Οι πέντε επιλεγμένοι ένορκοι πέρασαν στην αίθουσα που θα χρησιμοποιούταν και για τις συνεδριάσεις του σώματος. Από τη στιγμή που συγκαταλέγονταν στους ενόρκους θα έπρεπε να παραμείνουν απομονωμένοι. Ο δικαστικός κλητήρας που είχε αναλάβει την φροντίδα τους θα φρόντιζε να γευματίσουν και θα μετέφερε τυχόν παραγγελίες τους σε δικούς τους ανθρώπους για τα πράγματα που θα χρειάζονταν για την παραμονή τους στο ξενοδοχείο Κόλονι.
-Κύριε λοχαγέ θέλετε κάτι για να γευματίσετε;
-Όχι ευχαριστώ, είπε ο Μάικ Μακ Γκρέγκορ.
-Κάποιο μήνυμα;
-Ναι, θέλω να πείτε στον λοχία Βάλιν, να σας δώσει την τσάντα μου. Δεν θα δυσκολευτείτε να τον βρείτε, φοράει στολή σαν τη δική μου με μόνη διαφορά τα διακριτικά στο μανίκι. Δεν θα υπάρχουν άλλοι ένστολοι στο ακροατήριο.
-Εντάξει κύριε λοχαγέ, είπε ο δικσστικός κλητήρας και έφυγε.
Ο Μάικ πήγε κοντά στο παράθυρο και κοίταξε έξω, είχε θέα στην είσοδο του δικαστικού μεγάρου και τις δυο αντιμαχόμενες πλευρές που συνέχιζαν να ανταλάσσουν λεκτικά πυρά με τους αστυνομικούς να προσπαθούν να αποτρέψουν μια κανονική σύγκρουση. Η Λίζα Σαντς ήρθε δίπλα του.
-Φοβάμαι πως θα αγριέψουν τα πράγματα, είπε η τραγουδίστρια.
-Ως που να ολοκληρωθεί η δίκη θα έχουμε τέτοια, είπε ο Ρέηντζερ βλοσυρός, βλέπεις η δίκη αυτή έχει ταράξει πολύ την κοινή γνώμη. Ας ελπίσουμε πως δεν θα ξεπεράσουν την τωρινή τους ένταση.
-Είναι αθώα; είπε η Λίζα. Τι λες εσύ;
-Δεν ξέρω, είπε ο Μάικ Μακ Γκρέγκορ, δεν έχω στοιχεία για να το πω αυτό. Αλλά είμαι σίγουρος πως κάτι δεν είναι όπως δείχνει.
Χαμογέλασε και πρόσθεσε.
-Ξέρεις υποτίθεται πως δεν πρέπει να συζητήσουμε για την υπόθεση ως το τέλος της ακροαματικής διαδικασίας.
-Δεν νομίζω πως υπάρχουν και πολλά για να σκεφτούμε, είπε η Ντέμπορα Γουντς, είναι πολύ απλό το θέμα. Κυκλοφορούσε με μια φούστα που δεν έκρυβε τίποτα και τον άναψε, όταν εκείνος πήγε να επωφεληθεί και εκείνη δεν του δόθηκε απλά την ανάγκασε να κάνει έρωτα μαζί του.
-Απλά την ανάγκασε; είπε εξοργισμένη η Λίζα. Δηλαδή είναι εντάξει με' σενα να την αναγκάσει να κάνει έρωτα μαζί του;
-Άκου να σου πω νεαρή μου, είπε η Ντέμπορα. Μια γυναίκα που προκαλεί έναν άνδρα πρέπει να είναι έτοιμη να υποστεί και τις συνέπειες. Ο άνδρας είναι απλά άνδρας και αυτό είναι που θέλει να πάρει από μια γυναίκα.
-Τι λες μωρή........ η Λίζα έκανε να κινηθεί προς την Ντέμπορα αλλά ο Μακ Γκρέγκορ την άρπαξε από το μπράτσο.
