Η Κατάρα Του Ζαγκάρθους ΙΙΙ

Author: Νυχτερινή Πένα /

   -Την αγαπάς;
   Ο Φένορ στεκόταν κοντά στο παράθυρο ατενίζοντας το δάσος του Καρενός. Ο Νέφλιν ήταν καθισμένος στην πολυθρόνα στο γραφείο του.
   -Πιο πολύ και από τη ζωή μου. Θα πέθαινα ευχαρίστως για να ζήσει εκείνη αλλά η κατάρα δεν θα μου κάνει τη χάρη.
   -Όχι, είπε ο Φενόρ και μια λάμψη πέρασε από τα μάτια του καθώς σκεφτόταν τι ακριβώς έπρεπε να γίνει, αλλά έχω μα ιδέα που μπορεί να βοηθήσει. Θα στείλω αμέσως ένα γεράκι με μήνυμα.
   Άφησε το παράθυρο και στράφηκε στο εσωτερικό του δωματίου κοίταξε το μισητό σύμπλεγμα που υπενθύμιζε στον Νέφλιν την απειλή που κρεμόταν πάνω από το κεφάλι του.
   -Όσο γι' αυτό, είπε και ξεθηκάρωσε τη σπάθα που κρεμόταν στο πλευρό του, δεν χρειάζεται να το υφίστασαι.
   Κατέβασε με ορμή τη σπάθα του πάνω στο σύμπλεγα διαλύοντάς το. Προς μεγάλη έκπληξη του Νέφλιν παρέμεινε κομματιασμένο και δεν επανέκαμψε στο γραφείο.
   -Πως.....
   -Ευλογημένη λεπίδα, λύνει τέτοια ξόρκια.
   -Και την κατάρα;
   -Γι' αυτήν χρειάζεται κάτι πιο ισχυρό.

    Ο Νέφλιν τράβηξε τα χαλινάρια του μεγαλόσωμου μαύρου αλόγου που ίππευε. Γύρω του σταμάτησαν οι υπόλοιποι πολεμιστές που είχαν απαντήσει στην κλήση του για βοήθεια εναντίον του Ζαγκάρθους.
   Μετά την άφιξη του Φένορ στον πύργο η Έλανεθ είχε πέσει σε ένα βαθύ λήθαργο που φαινόταν να βαθαίνει με το πέρασμα του χρόνου. Άρχιζε να υποκύπτει στην κατάρα. Έπρεπε να βρουν τον μάγο και να τον αναγκάσουν να λύσει την κατάρα άμεσα. Στο χρόνο που διέθεταν ο Φένορ κάλεσε όσους Ιππότες βρίσκονταν κοντά και προλάβαιναν να βοηθήσουν όπως και ο Νέφλιν είχε μαζέψει όσους πολεμιστές μπορούσε. Με τη μικρή τους δύναμη εκστράτευσαν εναντίον του Κουλ' Σα, του πύργου του μάγου. Εκείνος είχε βγει να τους αντιμετωπίσει.
   Στην πεδιάδα μπροστά τους ήταν παρατεταγμένος ο στρατός των γκόμπλιν του μάγου. Ταγμένοι σε σειρές χτυπούσαν τα κοντά πριονωτά σπαθιά τους στις ασπίδες τους και προκαλούσαν τους έφιππους αντιπάλους τους που στέκονταν στην κορυφή του λόφου.
   -Είναι πολλοί, κατά πολύ περισσότεροι από' μας, είπε ο Νέφλιν κοιτώντας τον εχθρικό στρατό και αναζητώντας το μάγο.
   -Ναι αλλά τους έφερε εκεί που θέλαμε, είπε ο Φένορ, θα νικήσουμε αν όλα πάνε κατά το σχέδιο.
   -Το ελπίζω.
   -Ό,τι και αν κάνουμε εμείς δικό σου μέλημα είναι να βρεις το μάγο και μόνο, είπε ο Φένορ και μετά ύψωσε το γαντοφορεμένο χέρι του.
