθέτω ότι είσαι κόρη του Λυκούργου Δάια.

   -Ναι, είπε η κοπέλα. Είμαι.

   -Ο πιο πλούσιος άνθρωπος στο νησί και από τους πλουσιότερους στη χώρα, διευκρίνισε στο Ρωμανό ο σύντροφός του. Έχει σχεδόν από κάθε είδος επιχείρησης στο νησί.

   -Είστε ντόπιοι; ρώτησε φοβισμένα η κοπέλα.

   -Όχι, από την Αθήνα είμαι, απάντησε ο Ρωμανός και στράφηκε στο Μιχάλη.

   -Και' γω, είπε ήσυχα εκείνος, απλά είμαι πολλούς μήνες στο νησί και έμαθα κάποια πράγματα. Εσύ είσαι λοιπόν η κόρη του Δάια. Εσύ;

   -Εγώ είμαι ένας απλός ιδιωτικός υπάλληλος, απάντησε ο νεαρός άνδρας. Και δεν κάνω για γαμπρός του Λυκούργου Δάια. Είμαι.... Εντάξει δεν είμαι φτωχός αλλά δεν είμαι και πλούσιος ειδικά σε σχέση με εκείνον. Και όταν η Αγγελική τόλμησε να πει κάτι την έκλεισε σπίτι.

   -Κλεφτήκαμε, είπε η κοπέλα. Αλλά είμαι ανήλικη και έτσι τώρα μας καταδιώκει η αστυνομία. Σας παρακαλώ να μην μας παραδώσετε σε εκείνους.

   Ο Μιχάλης στράφηκε στο Ρωμανό που έδειχνε σκεφτικός. Κοίταξε την κοπέλα και τον νεαρό αγκαλιασμένους.

   -Πως σε λένε;

   -Άγγελο.

   -Άγγελος και Αγγελική, είπε ο Ρωμανός, για σκέψου. Αν ο πατέρας σου ήταν άνθρωπος των οιωνών θα έπρεπε να δει ένα σημάδι σε αυτό. Προφανώς δεν είναι. Αλλά και εμείς δεν είμαστε αστυνομία και δεν έχουμε υποχρέωση να σας παραδώσουμε. Αφού είσαι εδώ με τη θέλησή σου δεν υπάρχει θέμα.

   -Ευχαριστώ, είπε η κοπέλα. Ξέρω ότι στους πιο πολλούς ακούγεται ανόητο ή μελοδραματικό να κλεφτούμε. Σαν Ρωμαίος και Ιουλιέτα μας χλεύασε....

   Ο Ρωμανός δεν άκουσε τη συνέχεια. Ένα ρίγος τον διέτρεξε. Θυμήθηκε την κοπέλα κάτω από τον πλάτανο και το παράδειγμα που είχε χρησιμοποιήσει.

   -Ποιος ξέρει ότι είσαστε εδώ;

   -Κανένας, είπε ο Άγγελος, ελπίζουμε τουλάχιστον.

   -Ήξερε κανένας ότι θα κλεφτείτε; Σας συνδέει τίποτα με το μέρος;

   -Όχι, είπε ο Άγγελος.

   -Ναι, είπε η Αγγελική.

   Το αγόρι της την κοίταξε έκπληκτο.

   -Η καταγωγή μας είναι από' δω, κανείς σχεδόν δεν το ξέρει. Δεν έχω έρθει ποτέ εδώ.

   -Μάλιστα, είπε ο Ρωμανός. Καλυψτε τη ρωγμη εκεί πέρα και δεν θα σας βρουν. Είδατε κανέναν εδώ τριγύρω από την ώρα που ήρθατε;

   -Όχι.

   Ο Ρωμανός στράφηκε στο Μιχάλη και του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Βγήκαν έξω στον παγωμένο αέρα της νύχτας. Πήραν το δρόμο για το φυλάκιο χωρίς να μιλάνε. Ο Ρωμανός ένιωθε κουρασμένος, είχε ασκήσει κανονικά καθήκοντα στο τάγμα πριν έρθει εδώ και το ταξίδι μαζί με όλα όσα είχαν γίνει απόψε τον είχε εξουθενώσει. Καθώς πλησίαζαν το φυλάκιο είπε:

   -Δεν είναι περίεργο που η κοπέλα αυτή στον πλάτανο ήξερε τι συμβαίνει; Δεν είδαν είπαν κάποιον.

   -Ήταν φοβισμένοι και βιάζονταν να κρυφτούν, μπορεί να μην την είδαν.

   -Και πως τα ήξερε εκείνη; Γιατί δεν μίλησε τυχαία για το Ρωμαίο και την Ιουλιέτα. Ήξερε ότι είναι ζευγαράκι που έχει κλεφτεί. Και αν η αστυνομία τους ψάχνει γιατί δεν μας στο είπαν; Θα τους αφήναμε να περάσουν τότε.

   -Δεν ξέρω. Αλλά δεν μου αρέσει η υπόθεση αυτή. Κάτι μας κρύβουν.

   -Πιστεύεις ότι έκανα το σωστό;

   -Με άκουσες να φέρνω αντίρρηση;

   Έφτασαν στο φυλάκιο ενώ στο κακοτράχαλο μονοπάτι φαίνονταν φώτα αυτοκινήτων. Οι φασαρίες για απόψε δεν είχαν ακόμα τελειώσει.

Χαμογέλασε

Author: Νυχτερινή Πένα /

Μια νέα μέρα ξημερώνει
με το φως της
το προσωπάκι σου χρυσώνει
και από το βαθύ ύπνο σε σηκώνει.

Το χθες πάει πέρασε,
έφυγε πια,
ανάμνηση έγινε και σε λίγο
ούτε αυτό πια.

Χαμογέλασε, πάει, πέρασε
άσε τη θλίψη να ξεχαστεί
και κάνε μια νέα αρχή.

Άσε το προσωπάκι σου
από χαμόγελο να φωτιστεί
δεν ξέρεις πως το περιμένουνε πολλοί
για να γίνει και η δική τους μέρα όμορφη.

Νυχτερινή Φίλη

Author: Νυχτερινή Πένα /


   Η νύχτα έχει προχωρήσει πολύ, όλοι κοιμούνται γύρω. Η σιγή θα ήταν απόλυτη αν δεν υπήρχε ο ήχος της βροχής που πέφτει απαλά. Δεν είμαι ωστόσο μόνος μου. Έχω εσένα κοντά μου. Κοντά μου και ταυτόχρονα μακριά γιατί δεν είσαι εδώ αλλά κάπου αλλού μπροστά από την οθόνη ενός υπολογιστή όπως και' γω. Αλλά ποτέ κάποιος δεν ήταν κοντά μου τόσο πολύ όσο εσύ. Ούτε γυναίκες που πήραν την αγάπη μου δεν επικοινωνούσαν μαζί μου όπως εσύ το κάνεις.


   Μιλάμε για τα πάντα, από τα πιο κρυφά μας αισθήματα και μυστικά μέχρι τα πιο κοινά πράγματα. Διαφέρουμε αλλά και έχουμε τόσα κοινά, καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο. Στις δύσκολες στιγμές είσαι εδώ για' μενα και όταν κάτι σε βασανίζει σε' μενα ανοίγεις την καρδιά σου.

