Το Ιστολόγιο του μήνα - Σεπτέμβριος 2011

Author: Νυχτερινή Πένα /

Άλλος ένας μήνας έφτασε στο τέλος του και ήρθε η σειρά για ένα ακόμα ιστολόγιο. Όλοι μας πρέπει να κάνουμε την ενδοσκόπησή μας και η κάτοχος του σημερινού ιστολογίου την έκανε. Βρήκε τόσο βαθιά τον εαυτό της που αποφάσισε ότι εκεί κάτω είναι ο Βυθός της προσωπικής της αναζήτησης και με αυτό γεννήθηκε και ο τίτλος του ιστολογίου.
Ο Βυθός δημιουργήθηκε πριν από δυο χρόνια και ένα μήνα, τώρα που σκέφτομαι μια εβδομάδα μετά το δικό μου ιστολόγιο, και η Creep ξεκίνησε με ένα κείμενο λίγο προδιοριστικό του όρου μπλογκ όσο και του εαυτού της.
Από τότε έγρψε πολλά κείμενα, πολλά για τον εαυτό της, πολλά μιλώντας για καθημερινά θέματα, πολλές φορές με χιούμορ και άλλες με κυνισμό. Πρόσφατα ξεκίνησε ένα μυθιστόρημα και ας την παροτρύνουμε όλοι να το συνεχίσει. Την Creep και το Βυθό της θα τα βρείτε εδώ: http://obythos09.blogspot.com/

Τα Χρονικά Της Εσπέρια Ι - Η Συνωμοσία Της Σκιάς 12

Author: Νυχτερινή Πένα /

   -Την αγαπάς πολύ, είπε η Ρουθ μην τολμώντας να συναντήσει το βλέμμα του Φένορ.
   -Ναι, είπε ο Ιππότης συλλογισμένος, είμαι μάλλον νέος για να πω σαν πατέρας της άρα μάλλον σαν μεγάλος αδερφός.
   -Και εκείνη σε αγαπάει, πολύ, είπε η Ρουθ ανακουφισμένη από το πως είχε ορίσει ο Ιππότης την σχέση του με τη Βλανδίνα.
   -Ναι το ξέρω. Και τώρα διακινδυνευει για να μας βοηθήσει.
   -Τι θα γίνει αν την πιάσουν; Θα τιμωρηθεί που απέπλευσε χωρίς άδεια;
   -Θα δικαστεί και θα εκτελεστεί για πειρατεία στην αγχόνη. Φυσικά δεν θα αφήσουμε να συμβεί αυτό. Τι λέγατε;
   -Με ρώτησε αν είμαι καλά και αν χρειαζόμαστε κάτι με την Έλισεθ, είπε ψέματα η Ρουθ για να μην αναγκαστεί να ομολογήσει το αληθινό θέμα και την κατάληξη της συζήτησής τους.
   -Είσαστε εντάξει λοιπόν;
   -Ναι, απάντησε η Ρουθ και τόλμησε να τον κοιτάξει.
   Ο Φένορ ήταν ήρεμος αν και φανερά κουρασμένος. Καθόταν ακόμα στο βράχο και την κοιτούσε, το ένα χέρι του ήταν στη λαβή της σπάθας που κρεμόταν στο πλευρό του, το άλλο το είχε ελεύθερο και η κοπέλα πρόσεξε πως ήταν τραυματισμένο. Αίμα στάλαζε ακόμα από το τραύμα.
   -Πρέπει να το περιποιηθείς αυτό, είπε.
   -Είναι μια απλή αμυχή απλά ματώνει αν κάνω κάποιες κινήσεις, απάντησε ο Ιππότης χωρίς να ανησυχεί.
   -Αλλά καλύτερα να μην το αφήσουμε έτσι.
   Σηκώθηκε και τον πλησίασε έπιασε το χέρι του, απομάκρυνε το μανίκι του χιτωνίου. Το δέρμα του ήταν ζεστό και παρότι χέρι ανθρώπου που είχε δώσει πολλές μάχες ήταν απαλό. Η Ρουθ το χάιδεψε ασυναίσθητα με τα ακροδάκτυλά της καθώς εξέταζε το τραύμα. Ήταν όντως επιφανειακό, η φευγαλέα επαφή με κάποια λεπίδα αντιπάλου απλά είχε τραυματίσει το χέρι του αλλά το ακανόνιστο τραύμα μάτωνε εύκολα όταν ερχόταν σε επαφή με κάτι. Πήρε μια λωρίδα ύφασμα και το κάλυψε προσεκτικά, μετά το έδεσε ώστε να μείνει στη θέση του. Φρόντισε να μην ενοχλεί τον Ιππότη στους χειρισμούς της μάχης ο επίδεσμος και είπε:
   -Έτοιμο, τώρα σε μερικές μέρες θα έχει κλείσει.
   -Ευχαριστώ Ρουθ, είπε η απαλά ο Φένορ και κάτι στη φωνή του την έκανε να υψώσει το βλέμμα της στο πρόσωπό του. Χάθηκε στο γαλάζιο των ματιών του και αφέθηκε σε όσα έλεγε το καθαρό βλέμμα του. Εκείνος έγειρε λίγο προς το μέρος της. Τα χείλη του χάιδεψαν απαλά τα δικά της. Το χέρι του πιέσε μαλακά αλλά σταθερά την πλάτη της φέρνοντάς την προς το μέρος του. Το φιλί έγνε πιο γλυκό αλλά και πιο ερωτικό. Η Ρουθ παραδόθηκε. Είχε ξαναφιλήσει τον Φένορ αλλά ήταν ένα απλό συντροφικό φιλί, μια εκδήλωση ανακούφισης που ήταν καλά και δεν ειχε τραυματιστεί ή σκοτωθεί. Τώρα όμως ήταν διαφορετικά. Τώρα ήθελε να του δείξει όλα όσα ένιωθε. Μετακινήθηκε στην αγκαλιά του και τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό του.
   Πολλές στιγμές μετά – ή μήπως ολόκληρες μέρες; - τα χείλη τους χωρίστηκαν και η Ρουθ ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του και έκλεισε τα μάτια της ακούγοντας τους χτύπους της καρδιάς του που ηχούσαν σε αρμονία με τη δική της.

   -Ποιος είσαι; ρώτησε ο Ίριαν παίρνοντας στάση άμυνας με τα όπλα του έτοιμα και φροντίζοντας να καλύψει την Ετάνια. Εκείνη είχε αρχίσει να ψιθυρίζει ένα ξόρκι.
   -Σας ανησύχησα βλέπω. Απολογούμαι, δεν ήταν η πρόθεσή μου!
   -Ποιος είσαι; επανέλαβε την ερώτησή του ο Ιππότης και πήρε την απάντησή του αμέσως. Ένας άνδρας υλοποιήθηκε μπροστά τους, ήταν αρκετά ψηλός και ντυμένος με λευκά ρούχα, είχε μακριά λευκή γενειάδα και η Ετάνια φώναξε με χαρά:
   -Άλασταρ!
   Δεν ήταν ο γηραιός μάγος αλλά η κοπέλα είχε δικαιολογημένα μπερδευτεί μιας και του έμοιαζε πολύ. Φορούσε ωστόσο ρούχα λόγιου και δεν ήταν οπλισμένος.
   -Συγνώμη που σε απογοητεύω νεαρή Ετάνια, είπε ο άνδρας. Δεν είμαι ο μέντοράς σου όμως. Είμαι ο Ασμόνιους της Άλβα. Είμαι ο τελευταίος της Αδερφότητας Του Λευκού Τόμου, μια αδερφότητας λογίων και μελετητών. Οι περισσότεροι πέθαναν στα χέρια του Άκλαροθ και των λεγεώνων του. Είχα ανέκαθεν το χάρισμα να βλέπω εικόνες από το μέλλον. Χωρίς γνώση είναι άχρηστες, σαν ένα παιδάκι που ξεφυλλίζει ένα σπουδαίο βιβλίο αλλά βλέπει μόνο τις εικόνες. Όσο όμορφες και προσεγμένες αν είναι δεν βοηθάνε και πολύ. Αλλά εγώ την έχω, μια γνώση της οποίας είμαι ο μόνος φύλακας πλέον και έτσι θα σας αποκαλύψω την ουσία των πραγμάτων.
   -Ο Χάρκους αποφάσισε να γίνει βασιλιάς και διέπραξε μια προδοσία! είπε ο Ίριαν, και θα την πληρώσει!
   -Ο Χάρκους δεν είναι παρά ένα πιόνι, απάντησε ο Ασμόνιους.
   -Πιόνι; Ποιου; Ποιος βρίσκεται πίσω από αυτό;
   -Πολλοί κίνδυνοι και εχθροί απείλησαν την Εσπέρια κατά τους αιώνες της ιστορίας της. Αλλά όλοι χάθηκαν στο παρελθόν, όλοι πλην ενός, του Άκλαροθ.
   -Τον νικήσαμε, είπε ο Ίριαν, οι λεγεώνες του ρίχθηκαν στην Άβυσσο μαζί του.
   -Ρίχθηκε στην Άβυσσο αλλά δεν καταστράφηκε. Διατηρείται ακόμα στην ύπαρξη αντλώντας δύναμη από τους καταραμένους ακόλουθούς του της Βαρ Ντραζούλ.
   -Η Βαρ Ντραζούλ εξοντώθηκε! είπε ο Ίριαν.
   -Υπάρχει ακόμα ένας, ο Κέρζορ ο Νεκρομάντης. Τον καταδίωξε ο Άλασταρ αλλά διέφυγε και από εκείνον. Όσο ζει εκείνος θα ζει και ο Άκλαροθ.
   -Και τι σχέση έχει ο Χάρκους με αυτό;
   -Ο Χάρκους με τη βοήθεια της Βαρ Ντραζούλ έστησε μια συνωμοσία για να του αποφέρει το στέμμα της Εσπέρια. Δημιούργησε μια ανταρσία που σκόρπισε το στρατό και την Ιπποσύνη σε όλη τη χώρα. Μετά την καταστολή της εξόντωσε τους περισσότερους Ιππότες και κατηγόρησε τους υπόλοιπους για συνωμοσία. Σε λίγο θα στεφθεί βασιλιάς.
   -Θα τον εμποδίσουμε αν μπορούμε, είπε ο Ίριαν. Σκοπεύυμε να πλεύσουμε στο Σαμάλτ και να κινηθούμε από' κει στο Στόρμγκαρντ γρήγορα. Θα ανατρέψουμε τον Χάρκους πριν στεφθεί.
   -Πολύ καλά, και δεν θα είστε μόνοι.
   -Ποιος θα είναι μαζί μας;
   -Ο Άλασταρ συνάντησε κάποιον που δεν περίμενε μαζί με το βασιλιά.
   -Τότε να ξεκινήσουμε αμέσως, είπε ο Ίριαν.
   -Όχι ακόμα Ίριαν. Είπα ότι ο Χάρκους είναι πιόνι και σου εξήγησα τι έκανε. Αλλά δεν σου εξήγησα γιατί είναι πιόνι. Μόλις καταστείλει και την δική σας αντίδραση και στεφθεί θα τον σκοτώσουν. Μετά θα θυσιάσουν την Έλισεθ στον Άκλαροθ και ο χειρότερος τρόμος που γνώρισε ποτέ αυτή η γη θα είναι ελεύθερος να επιστρέψει.

Τα Χρονικά Της Εσπέρια Ι - Η Συνωμοσία Της Σκιάς 11

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Το ξημέρωμα τους βρήκε στον εσωτερικό κόλπο του μικρού νησιού Λαχούρι ονομαζόμενου έτσι από το σχήμα που είχε. Οι Ιππότες αποβιβάστηκαν, ελευθέρωσαν τα άλογά τους για να ξεκουραστούν και φρόντισαν να κάνουν και εκείνοι το ίδιο. Το πλοίο ήταν καλά κρυμμένο και είχαν ταξιδέψει μερικές ώρες προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που ο Ίριαν είχε δηλώσει ότι θα έπαιρναν και που ήταν η αναμενόμενη.
   Η Έλισεθ ήταν πολύ χαρούμενη που μπορούσε να τρέξει ξέννοιαστη στη λευκή άμμο της παραλίας του νησιού, και να βρέξει τα πόδια της στο δροσερό νερό που έσκαγε με ήσυχο παφλασμό στην ακτή.
   Η Ρουθ κάθισε στη σκιά ενός βράχου και παρακολουθούσε την μικρή της προστατευόμενη να γελάει έχοντας σηκώσει το φόρεμά της στα γόνατα για να μη βραχεί. Πρόσεξε τον Ορθ, ο Ιππότης παρακολουθούσε το κοριτσάκι με τα χέρια διπλωμένα στο στήθος έτοιμος να δράσει στην εμφάνιση προβλήματος.
   Αναζήτησε με το βλέμμα της το Φένορ. Η πρώτη έννοια του ήταν να θάψουν με τις πρέπουσες τιμές τους δυο συμπολεμιστές τους που είχαν υποκύψει στα τραύματά τους. Ο ένας ήταν που είχε τραυματιστεί στη μάχη οπισθοφυλακής που είχε δώσει ο Φένορ όταν είχε μείνει πίσω. Ο άλλος είχε χτυπηθεί κατά την έξοδο από το κάστρο. Μετά την ταφή είχε συγκεντρώσει όλους τους Ιππότες και τους είχε μιλήσει. Είχαν καταστρώσει τα σχέδιά τους και μετά τους είχε αφήσει να ξεκουραστούν. Ο ίδιος δεν είχε ωστόσο δείξει την πρόθεση να τους μιμηθεί. Παρέμενε χαμένος σε περισυλλογή ατενίζοντας τη θάλασσα.
   Η Ρουθ ξεχάστηκε κοιτώντας τον και σχεδόν τρόμαξε όταν ήρθε δίπλα της η Βλανδίνα λέγοντας:
   -Τον αγαπάς έτσι;
   -Ε...... η Ρουθ κοκκίνισε ενώ η θαλασσοπόρος αδερφή του Ίριαν καθόταν δίπλα της με τα πόδια διπλωμένα κάτω από το σώμα της σε μια στάση συνηθισμένη στους ναυτικούς. 
   -Δεν θα με ξάφνιαζε αυτό να ξέρεις, συνέχισε και σίγουρα δεν χρειάζεται να ντρέπεσαι.
   Η Ρουθ χαμογέλασε παρότι είχε κοκκινίσει. Κρίμα που δεν ήταν στον ήλιο να μπορεί να το αποδώσει σε αυτόν.
   -Γιατί δεν θα σε ξάφνιαζε; ρώτησε τελικά και μετανιώνοντας την ίδια στιγμή.
   -Έχω αποκοιμηθεί αμέτρητα βράδια στην αγκαλιά του Φένορ, είπε η Βλανδίνα, οπότε σε καταλαβαίνω απόλυτα. Είναι ευγενικός, σου δίνει μια αίσθηση σιγουριάς.
   Η Ρουθ ένιωσε να παγώνει παρόλο που η μέρα ήταν ζεστή. Κοίταξε τη Βλανδίνα, ναι αυτή η κοπέλα ταίριαζε σε έναν πολεμιστή.
   -Είσαστε καιρό μαζί; ρώτησε και μίσησε το τρέμουλο στη φωνή της.
   -Μαζί; όχι, δεν είμαστε μαζί. Με παρεξήγησες.
   -Τι εννοούσες τότε; ρώτησε η Ρουθ μην τολμώντας να ελπίσει και κρατώντας το βλέμμα της στην Έλισεθ, που πρόσφερε ένα κρίνο του νερού στον Ορθ, για να μην προδώσει την ταραχή της.
   -Μετά τον Ίριαν η μητέρα είχε δυο αποβολές, άργησα να γεννηθώ εγώ. Είμαι δέκα χρόνια πιο μικρή.  Όταν ήμουν κοριτσάκι ο Ίριαν και ο Φένορ ήταν ήδη δόκιμοι. Μου αρεσε να κάθομαι και να τους ακούω να μιλάνε για όσα ονειρεύονταν να κάνουν. Μου άρεσε να με παίρνουν αγκαλιά και να αποκοιμιέμαι εκεί.
   -Α κατάλαβα.
   -Ενήλικη το έκανα μια φορά μόνο, αποκοιμήθηκα στην αγκαλιά του τη νύχτα που πέθανε η μητέρα μου. Οπότε καταλαβαίνω πως νιώθεις για εκείνον. Και κάνεις πολύ καλά, μόνο να του το πεις.
   -Γιατί;
   -Γιατί αυτό που πάνε να κάνουν είναι επικίνδυνο και ίσως δε βγουν όλοι ζωντανοί.
Η Βλανδίνα σηκώθηκε, μετά κοίταξε τη Ρουθ.
   -Τον αγαπάς; Έτσι δεν είναι;
   -Ναι, ψιθύρισε η Ρουθ ομολογώντας την αλήθεια στον εαυτό της αλλά και στην κοπέλα μπροστά της.
   -Κάνε τον ευτυχισμένο τότε, είπε η Βλανδίνα, το αξίζει.
   Απομακρύνθηκε και η Ρουθ χάθηκε σε σκέψεις κοιτώντας πάλι την Έλισεθ. Πόσο θα ήθελε να γίνει και η ίδια μητέρα. Βήματα διέκοψαν τις σκέψεις της. Σήκωσε το κεφάλι για να δει τον Φένορ να κάθεται κοντά της σε ένα βράχο.
   -Είσαι καλά; τη ρώτησε.
   -Ναι, μιλούσα με τη Βλανδίνα
   -Είναι μια πολλή καλή κοπέλα, την ξέρω από όταν ήταν σαν την Έλισεθ.
   Η καρδιά της Ρουθ σφίχτηκε. Τι θα άκουγε;

    Η Ετάνια τίναξε τα μαλλιά της στέλνοντας γύρω μια μικρή βροχή από στάλες νερού, όπου τις έπιασε το φως του ήλιου έγινν μικρές πολύχρωμες σφαίρες. Η κοπέλα χαμογέλασε και έπιασε να σκουπίζει με προσοχή τα μαλλιά της. Μετά από όσα είχαν γίνει στο κάστρο χρειαζόταν ένα μπάνιο και ευτυχώς για εκείνη υπήρχε μια μικρή λίμνη στο νησί λίγο πιο μέσα από την ακτή. Το νερό πάνω στο δέρμα της ήταν υπέροχη αίσθηση, καθαρίστηκε από το αίμα της λαίδης Μόρι και έμεινε στο νερό ως που να φύγει από πάνω της η μυρωδιά του ναρκωτικού φίλτρου.
   Αναστέναξε με ευχαρίστηση και την επόμενη στιγμή άκουσε έναν ήχο πίσω της και στράφηκε αρπάζοντας το μανδύα της για να καλύψει το σώμα της. Ο Ίριαν βγήκε από την πυκνή βλάστηση με τα δυο όπλα του έτοιμα.
   -Να πάρει! είπε βλέποντας την. Και νόμιζα ότι ίσως υπήρχε εχθρός.
   Έστρεψε αλλού ευγενικά το βλέμμα του για να ντυθεί η κοπέλα αν και πλέον είχε δει το σώμα της κάτω από το μανδύα.
   -Που πήγαινες;
   -Είδα έναν θόλο από την ακτή και θέλω να δω τι είναι, Μπορείς να έρθεις μαζί μου αν θέλεις.
   Η Ετάνια τον ακολούθησε χωρίς να περιμένει να της το ξαναπεί.
   -Συγνώμη για πριν, της είπε.
   -Δεκτή, είπε μεγαλόψυχα η Ετάνια. Δεν είμαι μια από τις ζηλόφθονες αρχαίες θεές που τύφλωναν όποιον είχε την ατυχία να τις δει γυμνές.
   -Αν και αναμφίβολα το ίδιο όμορφη, είπε ο Ίριαν φέρνοντάς της ένα απαλό κόκκινο στα χλωμά της μάγουλα. Ένιωσε μια ζεστασιά που δεν είχε ξανανιώσει.
   -Σου χρωστάω τη ζωή μου, είπε για να αλλάξει θέμα, αν είχα πέσει στο νερό θα είχα πνιγεί.
   Ο Ίριαν χαμογέλασε με ένα λοξό χαμόγελο.
   -Ακόμα σου χρωστώ, με έχεις σώσει δυο φορές.
   Η Ετάνια χαμογέλασε, κάτι την έκανε να νιώθει διαφορετικά κοντά στον άνδρα αυτό. Ήθελε να μιλήσει κι' άλλο μαζί του, να γελάσει... Ήταν κάτι πρωτόγνωρο.
   Βγήκαν σε ένα ξέφωτο όπου υψωνόταν ένα απλό και απέριττο τετράγωνο κτίσμα με ένα θόλο να το στεγάζει. Ο Ιππότης προχώρησε με τα όπλα του ανα χείρας με την Ετάνια να ακολουθεί. Περάσανε την ανοιχτή είσοδο και βρεθήκανε σε ένα δροσερό σκοτάδι από το οποίο μια γλυκειά φωνή τους υποδέκτηκε:
   -Ίριαν του Μάκασορ και Ετάνια του Δρικλ. Σας περιμενα πολύ καιρό, αιώνες για να πούμε την αλήθεια.

