Κεφάλαιο Δεύτερο
Φυγάδες
Παρά τα τριάντα επτά της χρόνια η Μαίρη-Αν Σίνγκλετον ήταν μια αρκετά όμορφη γυναίκα. Κανονικού ύψους με ένα σώμα σφριγηλό και γυμνασμένο δεν περνούσε απαρατήρητη από τους άνδρες. Όχι ότι ενδιαφερόταν, όλη της η ζωή περιστρεφόταν γύρω από την μοναχοκόρη της την Έμα. Κάτι που δεν μετάνιωνε, η Έμα ήταν υπέροχο κορίτσι και η ίδια πολύ περήφανη για'κεινη. Παρ' ότι είχε μεγαλώσει χωρίς να γνωρίσει τον πατέρα της είχε αναπτύξει έναν αξιαγάπητο χαρακτήρα που δεν δημιουργούσε ποτέ προβλήματα ακόμα και τώρα που βρισκόταν στην, κατά γενική ομολογία, δύσκολη περίοδο της εφηβείας.
Δεν δημιουργούσε προβλήματα μέχρι τελευταία τουλάχιστον. Είχε διαπιστώσει πως κάτι προβλημάτιζε την Έμα αλλά δεν την είχε πιέσει να της πει τι, θα της το έλεγε όταν θα ήταν έτοιμη. Φοβόταν πως ήταν κάτι σοβαρό μιας και κόστιζε στην κόρη της νύχτες γεμάτες από ανήσυχο ύπνο αλλά ήξερε πως έπρεπε να περιμένει να είναι έτοιμη να της μιλήσει η Έμα.Ήταν μια αρχή που είχε πάντα εφαρμόσει και είχε ως τώρα ιδανικά αποτελέσματα για τη σχέση μητέρας με κόρη.
Έφτασε στο σπίτι και από συνήθεια άνοιξε την τσάντα της για να βγάλει τα κλειδιά. Παραμέρισε τα μακριά ξανθά μαλλιά της που το αεράκι έφερε στα μάτια της και τότε το είδε. Η εξώπορτα του σπιτιού ήταν ορθάνοιχτη. Με τον φόβο να σφίγγει σαν μεγγένη την ψυχή της ανέβηκε τρέχοντας τη σκάλα ως το διαμέρισμά τους. Πέρασε την ανοιχτή πόρτα νιώθοντας το σφυροκόπημα στα μηνίγγια της να δυναμώνει με κάθε βήμα.
-Έμα! φώναξε.
Άκουσε κάποιο θόρυβο από το δωμάτιο της κοπέλας και προχώρησε προς αυτό.
-Έμα, με κατατρόμαξες γλυκειά μου... άρχισε αλλά η συνέχεια της φράσης της πάγωσε στα χείλη της καθώς αντίκριζε το αδιανόητο θέαμα στο δωμάτιο. Ένα σαυρόμορφο πλάσμα βρισκόταν στη μέση του δωματίου σκυμμένο πάνω από ένα άλλο όμοιο του που προφανώς ήταν νεκρό. Μια πνιγηρή οσμή αμωνίας βάραινε την ατμόσφαιρα. Το ον γύρισε προς το μέρος της και με ένα συριγμό όρμηξε εναντίον της. Η Μαίρη-Αν κατάλαβε πως είχε φτάσει η τελευταία της στιγμή.
-Έμα, ψιθύρισε.
Την επόμενη στιγμή ένιωσε ένα δυνατό χέρι να την τραβάει πίσω πάνω στην ώρα για να την κρατήσει ζωντανή. Τα νύχια του Σίρθιουμ έσκισαν την μπλούζα της και ένιωσε το παγωμένο άγγιγμά τους στο στήθος της αλλά δεν έπαθε τίποτα άλλο. Ένας μαυροφορεμένος άνδρας βρισκόταν μπροστά της με μια αστραφτερή σπάθα στα χέρια του και το κεφάλι του σαυρόμορφου όντος κύλισε στα πόδια της.
-Είσαι καλά; τη ρώτησε.
-Ναι, ψέλλισε εκείνη τρέμοντας ακόμα από το σοκ. Μου έσωσες τη ζωή, ποιος είσαι;
-Είμαι γνωστός ως Μάικ, ο Τελευταίος Άρχοντας Της Χαμένης Πόλης, απάντησε ο άνδρας εξετάζοντας το άλλο Σίρθιουμ, καλά τα κατάφερες με αυτό εδώ.
-Δεν.... δεν ήμουν εγώ.
-Η Έμα το σκότωσε; Στάθηκε τυχερή, πέτυχε το κεντρικό νευρικό του σύστημα, είπε ο Μάικ και κοίταξε γύρω. Που είναι η Έμα;
-Δεν ξέρω, είπε η Μαίρη-Αν.Αν... αν αυτά τα τέρατα τη σκότ..... σταμάτησε στη μέση της λέξης και ξέσπασε σε λυγμούς. Έμα μου, θρήνησε.
-Είναι ζωντανή, την καθησύχασε ο Μάικ. Πρέπει όμως να τη βρούμε πρώτοι.
Ο μαυροφορεμένος άντρας φάνηκε να ακούει κάτι που η Μαίρη-Αν δεν μπορούσε.
-Πρέπει να φύγουμε, είπε. Έρχονται κι άλλα.
