Κεφάλαιο II
Προστάτες Της Πριγκίπισσας
Ο Χάρκους κάθισε σε μια πολύθρόνα στο κέντρο μιας κρυφής άλκοβας των προσωπικών του διαμερισμάτων. Αν ο βασιλιάς είχε δει ποτέ την πολυθρόνα αυτή θα είχε φροντίσει για την καταστροφή της και θα είχε εκτελέσει αμέσως τον άνθρωπο που τόσο πολύ εμπιστευόταν. Γιατί ο καγκελάριος της Εσπέρια καθόταν σε μια πολυθρόνα σκαλισμένη με αποκρυφιστικά σύμβολα και ρούνους μαύρης μαγείας.
Ήταν ικανοποιημένος με τη πορεία της κατάστασης. Οι άνθρωποί του είχαν αναφέρει την εξόντωση όλων των συγγενών του βασιλιά και μαζί τους των Ιπποτών του Ρόδου μιας και πιστοί στον όρκο τους είχαν προσπαθήσει να σταματήσουν τις δολοφονίες. Έτσι τώρα πια είχαν απομείνει ελάχιστοι Ιππότες και κανένας με δικαίωμα στο θρόνο της Εσπέρια εκτός τη μικρή Έλισεθ.
Εκεί βρισκόταν το μόνο μελανό σημείο ή μάλλον το ένα από τα δυο μελανά σημεία των σχεδίων του. Η μικρή πριγκίπισσα είχε εξαφανιστεί από το παλάτι και δυο από τους σωματοφύλακές του είχαν βρεθεί σκοτωμένοι στην αίθουσα του θρόνου. Δεν μπορούσε να φανταστεί τι είχε συμβεί.
Το άλλο πρόβλημα ήταν στο νότο. Δεν είχε υπάρξει προδότης να συναινέσει στην εξολόθρευση των Ιπποτών. Έτσι αποτελούσαν μια δύναμη που μπορούσε να αντισταθεί στα σχέδιά του. Αυτό το δεύτερο το είχε φροντίσει. Είχε στείλει ήδη άνδρες να στήσουν μια ενέδρα στον Ράουμας και τους Ιππότες του. Μετά θα πήγαιναν νότια να σφαγιάσουν και τους υπόλοιπους.
Το δωμάτιο έγινε ξαφνικά παγωμένο σαν τάφος και βυθίστηκε σε μια αφύσικη σιωπή. Ο Χάρκους έβαλε το χέρι του σε μια τσέπη και έβγαλε ένα φυλακτό με χυδαίο, διαβολικό σχέδιο και το κράτησε για προστασία από το ον που η κακόβουλη παρουσία του γέμιζε το δωμάτιο. Απέναντί του μια σκιά ορθώθηκε στον τοίχο, μια σκιά που δεν αντιστοιχούσε σε τίποτα μέσα στο δωμάτιο. Ο Χάρκους ήξερε ότι ήταν η μορφή που μπορούσε να πάρει σε αυτόν τον κόσμο. Ως που να ανοιξει η πύλη για να περάσει ολοκληρωτικά τουλάχιστον.
-Το αίμα του οίκου της Ντρομέθια ακόμα υφίσταται, είπε με μια φωνή παγερή σαν το απώτερο διάστημα.
-Θα βρω και τη μικρή και θα την σκοτώσω. Αλλά χρειάζομαι τη βοήθειά σου.
-Δεν σε βοήθησα να διαστρέψεις τα μυαλά εκείνων που θα σε υπηρετήσουν τώρα για πάντα πιστά και αφοσιωμένα; είπε η σκιά. Αλλά θα σε βοηθήσω ακόμα σε κάτι. Θα σου στείλω τους ακόλουθούς μου να βοηθήσουν.
-Μα δεν.... υπάρχουν πια.
-Κρύφτηκαν αλλά ποτέ δεν εξαφανίστηκαν. Θα τους θέσω στην υπηρεσία σου.
-Τότε σύντομα θα έχει υποταγεί η Εσπέρια στο θέλημά μου.
