Η Συνάντηση

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Την τελευταία φορά που ο υπολοχαγός των Ρέηντζερς Μάικ Μακ Γκρέγκορ βρέθηκε εκτός υπηρεσίας σε διακοπές κλήθηκε να διελευκάνει έναν φόνο. Τώρα στη μικρή ανάπαυλα από τα καθήκοντά του θα έχει μια τελείως διαφορετική εμπειρία, θα συναντήσει την Άλις, μια ταλαντούχα μπαλαρίνα έτοιμη να απογειώσει την καριέρα της και ταυτόχρονα στο κατώφλι μιας από τις σημαντικότερες αποφάσεις στη ζωή της. Αυτή η συνάντηση θα αλλάξει πολλά.
   Ακόμα μια ιστορία έτοιμη για κατέβασμα και ανάγνωση, μια ζεστή αισθηματική ιστορία για το πως μια συνάντηση αγνώστων μπορεί να αλλάξει μια ζωή. Καλή ανάγνωση.

Δάκρυα 5

Author: Νυχτερινή Πένα /

Η πλατεία που υπήρχε μπροστά από το σιδηροδρομικό σταθμό που ήταν γνωστός σαν σταθμός Λαρίσης - γιατί τον καιρό που είχε χτιστεί, η σιδηροδρομική γραμμή έφτανε ως τη Λάρισα όπου ήταν και τα σύνορα της χώρας - τώρα ήταν ένα τεράστιο εργοτάξιο για τα έργα του μετρό και όποιος κατέβαινε την Ιουλιανού δεν έβγαινε πια στο σταθμό αλλά έπρεπε να κάνει το γύρο του εργοταξίου που ήταν περιφραγμένο με λαμαρίνες.
Η Βερόνικα στάθηκε ακριβώς απέναντι από την είσοδο του σταθμού.Είχε φορέσει ένα μαύρο φόρεμα που έφτανε ως το γόνατο και ίδιου χρώματος παπούτσια.Στάθηκε εκεί αμήχανη χωρίς να είναι σίγουρη τι πρέπει να κάνει,δεν είχε δοκιμάσει ως τώρα ούτε καν να φλερτάρει πόσο δε να κάνει εμφανές σ' έναν άνδρα ότι είναι διαθέσιμη για σεξ έναντι αμοιβής.
Άκουσε το αγκομαχητό της ατμομηχανής που κατέφτανε και σχεδόν αμέσως άρχισε να βγαίνει κόσμος από το σταθμό.Έμεινε στη θέση της μην ξέροντας τι να κάνει ακόμα.Οι περισσότεροι που είχαν βγει ήταν είτε άνδρες με οικογένειες είτε οικονομικοί μετανάστες που επέστρεφαν από τη δουλειά τουςΑπίθανοι για πελάτες δηλαδή.
Ένας μεσήλικας την κοίταξε και χαμογέλασε πονηρά.Η Βερόνικα κατάλαβε πως μάντευε την πρόθεσή της και κοκκίνησε.Σκέφτηκε να πάει κοντά του να προσφερθεί αλλά το βλέμμα του μόλις κινήθηκε προς το μέρος του την ανατρίχιασε.Υπήρχε μια απληστία που την τρόμαξε,φαντάστηκε τα ροζιασμένα χέρια του στο σώμα της και έκανε πίσω.
Έψαξε να βρει κάποιον άλλο, κάποιον που δεν θα της φαινόταν τόσο φρικτό να κάνει έρωτα μαζί του. Το βλέμμα της σταμάτησε σ' εναν νέο άνδρα που μόλις είχε βγει από το σταθμό κρατώντας μόνο μια τσάντα.Ήταν σχετικά ψηλός,με καστανά κοντοκομμένα μαλλιά και γαλανά μάτια με ένα σοβαρό βλέμμα πίσω από τα γιαλιά του με το μεταλλικό σκελετό.Δεν ήταν από εκείνους που θα πλήρωναν για σεξ αλλά αποφάσισε να κάνει μια προσπάθεια. Εκείνος κοίταξε γύρω του,το βλέμμα του πέρασε και από' κεινη,ψάχνοντας κάτι.