Τα Χρονικά Της Εσπέρια Ι - Η Συνωμοσία Της Σκιάς 10

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Ο Φένορ και η Ρουθ στράφηκαν και κοίταξαν την μικρή πριγκίπισσα που συνέχιζε να ουρλιάζει. Η Ρουθ κάθισε δίπλα της και την αγκάλιασε τρυφερά. Χάιδεψε τα μακριά μαλλιά της ενώ της μιλούσε καθησυχαστικά.
   -Ήταν μόνο ένα όνειρο, γλυκιά μου. Μη φοβάσαι.
   -Είδα σκιές, είπε η Έλισεθ σιγανά σαν να φοβόταν ότι αν μιλούσε δυνατά μπορεί το όνειρο να γινόταν πραγματικότητα.
   -Σκιές; ρώτησε ο Φένορ.
   -Ναι, ήταν μαύρες με κόκκινα μάτια, είπε το κορίτσι. Ήταν παντού γύρω μας αλλά δεν μπορούσαν να μας φτάσουν. Τους σταματούσε ένα φως. Ένα φως που έβγαινε από.....
   Το κορίτσι σταμάτησε σαστισμένο και ο Φένορ την πλησίασε πριν πει καλωσυνάτα.
   -Δεν πειράζει Έλισεθ.
   -Το θυμάμαι, ήταν όμως τόσο παράξενο. Τις εμποδίζει το φως που ακτινοβολεί από το θρόνο του μπαμπά.
   -Η Άβυσσος σφραγίστηκε με το αίμα του οίκου της Ντρομέθια. Αυτό είδες. Πάμε, ας φεύγουμε.
   Βγήκαν στο διάδρομο όπου τους περίμεναν μερικοί Ιππότες ακόμα.

   Ο Ίριαν γύρισε στην Λαίδη Μόρι.
   -Δεν ξέρεις και πολλά για εμένα ή τους συντρόφους μου ε; είπε περιφρονητικά.
   Έστειλε μια γρήγορη νοητική προειδοποίηση στον Φένορ ενώ πίσω του η γυναίκα που είχε υπάρξει ερωμένη του ούρλιαζε:
   -Φρουρά! Στα όπλα! Δολοφόνοι!
   Τρεις άνδρες όρμηξαν στο λουτρό πάνοπλοι αλλά ο Ίριαν ήταν πιο γρήγορος. Τράβηξε τα δικά του όπλα και χύθηκε πάνω τους σαν γεράκι που ορμάει στα περιστέρια. Πριν καν προλάβουν να ξιφουλκίσουν έπεσαν νεκροί ενώ ο τρίτος προσπάθησε να τον χτυπήσει με την αλοβάρδα του. Όμως εκείνος την άρπαξε από το μακρύ κοντάρι και τράβηξε το φρουρό να χάσει την ισορροπία του και με μια δυνατή σπρωξιά τον έριξε απ'το παράθυρο

   Η Ρουθ με την Έλισεθ στην αγκαλιά της περπατούσε ανάμεσα στους Ιππότες. Βγήκαν στην μικρή αυλή και κατευθύνθηκαν προς τους στάβλους.
   -Δεν θα πάρουμε το κάρο. Θα ιππεύσουμε όλοι.
   Βέλη άρχισαν να πέφτουν και οι Ιππότες ύψωσαν τις ασπίδες τους, τα χτυπήματα ακούγονταν απειλητικά. Ένας Ιππότης δέχθηκε ένα στην ωμοπλάτη αλλά οι σύντροφοί του τον καλύψανε και τον βοηθήσανε να φτάσει στο άλογό του. Η Ρουθ έδωσε στην Έλισεθ στον Λουθ που την έβαλε να καθίσει μπροστά του. Ύστερα ανέβηκε πισωκάπουλα στον Φένορ και ακούμπησε στην πλάτη του καθώς τα βέλη σφύριζαν. Ο Ιππότης μπορούσε να νιώσει την καρδιά της να χτυπάει δυνατά όπως και τη ζεστή ανάσα της στο λαιμό του. Υποσχέθηκε στον εαυτό τυο να την σώσει με κάθε κόστος
   Η καταρρακτή σηκώθηκε και όρμησαν μέσα οι ενισχύσεις, μια σκληρή και ανηλεής μάχη ξέσπασε. Οι Ιππότες ήταν εξαντλημένοι αλλά η πολεμική τους κατάρτιση τους βοηθούσε να αντέχουν στο πλήθους των εχθρων τους.

   Ο Ίριαν άφησε το παράθυρο και εκείνη τη στιγμή ακριβώς εμφανίστηκε δίπλα στο νερό η Ετάνια. Η νεαρή μαθητευόμενη μάγισσσα ήταν ολοφάνερα εξαντλημένη και μόλις που στεκόταν στα πόδια της. Έτρεξε κοντά της και ίσα που πολαβε να την πιάσει για να μην πέσει στο νερό. Άκουσε την λαίδη Μόρι να βλαστημάει καθώς χαμήλωνε προσεκτικά το σώμα της Ετάνια σε ένα πολυτελέστατο ανάκλιτρο.
   -Τι έγινε Ετάνια; Οι υπόλοιποι;
   -Μας νάρκωσε, ψέλισσε η κοπέλα. Ο Ίριαν κοίταξε γύρω ψάχνοντας μια λύση. Άκουγε τους ήχους της μάχης. Ήξερε πως θα έπρεπε να πολεμήσει για να βγεί από το κάστρο και δεν θα μπορούσε να γίνει αν θα έπρεπε να κουβαλήσει την κοπέλα.
   -Φρουροί! φώναξε η λαίδη Μόρι και ο Ίριαν κατάλαβε ότι δεν είχε χρόνο για σκέψεις πλέον.
   Σηκώθηκε με τα όπλα ανα χείρας και επιτέθηκε στον πρώτο που εμφανίστηκε στην πόρτα. Τον σκότωσε και την ίδια μοίρα είχαν οι επόμενοι που έφτασαν στο δωμάτιο. Έπαψαν να έρχονται άλλοι καθώς μια σάλπιγγα καλούσε όλες τις δυνάμεις την πύλη όπου οι Ιππότες μάχονταν για να διαφύγουν.
   Άκουσε τον ψίθυρο που καλούσε σε βοήθεια περισσότερο στο μυαλό του παρά στην ακοή του και στράφηκε για να δει την λαίδη Μόρι να προσπαθεί να μπήξει ένα μικρό εγχειρίδιο ανάμεσα στα στήθη της Ετάνια. Η νεαρή μάγισσα κρατούσε και με τα δυο της χέρια το οπλισμένο χέρι της άλλης γυναίκας προσπαθώντας να αποφύγει την αιχνηρή κόψη του όπλου που σχεδόν άγγιζε το σώμα της. Ο Ίριαν έτρεξε προς το μέρους τους αλλά η Αλένια Μόρι τον αντιλήφθηκε. Έριξε το στιλέτο και τράβηξε μέσα από τις πτυχές του φορέματός της ένα φιαλίδιο.
   -Αυτό θα σε κανονίσει μια και για πάντα, είπε με το μίσος να αλλοιώνει το πρόσωπό της. Αλλά δεν πρόλαβε να το τινάξει στον Ιππότη όπως σχεδίαζε. Η Ετάνια είχε στα χέρια της το εγχειρίδιο και το βύθισε στο πλευτό της άλλης γυναίκας ως τη λαβή. Με ένα βογγητό η λαίδη Μόρι σωριάστηκε στο δάπεδο. Ο Ίριαν έτρεξε κοντά στην Ετάνια που ήταν λουσμένη στο αίμα της αντιπάλου της.
   Τη σήκωσε στα χέρια και έσπευσε να φύγει από το λουτρό. Βρισκόταν στην πόρτα όταν το φιαλίδιο κύλισε από το χέρι της νεκρής και έπεσε σπάζοντας σε χίλια μικρά λαμπερά κομματάκια. Μια πορφυρή φλόγα τινάκτηκε και απανθράκωσε το πτώμα σε δευτερόλεπτα. Ο Ιππότης κοίταξε την Ετάνια συνειδητοποιώντας από πόσο μεγάλο κίνδυνο τον είχε γλιτώσει.
   -Σε ευχαριστώ, ψιθύρισε.
   Αλλά η Ετάνια ήταν πολύ κουρασμένη για να μπορέσει να μιλήσει. Απλά ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του. Ο Ιππότης έτρεξε στη σκάλα και άρχισε να την κατεβαίνει βιαστικά. Η Ετάνια αν και σχετικά ψηλή ήταν λεπτοκαμωμένη και δεν βάραινε ιδιαίτερα στ χέρια του.
   Έφτασε γρήγορα στην αυλή και κατάφερε να ιππεύσει απαρατήρητος το άλογό του. Έσπευσε να ενωθεί με τους συντρόφους του που πολεμούσαν γενναία με τους πολυάριθμους εχθρούς τους.
   -Πρέπει να φύγουμε πριν έρθουν ενισχύσεις! φώναξε Φένορ.
   -Ναι, ξεκίνησε να απαντήσει και ξαφνικά πρόσεξε ένα πλοίο στο λιμάνι. Φένορ! Το Ανόριους! Μπορούμε να φύγουμε!
   Ο Φένορ κούνησε το κεφάλι του και έδωσε γρήγορα εντολές στους υπόλοιπους που σχηματίσανε μια κλειστή διάταξη σφήνας για να διασπάσουν τις γραμμές των εχθρών τους. Όρμησαν γενναία μέσα σε μια θάλασσα σπαθιών μοιράζοντας χτυπήματα και κατάφεραν τελικά να περάσουν. Ξεχύθηκαν στο δρόμο προς το λιμάνι.
   -Δεν χρειάζεστε άδεια απόπλου; ρώτησε η Ρουθ τον Φένορ καθώς κάλπαζαν.
   -Όχι, γι' αυτό το πλοίο. Η Βλανδίνα θα παραβίαζε κάθε νόμο για τον Ίριαν.
   Φτάσανε στο λιμάνι και δεν έκοψαν ταχύτητα παρά μόνο στην προβλήτα μπροστά στο κυρτό σκαρί του Ανόριους με την σκαλιστή γοργόνα στην πλώρη. Ο Ίριαν ξεπέζεψε και ανέβηκε στο πλοίο μαζί με την Ετάνια που ένιωθε κάπως καλύτερα με τον αέρα που είχε χτυπήσει το πρόσωπό της αν και η επίδραση του ναρκωτικού φίλτρου γινόταν όλο και πιο δυνατή. Προς μεγάλη της έκπληξη μια γυναίκα έτρεξε να ριχθεί στην αγκαλιά του Ιππότη. Το δέρμα της είχε το σκουρο χρώμα εκείνων που ζουν συνέχεια κάτω από τον ήλιο. Φορούσε ένα μπουστάκι, και ένα παντελόνι ενώ ήταν ξυπόλητη. Αγκάλιασε τον Ίριαν και τον φίλησε στα μάγουλα, η Ετάνια αναρωτήθηκε αν ήταν και εκείνη παλιά ερωμένη του αν και ήταν πολύ νέα για να ήταν παλιά. Μήπως ήταν τώρα; σκέφτηκε και ένιωσε το τσίμοημα ενός αναπάντεχου πόνου. Μετά η κοπέλα αγκάλιασε σφιχτά και τον Φένορ κάτι που μπέρδεψε την Ετάνια.
   -Βλανδίνα δεν θα πάψεις να ψηλώνεις; είπε ο Φένορ χαιδεύοντας τα μαλλιά της.
   -Να σου συστήσω την αδερφή μου, είπε ο Ίριαν.
   Οι Ιππότες επιβιβάστηκαν και λίγα λεπτά αργότερα το πλοίο έβγαινε στα ανοιχτά. Είχαν γλιτώσει από τους διώκτες τους.

Τα Χρονικά Της Εσπέρια Ι - Η Συνωμοσία Της Σκιάς 9

Author: Νυχτερινή Πένα /

                                                     Κεφάλαιο IV
                                                    Διπλή Προδοσία

   Το κάστρο Τάνιους από κοντά έδειχνε ακόμα πιο επιβλητικό. Πλησίασαν την άκρη της φαρδιάς τάφρου και στάθηκαν μιας και η κρεμαστή γέφυρα που οδηγούσε στην πύλη ήταν σηκωμένη. Ο Φένορ κοίταξε τις επάλξεις, υπήρχαν αρκετοί άνδρες εκεί που τους παρατηρούσαν προσεκτικά. Η Ρουθ που ίππευε δίπλα του πρόσεξε πως οι Ιππότες ήταν σε ετοιμότητα σαν να μην ήταν σίγουροι τι να περιμένουν.
   -Ποιος πλησιάζει την πύλη του κάστρου Τάνιους; απαίτησε να μάθει μια βαριά φωνή.
   -Είμαι ο Φένορ του Άκρεν, απάντησε ο Ιππότης, με τη συνοδεία μου. Ευελπιστώ να βρω πλοίο για υο ταξιδέψω στο Μάκασορ.
   Ψίθυροι ακούστηκαν και μετά σιωπή. Ο Φένορ κοίταξε τον Ίριαν που ένευσε. Οι Ιππότες ήταν έτοιμοι να απομακρυνθούν με ταχύτητα, ο Γκρέγκον πάνω στο κάρο φαινομενικά αμέριμνος κοιτούσε το παιχνίδισμα των άστρων στο νερό της τάφρου αλλά η ασπίδα του ήταν τοποθετημένη έτσι ώστε να καλύπτει την κοιμισμένη Έλισεθ και να την κρύβει από κάθε παρατηρητή.
   -Ο Ίριαν του Μάκασορ είναι μαζί σας;
   -Ναι, εγώ είμαι ο Ίριαν, δήλωσε την παρουσία του ο Ιππότης.
   Η κρεμαστή γέφυρα άρχισε να κατεβαίνει. Ο Φένορ κοίταξε τους συμπολεμιστές του και συννενοήθηκαν για τη σειρά που θα έμπαιναν μέσα στο κάστρο. Προχώρησαν στη γέφυρα με τις οπλές των αλόγων τους να ακούγονται στο ξύλο της. Πέρασαν κάτω από την επιβλητική καμάρα της πύλης και τις αιχμηρές άκρες της τραβηγμένης καταρρακτής.
   Βρέθηκαν σε μια στενή εσωτερική αυλή όπου ήταν όλοι κοντά κοντά. Ο Φένορ κοίταξε τις επάλξεις γύρω. Δεν υπήρχαν εδώ στρατιώτες. Ο Ίριαν ήρθε δίπλα του.
   -Αν μας την είχαν στήσει εδώ θα μας περίμεναν, θα ήταν δύσκολο να αμυνθούμε.
   Μια μορφή στάθηκε στην κορυφή της σκάλας που οδηγούσε στο εσωτερικό του κάστρου.
   -Είμαι ο οικονόμος Τουκ, είπε μια φωνή.
   -Οικονόμος; ψιθύρισε ο Φένορ στον Ίριαν που ήταν το ίδιο έκπληκτος.
   -Σας καλωσορίζω στο κάστρο Τάνιους, είστε φιλοξενούμενοι του κυρίου μου κόμητος Σάκτους. Περάστε μέσα και τα άλογά σας θα τα φροντίσουν οι ιπποκόμοι μας.
   Οι Ιππότες ξεπέζεψαν και πήραν από τη σέλα τα πράγματά τους. Ο Γκρέγκον κατέβηκε από το κάρο με τη βοήθεια του Ορθ που πήρε αγκαλιά την Έλισεθ. Ανέβηκαν τη σκάλα και πέρασαν σε ένα μεγάλο χωλ και είδαν εκεί καλύτερα τον άνδρα που τους είχε υποδεκτεί. Ήταν ένας μικρόσωμος άνδρας με μαύρα υγρά μάτια σαν τρωκτικού.
   -Και αυτή ποια είναι; ρώτησε κοιτώντας την κοιμισμένη πριγκίπισσα.
   -Η κόρη μου! είπε κοφτά ο Ορθ, υπάρχει κάποιο πρόβλημα;   
   -Όχι ευγενικέ Ιππότη, βιάστηκε να πει ο Τουκ.
   Υπηρέτες ήρθαν για να τους οδηγήσουν στα δωμάτια που θα φιλοξενούνταν. Ο Φένορ στράφηκε στον Τουκ.
   -Είμαστε ευγνώμονες για τη φιλοξενία αλλά πρέπει να μιλήσω στον άρχοντα Σάκτους για να βρω πλοίο.
   -Ο κόμης Σάκτους είναι άρρωστος. Έχω αναλάβει να χειρίζομαι εγώ τα θέματα του οίκου του.
   -Αλλά δεν μπορείς να ασκείς την εξουσία του, το απαγορεύει ο νόμος.
   -Αυτή ανήκει στη λαίδη Μόρι.
   -Τότε θα οδηγήσεις τον Ίριαν σε' κεινη; Λυπούμαι που θα χαλάσουμε την ανάπαυσή της αλλά.....
   -Θα οδηγήσω τον σερ Ίριαν στην λαίδη Μόρι.
   Ο Ίριαν στάθηκε δίπλα στον Φένορ και έσφιξε τον ώμο του.