   Το κατέβασε και οι πολεμιστές ξεχύθηκαν σε μια γρήγρη κάθοδο προς τους αντιπάλους τους που ετοιμάστηκαν για σύγκρουση σφίγγοντας τα σπαθιά και τις ασπίδες τους με το κοράκι εν πτήση, το έμβλημα του Ζαγκάρθους. Στη μέση της κατάβασης οι τελευταίοι από τους Ιππότες στάθηκαν και ύψωσαν τα τόξα τους. Έριξαν ένα σύννεφο από βέλη που έπεσε στις πρώτες γραμμές των γκόμπλιν προκαλώντας χάος ακριβώς πριν καταφθάσουν οι επερχόμενοι επιτιθέμενοι. Δεν πρόλαβαν να ανασυνταχθούν και να κλείσουν τα κενά.
   Η μάχη ξέσπασε έντονη γύρω του αλλά ο Νέφλιν δεν έδινε σημασία, εκείνος είχε ξεπεζέψει και έψαχνε το μάγο. Δεν έδινε σημασία στη σκληρή μάχη γύρω του, στα σώματα που έπεφταν, στις κραυγές πόνου, ανθρώπων και μη, στους επιθανάτιους ρόγχους. Μαχόταν με κάποιον μόνο αν του επιτιθόταν και τον εμπόδιζε να προχωρήσει. Ακόμα και έτσι είχε σκοτώσει πολλούς όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Ζαγκάρθους. Ήταν ψηλός, ντυμένος με έναν μαύρο χιτώνα που κοσμούσαν μυστικιστικά σύμβολα κεντημένα με ασημένια ή κόκκινα νήματα. Γέλασε μοχθηρα καθώς ο Νέφλιν επιτεθόταν με ορμή εναντίον του.
   Μια πορφυρή ριπή ενέργειας τινάχθηκε από το κρυστάλλινο ραβδί που κρατούσε ο μάγος. Χτύπησε τη σπάθα του Νέφλιν και την τίναξε από τα χέρια του. Ο αντίπαλός του γέλασε και προχώρησε μπροστά.
   -Και τώρα θα πεθάνεις!
   -Σκότωσέ με, είπε ο Νέφλιν ήσυχα σαν να διαφωνούσαν σε ένα θέμα πρωτοκόλου και όχι για τη ζωή του, αλλά λυπήσου την Έλανεθ.
   -Θα αντάλλασες τη ζωή της με την ψυχή σου;
   -Ναι, απάντησε χωρίς δισταγμό ο Νέφλιν.
   Ο Ζαγκάρθους γέλασε εκστασιασμένος.
   -Η ψυχή ενός άρχοντα στην υπηρεσία μου, ψιθύρισε και μετά είπε δυνατά. Ωραία δέχομαι. Πέθανε!
   Ύψωσε το ραβδί και ο Νέφλιν έφερε στο μυαλό του το πρόσωπο της Έλανεθ, ήθελε να είναι η τελευταία του ανάμνηση από την ζωή αυτή. Ο μάγος κατέβασε το ραβδί αλλά δεν έφτασε ποτέ στο στόχο του, το κεφάλι του Νέφλιν. Συνετρίβη πάνω στη λάμα του όπλου του Φένορ.
   -Εσύ! είπε έντρομος.
   -Όπως έλεγε η προφητεία, όταν το κοράκι ανταμώσει το όπλο που δεν σφυρηλατήθηκε από άνδρα, θα πεθάνεις, είπε ο Ιππότης και με μια ρευστή κίνηση χτύπησε. Το κεφάλι του μάγου κύλισε στο χώμα.
   -Ευχαριστώ, είπε ο Νέφλιν. Έφτασες πάνω στην ώρα.
  -Από καιρό ήθελε ο Ζαγκάρθους να αιχμαλωτίσει μια ψυχή, ειδικά μια που θα παραδινόταν οικειοθελώς και θα τον έκανε πανίσχυρο, και αυτό τον έκανε τυφλό σε άλλες παραμέτρους. Εμπρός, γύρισε κοντά στην όμορφη Έλανεθ. Θα έχει ήδη συνέλθει.
   -Θα σε καλέσουμε στο γάμο.
   -Θα το περιμένω, είπε ο Φένορ με ένα χαμόγελο και στράφηκε να ανασυγκροτήσει τους άνδρες του που καταδίωκαν τους τελευταίους μαχητές του εχθρού. Είχε και έναν πύργο να καταστρέψει.