-Κυρίες μου, επενέβηκε ο Βίνεκερ. Σας παρακαλώ, θα μείνουμε μερικές μέρες όλοι μαζί ας μην δυσκολεύουμε την κατάσταση. Ας μείνουμε σε πολιτισμένο επίπεδο και ας μην προδικάζουμε τίποτα πριν ακούσουμε τις καταθέσεις και δούμε τα αποδεικτικά στοιχεία.
Η παρέμβασή του έφερε την ηρεμία και ο Μακ Γκρέγκορ άφησε το χέρι της Λίζας. Η τραγουδίστρια δεν έφυγε από το πλευρό του.
-Πιστεύω στην αθωότητά της, είπε απαλά. Κανένας δεν είχε το δικαίωμα να βιάσει μια γυναίκα για την απόλαυσή του. Δεν πιστεύω ότι του έστησε παγίδα. Ούτε - έριξε μια φαρμακερή ματιά προς την μεριά της Ντέμπορα - ότι ήταν μια πρόκληση που ξέφυγε από τα όρια.
Η συνέχεια της δίκης έγινε με την επιλογή και των υπολοίπων μελών του σώματος των ενόρκων. Η τελική σύσταση του σώματος ήταν επτά άνδρες και πέντε γυναίκες. Το σώμα που είχε προκύψει ήταν πιο πολύ της αρεσκείας του Μπόνακορ αλλά ο εισαγγελέας δεν ήταν πολύ ευχαριστημένος, είχε την αίσθηση πως δεν είχε χειριστεί την επιλογή με τον καλύτερο τρόπο αν και δεν αμφέβαλε πως θα κέρδιζε τη δίκη.
Η Ιόλη ένιωθε απογοητευμένη αλλά δεν το έδειξε για να μην φοβίσει την Γκαμπριέλα. Η πρώτη μέρα της δίκης είχε κουράσει την κοπέλα που ένιωθε τελείως αποκαμωμένη. Καθώς ο Στήβεν Άιρτον άφηνε την αίθουσα έχοντας διακόψει τη συνεδρίαση για το επόμενο πρωί η Γκαμπριέλα έγερνε εξαντλημένη το κεφάλι της στα διπλωμένα μπράτσα της.
Η αίθουσα άρχισε να αδειάζει αφήνοντας μόνους τους αντίδικους και τους δώδεκα ενόρκους που περίμεναν να πάρουν τα πράγματά τους. Ο Μακ Γκρέγκορ είχε από πριν προνοήσει και ο Βαλίν δεν είχε παρά να φέρει από το τζιπ το σακίδιο. Το ίδιο καλά προετοιμασμένος αποδείχθηκε ο Βίνεκερ.
-Θα πρέπει να ελέγξω τα πράγματά σας, είπε ο δικαστικός και ο Μακ Γκρέγκορ άνοιξε το σακίδιο αποκαλύπτοντας μια ακόμα στολή, εσώρουχα και ένα βιβλίο. Ο έλεγχος δεν τον ανησυχούσε, το όπλο του ήταν στη μέση του και τα υπόλοιπα απαγορευμένα αντικείμενα στο διπλό πάτο του σακιδίου. Στάθηκε σε ένα σημείο που να βλέπει το περιεχόμενο των αποσκευών των υπολοίπων, ίσως τον βοηθούσε αυτό. Δεν βρέθηκε τίποτα αν και κατασχέθηκε ένα πορνοπεριοδικό που είχε στην κατοχή του ο Κρίστιαν Ζάιτς, ένας δικηγόρος που ήταν ο έκτος ένορκος που είχε επιλεγεί.
Ο Μάικ είδε τον δικαστικό κλητήρα να κοκκινίζει καθώς άνοιγε την τσάντα της Λίζας και έβλεπε τα σέξι εσώρουχά της, η τραγουδίστρια πρόσεξε το βλέμμα του Μάικ και του χαμογέλασε με νόημα.
-Ωραία, είπε ο δικαστικός, είμαστε έτοιμοι, πάμε.