   Ίππευαν χωρίς να μιλούν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν κάποια επίθεση. Ο σκοτεινός μαγος θα επέστρεφε με ενισχύσεις. Ο Άλασταρ δεν έδειχνε να είναι κουρασμένος αλλά ήταν ο μόνος. Οι υπόλοιποι έδειχναν την κόπωση που τους διακατείχε λιγότερο ή περισσότερο. Οι δυο ιππότες είχαν εκπαιδευθεί να αντέχουν σε κακουχίες και στην κόπωση της μάχης και έτσι δεν έδειχναν πολύ κουρασμένοι. Η Ετάνια αντίθετα ήταν πολύ χλωμή, η μάχη είχε κοστίσει πολύ σε εκείνη και τώρα έδειχνε ότι άγγιζε τα όριά της. Η Ζέμις προσπαθούσε σκληρά να μην αποκοιμηθεί, τα μάτια της έκλειναν και τιναζόταν κάθε φορά που την κυρίευε ο ύπνος. Ο Θόρας έδειχνε καλύτερα αν και φανερά καταβεβλημένος και εκείνος.
   Ο Άλασταρ που προπορευόταν φαινόταν να ψάχνει κάτι. Σταμάτησε ξαφνικά και οι υπόλοιποι τον μιμήθηκαν. Η Ζέμις έγειρε στη πλάτη του Λάτιρ και αποκοιμήθηκε, ο Ιππότης το κατάλαβε και την κοίταξε πάνω από τον ώμο του κρύβοντας ένα χαμόγελο. Ο Σίντρεκ έφερε το άλογό του δίπλα στον Άλασταρ και ρώτησε το μάγο:
   -Γιατί σταματήσαμε;
   -Εντόπισα το σκοτεινό μάγο.
   -Που βρίσκεται;
   -Στο Στορμγκαρντ. Εκεί ένιωσα και κάτι άλλο που δεν έχει θέση στον κόσμο αυτό μόνο που τώρα δεν θα βιάζομαι να φύγω για να προστατευθεί η Έλισεθ.
   -Τι σκοπεύεις να κάνεις; Θα πάμε εκεί να τον αντιμετωπίσουμε;
   -Όχι, εσείς θα με περιμένετε σε ένα πανδοχείο που είναι εδώ κοντά στο Σίραξ, μόνος μου θα πάω. Βλέπεις ο Άλιξ μπορεί να κινηθεί πολύ πιο γρήγορα από τα δικά σας άλογα.
   Στράφηκε και εξήγησε και στους υπόλοιπους την κατάσταση και μετά ψιθύρισε κάτι στον μονόκερω που ξεχύθηκε σε έναν απίστευτα γρήγορο καλπασμό ώστε μέσα σε λεπτά να χαθεί από τα μάτια τους.

   Ο Ίριαν ακολούθησε τον οικονόμο σε μια σειρά διαδρόμων, ο ιππότης πρόσεξε ότι όσα άτομα από το υπηρετικό προσωπικό συνάντησαν υποκλίνονταν στον οικονόμο από φόβο και κοιτούσαν ανήσυχοι τον ίδιο. Ακόμα και αν φοβούνταν τον Τουκ που μπορεί να ήταν σκληρός, ή αυστηρός στα καθήκοντά του ή και τα δυο, δεν θα έπρεπε να ισχύει το ίδιο και για εκείνον.
   Ο Τουκ τελικά σταμάτησε μπροστά σε μια μεγάλη ξύλινη πόρτα. Την άνοιξε και με μια υπόκλιση άφησε τον Ίριαν να περάσει. Ο Ιππότης το έκανε για να βρεθεί σε ένα μεγάλο δωμάτιο με υγρή αρωματισμένη ατμόσφαιρα ενώ ο οιοκονόμος έκλεινε πίσω του την πόρτα. Ο Ίριαν προχώρησε ως που είδε πέρα από μια δεύτερη πόρτα τη σκοτεινή επιφάνεια του νερού. Εκείνη τη στιγμή την πέρασε η λαίδη Αλένια Μόρι. Ήταν μια ψηλή γυναίκα με σώμα κοσμημένο με πλούσιες καμπύλες. Παρ' ότι είχε περάσει την πρώτη της νεότητα δεν έπαυε να είναι εξαιρετικά όμορφη όπως και φιλήδονη.
   Σαν δόκιμος Ιππότης είχε υπηρετήσει στο κάστρο και είχε συνάψει δεσμό με την λαίδη Μόρι. Στην αρχή είχε πιστέψει ότι ήταν κάποιο αίσθημα που την είχε φέρει κοντά του αλλά γρήγορα κατάλαβε πως το μόνο που την ενδιέφερε ήταν οι απολαύσεις που μπορούσε να έχει.
   -Καλησπέρα Ίριαν, είπε με φωνή γλυκιά και σαγηνευτική.
   Ο Ίριαν απείχε πολύ από το να γοητευθεί παρότι το αραχνούφαντο ρούχο που είχε εκείνη φορέσει περίεγραφε προκλητικά το γυμνό κατά τ' άλλα σώμα της.
   -Καλησπέρα.
   -Χαίρομαι που σε βλέπω, είπε η λαίδη Μόρι. Τον πλησίασε και τον αγκάλιασε πιέζοντας το σώμα της στο δικό του. Ποτέ δεν έπαψα να σε ποθώ, του ψιθύρισε.
   Ο Ιππότης πολύ θα ήθελε να τη χαστουκίσει αλλά δεν το έκανε. Έπρεπε να εξασφαλίσει την άδεια απόπλου. Η λαίδη Μόρι έκανε λίγο πίσω.
   -Μου αρέσεις πολύ, είπε. Σε θέλω τώρα
   Ήταν εύκολο να παραδοθεί και να κάνει αυτό που ήθελε η γυναίκα απέναντί του και να αποκτήσει την άδεια που χρειάζονταν. Αλλά τη στιγμή που η λαίδη Μόρι τον πλησίαζε για να τον φιλήσει γεμάτη ηδυπάθεια τα λεπτά χαρακτηριστικά της Ετάνια πέρασαν μπροστά από τα μάτια του και τραβήκτηκε. Τι ήταν αυτό; Κάποιο προαίσθημα για επερχόμενο κίνδυνο;
   -Είμαι βιαστικός, είπε, θέλω άδεια για απόπλου. Μόλις επιστρέψω θα είμαι όλος δικός σου.

   Η Ρουθ κοίταζε την Έλισεθ που κοιμόταν με αγάπη που υπολειπόταν μόνο της μητρικής. Χαιρόταν που η μικρή προστατευόμενή της μπορούσε να κοιμηθεί με όσα είχαν συμβεί, ευχόταν να το μπορούσε και εκείνη αλλά δεν ήταν δυνατόν. Ανησυχούσε πολύ για το μέλλον. Για την Έλισεθ αλλά και τους γενναίους πολεμιστές που ήταν η τελευταία τους ελπίδα.
   Άκουσε βήματα στο διάδρομο και μετά ένα χτύπημα στην πόρτα. Σηκώθηκε και πήγε να ανοίξει. Στο κάστρο δεν θεωρούσε ότι κινδύνευαν και έτσι άνοιξε ανεπιφύλακτα την πόρτα. Στο άνοιγμα στεκόταν ο Φένορ, το βλοσυρό ύφος του την προετοίμασε για άσχημα νέα.
   -Ο Σάκτους είναι νεκρός, τον βρήκε ο Μακέρ. Δεν πέθανε από φυσικό θάνατο και έγινε την τελευταία ώρα. Δεν αμφιβάλλω σε ποιον θα το φορτώσουν.
   -Μα γιατί;
   -Προφανώς όποιος έχει οργανώσει την συνωμοσία αυτή έταξε στην λαίδη Μόρι την ατιμωρησία για να ξεφορτωθεί τον άνδρα της αν τον βοηθούσε. Είμαστε παγιδευμένοι στο κάστρο και σίγουρα πρέπει να βιαστούμε. Ας ελπίσουμε πως ο Ίριαν κατάφερε να πάρει αυτό που θέλουμε.
    Εκείνη τη στιγμή η Έλισεθ ξύπνησε, τινάχτηκε καθιστή και άρχισε να ουρλιάζει.

   Ο Σίντρεκ ξεπέζεψε από το άλογο και οι υπόλοιποι τον μιμήθηκαν στην αυλή του πανδοχείου που βρισκόταν στην είσοδο του μικρού χωριού του Σίραξ. Δυο σταβλίτες έτρεξαν να πάρουν τα ηνία των αλόγων για να τα οδηγήσουν στο στάβλο ενώ εκείνοι κουρασμένοι καθώς ήταν έμπαιναν στο πανδοχείο. Η μεγάλη αίθουσα ήταν άδεια μια τέτοια πρωινή ώρα, όσοι διανυκτέρευαν στο πανδοχείο βρίσκονταν στα δωμάτιά τους. Ο Σίντρεκ πλησίασε τον άνδρα πίσω από τον πάγκο και είπε ήσυχα:
   -Θα θέλαμε ότι μπορείς να μας προσφέρεις για πρωινό και μετά μερικά δωμάτια για ύπνο.
   -Έχω μόνο δυο δωμάτια.
   -Εντάξει, θα βολευθούμε, είπε ο Ιππότης.
   Γύρισε κοντά στους υπόλοιπους και κάθισε στο τραπέζι.
   -Δεν μου αρέσει, αυτός ο τύπος, είπε η Ζέμις. Με κοιτάει περίεργα.
   -Δεν θα μείνουμε πολύ, είπε ο Σίντρεκ, ίσα να φάμε κάτι και να κοιμηθούμε λίγο. Μετά θα περιμένουμε τον Άλασταρ έξω από το χωριό.
   Ο πανδοχέας έφερε πιάτα με κρέας και μια κανάτα με κρασί. Τα ακούμπησε στο τραπέζι και κοίταξε πάλι την Ζέμις. Ο Λάτιρ στράφηκε προς το μέρος του και εκείνος έσπευσε να απομακρυνθεί. Ήταν ένας κοντόχοντρος άνδρας με απλά ρούχα και μια βρώμικη ποδιά που είχε σίγουρα πολλά χρόνια να έρθει σε επαφή με νερό. Κοίταζε τον κόσμο μέσα από μισόκλειστα μάτια που του έδιναν ένα απωθητικό υπολογιστικό ύφος.
   Γευμάτισαν σιωπηλοί, κουρασμένοι. Ακόμα και ο πρόσχαρος Θόρας δεν μιλούσε, ούτε καν για να πειράξει την Ετάνια που ήπιε μόνο νερό. Είχαν μόλις ολοκληρώσει το πρωινό αυτό γεύμα τους όταν η Ετάνια που είχε σταθεί όρθια παραπάτησε.
   -Ζαλίζομαι, ψιθύρισε. Έκανε ακόμα ένα ασταθές βήμα και μετά κατάλαβε. Ναρκωτικό φίλτρο.
   -Ναι, είπε ο πανδοχέας. Απόσταγμα άνθους Λιμούλ. Μην το πολεμάτε, απλά δεν μπορείτε. Οι άνδρες του λόρδου Βάλρους έρχονται, θα πιάσεις πολλά κοκκινομάλλα.
   Αυτή η φράση σφράγισε τη μοίρα του. Με μια κραυγή θυμού ο Λάτιρ ξεθηκάρωσε τη σπάθα του και την εκτόξευσε εναντίον του. Παρά την κατάσταση στην οποία ήταν ο Ιππότης δεν αστόχησε. Η σπάθα χτύπησε τον πανδοχέα και διαπερνώντας τον τον τίναξε πίσω καρφώνοντάς τον στον τοίχο. Η Ζέμις κοίταξε την Ετάνια.
   -Εσύ μπορείς να τηλεμεταφερθείς, είπε. Φύγε.
   Εκείνη την κοίταξε αναποφάσιστη.
   -Αν μπορείς να φύγεις κάνε το, είπε ο Σίντρεκ.
   Είχε σηκωθεί και βάδιζε γρήγορα προς την πόρτα που υπήρχε πίσω από τον πάγκο.
   -Εμείς θα οχυρωθούμε εκεί μέσα, που υπολογίζω πως είναι το κελάρι. Με λίγη τύχη θα περάσει η επίδραση του ναρκωτικού πριν καταφέρουν να σπάσουν την πόρτα.
   Ο Ιππότης άνοιξε την πόρτα.
   -Ναι το κελάρι είναι.
   Ο Θόρας πήγε κοντά, δεν έδειχνε να έχει εηρεαστεί και ξαφνικά η Ετάνια κατάλαβε το λόγο, εκείνος δεν είχε πιει νερό, μόνο κρασί και μάλιστα από το δικό του φλασκί. Έκλεισε τα μάτια της και συγκεντρώθηκε, την επόμενη στιγμή δεν ήταν εκεί. Η Ζέμις σωριάστηκε  αλλά ο Λάτιρ πρόλαβε και την άρπαξε στα χέρια του. Προχώρησε γρήγορα στο κελάρι όπου απώθεσε ευγενικά το κορίτσι στο δάπεδο και μετά κάθισε δίπλα της. Έγειρε πίσω ενώ τα μάτια του έκλειναν. Ο Σίντρεκ είχε ανακτήσει το όπλο του φίλου του και το κλειδί για την πόρτα από την τσέπη του ύπουλου πανδοχέα. Μπήκε στο κελάρι και κλείδωσε. Κάθισε και αυτός κάτω.
   -Τώρα επαφιόμαστε στα χέρια σου, είπε στον Θόρας, ας ελπίσουμε ότι θα φτιάξεις το αντίδοτο πριν φτάσουν οι άνθρωποι του Βάλρους και καταφέρουν να σπάσουν την πόρτα.

   -Που θα πας; ρώτησε η λαίδη Μόρι.
   -Στο Μάκασορ. Στη γενέτειρά μου θα μπορέσω να δημιουργήσω ένα στρατό και μετά να αντιμετωπίσω εκείνον που επιτέθηκε στην Ιπποσύνη.
   -Δεν έχεις καμία ελπίδα, είπεη λαίδη Μόρι μοχθηρά, έχει ήδη τελειώσει!
   -Δεν τελείωσε όσο ζει ακόμα έστω και ένας από' μας.
   -Τότε θα πεθάνετε όλοι, είπε η γυναίκα μανιασμένα και έδειξε από το παράθυρο το δρόμο που έφερνε στο κάστρο. Μια ομάδα ιππέων κρατώντας πυρσούς πλησίαζε καλπάζοντας. Είναι ήδη αργά. Μείνε μαζί μου ή πήγαινε να πεθάνεις μαζί τους!

Αυτό Που Αγαπώ

Author: Νυχτερινή Πένα /


Σε κοιτώ, δεν χορταίνω να σε κοιτώ, και σκέφτομαι τι είναι αυτό που αγαπώ σε' σενα. Ω είναι αμέτρητα αυτά που αγαπώ σε' σενα, στην ψυχή και τη μορφή σου.
Αγαπώ την γλυκιά ομορφιά του προσώπου σου με το αψεγάδιαστο, ζεστό δέρμα. Αγαπώ να το κοιτάζω στο φως του ήλιου που δύει και στέλνει ένα τελευταίο φιλί στην τέλεια αρμονία του.
Αγαπώ τα όμορφα ματάκια σου, αυτά τα ματάκια που λατρεύω να κοιτάζω, αχ θα έδινα τα πάντα για να μπορούσες να με δεις και συ.
Αγαπώ το χείμαρρο των μεταξένιων σου μαλλιών, αυτά τα μαλλιά από τα οποία πήρα την μπουκλίτσα που έχω πάντα μαζί μου.
Αγαπώ το απαλό σου άγγιγμα, το χεράκι σου μέσα στο δικό μου. Πάντα θυμάμαι πόσο ξαφνιάστηκα όταν διαπίστωσα πόση δύναμη έκρυβε το ντελικάτο σου χεράκι ενώ ήταν τόσο απαλό. Αγαπώ ακόμη την αίσθηαη των χεριών σου καθώς αγγίζουν το πρόσωπό μου και με χαϊδεύεις.
Αγαπώ το σώμα σου καθώς το κρατώ στην αγκαλιά μου και με γεμίζει με την επιθυμία να μη σε ξαναφήσω ποτέ.
Αγαπώ την γλυκιά σου φωνή που με συντροφεύει στις δύσκολες στιγμές, τη φωνή που είναι το τελευταίο μου άκουσμα πριν από τη νυχτερινή σιγαλιά του ύπνου.
Αγαπώ την καλλιτέχνιδα που είσαι, την ακάματη μουσικό, την βιρτουόζα σολίστ και την αρμονική τραγουδίστρια.
Αγαπώ τη συγγραφέα που γράφει τόσες ιστορίες και που συζητάμε μαζί τις ιδέες μας, που γράφουμε μια δική μας ιστορία με προδιαγραφές μυθιστορήματος.
Αγαπώ το γλυκό σου χαρακτήρα με την τρυφερότητα μιας έφηβης και την αφοσίωση μιας ερωτευμένης γυναίκας, Σε αγαπώ γιατί νοιάζεσαι για μένα, σε αγαπώ γιατί καταλαβαίνεις τα όνειρα και ενθαρρύνεις τα σχέδιά μου.
Αγαπώ το μικρό τρομαγμένο κορίτσι που κρύβεις μέσα σου γιατί με κάνει να νιώθω μια τρυφερότητα που ποτέ δεν είχα νιώσει.
Όλα αυτά αγαπώ σε' σενα, την μικρή μου πριγκίπισσα και μεγάλη μου αγάπη, την μούσα και πηγή της έμπνευσής μου.