Ο Άλιξ σταμάτησε επιβραδύνοντας τον ξέφρενο καλπασμό του σε απλό τροχασμό και μετά σταματώντας τελείως. Ο Άλασταρ κοίταξε το στρατόπεδο μπροστά τους. Λίγοι είχαν απομείνει τώρα σε αυτό και είχε περιοριστεί σε μια πολύ πιο μικρή έκταση γύρω από την πηγή. Δεν βρίσκονταν εδώ πάνω από σαράντα άνδρες. Πρόσεξε τους δυο Ιππότες που στέκονταν σκοποί στην είσοδο του στρατοπέδου. Ήταν σε ετοιμότητα και είχαν πάρει τα μέτρα τους και για μια μαγική επίθεση. Όχι ότι ένας δυνατός μάγος δεν θα μπορούσε να υπερκεράσει τα φυλακτά τους αλλά θα έχανε το πλεονέκτημα του αιφνιδιαμού.
Έφερε τον Άλιξ κοντά τους και ενώ εκείνοι έφερναν τα χέρια στις λαβές των όπλων τους τους χαιρέτησε και ζήτησε να μιλήσει με τον Ράουμας του Λορ.
-Ποιος ζητάει τον Ράουμας; απαίτησε να μάθει μια δυνατή φωνή και ο μάγος είδε τον Ίριαν να πλησιάζει.
-Σε χαιρετώ Ίριαν του Μάκασορ.
-Άλασταρ, ποιος καλός άνεμος σε φέρνει εδώ; Δεν σε περιμέναμε.
-Μα ένας μάγος εμφανίζεται εκεί που τον περιμέουν λιγότερο Ίριαν. Που είναι ο Ράουμας;
-Δεν είναι εδώ, είπε ο Φένορ που πλησίασε επίσης.
Ήταν ακόμα καταπονημένος από αυτό που είχε νιώσει την προηγούμενη μέρα. Ήρθε και στάθηκε κοντά στο φίλο του και παρατήρησε το μάγο που βοηθούσε την Ρουθ να ξεπεζέψει.
-Τι νέα μας φέρνεις; ρώτησε ενώ ο Άλασταρ μετέφερε στην αγκαλιά της Ρουθ την κοιμισμένη Έλισεθ πριν ξεπεζέψει με ένα ελαφρύ άλμα.
-Νέα; Δεν έχω νέα πέρα του ότι κάποιοι δοκίμασαν να σκοτώσουν την πριγκίπισσα του στέμματος μέσα στην αίθουσα του θρόνου. Και αυτό σημαίνει ότι υπάρχει συνωμοσία που φτάνει πολύ ψηλά στην ιεραρχία. Την έφερα εδώ σίγουρος ότι θα την προστατεύσετε ως που να πάω να βρω τον βασιλιά.
-Φυσικά, είπε ο Ίριαν. Σίντρεκ!
-Μάλιστα άρχοντά μου, διατάξτε, είπε ο ένας από τους σκοπούς.
-Κάλεσε προσκλητήριο.
-Μάλιστα.
Ο Φένορ κοίταξε το κοιμισμένο κορίτσι και άπλωσε το γαντοφορεμένο χέρι του στο κεφάλι του. Η Έλισεθ δεν ξύπνησε.
-Τα δικά μας νέα δεν είναι καλά, είπε αργά, τόσο θλιμμένος όσο και σκεφτικός. Στείλαμε εννιά ταχυδρομικά γεράκια, έξι από αυτά επέστρεψαν με το μήνυμα δεμένο στο πόδι τους, τρία μόνο με απάντηση. Τα γεράκια μας είναι εκπαιδευμένα να παραδίδουν το μήνυμα μόνο σε Ιππότες άρα εκεί που πήγαν δεν υπήρχε πια κανένας. Τα άλλα τρία φέρανε άσχημα νέα, οι Ιππότες δεχθήκανε επίθεση από τους μέχρι πρότινος συμπολεμιστές τους. Όσοι επιζήσανε προσπαθούν να φτάσουν στο Γνοφώδες Όρος. Τι συμβαίνει λοιπόν;
-Μακάρι να ήξερα, είπε ο Άλασταρ παίρνοντας μια βαθιά ανασα. Αλλά στο Στόρμγκαρντ ένιωσα την παρουσία ενός Μαύρου μάγου. Κάτι πολύ πιο μεγάλο από μια απόπειρα αρπαγής της εξουσίας.
