Το Ιστολόγιο του μήνα - Οκτώβριος 2011

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Έχετε ακούσει όλοι τον τον όρο Αμερικανάκι, τον χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε τον εύπειστο και αδαή. Το γιατί είναι ανεπαρκώς τεκμηριωμένο, ίσως γιατί όντως σε κάποια θέματα είναι αδαείς και εύπειστοι και σε μερικά άλλα τελείως cow boys. Τι θα γινόταν όμως αν ένας συνηθισμένος Έλληνας νέος πήγαινε να εγκατασταθεί στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού; Θα γινόταν Αμερικανάκι; Η απάντηση είναι όχι.
   Για το πως είμαι σίγουρος για την απάντησή μου θα σας παραπέμψω στον Αμερικλάνο. Είναι φοιτητής στην άλλη πλευρά του που λέγαμε και από τότε που πήγε εκεί πριν δυο χρόνια μοιράζεται την εμπειρία του μαζί μας. Εγώ τον ήξερα από πιο πριν, ιντερνετικά πάντα, αλλά με το ιστολόγιό του έμαθα περισσότερα για εκείνον, τις συνθήκες σπουδών αλλά και τον καιρό που έχει στην Μασαχουσέτη,
   Ξεκίνησε στις 20 Σεπτεμβρίου του 2009 και από τότε γράφει όλα όσα συμβαίνουν και τον φτιάχνουν ή τον χαλάνε, συνήθως το δεύτερο, με ένα ιδιαίτερο, μάλλον αθυρόστομο, και κυνικό χιουμοριστικό τρόπο. Τον Αμερικλάνο και το ιστολόγιό του θα βρείτε εδώ: http://ameriklanos.blogspot.com/

Η Σκιά Του Σκότους 6

Author: Νυχτερινή Πένα /


Κοίταξε με την άκρη του ματιού της τον Μάικ. Ο μυστηριώδης σωτήρας της έκανε αργά στο πλάι την άκρη του μανδύα του με το αριστερό χέρι του αφήνοντας ανοιχτό το δρόμο προς τη λαβή της σπάθας του για το άλλο. Σάστισε, σκόπευε να αντιμετωπίσει με σπάθα άντρες που ήταν οπλισμένοι με πολυβόλα; Απελπισμένη κοίταξε γύρω ψάχνοντας για μια λύση, κάποια οδό διαφυγής.
-Θεέ μου,ψιθύρισε καθώς οι αστυνομικοί κατέβαζαν τα όπλα από τους ώμους τους. Ένιωσε τα γόνατά της να λύνονται, τα πόδια της να μην την κρατάνε σαν ήταν από κερί. Άπλωσε το χέρι της ενστικτωδώς να πιαστεί από τον Μάικ για να μην πέσει και τότε είχε μια ιδέα.
Στράφηκε γρήγορα στον Μάικ και γνωρίζοντας πως δεν είχε χρόνο για να του εξηγήσει τον αγκάλιασε περνώντας τα χέρια της γύρω από το λαιμό του. Πίεσε το σώμα της στο δικό του ευχόμενη να καταλάβει τι ήθελε από αυτόν. Ο μυστηριώδης πολεμιστής ξαφνιάστηκε μόνο για ένα φευγαλέο δευτερόλεπτο, κατόπιν τα χέρια του ήρθαν απαλά στη μέση της και έσκυψε προς το μέρος της. Η κουκούλα του μανδύα του έκρυβε το πρόσωπό του από τους επερχόμενους αστυνομικούς και η Μαίρη-Αν έφερε το δικό της κοντά στο δικό του επιδιώκοντας να κρυφτεί και εκείνη.
Τα χείλη τους αγγίκτηκαν αλλά κανείς από τους δυο δεν τραβήκτηκε. Έμειναν εκεί σαν δυο ερωτευμένοι που απολαμβάνουν την αγάπη τους αγνοώντας τα πάντα γύρω τους, τον κόσμο και τα καιρικά φαινόμενα. Όπως ο Μάικ την είχε αγκαλιάσει ήταν σχεδόν τυλιγμένη στο μανδύα του που ήταν προφανώς φτιαγμένος για βαρύτερη κακοκαιρία γιατί ένιωθε ζεστή και προστατευμένη. Αυτή η αίσθηση προστασίας, και όχι μόνο από τη βροχή που εξακολουθούσε να πέφτει καταρρακτωδώς, την προσκαλούσε να χαλαρώσει, να αφεθεί.
Χωρίς να ξέρει και η ίδια το γιατί φίλησε τον Μάικ. Τον φίλησε με πάθος ένω το χέρι της χάιδευε τα μαλλιά του που έφταναν ως τη βάση του λαιμού του. Εκείνος ανταποκρίθηκε με θέρμη και η Μαίρη-Αν για μια στιγμή ξέχασε την αγωνία της για την Έμα, τα τρομακτικά όντα που είχε δει και τον κίνδυνο που διέτρεχαν.
Η σκληρή πραγματικότητα δεν άργησε να κάνει αισθητή την παρουσία της. Το τρίξιμο βημάτων στη άσφαλτο τους ενημέρωσε πως οι αστυνομικοί βρίσκονταν δίπλα τους. Η Μαίρη-Αν ένιωσε το χέρι του Μάικ να ανεβαίνει στην πλάτη της και να την αγγίζει καθησυχαστικά. Ήταν αυτό που χρειαζόταν για να μην αρχίσει να τρέμει.
Τα βήματα σταμάτησαν.
Η Μαίρη-Αν ένιωσε την ανάσα της να κόβεται.Δεν τολμούσε να γυρίσει να κοιτάξει αλλά ήταν σίγουρη πως οι δυο αστυνομικοί είχαν σταματήσει και τους κοιτούσαν. Ασυναίσθητα το σώμα της σφίκτηκε σε αναμονή ενός χτυπήματος.
-Δεν έχετε σπίτι να το κάνετε αυτό; ρώτησε μια σκληρή, άξεστη φωνή.
-Έλα Γκάβιν, απάντησε μια δεύτερη φωνή, δεν έχουμε χρόνο να χάνουμε με ερωτευμένα ζευγαράκια. Πρέπει να βρούμε αυτούς που ψάχνει Εκείνος.
Οι αστυνομικοί απομακρύνθηκαν περπατώντας γρήγορα. Η Μαίρη-Αν ανάσανε ανακουφισμένη.Έγειρε το κεφάλι της στο στέρνο του Μάικ.
-Πάει, πέρασε, την καθησύχασε εκείνος χαιδεύοντας απαλά τα μαλλιά της. Ξέρω τι ψάχνουν τώρα.
-Ξέρεις; απόρησε η Μαίρη-Αν. Γιατί έστειλαν αυτά τα τέρατα να μας σκοτώσουν; Γιατί μας ψάχνουν;
-Ο Ζορκάαν δεν τους το εξήγησε βέβαια αλλά έχουν την εικόνα στο μυαλό τους. Ψάχνουν να βρουν την Εναρμόνιο Λίθο.
-Τι...σάστισε η Μαίρη-Αν, τι είναι αυτό;

Η Έμα κοιμόταν στο κρεβάτι της Λουίζας γυμνή και κουλουριασμένη σε εμβρυακή στάση. Η βροχή τις είχε πετύχει στο δρόμο και ως που να φτάσουν στο σπίτι της Λουίζας είχαν βραχεί ως το κόκκαλο. Φτάνοντας στο σπίτι η Λουίζα είχε βάλει τα ρούχα να στεγνώσουν και είχε πείσει την Έμα να ξεκουραστεί ως που να γίνει αυτό. Δεν είχε προλάβει καλά – καλά να ξαπλώσει η κοπέλα και είχε αποκοιμηθεί.
Η Λουίζα καθισμένη δίπλα της στο μικρό σεκρετέρ, που μαζί με το κρεβάτι και μια περίτεχνη σκαλιστή ντουλάπα ήταν όλη η επίπλωση του δωματίου, την παρακολουθούσε να κάνει για μια ακόμα φορά έναν ταραγμενο ύπνο. Είχε διαβάσει, με την άδεια της φίλης της, το ημερολόγιο της σε μια προσπάθεια να αποκρυπτογραφήσει την έννοια αυτών των εφιαλτικών ονείρων που την στοίχειωναν.
Ήξερε τώρα το περιεχόμενο των ονείρων της Έμα αλλά δεν μπορούσε πια να δει πως θα βοηθούσε τη φίλη της. Όταν είχε προτείνει να ψάξουν σε βιβλία για την απάντηση στα πολλά ερωτηματικά που οι εφιάλτες γεννούσαν, το είχε κάνει πιστεύοντας πως υπήρχε μια λογική εξήγηση. Η εξήγηση που τα τελευταία γεγονότα έφερναν μπροστά στα έντρομα μάτια τους δεν ήταν ανάμεσα σ' αυτές που η Λουίζα περίμενε να καταλήξει. Δεν ήξερε πως θα μπορούσε να βοηθήσει την Έμα.
Αυτό που ήξερε ήταν πως δεν θα την εγκατέλειπε. Παρ'ότι είχε αποφύγει να διαβάσει οτιδήποτε άλλο πέρα από τους εφιάλτες της φίλης της είχε καταλάβει πως για την Έμα ήταν ο μόνος άνθρωπος στον οποίο μπορούσε να στραφεί στις δύσκολες ώρες και σίγουρα δεν είχε ζήσει πιο δύσκολες από τις σημερινές. Κοίταξε την κοιμισμένη Έμα με μια πρωτόγνωρη τρυφερότητα να την κυριεύει. Όχι δεν θα την εγκατέλειπε. Ποτέ.
Φοβόταν βέβαια, και ποιος δεν θα φοβόταν στη θέση της, αλλά δεν μπορούσε να πει ότι είχε ξαφνιαστεί. Από όταν ήταν μικρό κορίτσι η Λουίζα πίστευε ότι υπήρχαν στον κόσμο περισσότερα απ'όσα φαίνονταν. Τώρα πια ήξερε ότι αυτό ήταν αλήθεια.
Τις σκέψεις της διέκοψε η νυσταγμένη φωνή της Έμα:
-Κοιμήθηκα πολύ; Τι ώρα είναι;
Η Λουίζα δεν πρόλαβε να απαντήσει, ένα σύρσιμο ακούστηκε στη στέγη και μαζί του ένας συριστικός ήχος που καμία τους δεν θα ξεχνούσε ποτέ, ο ήχος της επικοινωνίας δυο σαυρόμορφων Σίρθιουμ μεταξύ τους.
Η Λουίζα στράφηκε στην Έμα με τα μάτια της ορθάνοιχτα από το φόβο. Άρχισε να τρέμει και για μια στιγμή η όραση της θόλωσε. Έσφιξε τα δόντια και ξεροκατάπιε προσπαθώντας να καταπολεμήσει την ζάλη που ένιωθε και απειλούσε να την κυριεύσει. Την επανέφερε το ζεστό άγγιγμα της Έμας στο χέρι της, η φίλη της είχε σηκωθεί από το κρεβάτι και βρισκόταν κοντά της.
-Πρέπει να προστατεύσουμε τον εαυτό μας, ψιθύρισε. Τι θα μπορούσαμε να χρησι-μοποιήσουμε;
-Δεν.... δεν ξέρω, τραύλισε έντρομη η Λουίζα.
-Το παράθυρο, φώναξε η Έμα ενώ άρπαζε βιαστικά το πανελόνι και το μπλουζάκι της για να ντυθεί, κλείσε και το εξωτερικό παραθυρόφυλλο.
Η Λουίζα όρμηξε στο παράθυρο και άνοιξε το τζάμι για να κάνει αυτό που είπε η Έμα. Είχε μόλις προλάβει να τελειώσει μ' αυτή τη δουλειά όταν ακούστηκε ένα χτύπημα στο ξύλινο περβάζι και το θυμωμένο σφύριγμα του Σίρθιουμ. Το σαυρόμορφο ον άρχισε να χτυπάει μανιασμένο το παραθυρόφυλλο. Η Λουίζα στράφηκε στη φίλη της που προσπαθούσε με βιαστικές κινήσεις να φορέσει τα παπούτσια της.
-Τα άλλα παράθυρα; ρώτησε εκείνη χωρίς να σταματήσει την προσπάθεια να δέσει με τρεμάμενα χέρια τα κορδόνια της.
-Είναι κλειστά.
Η Έμα σηκώθηκε όρθια ενώ μ ' ένα απαίσιο τρίξιμο το Σίρθιουμ ξεκολλούσε ένα κομμάτι του παραθυρόφυλλου αφήνοντας να γλυστρίσει στο δωμάτιο μια λεπτή δέσμη χλωμού φωτός. Οι δυο κοπέλες αγκαλιάστηκαν. Το άνοιγμα στο παράθυρο έγινε μεγαλύτερο.