Τα Χρονικά Της Εσπέρια Ι - Η Συνωμοσία Της Σκιάς 8

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Ο Σίντρεκ και ο Λάτιρ δεν έδειξαν να πτοούνται με την νέα αυτή απειλή, προχώρησαν μπροστά και εμπλάκηκαν σε μάχη με τους αντιπάλους που είχαν ήδη σκοτώσει μια φορά. Τώρα όμως ήταν πιο προσεκτικοί, ήξεραν πως έστω μια γρατζουνιά από τα Γκόμπλιν θα τους έθετε κάτω από την ίδια κατάρα που τα κινούσε τώρα. Θα περνούσαν στο παγερό βασίλειο των απέθαντων. Ο μάγος έχοντας κρατήσει απασχολημένους τους Ιππότες με αυτήν την επαναφορά των ακολούθων του στράφηκε στην Ετάνια. Πρόφερε ένα καινούριο ξόρκι και μια σκοτεινή ενέργεια τινάκτηκε από το ραβδί του. Η ενέργεια σταμάτησε μπροστά στην Ετάνια και εκεί μορφοποιήθηκε σε ανθρώπινο σώμα.
   Με οδυνηρή έκπληξη η κοπέλα βρέθηκε να αντικρίζει ένα σκοτεινό είδωλό της, μαύρος χιτώνας, μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια, ένα μαύρο αβυσσαλέο. Και το χειρότερο δεν ήταν αυτή η εξωτερική ομοιότητα. Στο μαγικό αυτό είδωλο υπήρχαν όλα όσα ένιωθε η Ετάνια αλλά φρικτά στρεβλωμένα. Η αγάπη της για την Ζέμις και η διάθεση να την προστατέψει ήταν μια περιφρόνηση για την πιο αδύναμη και παρορμητική κοπέλα, η αφοσίωση στον Άλασταρ ήταν μια υποκριτική κάλυψη της δίψας για μεγαλύτερη δύναμη, η θλίψη για το χαμό του Άλαμον ανακούφιση που ένας αντίζηλος είχε βγει από τη μέση ακόμα και αυτό που είχε νιώσει για τον Ίριαν ήταν μια φτηνή λαγνεία. Η Ετάνια τα ένιωθε όλα αυτά, ήταν σαν να υπήρχαν στο μυαλό της δυο συνειδήσεις.
   -Δεν είσαι εγώ, είπε ψιθυριστά.
   -Είσαι σίγουρη; απάντησε το είδωλο και άπλωσε το χέρι του στο μέτωπο της Ετάνια που ούρλιαξε από πόνο και απόγνωση. Όλα ήταν τόσο σκοτεινά ξαφνικά και ανούσια.
   Η Ζέμις ρίγησε βλέποντας την φίλη της να υποφέρει έτσι. Δεν μπορούσε να το αφήσει απλά να συμβαίνει. Σήκωσε το χέρι της και μια φλόγα το τύλιξε, δίσταζε όμως να την εξαπολύσει. Η Ετάνια και το σκοτεινό της είδωλο ήταν πολύ κοντά και φοβόταν πως θα τη χτυπούσε αν προσπαθούσε να το καταστρέψει.
   Συνειδητοποίσε τι έπρεπε νσ κάνει. Έπρεπε να σταματήσει αυτήν την σκοτεινή μαγεία και αφού δεν μπορούσε να χτυπήσει το αποτέλεσμα έπρεπε να την σταματήσει από την πηγή. Στράφηκε στο σκοτεινό μάγο.
   -Σκότωσες τον Άλαμον! ούρλιαξε και φλόγες τινάκτηκαν από τα λεπτοκαμωμένα δάκτυλά της με στόχο εκείνον που δεν έδειξε να ταράζεται. Αντίθετα ύψωσε το ραβδί του που δέχθηκε τις φλόγες και έδειξε να μπορεί να τις αντέξει. Και όχι μόνο αυτό αλλά τις απορροφούσε. Η Ζέμις αύξησε τη δύναμη της φλόγας αλλά ο μάγος συνέχιζε να την απορροφά στο ραβδί του, η κοπέλα κατάλαβε ότι ήταν μάταια η προσπάθειά της και έκανε να τη σταματήσει μόνο και μόνο για να αντιληφθεί ότι δεν μπορούσε. Με κάποιο τρόπο ο μάγος την είχε εγκλωβίσει και μέσα από τη φλόγα απορροφούσε τις δυνάμεις της. Ο μάγος γέλασε θριαμβευτικά ενώ η Ζέμις σωριαζόταν στο χορτάρι. Ένα φίδι ξεγλύστρισε ύπουλα και αθόρυβα προς το μέρος της.

   Μια νέα δύναμη εχθρικού πεζικού ανέβαινε στο πλάτωμα. Ο Φένορ ήρθε κοντά στον Ίριαν, από μια αμυχή στο μάγουλό του έτρεχε αίμα όπως και από ένα βαθύτερο τραύμα στο δεξί χέρι ψηλά κοντά στον ώμο.
   -Πρέπει να φύγετε!
   -Εσύ;
   -Ξέρουμε και οι δυο ότι ο μόνος τρόπος να βρείτε πλοίο είναι να το επιτρέψει η λαίδη Μόρι. Και δεν θα το κάνει για' μενα. Θα μείνω με δέκα εθελοντές. Θα σαλπάρετε αμέσως μόλις έχετε πλοίο, δεν θα περιμένετε! Κατανοητό;
   Ο Ίριαν κοίταξε τον επερχόμενο εχθρό.
   -Μπορούμε να τους καταφέρουμε.
   -Δεν μπορούμε να ρισκάρουμε την ασφάλεια της Έλισεθ.
   -Δεν....
   Ο Φένορ έσφιξε το μπράτσο του φίλου του.
   -Ξέρω, δεν θες να μας αφήσεις πίσω αλλά πρέπει. Φύγετε!
   Ο Ίριαν δέχθηκε αυτό που ήξερε πως έπρεπε να γίνει και ας μη του άρεσε.Συγκέντρωσε όλους τους άνδρες που θα πήγαιναν μαζί του σε κλειστό σχηματισμό γύρω από το κάρο στο οποίο βρισκόταν η Έλισεθ με τον Γκρέγκον να την καλύπτει πάντα με την ασπίδα του. Η Ρουθ ανέβηκε και εκείνη, ήταν αμφίβολο αν θα μπορούσε να οδηγήσει ένα άλογο μέσα από τη μάχη και εκεί θα ήταν πιο προστατευμένη.
   Έφιπποι τώρα όλοι οι Ιππότες ξεκίνησαν με ορμή να περάσουν μέσα από το πλήθος των αντιπάλων τους, ίππευαν τόσο κοντά ο ένας με τον άλλο που αγγίζονταν τα γόνατά τους. Με τις ασπίδες και τους θώρακες τους ήταν καλυμμένοι από τα δόρατα και τις αλοβάρδες που ρίχθηκαν προς το μέρος τους όπως και τα άλογά τους. Διέσπασαν το μέτωπο των εχθρών τους και διέσχισαν τις γραμμές τους. Μόλις βρέθηκαν σε ελεύθερο χώρο και κινήθηκαν στο δρόμο ο Φένορ και μια ομάδα Ιππότων αποκόπηκαν και παρατάχθηκαν στο δρόμο.
   -Θα σας βρούμε στο κάστρο Τάνιους, φώναξε ο Φένορ και ο Ίριαν ένευσε πριν ξεκινήσουν να καλπάζουν.
    Η Ρουθ κοίταξε πίσω και το βλέμμα της στάθηκε στον Φένορ που είχε τραβήξει τη σπάθα του και ετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει τον εχθρό. Ευχήθηκε να τον δει να επιστρέφει ζωντανός.

   Ο Λάτιρ αποκεφάλισε ένα από τα απέθαντα Γκόμπλιν που σωριάστηκε αμέσως στα πόδια του σε έναν σωρό. Κοίταξε γύρω, ο μάγος είχε υψώσει το ραβδί του προς τον Θόρας. Λίγο πιο πέρα η Ετάνια αντιμετώπιζε το μαγικό είδωλό της με το μαρτύριο της να εντείνεται σε κάθε στιγμή που περνούσε, ο Σίντρεκ μαχόταν με τα δυο τελευταία Γκόμπλιν. Η Ζέμις ήταν πεσμένη στο χορτάρι. Καθώς την κοίταζε εντόπισε το φίδι που πλησίαζε ήδη στα φλογάτα μαλλιά της που έκαναν τόσο αντίθεση με το χλωμό τώρα δέρμα της.
   -Σίντρεκ!
   Ο συμπολεμιστής του έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του και εκείνος του έδειξε την πεσμένη κοπέλα. Κατάλαβε ότι ήθελε να τον προειδοποιήσει πως δεν θα κάλυπτε τα νώτα του και ένευσε κοφτά πριν επιστρέψει στη μάχη. Ο Λάτιρ έτρεξε κοντά στην Ζέμις και στρέφοντας το όπλο του με την αιχμή προς το έδαφος κάρφωσε το φίδι στη γη με έναν πνιχτό ήχο. Έσκυψε πάνω από την κοπέλα που ανάσαινε με κόπο.
   -Θόρας! φώναξε.
   Εκείνος έτρεξε και γονάτισε δίπλα στην Ζέμις. Έβγαλε από μια τσέπη ένα μικρό φιαλίδιο. Το άνοιξε και προσπάθησε να χύσει το περιεχόμενο στα κλειστά χείλη της.
   -Έλα κοκκινομάλλα, ψιθύρισε, είσαι μαχήτρια. Μην τα παρατάς τώρα.
   Ο σκοτεινός μάγος κραύγασε θριαμβευτικά καθώς εκείνη τη στιγμή η Ετάνια έπεφτε άψυχα στα χέρια του ειδώλου της που έσκυβε από πάνω της σαν να εραστής που ετοιμάζεται να τη φιλήσει.
   Ο Άλασταρ όμως δεν είχε πει την τελευταία του κουβέντα. Έκανε ένα βήμα μπροστά και ύψωσε το ραβδί του. Ένα λευκό φως τινάκτηκε από αυτό και τύλιξε την Ετάνια ενώ ο μάγος απήγγειλε.
   Εκείνη έχει ζωή
   εσύ δεν είσαι αυτή,
   σκιά είσαι μοχθηρή
   που στο φως θα χαθεί.
   Το είδωλο χάθηκε κάνοντας τον σκοτεινό μάγο να ουρλιάξει σαν να είχε πληγωθεί. Ο Σέντρικ που είχε ήδη τελειώσει και με τα δυο εναπομείναντα Γκόμπλιν όρμηξε μπροστά εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία για να επιτεθεί στον εχθρό. Αλλά εκείνος ήταν πιο γρήγορος, πρόφερε ένα ξόρκι και εξαφανίστηκε ενώ η λεπίδα του Ιππότης έσκιζε ήδη το χιτώνα του.

   Το κάστρο Τάνιους ήταν ένα βαριά οχυρωμένο φρούριο στην ακτή, μεγάλα και ψηλά τείχη με πύργους σε τακτά διαστήματα. Κύριος του ήταν ο κόμης Σάκτους ένας ήσυχος άνδρας με ελάχιστο προσωπικό θάρρος και μέτρια προσωπικότητα. Ήταν πιστός στο βασιλιά αλλά αν είχε βεβαιωθεί ότι εκείνος ήταν νεκρός θα είχε ακολουθήσει τον νέο κύριο της Εσπέρια. Ο Ίριαν κοίταξε το κάστρο σκεφτικός. Αν έμπαιναν ίσως να αποδεικνυόταν πολύ δύσκολο να ξαναβγούν. Ήταν όμως το μόνο σημείο από το οποίο θα μπορούσαν να επιβιβαστούν σε πλοίο. Το κάστρο δέσποζε στο λιμάνι του Χαρμίς. Ο Ιππότης έλπιζε πως θα μπορούσαν από' δω να πάρουν πλοίο για τις δυτικές ακτές της Εσπέρια κάνοντας τους διώκτες τους να χάσουν τα ίχνη τους.
   Γύρω του οι υπόλοιποι Ιππότες περίμεναν εντολές. Ήταν όλοι κουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι αλλά περίμεναν πότε θα το θεωρούσε ασφαλές ο Ίριαν να προχωρήσουν. Μόνο η Έλισεθ είχε αποκοιμηθεί στο κάρο δίπλα στον Γκρέγκον που είχε δεχθεί ακόμα ένα τραύμα προστατεύοντας την. Ο Ιππότης είχε τώρα επιδεμένο το χέρι του που είχε βάλει μπροστά σε ένα δόρυ για να την καλύψει.
   Καλπασμός ακούστηκε από το δρόμο και όλων τα χέρια πήγαν στις λαβές των όπλων τους. Αυτοί που πλησίαζαν ωστόσο ήταν οι δικοί τους. Όλοι όσοι είχαν μείνει πίσω επέστρεφαν με μόνο έναν γερμένο πάνω στο λαιμό του αλόγου του φανερά τραυματισμένο. Η Ρουθ κοίταξε με ανησυχία να εντοπίσει ποιος ήταν ο τραυματίας. Ήταν ο Φένορ; Οι Ιππότες έφτασαν κοντά τους και ακόμα δεν είχε δει αν ο τραυματίας ήταν εκείνος. Πλησίασε καθώς οι νεοφερμένοι ξεπέζευαν και ενώνονταν με τους υπόλοιπους. Τότε διέκρινε τον Φένορ και η ανακούφιση που τον έβλεπε υπερκάλυψε κάθε άλλο συναίσθημα. Παρασυρμένη από αυτήν την αίσθηση έτρεξε προς το μέρος του και ρίχτηκε πάνω του, τον αγκάλιασε και χωρίς να συνειδητοποιεί τι έκανε τον φίλησε φευγαλέα στα χείλη και μετά ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του. Εκείνος την κράτησε νιώθοντας μια αναπάντεχη γαλήνη να τον γεμίζει όπως την κρατούσε. Και εκείνη ακούγοντας το χτύπο της καρδιάς του ησύχασε.
   -Τώρα που είμαστε όλοι εδώ μπορούμε να προχωρήσουμε, είπε ο Ίριαν. Από όσο είδαμε δεν υπάρχει ασυνήθιστη δραστηριότητα.
   -Έπρεπε να είχες προχωρήσει. Είπα να μην μας περιμένετε.
   -Ήθελα να ξέρω αν μας καταδιώκουν, απάντησε ο Ίριαν. Αν είχατε σκοτωθεί και συνεχιζαν να μας καταδιώκουν θα τους άφηνα να συνεχίσουν και μετά θα πήγαινα στο κάστρο.
   -Κατάλαβα, ας προχωρήσουμε.
   Η Ρουθ αποτραβήκτηκε από την αγκαλιά του και συνειδητοποιώντας τι είχε κάνει δεν τόλμησε να τον κοιτάξει. Αλλά εκείνος είπε το όνομά της και αναγκάστηκε να τον κοιτάξει. Το βλέμμα του έδειχνε ενδιαφέρον και τις έννοιες με τις οποίες ήταν φορτωμένος. Δεν είχε το βλέμμα που είχε δει σε άλλους άνδρες όταν είχαν στα χέρια τους μια κοπέλα. Δεν είχε τίποτα το λάγνο ή το πρόστυχο. Κανένα πονηρό χαμόγελο δεν είχε φανεί στο πρόσωπό του. Έτσι δεν ήταν δύσκολο να τον κοιτάξει και δεν ένιωθε τόσο άσχημα για ό,τι είχε μόλις συμβεί πσρότι ντρεπόταν κάπως.
   -Η Έλισεθ; ρώτησε ο Ιππότης.
   -Καλά είναι, κουράστηκε και κοιμήθηκε.
   Ο Φένορ ένευσε και επέστρεψε στο άλογό του. Προχώρησαν προς το κάστρο Τάνιους.

   Ο Άλασταρ με μια κίνηση εξαφάνισε τα πτώματα και μετά πλησίασε τους δυο Ιππότες που είχαν σκάψει έναν τάφο για τον Άλαμον. Ο Θόρας απόθεσε το σώμα στον τάφο και μετά ο μάγος με ένα ξόρκι του κάλυψε την τελευταία κατοικία του μαθητευόμενού του με ένα μνημείο από γρανίτη και μάρμαρο.
   -Είθε η ψυχή σου να αναπαυθεί εκεί που αναπαύονται οι γενναίοι, είπε ο Άλασταρ.
   Μάζεψαν τα πράγματά τυς και ετοιμάστηκαν να αποχωρήσουν από το πεδίο της μάχης που είχε υπάρξει νικηφόρο αλλά έφερε και την πικρή ανάμνηση του θανάτου του φίλου τους. Πλησίασαν τα άλογα, Δυο είχαν σκοτωθεί, το ένα ήταν του Άλαμον, το άλλο της Ζέμις. Η κοπέλα ανέβηκε στο άλογο του Λάτιρ και πιάστηκε από τη μέση του Ιππότη. Με μια τελευταία ματιά στον τάφο του συντρόφου τους ξεκίνησαν.

Τι Έχεις;

Author: Νυχτερινή Πένα /

   -Τι έχεις;
   Πόσες φορές έχεις κάνει αυτήν την ερώτηση τις τελευταίες μέρες. Ακολουθεί συνήθως η ερώτηση πως αισθάνεσαι; ή είσαι καλά; Και κάθε φορά που τις ακούω νιώθω κάτι βαθιά μέσα μου.
   Δεν είναι ξάφνιασμα, δεν είναι ότι δεν περίμενα να με νοιάζεσαι τόσο πολύ. Κάθε άλλο, με νοιαζόσουν ακόμα και τότε που ήμουν απλά ένας φίλος για σενα. Είναι ένα συναίσθημα διαφορετικό. Είναι μια αίσθηση θαλπωρής, ένα όμορφο ζεστό συναίσθημα. Ένα συναίσθημα ότι στο όλο και πιο βαθύ σκοτάδι αυτού του κόσμου δεν θα είμαι ποτέ μόνος. Πάντα θα είσαι εσύ μαζί μου, εσύ που αγωνιάς αν είμαι καλά, αν άρχισε η υγεία μου να αποκαθίσταται. Και ξέρεις κάτι; Δεν θέλω και τίποτα άλλο, μου αρκείς εσύ.

Τα Χρονικά Της Εσπέρια Ι - Η Συνωμοσία Της Σκιάς 7

Author: Νυχτερινή Πένα /

                                                 Κεφάλαιο ΙΙΙ
                                            Ιππότες Και Μάγοι

   -Στα όπλα! φώναξε ο Ιππότης ενώ ξεθηκάρωνε τη σπάθα του και ύψωνε την ασπίδα του.
   -Σώπασε! πρόσταξε ο μάγος σημαδεύοντάς τον με το ραβδί του.
   Ένα γαλάζιο φως έλαμψε καθώς το ξόρκι του μάγου σταματούσε στην περίμετρο του μικρού καταυλισμού τους.
   -Έξυπνο Λευκέ! είπε ο μαυροφορεμένος μάγος με τρόπο σαν να έφτυνε τις λέξεις. Δεν θα σας σώσει όμως. Επίθεση!
   Από τις σκιές βγήκαν μια σειρά από όντα που οι δυο Ιππότες αναγνώριζαν πολύ καλά. Ήταν κοντά σχετικά με γκρίζο δέρμα, μεγάλο κεφάλι και δυνατά, μυώδη σώματα.
   -Γκόμπλιν, είπε με απέχθεια ο Λάτιρ.
   Τα Γκόμπλιν φορούσαν θώρακες και κράνη και ήταν οπλισμένα με μεγάλα σπαθιά σαν μπαλτάδες. Καθώς δεν ήταν πλάσματα που να μπορούν να μάθουν στρατηγικές και τακτικές εφοδιάζονταν με όπλα που έκαναν για μια απευθείας έφοδο και για μια μάχη όπου χρησιμοποιούσαν ωμή βία και μόνο. Οι δυο Ιππότες αναγνώρισαν τα δυο προπορευόμενα Γκόμπλιν, ήταν αξιωματικοί και ο καθένας είχε στις διαταγές του από επτά πολεμιστές. Τρεις φιγούες με μακριούς χιτώνες στάθηκαν κοντά στο μάγο. Ήταν Γκόμπλιν σαμάνοι, κάτι σαν μάγοι γιατροί. Η μαγεία τους ιδιαίτερα καταστροφική δεν ήταν ευτυχώς πολύ δυνατή αν και κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει τι θα έκαναν μαζί με τον μαύρο μάγο.
   Ο Σίντρεκ οπισθοχώρησε προς το μέρος των υπολοίπων. Ο Λάτιρ ήρθε στο πλευρό του έτοιμος για μάχη και στάθηκε δεξιά του ενώ αριστερά του στάθηκε ο Άλαμον. Ο μαθητευόμενος μάγος των Ξωτικών κρατούσε ένα σπαθί με λάμα εγχάρακτη με ρούνους. Πρόφερε μια μαγική λέξη και η λάμα έλαμψε με ένα απόκοσμο φως.
   -Δέκα Γκόμπλιν δεν θα με ανησυχούσαν τόσο αν δεν υπήρχε ο μάγος και εκείνοι οι τρεις, είπε ο Σίντρεκ. Πίσω τους η Ζέμις κοίταζε τους σαμάνους ανήσυχη. Δίπλα της η Ετάνια είχε κλείσει τα μάτια της. Το δεξι χέρι της ήταν απλωμένο μπροστά της με τα δάκτυλα μισόκλειστα σαν να ήθελε να πιάσει κάτι, τα ακροδάκτυλα του αριστερού ακουμπούσαν στο μέτωπό της καθώς αυτοσυγκεντρωνόταν.
   Ο Άλασταρ είχε πάρει το ραβδί του στο χέρι και στεκόταν σαν να περίμενε κάτι. Το προστατευτικό φως χάθηκε ξαφνικά και ο μαύρος μάγος κραύγασε θριαμβευτικά. Τα Γκόμπλιν όρμηξαν πάνω στους Ιππότες ενώ από από το σκοτάδι υλοποιούνταν δυο όντα σαν νυχτερίδες αλλά μεγαλύτερα από αετούς με κόκκινα μάτια και οπλισμένα με φονικά ράμφη. Όρμηξαν και αυτά στη μάχη, διψασμένα για αίμα. Ο σκοτεινός μάγος έκανε ένα σχήμα στον αέρα και ένα ον ακόμα εμφανίστηκε, ήταν ψηλό σαν άνθρωπος και καλυμμένο ολόκληρο με φολίδες, κάθε ένα από τα τέσσερα χέρια του ήταν οπλισμένο με ένα σπαθί. Το οφιοειδές κεφάλι του στράφηκε προς την Ετάνια και άρχισε ξαφνικά να τρέχει προς το μέρος της με εκπληκτική ταχύτητα.