   Δεν είμαστε εραστές αλλά την τρυφερότητα που μοιραζόμαστε θα τη ζήλευαν πολλά ζευγάρια. Έχουμε έναν μοναδικό ψυχικό δεσμό. Μια φιλία δυνατή, μοναδική.

   Αλλά είναι αργά, πας να κοιμηθείς. Καλή μου φίλη καληνύχτα, γλυκά όνειρα ας σε συντροφεύσουν ως το ξημέρωμα της νέας μέρας.

Μυστικά Του Παρελθόντος (συνέχεια)

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Πλησίασε ακολουθούμενος από τον Μιχάλη.

   -Καλησπέρα, δεν είναι αργά να είσαι εδώ έξω μόνη; Είναι ερημιά και νομίζω ότι κάτι συμβαίνει και κάποιον καταδιώκει η αστυνομία.

   -Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου στρατιώτη, απάντησε η κοπέλα, αλλά δεν κινδυνεύω. Εδώ γεννήθηκα, είναι ο τόπος μου, κανένας δεν θα με βλάψει.

   -Ίσως υπάρχει κίνδυνος.

   -Ευγενικό εκ μέρους σου στρατιώτη αλλά εγώ δεν κινδυνεύω πια, κανείς δεν μπορεί να με βλάψει. Άλλοι κινδυνεύουν απόψε.

   -Με λένε Ρωμανό, της είπε ο νεραός άνδρας ενοχλημένος από το στρατιώτης που είχε χρησιμοποιήσει εκείνη δυο φορές, και αυτός είναι ο Μιχάλης. Ποιος κινδυνεύει απόψε;

   -Έχεις διαβάσει το Ρωμαίο και την Ιουλιέτα;

   -Ναι, απάντησε σαστισμένος ο Ρωμανός από την αλλαγή θέματος.

   -Τι σκέφθηκες όταν είδες το πόσο άδικα πεθάνανε για μια αγάπη που άξιζε τα πάντα και άλλοι δεν επέτρεπαν εξ' αιτίας της μισαλλοδοξίας τους;

   -Ότι ήταν κρίμα, μια τόσο δυνατή αγάπη να έχει τέτοια κατάληξη.

   -Τότε θα έπρεπε να βοηθήσεις μια άλλη αγάπη που κινδυνεύει να έχει τραγική κατάληξη.

   -Τι εννοείς; Πως θα το κάνω;

   -Ρωμανέ, είπε ο Μιχάλης.

   -Τι; έκανε ο Ρωμανός γυρίζοντας προς το μέρος του.

   -Κοίτα.

   Ο Μιχάλης του έδειχνε ένα φως που αχνόφεγγε πιο κάτω ανάμεσα σε δυο γκρεμισμένα σπίτια. Καποιος βρισκόταν εκεί. Αναρωτήθηκε αν η κοπέλα ήξερε ποιος ήταν και γύρισε να τη ρωτήσει αλλά δεν ήταν εκεί πια. Είχε χαθεί όπως και την προηγούμενη φορά που την είδε.

   -Μα πως το έκανε πάλι; είπε.

   -Περίεργο, και που πήγε; ρώτησε ο Μιχάλης.

   -Δεν ξέρω. Έτσι εξαφανίστηκε και πριν.

   Ο Μιχάλης κοίταξε γύρω.

   -Και που μένει; Δεν είναι πάνω από είκοσι με είκοσι δύο, αλλά το χωριό έχει εγκαταλειφθεί από το 1974, δεν μπορεί να γεννήθηκε και πολύ περισσότερο να μεγάλωσε εδώ. Κάτι δεν είναι όπως δείχνει.

   Ο Ρωμανός κούνησε το κεφάλι του και προχώρησε προς το φως αλλά ο Μιχάλης τον συγκράτησε.

   -Όχι από εκεί, έχει χαλάσματα αν περάσεις ανάμεσα στα σπίτια, θα κάνουμε το γύρο.

   Ο Μιχάλης που είχε έρθει περισσότερες φορές στο ερημωμένο χωριό και ήξερε καλύτερα την περιοχή προχώρησε μπροστά και ο Ρωμανός ακολούθησε. Τώρα που είχαν πλησιάσει μπορούσαν να δουν πιο καθαρά από που ερχόταν το φως που είχε νωρίτερα εντοπίσει ο Μιχάλης. Έβγαινε από τη χαραμάδα που είχε δημιουργηθεί στον τοίχο ενός σπιτιού από δυο πέτρες που κάποιος σεισμός είχε προ πολλού διαχωρίσει. Πλησίασαν το μικρό ισόγειο χωριατόσπιτο και έστριψαν με προσοχή τη γωνιά για να φτάσουν στην πόρτα. Έριξαν μια κλεφτή ματιά στο εσωτερικό πριν σπρώξουν την παλιά ξύλινη πόρτα. Δεν αντιμετώπιζαν κίνδυνο και έτσι μπήκαν χωρίς να προτάσσουν τα όπλα τους.

   Στο δωμάτιο πίσω από την πόρτα δεν είχαν απομείνει παρά ελάχιστα έπιπλα, ένα τραπέζι και δυο ξεχαρβαλωμένες καρέκλες. Το φως που είχαν δει το δημιουργούσε η φωτιά στην εστία που προοριζόταν για μαγείρεμα αλλά και θέρμανση. Μπροστά στην φωτιά καθισμένοι ήταν δυο άνθρωποι και οι δυο νεοφερμένοι δεν δυσκολεύτηκαν να αναγνωρίσουν το νεαρό με την κοπέλα που είχαν περάσει από το φυλάκιο. Τους κοιτούσαν τρομαγμένοι. Ύστερα η κοπέλα τιχάχτηκε όρθια.

   -Ήρθα με τη θέλησή μου, είπε, δεν με απήγαγε. Ορίστε πηγαίνετέ με πίσω αλλά μην τον συλλάβετε σας παρακαλώ.

   -Αυτούς ψάχνανε, είπε ο Ρωμανός, αλλά γιατί δεν μας το είπαν;

   -Γιατί κατά το παλιό ρητό, το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι. Κάτι συμβαίνει εδώ, είπε ο Μιχάλης και κοίταξε την κοπέλα και το νεαρό που είχε σταθεί στο πλάι της. Σου φαίνεται να την έχει απαγάγει Ρωμανέ; Κάθονταν αγκαλιασμένοι. Όχι, κάτι άλλο είναι,

   Κοίταξε και τους δυο και είπε:

   -Πείτε μας τι συμβαίνει. Και μη φοβόσαστε, δεν έχουμε την πρόθεση ή την υποχρέωση να σας παραδώσουμε στην αστυνομία.

   -Θα σας πούμε, είπε η κοπέλα, δεν έχουμε πια καμία ελπίδα για βοήθεια και αυτό είναι το τελευταίο μας καταφύγιο.

Μυστικά Του Παρελθόντος (συνέχεια)

Author: Νυχτερινή Πένα /


   Κόντευε να φτάσει στο φυλάκιο όταν άκουσε θόρυβο στο δρόμο. Σκεπτόμενος ότι μπορεί να ερχόταν ο διοικητής επιτάχυνε και έφτασε στο φυλάκιο πριν φανεί το όχημα που πλησίαζε. Βρήκε το Ρωμανό στην ίδια θέση που τον είχε αφήσει αν και είχε αντικαταστήσει τον Ομάρ Καγιάμ με ένα μυθιστόρημα.