Η Σκιά Του Σκότους 5

Author: Νυχτερινή Πένα /


Κεφάλαιο Δεύτερο
Φυγάδες

Παρά τα τριάντα επτά της χρόνια η Μαίρη-Αν Σίνγκλετον ήταν μια αρκετά όμορφη γυναίκα. Κανονικού ύψους με ένα σώμα σφριγηλό και γυμνασμένο δεν περνούσε απαρατήρητη από τους άνδρες. Όχι ότι ενδιαφερόταν, όλη της η ζωή περιστρεφόταν γύρω από την μοναχοκόρη της την Έμα. Κάτι που δεν μετάνιωνε, η Έμα ήταν υπέροχο κορίτσι και η ίδια πολύ περήφανη για'κεινη. Παρ' ότι είχε μεγαλώσει χωρίς να γνωρίσει τον πατέρα της είχε αναπτύξει έναν αξιαγάπητο χαρακτήρα που δεν δημιουργούσε ποτέ προβλήματα ακόμα και τώρα που βρισκόταν στην, κατά γενική ομολογία, δύσκολη περίοδο της εφηβείας.
Δεν δημιουργούσε προβλήματα μέχρι τελευταία τουλάχιστον. Είχε διαπιστώσει πως κάτι προβλημάτιζε την Έμα αλλά δεν την είχε πιέσει να της πει τι, θα της το έλεγε όταν θα ήταν έτοιμη. Φοβόταν πως ήταν κάτι σοβαρό μιας και κόστιζε στην κόρη της νύχτες γεμάτες από ανήσυχο ύπνο αλλά ήξερε πως έπρεπε να περιμένει να είναι έτοιμη να της μιλήσει η Έμα.Ήταν μια αρχή που είχε πάντα εφαρμόσει και είχε ως τώρα ιδανικά αποτελέσματα για τη σχέση μητέρας με κόρη.
Έφτασε στο σπίτι και από συνήθεια άνοιξε την τσάντα της για να βγάλει τα κλειδιά. Παραμέρισε τα μακριά ξανθά μαλλιά της που το αεράκι έφερε στα μάτια της και τότε το είδε. Η εξώπορτα του σπιτιού ήταν ορθάνοιχτη. Με τον φόβο να σφίγγει σαν μεγγένη την ψυχή της ανέβηκε τρέχοντας τη σκάλα ως το διαμέρισμά τους. Πέρασε την ανοιχτή πόρτα νιώθοντας το σφυροκόπημα στα μηνίγγια της να δυναμώνει με κάθε βήμα.
-Έμα! φώναξε.
Άκουσε κάποιο θόρυβο από το δωμάτιο της κοπέλας και προχώρησε προς αυτό.
-Έμα, με κατατρόμαξες γλυκειά μου... άρχισε αλλά η συνέχεια της φράσης της πάγωσε στα χείλη της καθώς αντίκριζε το αδιανόητο θέαμα στο δωμάτιο. Ένα σαυρόμορφο πλάσμα βρισκόταν στη μέση του δωματίου σκυμμένο πάνω από ένα άλλο όμοιο του που προφανώς ήταν νεκρό. Μια πνιγηρή οσμή αμωνίας βάραινε την ατμόσφαιρα. Το ον γύρισε προς το μέρος της και με ένα συριγμό όρμηξε εναντίον της. Η Μαίρη-Αν κατάλαβε πως είχε φτάσει η τελευταία της στιγμή.
-Έμα, ψιθύρισε.
Την επόμενη στιγμή ένιωσε ένα δυνατό χέρι να την τραβάει πίσω πάνω στην ώρα για να την κρατήσει ζωντανή. Τα νύχια του Σίρθιουμ έσκισαν την μπλούζα της και ένιωσε το παγωμένο άγγιγμά τους στο στήθος της αλλά δεν έπαθε τίποτα άλλο. Ένας μαυροφορεμένος άνδρας βρισκόταν μπροστά της με μια αστραφτερή σπάθα στα χέρια του και το κεφάλι του σαυρόμορφου όντος κύλισε στα πόδια της.
-Είσαι καλά; τη ρώτησε.
-Ναι, ψέλλισε εκείνη τρέμοντας ακόμα από το σοκ. Μου έσωσες τη ζωή, ποιος είσαι;
-Είμαι γνωστός ως Μάικ, ο Τελευταίος Άρχοντας Της Χαμένης Πόλης, απάντησε ο άνδρας εξετάζοντας το άλλο Σίρθιουμ, καλά τα κατάφερες με αυτό εδώ.
-Δεν.... δεν ήμουν εγώ.
-Η Έμα το σκότωσε; Στάθηκε τυχερή, πέτυχε το κεντρικό νευρικό του σύστημα, είπε ο Μάικ και κοίταξε γύρω. Που είναι η Έμα;
-Δεν ξέρω, είπε η Μαίρη-Αν.Αν... αν αυτά τα τέρατα τη σκότ..... σταμάτησε στη μέση της λέξης και ξέσπασε σε λυγμούς. Έμα μου, θρήνησε.
-Είναι ζωντανή, την καθησύχασε ο Μάικ. Πρέπει όμως να τη βρούμε πρώτοι.
Ο μαυροφορεμένος άντρας φάνηκε να ακούει κάτι που η Μαίρη-Αν δεν μπορούσε.
-Πρέπει να φύγουμε, είπε. Έρχονται κι άλλα.
Προχώρησαν γρήγορα στη πόρτα του δωματίου και από ' κει σ' αυτήν του διαμερίσματος μα ήταν αργά,την περνούσε ένα ψηλό Σίρθιουμ συρίζοντας απειλητικά. Ο Μάικ του επιτέθηκε αμέσως. Πριν ακόμα το σωριάσει νεκρό στο δάπεδο στη σκάλα είχαν εμφανισθεί κι άλλα. Κραδαίνοντας την αιματοβαμμένη σπάθα του επιτέθηκε στα μοχθηρά όντα. Κάθε του χτύπημα ήταν και ένα Σίρθιουμ νεκρό ή τραυματισμένο ώστε να μην μπορεί να συνεχίσει την μάχη αλλά εμφανίζονταν συνέχεια ενισχύσεις. Η Μαίρη-Αν κοίταζε αυτήν την τιτάνια όσο και, αριθμητικά τουλάχιστον, άνιση μάχη χωρίς να μπορεί να συνειδητοποιήσει ακόμα τι συνέβαινε. Ήταν πολύ μουδιασμένη απ' όσα είχαν γίνει για να μπορεί έστω και να σκεφθεί, πόσο δε να αντιδράσει. Το μόνο που ήξερε ήταν πως ο άνδρας αυτός που πολεμούσε με τέτοιο ασίγαστο μένος τα σαυροειδή τέρατα ήταν η σύνδεση της με τη ζωή. Αν έπεφτε εκείνος θα σκοτωνόταν κι αυτή.
Ένα Σίρθιουμ πήδηξε από κάπου ψηλότερα και προσγειώθηκε πάνω στον πολεμιστή. Η σπάθα έφυγε από το χέρι του και τα Σίρθιουμ όρμηξαν πάνω του. Ένα πέρασε το μπράτσο του γύρω από το λαιμό του Μάικ ένω ένα δεύτερο έσπευσε να αρπάξει τη σπάθα. Μια λεύκη φλόγα τύλιξε τη λαβή και το Σίρθιουμ τραβήκτηκε συρίζοντας, τα δάκτυλά του είχαν μόνο το μισό μήκος τώρα. Ο Μάικ έκανε πίσω με βία χτυπώντας το Σίρθιουμ που τον κρατούσε στον τοίχο. Το σαυρόμορφο ον τον άφησε και ο άνδρας άπλωσε το χέρι του, το φονικό του όπλο ήρθε σ ' αυτό σαν να ήταν ζωντανό και να υπάκουε στο κάλεσμά του. Ο Μάικ γύρισε και χτύπησε κόβοντας στα δυο το Σίρθιουμ και μετά επιτέθηκε στους συντρόφους του. Άρχισε να μοιράζει χτυπήματα και ξαφνικά ήταν ο μόνος που στεκόταν όρθιος στη σκάλα. Στράφηκε στη Μαίρη-Αν.
-Πάμε, είπε και η φωνή του δεν πρόδιδε τίποτα από την δοκιμασία που είχε περάσει.
Βγήκαν στο δρόμο,ο Μάικ είχε θηκαρώσει το όπλο του και το είχε κρύψει κάτω από τον μανδύα του. Είχε αρχίσει να βρέχει και δεν υπήρχε κανένας τριγύρω.
-Αν η Έμα αναγκάστηκε να φύγει από το σπίτι σας που μπορεί να ζήτησε καταφύγιο; ρώτησε ο Μάικ και η Μαίρη-Αν διέκρινε μια ανησυχία στη φωνή του.
-Δεν έχουμε δικούς μας στην περιοχή, απάντησε. Ήρθαμε γιατί βρήκα δουλειά στο κοντινό νοσοκομείο.
-Φίλους;
-Η Λουίζα είναι η πιο κοντινή της φίλη αλλά μένει έξω από το χωριό.
-Πρέπει να πάμε, είπε ο Μάικ.
Από την κοντινή γωνία φάνηκαν δυο αστυνομικοί να έρχονται. Η βροχή δεν έδειχνε να τους ενοχλεί και ήταν βαριά οπλισμένοι,το πλέον ασυνήθιστο πράγμα για την Αγγλία.
-Αστυνομία, είπε η Μαίρη-Αν με ανακούφιση. Πρέπει να τους πούμε τι συμβαίνει.
Ο Μάικ δεν απάντησε.
-Δεν είναι αυτό που φαίνονται, είπε μετά.
-Τι..... Τι εννοείς; ψέλλισε η γυναίκα. Είναι... Είναι σαν αυτά τα πράγματα πίσω στο σπίτι;
-Όχι είναι άνθρωποι, όσο γι' αυτό να ' σαι σίγουρη. Υπηρετούν όμως τον Ζορκάαν.
-Ποιον;
Αντί άλλης απάντησης ο Μάικ άγγιξε με το δεξί χέρι του το μάγουλό της με τα ακροδάκτυλά του να χαϊδεύουν τον κρόταφο.
-Δες ό,τι βλέπω, ψιθύρισε απαλά.
Μια στιγμιαία λάμψη πέρασε από τα μάτια της και μετά η Μαίρη-Άν είδε με έκπληξη τα πάντα γύρω της να αλλάζουν. Τα χρώματα φάνηκαν να ζωντανεύουν και οι αισθήσεις της να οξύνονται, το φως γύρω της έμοιαζε τώρα πιο έντονο, σχεδόν απτό. Κοίταξε τους αστυνομικούς και ίσα που συγκρατήθηκε να μην φωνάξει. Ήταν τυλιγμένοι με σκοτάδι σαν να προχωρούσαν σε ένα παρατεταμένο σούρουπο.
-Εντάξει, τώρα καταλαβαίνεις, άκουσε τη φωνή του Μάικ στο μυαλό της.
Η όρασή της επανήλθε στο φυσιολογικό και είδε με φόβο τους αστυνομικούς να επιταχύνουν το βήμα τους. Τους είχαν δει.

Η Σκιά Του Σκότους 4

Author: Νυχτερινή Πένα /


Καθισμένος στο καταπράσινο έδαφος ο άνδρας με τα μαύρα αφουγκραζόταν. Είχε ακουμπήσει την πλάτη του στον χοντρό κορμό μιας αιωνόβιας βελανιδιάς και τα χέρια του στα γόνατα των μαζεμένων ποδιών του. Τα μάτια του ήταν κλειστά και το κεφάλι του γερμένο λίγο πίσω, φαινόταν να ακούει ήχους από έναν άλλο κόσμο. Άνοιξε ξαφνικά τα μάτια του, που ήταν στο χρώμα του ουρανού, και τινάχθηκε όρθιος:
-Σίρθιουμ, μουρμούρισε και τραβώντας την κουκούλα του μανδύα του πάνω από τα ξανθά μαλλιά του άρχισε να τρέχει.