Ο Ίριαν κοίταξε τους Ιππότες που συναθροίζονταν και στράφηκε στη Ρουθ.
-Πήγαινε τη σε εκείνη τη σκηνή, θα βρεις σκεπάσματα για να κοιμηθεί άνετα.
-Ευχαριστώ, είπε η κοπέλα.
Οι Ιππότες παρατάχθηκαν και ο Φένορ πήρε θέση μαζί τους. Ο Ίριαν τους κοίταξε. Σαράντα πολεμιστές αποφασισμένοι να πολεμήσουν για ό,τι ήταν καλό και σωστό, τώρα αντιμέτωποι με την πιο δύσκολη κατάσταση που είχαν αντιμετωπίσει.
-Εκδηλώθηκε μια ανταρσία κατά του Στέμματος, όχι ανοιχτή αλλά με ύπουλη πισώπλατη επίθεση, άρχισε ο Ίριαν. Πολλοί δικοί μας σκοτώθηκαν. Δεν ξέρουμε ακόμα αν επέζησε ο βασιλιάς ή κάποιος από τους συγγενείς του πέρα από την Έλισεθ.
-Τότε να πάμε να την προστατέψουμε, βρυχήθηκε ένας μεγαλόσωμος Ιππότης, και να σπάσουμε μερικά κεφάλια στο δρόμο.
-Η Έλισεθ ζήτησε την προστασία μας. Χάρη στον Άλασταρ από' δω την έχουμε ήδη υπό την προστασία μας. Θέλω δυο εθελοντές να πάνε μαζί του για να βρουν τον βασιλιά και να του μεταφέρουνε τα νέα.
Όλοι προσφέρθηκαν. Ο Ίριαν κοίταξε τον Φένορ και ο Άλασταρ κατάλαβε ότι επικοινώνησαν τηλεπαθητικά.
-Σίντρεκ και Λάτιρ, είπε τελικά ο Ίριαν. Ετοιμαστείτε, φεύγετε αμέσως.
Ο Χάρκους κοίταξε με συγκαλυμμένη ανησυχία τον άνδρα απέναντί του. Το χέρι που είχε στην τσέπη του έσφιξε το φυλακτό που ήταν εκεί ελπίζοντας ότι θα τον προστατεύσει. Ο συνομιλητής του δεν έδωσε σημασία, ήξερε πως ελάχιστοι άνθρωποι στην Εσπέρια θα αντιμετώπιζαν άφοβα έναν μάγο της Σκοτεινής Αδερφότητας της Βαρ Ντραζούλ. Ο μάγος με το μαύρο χιτώνα κρατούσε ένα μεγάλο μαύρο ραβδί που κατέληγε σε κάτι σαν γαμψώνυχο.
-Είμαστε έτοιμοι, είπε. Θες να πάμε να βοηθήσουμε εκείνους που έχουν στήσει ενέδρα στον Ράουμας του Λορ ή να φροντίσουμε την Έλισεθ;
-Τη θέλω νεκρή, είπε ο Χάρκους.
Ο μάγος ένευσε. Ο Σκοτεινός Κύριός του είχε διατάξει να θυσιαστεί η μικρή πάνω σε βωμό στην αίθουσα του θρόνου ανοίγοντάς του το δρόμο για να επιστρέψει στην Εσπέρια με τις λεγεώνες των πολεμιστών του. Ο Χάρκους έκανε το θέλημά του χωρίς να το ξέρει. Θα διαπίστωνε πολύ αργά πως είχε υπάρξει απλά ένα πιόνι.
Ο Ίριαν κατέβασε γρήγορα και τα δυο οπλισμένα χέρια του πελεκώντας το λεπτό κορμό σε ένα αιχμηρό παλούκι. Οι Ιππότες είχαν βαλθεί να περιχαρακώνουν το στρατόπεδό τους προετοιμαζόμενοι για πιθανή επίθεση με στόχο την μικρή πριγκίπισσα.