Οι δώδεκα ένορκοι τον ακολούθησαν έξω στο δρόμο όπου ένα τεράστιο πλήθος κραύγαζε κατά της Γκαμπριέλα με μένος διψασμένου για αίμα όχλου σε Ρωμαική αρένα.
Ένα λεωφορείο θα μετέφερε τους δώδεκα ενόρκους στο ξενοδοχείο Κόλονυ στου οποίου τον τελευταίο όροφο θα έμεναν. Ο δικαστικός κλητήρας και οι ένορκοι πέρασαν το μπλόκο των αστυνομικών και προχώρησαν προς το λεωφορείο που περίμενε. Οι δυο πλευρές που είχαν συγκεντρωθεί και κραύγαζαν συνθήματα πολλαπλασίασαν τις προσπάθειές τους βλέποντας το σώμα που θα έκρινε την υπόθεση. Οι εχθρικά διακείμενοι προς την Γκαμπριέλα ήταν πολύ πιο επιθετικοί. Είχαν φτάσει σχεδόν στο λεωφορείο όταν ξέσπασε το κακό.
Ο Μακ Γκρέγκορ βάδιζε τελευταίος στη σειρά των ενόρκων και δεν φαινόταν να δίνει σημασία στο πλήθος που ωρυόταν αλλά ήταν χαμένος σε σκέψεις. Ένας μεγαλόσωμος άνδρας από τους Φρουρούς της Οικογένειας άρπαξε τον Ρέηντζερ από το αριστερό χέρι και φώναξε άγρια:
-Εσύ είπες πως θα την καταδικάσεις σε θάνατο την άθλια πόρνη μόνο αν είναι ένοχη; Είναι ένοχη! ντροπή σου να την υποστηρίξεις! Ντροπιάζεις τη στολή που φοράς!
Άλλη προσβολή ίσως να την είχε αγνοήσει ο Μακ Γκρέγκορ, αλλά όχι αυτή. Μαζί με τον πόνο από το τραυματισμένο χέρι που τον είχε αρπάξει ο άντρας ο Ρέηντζερ είχε κάθε λόγο να αντιδράσει πολύ βίαια. Τράβηξε το χέρι του και χτύπησε τον άνδρα με τα δυο δάκτυλα σε καίριο σημείο που του έκοψε την ανάσα και καθώς εκείνος ξέπνοος διπλωνόταν στα δυο τίναξε το γόνατό του προς τα πάνω. Τον πέτυχε καίρια τσακίζοντας του τη μύτη. Καθώς τον σώριαζε στο δρόμο στράφηκε στους συντρόφους του.
-Υπάρχει κι' άλλος που να θεωρεί πως ντροπιάζω τη στολή που φοράω; είπε με φωνή που δεν διέφερε σε τόνο απ' ό,τι μέσα στο δικαστήριο αλλά τόσο απειλητική που οι σύντροφοι του πεσμένου άντρα πισωπάτησαν.
Ο Μάικ ανέβηκε στο λεωφορείο και κάθισε σε μια θέση. Κοίταξε τους ταραξίες που σήκωναν το σύντροφό τους και συγκράτησε την επιθυμία του να χαμογελάσει, από μιας απόψεως αυτό το περιστατικό τον βόλευε. Η Λίζα ήρθε και κάθισε δίπλα του, ήταν χλωμή και ανήσυχη.
-Έχουν αγριέψει τα πράγματα, είπε κοιτώντας το μαινόμενο πλήθος.
-Σε κάνει να ξανασκέφτεσαι τις επιλογές σου, ε; είπε ήσυχα ο Ρέηντζερ.
-Όχι, είπε απότομα η κοπέλα, δεν είμαι από αυτές κύριε Μακ Γκρέγκορ.
Μια λάμψη φάνηκε για μια στιγμή στα μάτια του Μάικ που μετά χαμογέλασε. Η Λίζα τον κοίταξε περίεργα.
-Δεν φοβάσαι, έτσι; τον ρώτησε.