 
Το ουρλιακτό πνίγηκε στο λαιμό της Έμας καθώς το σαυρόμορφο ον, κινούμενο με εκπληκτική για τον όγκο του ταχύτητα, την άρπαξε στα γαμψώνυχα χέρια του. Το σοκ ήταν τέτοιο που η κοπέλα που δεν μπορούσε πλέον ούτε καν να ψιθυρίσει πόσο δε να ουρλιάξει. Είχε τόσο πολύ φοβηθεί που δεν αντιδρούσε καθόλου. Ήταν τόσο αδρανής στα χέρια του αλλόκοτου αυτού πλάσματος όσο και μία κούκλα στα χέρια ενός παιδιού. Το Σίρθιουμ την κρατούσε με τρόπο που να μην την πληγώνουν τα κοφτερά σαν μαχαιριά νύχια του. Έφερε το μακρόστενο ερπετόμορφο κεφάλι του κοντά στο δικό της κάνοντας την να ριγήσει. Παρατήρησε πως τα μάτια του δεν ανοιγόκλειναν και ήταν σταθερά προσηλωμένα στα δικά της. Το Σίρθιουμ έβγαλε μια σειρά από περίεργους λαρυγγικούς ήχους. Έντρομη συνειδητοποίησε πως προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί της, όμως εκείνη δεν μπορούσε να καταλάβει. Αναρωτήθηκε τι θα συνέβαινε αν αποτύχαινε σε αυτήν την επικοινωνία. Πριν λίγο ένιωθε να κρυώνει, τώρα όμως ήταν λουσμένη στον ιδρώτα. Το Σίρθιουμ την τράβηξε μέσα στο δωμάτιο και έφερε ακόμα πιο κοντά τα οφιοειδή μάτια του στα ορθάνοιχτα από το φόβο δικά της. Μια οσμή, σαν της αμμωνίας, έφτασε στα ρουθούνια της.
Μία εικόνα, θολή ωστόσο, εμφανίστηκε στο μυαλό της και κατάλαβε πως ό,τι και αν ήταν αυτό το ον μπροστά της προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί της τηλεπαθητικά. Δεν είχε καταλάβει τι ζητούσε από’ κείνη. Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και έλαβε σαν απάντηση ένα θυμωμένο μουγκρητό. Το Σίρθιουμ την τράνταξε με ευκολία, σαν να μην ζύγιζε παρά όσο ένα φτερό, και μια εικόνα σχηματίσθηκε στο μυαλό της: εκείνη καταματωμένη, κατακρεουργημένη να κείτεται στο πάτωμα του δωματίου της. Ένιωσε τα γόνατα της να λύνονται και άρχισε να τρέμει.
Βήματα ακούσθηκαν στην είσοδο του διαμερίσματος, η Λουίζα ερχόταν να δει τι είχε προκαλέσει το τρομαγμένο ουρλιακτό της φίλης της. Το Σίρθιουμ έστρεψε το κεφάλι του προς τα εκεί και οσμίσθηκε τον αέρα.
-Φύγε Λουίζα, φώναξε η Έμα. Φύγε.
Η φωνή της βγήκε σαν λυγμός και άκουσε τη φίλη της να πλησιάζει.Το Σίρθιουμ την άφησε να πέσει και στράφηκε προς την πόρτα όπου αποσβολωμένη, ανίκανη ακόμα και να ουρλιάξει στεκόταν η Λουίζα. Η Έμα σηκώθηκε όρθια. Ήταν δίπλα στο γραφείο της, συνειδητοποίησε. Το Σίρθιουμ έβγαλε πάλι μια σειρά ήχων απευθυνόμενο στη Λουίζα αυτή τη φορά. Η Έμα αναζήτησε μια λύση, μια διέξοδο από το ζωντανο αυτό εφιάλτη.Το βλέμμα της στάθηκε στο χαρτοκόπτη πάνω στο γραφείο της. Τον άρπαξε προσευχόμενη να μην την αντιληφθεί το Σίρθιουμ. Το σαυρόμορφο ον έκανε ένα βήμα προς τη Λουίζα. Η Έμα έσφιξε το χαρτοκόπτη στο ιδρωμένο χέρι της, προσπαθώντας να σιγουρέψει το κράτημά της, και με τη δύναμη της απελπισίας χτύπησε. Μ' ένα μουγκρητό που τράνταξε το σπίτι το τέρας σωριάστηκε στο πάτωμα και μετά από μερικούς σπασμούς έμεινε ακίνητο. Η Έμα ένιωσε τα γόνατά της να λυγίζουν και έπεσε και αυτή.
Η Λουίζα τη βοήθησε να σταθεί.
-Έλα γλυκιά μου, της είπε μαλακά, πρέπει να φύγουμε.
-Πρέπει να πάρω το ημερολόγιό μου, είπε η Έμα. Έχω σημειώσει όλους τους εφιάλτες μου.
Με τρεμάμενο χέρι πήρε το κλειδί και πρόσπάθησε να το βάλει στην κλειδαριά. Το κατάφερε με τη δεύτερη προσπάθεια. Άνοιξε το συρτάρι και άρπαξε βιαστικά το ημερολόγιό της. Ακολουθούμενη από τη Λουίζα βγήκε και πάλι στο δρόμο.

Η Σκιά Του Σκότους 3

Author: Νυχτερινή Πένα /


Καθώς το χωριό ήταν από τα μεγαλύτερα της βορειοανατολικής Αγγλίας, το σχολείο ήταν αναλόγως μεγάλο. Περνώντας την πόρτα της αυλής διαπίστωσε πως ελάχιστοι από τους συμμαθητές της είχαν έρθει σε μία τόσο πρωινή ώρα. Έψαξε την Λουίζα και δεν άργησε να την εντοπίσει στο κιόσκι στην μακρινότερη γωνία της αυλής βυθισμένη, όπως πάντα, σε ένα βιβλίο. Πλησίασε και διαπίστωσε πως, επίσης όπως πάντα, η Λουίζα διάβαζε ένα βιβλίο τελείως άσχετο με τα μαθήματά τους. Ακούγοντας τα βήματά της η φίλη της ύψωσε το βλέμμα .
-Καλημέρα Λουίζα, είπε η Έμα.
-Καλημέρα.... άρχισε η Λουίζα μα σταμάτησε. Είχες πάλι εφιάλτες έτσι δεν είναι; ρώτησε.
-Ναι.
-Κάτι πρέπει να γίνει, είπε η Λουίζα. Εσύ υποφέρεις με αυτή την κατάσταση.
-Και χειροτέρεψε, είπε απελπισμένα η Έμα και διηγήθηκε αυτά που είχε δει λίγες ώρες πριν.


Το ποτάμι κυλούσε νωχελικά τα νερά του κανένας όμως από τους στρατιώτες, ανθρώπινης προελεύσεως και μη, που βρίσκονταν στις όχθες του δεν είχε σ' αυτό την προσοχή του. Ακριβώς μπροστά της ήταν ένα σημείο που ο ποταμός ήταν βατός. Στην όχθη σ' αυτό ακριβώς το σημείο ήταν παρατεταγμένοι οι στρατιώτες, όλοι με θώρακες, ξίφη και μεγάλες ασπίδες, σε σφικτό σχηματισμό. Δεξιά και αριστερά τους βρίσκονταν τοξότες με τα όπλα τους έτοιμα. Γύρω της βρισκόταν μία ντουζίνα Ιππότες, οι οποίοι είχαν ξεπεζεύσει και ετοιμάζονταν επίσης για μάχη. Απέναντι η όχθη μαύριζε από ένα πλήθος τερατόμορφων όντων που αδυνατούσε να συλλάβει η φαντασία της ακόμα και τώρα που τα έβλεπε μπροστά της. Με ένα ουρλιακτό αντάξιο των δαιμόνων της κολάσεως αυτός ο συμφερτός όρμησε στο πέρασμα του ποταμού.
-Αρχίζουμε, φώναξε ένας Ιππότης.
Οι Ιππότες προχώρησαν γρήγορα να βοηθήσουν τους άνδρες στην όχθη του ποταμού ενώ οι τοξότες έστελναν μία βροχή από βέλη πάνω στούς επιτιθέμενους εχθρούς. Μια σκληρή, αιματηρή μάχη άρχισε στην όχθη του ποταμού. Έβλεπε με τρόμο ανθρώπους και κτήνη να πέφτουν με τρομακτικές πληγές στα σώματα τους. Άκουγε κραυγές και βογγητά τραυματισμένων και ετοιμοθάνατων, τις κλαγγές των όπλων και τις διαταγές και οδηγίες που οι άνθρωποι φώναζαν σε μια γλώσσα που καταλάβαινε αν και δεν ήταν η δική της. Είδε ένα σαυρόμορφο ον να διασπάει τις γραμμές της μάχης και να ορμάει εναντίον της με προτεταμένα τα χέρια του στα οποία γυάλιζαν μακριά, κοφτερά νύχια .

 
Ξύπνησε με ένα απότομο τίναγμα και διαπίστωσε πως καθόταν ακόμα στο κιόσκι της αυλής κοντά στη Λουίζα. Η φίλη της την κοιτούσε ανήσυχη. Η Έμα της είχε διηγηθεί τον αποψινό εφιάλτη της και μετά είχαν μείνει σκεφτικές αναζητώντας λύση στο πρόβλημα. Την είχε πάρει ο ύπνος, λογικό αφού ελάχιστα είχε κοιμηθεί τη νύχτα.
-Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό, είπε η Λουίζα. Αν μη τι άλλο θα αρρωστήσεις.
-Τι θα μπορούσα να κάνω; ρώτησε απελπισμένη Έμα.
-Έχεις δει πολλές μάχες, έτσι δεν είπες; παρατήρησε η Λουίζα. Ίσως, λέω ίσως, θα μπορούσαμε από αυτά που έχεις δει να βγάλουμε μία άκρη.
-Πως;
-Αυτοί οι άνδρες που είδες να πολεμούν, είπε η Λουίζα, είχαν όπλα, είχαν θώρακες και ασπίδες σίγουρα κάποια από αυτά θα είχαν εμβλήματα και το στυλ όλων αυτών κάτι θα μπορούσε να μας πει.
-Εννοείς, είπε η Έμα, ότι θα μπορούσαν τα όνειρα να αναφέρονται στο παρελθόν όταν οι πόλεμοι γίνονταν με σπαθιά και ασπίδες. Παραβλέπεις όμως το γεγονός πως εγώ έχω δει και τέρατα που σίγουρα δεν υπήρξαν ποτέ, τουλάχιστον όχι στον κόσμο μας.
-Δεν έχουν όλα τα πράγματα στα όνειρα εξήγηση, απάντησε η Λουίζα, είναι όμως ένα σημείο από το οποίο θα μπορούσαμε να αρχίσουμε. Έχω βιβλία στο σπίτι τα οποία θα κοιτάξουμε.
-Πότε θα το κάνουμε αυτό; ρώτησε η Έμα.
-Τώρα αμέσως, απάντησε η Λουίζα. Πάμε.
-Λουίζα! Ποτέ πριν δεν σ' έχω ακούσει να προτείνεις να φύγουμε από το σχολείο εν ώρα μαθήματος, είπε κατάπληκτη η Έμα.
-Υπάρχουν πράγματα σημαντικότερα από το μάθημα, είπε τρυφερά η φίλη της αγκαλιάζοντας την.
Έφυγαν αμέσως από το σχολείο και πήραν το δρόμο για το σπίτι της Λουίζας. Περνώντας από το δικό της σπίτι η Έμα είπε :
-Μια στιγμή να ανέβω να πάρω ένα μπουφάν τελικά νομίζω ότι κάνει ψυχρά.
-Σε περιμένω είπε η Λουίζα.
Η Έμα ανέβηκε τα σκαλιά μέχρι τον πρώτο όροφο όπου βρισκόταν το σπίτι της με καλύτερη διάθεση από ότι όταν κατέβαινε. Το γεγονός ότι είχαν ξεκινήσει να κάνουν κάτι για τους εφιάλτες που τη βασάνιζαν τόσο καιρό την έκανε να νιώθει καλύτερα. Ανοιξέ την πόρτα του διαμερίσματος και προχώρησε βιαστικά στο δωμάτιο της. Εκεί έμεινε ακίνητη από το σοκ. Στη μέση του δωματίου στεκόταν ένα ψηλό σαυρόμορφο όν και την κοίταζε με τα γεμάτα κακία μάτια του.
Ούρλιαξε.