   Σταμάτησαν για τη νύχτα σε ένα πλάτωμα πάνω από το χείμαρρο Σαστελάρ. Οι τρεις μεριές του πλατώματος ήταν σχετικά απότομες και δύσκολα θα ανέβαινε κάποιος από εκεί και σίγουρα όχι μια δύναμη επίθεσης, η μια μόνο πλευρά θα χρειαζόταν να υπερασπιστεί και εκεί τοποθετήθηκαν φρουροί. Μιας και σκόπευαν να ξεκινήσουν και πάλι με το πρώτο φως της αυγής δεν έστησαν σκηνές αλλά χρησιμοποίσαν μόνο κουβέρτες και μανδύες για να ετοιμαστούν για ύπνο.
   Ανάψανε φωτιές και δειπνήσανε με μερικά από τα τρόφιμα που είχαν μαζί τους. Η Ρουθ φρόντισε να φάει η Έλισεθ και την έβαλε να κοιμηθεί πριν καθίσει και εκείνη κοντά στη φωτιά. Οι Ιππότες συζητούσαν καθώς δειπνούσαν και ήταν εύκολο να καταλάβει τους δεσμούς αδερφικής φιλίας που τους ένωναν. Είδε τον Ίριαν και τον Φένορ να συζητάνε και μετά ενώ ο πρώτος καθόταν κοντά στους άνδρες που δειπνούσαν ο δεύτερος έκανε μια μικρή βόλτα στους σκοπούς και μετά επέστρεψε αλλά κάθισε λίγο πιο πέρα. Ακούμπησε την πλάτη του στη ρόδα του κάρου και κοίταξε τον ουρανό με τους αναρίθμητους αστερισμούς. Σηκώθηκε και πήγε κοντά του. Τα βήματά της δεν ακούστηκαν στο μαλακό χορτάρι αλλά εκείνος την αντιλήφθηκε και την κοίταξε. Η Ρουθ προσπάθησε να αξιολογήσει το βλέμμα του, κρίνοντας πως ήταν φιλικό κάθισε κοντά του. Ο Φένορ την κοίταξε και όντως το βλέμμα του ήταν φιλικό, η Ρουθ ένιωσε ασφαλής κοντά του. Καθώς εκείνος δεν μίλησε η κοπέλα έμεινε επίσης σιωπηλή.
   -Από που είσαι; τη ρώτησε ξαφνικά ο Ιππότης.
   -Από το Γκλόστερ, είπε η κοπέλα ξαφνιασμένη με την κάπως προσωπική ερώτηση.
   -Οι γονεις σου ζουν; Έχεις συγγενείς εκεί;
   -Όχι δε ζουν, η αδερφή μου έχει παντρευτεί και ζει λίγο έξω από το χωριό. Γιατί;
   -Σκεφτόμουν πιθανές εναλλακτικές. να σας κρύβαμε εκεί και μετά να πάμε στο Στόρμγκαρντ να λογαριαστούμε με αυτόν τον προδότη των Χάρκους. Αλλά δεν μπορούμε να το κάνουμε όσο είσαστε μαζί μας, δεν μπορώ να βάλω σε κίνδυνο την Έλισεθ, ειδικά αν έχει σκοτωθεί ο Ερρίκος. Το αίμα της Ντρομέθια πρέπει να παραμείνει στο θρόνο της Εσπέρια.
   -Λυπάμαι, δν μπορώ να προσφέρω ένα καταφύγιο.
   -Εντάξει, δεν πειράζει, χαμογέλασε ο Φένορ. Κάτι θα σκεφτώ.
   -Εσύ δεν έχεις οικογένεια για να μας κρύψεις; ρώτησε η Ρουθ περισσότερο αρπάζοντας την ευκαιρία να μάθει κάτι γι' αυτόν παρά γιατί επιθυμούσε να κρυφτεί. Ένιωθε πιο ασφαλής με τους Ιππότες.
   -Δεν έχω, είπε ο Φένορ, αλλά και να είχα θα ήταν μια προφανής κρυψώνα. Αν ο Ράουμας σκοτώθηκε όπως λένε εγώ με τον Ίριαν είμαστε οι τελευταίοι από την ανώτερη βαθμίδα της ιεραρχίας.
   -Κατάλαβα, άρα μάλλον θα μείνουμε μαζί σας.
   -Είναι πιο επικίνδυνο, και όσο σας έχουμε μαζί μας δεν μπορούμε να δοκιμάσουμε να πάμε στο Στόρμγκαρντ.
   -Γιατί όχι; Η Έλισεθ είναι νόμιμη κληρονόμος και θα μπορούσε να σας βοηθήσει. Ο λαός της πόλης την αγαπάει και θα πολεμήσει μαζί σας.
   -Είμαστε μακριά όμως, είπε ο Φένορ, στο δρόμο μπορούν να συμβούν πολλά. Αλλά πάλι.... Θα μπορούσαμε από θάλασσα, να χάσουν και τα ίχνη μας. Καλή ιδέα Ρουθ.
   Η κοπέλα τον κοίταξε ξαφνιασμένη από τον έπαινο και τον τόνο της φωνής του. Ο Φένορ σηκώθηκε και φώναξε τον Ίριαν. Οι δυο Ιππότες μίλησαν για λίγο και ύστερα κοντά τους ήρθε ο Λουθ. Ο Φένορ του έδωσε ένα μικρό κομμάτι περγαμηνής και νεότερος Ιππότης το πήρε. Δυο λεπτά αργότερα ένα γεράκι πετούσε στο νυχτερινό ουρανό.
   Ο Φένορ επέστρεψε κοντά στη Ρουθ αλλά πριν προλάβει να της πει οτιδήποτε ένα βέλος ήρθε σφυρίζοντας να περάσει δίπλα του και να καρφωθεί στο αμάξωμα του κάρου.
   -Στα όπλα! ακούστηκε μια κραυγή.

   Ο Σίντρεκ και ο Λάτιρ έκαναν μπροστά με σκοπό να εμποδίσουν το σαυρόμορφο ον αλλά εκείνο πήδηξε πάνω από τα κεφάλια τους και προσγειώθηκε κοντά στην Ετάνια που άνοιγε εκείνη τη στιγμή τα μάτια της. Πρόφερε την τελευταία λέξη από το ξόρκι της και μια σφαίρα λευκού φωτός τινάχθηκε από το χέρι της. Το μαγικό πλάσμα χτυπήθηκε καίρια αλλά όχι πριν προλάβει να χτυπήσει την Ετάνια που σωριάστηκε στο έδαφος με ένα βαθύ τραύμα στην κοιλιά και ένα στο μπράτσο. Ο Θόρας έτρεξε κοντά της και κάθισε στο γρασίδι, την ανασήκωσε στην αγκαλιά του και έφερε ένα φιαλίδιο στα χείλη της.
   Οι δυο Ιππότες συγκρούστηκαν με τα Γκόμπλιν και μια σκληρή μάχη άρχισε. Τα δυο ιπτάμενα τέρατα που είχε καλέσει ο σκοτεινός μάγος επιτέθηκαν στον Άλαμον που τα αντιμετώπισε με το μαγικό του όπλο. Καθώς όμως ήταν απασχολημένος μ' αυτά δεν είδε ένα Γκομπλιν που είχε τραβηκτεί από τη μάχη με τους Ιππότες και πλησίασε στα νώτα του. Το αντιλήφθηκε πολύ αργά. Το Γκόμπλιν βύθισε το σπαθί με ορμή στο λαιμό του. Το Ξωτικό σωριάστηκε και την επόμενη στιγμή τον αποκεφάλισε. Με ένα ουλιακτό η Ζέμις άπλωσε τα χέρια της μπροστά κάνοντας το Γκόμπλιν παρανάλωμα του πυρός. Με δάκρυα στα μάτια η κοπέλα έμεινε να κοιτάζει το νεκρό Άλαμον όταν συνειδητοποίησε ότι οι τρεις σαμάνοι την σημάδευαν με τα κοντόχοντρα ραβδιά που κρατούσαν στα χέρια τους. Φλόγες τινάκτηκαν προς το μέρος της, εκείνη έστρεψε την προσοχή της στην φωτιά για να πάρει τον έλεγχό της αλλά διαπίστωσε έντρομη πως δεν μπορούσε. Δεν ήταν όπως οι φωτιές που είχε τόσες φορές τιθασεύσει, αυτή ήταν μια κακόβουλη φλόγα, αν ήταν ζωντανό ον θα ήταν κάτι πολύ μοχθηρό. Έμεινε ακίνητη όπως το πουλί που σαγηνεύεται από το βλέμμα του φιδιού και δεν αντιδρά ενώ το πλησιάζει ο θάνατος. Ένα χέρι τυλίκτηκε γύρω από τη μέση της και την τράβηξε. Η Ζέμις βρέθηκε δίπλα στον Λατίρ καλυμμένη πίσω από την ασπίδα του πάνω στην οποία χτυπούσε η πύρινη επίθεση.
   Ο Άλασταρ έκανε ένα βήμα μπροστά, μια κίνηση του ήταν αρκετή για να εξαφανίσει την φωτιά και ακόμα μια για να εξαφανίσει τα ιπτάμενα τέρατα του αντιπάλου του. Ύστερα ύψωσε το ραβδί του και πρόφερε ένα ξόρκι. Δυνατό φως ξεχύθηκε σαν να είχε ανατείλει ο ήλιος. Ο αντίπαλός του έκανε μια γρήγορη κίνηση περικλείοντας τον εαυτό του σε μια μαγική ασπίδα αλλά αφήνοντας τους τρεις σαμάνους στο χαμό τους.
   Ο Λατίρ άφησε τη Ζέμις και επάστρεψε στη μάχη κοντά στον Σιντρέκ σωριάζοντας νεκρά και τα τελευταία Γκόμπλιν. Ύστερα στράφηκαν στον μάγο που είχε απομείνει μόνος του. Εκείνος γέλασε σαρδόνια και ύψωσε το ραβδί του, το χτύπησε με βία κάτω και την επόμενη στιγμή φλόγες τινάχτηκαν από τη γη για να σβήσουν αμέσως καθώς ο Άλασταρ εξουδετέρωνε το ξόρκι. Απτόητος ο σκοτεινός μάγος έτεινε το χέρι του μπροστά και από τα ακροδάκτυλά του τινάκτηκαν κληματσίδες που έδεσαν πρώτα τους Ιππότες και μετά  κινήθηκαν προς τη Ζέμις και την Ετάνια που είχε σηκωθεί θεραπευμένη από το φίλτρο του Θόρας. Ο Άλασταρ πρόφερε ένα ξόρκι διαλύοντας τις κληματσίδες σε λεπτή σκόνη. Οι Ιππότες οπισθοχώρησαν προς τον Άλασταρ καθώς ο σκοτεινός μάγος πρόφερε μια επίκληση. Η Ετάνια ήρθε κοντά τους, αν εξαιρούσε κανένας τα σκισμένα της ρούχα ήταν και πάλι μια χαρά.
   Δυο ακόμη σαυρόμορφα πλάσματα υλοποιήθηκαν από το πουθενά και όρμησαν πάνω τους. Η Ζέμις σήκωσε το χέρι της, αυτά πέθαιναν από τη φωτιά, το είχε ήδη διαπιστώσει. Αλλά την πρόλαβε η Ετάνια, ήταν και εκείνη οργισμένη για την απώλεια του φίλου τους και ήθελε να ξεσπάσει. Τα δυο όντα διαλύθηκαν μαζί με κάτι ακόμα σκιώδες που είχε αρχίσει να μορφοποιείται.
   Ο σκοτεινός μάγος πρόφερε μια κατάρα που έκανε τους αντιπάλους του να ριγήσουν, και μόνο ο ήχος της δεν προμήνυε τίποτα καλό. Μόνο ο Άλασταρ ήξερε τι ήταν, ο αντίπαλός του είχε ξεστομίσει μια νεκρομαντική κατάρα και αυτό δεν ήταν καλό. Μπροστά στα μάτια τους τα νεκρά Γκόμπλιν σηκώθηκαν και πήραν πάλι τα όπλα τους, τα μάτια τους ήταν απλανή και οι κινήσεις τους αργές αλλά ήταν το ίδιο επικίνδυνα και φονικά.
   -Απέθαντοι, είπε με τρόμο η Ζέμις.

   Ο Φένορ κοίταξε προς την απέναντι πλευρά του πλατώματος. Ο ένας από τους ιππότες που ήταν εκεί σκοποί είχε πέσει νεκρός οι άλλοι δυο υποχωρούσαν μαχόμενοι. Μια ομάδα ενόπλων είχε επιτεθεί πεζή ενώ πίσω τους έρχονταν και άλλοι έφιπποι που κουβαλούσαν τόξα. Τους είδε να στοχεύουν και φώναξε μια προειδοποίηση:
   -Βέλη! Φυλαχθείτε!
   Με έναν ήχο σαν τρεχούμενο νερό τα βέλη διέγραψαν την τροχιά τους και άρχισαν να πέφτουν προς τους στόχους τους. Ο Φένος έκανε βουτιά στο έδαφος τραβώντας και τη Ρουθ που είχε μείνει άναυδη από την ξαφνική εμφάνιση των εισβολέων. Ο Ιππότης κύλισε κάτω από το κάρο και βρέθηκε στην πίσω πλευρά όπου είχε καταφτάσει ο Ορθ. Ο Φένορ κοίταξε πίσω, οι Ιππότες είχαν χρησιμοποιήσει τις ασπίδες τους και είχαν περάσει αλώβητοι τη δοκιμασία. Ο Γκρέγκον είχε γυρίσει όπως ήταν ξαπλωμένος και είχε καλύψει με το σώμα και την ασπίδα του την Έλισεθ.
   -Πρέπει να φύγουμε από' δω, φώναξε.
   Ο Ίριαν ορμηξε μπροστά με μια ομάδα συμπολεμιστών του για να βοηθήσει τους δυο που μάχονταν με τους πεζούς. Έφτασε στη μάχη και βρέθηκε αμέσως ανάμεσα στος εχθρούς ίδιος με άγγελο του θανάτου με τα δυο όπλα του να βάφονται αμέσως με αίμα καταφέρνοντας καίρια χτυπήματα.
   Ο Λουθ και ο Ντάις είχαν αρχίσει να ετοιμάζουν τα άλογα, οι υπολοιποι Ιππότες μαζεύονταν κοντά στο κάρο και εκείνοι που είχαν τόξα ανταπέδιδαν τις βολές.
   -Τα άλογα που έσερναν το κάρο σκοτώθηκαν αλλά θα ζέψουμε από τα δικά μας που είναι προστατευμένα, είπε ο Ντάις.
   -Πρέπει να βιαστούμε, φώναξε ο Γκρέγκον που κατέφτασε κουβαλώντας την Έλισεθ.
   Η μάχη μαινόταν, πιεζόμενοι ο Ίριαν και οι υπόλοιποι υποχωρούσαν προς το μέρος των συντρόφων τους. Εκείνοι τους υποστήριζαν με βέλη μιας και είχαν καταφέρει να εξουδετερώσουν τους αντιπάλους τους τοξότες.
   -Τα άλογα είναι έτοιμα!
   Οι Ιππότες άρχισαν να ανεβαίνουν στη σέλα και απέκτησαν πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων τους. Άρχισαν να υπερισχύουν και τους απώθησαν ενώ πίσω οι υπόλοιποι ετοίμαζαν το κάρο όπου ο Γκρέγκον συνέχιζε να καλύπτει την Έλισεθ.
   Ήταν έτοιμοι να φύγουν όταν μια σάλπιγγα ανήγγειλε την άφιξη ενός νέου εχθρού.

Τα Χρονικά Της Εσπέρια Ι - Η Συνωμοσία Της Σκιάς 6

Author: Νυχτερινή Πένα /

   -Τι πρόβλημα;
   -Ο Μακέρ του Δρας είχε βγει για περιπολία και επέστρεψε με νέα ότι στην Νούθια πλησιάζει ένα στρατιωτικό απόσπασμα.
   -Καιρός να φύγουμε, είπε ο Φένορ. Ίριαν; Πως είσαι;
   -Μια χαρά, είπε εκείνος και σηκώθηκε. Ας ξεκινήσουμε, είπε και άρχισε να κουμπώνει το χιτώνιό του που είχε ανοίξει η Ετάνια.
   Βγήκαν από τη σκηνή και αρχίσανε να καθοδηγούν τους υπόλοιπους Ιππότες στις ετοιμασίες της αναχώρησης. Άρχισαν να μαζεύουν τις σκηνές και να φορτώνουν στα άλογα τα κομμάτια τους όπως και τα υπόλοιπα εφόδιά τους.
   Η Ρουθ και η Έλισεθ παρακολουθούσαν αυτήν την προετοιμασία χωρίς να έχουν πολλά να κάνουν. Εκείνες είχαν ελάχιστα πράγματα και τα είχαν ήδη μαζεμένα σε ένα σάκο. Η μικρή πριγκίπισσα άφησε ξαφνικά το πλευρό της Ρουθ και έτρεξε στον Ορθ. Ο μεγαλόσωμος Ιππότης είχε φορτώσει στο άλογό του τη σκηνή του και τώρα τοποθετούσε στη σέλα μερικά εφόδια.
   -Πως μπορώ να βοηθήσω; ρώτησε η Έλισεθ.
   -Δεν χρειάζεται υψηλοτάτη, απάντησε τυπικά ο Ορθ.
   -Εγώ το θέλω.
   -Εντάξει τότε, ο Δράκος πεινάει, μπορείς να του δώσεις ένα μήλο;
   -Ποιος είναι ο Δράκος; ρώτησε η μικρούλα.
   Ο Ορθ χάιδεψε τη χαίτη του αλόγου του που χλιμίντρισε ευχαριστημένο. Ο Ιππότης έδωσε στην Έλισεθ ένα κόκκινο μήλο και εκείνη το τάισε στο άλογο με το τρομακτικό όνομα που το έφαγε γαλήνια πλαταγίζοντας με ευχαρίστηση τα χείλη του. Ύστερα έγλυψε με τη γλώσσα του της παλάμη της κάνοντάς την να γελάσει.
   Ο Φένορ πλησίασε και η Ρουθ τον χαιρέτησε. Εκείνος την κοίταξε. Στη θέα της ένιωσε μια περίεργη ζεστασιά να τον γεμίζει. Τώρα η κοπέλα είχε δέσει τα μακριά μαλλιά της σε μια πλεξίδα που έπεφτε στην πλάτη της.
   -Ξέρεις να ιππεύεις; τη ρώτησε.
   -Μεγάλωσα σε μια αγροτική οικογένεια. Μπορώ να ιππεύσω αλλά τα δικά σας είναι πολεμικά άλογα.
   -Είναι καλά εκπαιδευμένα, είπε ο Φένορ.
   -Τότε δεν θα έχω πρόβλημα υποθέτω. Η Έλισεθ;
   -Είναι μικρή για να ιππεύσει, μπορείς να την πάρεις μαζι σου ή να ανέβει στο κάρο που θα πάρουμε μαζί μας με προμήθειες και για να μεταφέρουμε τον Γκρέγκον που είναι τραυματισμένος.