-Δεν είναι νύχτα για να είσαι μόνος σου,είπε προσπαθώντας να κάνει τη φωνή της να ακούγεται σαν μιας έμπειρης προκλητικής γυναίκας,θέλεις παρέα.
Εκείνος την κοίταξε παραξενεμένος και η Βερόνικα κατάλαβε πως είχε πέσει πάνω σε κάποιον που ήταν τόσο αφοσιωμένος σε ό,τι ήταν αυτό που τον απασχολούσε ώστε δεν την είχε προσέξει και η πρότασή της τον είχε αιφνιδιάσει.
-Τι λες;πήγε να συνεχίσει αλλά εκείνος κοίταξε προς το δρόμο στα αριστερά του όπου ερχόταν ένα αυτοκίνητο.Σήκωσε το χέρι του για να σταματήσει το ταξί αλλά το κατέβασε απογοητευμένος,δεν ήταν ταξί αλλά περιπολικό της αστυνομίας.Η Βερόνικα ένιωσε να παγώνει,ήξερε πως η αστυνομία συχνά ερχόταν εδώ ψάχνοντας για λαθρομετανάστες.Αν της ζητούσαν χαρτιά;Δεν είχε μαζί της την ταυτότητά της.
Για να γίνουν χειρότερα τα πράγματα είδε τον άνδρα που την είχε προσέξει πιο πριν να πηγαίνει προς το μέρος των αστυνομικών.Ευχήθηκε να είναι τυχαίο,να ψάχνει και' κείνος για ταξί και να πηγαίνει προς το δρόμο.Αλλά όχι,σταμάτησε και άρχισε να τους λέει κάτι.
Προσπάθησε να ηρεμήσει λέγοντας νοερά στον εαυτό της πως δεν είχε καμία απόδειξη εναντίον της όταν θυμήθηκε το νεαρό μπροστά της.Του είχε κάνει ήδη την πρόταση,την είχε στο χέρι.Αν γινόταν θέμα μπορούσε να την παραδώσει στην αστυνομία.Γύρισε να τον κοιτάξει έντρομη ενώ ένιωθε τα γόνατά της να λύνονται.
Εκείνος κοιτούσε τους αστυνομικούς και τον άνδρα που τους μιλούσε,μετά γύρισε και την κοίταξε,το βλέμμα του την τάραξε.Δεν ήταν το απαξιωτικό βλέμμα που ρίχνουν οι περισσότεροι άνδρες σε μια κοπέλα στην κατάστασή της,υπήρχε συμπάθεια στο βλέμμα του.Την επόμενη στιγμή την αιφνιδίασε,την αγκάλιασε λέγοντας μεγαλοφώνως:
-Καλώς σε βρήκα.
-Με λένε Μιχάλη,της ψιθύρισε βιαστικά,και έρχομαι από τη Θεσσαλονίκη,είμαστε φίλοι από παιδιά.Πως σε λένε;
-Βερόνικα,είπε η κοπέλα.
Την άφησε από την αγκαλιά του αλλά οι αστυνομικοί είχαν χάσει το ενδιαφέρον τους. Μπήκαν στο σταθμό αφήνοντας τον μεσήλικα απογοητευμένο.
Η Βερόνικα κοίταξε τον νεαρό άνδρα μπροστά της.
-Ευχαριστώ,είπε.
Δίστασε πριν επαναλάβει την προηγούμενη πρότασή της.Δεν μπορούσε να κάνει πίσω, ακόμα και τώρα ένιωθε την ανάγκη να κατατρώει τα σωθικά της.
-Θες παρέα;Έλα,ας πάμε κάπου εδώ.....
-Κοίτα,ακόμα και αν συνήθιζα κάτι τέτοιο,τώρα δεν θα το έκανα.Με πιέζει ο χρόνος. Πρέπει να είμαι στο σπίτι μου σε τρία τέταρτα.
-Μένεις μακριά;Μπορούμε και' κει........