Η Σκιά Του Σκότους 2

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα η Έμα Σίνγκλετον τινάκτηκε με μια κραυγή. Ανακάθισε στο κρεβάτι της και παραμέρισε τα μαλλιά της από το ιδρωμένο της μέτωπο.
   -Θεέ μου, μονολόγησε, τι εφιάλτης.
   Σηκώθηκε απ' το κρεβάτι της και πήγε στο μεγάλο παράθυρο του δωματίου που έβλεπε σε έναν από τους κεντρικούς δρόμους του χωριού. Είχε αρχίσει να βρέχει.
   Άφησε το παράθυρο και προχώρησε προς τον μπάνιο βγάζοντας καθοδόν το φανελάκι και το εσώρουχο της. Μπήκε κάτω από το ντουζ και προσπάθησε να ξεχάσει τους εφιάλτες της.
   Καθόλου εύκολο.
   Κάτω από το φως της ημέρας μπορούσε να τους ξεχνάει - ακόμα και να τους παίρνει στα αστεία - τις μοναχικές όμως ώρες της νύχτας ήταν αδύνατον. Τον τελευταίο καιρό έβλεπε τρομακτικούς εφιάλτες. Εφιάλτες που εικόνιζαν αιματηρές μάχες και νοσηρές, ανίερες τελετές. Πολεμιστές και τέρατα. Δεν ήξερε γιατί της συνέβαινε αυτό και δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε να το μάθει.
   Απόψε τα πράγματα είχαν πάρει μια πολύ άσχημη τροπή. Είχε δει μια σκηνή που διαδραματίζονταν σε ένα μέρος που ήξερε πολύ καλά, στο νεκροταφείο του χωριού.
   -Τι μου συμβαίνει; μονολόγησε, τρελαίνομαι;
   Βγήκε από το ντουζ και τυλίκτηκε σε ένα μπουρνούζι.

  Ψηλά στο ύψωμα του νεκροταφείου, ο μαυροφορεμένος άνδρας βαριανάσαινε γονατισμένος στο βρεγμένο χώμα. Το Λιθίκ είχε αποδειχθεί εξαιρετικά ισχυρό. Το είχε όμως καταστρέψει. Σηκώθηκε, θηκάρωσε το όπλο του και προχώρησε προς το μονοπάτι που οδηγούσε στο χωριό.

   Η Έμα τυλιγμένη με το μπουρνούζι έκατσε στο γραφείο της. Ήταν τοποθετημένο κοντά στο παράθυρο για να μπορεί να βλέπει έξω. Πλησίαζε το ξημέρωμα πια αλλά η κοπέλα δεν είχε καμία όρεξη για ύπνο. Ο αποψινός εφιάλτης της είχε στερήσει αυτή τη χαρά. Άνοιξε το συρτάρι του γραφείου, που κρατούσε πάντα κλειδωμένο, και έβγαλε το ημερολόγιο της. Το άνοιξε, και κοίταξε αυτά που είχε γράψει τις προηγούμενες ημέρες. Αναστέναξε. Πήρε το στυλό κι άρχισε να γράφει με το στρωτό γραφικό της χαρακτήρα:
   Ξημερώματα Δευτέρας 10 Μαίου,
  ακόμα ένας εφιάλτης, ένας εφιάλτης που δύσκολα μπορώ να ξεχάσω. Οι εφιάλτες που τόσο καιρό με βασανίζουν ήταν από την αρχή φρικτοί, έχω δει από την αρχή σε αυτούς αποτρόπαια πράγματα. Μάχες που δεν μπορούν να έχουν γίνει - όχι στο δικό μας κόσμο, δεν υπάρχουν τέτοια πλάσματα παρά μόνο στα χειρότερα ονειρά μας. Τελετές, που και μόνο η σκέψη πως ένας άνθρωπος μπορεί να πραγματοποιήσει με αρρωσταίνει, και άλλες φρικτές ακατανόμαστες πράξεις. Όμως ο αποψινός εφιάλτης ήταν ακόμα χειρότερος κατά κάποιον τρόπο. Είδα έναν άνθρωπο να μιλάει με τους νεκρούς και να αντιμετωπίζει κάτι φρικτό που δεν μπορώ να περιγράψω, κι αυτό δεν έγινε σε κάποιο μακρινό τόπο αλλά εδώ στο νεκροταφείο του χωριού μας. Φοβάμαι , φοβάμαι πως τρελαίνομαι. Σε ποιον να μιλήσω; Στη μητέρα; Έχει ήδη πολλά προβλήματα για να της φορτώσω και αυτό, ένα πρόβλημα που πολύ φοβάμαι πως είναι άλυτο. Ίσως η Λουίζα να μπορεί να μου δώσει κάποια συμβουλή.
   Έκλεισε το ημερολόγιο και το έβαλε πίσω στη θέση του. Έβγαλε το μπουρνούζι και άρχισε να ντύνεται, ήταν νωρίς ακόμα, αλλά δεν είχε και τίποτα άλλο που μπορούσε να κάνει. Έβαλε ένα κοντομάνικο μπλουζάκι και ένα τζιν παντελόνι, χτενίστηκε και επιθεώρησε το είδωλό της στον καθρέφτη. Είχε μαύρα, σχετικά κοντά, μαλλιά συνήθως πιασμένα σε έναν μικρό κότσο, όπως τώρα, και μαύρα μάτια που δέσποζαν σε ένα ντελικάτο πρόσωπο που παρά τη χλομάδα του ήταν πανέμορφο. Ήταν λεπτοκαμωμένη και κανονικού ύψους. Για τα αγόρια δεν ήταν ιδιαίτερα ελκυστική, αλλά αυτό δεν την ενδιέφερε, ειδικά υπό τις παρούσες συνθήκες.
   Μόλις ξημέρωσε, πήρε την τσάντα της και βγήκε στο δρόμο με κατεύθυνση το σχολείο.

Η Σκιά Του Σκότους 1

Author: Νυχτερινή Πένα /


Κεφάλαιο Πρώτο

Ο Νυχτερινός Επισκέπτης

   Παρά το όνομα του το Λίτλ Ροκ Ον Δε Σι απείχε αρκετά από τη θάλασσα, τόσο ώστε να φαίνεται από αυτό μόνο όταν είχε καλό καιρό. Ο άνδρας όμως που ανέβαινε προς το ύψωμα που βρισκόταν το νεκροταφείο του χωριού δεν ενδιαφερόταν για τη θεά. Παρά το σκοτάδι, ήταν περασμένα μεσάνυχτα, προχωρούσε προς τον προορισμό του με τον τρόπο ανθρώπου που είχε διαβεί πολλές φορές αυτό το μονοπάτι. Ήταν ψηλός και ντυμένος στα μαύρα, μπότες, παντελόνι, χιτώνιο και μανδύας ήταν όλα μαύρα κάνοντας τον δυσδιάκριτο στο σκοτάδι. Όχι ότι υπήρχε τριγύρω κάποιος να τον δει.
   Έφτασε στον προορισμό του, άνοιξε την παλιά καγκελόπορτα και αφού στάθηκε για μια στιγμή μπροστά στην εκκλησία προχώρησε σε έναν συγκεκριμένο τάφο. Έμεινε εκεί για μια στιγμή με το κεφάλι σκυμμένο σαν να σκεφτόταν κάτι ή να προσευχόταν. Ύστερα ακούμπησε το γαντοφορεμένο χέρι του στην γκρίζα ταφόπλακα. Ένα φως άρχισε να τρεμοπαίζει κάτω από το απλωμένο χέρι του. Τα γράμματα στην ταφόπλακα άρχισαν να λαμπιρίζουν σαν να ήταν από λιωμένο χρυσό σε καμίνι. Μια νεφελώδης φασματική μορφή υψώθηκε από τον τάφο μπρόστα του.
   -Είναι επικίνδυνο να καλείς κάποιον από τον κόσμο των νεκρών άρχοντα, είπε, ποτέ δεν ξέρεις ποιός θα απαντήσει.
   -Το γνωρίζω έπρεπε όμως να μάθω. Ξέρω πως βρέθηκες νεκρός έξω από το χωριό κοντά στο παλιό ορυχείο. Πρέπει να μάθω πως συνέβη.
   -Γιατί ταράζεις την ανάπαυση μου;
   -Αν αγαπούσες αυτό το χωριό και τους ανθρώπους του πρέπει να μάθω, εξαρτάται η ζωή τους από αυτό, είπε ο μαυροφορεμένος άνδρας .
   -Θα το κάνω μόνο για χάρη των παιδιών μου, είπε ο φασματικός γέροντας. Βρισκόμουν στο δρόμο για το χωριό όταν εμφανίστηκε από το πουθενά μπροστά μου ένας άνθρωπος. Θα τον αγνοούσα αν δεν ήταν...... δεν ήταν τα μάτια του.
   - Τα μάτια του;
   -Ήταν σαν δύο λίμνες κόκκινου φωτός. Έκανα να τον προσπεράσω και τότε πρόφερε μία φράση σε μία γλώσσα που και το άκουσμα της μόνο με έκανε να παγώσω. Πέθανα.
   -Η Σκοτεινή Γλώσσα, είπε ο μαυροφορεμένος άνδρας περισσότερο μιλώντας στον εαυτό του παρά στη μορφή μπροστά του. Ώστε ο Ζορκάαν βρίσκεται εδώ. Δεν χρειάζεται να μάθω τίποτα άλλο. Αναπαύσου εν ειρήνη γέροντα.
   -Ποιός ήταν; Πρέπει να μάθω, είπε ο φασματικός γέροντας.
   -Ένας δαίμονας, είπε ο άνδρας.
   -Υποσχέσου ότι θα τον καταστρέψεις, είπε ο γέρος, υπόσχεσου το για το καλό του χωριού. Για το καλό των παιδιών μου.
   -Το υπόσχομαι, είπε ο άνδρας ήσυχα, αναπαύσου εν ειρήνη.
   Η μορφή του γέρου χάθηκε, ο άνδρας κοίταξε για μία στιγμή την ταφόπλακα
   -Το υπόσχομαι, ξανάπε.
   Γύρισε να φύγει. Μία αφύσικη παγωνιά τον τύλιξε, δεν ήταν πια μόνος.
   Σάρωσε με το βλέμμα του το γύρω χώρο. Δεν υπήρχε κανείς, και ούτε περίμενε να δει κάποιον. Αυτό που πλησίαζε δεν είχε υλική υπόσταση, ήταν πνεύμα.Ήταν ένα Λιθίκ, ένα πνεύμα του Αιθέριου Πεδίου, ένας υπηρέτης των δυνάμεων του Σκότους. Η επαφή του με το πνεύμα του γέρου το είχε προσελκύσει εδώ. Παραμέρισε το μανδύα του και τα δάχτυλα του τυλίχτηκαν γύρω από την λαβή της σπάθας που κρεμόταν στο πλευρό του. Την τράβηξε από τη θήκη της και η λάμα έλαμψε με ένα απόκοσμο λευκό φως. Το Λιθίκ ούρλιαξε με μανία.

Πόσο Μου Έχεις Λείψει

Author: Νυχτερινή Πένα /

Μου' χει λείψει
το πρόσωπό σου,
τόσο όμορφο, γλυκό,
να το κοιτώ στο φως
του ήλιου που δύει,
να το χαϊδεύουν οι τελευταίες ακτίδες.

Μου' χει λείψει το άγγιγμά σου,
το μικρό σου χέρι
σίγουρο μέσα στο δικό μου,
το χάδι σου απαλό
και τρυφερό στο πρόσωπό μου.

Ω πόσο μου λείψανε τα δυο σου χείλη,
τόσο γλυκά, τόσο μεθυστικά,
και το φιλί σου,
κρασί ζωής
που με πάθος με κερνάς.

Πόσο μου' χει λείψει
το σώμα σου στην αγκαλιά μου,
πόσο θέλω να σε κρατήσω πάλι
πριγκίπισσά μου!

Λίγο Πριν Κοιμηθεί

Author: Νυχτερινή Πένα /


Ο αέρας φυσάει μανιασμένα, τα παραθυρόφυλλα τρίζουν κάτω από το σφυροκόπημά του σαν καστρόπορτες κάτω από τον πολιορκητικό κριό. Εκείνη ξαπλώνει κάτω από τα βαριά σκεπάσματα και μαζεύεται σε ένα ζεστό κουβαράκι, ακούει τον άνεμο και χαμογελάει. Σαν πολιορκητικός κριός όντως, προσπαθεί να σπάσει την πόρτα για να φτάσει στην πριγκίπισσα.
Το μυαλό της ταξιδεύει σε εκείνον που πάντα την αποκαλεί πριγκίπισσά του, και που την προσέχει τόσο πολύ. Αυτή τη στιγμή δεν είναι κοντά της αλλά ξέρει πως η σκέψη του ποτέ δεν την αφήνει γιατί την αγαπάει και είναι τα πάντα για εκείνον, η πηγή της εμπνευσής του, η μούσα του, αλλά και εκείνη με την οποία θέλει να μοιραστεί τα πάντα, κάθε στιγμή της ζωής του. Η σκέψη τη ζεσταίνει, τη χαλαρώνει και γλιστράει στην γλυκιά ανυπαρξία του ύπνου με ένα χαμόγελο στα χείλη της και μια τρυφερή μελωδία στα αυτιά της. Τον αγαπάει όπως την αγαπάει και ξέρει ότι είναι για πάντα.

