Η Ντέηνα κατέφτασε στο νοσοκομείο και πάρκαρε στην
είσοδο του περιβόλου, μπορούσε να δει ότι είχε γίνει μάχη και ακόμα ότι μετά
από αυτή είχαν περάσει την έξοδο οχήματα που είχαν αφήσει ίχνη πάνω στις
στάχτες που είχαν απλωθεί από την καταστροφή, και την επακολουθήσασα φωτιά,
κάποιου ρομπότ. Να ήταν και η Νάταλι με αυτούς που έφυγαν;
Πάντως από εδώ είχε φύγει αφού δεν βρισκόταν εδώ το
αυτοκίνητό της. Η Ντέηνα κοίταξε το δρόμο, που είχαν πάει αυτοί που είχαν
φύγει, πιο πέρα που δεν υπήρχαν στάχτες χάνονταν τα ίχνη. Στάθηκε αναποφάσιστη.
Σίγουρα δεν είχαν πάει προς τη θάλασσα από όπου
είχαν έρθει οι ανηλεείς εισβολείς άρα έπρεπε να πάρει την αντίθετη κατεύθυνση.
Προς το παρόν τουλάχιστον. Έβαλε μπρος και προχώρησε. Δεν είχε προχωρήσει
ωστόσο παρά μερικά στενά όταν με την άκρη του ματιού της αντελήφθηκε μια κίνηση
στον κήπο ενός σπιτιού και σταμάτησε. Αν υπήρχε κάποιος εδώ ίσως ήξερε να της
πει και κάτι για την Νάταλι, ίσως είχε δει κάτι. Και θα μπορούσε να τους πει
και εκείνη που να αναζητήσουν καταφύγιο.
Άφησε τη μηχανή και πλησίασε την ανοιχτή πόρτα της
αυλής. Δεν είχε τραβήξει το όπλο της για να μη δείχνει απειλητική αν και το
ένστικτό της έλεγε να είναι έτοιμη τόσο κοντά σε μέρη που ήξερε ότι βρίσκεται ο
εχθρός. Πέρασε την πόρτα και άκουσε το κλικ ενός όπλου που οπλίζει.
-Μείνε ακίνητη, τι δουλειά έχεις εδώ;
-Αστυνομία, είπε, με λένε Ντέηνα Κάλβερ.
Ένας άνδρας φάνηκε στην πόρτα του σπιτιού, κρατούσε
ένα τυφέκιο ενώ στη μέση του σε μια ζώνη ήταν δυο ακόμα όπλα, δυο περίστροφα.
Το όλο ντύσιμο της θύμισε τους δυο Τεξανούς στυνομικούς. Παρόμοι στο ντύσιμο
και επίσης πάνοπλοι ήταν άλλοι δυο άνδρες που εμφανίστηκαν.
-Μια αστυνομικός λοιπόν, είπε ο πρώτος, ένας
γκριζομάλλης άνδρας με ανεμοδαρμένο πρόσωπο. Μπορείς να μας πεις τι στα
κομμάτια γίνεται εδώ πέρα και από που ξεφύτρωσαν αυτοί οι άσπροι κανάγιες;
-Δεν ξέρω, πόσοι είσαστε εδώ;
-Εγώ, οι γιοι μου και οι ανηψιοί μου, δεκατέσσερις
με πολλά όπλα και ακόμα οι γυναίκες μας και τα παιδιά τους, τα εγγόνια μου.
Κλειστήκαμε στο σπίτι και περιμένουμε να δούμε τι θα γίνει.
-Δεν ξέρω από που ήρθαν αυτοί οι επιδρομείς, είπε η
Ντέηνα. Θα βρείτε πάντως καταφύγιο αν θέλετε στο κολλέγιο εδώ κοντά, είναι κι
άλλοι εκεί και θα μπορείτε να βοηθήσετε μιας και είσαστε οπλισμένοι και με την
ασφάλειά τους.
Ο άνδρας το σκέφθηκε και μετά κατένευσε.
-Θα το κάνουμε.
-Είδατε καθόλου άλλους φυγάδες; ρώτησε με την
ελπίδα ότι κάτι μπορεί να ήξεραν αυτοί οι άνθρωποι. Από το νοσοκομείο ας πούμε;
-Έχει εκκενωθεί από νωρίς, είπε ο άνδρας, μετά δεν
είδαμε άλλους.
-Ευχαριστώ, είπε η Ντέηνα προσπαθώντας να μην
αφήσει την απογοήτευση να την αποθαρρύνει.