Προχώρησαν γρήγορα στη πόρτα του δωματίου και από ' κει σ' αυτήν του διαμερίσματος μα ήταν αργά,την περνούσε ένα ψηλό Σίρθιουμ συρίζοντας απειλητικά. Ο Μάικ του επιτέθηκε αμέσως. Πριν ακόμα το σωριάσει νεκρό στο δάπεδο στη σκάλα είχαν εμφανισθεί κι άλλα. Κραδαίνοντας την αιματοβαμμένη σπάθα του επιτέθηκε στα μοχθηρά όντα. Κάθε του χτύπημα ήταν και ένα Σίρθιουμ νεκρό ή τραυματισμένο ώστε να μην μπορεί να συνεχίσει την μάχη αλλά εμφανίζονταν συνέχεια ενισχύσεις. Η Μαίρη-Αν κοίταζε αυτήν την τιτάνια όσο και, αριθμητικά τουλάχιστον, άνιση μάχη χωρίς να μπορεί να συνειδητοποιήσει ακόμα τι συνέβαινε. Ήταν πολύ μουδιασμένη απ' όσα είχαν γίνει για να μπορεί έστω και να σκεφθεί, πόσο δε να αντιδράσει. Το μόνο που ήξερε ήταν πως ο άνδρας αυτός που πολεμούσε με τέτοιο ασίγαστο μένος τα σαυροειδή τέρατα ήταν η σύνδεση της με τη ζωή. Αν έπεφτε εκείνος θα σκοτωνόταν κι αυτή.
Ένα Σίρθιουμ πήδηξε από κάπου ψηλότερα και προσγειώθηκε πάνω στον πολεμιστή. Η σπάθα έφυγε από το χέρι του και τα Σίρθιουμ όρμηξαν πάνω του. Ένα πέρασε το μπράτσο του γύρω από το λαιμό του Μάικ ένω ένα δεύτερο έσπευσε να αρπάξει τη σπάθα. Μια λεύκη φλόγα τύλιξε τη λαβή και το Σίρθιουμ τραβήκτηκε συρίζοντας, τα δάκτυλά του είχαν μόνο το μισό μήκος τώρα. Ο Μάικ έκανε πίσω με βία χτυπώντας το Σίρθιουμ που τον κρατούσε στον τοίχο. Το σαυρόμορφο ον τον άφησε και ο άνδρας άπλωσε το χέρι του, το φονικό του όπλο ήρθε σ ' αυτό σαν να ήταν ζωντανό και να υπάκουε στο κάλεσμά του. Ο Μάικ γύρισε και χτύπησε κόβοντας στα δυο το Σίρθιουμ και μετά επιτέθηκε στους συντρόφους του. Άρχισε να μοιράζει χτυπήματα και ξαφνικά ήταν ο μόνος που στεκόταν όρθιος στη σκάλα. Στράφηκε στη Μαίρη-Αν.
-Πάμε, είπε και η φωνή του δεν πρόδιδε τίποτα από την δοκιμασία που είχε περάσει.
Βγήκαν στο δρόμο,ο Μάικ είχε θηκαρώσει το όπλο του και το είχε κρύψει κάτω από τον μανδύα του. Είχε αρχίσει να βρέχει και δεν υπήρχε κανένας τριγύρω.
-Αν η Έμα αναγκάστηκε να φύγει από το σπίτι σας που μπορεί να ζήτησε καταφύγιο; ρώτησε ο Μάικ και η Μαίρη-Αν διέκρινε μια ανησυχία στη φωνή του.
-Δεν έχουμε δικούς μας στην περιοχή, απάντησε. Ήρθαμε γιατί βρήκα δουλειά στο κοντινό νοσοκομείο.
-Φίλους;
-Η Λουίζα είναι η πιο κοντινή της φίλη αλλά μένει έξω από το χωριό.
-Πρέπει να πάμε, είπε ο Μάικ.
Από την κοντινή γωνία φάνηκαν δυο αστυνομικοί να έρχονται. Η βροχή δεν έδειχνε να τους ενοχλεί και ήταν βαριά οπλισμένοι,το πλέον ασυνήθιστο πράγμα για την Αγγλία.
-Αστυνομία, είπε η Μαίρη-Αν με ανακούφιση. Πρέπει να τους πούμε τι συμβαίνει.
Ο Μάικ δεν απάντησε.
-Δεν είναι αυτό που φαίνονται, είπε μετά.
-Τι..... Τι εννοείς; ψέλλισε η γυναίκα. Είναι... Είναι σαν αυτά τα πράγματα πίσω στο σπίτι;
-Όχι είναι άνθρωποι, όσο γι' αυτό να ' σαι σίγουρη. Υπηρετούν όμως τον Ζορκάαν.
-Ποιον;
Αντί άλλης απάντησης ο Μάικ άγγιξε με το δεξί χέρι του το μάγουλό της με τα ακροδάκτυλά του να χαϊδεύουν τον κρόταφο.
-Δες ό,τι βλέπω, ψιθύρισε απαλά.
Μια στιγμιαία λάμψη πέρασε από τα μάτια της και μετά η Μαίρη-Άν είδε με έκπληξη τα πάντα γύρω της να αλλάζουν. Τα χρώματα φάνηκαν να ζωντανεύουν και οι αισθήσεις της να οξύνονται, το φως γύρω της έμοιαζε τώρα πιο έντονο, σχεδόν απτό. Κοίταξε τους αστυνομικούς και ίσα που συγκρατήθηκε να μην φωνάξει. Ήταν τυλιγμένοι με σκοτάδι σαν να προχωρούσαν σε ένα παρατεταμένο σούρουπο.
-Εντάξει, τώρα καταλαβαίνεις, άκουσε τη φωνή του Μάικ στο μυαλό της.
Η όρασή της επανήλθε στο φυσιολογικό και είδε με φόβο τους αστυνομικούς να επιταχύνουν το βήμα τους. Τους είχαν δει.