Τα Χρονικά Της Εσπέρια Ι - Η Συνωμοσία Της Σκιάς 15

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Η Ετάνια τέντωσε το χέρι της ψιθυρίζοντας γρήγορα ένα ξόρκι και ο πυρσός έμεινε μετέωρος στον αέρα. Η κοπέλα άρχισε να σπρώχνει τον κόσμο για να περάσει για να προλάβει να φτάσει στον πυρσό πριν εξαντληθούν οι δυνάμεις της και πάψει να ενεργεί το ξόρκι της. Έφτασε στη γραμμή των στρατιωτών που χώριζαν το πλήθος από την πλατεία και όρμηξε να περάσει. Έπεσε πάνω σε έναν στρατιώτη που αιφνιδιάστηκε αλλά δεν παραμέρισε. Αντίθετα φώναξε τους συντρόφους του για να την κρατήσουν.
   Η κοπέλα συνέχισε να έχει το μυαλό της συγκεντρωμένο στο ξόρκι που κρατούσε τον πυρσό από το να πέσει στα ξύλα ενώ πάλευε να περάσει και να πάει κοντά. Η δύναμή της εξαντλείτο γρήγορα και ήταν κυκλωμένη από εχθρούς. Δάκρυα απογνώσεως άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλά της.
   Μουρμουρητά άρχισαν να ακούγονται πάλι από το πλήθος. Έφτασαν στο Χάρκους που απολάμβανε την απέλπιδα προσπάθεια της νεαρής μάγισσας και περίμενε τη στιγμή που θα κατέρρεε και ο πυρσός θα ολοκλήρωνε την πορεία του. Αλλά τα ολοένα και αυξανόμενα μουρμουρητά τον ανησύχησαν. Δεν ήθελε να δειχθεί αδύναμος, σκοπός του ήταν ακριβώς το αντίθετο.
   -Ας τελειώνουμε! φώναξε.
   Έκανε νόημα σε έναν έφιππο λογχοφόρο να εκτελέσει τον Λάτιρ και την Ζέμις, εκείνος κάλπασε εναντίον τους σκοπεύοντας να τους διαπεράσει και τους δυο μαζί όπως έστεκαν αγκαλιασμένοι. Η Ετάνια έπαψε να παλεύει και έμεινε να βλέπει ανήμπορη να βοηθήσει.

   Ο Φένορ σταμάτησε και αφουγκράστηκε. Στο παλάτι επικρατούσε ησυχία. Δεν είχαν συναντήσει κανέναν ως τώρα στην πορεία τους προς την αίθουσα του θρόνου μετά τους φρουρούς που είχαν εξοντώσει στην αυλή. Ο Χάρκους είχε πάρει τους στρατιώτες έξω στην εκτέλεση και είχε διατάξει μάλλον το προσωπικό να παραμείνει στα δωμάτιά του. Δεν ήθελε μάρτυρες για αυτό που σκόπευε να κάνει. Αυτή η προφύλαξη του προδότη τους είχε βοηθήσει ως εδώ.
   Συνέχισαν να κινούνται γρήγορα στους άδειους διαδρόμους. Ήταν μια ανησυχητική εμπειρία να βλέπουν άδειους όλους αυτούς τους χώρους που δεν έπαυαν κανονικά να σφύζουν από ζωή. Δεν την άφησαν να τους πτοήσει όμως και συνέχισαν.
   Πλησίαζαν στην αίθουσα του θρόνου όταν συνάντησαν έναν τρομαγμένο αυλικό που είχε κρυφτεί σε ένα μικρό δωμάτιο στην κορυφή της κεντρικής σκάλας στον όροφο που βρισκόταν η αίθουσα. Τον αντιλήφθηκαν από το υπερβολικό του τρέμουλο που κουνούσε το παραβάν πίσω από το οποίο είχε κρυφτεί.
   -Τι γίνεται εδώ πέρα; ρώτησε ο Ίριαν τον τρομαγμένο ανθρωπάκο.
   -Ο άρχοντας Χάρκους διέταξε να μείνουμε όλοι μέσα αλλά εγώ δεν.... είχα....
   -Δεν με νοιάζει τι έκανες εσύ, είπε ο Ιππότης. Τι γίνεται στην αίθουσα του θρόνου;
   -Δώδεκα μαυροντυμένοι άνδρες είναι εκεί και απαγγέλλουν επικλήσεις από χθες, είπε ο άνδρας.
   Ο Ίριαν κοίταξε τον Φένορ που ένευσε και προχώρησε προς την αίθουσα με τους  υπόλοιπους Ιππότες να ακολουθούν. Ο Ίριαν άφησε τον αυλικό και έσπευσε στο πλευρό του φίλου του.
   -Άρχισαν την επίκληση όπως μας είπε ο Ασμόνιους ότι θα κάνουν, πρέπει να βιαστούμε.
   -Ναι, είπε ο Ίριαν.
   Φτάσανε στον προθάλαμο της αίθουσας του θρόνου όπου βρέθηκαν απέναντι σε μια αρκετά πολυάριθμη φρουρά. Επικεφαλής ήταν ένας άνδρας που ο Φένορ αναγνώρισε αμέσως, ήταν εκείνος που είχε απαγάγει την Έλισεθ. Με μια τρομερή κραυγή ο Ιππότης όρμησε εναντίον του αιφνιδιάζοντας όχι μόνον εκείνον αλλά και τους υπόλοιπους. Τον έφτασε και τον διαπέρασε με τη σπάθα του ενώ γύρω του ξεσπούσε μια λυσσαλέα μάχη ανάμεσα στους Ιππότες και τους φρουρούς του Χάρκους.
   -Προχώρησε Φένορ! φώναξε ο Ίριαν. Θα τους τακτοποιήσουμε εμείς αυτούς. Εσύ σώσε την Έλισεθ!
   Ο Φένορ ένευσε και πέρασε την μεγάλη δίφυλλη πόρτα για να βρεθεί στην αίθουσα του θρόνου. Μπαίνοντας στάθηκε. Η αίθουσα είχε απογυμνωθεί από κάθε έπιπλο και μόνο ο θρόνος είχε απομείνει στη θέση του. Πάνω στο θρόνο, δεμένη με μαύρες κορδέλες στα μπράτσα, ήταν η Έλισεθ. Ανάμεσα στον Ιππότη και την πριγκίπισσα όμως στέκονταν δώδεκα άνδρες με μαύρες τελετουργικές στολές που απήγγειλαν επικλήσεις στην σκοτεινή γλώσσα.
   -Καταραμένοι είστε, όπως καταραμένος είναι και εκείνος που επικαλείστε, είπε ο Φένορ και επιτέθηκε.
   Η εμφάνισή του είχε αιφνιδιάσει απόλυτα τους  ακόλουθους του Άκλαροθ που δεν αντέδρασαν παρά όταν ήταν πολύ αργά. Ο Ιππότης είχε σκοτώσει ήδη τέσσερις. Δεν ήταν σε θέση να τον αντιμετωπίσουν, ήταν πολύ πιο ικανός πολεμιστής και ο θυμός πολλαπλασίαζε τις μαχητικές ικανότητές του. Ο ένας μετά τον άλλο έπεσαν όλοι νεκροί στα πόδια του και εκείνος προχώρησε να ελευθερώσει την Έλισεθ.

   Η Ετάνια κοίταξε τη Ζέμις στην αγκαλιά του Λάτιρ. Η κοκκινομάλλα κοπέλα είχε κλείσει τα μάτια της ενώ εκείνος ατένιζε αγέρωχα το θάνατο που ερχόταν προς το μέρος του. Την επόμενη στιγμή τα ξύλα από την πυρά εκτινάχθηκαν προς κάθε κατεύθυνση, διαλύοντας τον πυρσό και ρίχνοντας στο δάπεδο τους τοξότες και τον ιππέα. Ο Λάτιρ πήδηξε από το ικρίωμα και όρμηξε στον πιο κοντινό αντίπαλο για να πάρει ένα σπαθί. Μετά στράφηκε στον Χάρκους ενώ η Ζέμις ήρθε κοντά του. Η Ετάνια απαλλαγμένη από την ανάγκη να συγκρατεί τον πυρσό έστρεψε την προσοχή της στην πάλη με τους φρουρούς και κατάφερε να ξεφύγει και να πάει κοντά στους συντρόφους της.
   Ένας ηλικιωμένος άνδρας, σκυφτός από τα χρόνια, πέρασε ανάμεσα στους στρατιώτες που άνοιξαν πέρασμα άθελά τους σαν να τους απώθησε κάποια πολύ ισχυρή δύναμη. Προχώρησε στο κέντρο της πλατείας και κοίταξε το Χάρκους.
   -Είσαι προδότης με κάθε έννοια της λέξης. Πρόδωσες το βασιλιά σου, το καλό της χώρας αυτής, την ίδια σου την ψυχή που την πούλησες στο διάβολο. Ο λαός αυτής της χώρας δεν οφείλει να σε υπακούσει.
   -Σκοτώστε τον! Σκοτώστε τους όλους!
   Μια ομάδα έτρεξε προς τον γέρο άνδρα.
   -Θα επιτιθόσασταν σε έναν γέρο άνθρωπο, είπε εκείνος με τη φωνή του να γίνεται πιο βαθιά και δυνατή με κάθε λέξη.
   Και ξαφνικά δεν στεκόταν μπροστά τους ένας κυρτός ανθρωπάκος αλλά ένας αρχοντικός ευθυτενής άνδρας με ένα μεγάλο ραβδί στα χέρια του.
   -Αλλά θα επιτιθόσασταν σε έναν μάγο;
   Μια πύρινη σφαίρα τινάχθηκε από το ραβδί αλλά όχι με στόχο τους στρατιώτες μα τον νεκρομάντη που βιάστηκε να σχηματίσει ένα μαγικό σύμβολο στον αέρα μπροστά του και να εξαφανιστεί.
   Ο Άλασταρ έκανε ένα γρήγορο ξόρκι και μετά στράφηκε στους στρατιώτες που έρχονταν απτόητοι εναντίον του.
   -Υπάρχει και όριο στην ανοησία, είπε και τίναξε τους στρατιώτες στο έδαφος. Στη θέση σας θα έμενα κάτω.
   Στράφηκε και κοίταξε τις δυο μαθητευόμενές του και τον Λάτιρ κοντά στους οποίους είχε έρθει και ο Σίντρεκ.
   -Άσε μας εμάς, φώναξε αυτός ο τελευταίος. Βρες τον καταραμένο νεκρομάντη και σκότωσέ τον.
   Ο Άλασταρ στράφηκε στην ομάδα των στρατιωτών που ανασυντασσόταν και τους έριξε πάλι κάτω.
   -Είπα να μείνετε κάτω! τόνισε αυστηρά και την επόμενη στιγμή δεν ήταν εκεί.
   -Σκοτώστε τους!
   -Δεν στέκονται μόνοι προδότη!
   Όλα τα μάτια στράφηκαν στην άλλη άκρη της πλατείας όπου στεκόταν ο Ράουμας του Λορ έφιππος και δίπλα του ο βασιλιάς ενώ ακολουθούσαν οι Ιππότες που είχαν διασωθεί μαζί του και με τον Φένορ.
   -Επίθεση! διέταξε ο Χάρκους και ξεθηκαρώνοντας το σπαθί του κατέβηκε στην πλατεία να πολεμήσει και αυτός με το βλέμμα του γεμάτο μίσος.
   Οι άνδρες του επιτέθηκαν με ορμή. Ο Λάτιρ και ο Σίντρεκ εμπλάκηκαν πρώτοι πολεμώντας με μανία εναντίον των εχθρών και γρήγορα βρέθηκαν στο πλευρό τους και οι υπόλοιποι Ιππότες. Ήταν μια σκληρή μάχη, οι άνδρες του Χάρκους ήταν αποφασισμένοι, ήξεραν ότι αν νικούσαν θα είχε τελειώσει κάθε αντίσταση αφού θα είχε πέσει και ο βασιλιάς νεκρός ενώ αν χάνανε θα πέθαιναν. Πολεμούσαν με λύσσα και με το πλεονέκτημα της αριθμητικής υπεροχής τους. Αλλά οι Ιππότες είχαν ισχυρά κίνητρα. Είχε φτάσει η ώρα να αποκαταστήσουν την τάξη στο βασίλειο και να εκδικηθούν για τους συντρόφους που είχαν χάσει. Η Ζέμις πολεμούσε σαν κοινή μαχήτρια με σπαθί μιας και δεν είχε ακόμα τις δυνάμεις της. Η Ετάνια χρησιμοποιούσε μερικά απλά ξόρκια βοηθώντας τους Ιππότες στις προσωπικές μονομαχίες τους με αντιπάλους. Κλαγγές όπλων και κραυγές πόνου γέμιζαν την ατμόσφαιρα μαζί με πολεμικές ιαχές και χλιμιντρίσματα αλόγων.
   -Λαέ της Εσπέρια! φώναξε ο Ερρίκος δυνατά για να ακουστεί πάνω από το θόρυβο της μάχης. Αυτή είναι η τελευταία σας ευκαιρία να αποτάξετε το ζυγό του Χάρκους, αν νικήσει τώρα δεν θα απαλλαγείτε από αυτόν ποτέ!
   Ο πληθυσμός της πόλης ήταν πιστός στο θρόνο, η κατηγορία για προδοσία εκ μέρους των Ιπποτών είχε ξεσηκώσει αντιδράσεις και σκεπτικισμό αλλά όποιοι είχαν τολμήσει να εκφράσουν την δυσπιστία τους είχαν ριχθεί στα μπουντρούμια. Τώρα ήταν η ώρα να εκδικηθεί ο πληθυσμός του Στόρμγκαρντ για την τρομοκρατία που είχε υποστεί. Έπεσαν πάνω στους στρατιώτες με ορμή. Κάποιοι σκοτώθηκαν αλλά οι υπόλοιποι έπεφταν πάνω τους και κατάφερναν να τους θέτουν εκτός μάχης καθώς ήταν περισσότεροι και αντιστοιχούσαν τρεις σε κάθε άνδρα του Χάρκους στον οποίο επιτίθοντο.