Ανέβηκε στην μηχανή της και ξεκίνησε και πάλι αν
και τώρα δεν είχε κάποια ιδέα για το πως θα συνεχίσει. Μάλλον έπρεπε να
πιστέψει ότι η Νάταλι είχε φύγει με το υπόλοιπο προσωπικό και ήταν καλά και
εκείνη να ασχοληθεί με την βοήθεια των πολιτών, ίσως έπρεπε να επιστρέψει στο
κολλέγιο. Υπήρχαν εκεί πολίτες και δεν υπήρχε δύναμη πυρός αν χρειαζόταν για να
προστατευθεί αυτή η μικρή κοινότητα.
Σταμάτησε σε ένα σταυροδρόμι για μια στιγμή να το
σκεφθεί και πρόσεξε πεσμένον πιο πέρα έναν άνδρα που βογγούσε. Κατέβηκε από τη
μηχανή και πλησίασε να δει αν ήταν τραυματισμένος και αν μπορούσε να κάνει κάτι
να τον βοηθήσει.
Στο βάθος υπήρχε καπνός, κάτι είχε χτυπηθεί,
υπήρχαν συντρίμια στο δρόμο και από το χρώμα ήταν μάλλον κάποιο από αυτά τα
καταραμένα τεράστια ρομπότ. «Αντιστεκόμαστε ακόμα, σκέφθηκε η κοπέλα, ίσως και
να νικήσουμε τελικά».
Έσκυψε πάνω από τον άνδρα, που ήταν κουλουριασμένος
και πεσμένος στο πλάι, και προσπάθησε να δει που ήταν χτυπημένος. Ξαφνικά ο
άνδρας έπαψε να βογγάει και στράφηκε στην Ντέηνα, τη χτύπησε με τη γροθιά του
στο πλάι του κεφαλιού και εκείνη έπεσε πίσω. Το χτύπημα ήταν απόλυτα
αιφνιδιαστικό και ταυτόχρονα δυνατό, έπεσε με την πλάτη στην άσφαλτο και έμεινε
εκεί σαστισμένη από το χτύπημα. Ένιωσε δυνατά χέρια να την αρπάζουν και να την
καθηλώνουν στο οδόστρωμα.
-Μπράβο Μπεν, ωραίο θήραμα έπιασες, είπε μια βαριά
αντρική φωνή.
Καθώς ξεπερνούσε τον αιφνιδιασμό η Ντέηνα
συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν ακινητοποιημένη από τέσσερις άνδρες.
-Είμαι αστυνομικός, είπε, τι θέλετε από’ μενα;
-Θα σε βιάσουμε και θα σε σκοτώσουμε, είπε ο άνδρας
που την είχε παγιδεύσει, και θα είναι ακόμα πιο διασκεδαστικό που είσαι
εκπρόσωπος του νόμου. Είναι μια υπέροχη νέα εποχή ελευθερίας από το πρωί!
Η Ντέηνα κατάφερε να ελευθερώσει το πόδι της, το
τράβηξε πίσω και μετά τον κλώτσησε δυνατά στο πρόσωπο. Ανταμοίφθηκε με τον ήχο
μιας μύτης που σπάει.
-Θα το πληρώσεις αυτό, είπε μανιασμένα ο άνδρας.
-Εγώ θα έλεγα να την αφήσετε, είπε μια φωνή και οι
άνδρες στράφηκαν προς την κατεύθυνση που είχε έρθει.
Ένας άνδρας στεκόταν εκεί, το πρόσωπό του ήταν
βλοσυρό και έδειχνε ακόμα πιο επικίνδυνο με το αίμα να έχει ξεραθεί στη μια
πλευρά του. Είχε όπλα αλλά δεν τα είχε τραβήξει από τις θήκες τους παρατήρησαν
και πήραν θάρρος.
-Εξαφανίσου πριν σκοτώσουμε και’ σενα, είπε ένας.
-Δεν μπορείτε να με σκοτώσετε, είπε ήσυχα. Έχω
φύλακες αγγέλους.
Οι τέσσερις άνδρες παράτησαν την Ντέηνα και όρμησαν
πάνω στον άνδρα που χαμογέλασε, Είχαν κάνει αυτό ακριβώς που υπολόγιζε ότι θα
κάνανε με την εμφάνισή του και δεν θα κινδύνευε το παραλίγο θύμα τους. Χωρίς
εκείνος να αντιδράσει οι τέσσερις πέσανε χτυπημένοι.