   -Σε βλέπω ήσυχο.

   -Δεν είναι ώρα εκπαίδευσης, άρα δεν υπάρχει κάτι που πρέπει να μας βρουν να κάνουμε. Από’ κει και πέρα είναι όλα εντάξει.

   Αλλά δεν ήταν τζιπ αυτό που κατέβαινε το χωματόδρομο, ήταν μια μοτοσικλέτα με δυο επιβάτες. Καθώς πλησίαζαν στη μπάρα που έφραζε το δρόμο είδε πως ήταν ένας νεαρός άνδρας και μια κοπέλα. Σταμάτησαν απότομα και κοίταξαν αβέβαια το σκοπό.

   -Μπορούμε να περάσουμε παρακαλώ; είπε ο νεαρός.

   -Μετά τη δύση του ηλίου δεν επιτρέπεται, λυπάμαι.

   -Δεν μπορούμε; ρώτησε η κοπέλα με αγωνία κοιτώντας πίσω της το δρόμο.

   -Λοχία! φώναξε ο σκοπός.

   Ο Μιχάλης σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος του. Καθώς δεν είχε δει τον Ρωμανό ο σκοπός, που δεν ήταν άλλος από τον Παύλο, σήκωσε τους ώμους λέγοντας:

   -Τι κάνουμε;

   -Πήρες συνθηματικά;

   -Μου τα’ δωσες μην έρθει ο μεγάλος.

   -Ποια βάρδια έχεις;

   -Οκτώ με δέκα.

   Ο Μιχάλης συνοφρυώθηκε, ήταν η βάρδια από την οποία τυπικά άρχιζε η νυχτερινή απαγόρευση της διελεύσεως πολιτών από το φυλάκιο. Αλλά ο κανονισμός όριζε ότι πριν την δύση του ηλίου δεν μπορούσε να γίνει. Και είπε αυτό ακριβώς.

   -Μετά τη δύση του ηλίου δεν μπορείτε να περάσετε, είπε, αλλά ο ήλιος ακόμη δεν έπεσε. Εδώ μέσα στη ρεματιά νυχτώνουμε γρήγορα. Άφησέ τους να περάσουν.

   Ο Παύλος σήκωσε την μπάρα και πέρασαν με τη μηχανή, σταμάτησαν κοντά στον Μιχάλη και τον ευχαρίστησαν. Εκείνος χαμογέλασε και επέστρεψε στη θέση και κοντά στο Ρωμανό. Έπιασε να διαβάζει και πάλι.

   -Πάει και αυτό, ήταν το σχόλιό του για το θέμα.



   Το σκοτάδι είχε πέσει για τα καλά, ο σκοπός στεκόταν έξω από το μικρό κοιτώνα τους ενώ οι υπόλοιποι ήταν μαζεμένοι μέσα. Ο Ρωμανός, ο Λεωνίδας και ο Δημήτρης έβλεπαν τηλεόραση, ο Μάρκος είχε ξαπλώσει ενώ ο Μιχάλης μελετούσε στο τραπέζι του θαλάμου. Οι δυο νεοφερμένοι είχαν αρχίσει να νιώθουν άνετα με τους καινούριους τους συντρόφους.

   Η ταινία που έβλεπαν διακόπηκε για διαφημίσεις και ο Λεωνίδας έκλεισε το μάτι στον Δημήτρη πριν ρωτήσει τον Μιχάλη:

   -Προτιμάς την Πάμελα ή την Γκίλιαν Άντερσον;

   Ο Μιχάλης σήκωσε το βλέμμα από τα βιβλία και τα χαρτιά του και κοίταξε τον Δημήτρη με ένα χαμόγελο να εμφανίζεται αργά στα χείλη του.

   -Έχετε όρεξη για φιλοσοφικές συζητήσεις βλέπω.

   -Αυτή δεεν είναι φιλοσοφική συζήτηση, παρατήρησε ο Ρωμανός.

   -Α όχι, είναι, είπε ο Λεωνίδας, γιατί δεν είναι θέμα εμφάνισης και αν του αρέσουν τα μπαλκόνια της Πάμελα αλλά το στυλ γυναικών και κατά συνέπεια ο τρόπος ζωής που επιλέγει.

   Ο Ρωμανός δεν πρόλαβε να κάνει την ερώτηση που ήθελε γιατί ακούστηκε ήχος από κάποιο όχημα που πλησίαζε.

   -Έφοδος; έκανε στον Μιχάλη.

   -Νωρίς είναι, απάντησε εκέινος.

   -Δεν είναι ένα όχημα μόνο, είπε ο Μάρκος. Παραπάνω από δυο.

   Άκουσαν τον Παύλο να διατάζει να σταματήσουν και να σβήσουν την μηχανή. Ο Ρωμανός δεν πέριμενε να τον καλέσει και πήγε να δει τι συμβαίνει.

   Ο Μάρκος είχε απόλυτο δίκιο, δεν ήταν δυο οχήματα, ήταν τρία τζιπ και ένα φορτηγάκι της αστυνομίας. Ο Παύλος στεκόταν στην μπάρα και από την άλλη πλευρά είχε σταθεί ένας αξιωματικός της αστυνομίας που τον αγριοκοίταζε. Ο Ρωμανός δεν ήξερε τους βαθμούς της αστυνομίας αλλά κρίνοντας από τα διακριτικά του ήταν αντισυνταγματάρχης. Πλησίασε γρήγορα.

   -Καλησπέρα, είπε φιλικά, τι συμβαίνει;

   -Είσαι ο επικεφαλής εδώ; Θέλουμε να περάσουμε και ο σκοπός σου μας εμποδίζει, είπε ο αστυνομικός θυμωμένα, και βιαζόμαστε.

   -Έκανε αυτό που πρέπει, είπε ο Ρωμανός. Μετά τη δύση του ηλίου κανένας δεν περνάει χωρίς ενημέρωση του αρχιφύλακα.

   -Ωραία τελειώσαμε με τις αηδίες; Να προχωρήσουμε;

   -Δεν μπορώ να σας επιτρέψω τη διάβαση, θα πρέπει να επικοινωνήσω με το τάγμα και θα σας πω.

   -Άκου να σου πω βρυχήθηκε ο αστυνομικός και πρόφερε μια βαριά βλαστήμια πριν συνεχίσει, έχουμε ένα σοβαρό θέμα να ασχοληθούμε δεν μπορούμε να ασχοληθούμε με τις δικές σας π....

   -Χωρίς έγκριση από το τάγμα δεν περνάτε τέλος.

   -Τότε θα σας αναγκάσουμε.

   -Μπορείτε να δοκιμάσετε, απάντησε ψυχρά ο Ρωμανός ενώ μαζεύονταν γύρω του οι υπόλοιποι άνδρες του φυλακίου, και είστε πολλοί άρα θα επικρατήσετε. Αλλά να δω πως θα δικαιολογήσετε στους ανωτερούς σας τα σπασμένα άκρα και πλευρά που θα αποκομίσετε από την σύγκρουση.

   Ο αστυνομικός κοίταξε βλοσυρά τους έξι άνδρες και ο Ρωμανός είδε με έκπληξη ότι του τα ανταπέδιδαν αγέρωχα και κάποιοι είχαν και τα όπλα τους. Και προφανώς θα κατάφερναν μερικά γερά χτυπήματα με τα κοντάκια.