   Ο Κέρζορ, ο νεκρομάντης, υλοποιήθηκε μέσα στην αίθουσα του θρόνου και κοίταξε γύρω περιμένοντας να ακούσει το κρεσέντο του ανίερου τελετουργικού για την επαναφορά του αφέντη τους. Αντίθετα τον υποδέχθηκε σιωπή. Οι ακόλουθοι του Άκλαροθ ήταν νεκροί και ο Φένορ είχε μόλις λύσει την Έλισεθ από τα δεσμά της.
   -Καταραμένος να είσαι Ιππότη.
   Ύψωσε το ραβδί του αλλά την ίδια στιγμή εκείνο διαλύθηκε σε λεπτή σκόνη που κύλισε στο μαρμάρινο δάπεδο. Δεν ήταν πια ο μόνος μάγος στην αίθουσα όπου βρισκόταν και ο Άλασταρ.
   -Στις σκιές γεννήθηκες
    και αυτές υπηρετείς
    σ' αυτές εξορίζεσαι
    και μ' αυτές να ξεχαστείς.
   Μια αψιδωτή πύλη άνοιξε πίσω από το σκοτεινό μάγο. Ριπές ενέργειας μαστίγωναν το περίγραμμά της και μέσα της βασίλευε το πιο αδιαπέραστο σκοτάδι. Το ξόρκι του Άλασταρ τίναξε τον Κέρζορ στο κέντρο της αψίδας που την επόμενη στιγμή εξαφανίστηκε σαν να μην υπήρξε ποτέ.
   -Τελείωσε και αυτό, είπε ο Άλασταρ. Ελάτε, πάμε να βρούμε το βασιλιά.

   Ο Χάρκους έπεσε νεκρός τρυπημένος από τη σπάθα του βασιλιά Ερρίκου και όσοι άνδρες του ζούσαν ακόμη παραδόθηκαν. Μεγαλόψυχος ο βασιλιάς τους χάρισε τη ζωή αλλά τους καταδίκασε σε ισόβια παραμονή και εργασία στα λατομεία του Καρμίρ στα ανατολικά των ορεινών. Κάτω από τις ζητωκραυγές του λαού του προχώρησε προς το παλάτι απ' όπου έβγαιναν ο Φένορ και οι σύντροφοί του με την Έλισεθ, η μικρή πριγκίπισσα σκαρφαλωμένη στην αγκαλιά του Ορθ.
   Πλησίασαν τον βασιλιά που πήρε την κόρη του στην αγκαλιά του και τη φίλησε συγκινημένος. Ύστερα κοίταξε τους Ιππότες.
   -Σας ευχαριστώ, είπε απλά.
   Ο λαός άρχισε να ζητωκραυγάζει το όνομα του βασιλιά και τους Ιππότες που είχαν αποκαταστήσει την ορθή τάξη πραγμάτων. Η Ετάνια ξεχώρισε μέσα από το πλήθος και αγκάλιασε τον Ίριαν χαρούμενη.
   -Νικήσαμε! Τα καταφέραμε.
   -Ναι τα καταφέραμε, είπε με ένα χαμόγελο ο Ιππότης.
   Κοιτάκτηκαν στα μάτια ενώ οι πανηγυρισμοί γύρω τους συνεχίζονταν. Ύστερα τα χείλη τους ενώθηκαν σε ένα γεμάτο πάθος φιλί.
   Ο Φένορ χτύπησε φιλικά στην πλάτη το φίλο του και πήγε να βρει τον Ράουμας. Γύρω του οι Ιππότες χαλάρωναν επιτέλους μετά από τη δοκιμασία που είχαν περάσει. Ο Σίντρεκ μιλούσε με τον Λάτιρ, η Ζέμις στεκόταν δίπλα του, το χέρι του Ιππότη ήταν γύρω από τους λεπτούς ώμους της και εκείνη ακουμπούσε το κεφάλι της στον ώμο του.

   -Η ειρήνη ήλθε και πάλι στην Έρεμορ.
   -Αλλά με ποιο τίμημα.
   Ο Φένορ και ο Άλασταρ στέκονταν στο ψηλότερο σημείο του παλατιού με θέα σε όλη την πόλη αλλά και στην γύρω περιοχή. Η νύχτα είχε πέσει πια για τα καλά και ησυχία είχε απλωθεί παντού.
   -Η Ιπποσύνη σχεδόν εξολοθρεύθηκε από την προδοσία του Χάρκους.
   -Μπορείτε να την κάνετε να ανθίσει ξανά.
   -Θα πάρει χρόνια, είπε ο Φένορ.
   -Θα έχετε σίγουρα μερικά, η επόμενη κίνηση δεν θα γίνει αμέσως.
   -Ποιος κινεί τα νήματα; Ο Άκλαροθ;
   -Όχι, ο Άκλαροθ καταστράφηκε με το θάνατο του Κέρζορ. Κάτι άλλο πιο σκοτεινό βρίσκεται πίσω από αυτήν την ιστορία. Η προδοσία του Χάρκους έγινε για να αποδυναμωθεί η Ιπποσύνη αλλά όποιος το σχεδίασε έλπιζε να εξελιχθεί έτσι η κατάσταση και να απαλλαγεί και από τον Άκλαροθ. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι και να περιμένουμε την επόμενη κίνηση.
   -Ως τότε θα εκπαιδεύουμε Ιππότες και θα ετοιμαζόμαστε για πόλεμο, είπε ο Φένορ.
   -Και όχι μόνο, είπε ο Άλασταρ.
   -Τι εννοείς;
   -Να είσαι έτοιμος αλλά να μην αφήσεις αυτήν την απειλή να σου στρεβλώσει την οπτική σου για τη ζωή. Έχεις κάνει σχέδια, να τα πραγματοποιήσεις.
   -Εννοείς τη Ρουθ;
   -Ναι, τη ζήτησες σε γάμο σωστά;
   -Ναι, θέλω να την κάνω γυναίκα μου.
   -Και πολύ καλά κάνεις, επιδοκίμασε ο μάγος. Εγώ θα φύγω απόψε αλλά θα τα ξαναπούμε, εξ' άλλου ο Ίριαν και η Ετάνια θα διατηρούν επαφή μέχρι να ξαναγυρίσουμε. Θα είμαστε πίσω για το γάμο.
   -Εντάξει Άλασταρ, εις το επανιδείν.

   Αργότερα τη νύχτα, ο Ιππότης σκεφτόταν όσα είχαν γίνει και αναρωτιόταν για όσα θα έρχονταν. Δίπλα του η Ρουθ κοιμόταν ήσυχη στην αγκαλιά του με το κεφάλι της στο στέρνο του, στο σημείο της καρδιάς. Είχε δίκιο ο μάγος, θα αγαπούσαν, θα έκαναν οικογένειες και θα ετοίμαζαν την μελλοντική άμυνα της Εσπέρια. Όταν θα ερχόταν ο κίνδυνος θα έκαναν το καλύτερο και θα είχαν έναν παραπάνω λόγο γι' αυτό προστατεύοντας την οικογένειά τους. Χάιδεψε τα σαν μετάξι απαλά μαλλιά της Ρουθ και αποκοιμήθηκε ευτυχισμένος.

                                                                 Τέλος

Τα Χρονικά Της Εσπέρια Ι - Η Συνωμοσία Της Σκιάς 14

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Ο Λάτιρ συνήλθε με ένα τίναγμα.Ήταν ξαπλωμένος στο σκληρό και υγρό πέτρινο δάπεδο ενός κελιού. Τα χέρια του ήταν δεμένα μπροστά τώρα και πολύ σφιχτά. Μόνο το κεφάλι του δεν ακουμπούσε κάτω και κάνοντας να ανασηκωθεί κατάλαβε το γιατί. Η Ζέμις τον είχε στην ποδιά της. Η κοκκινομάλλα μαθητευόμενη μάγισσα τν κοίταξε λυπημένη.
   -Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό, είπε. Τώρα έπεσες στα χέρια τους.
   -Έλπιζα να βοηθήσω την Έλισεθ..... και εσένα.
   -Μόνο μάγοι διατηρούν τις αισθήσεις τους ταξδεύοντας μέσα από τους διαδρόμους της μαγείας. Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό. Τώρα θα χαθείς και εσύ.
   -Είμαστε ακόμα ζωντανοί, είπε ο Λάτιρ, μην χάνεις τις ελπίδες σου.
   -Είμαστε όμως ανίσχυροι, δεν έχω τις δυνάμεις μου πια, με ποτίσανε ένα φίλτρο που τις δέσμευσε.
   -Οι σύντροφοί μας δεν θα μας εγκαταλείψουν, είπε ο Λάτιρ. Ξέρεις που βρίσκεται η Έλισεθ;
   -Όχι. Δεν την είδα καθόλου.
   -Για εκείνη ανησυχώ. Ο Χάρκους δεν τη θέλει για καλό.
   Η Ζέμις βοήθησε τον Ιππότη να ανακαθίσει και μετά να σηκωθεί όρθιος. Τεντώθηκε νιώθοντας μουδιασμένος.
   -Πόσο έμεινα αναίσθητος; ρώτησε.
   -Πολύ, είπε η Ζέμις. Ανησύχησα. Φοβήθηκα πως δεν θα τα κατάφερνες.
   Ο Λάτιρ ένευσε καθώς περιεργαζόταν το κελί τους αναζητώντας δρόμο διαφυγής. Δεν υπήρχε, γύρω τους υπήρχαν μόνο χοντροί τοίχοι που διακόπτονταν από μια συμπαγή μεταλλική πόρτα και έναν μικρό φεγγίτη από τον οποίο δεν χωρούσε να περάσει ούτε το χέρι του ακόμα και αν θα μπορούσαν να σκαρφαλώσουν εκεί που ήταν.
   Η πόρτα του κελιού άνοιξε. Μια ομάδα βαριά οπλισμένων φρουρών μπήκε στο κελί. Ένας από αυτούς πέταξε ένα κόκκινο φόρεμα στην Ζέμις.
   -Φόρεσέ το μάγισσα.
   Η κοπέλα το πήρε και κοίταξε τους άνδρες.
   -Έτσι; Μπροστά σας;
   -Αν δεν θες να σε γδύσουμε εμείς, γρύλισσε ο ένας από τους στρατιώτες.
   Η Ζέμις δίστασε. Ο στρατιώτης που την είχε απειλήσει έκανε ένα βήμα προς το μέρος της και η κοπέλα πισωπάτησε. Διστακτικά άρχισε να ξεκουμπώνει το γιλέκο της.
   -Ζέμις, είπε ο Λάτιρ. Να θυμάσαι πάντα ότι μπορούν να σου αφαιρέσουν τα πάντα αλλά ποτέ την αξιοπρέπειά σου αν δεν την παραδώσεις εσύ.
   Η κοπέλα έσφιξε τα χείλη και άρχισε να ξεντύνεται. Ο Ιππότης έστρεψε αλλού το βλέμμα για να μην την δει γυμνωμένη αλλά του είπε:
   -Λάτιρ, κοίταξέ με.
   Ο Ιππότης το έκανε και εκείνη συνέχισε να γδύνεται κρατώντας το βλέμμα της στο δικό του, αντλώντας θαρρος από εκείνον. Μετά φόρεσε το κόκκινο φόρεμα που της είχαν φέρει. Οι στρατιώτες τους άρπαξαν και τους έβγαλαν από το κελί σε έναν μουντό διάδρομο. Τους έσυραν γρήγορα ως μια μικρή αυλή και τους φόρτωσαν σε ένα κάρο. Μόλις τους ανέβασαν ξεκίνησε με μια ταχύτητα που έκανε αδύνατο το άλμα έξω από αυτό. Μια πύλη άνοιξε και βγήκαν στην μεγάλη αυλή πριν τις Σιδηρές Πύλες. Το κάρο σταμάτησε απότομα μπροστά σε ένα πρόσφατα φτιαγμένο ικρίωμα και ο Λάτιρ ένιωσε έναν κόμπο στο στομάχι, τους προόριζαν να πεθάνουν στην πυρά.   