-Όχι, απάντησε ήρεμα εκείνος. Δεν έχει μείνει τίποτα πια σ’ αυτόν τον κόσμο που να μπορεί να με κάνει να φοβηθώ. Αντίκρισα το θάνατο με πολλές μορφές και δεν διατηρώ καμία ψευδαίσθηση για το τι είναι ικανός να κάνει ο άνθρωπος. Τι μένει λοιπόν να φοβηθώ;
-Κυνικός λοιπόν.
-Απλά ρεαλιστής, είπε με ένα χαμόγελο που όμως δεν άγγιξε τα μάτια του ο Μακ Γκρέγκορ.
Το λεωφορείο ξεκίνησε και καθώς περνούσε ανάμεσα στα πλήθη που φώναζαν η Λίζα είπε σιγανά:
-Εγώ φοβάμαι. Ξέρω ποιο είναι το σωστό αλλά φοβάμαι τις συνέπειες που θα έχει να το πράξω.
-Για όλους έρχεται η ώρα της επιλογής, είπε ο Μακ Γκρέγκορ.
Η Γκαμπριέλα επέστρεψε στη φυλακή νιώθοντας αποκαμωμένη σαν να είχε περπατήσει μια εξουθενωτικά μεγάλη απόσταση. Δεν είχε χρειαστεί να πει τίποτα στο δικαστήριο, να κάνει το ο,τιδήποτε, αλλά και πάλι ένιωθε αποστραγγισμένη και από την τελευταία ικμάδα δύναμης. Αναλογιζόταν με τρόμο την στιγμή που θα έπρεπε να καταθέσει, να αντιμετωπίσει τον εισαγγελέα που δεν έδειχνε κανέναν οίκτο και να ανοίξει την ψυχή της μπροστά στα αδηφάγα όρνια των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Στη διαδρομή ως τη φυλακή η κοπέλα βρισκόταν σε μια κατάσταση ληθαργική, χαμένη στις σκέψεις της και αναλογιζόμενη το ζοφερό σκοτάδι που κάλυπτε το μέλλον της. Σχεδόν δεν κατάλαβε πότε φτάσανε στην φυλακή και την οδήγησαν στην τραπεζαρία όπου δειπνούσαν οι κρατούμενες.
Η Γκαμπριέλα δεν είχε βρεθεί ποτέ στο χώρο αυτό, τις δυο προηγούμενες μέρες είχε γευματίσει με την Ιόλη στο δωμάτιο που τους είχε διατεθεί για να συναντηθούν και το πρώτο της βράδυ εδώ δεν είχε καμιά διάθεση για φαγητό, ειδικά μετά την κακοποίηση που είχε υποστεί.
Ντυμένη και πάλι με τη στολή της φυλακής η Γκαμπριέλα πέρασε την είσοδο της τραπεζαρίας και προς μεγάλη της ανακούφιση σχεδόν κανένας δεν έδειξε να της δίνει σημασία. Η Γκαμπριέλα προχώρησε στον πάγκο όπου οι κρατούμενοι έπαιρναν το φαγητό τους από τους βαριεστημένους μάγειρες και μετά κάθονταν ανά οκτώ στα μεγάλα τραπέζια από μελαμίνη. Πήρε το δίσκο με το φαγητό και πήγε στο πιο κοντινό τραπέζι. Κάθισε και άρχισε να τρώει χωρίς να προσέχει ούτε το φαγητό αλλά ούτε και ποιος άλλος ήταν καθισμένος στο τραπέζι. Αιφνιδιάσθηκε έτσι απόλυτα όταν δέχθηκε ένα δυνατό σπρώξιμο στο στήθος και τινάχτηκε πίσω από τον πάγκο όπου καθόταν, βρέθηκε με την πλάτη στο πάτωμα και μια γυναίκα καθισμένη στην κοιλιά της που την χτυπούσε ουρλιάζοντας:
-Πως τολμάς να καθίσεις στο ίδιο τραπέζι με’ μένα;
Αιφνιδιασμένη όπως ήταν η Γκαμπριέλα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο παρά να σηκώσει τα χέρια της για να προστατέψει το πρόσωπό της από τα χτυπήματα που της κατάφερνε η άλλη γυναίκα ενώ την περιέλουζε με έναν πραγματικό οχετό από βρισιές πολλές από τις οποίες η Γκαμπριέλα θα κοκκίνιζε και να σκεφτεί. Κρατούμενες είχαν μαζευτεί γύρω τους και γελούσαν χωρίς να κάνουν τίποτα για να σταματήσουν την γυναίκα αυτή.