-Όταν το κάνεις αυτό νιώθω σαν να βλέπω τον ίδιο τον Άγγελο του Θανάτου, σχολίασε ο Φένορ που ήταν κοντά. Δυο αποτελεσματικά χτυπήματα ταυτόχρονα, πολύ σπάνιο.
Είχαν βάλει τέτοια αιχμηρά εμπόδια γύρω από το στρατόπεδό τους το οποίο είχαν συμπτύξει για να είναι πιο εύκολα υπερασπίσιμο. Είχαν φέρει τις σκηνές πιο κοντά ενώ είχαν απλώσει από πάνω τους καραβόπανα για να εμποδίσουν τη ρίψη φλεγομένων βελών. Με το μέτρο αυτό έμοιαζε το στρατόπεδο σαν να ήταν τρεις ή τέσσερις μεγάλες σκηνές.
Η Έλισεθ από την ώρα που είχε ξυπνήσει παρακολουθύσε τους Ιππότες να οχυρώνονται και κυκλοφορούσε ανάμεσά τους ακολουθούμενη από τη Ρουθ βλέποντας με ενδιαφέρον τις εργασίες τους. Πιο πολύ την είχε εντυπωσιάσει ο Ορθ του Άκρεν, ένας πραγματικός γίγαντας που σήκωνε όσο τρεις άλλοι Ιππότες μαζί.
Οι εργασίες οχύρωσης ολοκληρώθηκαν μετά την δύση του ήλιου και ενώ έπεφτε το σκοτάδι. Ορίστηκαν σκοποί και άρχισαν να ετοιμάζονται για να περάσουν τη νύχτα.
Η Έλισεθ κοιμόταν πάνω σε μερικά σκεπάσματα και σκεπασμένη με μερικά ακόμη, το κοντινότερο που οι Ιππότες μπορούσαν να της προσφέρουν σε κανονικό κρεβάτι. Η Ρουθ την έβαλε να κοιμηθεί και μετά κάθισε στο έδαφος έξω από τη σκηνή ακουμπώντας στον στύλο της εισόδου της. Εκείνη δεν θα δυσκολευόταν να προσαρμοστεί σε μια τέτοια ζωή μιας και δεν είχε μεγαλώσει σε παλάτι αλλά στην ύπαιθρο στα δυτικά κοντά στο Ζίφελ σε μια οικογένεια κτηνοτρόφων. Είχε βρεθεί στην υπηρεσία του παλατιού εξαιτίας της ικανότητάς της στο γνέσιμο του μαλλιού και βλέποντας την αδυναμία της στην Έλισεθ ο Ερρίκος της ανέθεσε την φροντίδα της.
Οι Ιππότες κάθονταν γύρω από τη φωτιά μιλώντας και ετοιμάζοντας το λιτό δείπνο τους. Η Ρουθ συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι είχαν βάλει την Έλισεθ να κοιμηθεί στο κέντρο του στρατοπέδου, ο οποιοσδήποτε θα ήθελε να φτάσει στο κορίτσι θα έπρεπε να περάσει από εκείνους πρώτα. Αποφάσισε να ξαπλώσει και εκείνη, της έλειπε ύπνος, αντίθετα με την μικρή προστατευόμενή της εκείνη δεν είχε κοιμηθεί στη ράχη του Άλιξ.
Το βλέμμα της σταμάτησε στη σκηνή του Φένορ και του Ίριαν, το φύλλο της σκηνής στην είσοδο ήταν τραβηγμένο και ο Φένορ καθισμένος στο έδαφος διάβαζε στο απαλό φως ενός κεριού. Σαν να συναισθάνθηκε το βλέμμα της την κοίταξε και χαμογέλασε.