   Ο Φένορ οδήγησε τους συντρόφους του στη δυτική πλευρά του Όρους των Καταιγίδων και άρχισαν την ανάβαση από μονοπάτια που λίγοι ήξεραν. Ταξίδευαν όλη τη νύχτα και μόλις άρχισε να χαράζει σταμάτησαν για να ξεκουραστούν κάτω από μερικά δένδρα. Ο Φένορ έμεινε να φυλάει σκοπιά και τους είπε να κοιμηθούν λίγες ώρες. Οι Ιππότες ξάπλωσαν ένα γύρο και σκεπάστηκαν με τους μανδύες τους. Δεν μπορούσαν να ανάψουν φωτιά εδώ, κινδύνευαν να γίνουν αντιληπτοί. Ο Ίριαν κάθισε στη ρίζα ενός δένδρου και ακούμπησε με την πλάτη του στον κορμό του. Η Ετάνια ήρθε και κάθισε δίπλα του. Εκείνος δεν την κατάλαβε αμέσως καθώς παρατηρούσε το φίλο του.
   -Ανησυχείς πολύ γι' αυτόν, είπε η κοπέλα.
   -Ναι, θεωρεί ότι έφταιγε για την αρπαγή της Έλισεθ και δεν συγχωρεί τον εαυτό του. Ειδικά επειδή πρόκειται για την Έλισεθ την οποία είμαστε ορκισμένοι να προστατεύουμε.
   -Καταλαβαίνω πως ένιωθε αλλά δεν έφταιγε, τι μπορούσε να κάνει;
   -Εκείνος δεν το βλέπει έτσι, ήταν πάντα σκληρός κριτής του εαυτού του.
   Η Ετάνια ένευσε και έκλεισε τα μάτια της ενώ τυλιγόταν με το μανδύα της. Ένα ρίγος τη διαπέρασε και προσπάθησε να το σταματήσει αλλά ο Ίριαν το αντιλήφθηκε.
   -Δεν είσαι καλά; είπε ανήσυχος.
   -Καλά είμαι. Η Ζέμις δεν είναι.
   -Τι έχει; Την βασάνισαν; Πως το ξέρεις; ρώτησε ο Ίριαν.
   -Όταν η Ζέμις ήρθε να σπουδάσει μαζί μας ήταν ένα τρομαγμένο κοριτσάκι. Γίναμε γρήγορα φίλες και ένιωθε καλύτερα αλλά τη νύχτα ακόμα την βασάνιζαν φόβοι και εφιάλτες. Για να την κάνω να νιώσει καλύτερα εκτελέσαμε το ξόρκι του δεσίματος ώστε να μπορεί η μια να νιώσει την άλλη.
   -Οπότε την νιώθεις τώρα;
   -Ναι, αλλά όχι καλά, το δέσιμο μας οφείλεται στη μαγεία μας και η Ζέμις δεν έχει τη δική της.
   -Την ποτίσανε λαμόδιο. Στερεί από το μάγο την ικανότητα να χρησιμοποιήσει μαγεία. Το χρησιμοποιούμε και' μεις με τους σκοτεινούς μάγους αν δεν έχουμε μαζί μας κάποιον να τους κρατάει σε έλεγχο.
   -Κρυώνω, ψιθύρισε η Ετάνια.
   Ο Ίριαν έσπευσε να περάσει το μπράτσο του γύρω από τους ώμους της, για να την τυλίξει και με το δικό του μανδύα και μόνο είπε στον εαυτό του αλλά όταν εκείνη χώθηκε κουρασμένη στην αγκαλιά του κατάλαβε πως δεν χρειαζόταν δικαιολογία.

   Οι πύλες της πόλης του Στόρμγκαρντ έπρεπε να παραμείνουν κλειστές ως που να ολοκληρωθούν τα σχέδιά του Χάρκους αλλά και μόνο η παρουσία του Ράουμας ήταν αρκετή για να ανοίξουν οι πύλες. Οι πιστοί στον Χάρκους φρουροί εξουδετερώθηκαν και ο Ράουμας με τους Ιππότες και το στρατό που είχε συγκεντρωθεί μπήκαν στην πόλη. Ο Ράουμας χώρισε τους στρατιώτες σε τμήματα και τα έστειλε με επικεφαλής Ιππότες να καταλάβουν καίρια σημεία. Με τους υπόλοιπους Ιππότες μετά βάδισε προς τις Σιδηρές Πύλες.

   Κατέβασαν τον Λάτιρ και την Ζέμις από το κάρο και τους έσυραν μπροστά σε ένα ψηλό εξώστη ακριβώς απέναντι από το ετοιμασμένο ικρίωμα. Η κοπέλα έχοντας δει τα στοιβαγμένα ξύλα είχε καταλάβει τη μοίρα που της επιφύλασσαν, έτσι εξηγείτο και το κόκκινο φόρεμα, το ένδυμα της καταδικασμένης στην πυρά μάγισσας. Στάθηκαν μπροστά στον εξώστη και ο Λάτιρ σάρωσε με το βλέμμα του το χώρο. Υπήρχαν πολλοί στρατιώτες για να έχει ελπίδες να ξεφύγει ακόμα και αν ήταν πάνοπλος και ξεκούραστος. Όχι, είχε φτάσει η ώρα του. Έξω από τον κύκλο των στρατιωτών που οριοθετούσαν την πλατεία ήταν μαζεμένος κόσμος αλλά δεν φαίνονταν χαρούμενοι, κάθε άλλο. Ήταν σκυθρωποί και φοβισμένοι.
   Στον εξώστη φάνηκε ο Χάρκους και οι στρατιώτες τον αποθέωσαν με πολεμικές κραυγές αλλά ανάμεσα στους κατοίκους ελάχιστοι τον επευφήμησαν. Οι περισσότεροι παρέμεναν φοβισμένοι και μαζεμένοι. Ο Λάτιρ κατάλαβε, ο νόμος του σφετεριστή είχε πέσει βαρύς και όλοι τον μισούσαν. Για να εδραιώσει την θέση του είχε ετοιμάσει και αυτήν την δημόσια εκτέλεση.
   Ο Χάρκους ύψωσε το χέρι του και έγινε απόλυτη σιωπή. Ο Ιππότης τον κοίταξε και διαπίστωσε ανήσυχος ότι στη σκιά λίγο πιο πίσω στεκόταν ο σκότεινος μάγος που είχαν αντιμετωπίσει. Άκουσε τη Ζέμις να παίρνει μια τρομαγμένη ανάσα.
   -Μάγισσα, είπε με βροντερή φωνή ο Χάρκους καταδικάστηκες να καείς στην πυρά για τα έργα στα οποία παραμένεις αμετανόητη επιζητώντας το κακό της Εσπέρια και του λαού της.
   Η Ζέμις δεν απάντησε και ο σφετεριστής στράφηκε στον Λάτιρ.
   -Λάτιρ της Μάνσια κατηγορείσαι ως προδότης. Ανήκεις στους Ιππότες που πρόδωσαν το βασιλιά και τον δολοφόνησαν και το ότι συνελλήφθεις με την μάγισσα αυτή είναι αρκετή απόδειξη. Τι έχεις να απολογηθείς; Απαρνήσου τους προδότες συντρόφους σου και ορκίσου πίστη σε' μενα και θα είμαι επιεικής.
   -Εγώ είμαι πιστός στον όρκο μου και στο ρόδο της Εσπέρια την Έλισεθ Ντρομέθια. Εσύ είσαι ο προδότης και θα πληρώσεις γι' αυτό γιατί την απήγαγες με δόλιο σκοπό!
   Μουρμουρητά ακούστηκαν στον κόσμο.
   -Πάρτε τους! βρυχήθηκε ο Χάρκους. Ήθελα να δείξω έλεος αλλά αμετανόητοι διαδίδουν ψεύδη!
   Τους οδήγησαν στο ικρίωμα όπου του έλυσαν τα χέρια σύμφωνα με το αρχαίο έθιμο, δεν υπήρχε πιθανότητα να δοκιμάσει να το σκάσει καθώς τοξότες ένα γύρο τον σημάδευαν ήδη. Αλλά ο Λάτιρ δεν το σκεφτόταν, είχε αποφασίσει να πεθάνει με αξιοπρέπεια.
   Στάθηκε στην κορυφή του ικριώματος και στράφηκε προς την ανατολή όπου ο ήλιος είχε αρχίσει να υψώνεται. Η Ζέμις στάθηκε δίπλα του.
   -Σε ζηλεύω που δεν φοβάσαι, είπε η Ζέμις.
   -Είμαι έτοιμος να πεθάνω αν και θα προτιμούσα να είναι στη μάχη.
   Ο δήμιος πλησίασε με τον πυρσό αναμμένο.
   -Δεν θέλω να πεθάνω, είπε με ραγισμένη φωνή η κοπέλα.
   Ο Λάτιρ γύρισε και την κοίταξε. Την αγκάλιασε και την κράτησε σφιχτά.

   Ο Φένορ τους οδήγησε σε μονοπάτια μέσα από τα σπήλαια του βουνού και τελικά τους έφερε σε μια μεγάλη πέτρινη θύρα. Εκεί πλησίασε και ακούμπησε τα χέρια του στους παραστάτες της αφού έβγαλε τα γάντια του. Με ένα τρίξιμο η τεράστια πύλη άνοιξε και ο Ιππότης έκανε ένα νόημα να περάσουν. Μόλις πέρασαν βρέθηκαν σε ένα μικρό δωμάτιο με μια σκάλα προς τα πάνω.
   -Αυτή είναι μια μυστική δίοδος για ώρα ανάγκης, είπε ο Φένορ, αν και μάλλον πρώτη φορά χρησιμοποιείται για να μπει κάποιος στην πόλη.
   Ανέβηκαν τη σκάλα και βρέθηκαν σε ένα μικρό δωμάτιο στην αυλή της εσωτερικής πλευράς των Σιδηρών Πυλών. Μπορούσαν να δουν το στρατό και το πλήθος έξω. Όπως και το ότι θα γινόταν μια εκτέλεση.
   -Θόρας, θέλω να περάσεις μέσα από το πλήθος και να πας στο Ράουμας, φέρε τον αμέσως εδώ. Είσαι ο μόνος που δε φοράει στολή και δεν θα τραβήξεις την προσοχή. Ετάνια, ξέρω τι θέλεις και δεν θα προσπαθήσω να σε αποτρέψω. Πήγαινε. Σίντρεκ επίσης. Λουθ, Μάκερ, ασφαλείστε το δωμάτιο της αλυσίδας, να μην κλείσουν οι πύλες επ' ουδενί. Οι υπόλοιποι μαζί μου. πάμε να βρούμε την Έλισεθ.
   Βγήκαν στη μικρή και αυλή και χωρίστηκαν ενώ μια ομάδα στρατιωτών εμφανιζόταν από την απέναντι πλευρά. Τράβηξαν αμέσως όπλα και όρμηξαν πάνω τους.
   -Φύγετε εσείς! πρόσταξε ο Φένορ ξεθηκαρώνοντας τη σπάθα του.
   Η Ετάνια έτρεξε προς το ικρίωμα. Μπορούσε να δει τον Λάτιρ να έχει αγκαλιάσει την Ζέμις που είχε χώσει το πρόσωπό της στο στέρνο του. Με το κόκκινο φόρεμα και τα ίδιου χρώματος μαλλιά της έμοιαζε με μια ζωντανή φλόγα. Μια φλόγα ζωής που σε λίγο θα έσβηνε. Καθώς παραμέριζε κόσμο για να πλησιάσει το ικρίωμα σκεφτόταν πυρετωδώς πως να τη σώσει μαζί με τον Ιππότη. Τι μπορούσε να κάνει;
   Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ο δήμιος έριξε τον πυρσό προς τα ετοιμασμένα εύφλεκτα ξύλα στη βάση του ικριώματος.