    ΤΕΛΟΣ

Η Κατάρα Του Ζαγκάρθους ΙΙ

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Ένα ξέφωτο ανοίχτηκε μπροστά τους ξαφνικά και η σκηνή που αντίκρισαν έστειλε ένα ρίγος να διατρέξει την σπονδυλική στήλη του Νέφλιν. Στο κέντρο του, πάνω σε ένα παχύ στρώμα από χόρτο και πεσμένα φύλλα μια κοπέλα πάλευε με έναν πολύ πιο μεγαλόσωμο άνδρα. Ήταν με την πλάτη στο έδαφος και πάλευε να εμποδίσει τον άνδρα να παραμερίσει το μακρύ της φόρεμα, το μόνο πράγμα που τον εμπόδιζε να την κάνει με τη βία δική του.
   -Άφησέ τη! κραύγασε ο Νέφλιν και ξεθηκάρωσε τη σπάθα του ορμώντας μπροστά χωρίς να δώσει καμία σημασία στους άνδρες που ένα γύρω ακουμπισμένοι στους κορμούς των αιωνόβιων δένδρων παρακολουθούσαν γελώντας τη σκηνή. Η φωνή του έκανε τον άνδρα να αφήσει την Έλανεθ και να τραβήξει ένα μεγάλο σπαθί. Ο Νέφλιν ξεπέζεψε και προχώρησε να τον αντιμετωπίσει ενώ οι υπόλοιποι πολεμιστές του εμπλέκονταν σε μάχη με τους ληστές.
   Από τα πρώτα χτυπήματα που αντάλλαξε με τον αρχηγό της συμμορίας κατάλαβε πως είχε να κάνει με έναν καλό ξιφομάχο αλλά όχι τόσο καλό όσο ο ίδιος. Και αρκούσε ένα βλέμμα στην πεσμένη ακόμα κάτω Έλανεθ, με το τρομαγμένο πρόσωπο και το σκισμένο φόρεμα για να τον κάνει να πολεμάει με μεγαλύτερη ακόμα ορμή.
   Ο Νέφλιν είχε τη φήμη του καλύτερου μονομάχου μετά τον θρυλικό Ράουμας του Λορ και δεν την είχε χωρίς λόγο. Γρήγορα ο ληστής άρχισε να υποχωρεί και να απαντά σπασμωδικά στα χτυπήματά του. Τελικά σε ένα χτύπημα ο Νέφλιν παραμέρισε τη λάμα του σπαθιού του και τον χτύπησε στο στήθος σωριάζοντάς τον νεκρό.
   Έτρεξε κοντά στην Έλανεθ ενώ οι υπόλοιποι ληστές τρέπονταν σε φυγή βλέποντας ότι ο αρχηγός τους ήταν νεκρός. Ο Νέφλιν φώναξε στους άνδρες του:
   -Καταδιώξτε τους! Όσοι παραδοθούν θα μεταφερούν στο Άκρεν για να δικαστούν.
   Βοήθησε την κοπέλα να σηκωθεί και μετά να περπατήσουν ως το σημείο που περίμενε υπομονετικά το άλογό του. Η Έλανεθ είχε χάσει το δικό της, είχε τρομάξει και είχε φύγει καλπάζοντας και χλιμιντρίζοντας όταν έπεσε στην ενέδρα των ληστών. Ο Νέφλιν ανέβηκε στη σέλα και μετά τράβηξε την Έλανεθ να καθίσει πίσω του.
   -Γιατί έφυγες; είπε αυστηρά. Δεν ήξερες ότι είναι επικίνδυνο;
   -Δεν με ένοιαζε, ήθελα να είμαι μόνη.
   -Παραλίγο να πέθαινες μόνη.
   -Εσένα τι σε νοιάζει;
   Η άφιξή τους στον πύργο καθυστέρησε την απάντηση που ήθελε να της δώσει. Πέρασε την πύλη και έφερε το άλογό του στους στάβλους. Ξεπέζεψε και κατέβασε από το άλογο την κοπέλα που τον κοίταζε με μάτια που πετούσαν φλόγες.
   -Με νοιάζει Έλανεθ. Δεν θα ήθελα να πάθεις κακό. Θα ήταν....
   -Τι θα ήταν; Αφού δε σε νοιαζει.