-Κόφτο Νέηλαντ! Κόφτο γιατί θα σου σπάσω το λαιμό και θα το απολαύσω κιόλας, είπε δυνατά μια ψυχρή φωνή.
Νεκρική σιγή επικράτησε στην τραπεζαρία, οι δεσμοφύλακες που δεν είχαν κάνει τίποτα για να επέμβουν παρέμειναν και πάλι στη θέση τους αλλά οι κρατούμενες έσπευσαν να απομακρυνθούν από το σύμπλεγμα των δυο γυναικών καθώς η Αλεξάνδρα Νιέβανς πλησίαζε. Η Νέηλαντ σηκώθηκε και απομακρύνθηκε βιαστικά καθώς η Νιέβανς βοηθούσε την Γκαμπριέλα να σηκωθεί από το δάπεδο.
-Θα το πω μια φορά, είπε η Νιέβανς και όποια με αναγκάσει να το επαναλάβω θα το μετανιώσει. Όποια κάνει στην Ράνσομ ο,τιδήποτε θα το πληρώσει.
Η σιγή ήταν απόλυτη, η φήμη της πνευματικής αστάθειας της Νιέβανς ήταν τόσο διαδεδομένη ώστε ακόμα και εκείνες από τις κρατούμενες με τις βαρύτερες ποινές την φοβούνταν πραγματικά.
-Και ξέρετε πως ό,τι λέω το εννοώ, πρόσθεσε.
-Εντάξει! Αρκετά! Όλες στα κελιά σας! Τώρα!
Η Γκαμπριέλα και η Νιέβανς πήγαν στο δικό τους.
-Ευχαριστώ, είπε η κοπέλα και με αυτήν την απλή λέξη έκφρασε αυτό που ένιωθε.
Το ξενοδοχείο Κόλονυ είχε ξαναχρησιμοποιηθεί για τη φιλοξενία σώματος ενόρκων κάτι που συνέβαινε γιατί ήταν το πιο κοντινό στο δικαστικό μέγαρο αλλά και γιατί ήταν διαμορφωμένο κατάλληλα για το σκοπό αυτό. Ο ένατος και τελευταίος όροφος διέθετε δώδεκα υπνοδωμάτια, μια μεγάλη σάλα που εξυπηρετούσε ως σαλόνι και τραπεζαρία και ένα χωλ στο οποίο κατέληγε η σκάλα αλλά και ο ανεκλκυστήρας και από το οποίο γινόταν η πρόσβαση στον υπόλοιπο όροφο.
Δυο ασυνομικοί εγκαταστάθηκαν στο χωλ ενώ οι δώδεκα ένορκοι εγκαθίσταντο στα δωμάτιά τους. Ο Μακ Γκρέγκορ ακούμπησε το σακίδιό του πάνω στο κρεβάτι του και άρχισε να το αδειάζει. Όταν το άδειασε τράβηξε τον πάτο του σακιδίου αποκαλύπτοντας την κρυψώνα όπου βρισκόταν ένα κινητό τηλέφωνο τελευταίασς τεχνολογίας, ο Ρέηντζερ το έβαλε στην τσέπη. Ύστερα τακτοποίησε τα πράγματά του.
Άφησε το δωμάτιο για να πάει για δείπνο. Οι υπόλοιποι ένορκοι βρίσκονταν ήδη στο σαλόνι συζητώντας για να γνωριστούν μεταξύ τους μιας και θα περνούσαν μαζί κάποιες μέρες. Ο Μακ Γκρέγκορ κάθισε μαζί τους αλλά ελάχιστες φορές πήρε το λόγο, τους άφησε να συζητάνε αποκαλύπτοντάς του το χαρακτήρα τους.