Τα Χρονικά Της Εσπέρια Ι - Η Συνωμοσία Της Σκιάς 13

Author: Νυχτερινή Πένα /

                                          Κεφάλαιο V
                              Θυσία Στο Σκοτεινό Βωμό

   Η πόρτα έσπασε με έναν εκκωφαντικό κρότο και μια ομάδα γκριζοφορεμένων ανδρών όρμηξε μέσα στο κελάρι. Οι δυο Ιππότες τους περίμεναν με τα όπλα έτοιμα και επιτέθηκαν αμέσως μόλις οι αντίπαλοί τους μπήκαν στο δωμάτιο.
   Επί μια εβδομάδα οι δυο ιππότες, η Ζέμις και ο Θόρας είχαν μείνει οχυρωμένοι στο κελάρι αποκρούοντας επιθέσεις του λόρδου Βάλρους και των ανδρών του. Ο Θόρας είχε καταφέρει να φτιάξει το αντίδοτο για να αντιμετωπίσει το ναρκωτικό που τους είχε ποτίσει ο πανδοχέας και όταν εφτασαν οι στρτιώτες του εχθρού τους ήταν σε θέση να προβάλλουν αντίσταση. Απέκρουαν επιθέσεις και δεν είχαν φόβο να τους λείψουν οι προμήθειες μιας και το κελάρι ήταν πλούσια εφοδιασμένο. Οι άντρες του Βάλρους είχαν δυο φορές σπάσει την πόρτα αλλά τους είχαν απωθήσει και την είχε επισκευάσει η Ζέμις με ένα ξόρκι. Και τώρα οι άνδρες του Βάλρους είχαν αρχίσει να απωθούνται όταν μπήκε στο κελάρι μια ακόμα ομάδα που έπεσε πάνω στους Ιππότες οι οποίοι πιέστηκαν να υποχωρήσουν.
   -Πετάξτε τα όπλα σας αλλιώς αυτοί οι δυο θα πεθάνουν!
   Ο Θόρας και η Ζέμις είχαν αιχμαλωτιστεί και από ένα ξίφος βρισκόταν στο λαιμό του καθενός τους. Ο Σίντρεκ και ο Λάτιρ δεν δίστασαν. Παρέδωσαν τα όπλα και αφέθηκαν να δεθούν πισθάγκωνα. Τους οδήγησαν στην αυλή του πανδοχείου όπου τους περίμενε ο λόρδος Βάλρους καβάλα στο άλογό του.
   -Σκοτώστε τους άνδρες, τη μικρή θα την πάρω στα διαμερίσματά μου. Μην ανησυχείτε όμως, μόλις τελειώσω θα σας τη φέρω στο στρατώνα!
   Ζητωκραυγές ακολούθησαν τα λόγια του μαζί με πρόστυχες προτάσεις προς την Ζέμις που είχε κοκκινίσει από ντροπή και ανήμπορο θυμό. Ο Βάλρους έδειξε τους δυο Ιππότες και δυο στρατιώτες πήραν θέση να τους εκτελέσουν.
   -Σας διατάζω να τους αφήσετε!
   Στην είσοδο της αυλής στεκόταν ένα όμορφο κοριτσάκι με λευκό φόρεμα.
   -Πως τολμάς; βρυχήθηκε ο Βάλρους.
   -Είμαι η Έλισεθ της Ντρομέθια πριγκίπισσα της Εσπέρια. Σας διατάζω να την αφήσετε αυτήν την κοπέλα και τους Ιππότες.
   -Σκοτώστε τη! διέταξε ο Βάλρους, ο άρχοντας Χάρκους θα μας ανταμοίψει γενναιόδωρα.
   -Αυτό και μόνο είναι εσχάτη προδοσία! Είστε κυκλωμένοι! Παραδοθείτε αλλιώς θα πεθάνετε όλοι.
   Δίπλα στην Έλισεθ στεκόταν τώρα ο Φένορ και οι υπόλοιποι είχαν πάρει θέσεις τριγύρω. Είχαν αποβιβαστεί στο μικρό λιμάνι του Ντέμικ και είχαν φτάσει πάνω στην ώρα για να σώσουν τους συντρόφους τους. Ο Βάλρους κοίταξε τα αποφασισμένα πρόσωπα των Ιπποτών και μετά είπε:
   -Σε προκαλώ σε μονομαχία Φένορ του Άκρεν. Όποιος νικήσει θα υπαγορεύσει εδώ τους όρους. Αλλά να ξέρεις ότι είμαι ο καλύτερος μονομάχος της Εσπέρια.
   -Ο καλύτερος μονομάχος της Εσπέρια είναι ο Ράουμας του Λορ, απάντησε περιφρονητικά ο Φένορ.
   -Ο Ράουμας του Λορ είναι νεκρός, κάγχασε ο Βάλρους.
   -Είσαι σίγουρος γι' αυτό; είπε ψυχρά μια φωνή.
   Όλα τα μάτια στράφηκαν προς την κατεύθυνση της φωνής και έμειναν όλοι άναυδοι γιατί το θέαμα ήταν το πιο αναπάντεχο για όλους. Εκεί στεκόταν ο Ράουμας ακολουθούμενος από Ιππότες και στρατιώτες. Οι Ιππότες ζητωκραύγασαν για την αναπάντεχη επανένωση ενώ οι στρατιώτες του Βάλρους έριχναν τα όπλα τους αποθαρρυμένοι. Εκτός από έναν άνδρα που έβγαλε από μια τσέπη ένα πετράδι και το  πέταξε στην Έλισεθ. Ο Γκρέγκον έσπευσε να βάλει την ασπίδα του μπροστά στην μικρή πριγκίπισσα και αλλά το πετράδι την διαπέρασε και χτύπησε το κορίτσι στο στήθος. Μια πράσινη λάμψη τύλιξε το κορίτσι και την επόμενη στιγμή εξαφανίστηκε. Ο στρατιώτης κραύγασε θριαμβευτικά και καθώς είδε τους Ιππότες να στρέφονται προς το μέρος του άρπαξε την Ζέμις και την τράβηξε μπροστά του.
   -Τα κατάφερα Αφέντη μου! φώναξε και μια πύλη σκοτεινής ενέργειας εμφανίστηκε μπροστά του. Την πέρασε τραβώντας και την κοπέλα μαζί του. Με μια κραυγή ο Λάτιρ όρμηξε μπροστά με τα χέρια ακόμα δεμένα και πέρασε πίσω τους την πύλη πριν αυτή εξαφανιστεί.

   -Ήταν δικό μου λάθος, είπε ο Φένορ. Δεν έπρεπε να έχουμε μαζί μας την Έλισεθ όταν ετοιμαστήκαμε να επέμβουμε.
   -Δεν θα μπορούσατε να την αφήσετε πίσω, είπε ο Ράουμας, και όπως απέδειξε ο Γκρέγκον και πιο πίσω να στεκόταν πάλι θα την έφτανε το καταραμένο πετράδι ακόμα και αν θα σκότωνε μερικούς στο δρόμο του.
   Ήταν μαζεμένοι κοντά στην πόρτα του πανδοχείου όπου είχαν κλειδώσει στο κελάρι τους αντιπάλους τους. Ο Ίριαν είχε εξηγήσει στον Ράουμας πως είχαν μάθει με την Ετάνια τι συνέβαινε και τι σκόπευαν να κάνουν οι αντίπαλοί τους. Μετά είχαν αποπλεύσει από το Λαχούρι για να ταξιδέψουν στη δυτική ακτή της Εσπέρια και να αποβιβαστούν στο Ντέμικ. Από εκεί είχαν σκοπό να πάνε στην πρωτεύουσα με μια μικρή στάση για να δουν τι είχε γίνει με τους συντρόφους που η Ετάνια είχε αναγκαστεί να αφήσει πίσω για να βρουν εκτός από αυτούς και τον Ράουμας με τους δικούς του Ιππότες και κάποιους στρατιώτες.
   -Σας νομίζαμε νεκρούς όπως διέδωσε ο Χάρκους.
   -Νικήσαμε εκείνη τη μάχη που μας ειχαν στήσει ενέδρα. Μετά σκέφθηκα ότι αν ήταν να συνεχίσουμε έπρεπε να μας πιστέψουν για νεκρούς. Ντύσαμε με τις στολές μας πτώματα και έτσι νομίσανε ότι μας εξολοθρεύσανε. Τη δική μου και μερικών ακόμα γνωστών Ιπποτών τις βάλαμε σε παραμορφωμένα πτώματα για παν ενδεχόμενο. Ο Χάρκους δεν κοίταξε πρόσωπα αλλά μέτρησε στολές και πίστεψε ότι τελείωσε με' μας. Και τώρα θα περάσουμε στην αντεπίθεση. Βρήκαμε το βασιλιά και τον Άλασταρ.
   -Που βρίσκονται τώρα;
   -Ο βασιλιάς βρίσκεται στο Ντρον Πηκ. Έχει συγκεντρώσει άνδρες πιστούς σε αυτόν και μόλις ενωθούμε μαζί του θα βαδίσουμε κατά του Χάρκους στο Στόρμγκαρντ. Ο Άλασταρ καταδιώκει τον σκοτεινό μάγο πάλι για να μην είναι σε θέση να τελέσει το μιαρό τους τελετουργικό. Θα ενωθούμε με το βασιλιά και θα προχωρήσουμε να αντιμετωπίσουμε τον Χάρκους. Φένορ, δική σου αποστολή είναι η απελευθέρωση της Έλισεθ.
   -Πως; είπε η Ετάνια. Η Έλισεθ θα είναι στα χέρια του Χάρκους τώρα στο Στόρμγκαρντ.
   -Εκείνοι που θα επιτεθούν πρέπει να μπουν από την κανονική οδό. Αλλά υπάρχει και ένας κρυφός δρόμος απ' όπου λίγοι μπορούν να μπουν στην πόλη και μάλιστα κατευθείαν στο παλάτι, είπε ο Φένορ.
   -Θα έρθω μαζί σου, είπε ο Ίριαν. Τώρα θα οδηγήσει ο Ράουμας τους υπόλοιπους στη μάχη.
   -Θα έρθουμε και' μεις, δήλωσε η Ετάνια και ο Θόρας συμφώνησε με ένα κοφτό νεύμα, να βρούμε τη Ζέμις.
   Στην ήδη τετραμελή ομάδα προστέθηκε ο Σίντρεκ, που ήθελε να ψάξει για τον Λάτιρ, και έξι ακόμα Ιππότες μεταξύ των οποίων ο Ορθ και ο Λουθ.
    Ο Γκρέγκον ήθελε να πάει μαζί τους θεωρώντας τον εαυτό του υπέυθυνο για την αρπαγή της πριγκίπισσας αλλά δεν του ήταν δυνατό, η εγγύτητα στο καταραμένο πετράδι τον είχε αρρωστήσει.
    Καθώς η νύχτα έπεφτε ο Φένορ και η ομάδα του ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν. Ο Ράουμας και οι δικοί του είχαν στρατοπεδεύσει κοντά στο χωριό και θα ενώνονταν με το βασιλιά το πρωί. Μετά από μια τελευταία συνάντηση με τον Ράουμας ο Φένορ προχώρησε να βρει τους υπόλοιπους που περίμεναν στη σέλα.
   -Φένορ.
   Ο Ιππότης στράφηκε και είδε τη Ρουθ. Η κοπέλα θα έμενε με τους Ιππότες και θα συναντούσε το πρωί τον βασιλιά.
   -Ρουθ....
   -Θα έφευγες χωρίς να με αποχαιρετήσεις; είπε με παράπονο η κοπέλα.
   -Δεν ήθελα να το κάνω πιο δύσκολο, είπε ο Φένορ, από ότι είναι ήδη.
   Η Ρουθ ρίχτηκε στην αγκαλιά του. Στις μέρες του ταξιδιού είχαν περάσει πολλές ώρες μαζί και ήταν πια σίγουροι για το τι ένιωθαν. Ο Ιππότης της χάιδεψε τα μαλλιά.
   -Πρέπει να φύγω, είπε.
   -Να προσέχεις σε παρακαλώ.
   -Θα το κάνω, είπε με ένα αχνό χαμόγελο ο Φένορ. Χαμογέλασε αγαπημένη μου, θα γυρίσουμε νικητές.
   Τη φίλησε απαλά στα χείλη και μετά ανέβηκε στο άλογό του. Ξεκίνησε να βρει τους υπόλοιπους. Η Ρουθ τον παρακολουθούσε μέχρι που χάθηκε από τα μάτια της. Μετά άφησε τα δάκρυα της να κυλίσουν.