   Την κοίταξε. Τα χλωμά συνήθως μάγουλά της ήταν τώρα κόκκινα από την ένταση, τα χείλη της μισάνοιχτα τον καλούσαν να τα φιλήσει. Και το έκανε. Είχε φοβηθεί τόσο πολύ ότι θα την έχανε που ξαφνικά δεν είχε τίποτα άλλο σημασία από το να τη διαβεβαιώσει ότι ήταν εδώ για εκείνη, δεν θα άφηνε να την βλάψει τίποτα και κανένας.
   Τα χείλη της ήταν απαλά και ζεστά. Την έσφιξε στην αγκαλιά του και εκείνη κόλλησε το σώμα της στο δικό του ενώ ανταποκρινόταν στο φιλί του με πάθος. Την πήρε στα χέρια του και την ανέβασε στο δωμάτιό του. Εκεί την άφησε να πατήσει και πάλι κάτω ενώ έλυνε τη φαρδιά ζώνη που συγκρατούσε το φόρεμα. Την επόμενη στιγή ήταν ολόγυμνη μπροστά του, η ματιά του ταξίδεψε στο λεπτό αέρινο σώμα της, στα σφιχτά σχεδόν εφηβικά ακόμα στήθη της, στην επίπεδη κοιλιά της και στα καλίγραμμα πόδια της. Την τράβηξε στην αγκαλιά του και την φίλησε βαθιά, ερωτικά, σχεδόν άγρια. Τα συναισθήματα που και οι δυο ένιωθαν και η ερωτική επιθυμία τους συνεπήραν σε μια ένωση γεμάτη πάθος.


   Ξύπνησε και τεντώθηκε νιωθοντας αναζωογονημένος και με ένα πρωτόγνωρο αίσθημα πληρότητας. Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι του και κοίταξε δίπλα του την κοιμισμένη Έλανεθ. Τα μαλλιά της απλώνονταν στους γυμνούς ώμους της και το μαξιλάρι και εκείνος αντιστάθηκε στην παρόρμηση να την χαϊδέψει για να μην την ξυπνήσει.
   Η Έλανεθ στο κρεβάτι του, δική του, παραδομένη σε έναν γαλήνιο ύπνο αφού είχαν κάνει έρωτα. Η συνειδητοποίηση τον γέμισε με έναν απτό πόνο, σχεδόν σαν να είχε μπηχτεί ένα ξίφος στο σώμα του. Τι είχε κάνει; Είχε καταδικάσει σε έναν φρικτό θάνατο εκείνη που αγαπούσε. Πήγε στο παράθυρο. Ακούμπησε το μέτωπό του στην παγωμένη πέτρα του αψιδωτού παραστάτη. Γιατί είχε αφεθεί; Γιατί δεν είχε απομακρυνθεί και να καταφύγει στην ανακούφιση του τελετουργικού του Ζενιμάν;
   Ο ήχος της πύλης που άνοιγε τον απέσπασε από τις σκέψεις του και κοίταξε να δει ποιος ήταν που κατέφτανε τόσο πρωί και η φρουρά του απέδιδε μάλιστα τιμές. Αναγνώρισε αμέσως τον καβαλάρη με τα καστανά μαλλιά και την μαύρη στολή, ένας ζωντανός θρύλος της Ιπποσύνης, ο Φένορ του Άκρεν.
    Ερχόταν πάνω στην ώρα.

Η Κατάρα Του Ζαγκάρθους Ι

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Η Έλανεθ μισάνοιξε την πόρτα του δωματίου του Νέφλιν, έχωσε το κεφάλι της και τον είδε σκυμμένο πάνω από ένα χάρτη. Τον είδε να περνάει το χέρι του πάνω από τα μάτια του. Ήξερε τι τον απασχολούσε. Μακάρι να την άφηνε να το σηκώσει αυτό το βάρος μαζί του.
   -Είσαι κουρασμένος;
   -Ναι, αλλά…
   -Μπορώ να κάνω κάτι για’ σενα;
   -Όχι δεν το νομίζω, είπε και την κοίταξε.
   Η Έλανεθ μπορούσε να δει στα μάτια του την κούραση που τον διακατείχε. Τα πρόσφατα γεγονότα είχαν συνταράξει το βασίλειο και ως που να αποκατασταθεί η τάξη και η ησυχία εκείνος ως φρούραρχος του πύργου του Άκρεν είχε πολλά να φροντίσει και να κάνει.