-Ελεύθεροι σκοπευτές ανόητε, είπε καθώς ο ένας τον
κοιτούσε με μια έκφραση απέραντης απορίας στο πρόσωπό του.
Στράφηκε στην Ντέηνα και τη βοήθησε να σηκωθεί από
κάτω.
-Ευχαριστώ πολύ, είπε εκείνη. Με σώσατε.
-Καθήκον μας, είδα τι έγινε και σπεύσαμε από πιο
πέρα στο δρόμο που είμασταν, υιοθετήσαμε την προσέγγιση αυτή για να μην σας
βλάψουν.
-Λέγε με Ντέηνα δεν χρειάζεται πληθυντικός, είπε η
Ντέηνα και προσέχοντας την προφορά πρόσθεσε, δεν είσαι από’ δω ε;
-Είμαι Βρετανός, είμαστε μισοί μισοί σ’ αυτήν την
αποστολή. Και θα γνωρίσεις και τους υπόλοιπους σε λίγο.
Οι πολίτες έδειχναν πιο ήσυχοι τώρα που η κατάσταση
δεν ήταν στα χέρια των εκβιαστών ιδιοκτητών του ελικοπτέρου και βρίσκονταν
ανάμεσά τους και στρατιωτικοί. Οι ίδιοι οι στρατιωτικοί ωστόσο δεν ήταν καθόλου
ήσυχοι. Γνώριζαν ότι ο εχθρός δεν ήταν μακριά και ότι ήταν εκτεθειμένοι εδώ αν εμφνιζόταν.
Ο Μπρούστερ είχε ανοίξει έναν οδικό χάρτη με τον
Σάντερς μελετώντας την γύρω περιοχή ενώ ο Κρις με τον Νας και τους Αμερικανούς
είχαν τον νου τους για τυχόν προβλήματα. Ο γιατρός εξέταζε την κατάσταση του
τραυματισμένου άνδρα που είχαν σώσει από την καταστροφή της βάσης των SEALS ενώ η Νάταλι και η νοσοκόμα κάθονταν κοντά στα
παιδιά που δεν έδειχναν ωστόσο να φοβούνται, ίσως αντιλαμβανόμενα πιο λίγο τον
κίνδυνο.
Το ελικόπτερο φάνηκε να επιστρέφει και οι πολίτες
άρχισαν να συζητάνε αν θα είχε βρει να τους μεταφέρει κάπου. Ακριβώς εκείνη τη
στιγμή ακούστηκαν οι πυροβολισμοί και ο Μπρούστερ δεν άργησε να εντοπίσει την
προέλευσή τους, ήταν μετά το τελευταίο στενό που είχαν περάσει.
-Κρις, Νας, πάμε να δούμε τι γίνεται.
Συνταγματάρχα, ετοιμάστε τους, πρέπει να φεύγουμε απ’ ό,τι φαίνεται.
Οι τρεις Βρετανοί έτρεξαν στο στενό, οι
πυροβολισμοί είχαν έρθει από μια οικοδομή στο τέλος του δρόμου. Έτρεξαν προς τα
εκεί ελέγχοντας για εχθρούς καθ’ οδόν. Δεν φαινόταν ακόμα κανένας. Μια
γυναικεία φωνή ακούστηκε μέσα από την οικοδομή.
-Άμαχοι, είπε ο Μπρούστερ, και μάλλον χρειάζονται
βοήθεια.
Πίσω τους μπορούσαν να ακούσουν το ελικόπτερο να
προσγειώνεται.
Η Νάντια κοίταξε το ρολόι της, αναρωτήθηκε αν είχε
κάνει λάθος να μπει τόσο μέσα στο πεδίο της μάχης. Δεν φαινόταν να συμβαίνει
κάτι και σίγουρα όχι κάτι που θα της έδινε την είδηση που ήθελε. Κοίταξε έξω, η
πόλη των Αγγέλων θύμιζε τώρα Σεράγεβο ή άλλη πολιορκημένη πόλη. Παντού υπήρχαν
ίχνη συγκρούσεων και σε πολλά σημεία νεκροί.
Ο οδηγός φρέναρε απότομα και η Νάντια κοίταξε να
δει τι ήταν που τον είχε αναγκάσει να σταματήσει, μπροστά τους πίσω από ένα
καμμένο λεωφορείο ήταν παρατεταγμένοι μια σειρά στρατιώτες και τους σημάδευαν.
Ένας αξιωματικός πλησίασε.
-Να πάρει, γκρίνιαξε η δημοσιογράφος, δεν αντέχω
άλλους στρατοκράτες.