   -Ποιον κυνηγάτε; ρώτησε ο Μάρκος ξαφνικά κοιτάζοντας εξεταστικά την αστυνομική δύναμη.

   -Τον.... δεν είναι δική σας δουλειά!

   Ο αστυνομικός γύρισε απότομα στους υπόλοιπους και έδωσε διαταγές:

   -Πάμε πίσω από τον άλλο δρόμο. Γρηγορίου θα μείνετε πάνω στο δρόμο.

   -Στήνουν μπλόκα, είπε ο Μάρκος, γιατί; Αν είχε γίνει κάτι θα το' χαμε μάθει. Αυτή η ιστορία μου βρωμάει.

   Οι αστυνομικοί απομακρύνθηκαν και ο Λεωνίδας πήρε τη θέση του Παύλου σαν σκοπός. Οι υπόλοιοι επέστρεψαν μέσα, είχε αρχίσει να κάνει πολύ κρύο. Ο Ρωμανός κάθισε στο κρεβάτι του σκεφτικός. Δεν είχε αρχίσει με καλό τρόπο τη θητεία του σαν επικεφαλής στο φυλάκιο, θα είχε πάλι εντάσεις. Είχε κάνει αυτό που έπρεπε αλλά αυτό σήμαινε εντάσεις και φασαρίες που δεν ήθελε.

   Πρόσεξε πως ο Μιχάλης δεν είχε ξαναγυρίσει στη μελέτη του. Στεκόταν στο παράθυρο και κοίταζε το σκοτάδι της ρεματιάς. Πήγε κοντά του.

   -Ξέρω τι ψάχνουν, είπε εκείνος. Και που θα το βρουν.

   -Αλλά δεν τους το είπες.

   -Όχι. Δεν μου αρέσουν εκείνοι που μόλις πάρουν μια εξουσία τη βλέπουν θεοί, είπε ο Μιχάλης. Θες να το αφήσουμε το θέμα;

   -Τι εννοείς;

   -Ενδιαφέρεσαι να μάθεις περισσότερα;

   -Ναι, καλό είναι να ξέρουμε αφού σίγουρα δεν θα το αφήσουν έτσι και θα το κάνουν θέμα στο διοικητή.

   -Ωραία, πάμε.

   -Που;

   -Στο χωριό.



   Ντυμένοι καλά και έχοντας πάρει και τα όπλα τους για παν ενδεχόμενο πήταν το μονοπάτι για το χωριό. Ο ουρανός είχε γεμίσει με σύννεφα που έπαιζαν κρυφτό με το ολόγιομο φεγγάρι και ο αέρας έφερνε παγερές σταγόνες βροχής κάπου κάπου στα πρόσωπά τους. Φτάσανε στο χωριό και τότε ο Ρωμανός σταμάτησε απότομα. Κάτω από τον πλάτανο καθόταν η κοπέλα που είχε δει νωρίτερα.

Φιλία

Author: Νυχτερινή Πένα /


   A friend in need is a friend indeed λέει ένα αγγλικό ρητό και το θυμήθηκα πολλές φορές τον τελευταίο καιρό καθώς σκεφτόμουν την έννοια αυτή. Είναι αληθινά κάτι το ιδιαίτερο και ιερός ο δεσμός, μια δυνατή σχέση που αν είναι κανείς ευλογημένος να την έχει στη ζωή του νιώθει πραγματικά τυχερός που σε εκείνη τη δύσκολη ώρα δεν δε τον άφησαν μόνο, έρμαιο των χειρότερων φόβων και των πιο σκοτεινών εφιαλτών.


   Όποια και αν είναι η δυσκολία, όποιας φύσεως και όποιου βαθμού ο αληθινός φίλος είναι πάντα δίπλα σου να σε βοηθήσει με μια λέξη, μια κίνηση, μερικές φορές ακόμα και με την παρουσία του μόνο. Αυτή είναι η αληθινή φιλία και δυστυχία η απώλειά της.

   Μπορεί να απωλεσθεί μια φιλία; Αυτό κυρίως σκεφτόμουν. Μπορεί μια άτυχη στιγμή να διαλύσει μια φιλία; Μια απρόσεχτη λέξη, μια ατυχής κίνηση να γκρεμίσει όσα έχουν πάρει πολύ περισσότερο χρόνο για να γίνουν; Ευτυχώς όχι. Αν η φιλία είναι αληθινή όχι. Θα περάσει τις δυσκολίες και θα παραμείνει ακλόνητη. Είναι τρομερές στιγμές όμως οι στιγμές εκείνες που νιώθεις ότι τα λάθη σου απομάκρυναν τον άλλο, πως κατάφερες να τα διαλύσεις όλα με τις ανασφάλειές σου. Όταν πρέπει να απολογηθείς και δεν φοβάσαι να το κάνεις γιατί δεν μπορείς να διανοηθείς να χάσεις αυτή τη μοναδική σχέση αλλά ταυτόχρονα τρέμεις την απάντηση που θα λάβεις.

   Και είναι εξ' ίσου όμορφη και γεμάτη ανακούφιση η στιγμή που μερικές απλές λέξεις σε λυτρώνουν χαρίζοντάς σου την συγχώρηση και την γνώση ότι δεν έχασες την πολύτιμη παρουσία από τη ζωή σου.

Ένα Ευχαριστώ

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Το ευχαριστώ είναι μια μικρή λέξη, μερικές φορές ανεπαρκής για να εκφράσουμε όλα όσα θέλουμε προς κάποιον, ευγνωμοσύνη για τη βοήθεια που λάβαμε, γιατί κάποιος ήταν εκεί όταν νιώσαμε να βυθιζόμαστε σε ένα εφιαλτικό σκοτάδι. Γιατί κάποιος μας στήριξε και δεν είμαστε μόνοι. Γιατί κάποιος μας άκουσε σε έναν κόσμο που δεν σταματάει κανείς να ακούσει τον άλλο.


   Έτσι και εγώ έχω να απευθύνω ένα μεγάλο ευχαριστώ σε μια ευαίσθητη ψυχή που με στήριξε και με κράτησε όρθιο σε πρόσφατα προβλήματα.

   Ευχαριστώ που είσαι εδώ για’ μενα.

   Ευχαριστώ που δεν κουράστηκες να με ακούς να σου μιλάω για εκείνα που με βάραιναν και ακόμα το κάνουν.

   Σε ευχαριστώ που δεν δίστασες να μου πεις όλα όσα εσύ έκρινες σωστά ακόμα και αν ήξερες ότι δεν θα είναι εύκολο.

   Σε ευχαριστώ που οργίστηκες για χάρη μου, σημαίνει πολλά για’ μενα που στάθηκα ανίκανος να εκφράσω.

   Σε ευχαριστώ γιατί είσαι αληθινή σε έναν κόσμο γεμάτο ψέμα και τρυφερή σε έναν κόσμο γεμάτο σκληρότητα.

   Σε ευχαριστώ που είσαι εσύ.

Μην απελπίζεσαι

Author: Νυχτερινή Πένα /

Απόψε πάλι μελαγχολείς
πάλι με τη μοναξιά συνομιλείς,
να της ξεφύγεις προσπαθείς.

Πάλι με τις δυσκολίες
μετράς τη δύναμή σου,
και για όσα εμπόδια συναντάς
αγωνιά η ψυχή σου.