   Πλησίασε και τον χάιδεψε απαλά στην πλάτη.
   -Μακάρι να με άφηνες να μοιραστώ μαζί σου το φορτίο αυτό Νέφλιν.
   -Δε μου αρέσει να με λυπούνται! απάντησε εκείνος απότομα.
   Είδε τα καστανά μάτια της να γεμίζουν δάκρυα και κατέπνιξε την ανάγκη να την σφίξει στην αγκαλιά του. Έπρεπε να συνεχίσει έτσι, να την κρατάει σε απόσταση για το καλό της.
   -Μπορείς να με αφήσεις μόνο μου;
  Η Έλανεθ τον κοίταξε παρακλητικά. Ήταν λίγο πιο κοντή από το συνηθισμένο ύψος με ένα λεπτό σχεδόν αιθέριο σώμα. Τα μακριά της μαλλιά έπεφταν στους ώμους και κάτω στην πλάτη της, σωστός μεταξένιος χείμαρρος. Ξυπόλυτη όπως ήταν δεν έκανε κανέναν ήχο πηγαίνοντας στην πόρτα, εκεί στάθηκε και τον ξανακοίταξε. Μετά βγήκε. Ο Νέφλιν ήξερε ότι θα πήγαινε να κλάψει κάπου μόνη, δεν ήθελε να την δουν να κλαίει, να μην την λυπηθούν. Πόσο μοιάζανε σ’ αυτό!
   -Κατάρα! φώναξε και άρπαξε από το γραφείο μπροστά του ένα μικρό πορσελάνινο σύμπλεγμα. Το πέταξε στον τοίχο όπου διαλύθηκε σε δεκάδες μικροσκοπικά θραύσματα. Την επόμενη στιγμή ήταν και πάλι άθικτο στο γραφείο του.
   Εικόνιζε έναν νέον άνδρα και μια κοπέλα, εκείνη στην αγκαλιά του, τα πρόσωπά τους να λάμπουν από ευτυχία. Ήταν μια διαρκής υπενθύμιση του τι δεν μπορούσε να έχει, τι είχε για πάντα απωλέσει. Και δεν μπορούσε να το καταστρέψει, ό,τι και να έκανε το άγαλματίδιο εμφανιζόταν και πάλι άθικτο στο γραφείο του. Μπορούσε να φανταστεί μόνο τη σαδιστική ευχαρίστιση του Ζαγκάρθους μ’ αυτό το βασανιστήριο που του επέβαλλε, σαν να μην ήταν αρκετή η κατάρα.
   Αγαπούσε την Έλανεθ, την είχε αγαπήσει από την πρώτη στιγμή που την είδε και ήταν αμοιβαίο το ήξερε. Αλλά δεν μπορούσε να την αφήσει να τον πλησιάσει, ούτε να προχωρήσει σε μια σχέση μαζί της. Αυτό θα σήμαινε θάνατο για εκείνη. Θυμόταν πολύ καλά την κατάρα του Ζαγκάρθους.
   “Ποτέ με το γλυκό ποτό της αγάπης δεν θα μεθύσεις,
    ποτέ ευτυχισμένα μαζί της δεν θα ζήσεις,
    και αν ποτέ το επιχειρήσεις
   τη ζωή της σύντομα θα στερήσεις.”
   Η κατάρα είχε ειπωθεί πολλά χρόνια πριν και τότε δεν είχε καμία γυναίκα στη ζωή του αλλά ο μάγος την είχε διατυπώσει έτσι ώστε να μην υπάρχει τρόπος να την παρακάμψει, αν αγαπούσε μια κοπέλα και προχωρούσε μαζί της σε σχέση εκείνη θα πέθαινε.
   Για ένα πολύ μεγάλο διάστημα είχε ζήσει αποκομμένος σαν ερημίτης στον πύργο του αποφεύγοντας κάθε συναναστροφή για να ξεφύγει από την κατάρα του σκοτεινού μάγου. Έβγαινε μόνο επικεφαλής των πολεμιστών του στις μάχες για την υπεράσπιση της Εσπέρια από εχθρικές δυνάμεις. Σε μια τέτοια εκστρατεία παρασύρθηκε να κοιμηθεί με μια γυναίκα από εκείνες που ακολουθούσαν τους στρατούς και μπορούσε ο καθένας να αποκτήσει με λίγα νομίσματα. Η γυναίκα δεν είχε πάθει τίποτα και ο Νέφλιν είχε ανακαλύψει ότι η κατάρα κάλυπτε μόνο την αληθινή αγάπη, όχι την σεξουαλική πράξη. Έτσι μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες του χωρίς το φόβο ότι θα έφερνε το θάνατο σε κάποια γυναίκα ακόμα και αν ήταν πόρνη.