   Φτάνοντας στο πέρασμα της Ναλκάμια ο Άλασταρ και οι σύντροφοί του σ' αυτό το ταξίδι βρήκαν την Ετάνια να τους περιμένει γαλήνια καθισμένη σε έναν βράχο. Σταμάτησαν κοντά της και ξεπέζευσαν.
   -Πιο γρήγορη από ό,τι περίμενα, είπε ο μάγος και η Ετάνια χαμογέλασε με τον έπαινο του μέντορά της.
   -Τι νέα από το Φένορ και τους υπόλοιπους; ρώτησε ο Σίντρεκ ανήσυχος.
   -Είναι καλά, βοήθησα και' γω σ' αυτό.
   Τους εξήγησε τι είχε συμβεί και τα νέα που της είχε μεταφέρει ο Ιππότης.
   -Άρα κάτι περίεργο συμβαίνει, κάποιος λέει ψέμματα. Ο Χάρκους επιβάλλει τη θέλησή του και κατηγορεί την Ιπποσύνη. Τους θέτει εκτός νόμου. Και ο βασιλιάς; Δεν αντιδρά, αν είναι ζωντανός γιατί δεν αντιδρά; Γιατί αυτή η σιωπή; Αν πάλι είναι νεκρός που είναι το σώμα του; Γιατί ο Χάρκους δεν το επιδεικνύει να ισχυροποιήσει τη θέση και τα επιχειρήματά του; Αινίγματα. Αινίγματα χωρίς λύσεις, είπε ο Άλασταρ. Ελάτε. Ας συνεχίσουμε ως το Άκρεν όσο πιο σύντομα μπορούμε για να βρούμε την άκρη.

   Ήταν έτοιμοι για αναχώρηση. Αφού απότισαν τιμές στον τάφο των πεσόντων συντρόφων τους οι Ιππότες ανέβηκαν στα άλογά τους και ξεκίνησαν. Ο δρόμος που ακολουθούσαν ήταν αρκετά φαρδύς κάτι που τους επέτρεπε να ιππεύουν σε σχηματισμό γύρω από το κάρο που μετέφερε τις προμήθειες και τον Γκρέγκον, τον Ιππότη που είχε τραυματιστεί στη σύγκρουση με τους μάγους της Βαρ Ντραζούλ. Για τη μικρή πριγκίπισσα το ταξίδι αυτό ήταν πρωτόγνωρη εμπειρία μιας και ελάχιστα είχε ταξιδέψει ως τώρα και στο ταξίδι από το Στόρμγκαρντ ως εδώ κοιμόταν. Μιλούσε με τον Γκρέγκον και την άκουγαν να γελάει δυνατά.
   -Περνάει καλά, είπε ο Φένορ καθώς ίππευε όχι πολύ μπροστά από το κάρο.
   -Ναι, πράγματι, είπε η Ρουθ, τι της λέει ο σύντροφός σας και γελάει; Δεν το περίμενα από έναν Ιππότη.
   -Περιλαμβάνονται και μερικές αστείες στιγμές στην ιστορία της Ιπποσύνης.
   -Χαίρομαι που την κάνει να γελάει, μπορεί στο μέλλον να μην έχει την ευκαιρία να το κάνει.
   -Θα τον βρούμε τον βασιλιά και θα δώσουμε τέλος σε αυτήν την παράνοια.
   -Ή θα μας βρει εμάς κάποιο κακό, είπε δυσοίωνα η Ρουθ.
   -Θα σας προστατεύσουμε εμείς, είπε ήσυχα ο Φένορ.
   Η Ρουθ τον κοίταξε.
   -Το κάνατε ήδη, είπε, αλλά με ποιο τίμημα;
   -Όποιο και αν είναι, όποιο και αν χρειαστεί, απάντησε ο Ιππότης.
   -Φοβάμαι, είπε η κοπέλα.
   -Δεν είναι κακό να φοβάσαι, κακό είναι να αφήσεις τον φόβο να σε καθηλώσει. Ήρωες δεν γίνονται εκείνοι που δεν φοβούνται αλλά εκείνοι που νικούν το φόβο τους.
   Ένας Ιππότης πλησίασε καλπάζοντας.
   -Βρήκα μπροστά ένα μέρος κατάλληλο για να περάσουμε τη νύχτα, δίπλα στο χείμαρρο του Σαστελάρ.
   -Ωραία Μακέρ, δείξε μας το δρόμο.

   Ο ήλιος έγειρε στη δύση του σαν κουρασμένος ταξιδιώτης που φτάνει στο τέλος του μεγάλου και κοπιαστικού δρόμου του. Το γλυκό μούχρωμα απλώθηκε στην Εσπέρια, προάγγελος της νύχτας, μιας νύχτας που θα βαφόταν με το άλικο του αίματος.
   Ο Άλασταρ και οι σύντροφοί του σταμάτησαν στην άκρη μιας μικρής κοιλάδας και ετοιμάστηκαν να φτιάξουν τον πρόχειρο καταυλισμό τους σε μια επίπεδη έκταση με γρασίδι. Ήταν ένα μάλλον κρύο βράδυ και μάζεψαν ξύλα για τη φωτιά. Μόλις τα στοίβαξαν ο Σίντρεκ στράφηκε στον Λάτιρ.
   -Έχεις μια τσακμακόπετρα νομίζω αν και ανάμεσα σε τόσους χρήστες της μαγείας δεν νομίζω να μας χρειαστεί.
   -Και βέβαια όχι, είπε η Ζέμις, έδειξε με το δείκτη του δεξιού χεριού της το σωρό των ξύλων και μια ζωηρή φωτιά άναψε.
   Καθίσανε κοντά στη φωτιά και γευματίσανε με τρόφιμα από τις προμήθειες που όλοι κουβαλούσαν. Ο Θόρας έβγαλε από μια τσέπη ένα μικρό μεταλλικό φλασκί και τράβηξε το πώμα. Οσφρίστηκε το περιεχόμενο με απόλαυση και μετά κατέβασε μια γερή γουλιά.
   -Ααα, έκανε, κανένα δεν συγκρίνεται με το παλιό καλό κρασί του Δρικλ. Ετάνια ντροπή, να μην τιμάς αυτό το νέκταρ της γενέτειράς σου!
   -Προτιμώ το μυαλό μου καθαρό, είπε η κοπέλα.
   Ο Θόρας κούνησε το κεφάλι του και σχολίασε στον Σίντρεκ.
   -Δεν με ακούει αυτή η κοπέλα και χάνει όλα τα καλά.
   -Εσύ; Πίνεις; ρώτησε ο Λάτιρ την Ζέμις.
   -Φυσικά, είπε η κοκκινομάλλα χαρίζοντάς του ένα χαμόγελο.
   -Έλα Ιππότη, πάρε να δοκιμάσεις, είπε ο Θόρας και του πέταξε το φλασκί.
   Αφού δειπνήσανε μείνανε λίγη ώρα να συζητάνε μιλώντας κυρίως για την Ιπποσύνη για να γνωρίσουν τους δυο νεοφερμένους στην ομάδα. Απέφευγαν να μιλήσουν για την κατάσταση που αντιμετώπιζαν, δίπλα στη φωτιά ένιωθαν προστατευμένοι και ήθελαν να κρατήσουν μακριά το σκοτάδι που απειλούσε να τους τυλίξει. Μετά ξάπλωσαν εκεί γύρω εκτός από τον Σίντρεκ που έμεινε σκοπός.
   Η Ζέμις ξάπλωσε κοντά στην Ετάνια και διαπίστωσε ότι εκείνη δεν είχε ακόμα κοιμηθεί.
   -Ξαγρυπνάς; ρώτησε χαμηλόφωνα.
   -Δεν έχω ύπνο.
   -Γιατί;
   -Σκεφτόμουν τον Ίριαν του Μάκασορ.
   -Εκείνον που θεράπευσες;
   -Ναι, είπε η Ετάνια. Δεν ξέρω, τη στιγμή που τον άγγιξα και αισθάνθηκα την καρδιά του να χτυπάει κάτι άλλαξε. Δεν ξέρω ακριβώς πως να το πω.... Τέλος πάντων, ας κοιμηθούμε τώρα και τα λέμε το πρωί.
   Η Ετάνια γύρισε στο πλάι και άπλωσε το χέρι της. Χάιδεψε το θύσσανο των κόκκινων μαλλιών της Ζέμις.
   -Καληνύχτα μικρούλα.
   Σε λίγο κοιμούνταν όλοι εκτός από τον Σίντρεκ που στεκόταν σκοπός. Αλλά δεν έμεινε για πολύ μόνος. Μια σκιά εμφανίστηκε στην περίμετρο του μικρού τους καταυλισμού και στάθηκε έξω από το φως που έδινε η φωτιά.
   -Μείνε εκεί που είσαι και δήλωσε το σκοπό της παρουσίας σου εδώ! είπε ο Ιππότης.
   -Σκοπός μου είναι ο θάνατός σας Ιππότη, είπε ο ξένος και προχώρησε αποκαλύπτοντας τον μαύρο χιτώνα ενός σκοτεινού μάγου.

Τα Χρονικά Της Εσπέρια Ι - Η Συνωμοσία Της Σκιάς 5

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Ο Ίριαν ετοιμάστηκε να κινηθεί την τελευταία δυνατή στιγμή για να μην προλάβει να αλλάξει ο εχθρός του πορεία φιλοδοξώντας να του καταφέρει και κάποιο πλήγμα. Ο μάγος σήκωσε το ραβδί του και μια δέσμη πορφυρής ενέργειας τινάχθηκε προς τον Ιππότη με την ορμή βαμπίρ που ορμάει στο λαιμό του θυματός του. Εκείνος έπεσε στο πλάι και η θανατηφόρα δύναμη πέρασε πάνω από το σώμα του και χτύπησε μια σκηνή που τυλίχτηκε σε φλόγες.
   Κάτι μεγάλο πέρασε πάνω από το κεφάλι του πεσμένου Ίριαν και έπεσε πάνω στο μάγο ανατρέποντάς τον. Με έκπληξη ο Ιππότης είδε ότι ήταν ένα από τα υποζύγια που το είχε πετάξει ο Ορθ πάνω στον αντίπαλό του, το ίδιο που αντιμετώπιζε πριν εκείνος. Ο μάγος σηκώθηκε αλλά όχι και το υποζύγιό του που είχε τσακιστεί από τη σύγκρουση. Επιτέθηκε στον Ίριαν που έσπευσε να τον αντιμετωπίσει πριν προλάβει να χρησιμοποιήσει κάποιο ξόρκι. Τα δυο όπλα του βρόντηξαν καθώς χτυπούσαν το ραβδί του μάγου. Εκείνος πρόφερε μια κατάρα που έκανε το ραβδί να τινάξει μια αστραπή. Ο Ίριαν απέφυγε το χτύπημα αν και όχι τελείως, μια αιμάτινη γραμμή χαράκτηκε κατά μήκος του βραχίονά του. Αντεπιτέθηκε με μια σειρά από χτυπήματα που έκαναν τον μάγο να πισωπατήσει. Εκείνος έκανε ένα βιαστικό βήμα πίσω και πρόφερε ένα ξόρκι. Εξαφανίστηκε από τα μάτια του Ιππότη μόνο και μόνο για να εμφανιστεί λίγο πιο πέρα και να σηκώσει το ραβδί του προφέροντας μια κατάρα.

   Αφού έφαγαν ένα γρήγορο σχετικά γεύμα, ο Άλασταρ και οι σύντροφοί του ετοιμάστηκαν να φύγουν. Είχαν σχεδόν φτάσει στην πόρτα όταν ένας μεθυσμένος θαμώνας του πανδοχείου άρπαξε την Ζέμις από τη μέση και την τράβηξε στην αγκαλιά του.
   -Έλα να διασκεδάσουμε, είπε ο άνδρας προσπαθώντας να χαιδέψει την κοπέλα.
   -Άσε την ήσυχη! πρόσταξε ο Λάτιρ και ο Σίντρεκ ήρθε αμέσως στο πλευρό του.
   Ο μεθυσμένος άνδρας τους κοίταξε με ένα κακό χαμόγελο.
   -Ιππότες του Ρόδου. δεν θα μπορείτε να διατάζετε για πολύ. Ο αντιβασιλιάς λόρδος Χάρκους σας κήρυξε εκτός  νόμου. Προδότες που δολοφονήσατε το βασιλιά μας και απαγάγατε την πριγκίπισσα Έλισεθ.
   -Αρκετά! Δεν θα ανεχθώ εδώ μέσα άλλες από αυτές τις ηλίθιες φήμες. Και αν δεν μπορείς να κρατήσεις κλειστό το στόμα σου Χίντολες να μην έρχεσαι εδώ. Και άσε αμέσως το κορίτσι πριν ο ευγενικός Ιππότης σου κόψει τα χέρια και την επιθυμία να ξαναγγίξεις γυναίκα.
   Ο ιδιοκτήτης του πανδοχείου πλησίασε ενώ ο μεθυσμένος παρατούσε την Ζέμις. Σηκώθηκε από το τραπέζι και έκανε δυο βήματα πριν σωριαστεί στο δάπεδο όπου άρχισε να ροχαλίζει με έναν ήχο που θύμιζε επίθεση οργισμένων γκόμπλιν.
   -Συγνώμη γι' αυτό. Από χθες το βράδυ μερικοί αρχίσανε να λένε αυτές τις βλακείες. Ο λόρδος Κάλους ήδη έχει διατάξει τη σύλληψη όλων των Ιπποτών στην επικράτειά του.
   -Κατάλαβα, είπε βλοσυρά ο Σίντρεκ.
   -Ακούσαμε ότι τη νύχτα έγινε μάχη και σκοτώθηκαν οι τελευταίοι Ιππότες με επικεφαλής τον Ράουμας.
   Ο Σίντρεκ και ο Λάτιρ κοιτάκτηκαν οδυνηρά ξαφνιασμένοι.
   -Αν συνέβει αυτό τελείωσαν όλα, είπε ο Λάτιρ.
   -Ο Φένορ θα ξέρει, είπε ο Σίντρεκ, μακάρι να είχαμε ένα γεράκι.
   -Μπορώ να καλέσω ένα, είπε η Ετάνια.
   -Σίγουρα μπορείς, είπε ο Άλασταρ, αλλά όσο θα απομακρύνεται θα εξασθενεί η μαγεία σου και δεν είναι σίγουρο ότι θα φτάσει εκεί που πρέπει. Καλύτερα να πάει κάποιος εκεί.
   -Θα μπορούσα να μεταφερθώ, είπε η Ετάνια.
   -Ναι, είπε ο Άλασταρ. Και μετά θα μας βρεις στη Ναλκάμια.
   Βγήκαν από το πανδοχείο αφού ευχαρίστησαν τον πανδοχέα. Ανέβηκαν στα άλογά τους, οι μαθητές του μάγου είχαν τα δικά τους στο στάβλο, και ξεκίνησαν παίρνοντας μαζί τους το άλογο της Ετάνια. Εκείνη στάθηκε στην μέση της αυλής, ακίνητη σαν ένα άγαλμα σε κάποια ξεχασμένη όμορφη θεότητα. Καθώς έφταναν στην πρώτη στροφή του δρόμου ο Λάτιρ κοίταξε πίσω και είδε έπληκτος ότι είχε χαθεί. Η Ζέμις τον σκούντηξε πειρακτικά.
   -Μαγεία σερ Ιππότη.
   -Λέγε με Λατ.

   Ο μάγος πέταξε το ραβδί του μπροστά, η αιχμή είχε μεταμορφωθεί σε κεφάλι φιδιού, ενώ  πρόφερε μια μαγική επίκληση. Ο Ίριαν δεν πρόλαβε να αποφύγει το μαγικό αυτό πλήγμα. Τα δηλητηριώδη δόντια έκλεισαν γύρω από τον καρπό του αριστερού χεριού και ο Ιππότης βόγγηξε από τον πόνο. Ένιωσε τις δυνάμεις του να χάνονται ενώ ο ίδιος βυθιζόταν σε ένα σκοτεινό κενό. Σωριάστηκε στο χορτάρι ενώ τα μάτια του έκλειναν. Ο μάγος κραύγασε θριαμβευτικά αλλά η κραυγή του μετατράπηκε σε επιθανάτιο ρόγχο καθώς ο Φένορ τον έφτανε και τον διαπερνούσε με τη σπάθα του.
   Ο Ιππότης στάθηκε ασθμαίνοντας και κοίταξε γύρω, η μάχη ήταν σκληρή αλλά είχε τελειώσει. Είχαν σκοτώσει τους εχθρούς τους ως τον τελευταίο. Πέντε δικοί τους ήταν πεσμένοι, από όσο μπορούσε να δει.
   -Ορθ! φώναξε. Μετέφερε τον Ίριαν στη σκηνή μας. Λουθ, οργάνωσε μια φρουρά. Ίσως έχουμε και άλλες επισκέψεις.
   Η Ρουθ βγήκε από τη σκηνή της.
   -Είσαι καλά; ρώτησε τον Ιππότη.
   -Ναι, είπε εκείνος.
   Προχώρησε στη σκηνή και γονάτισε δίπλα στον Ίριαν. Ακούμπησε το χέρι του στο στήθος του φίλου του. Το δηλητήριο απλωνόταν αλλά δεν ήταν ένα συνηθισμένο δηλητήριο, ήταν αποτέλεσμα μιας σκοτεινής μαγείας που εξαπλωνόταν στο σώμα του γοργά απομυζόντας τη ζωή του. Ήταν πέρα από τις δυνάμεις του. Φρόντισε να είναι ο φίλος του όσο πιο άνετα ήταν δυνατόν και μετά βγήκε από τη σκηνή. Ο Ορθ τον περίμενε έξω.
   -Πως είναι τα πράγματα;
   -Τέσσερις νεκροί, έξι τραυματίες, μόνο ένας τόσο ώστε να μην μπορεί να πολεμήσει. Ανησυχούν για τον Ίριαν αλλά είναι περήφανοι για τη νίκη που πετύχαμε.
   -Θα φροντίσουμε για την ταφή των νεκρών μας και μετά θα ετοιμαστούμε για μετακίνηση.
   -Ο Ίριαν;
   -Πρέπει να βρούμε κάποιον θεραπευτή και σίγουρα αυτό δεν θα γίνει εδώ.