Μην απελπίζεσαι και μη φοβάσαι
το πόσο δυνατή είσαι
πρέπει να θυμάσαι.

Μην ξεχνάς ποτέ αγαπημένη,
δεν είσαι μόνη στον κόσμο
ή εγκαταλελειμμένη,
έχεις ανθρώπους που σε αγαπάνε
να σε βοηθήσουν όλα καλά να πάνε.

Αγκάλιασε το μέλλον
μ' αισιοδοξία
και σου υπόσχομαι
μαζί σου θα είμαι σε κάθε δυσκολία.

Αγάπη

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Αυτές οι σκέψεις ήταν αποτέλεσμα μιας συζήτησης με μια φίλη μες στην άγρια νύχτα. Μιλήσαμε για σχέσεις και τις εκφάνσεις τους, τις εκδηλώσεις τους. Είναι ωραία να σε αγγίζει η κοπέλα και να νιώθεις ότι σε θέλει και τη θέλεις αλλά σίγουρα δεν είναι μόνο αυτό. Και μετά το μυαλό μου πήρε το δρόμο του να σκέφτεται τρόπους που εκφράζεται η αγάπη.


   Να την κοιτάς και να μη χορταίνεις το πρόσωπό της ενώ κοιμάται γαλήνια στην αγκαλιά σου παραδομένη στα πιο γλυκά όνειρα.

   Να τη συντροφεύεις με τη σκέψη και το μυαλό σου όταν δεν μπορείς να είσαι μαζί της στα μονοπάτια της καθημερινότητάς της.

   Να ακολουθείς με τα δάκτυλά σου το περίγραμμα του προσώπου της, να την αγγίζεις όχι από πόθο αλλά γιατί είναι τόσο όμορφη που μπορείς να την κοιτάς από τώρα ως την αιωνιότητα.

   Να φιλάς τα χείλη της γιατί νιώθεις να σε κατακλύζει μια τρυφερότητα που θες να της εκφράσεις και μια αγάπη που θες να μοιραστείς μαζί της.

   Να ξυπνάς με το όνομά της στα χείλη σου και να αποκοιμιέσαι με τη σκέψη της.

   Να αρκεί η φωνή της για να φτιάξει και η χειρότερη μέρα σου, το γέλιο της για να σε ταξιδέψει............

    Ξέρω είμαι πολύ ρομαντικός για τον εικοστό πρώτο αιώνα αλλά δυστυχώς το ταξίδι στο χρόνο είναι ακόμα ανέφικτο.....

Μυστικά Του Παρελθόντος

Author: Νυχτερινή Πένα /



                                                                          



   Το τζιπ του στρατού βαμμένο με τα κλασσικά χρώματα παραλλαγής κατηφόριζε το στενό μονοπάτι προς το μικρό φυλάκιο κλυδωνιζόμενο. Ο οδηγός και ο συνοδός υπαξιωματικός είχαν κάνει πολλές φορές τη διαδρομή και δεν την πρόσεχαν ούτε τη θεωρούσαν κάτι το ιδιαίτερο. Οι δυο επιβάτες πίσω όμως είχαν άλλη άποψη καθώς τραντάζονταν για τα καλά και κρατιόνταν για να μην πέσουν ο ένας πάνω στον άλλο και γίνουν ένα κουβάρι με τα σακίδια και τα όπλα τους.

   Καθώς το τζιπ έφτανε στα μισά περίπου της ρεματιάς της οποίας την μια όχθη κατέβαινε μπορούσαν να δουν την πυκνή βλάστηση γύρω τους, αληθινό δάσος. δεν ήταν περίεργο, η Σάμος φημίζεται για την πλούσια βλάστησή της, και εδώ στη δυτική μεριά του νησιού αυτό ήταν το πιο έντονο χαρακτηριστικό του περιβάλλοντος.

   Η μπάρα που έφραζε το δρόμο φάνηκε μπροστά τους και ο σκοπός έσπευσε να την ανοίξει. Το τζιπ σταμάτησε σε ένα σχετικά επίπεδο ξέφωτο όπου ήταν χτισμένο το φυλάκιο. Οι δυο επιβάτες βιάστηκαν να κατέβουν και τεντώθηκαν να ξεπιαστούν. Το φυλάκιο αποτελείτο από ένα μικρό τετράγωνο κτίσμα που ήταν κοιτώνας για την εξαμελή φρουρά και ένα δεύτερο μακρόστενο με τους χώρους υγιεινής. Πιο χαμηλά στη ρεματιά βρίσκονταν οι αποθήκες πολεμικού υλικού για τη φύλαξη των οποίων είχε δημιουργηθεί εδώ το φυλάκιο.

   Ο λοχίας πεζικού Ρωμανός Κομνηνός τεντώθηκε να ξεμουδιάσει μετά τη διαδρομή με το τζιπ. Με ύψος πάνω από 1,85 και μεγαλόσωμος δεν βολευόταν εύκολα στο πίσω μέρος αυτοκινήτων ειδικά των μικρών τζιπ του στρατού. Παρακολούθησε τους άνδρες της φρουράς να ξεφορτώνουν τα εφόδια που είχε φέρει το τζιπ, τρόφιμα κυρίως. Ευτυχώς δεν είχαν στριμωχτεί και αυτά στο πίσω μέρος του τζιπ αλλά είχα φορτωθεί σε ένα επιπλέον τρέιλερ. Δίπλα του στάθηκε ο συνταξιδιώτης του. Επίσης γεροδεμένος αλλά όχι το ίδιο ψηλός ο φίλος του που άκουγε στο όνομα Μάρκος Διγέρης ανήκε μέχρι πρόσφατα στους καταδρομείς αλλά ένα ατύχημα είχε θέσει τέλος σε αυτή τη σταδιοδρομία.

   -Ησυχία θα έχει εδώ, είπε με τη βαθιά φωνή του.

   -Ναι, σχεδόν διακοπές, είπε ο Ρωμανός.

   Ένας στρατιώτης φόρτωσε στο τζιπ τα πράγματά του.

   -Ένας θα φύγει; Θα αυξηθεί η φρουρά;

   -Ο προηγούμενος επικεφαλής έφυγε το πρωί, είπε ένας άνδρας πλησιάζοντας. Είχε το ίδιο σχεδόν ύψος με τον Ρωμανό αλλά δεν ήταν το ίδιο γεροδεμένος. Είχε καστανά μαλλιά που ήταν λίγο παραπάνω από χνούδι στο κεφάλι του που είχε προφανώς ξυρίσει, και γαλανά μάτια. Στη στολή του έφερε διακριτικά λοχία.

   -Εγώ ήμουν επικεφαλής ως που να έρθεις εσύ και με χαρά θα σου παραδώσω. Με λένε Μιχάλη, αυτοί είναι ο Δημήτρης, ο Παύλος και ο Λεωνίδας. Επώνυμα θα μάθεις με τον καιρό.

   Ο Ρωμανός χαμογέλασε με την αμεσότητα του ομοβάθμου του που γρήγορα τον κατατόπισε στα του φυλακίου και του έδειξε τους χώρους.

   -Ο δρόμος που οδηγεί; ρώτησε ο Ρωμανός δείχνοντας το χωματόδρομο που αφού περνούσε ανάμεσα στα κτίρια του φυλακίου κατέβαινε μέσα στη ρεματιά.

   -Οδηγούσε.