   Είχε ζήσει σαν ερημίτης, με εναλλαγές σαν ένας από τους καλύτερους στρατηγούς του βασιλείου, ως που η Έλανεθ ήρθε στον πύργο του Άκρεν. Είχε σχεδόν ξεχάσει την κατάρα έχοντας φτιάξει μια ζωή που την άφηνε έξω. Αλλά η Έλανεθ ήταν τόσο ξεχωριστή που δεν μπορούσε να σταματήσει τον εαυτό του από το να την αγαπήσει. Η φωνή της, το γέλιο της, η γλυκύτητα του χαρακτήρα της και η καλλιεργειά της το έκαναν αναπόφευκτο, πολύ γρήγορα την αγάπησε και ήταν αμοιβαίο συναίσθημα μόνο που η Έλανεθ δεν είχε λόγο να μην το εκφράζει και να μην το δείχνει. Φοβούμενος την ερωτική έλξη που ένιωθε για την Έλανεθ θα έκαμπτε την αντίστασή του είχε εντρυφήσει πολύ στο τελετουργικό του Ζενιμάν, ένα αρχαίο τελετουργικό που επέτρεπε στον άνδρα να κατευνάσει τα ερωτικά σκιρτήματα και τον σεξουαλικό πόθο. “Κάτι σαν σεξουαλική συνεύρεση χωρίς σεξ,” το είχε αποκαλέσει ένας από τους δασκάλους του κάποτε.
   Αλλά με την Έλανεθ ήταν διαφορετικά τα πράγματα, την αγαπούσε και ταυτόχρονα την ήθελε ερωτικά. Με κάθε μέρα που περνούσε γινόταν όλο και πιο δύσκολο και το μαρτύριό του μεγάλωνε. Δεν ήθελε να την βάλει σε κίνδυνο αλλά ούτε και άντεχε να τη διώξει, χώρια που η Έλανεθ δεν θα έφευγε ούτως ή άλλως. Έτσι είχε κρατήσει μια στάση που έλπιζε ότι κάποια στιγμή θα πάγωνε την καρδιά της και, για το δικό της καλό, δεν θα νοιαζόταν γι’ αυτόν.
   Ένα χτύπημα στην πόρτα ήρθε να διακόψει τις σκέψεις του και ο Νέφλιν κάλεσε τον επισκέπτη να περάσει. Ήταν ένας από τους άνδρες της φρουράς.
   -Η αρχόντισσα Έλανεθ πήρε ένα άλογο και βγήκε από τον πύργο μόνη, σερ.
   Ο Νέφλιν τινάχθηκε όρθιος, δεν ήταν συνετό αυτό. Τις τελευταίες μέρες στην γύρω περιοχή είχε εμφανιστεί μια ληστοσυμμορία που είχε αποδειχθεί επικίνδυνη και ανηλεής. Βγήκε από το γραφείο του δίνοντας διαταγές για γρήγορες περιπόλους στην περιοχή να βρουν την κοπέλα. Ο ίδιος θα οδηγούσε μια από αυτές τις περιπόλους.
   Βγήκαν από τον πύργο και πήραν το δρόμο για την Ατρέα που διέσχιζε το δάσος του Καρενός, αυτό ήταν το επικίνδυνο σημείο. Ο Νέφλιν έλπιζε να μην έχει πάθει τίποτα η Έλανεθ και ας ταξίδευε ως την Νούθια στην άλλη άκρη της Εσπέρια για να τη βρει. Δυστυχώς οι φόβοι του επαληθεύθηκαν σχεδόν αμέσως όταν μπήκαν στο δάσος. Άκουσαν μια γυναικεία φωνή να καλεί σε βοήθεια. Ο Νέφλιν την αναγνώρισε αμέσως και προέτρεψε το άλογο του να καλπάσει ακόμα πιο γρήγορα ενώ οι πολεμιστές τον ακολούθησαν.