   Ο Χάρκους κοίταξε τον μαυροντυμένο μάγο μπροστά του νιώθοντας λιγότερο φόβο μιας και ένιωθε ανώτερος καθώς ο μάγος είχε αποτύχει στην αποστολή του.
   -Φαίνεται πως είναι καλύτερα να βασίζεται κανείς σε μια καλά οπλισμένη δύναμη παρά στην Βαρ Ντραζούλ, είπε ο καγκελάριος. Αποτύχατε!
   Βρίσκονταν στην αίθουσα του θρόνου. Ο Χάρκους σαν καγκελάριος και αντιβασιλέας πλέον καθόταν σε μια επιβλητική θέση μπροστά στο θρόνο.
   -Αντιμετωπίσαμε εκλεκτούς πολεμιστές.
   -Ιππότες του Ρόδου, η ελίτ των πολεμιστών της Εσπέρια, τι περιμένατε; Να πέσουν αμαχητί;
   -Ούτε οι δικοί σου τα κατάφεραν καλύτερα, είπε δηκτικά ο μάγος. Πόσοι επέστρεψαν;
   -Κανένας, αναγκάστηκε να παραδεχθεί ο Χάρκους. Αλλά τα σώματα ήταν εκεί και τα μετρήσαμε, ξέραμε πόσοι ήταν με τον Ράουμας. Δεν επέζησε κανένας. Γιατί οι επιζώντες δεν επέστρεψαν εδω δεν το ξέρω. Πολλοί στην Εσπέρια θα το θεωρούσαν ανόσιο να σκοτώσουν Ιππότη, ίσως πανικοβλήθηκαν συνειδητοποιώντας ότι έθεσαν τέρμα στην Ιπποσύνη.
   -Αυτό δεν είναι ακριβές, μένουν αυτοί στη Νούθια και εκείνοι στο Γνοφώδες Όρος.
   -Το κάστρο είναι απόρθητο. Ακόμα και με μαθητευόμενους κυρίως να το επανδρώνουν δεν θα πέσει εύκολα.
   -Αυτό μπορεί να περιμένει, αυτό που δεν μπορεί είναι η εξόντωση της Έλισεθ Ντρομέθια.

   Η Ετάνια υλοποιήθηκε ακριβώς μπροστά στην είσοδο του στρατοπέδου και βρέθηκε να τη σημαδεύουν τρία σπαθιά. Έκανε ένα βήμα πίσω και σήκωσε τα χέρια της σε ένδειξη ότι δεν έχει κακό σκοπό.
   -Είμαι φίλη. Έρχομαι εκ μέρους του Άλασταρ, είπε.
   -Φένορ! φώναξε ο ένας από τους τρεις Ιππότες και εκείνος πλησίασε. Κοίταξε εξεταστικά την Ετάνια. Η κοπέλα του εξήγησε ποια ήταν και πως είχε βρεθεί εκεί.
   -Τι νέα μας φέρνεις;
   Η Ετάνια του είπε και ο Ιππότης την άκουσε προσεκτικά. Της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει.
   -Δεν ξέρω αν αληθεύει αυτό, αν είχαν πεθάνει τόσοι Ιππότες θα το είχα νιώσει, όπως το ένιωσα και πριν. Πες στον Άλασταρ ότι δεν έχουμε ωστόσο νέα του Ράουμας και θα μετακινηθούμε. Εν τω μεταξύ αν μπορείς σε χρειάζομαι να θεραπεύσεις τον Ίριαν.
   Μπήκαν στη σκηνή και η λευκοφορεμένη κοπέλα γονάτισε δίπλα στον ξαπλωμένο πολεμιστή. Ξεκούμπωσε βιαστικά το χιτώνιό του και ακούμπησε την παλάμη της στο στέρνο του στο μέρος της καρδιάς. Έκλεισε τα μάτια.
   -Όχι δεν χάθηκε η ελπίδα, ψιθύρισε και άρχισε να απαγγέλει ένα ξόρκι.
   Ο Ίριαν άνοιξε τα μάτια του. Στο πρόσωπό του φαινόταν ο πόνος που του είχε προκαλέσει το μαγικό πλήγμα.
   -Ποια είσαι εσύ;  Ένας άγγελος;
   -Όχι, είπε η Ετάνια και χαμογέλασε. Είμαι άνθρωπος όπως και εσύ, καλώς ήρθες πίσω στη γη των ζωντανών.
   Ασυναίσθητα χάιδεψε με τις άκρες των δακτύλων της το πρόσωπό του. Αμήχανη σηκώθηκε από δίπλα του και είπε στον Φενόρ:
   -Τώρα είναι εντάξει. Εγώ θα επιστρέψω κοντά στον Άλασταρ. Να προσέχετε.
   Βγήκε από τη σκηνή και ενεργοποίησε το ξόρκι που θα την έφερνε κοντά στο δάσκαλό της.
   -Η μάχη; ρώτησε ο Ίριαν.
   -Νικήσαμε, είπε ο Φένορ αλλά δεν πρόλαβε να πει τίποτα άλλο καθώς ο Λουθ μπήκε στη σκηνή.
   -Έχουμε πρόβλημα.

Νοερή Καληνύχτα

Author: Νυχτερινή Πένα /


Η νύχτα έχει προχωρήσει, τα έργα της ημέρας έχουν τελειώσει και οι περισσότεροι πια αναπαύονται. Αλλά όχι και' γω, αν και τα έργα της ημέρας κατέπαυσαν απέχω πολύ ακόμα από το να παραδωθώ στην αγκαλιά του Μορφέα.
Μέσα στη σιγαλιά τη νύχτας κάθομαι κυκλωμένος από τα βιβλία και τα χαρτιά μου, το μυαλό μου ταξιδεύει στα μυθιστορήματά μου, σε κόσμους γεμάτους ιππότες και τέρατα, μάγους και άρχοντες των σκοτεινών δυνάμεων. Αυτό δεν παύει ποτέ, είναι ο κύκλος της δημιουργίας και μέσα σε αυτόν σε κύρια θέση, όπως σε κάθε έκφανση της ζωής μου, βρίσκεσαι εσύ.
Σε σκέφτομαι τόσο συχνά, συνέχεια σχεδόν. Κλείνω τα μάτια μου και αυτό αρκεί για να έρθει το πρόσωπό σου ολοζώντανο στη σκέψη μου. Το όμορφο χαμόγελο, το λείο αψεγάδιαστο δέρμα, τα απαλά χειλάκια. Και μετά όλα αυτά που δεν φαίνονται, η μεγαλοθυμία σου, η κατανόηση, η αγάπη.
Όταν οι περιστάσεις μας κρατάνε μακριά και μου λείπεις, πολλές φορές το κάνω αυτό, σε επισκέπτομαι νοερά. Σε κρατώ κοντά μου, σου υπόσχομαι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω και ποτέ δεν θα σε αφήσω, γρήγορα θα είμαι και πάλι κοντά σου. Και πως είμαι πάντα μαζί σου, ακόμα και τώρα που κοιμάσαι να σε προσέχω και να σε φυλάω από τα άσχημα όνειρα.
Κοιμίσου πριγκίπισσα της ψυχής μου, ίσως κάπου στον ονειρόκοσμο να συναντηθούμε.

Τα Χρονικά Της Εσπέρια Ι - Η Συνωμοσία Της Σκιάς 4

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Οι μαυροντυμένοι καβαλάρηδες πλησίασαν και απλώθηκαν κατά μήκος της πρόχειρης οχύρωσης. Ετοιμάζονταν για επίθεση. Τα φρικαλέα υποζύγιά τους έβγαλαν μια ομαδική υψίσυχνη οιμωγή και τα άλογα χιμίντρισαν τρομαγμένα.
   -Στα όπλα Ιππότες! φώναξε ο Ίριαν. Ο εχθρός βρίσκεται εδώ!
   Η φωνή του αντήχησε στο στρατόπεδο αφυπνίζοντας τους συντρόφους του που άρχισαν να βγαίνουν από τις σκηνές για να πάρουν θέσεις μάχης ενώ έδεναν ακόμα τους ιμάντες στους θώρακές τους και τις ζώνες με τα όπλα τους.
   -Λουθ, Ντάις, είπε ο Φένορ, ησυχάστε τα άλογα.
   Πάτησε πάνω στον άξονα του κάρου και ανέβηκε μετά σ' αυτό για να βλέπει καλύτερα τους εισβολείς.
   -Είμαι ο Φένορ του Άκρεν, Ιππότης του Ρόδου, αναφέρετε το λόγο της παρουσίας σας εδώ!
   -Δώστε μας την Έλισεθ του Οίκου της Ντρομέθια και θα σας χαρίσουμε τις αξιοθρήνητες ζωές σας.
   -Η Έλισεθ Ντρομέθια, πριγκίπισσα του Στέμματος τελεί υπό την προστασία της Ιπποσύνης και δεν θα παραδοθεί παρά μόνο στον πατέρα της το νόμιμο Υψηλο Βασιλιά της Εσπέρια.
   -Τότε θα πεθάνετε! είπε ο επικέφαλης των μαυροντυμένων και έβγαλε μαι κραυγή στην οποία οι Ιππότες απάντησαν με μια πολεμική ιαχή και προχώρησαν να αντιμετωπίσουν τον εχθρό τους. Κραυγές και κλαγγές όπλων ακούστηκαν καθώς μια άγρια και σκληρή μάχη ξεσπούσε.
   Ο επικεφαλής τους σήκωσε το χέρι του οπλισμένο με το μαύρο ραβδί του και μια πορφυρή ριπή ενέργειας τινάχθηκε προς τον Φένορ που πήδηξε από το κάρο και κύλισε στο χορτάρι ενώ το κάρο εξαφανιζόταν σε μια λαμπερή έκρηξη φωτός. Με το πέρασμα ελεύθερο ο αντίπαλός του εφόρμησε καβάλα στο φρικιαστικό του υποζύγιο. Ύψωσε το ραβδί του για να καταφέρει ένα πλήγμα στον Ιππότη πριν μπορέσει να σηκωθεί αλλά το χτύπημά του εμποδίστηκε από δυο όπλα. Ο Ίριαν είχε σπεύσει να βοηθήσει τον φίλο του και εμπλάκηκε σε μια μονομαχία με υποζύγιο και αναβάτη. Ο Φένορ σηκώθηκε όρθιος και έριξε μια ματιά γύρω. Οι Ιππότες είχαν συγκρατήσει την επίθεση στα όρια του στρατοπέδου τους, οι εργασίες οχύρωσης της προηγούμενης μέρας είχαν αποδειχθεί πολύτιμες, τους βοηθούσαν να κρατήσουν τις θέσεις τους. Ένας από τους επιτιθέμενους είχε καρφωθεί στα αιχμηρά εμπόδια μαζί με το φρικαλέο ζώο που ίππευε. Ένας Ιππότης είχε πέσει λίγο ποιο πέρα διαπερασμένος από ένα μαύρο σπαθί. Ένας ακόμα πολεμιστής είχε τραυματιστεί και δυο σύντροφοί του τον μετέφεραν μακριά από τη μάχη.
   Η Ρουθ στεκόταν στην είσοδο της σκηνής και κοίταζε τρομαγμένη την μάχη. Έτρεξε κοντά της.
   -Μείνε μέσα μαζί με την Έλισεθ, καλύτερα να μην την δουν αυτά τα τέρατα.
   Η κοπέλα ένευσε και μπήκε και πάλι στη σκηνή. Ο Φένορ ξεθηκάρωσε τη σπάθα του και επέστρεψε στη μάχη. Έφτασε πάνω στην ώρα για να βοηθήσει τον Ορθ. Ο μεγαλόσωμος πολεμιστής είχε σπάσει τη σπάθα του πάνω στο ραβδί ενός μάγου της Βαρ Ντραζούλ και πάλευε μαζί του με γυμνά χέρια ενώ προσπαθούσε να φυλαχθεί από τα χτυπήματα του υποζυγίου του που ευτυχώς εμποδιζόταν από το φράχτη να τον φτάσει με τα φονικά νύχια του.

   Ο Άλασταρ ξεπέζευσε από τον Άλιξ καθώς σταματούσε και οι δυο Ιππότες που ίππευαν μαζί του τον μιμήθηκαν. Είχαν μόλις μπει σε ένα μικρό, ήσυχο χωριό με χαμηλά λιθόχτιστα σπίτια, και είχαν σταματήσει μπροστά στο πανδοχείο του όπως έλεγε μια μεγάλη επιγραφή πάνω από την πόρτα.
   -Γιατί σταματήσαμε; ρώτησε ο Σίντρεκ.
   -Γιατί χρειάζομαι και εγώ κάπου λίγη ξεκούραση από το δρόμο και μας περιμένουν εδώ.
   Οι δυο Ιππότες ακολούθησαν τον μάγο μέσα στο πανδοχείο. Ήταν ευχάριστα δροσερό και σχετικά άδειο μιας και ακόμα δεν ήταν ούτε μεσημέρι. Ο Άλασταρ προχώρησε προς ένα τραπέζι στο βάθος όπου κάθονταν ήδη μερικά άτομα και τα οποία σηκώθηκαν μόλις τον είδαν. Ο Άλασταρ πλησίασε με τους δυο Ιππότες και είδαν πως τέσσερα άτομα περίμεναν τον μάγο, δυο άνδρες και δυο κοπέλες. Ο Άλασταρ κάλεσε τους δυο Ιππότες να πλησιάσουν και αφού τους σύστησε είπε:
   -Επιτρεψτε μου να σας παρουσιάσω τους μαθητές μου. Ο Άλαμον Φοντάρ, δόκιμος μάγος.
   Ο Άλαμον ένας νεαρός άνδρας με μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια τους χαιρέτησε σοβαρά. Τα αδρά, ευγενικά χαρακτηριστικά του πρόδιδαν καταγωγή από τα ξωτικά.
   -Ο Θόρας απο το Μαρεπέλ.
   Ο Θόρας ένας κοντούλης άνδρας ντυμένος με τα απλά ρούχα ενός ταξιδιώτη, παντελόνι, πουκάμισο, γιλέκο και ταξιδιωτικό μανδύα, τους χαιρέτησε πρόσχαρα.
   -Ελπίζω εσείς τουλάχιστον να εκτιμάτε το καλό φαγητό και το κρασί, είπε φέρνοντας ένα χαμόγελο στους δυο Ιππότες.
   -Η Ετάνια από το Δρικλ, επίσης μαθητευόμενή μου και δόκιμη μάγος.
   Οι δυο Ιππότες μαγεύτηκαν από την Ετάνια. Ήταν μια όμορφη κοπέλα στα τέλη της εφηβείας της, είχε καστανά μαλλιά που έπεφταν ίσα ως τους ώμους, υπέροχα πράσινα μάτια που δέσποζαν σε ένα ντελικάτο γλυκό πρόσωπο. Το δέρμα της ήταν λευκό σαν το χιόνι κάτι που τόνιζε και ο λευκός της μανδάς.
   -Και η Ζέμις, η προστατευόμενή μου.
   Αν η Ετάνια είχε μόλις βγει από την εφηβεία η Ζέμις τώρα τη διένυε, ήταν ένα λεπτοκαμωμένο κορίτσι με κόκκινα μαλλιά και με ανάλογη φλογερή ιδιοσυγκρασία.
   -Κοιτά μη γελάσεις, είπε στον Άλαμορ, θα σε πονέσει πολύ! Χαίρομαι για τη γνωριμία, είπε και χάρισε στους δυο Ιππότες ένα λοξό χαμόγελο.
   -Τι συμβαίνει Άλασταρ; ρώτησε η Ετάνια. Ακούσαμε περίεργα πράγματα.
   -Συμβαίνουν περίεργα πράγματα. Σας άφησα προχθές για να μεταβώ στο Στόρμγκαρντ με ένα ξόρκι τηλεμεταφοράς γιατί με κάλεσε σε βοήθεια η Έλισεθ.
   -Που είναι τώρα;
   -Όπως ξέρετε το ξόρκι αυτό μπορεί να μεταφέρει εμένα μόνο αλλά ευτυχώς ο Άλιξ ήταν κοντά, είπε ο μάγος και εξήγησε τι είχε συμβεί και τα όσα είχαν ειπωθεί στην Νούθια.
   -Λέγονται και χειρότερα, είπε η Ετάνια. Ακατανόμαστοι τρόμοι και σκιές κινούνται τη νύχτα. Οι άνθρωποι έξω από τις πόλεις κλείνονται στα σπίτια τους μόλις πέσει το σκοτάδι. Στην Ατρέα ένα κορίτσι που σπουδάζει με τις αρπίστριες στον Οίκο του Ματιού ξύπνησε ουρλιάζοντας. Το όραμα που είδε ήταν τόσο δυνατό ώστε ακόμα να είναι σε κατάσταση σοκ. Αλλά μιλάει για την επιστροφή του Ακλαρόθ και των λεγεώνων του. Και τις περιγράφει.
   -Γιατί αυτό είναι περίεργο; ρώτησε ο Σίντρεκ. Υπάρχουν πολλες....
   -Η Έσερετ είναι τυφλή.
   -Άσχημα νέα που δυστυχώς δείχνουν όλα προς την ίδια κατεύθυνση, είπε ο Άλασταρ. Ας ξεκουραστούμε και ας ξαναπάρουμε την πορεία μας προς βορράν να μάθουμε τι συνέβει με το βασιλιά πρώτα.

   Ο Ίριαν χτύπησε και με τα δυο σπαθιά του παίρνοντας ακόμα μια ζωή. Ο μάγος σωριάστηκε στο έδαφος παρασέρνοντας το υποζύγιό του το οποίο χτύπησε με ένα βέλος ο Λουθ. Οι Ιππότες είχαν αρχίσει να υπερισχύουν στη μάχη με τους αντιπάλους τους της αδερφότητας και να εξοντώνουν συστηματικά τους τελευταίους. Είδε τον Φένορ να μονομαχεί με ένα μάγο και να τον διαπερνάει με το όπλο του. Ο φίλος του γύρισε και τον κοίταξε, χαμογέλασε αλλά αμέσως μετά φώναξε μια προειδοποίηση. Ο Ίριαν δεν άκουσε τι του φώναξε μέσα στη φασαρία της μάχης αλλά γύρισε και κατάλαβε τι ήταν αυτό που τον είχε θορυβήσει. Ένας μάγος ερχόταν ίσια επάνω του με το φρικαλέο υποζύγιό του.