   -Και τώρα όχι;

   -Όχι, οδηγεί στο χωριό αλλά το έχουν εγκαταλείψει. Είναι ερημωμένο. Δυο τρία εξοχικά μόνο κατοικούνται.

   -Και αυτοί περνάνε από' δω;

   -Ναι. Σπάνια, τρεις μήνες δεν έχω δει κανέναν.

   -Είσαι εδώ τρεις μήνες;

   -Ναι.

   -Ο κανονισμός λέει όχι παραπάνω από δεκαπέντε μέρες για λόγους ηθικού.

   -Αυτός αγαπάει την ησυχία και την ερημιά, είπε ο Παύλος, βιβλία να έχει και όλα καλά.

   Ο Μιχάλης γέλασε.

   -Ένοχος κατά το κατηγορητήριο.

   Ο Ρωμανός κατάλαβε ότι οι τέσσερις άνδρες που είχε βρει εδώ είχαν στενή φιλία μεταξύ τους και το κλίμα ήταν πολύ καλό. Έλπιζε πως θα εντασσόταν και αυτός με το Μάρκο αρμονικά σε αυτήν την παρέα.



    Καθώς το σούρουπο έπεφτε, λίγο πιο πρώιμα καθώς η ρεματιά με την πυκνή βλάστηση έκοβε το φως, ο Ρωμανός πλησίασε το Μιχάλη που καθισμένος σε ένα πεζούλι διάβαζε ένα βιβλίο. Κοίταξε πάνω από τον ώμο του περιμένοντας να δει κάποιο αστυνομικό τσέπης από αυτά που διαβάζει κανείς ίσα για να περάσει η ώρα αλλά έπεσε έξω. Διάβασε:

Τis all a checquer board of nights and days
Where Destiny with Men for pieces plays;
       Hither and thither moves, and mates and slays
And one by one back in the closet lays.

   -Τι είναι; Μελαγχολικό.

   -Ομάρ Καγιάμ, κάτι που γράφτηκε πριν από εννέα σχεδόν αιώνες και όμως τόσο αληθινό, απάντησε εκείνος σηκώνοντας το βλέμμα του από το βιβλίο του.

   -Ναι όντως. Θέλω να ρίξω μια ματιά στο χωριό, μου κίνησες την περιέργεια.

   -Εντάξει πήγαινε, εγώ δεν θα βγω ούτως ή άλλως οπότε δεν υπάρχει θέμα.

   Ο Ρωμανός κατηφόρισε το χωματόδρομο που έκανε το γύρο των κτισμάτων του φυλακίου πριν περάσει ανάμεσα στις αποθήκες και συνεχίσει στο πλάι της ρεματιάς. Ήταν απολαυστικό να περπατάει στο δρόμο κάτω από τα δένδρα και αναπνέοντας τον αέρα νοτισμένο από τόσες διαφορετικές ευωδίες.

   Έφτασε γρήγορα στο χωριό και ανακάλυψε πως ο Μιχάλης ήταν ακριβής στην περιγραφή του, τα μικρά σπιτάκια με τους ασπρισμένους τοίχους και τα κεραμίδια έστεκαν παρατημένα με το χρόνο να επιβάλλει πάνω τους το αδυσώπητο τίμημά του. Περπάτησε στο χορταριασμένο λιθόστρωτο ως την κάποτε πλατεία του χωριού όπου δέσποζε ένας τεράστιος πλάτανος. Στο πεζούλι κάτω από τη βαθιά σκιά του καθόταν μια κοπέλα. Είχε μακριά μαύρα μαλλιά που ανεμιζαν στο αεράκι και λευκό δέρμα που έκανε αντίθεση με αυτά. κοίταξε καθώς την πλησίαζε, κάπως αγέρωχα, αυστηρά. Στάθηκε σε μια απόσταση και την καλησπέρισε.

   -Καλησπέρα, απάντησε εκείνη. Έρχεσαι από το φυλάκιο προφανώς.

   -Ναι, μένετε εδώ;

   Ένιωσε πιο έντονο το κρύο ξαφνικά παρότι ο ήλιος δεν είχε δύσει.

   -Εδώ μένω. Πάντα.

   Ο Ρωμανός αναρωτήθηκε αν ο Μιχάλης είχε κάνει λάθος και έμεναν κάποιοι εδώ.

   -Είναι ωραία, είπε.

   -Ναι, είναι. Ή ήταν μάλλον. Πριν από το αίμα.

   Ο Ρωμανός την κοίταξε ξαφνιασμένος. Αίμα; Τι εννοούσε; Δεν πρόλαβε να ρωτήσει τίποτα καθώς χτύπησε το κινητό του. Το σήκωσε.

   -Έλα πίσω, είπε ο Μάρκος, μας ενημέρωσαν ότι βγήκε βόλτα ο μεγάλος.

   -Έγινε.

    Έκλεισε το κινητό και στράφηκε στην κοπέλα που δεν ήταν πια εκεί και δεν την έβλεπε ποθενά. Τρέχοντας είχε φύγει; Και πως δεν την είχε ακούσει; Ακόμα απορημένος επέστρεψε στο φυλάκιο.

Μου Λείπεις

Author: Νυχτερινή Πένα /

Σκληρός που είναι ο χρόνος

μαζί μου

και πως με αδικεί.



Κοντά σου κυλάνε οι ώρες

και φεύγουνε γοργά

σαν το νερό του ποταμού

που ορμητικός κυλά.



Φεύγουνε, περνάνε

πριν να τις καταλάβω

τη γλυκιά σου συντροφιά

όταν απολαμβάνω.



Και έρχονται οι ώρες

που είμαι μακριά σου,

αιώνες οι στιγμές,

πόσο αργά περνάνε.



Μετρώ μια μια

την κάθε στιγμή

ως που κοντά μου να' ρθεις πάλι εσύ.



Γλυκιά σαν μουσική

η δική σου φωνή

και βάλσαμο η παρέα σου

για τη δική μου ψυχή.



Έλα λοιπόν,

μην αργείς,

τη γλυκιά παρουσία σου

στη ζωή μου μη μου στερείς.

Η Γέννηση Της Μουσικής

Author: Νυχτερινή Πένα /


   Όταν ο άνθρωπος έχασε τον παράδεισο και βρέθηκε στη γη είχε να αντιμετωπίσει μια ζωή πολύ πιο δύσκολη και κοπιαστική, και πολύ πιο επίπονη. Γνώρισε τότε αισθήματα που ποτέ δεν είχε δοκιμάσει, την θλίψη, τον πόνο, τον θάνατο. Ένιωσε βαθύ σκοτάδι να τον τυλίγει, μια άβυσσος από την οποία δεν μπορούσε να βρει διέξοδο.


   Περήφανος ο διάβολος για το κατόρθωμά του παρουσιάστηκε μπροστά στον θρόνο του Θεού και καυχήθηκε για το πως τα είχε καταφέρει.

   “Δεν θα αφήσω τον άνθρωπο μόνο” ήταν η απάντηση του Θεού.

   “Παρέβει την εντολή και τιμωρήθηκε, δεν θα τον αφήσεις να επιστρέψει, “ είπε χαιρέκακα ο διάβολος.

   “Όχι, αλλά θα του δώσω έναν σύντροφο”.

   Και στην προσταγή Του ένας άγγελος έπαιξε με άρπα μια μοναδική νότα, την ίδια εκείνη που ξεπήδησε στο αρχέγονο σύμπαν την πρώτη στιγμή της δημιουργίας μαζί με το φως.