Ξάπλωσε κοντά στην Έλισεθ και κοίταξε την κοιμισμένη πριγκίπισσα. Κοιμόταν ήσυχη, με εμπιστοσύνη στους πολεμιστές που είχαν αναλάβει να την προσέχουν. Ξανακοίταξε τον Φένορ που συνέχιζε να διαβάζει. Αναρωτήθηκε τι διάβαζε, τι μπορούσε να τραβήξει την προσοχή του ενώ αντιμετώπιζαν μια τέτοια κατάσταση; Πρόσεξε πως φορούσε ακόμα τα γάντια του, δεν τον είχε δει να τα βγάζει καθόλου. Γιατί άραγε; Αποκοιμήθηκε με τις σκέψεις αυτές.
Ο Φένορ βγήκε από τη σκηνή και κοίταξε το πρωινό φως που μόλις είχε αρχίσει να εμφανίζεται στην ανατολή. Ήταν ένα κρύο πρωινό και και η πρωινή πάχνη δημιουργούσε ένα περιδινούμενο παραπέτασμα άχλυος γύρω από το στρατόπεδο. Ο Ιππότης κοίταξε τους σκοπούς στις θέσεις τους, τοποθετημένοι έτσι ώστε να αλληλοκαλύπτονται και να μην μπορεί κάποιος να περάσει μέσα. Όλα έδειχναν εντάξει αλλά κάτι τον ενοχλούσε. Έριξε μια ματιά στον Ίριαν που κοιμόταν έχοντας δίπλα του τα όπλα του.
Έκανε μερικά βήματα πάνω στο υγρό χορτάρι. Κοίταξε προς τη σκηνή της Έλισεθ και πλησίασε να βεβαιωθεί ότι ήταν εντάξει. Τα βήματά του, παρότι αθόρυβα, ξύπνησαν την Ρουθ που τινάκτηκε. Σηκώθηκε τρομαγμένη.
-Δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι. Όλα καλά, είπε ο Φένορ. Συγνώμη που σε τρόμαξα.
Ήταν μια συνηθισμένη κοπέλα αλλά ξαφνικά ένιωσε να τον έλκει πολύ. Με τα γαλανά της μάτια, τα κόκκινα μαλλιά λυτά τώρα από την προσεκτική πλεξούδα της ημέρας, τα ελαφρώς σαρκώδη χείλη μισάνοιχτα, ήταν πολύ γλυκιά, για τον Φένορ τουλάχιστον που οι επιτηδευμένες καλλονές της αριστοκρατίας τον άφηναν αδιάφορο.
-Δεν πειράζει, είπε η κοπέλα.
Ο Φένορ την αφησε και πήγε κοντά στο σκοπό της εισόδου στο στρατόπεδο που την είχαν φράξει με ένα από τα κάρα μεταφοράς των εφοδίων. Ο σκοπός κοίταζε την ομίχλη.
-Ησυχία, είπε.
-Δεν μου αρέσει αυτό, είπε ο Φένορ.
-Γιατί;
-Άκου! Τι ακούς;
-Τίποτα, απολύτως τίποτα.
-Ακριβώς, είπε ο Φένορ. Δεν είναι φυσιολογικό. Κάτι τρόμαξε τα πάντα και έσπευσαν να κρυφτούν, όλα.
-Τι όμως; ρώτησε ο Ίριαν που μόλις είχε πλησιάσει. Είχε ζωστεί τα όπλα του και πάτησε στον άξονα του κάρου για να δέσει τις μπότες του. Ετοιμαζόταν να φορέσει το χιτώνιό του όταν άκουσε τον σκοπό να παίρνει βαθιά ανάσα.
Από την ομίχλη ξεπρόβαλλαν καβαλάρηδες. Ήταν τυλιγμένοι σε μαύρους μανδύες και οπλισμένοι με σπαθιά και ραβδιά του ίδιου χρώματος. Αλλά τα υποζύγιά τους ήταν που είχαν προκαλέσει την αντίδραση του σκοπού. Ήταν η πεμπτουσία του εφιάλτη, ισχνά ζωα, κατάμαυρα με αποκορουστικά λευκά μάτια και δυνατά άκρα εφοδιασμένα με φονικά νύχια το καθένα μεγάλο σαν στιλέτο.
-Βαρ Ντραζούλ, είπε με απέχθεια ο Φένορ.