Τα Χρονικά Της Εσπέρια Ι - Η Συνωμοσία Της Σκιάς 3

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο II
Προστάτες Της Πριγκίπισσας



   Ο Χάρκους κάθισε σε μια πολύθρόνα στο κέντρο μιας κρυφής άλκοβας των προσωπικών του διαμερισμάτων. Αν ο βασιλιάς είχε δει ποτέ την πολυθρόνα αυτή θα είχε φροντίσει για την καταστροφή της και θα είχε εκτελέσει αμέσως τον άνθρωπο που τόσο πολύ εμπιστευόταν. Γιατί ο καγκελάριος της Εσπέρια καθόταν σε μια πολυθρόνα σκαλισμένη με αποκρυφιστικά σύμβολα και ρούνους μαύρης μαγείας.
   Ήταν ικανοποιημένος με τη πορεία της κατάστασης. Οι άνθρωποί του είχαν αναφέρει την εξόντωση όλων των συγγενών του βασιλιά και μαζί τους των Ιπποτών του Ρόδου μιας και πιστοί στον όρκο τους είχαν προσπαθήσει να σταματήσουν τις δολοφονίες. Έτσι τώρα πια είχαν απομείνει ελάχιστοι Ιππότες και κανένας με δικαίωμα στο θρόνο της Εσπέρια εκτός τη μικρή Έλισεθ.
   Εκεί βρισκόταν το μόνο μελανό σημείο ή μάλλον το ένα από τα δυο μελανά σημεία των σχεδίων του. Η μικρή πριγκίπισσα είχε εξαφανιστεί από το παλάτι και δυο από τους σωματοφύλακές του είχαν βρεθεί σκοτωμένοι στην αίθουσα του θρόνου. Δεν μπορούσε να φανταστεί τι είχε συμβεί.
   Το άλλο πρόβλημα ήταν στο νότο. Δεν είχε υπάρξει προδότης να συναινέσει στην εξολόθρευση των Ιπποτών. Έτσι αποτελούσαν μια δύναμη που μπορούσε να αντισταθεί στα σχέδιά του. Αυτό το δεύτερο το είχε φροντίσει. Είχε στείλει ήδη άνδρες να στήσουν μια ενέδρα στον Ράουμας και τους Ιππότες του. Μετά θα πήγαιναν νότια να σφαγιάσουν και τους υπόλοιπους.
   Το δωμάτιο έγινε ξαφνικά παγωμένο σαν τάφος και βυθίστηκε σε μια αφύσικη σιωπή. Ο Χάρκους έβαλε το χέρι του σε μια τσέπη και έβγαλε ένα φυλακτό με χυδαίο, διαβολικό σχέδιο και το κράτησε για προστασία από το ον που η κακόβουλη παρουσία του γέμιζε το δωμάτιο. Απέναντί του μια σκιά ορθώθηκε στον τοίχο, μια σκιά που δεν αντιστοιχούσε σε τίποτα μέσα στο δωμάτιο. Ο Χάρκους ήξερε ότι ήταν η μορφή που μπορούσε να πάρει σε αυτόν τον κόσμο. Ως που να ανοιξει η πύλη για να περάσει ολοκληρωτικά τουλάχιστον.
   -Το αίμα του οίκου της Ντρομέθια ακόμα υφίσταται, είπε με μια φωνή παγερή σαν το απώτερο διάστημα.
   -Θα βρω και τη μικρή και θα την σκοτώσω. Αλλά χρειάζομαι τη βοήθειά σου.
   -Δεν σε βοήθησα να διαστρέψεις τα μυαλά εκείνων που θα σε υπηρετήσουν τώρα για πάντα πιστά και αφοσιωμένα; είπε η σκιά. Αλλά θα σε βοηθήσω ακόμα σε κάτι. Θα σου στείλω τους ακόλουθούς μου να βοηθήσουν.
   -Μα δεν.... υπάρχουν πια.
   -Κρύφτηκαν αλλά ποτέ δεν εξαφανίστηκαν. Θα τους θέσω στην υπηρεσία σου.
   -Τότε σύντομα θα έχει υποταγεί η Εσπέρια στο θέλημά μου.

   Ο Άλιξ σταμάτησε επιβραδύνοντας τον ξέφρενο καλπασμό του σε απλό τροχασμό και μετά σταματώντας τελείως. Ο Άλασταρ κοίταξε το στρατόπεδο μπροστά τους. Λίγοι είχαν απομείνει τώρα σε αυτό και είχε περιοριστεί σε μια πολύ πιο μικρή έκταση γύρω από την πηγή. Δεν βρίσκονταν εδώ πάνω από σαράντα άνδρες. Πρόσεξε τους δυο Ιππότες που στέκονταν σκοποί στην είσοδο του στρατοπέδου. Ήταν σε ετοιμότητα και είχαν πάρει τα μέτρα τους και για μια μαγική επίθεση. Όχι ότι ένας δυνατός μάγος δεν θα μπορούσε να υπερκεράσει τα φυλακτά τους αλλά θα έχανε το πλεονέκτημα του αιφνιδιαμού.
   Έφερε τον Άλιξ κοντά τους και ενώ εκείνοι έφερναν τα χέρια στις λαβές των όπλων τους τους χαιρέτησε και ζήτησε να μιλήσει με τον Ράουμας του Λορ.
   -Ποιος ζητάει τον Ράουμας; απαίτησε να μάθει μια δυνατή φωνή και ο μάγος είδε τον Ίριαν να πλησιάζει.
   -Σε χαιρετώ Ίριαν του Μάκασορ.
   -Άλασταρ, ποιος καλός άνεμος σε φέρνει εδώ; Δεν σε περιμέναμε.
   -Μα ένας μάγος εμφανίζεται εκεί που τον περιμέουν λιγότερο Ίριαν. Που είναι ο Ράουμας;
   -Δεν είναι εδώ, είπε ο Φένορ που πλησίασε επίσης.
   Ήταν ακόμα καταπονημένος από αυτό που είχε νιώσει την προηγούμενη μέρα. Ήρθε και στάθηκε κοντά στο φίλο του και παρατήρησε το μάγο που βοηθούσε την Ρουθ να ξεπεζέψει.
   -Τι νέα μας φέρνεις; ρώτησε ενώ ο Άλασταρ μετέφερε στην αγκαλιά της Ρουθ την κοιμισμένη Έλισεθ πριν ξεπεζέψει με ένα ελαφρύ άλμα.
   -Νέα; Δεν έχω νέα πέρα του ότι κάποιοι δοκίμασαν να σκοτώσουν την πριγκίπισσα του στέμματος μέσα στην αίθουσα του θρόνου. Και αυτό σημαίνει ότι υπάρχει συνωμοσία που φτάνει πολύ ψηλά στην ιεραρχία. Την έφερα εδώ σίγουρος ότι θα την προστατεύσετε ως που να πάω να βρω τον βασιλιά.
   -Φυσικά, είπε ο Ίριαν. Σίντρεκ!
   -Μάλιστα άρχοντά μου, διατάξτε, είπε ο ένας από τους σκοπούς.
   -Κάλεσε προσκλητήριο.
   -Μάλιστα.
   Ο Φένορ κοίταξε το κοιμισμένο κορίτσι και άπλωσε το γαντοφορεμένο χέρι του στο κεφάλι του. Η Έλισεθ δεν ξύπνησε.
   -Τα δικά μας νέα δεν είναι καλά, είπε αργά, τόσο θλιμμένος όσο και σκεφτικός. Στείλαμε εννιά ταχυδρομικά γεράκια, έξι από αυτά επέστρεψαν με το μήνυμα δεμένο στο πόδι τους, τρία μόνο με απάντηση. Τα γεράκια μας είναι εκπαιδευμένα να παραδίδουν το μήνυμα μόνο σε Ιππότες άρα εκεί που πήγαν δεν υπήρχε πια κανένας. Τα άλλα τρία φέρανε άσχημα νέα, οι Ιππότες δεχθήκανε επίθεση από τους μέχρι πρότινος συμπολεμιστές τους. Όσοι επιζήσανε προσπαθούν να φτάσουν στο Γνοφώδες Όρος. Τι συμβαίνει λοιπόν;
   -Μακάρι να ήξερα, είπε ο Άλασταρ παίρνοντας μια βαθιά ανασα. Αλλά στο Στόρμγκαρντ ένιωσα την παρουσία ενός Μαύρου μάγου. Κάτι πολύ πιο μεγάλο από μια απόπειρα αρπαγής της εξουσίας.
   Ο Ίριαν κοίταξε τους Ιππότες που συναθροίζονταν και στράφηκε στη Ρουθ.
   -Πήγαινε τη σε εκείνη τη σκηνή, θα βρεις σκεπάσματα για να κοιμηθεί άνετα.
   -Ευχαριστώ, είπε η κοπέλα.
   Οι Ιππότες παρατάχθηκαν και ο Φένορ πήρε θέση μαζί τους. Ο Ίριαν τους κοίταξε. Σαράντα πολεμιστές αποφασισμένοι να πολεμήσουν για ό,τι ήταν καλό και σωστό, τώρα αντιμέτωποι με την πιο δύσκολη κατάσταση που είχαν αντιμετωπίσει.
   -Εκδηλώθηκε μια ανταρσία κατά του Στέμματος, όχι ανοιχτή αλλά με ύπουλη πισώπλατη επίθεση, άρχισε ο Ίριαν. Πολλοί δικοί μας σκοτώθηκαν. Δεν ξέρουμε ακόμα αν επέζησε ο βασιλιάς ή κάποιος από τους συγγενείς του πέρα από την Έλισεθ.
   -Τότε να πάμε να την προστατέψουμε, βρυχήθηκε ένας μεγαλόσωμος Ιππότης, και να σπάσουμε μερικά κεφάλια στο δρόμο.
   -Η Έλισεθ ζήτησε την προστασία μας. Χάρη στον Άλασταρ από' δω την έχουμε ήδη υπό την προστασία μας. Θέλω δυο εθελοντές να πάνε μαζί του για να βρουν τον βασιλιά και να του μεταφέρουνε τα νέα.
   Όλοι προσφέρθηκαν. Ο Ίριαν κοίταξε τον Φένορ και ο Άλασταρ κατάλαβε ότι επικοινώνησαν τηλεπαθητικά.
   -Σίντρεκ και Λάτιρ, είπε τελικά ο Ίριαν. Ετοιμαστείτε, φεύγετε αμέσως.

   Ο Χάρκους κοίταξε με συγκαλυμμένη ανησυχία τον άνδρα απέναντί του. Το χέρι που είχε στην τσέπη του έσφιξε το φυλακτό που ήταν εκεί ελπίζοντας ότι θα τον προστατεύσει. Ο συνομιλητής του δεν έδωσε σημασία, ήξερε πως ελάχιστοι άνθρωποι στην Εσπέρια θα αντιμετώπιζαν άφοβα έναν μάγο της Σκοτεινής Αδερφότητας της Βαρ Ντραζούλ. Ο μάγος με το μαύρο χιτώνα κρατούσε ένα μεγάλο μαύρο ραβδί που κατέληγε σε κάτι σαν γαμψώνυχο.
   -Είμαστε έτοιμοι, είπε. Θες να πάμε να βοηθήσουμε εκείνους που έχουν στήσει ενέδρα στον Ράουμας του Λορ ή να φροντίσουμε την Έλισεθ;
   -Τη θέλω νεκρή, είπε ο Χάρκους.
   Ο μάγος ένευσε. Ο Σκοτεινός Κύριός του είχε διατάξει να θυσιαστεί η μικρή πάνω σε βωμό στην αίθουσα του θρόνου ανοίγοντάς του το δρόμο για να επιστρέψει στην Εσπέρια με τις λεγεώνες των πολεμιστών του. Ο Χάρκους έκανε το θέλημά του χωρίς να το ξέρει. Θα διαπίστωνε πολύ αργά πως είχε υπάρξει απλά ένα πιόνι.
  
   Ο Ίριαν κατέβασε γρήγορα και τα δυο οπλισμένα χέρια του πελεκώντας το λεπτό κορμό σε ένα αιχμηρό παλούκι. Οι Ιππότες είχαν βαλθεί να περιχαρακώνουν το στρατόπεδό τους προετοιμαζόμενοι για πιθανή επίθεση με στόχο την μικρή πριγκίπισσα.
   -Όταν το κάνεις αυτό νιώθω σαν να βλέπω τον ίδιο τον Άγγελο του Θανάτου, σχολίασε ο Φένορ που ήταν κοντά. Δυο αποτελεσματικά χτυπήματα ταυτόχρονα, πολύ σπάνιο.
   Είχαν βάλει τέτοια αιχμηρά εμπόδια γύρω από το στρατόπεδό τους το οποίο είχαν συμπτύξει για να είναι πιο εύκολα υπερασπίσιμο. Είχαν φέρει τις σκηνές πιο κοντά ενώ είχαν απλώσει από πάνω τους καραβόπανα για να εμποδίσουν τη ρίψη φλεγομένων βελών. Με το μέτρο αυτό έμοιαζε το στρατόπεδο σαν να ήταν τρεις ή τέσσερις μεγάλες σκηνές.
   Η Έλισεθ από την ώρα που είχε ξυπνήσει παρακολουθύσε τους Ιππότες να οχυρώνονται και κυκλοφορούσε ανάμεσά τους ακολουθούμενη από τη Ρουθ βλέποντας με ενδιαφέρον τις εργασίες τους. Πιο πολύ την είχε εντυπωσιάσει ο Ορθ του Άκρεν, ένας πραγματικός γίγαντας που σήκωνε όσο τρεις άλλοι Ιππότες μαζί.
   Οι εργασίες οχύρωσης ολοκληρώθηκαν μετά την δύση του ήλιου και ενώ έπεφτε το σκοτάδι. Ορίστηκαν σκοποί και άρχισαν να ετοιμάζονται για να περάσουν τη νύχτα.
   Η Έλισεθ κοιμόταν πάνω σε μερικά σκεπάσματα και σκεπασμένη με μερικά ακόμη, το κοντινότερο που οι Ιππότες μπορούσαν να της προσφέρουν σε κανονικό κρεβάτι. Η Ρουθ την έβαλε να κοιμηθεί και μετά κάθισε στο έδαφος έξω από τη σκηνή ακουμπώντας στον στύλο της εισόδου της. Εκείνη δεν θα δυσκολευόταν να προσαρμοστεί σε μια τέτοια ζωή μιας και δεν είχε μεγαλώσει σε παλάτι αλλά στην ύπαιθρο στα δυτικά κοντά στο Ζίφελ σε μια οικογένεια κτηνοτρόφων. Είχε βρεθεί στην υπηρεσία του παλατιού εξαιτίας της ικανότητάς της στο γνέσιμο του μαλλιού και βλέποντας την αδυναμία της στην Έλισεθ ο Ερρίκος της ανέθεσε την φροντίδα της.
   Οι Ιππότες κάθονταν γύρω από τη φωτιά μιλώντας και ετοιμάζοντας το λιτό δείπνο τους. Η Ρουθ συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι είχαν βάλει την Έλισεθ να κοιμηθεί στο κέντρο του στρατοπέδου, ο οποιοσδήποτε θα ήθελε να φτάσει στο κορίτσι θα έπρεπε να περάσει από εκείνους πρώτα. Αποφάσισε να ξαπλώσει και εκείνη, της έλειπε ύπνος, αντίθετα με την μικρή προστατευόμενή της εκείνη δεν είχε κοιμηθεί στη ράχη του Άλιξ.
   Το βλέμμα της σταμάτησε στη σκηνή του Φένορ και του Ίριαν, το φύλλο της σκηνής στην είσοδο ήταν τραβηγμένο και ο Φένορ καθισμένος στο έδαφος διάβαζε στο απαλό φως ενός κεριού. Σαν να συναισθάνθηκε το βλέμμα της την κοίταξε και χαμογέλασε.
   Ξάπλωσε κοντά στην Έλισεθ και κοίταξε την κοιμισμένη πριγκίπισσα. Κοιμόταν ήσυχη, με εμπιστοσύνη στους πολεμιστές που είχαν αναλάβει να την προσέχουν. Ξανακοίταξε τον Φένορ που συνέχιζε να διαβάζει. Αναρωτήθηκε τι διάβαζε, τι μπορούσε να τραβήξει την προσοχή του ενώ αντιμετώπιζαν μια τέτοια κατάσταση; Πρόσεξε πως φορούσε ακόμα τα γάντια του, δεν τον είχε δει να τα βγάζει καθόλου. Γιατί άραγε; Αποκοιμήθηκε με τις σκέψεις αυτές.

   Ο Φένορ βγήκε από τη σκηνή και κοίταξε το πρωινό φως που μόλις είχε αρχίσει να εμφανίζεται στην ανατολή. Ήταν ένα κρύο πρωινό και και η πρωινή πάχνη δημιουργούσε ένα περιδινούμενο παραπέτασμα άχλυος γύρω από το στρατόπεδο. Ο Ιππότης κοίταξε τους σκοπούς στις θέσεις τους, τοποθετημένοι έτσι ώστε να αλληλοκαλύπτονται και να μην μπορεί κάποιος να περάσει μέσα. Όλα έδειχναν εντάξει αλλά κάτι τον ενοχλούσε. Έριξε μια ματιά στον Ίριαν που κοιμόταν έχοντας δίπλα του τα όπλα του.
   Έκανε μερικά βήματα πάνω στο υγρό χορτάρι. Κοίταξε προς τη σκηνή της Έλισεθ και πλησίασε να βεβαιωθεί ότι ήταν εντάξει. Τα βήματά του, παρότι αθόρυβα, ξύπνησαν την Ρουθ που τινάκτηκε. Σηκώθηκε τρομαγμένη.
   -Δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι. Όλα καλά, είπε ο Φένορ. Συγνώμη που σε τρόμαξα.
   Ήταν μια συνηθισμένη κοπέλα αλλά ξαφνικά ένιωσε να τον έλκει πολύ. Με τα γαλανά της μάτια, τα κόκκινα μαλλιά λυτά τώρα από την προσεκτική πλεξούδα της ημέρας, τα ελαφρώς σαρκώδη χείλη μισάνοιχτα, ήταν πολύ γλυκιά, για τον Φένορ τουλάχιστον που οι επιτηδευμένες καλλονές της αριστοκρατίας τον άφηναν αδιάφορο.
   -Δεν πειράζει, είπε η κοπέλα.
   Ο Φένορ την αφησε και πήγε κοντά στο σκοπό της εισόδου στο στρατόπεδο που την είχαν φράξει με ένα από τα κάρα μεταφοράς των εφοδίων. Ο σκοπός κοίταζε την ομίχλη.
   -Ησυχία, είπε.
   -Δεν μου αρέσει αυτό, είπε ο Φένορ.
   -Γιατί;
   -Άκου! Τι ακούς;
   -Τίποτα, απολύτως τίποτα.
   -Ακριβώς, είπε ο Φένορ. Δεν είναι φυσιολογικό. Κάτι τρόμαξε τα πάντα και έσπευσαν να κρυφτούν, όλα.
   -Τι όμως; ρώτησε ο Ίριαν που μόλις είχε πλησιάσει. Είχε ζωστεί τα όπλα του και πάτησε στον άξονα του κάρου για να δέσει τις μπότες του. Ετοιμαζόταν να φορέσει το χιτώνιό του όταν άκουσε τον σκοπό να παίρνει βαθιά ανάσα.
   Από την ομίχλη ξεπρόβαλλαν καβαλάρηδες. Ήταν τυλιγμένοι σε μαύρους μανδύες και οπλισμένοι με σπαθιά και ραβδιά του ίδιου χρώματος. Αλλά τα υποζύγιά τους ήταν που είχαν προκαλέσει την αντίδραση του σκοπού. Ήταν η πεμπτουσία του εφιάλτη, ισχνά ζωα, κατάμαυρα με αποκορουστικά λευκά μάτια και δυνατά άκρα εφοδιασμένα με φονικά νύχια το καθένα μεγάλο σαν στιλέτο.
   -Βαρ Ντραζούλ, είπε με απέχθεια ο Φένορ.