   Έτσι η μουσική ήρθε στον κόσμο, έπεσε από τον ουρανό σαν αόρατος μανδύας που φώτισε την ψυχή του ανθρώπου και έδιωξε το σκοτάδι. Την ζέστανε, την κράτησε ζεστή ικανή να αγαπάει, να συμπαθεί και να ελπίζει όταν τίποτα δεν επιτρέπει την παραμικρή ελπίδα.

   Ήταν από τότε μαζί του, κάθε εργασία γινόταν ελαφρύτερη με την παρέα της, κάθε καθήκον λιγότερο βαρετό, κάθε δρόμος έμοιαζε συντομότερος με τη συνοδεία της. Και δεν έπαψε ποτέ να τον εκφράζει. Η θλίψη γινόταν πιο ανεκτή, η αγάπη εκφραζόταν μοναδικά για κάθε ένα ζευγάρι που έβρισκε σε αυτήν το δικό του κομμάτι, κάθε χαρά ξεχυνόταν να αγκαλιάσει και τους γύρω.

   Εκείνο το πρώτο βράδυ, λέει ο μύθος, ο Αδάμ έφτιαξε την άρπα, και όταν οι νότες αντήχησαν στην σιγαλιά της νύχτας η Εύα ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του και ένιωσαν λιγότερο μόνοι.

Ο Δρόμος Για Τη Σκιά Του Κόσμου 10 - Φινάλε

Author: Νυχτερινή Πένα /


   Η Κατερίνα είχε βγει για μια δουλειά, κάτι σχετικό με τα χαρτιά που θα χρειαζόταν όταν γεννούσε και δεν ήθελε να πάω μαζί της. Είχα αφοσιωθεί στο γράψιμο. Το μυθιστόρημά μου πλησίαζε στο τέλος του και έγραφα τώρα τα τελευταία δραματικά κεφάλαια. Είχε ξεπεράσει τις προσδοκίες μου αυτό το βιβλίο σε ποιότητα αλλά και σε μέγεθος, λογικό αφού είχα αφιερώσει τόση δουλειά. έχοντας νοερά μεταφερθεί στο κεκλιμενο εκείνη την τελευταία ώρα κατάστρωμα του Τιτανικού δεν κατάλαβα αμέσως το τηλέφωνο που χτυπούσε. Το έπιασα τελικά και είπα το κλασσικό εμπρός.


   -Ξέρετε την κυρία Αικατερίνη Μπεράτη; Βρήκαμε το τηλέφωνο αυτό στα χαρτιά της.

   -Είναι η μνηστή μου, είπα νιώθοντας ένα σφίξιμο στο στομάχι. Συμβαίνει κάτι;

   -Ελάτε στην εφημερεύουσα χειρουργική του Γενικού Νοσοκομείου. Τη χτύπησε αυτοκίνητο.

   -Είναι έγκυος, είπα αυτόματα χωρίς να σκεφθώ ότι οι γιατροί θα το είχαν δει.

   -Η κατάστασή της είναι σοβαρή, μου είπε ο συνομιλητής μου και έκλεισε το τηλέφωνο.

   Έφυγα από το σπίτι και βγήκα στο δρόμο να βρω ταξί κάτι που ευτυχώς δεν δυσκολεύτηκα να κάνω και πήγα στο νοσοκομείο με τις σκέψεις να με πολιορκούν, η μια χειρότερη από την άλλη. Τι της είχε συμβεί; Η κατάστασή της ήταν σοβαρή, πόσο σοβαρή όμως; Κινδύνευε; Το παιδί;

    Φτάσαμε στο νοσοκομείο και πλήρωσα, διέτρεξα όλη την απόσταση από την πύλη ως το κτίριο που στεγαζόταν η ΄Β χειρουργική κλινική τρέχοντας. Πήγα στο γραφείο πληροφοριών και ρώτησα για την Κατερίνα. Φωνάξανε ένα γιατρό που με πήρε παράμερα.

   -Είσαστε συγγενής;

  -Είναι η μέλλουσα σύζυγός μου, είπα. Προφανώς δεν ήταν αυτός που είχε τηλεφωνήσει. Τι συνέβει;

  -Τη χτύπησε αυτοκίνητο. Ο οδηγός ήταν τύφλα και αφού τη χτύπησε έπεσε σε ένα φορτηγό. Έμεινε στον τόπο. Η συζυγός σας χτυπήθηκε άσχημα. Έχει κακώσεις και εσωτερική αιμορραγία.

   -Θα ζήσει;

   -Φοβάμαι πως όχι αλλά ακόμα δεν μπορώ να πω. Αν επιζήσει τα επόμενα δυο εικοσιτετράωρα τότε θα γλιτώσει.

   -Το παιδί;

   -Είναι νεκρό, λυπάμαι.

   -Μπορώ να τη δω, είπα και η φωνή μου ακούστηκε σπασμένη, αγνώριστη.

   -Ναι, είπε ο γιατρός. Καλό θα ήταν να μην της πείτε για το παιδί αν συνέλθει. Ας γλιτώσει πρώτα.

   Πήγα στο θάλαμο που την είχαν. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι του νοσοκομείου με τα μάτια της κλειστά και τόσο χλωμή με έκανε να πονέσω. Πήγα γρήγορα κοντά της. Έκατσα κοντά της, πήρα απαλά το χέρι της στα δικά μου και έμεινα να την κοιτάζω. Την αγαπούσα ακόμα περισσότερο εκείνη τη στιγμή της οδύνης αν ήταν δυνατό να ειπωθεί κάτι τέτοιο. Έμεινα εκεί ακίνητος για ώρες δίπλα της ελπίζοντας για το θαύμα, κρατώντας το χέρι της σαν να μπορούσα να της μεταδώσω δύναμη από τη δική μου για να γίνει καλά.

   Αλλά δεν μπορούσε να γίνει, η αγαπημένη μου εγκατέλειπε γοργά αυτή τη ζωή σαν να βιαζόταν να πάει να βρει το κοριτσάκι της που ποτέ δεν είδε το φως. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να τη βοηθήσουν ήταν μια μάχη που δεν μπορούσε να κερδηθεί. Άφησα το θάλαμο μόνο μια φορά για να τηλεφωνήσω στην οικογένειά της. Οι γονείς της ήρθαν στο νοσοκομείο αλλά δεν έμειναν πολύ. Είχαν αφήσει τα μικρά με την αδερφή τους και δεν μπορούσαν να λείψουν, δεν είχε νόημα εξ' άλλου να μείνουν, είπαν.

   Τη δεύτερη νύχτα στο νοσοκομείο ήμουν πια έτοιμος να καταρρεύσω όταν ένιωσα το χέρι της να σφίγγει τα δικά μου. Κοίταξα την Κατερίνα που άνοιγε τα μάτια της. Με κοίταξε και είδα τον τρόμο στα μάτια της καθώς θυμόταν τι έγινε.

   -Το παιδί, ψέλλισε.

   -Είναι εντάξει, τη διαβεβαίωσα. Την προστάτεψες εσύ.

   -Να την προσέχεις, ψιθύρισε και έκλεισε τα μάτια της για πάντα αυτή τη φορά.

   Τα μηχανήματα άρχισαν να σφυρίζουν δαιμονισμένα και εγώ τινάκτηκα όρθιος, άρχισα να της κάνω μαλάξεις στο στήθος προσπαθώντας να επαναφέρω την καρδιά της αλλά μάταια. Έπεσα πάνω της κλαίγοντας, αγγίζοντας τα χειλάκια που δεν φιλούσα πια ποτέ, τα μάτια της που δεν θα με κοίταζαν πια ποτέ με αγάπη. Δεν έδινα σημασία σε κάνεναν ως που μια νοσοκόμα με έπιασε από το μπράτσο.

   -Λυπάμαι, είπε. Πρέπει να μας αφήσετε να.....

   Μου είπαν αργότερα ότι το ουρλιαχτό που έβγαλα ήταν φρικιαστικό σαν να σχιζόταν στα δυο η ίδια μου η ψυχή. Με βγάλανε από το δωμάτιο και κάθισα σε έναν πάγκο. Έκρυψα το πρόσωπό μου στα χέρια μου θρηνώντας ως που ένιωσα ένα χέρι στον καρπό μου και μια γλυκιά φωνή να ρωτάει:

   -Γιατί κλαις; Πονάς;

   Γύρισα και αντίκρισα ένα κοριτσάκι. Φορούσε μια κόκκινη πυτζάμα και στεκόταν δίπλα μου. Είχε το πιο γλυκό προσωπάκι που είχα ποτέ μου δει. Ροζ μαγουλάκια και δυο φωτεινά γαλανά ματάκια, είχε μαύρα μαλλιά κοντά κομμένα.

   -Πονάς; μου είπε. Γιατί κλαις;

   -Πέθανε η γυναίκα και η κόρη μου, είπα.

   -Ναι αλλά τώρα θα είναι κοντά στο Θεούλη, είπε. Και εκεί δεν θα πονάνε. Αυτό να σκέφτεσαι όταν πονάς, και θα είσαι καλύτερα. Εγώ αυτό κάνω.

   -Πονάς;

   -Έχω κάτι κακό στην κοιλίτσα μου, είπε αθώα, και οι γιατροί πρέπει να το βγάλουν. Μου κάνουν εξετάσεις που με πονάνε, και τότε κοιτάζω την πόρτα που με περιμένει η μαμά και είμαι καλύτερα γιατί κοντά της δεν θα πονάω. Και εσύ να σκέφτεσαι ότι η γυναίκα σου είναι κοντά στο Θεούλη.

   -Θα το κάνω, τη βεβαίωσα ενώ κοίταζα το ειδικό βραχιολάκι του νοσοκομείου στο χέρι της. Είχε σπάνια ομάδα αίματος, την ίδια ομάδα που είχα και' γω. Πως σε λένε; ρώτησα.

   -Μαρία, είπε.

   -Μαρία, είπα, θα θυμάσαι το τηλέφωνό μου να το πεις στους γονείς σου;

   Σκεφτόμουν την πιθανότητα να χρειαστεί αίμα. Εκείνη με κοίταξε σοβαρά όσο της έλεγα το νούμερο και μετά έφυγε καθώς επέστρεφα στο δωμάτιο όπου είχαν τελειώσει οι διαδικασίες και θα μπορούσα να πάρω το σώμα της αγαπημένης μου.



   Η νεκρώσιμη ακολουθία έγινε στο χωριό. Άφησα την οικογένειά της κοντά στο φέρετρο και τραβήκτηκα σε μια άκρη. Την είχα κλάψει πολύ ως τώρα και θα την έκλαιγα και στην υπόλοιπη ζωή μου, δεν χρειαζόταν να το κάνω μπροστά σε ανθρώπους που με έβλεπαν εχθρικά.

   Περίμενα να φύγουν όλοι για να γονατίσω στον φρεσκοσκαμμένο τάφο και να αφήσω τα δάκρυα μου να τρέξουν. Ένα κομμάτι μου έμεινε για πάντα εκεί.



   Επέστρεψα σπίτι νιώθοντας άδειος, σαν να είχα ζήσει όλα όσα είχα να ζήσω και τώρα με περίμενε ένα γκρίζο ατέρμονο κενό ως τη μέρα που θα ακολουθούσα την Κατερίνα στο ταξίδι της. Έπεσα στο κρεβάτι από το οποίο τρεις μέρες νωρίτερα είχαμε σηκωθεί μαζί και κοιμήθηκα. Η κούραση μου χάρισε έναν ύπνο βαθύ που ήταν ωστόσο γεμάτος από όνειρα εκείνης που για πάντα είχα χάσει.

   Το πρωί αποφάσισα να πάω στη σχολή, αν έμενα μέσα στο σπίτι θα τρελαινόμουν, παντού υπήρχαν αναμνήσεις και δεν ήξερα πως να αποφύγω το ασφυκτικό τους αγκάλιασμα. Ο πόνος θα με σκότωνε αν θυμόμουν συνέχεια την Κατερίνα. Έτσι πήγα στη σχολή. Τα μαθήματα με βοήθησαν κάπως να ξεχαστώ και να μη σκέφτομαι την αγαπημένη μου. Μέχρι το μεσημέρι.

   Έτρωγα λίγες πατάτες όταν άκουσα μια γνώριμη φωνή που είχα καταντήσει να μισώ. Ο Δημήτρης καυχιόταν για την νέα του κατάκτηση μεγαλοφώνως και για το γεγονός ότι η κοπέλα που είχε μόλις αφήσει είχε κάνει μια - ευτυχώς - αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας.

   -Και είναι κάτι να παινευθείς; είπα αρκετά δυνατά για να με ακούσει.

   -Ναι, είπε ατάραχος. Είμαι άνδρας, δεν με τυλίγει η κάθε κλαψιάρα. Αλήθεια η δική σου που είναι να κλαφτεί λίγο;

   Με την προσβολή αυτή έχασα κάθε έλεγχο και όρμησα πάνω του. Αυτή τη φορά περίμενε την επίθεσή μου αλλά δεν υπολόγισε την θλίψη και την οργή που πολλαπλασίασαν τη δύναμή μου. Το πέταξα πάνω σε τραπέζι σαν να μην ήταν πιο βαρύς από πάνινη κούκλα και άρχισα να τον χτυπώ.

   Με τραβήξανε μακριά του και σηκώθηκε. Έφυγε απειλώντας με μήνυση. Αλλά δεν την υπέβαλλε, είτε έμαθε ότι η Κατερίνα είχε σκοτωθεί και ένιωσε κάποιο οίκτο είτε τον εμπόδισε το γεγονός ότι έγινα ξαφνικά ήρωας στη σχολή όταν μαθεύθηκε η προθυμία μου να δώσω αίμα για την Μαρία. Όλα πήγαν καλά για το κοριτσάκι, το μόνο καλό που είχε συμβεί σε όλη αυτήν την ιστορία.

   Κατάφερα να μεταφερθώ σε μια αντίστοιχη σχολή στην Αθήνα και έφυγα από την πόλη με όρκο να μην επιστρέψω ποτέ. Δεν αποχαιρέτησα κανέναν παρά μόνο τη μικρή μου φίλη που είχε τόσο θάρρος όσο μικρούλα ήταν.

    Επέστρεψα έτσι στην Αθήνα. Μόνος ανάμεσα σε έναν ωκεανό ανθρώπων, αποτραβηγμένος στη σκιά του κόσμου.



ΤΕΛΟΣ