-Μένω στη Γλυφάδα,είπε ο Μιχάλης.Και πρέπει να βιαστώ,ακόμα δεν βρήκα ταξί.
Η Βερόνικα κατάλαβε πως είχε χάσει το παιχνίδι,έκανε δυο βήματα πιο πέρα παραιτημένη και ακούμπησε στη λαμαρίνα που οριοθετούσε το εργοτάξιο του μετρό.Ένιωσε να ζαλίζεται, και έκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να το ξεπεράσει.
-Γιατί το κάνεις αυτό;
Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε τον άνδρα μπροστά της. Το βλέμμα του έδειχνε ενδιαφέρον, γνήσιο ενδιαφέρον.
-Είπες ότι δεν θέλεις,του απάντησε,άφησε με τώρα ήσυχη!
Έκανε να απομακρυνθεί αλλά τα βήματά της ήταν ασταθή και έχασε την ισορροπία της. Ο Μιχάλης την άρπαξε στα χέρια του πριν σωριαστεί στο σκονισμένο δρόμο.
-Από πότε έχεις να φας;ρώτησε.
Αλήθεια από πότε;Αμυδρά θυμόταν τη σοκολάτα που είχε αγοράσει με τα τελευταία της χρήματα.Αλλά πιο πριν;Και πήγαιναν ήδη σαράντα οκτώ ώρες απ' όταν είχε φάει τη σοκολάτα.Ένιωθε το κεφάλι της να γυρίζει και το στομάχι της να συσπάται σαν να είχε πάθει κράμπα.Ο Μιχάλης την έστησε στα πόδια της και της έβαλε κάτι στο χέρι.
-Πάρε αυτό για να σε τονώσει,ως που να φας κάτι.
Ήταν μια ιδιαιτέρως γλυκειά καραμέλα και η Βερόνικα ένιωσε καλύτερα.Στάθηκε και πάλι χωρίς να χρειάζεται βοήθεια.
-Σχεδόν καθαρή γλυκόζη,είπε ο Μιχάλης,βοηθάει όταν ζαλίζεσαι από υπογλυκαιμία αν και εσύ.....σταμάτησε και κούνησε το κεφάλι του.Έβαλε και κάτι άλλο στο χέρι της και μετά της είπε απλά:
-Καλή σου νύχτα.
Απομακρύνθηκε ψάχνοντας για ταξί και η Βερόνικα κοίταξε τι της είχε δώσει.Δεν πίστευε στα μάτια της,τόσα χρήματα δεν θα ζητούσε η ίδια ούτε και αν είχε κάνει έρωτα μαζί του.
-Περίμενε!του είπε και εκείνος γύρισε να την κοιτάξει.
Η Βερόνικα πλησίασε και στάθηκε μπροστά του.
-Γιατί μου έδωσες τόσα χρήματα;
-Δεν είσαι πόρνη και δεν είσαι φτιαγμένη γι' αυτό.Σου έδωσα τα χρήματα με την ελπίδα ότι θα τα χρησιμοποιήσεις για να βγεις από το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεσαι.
-Δεν υπάρχει διέξοδος για' μένα,είπε η κοπέλα και αυθόρμητα αγκάλιασε το Μιχάλη και τον φίλησε απαλά στο μάγουλο.Σ' ευχαριστώ όμως,είσαι ο πρώτος άνδρας που με βοηθάει χωρίς υστεροβουλία.
Έκανε να αποτραβηκτεί αλλά ο Μιχάλης δεν την άφησε.
-Συγνώμη για αυτό που θα ρωτήσω αλλά έχεις προαγωγό;Κάποιον που θα πάρει τα χρήματα;
-Όχι,ψέλλισε η Βερόνικα.
-Και ήρθες μόνη σου εδώ;
-Ναι.
-Μη γυρίσεις αλλά κάποιος μάλλον αντελήφθει πως σου έδωσα λεφτά και περιμένει την ευκαιρία να σε ληστέψει,είπε ο Μιχάλης και την ένιωσε να τρέμει στα χέρια του.
-Τι θα κάνω,είπε απελπισμένη.
-Μάλλον θα έρθεις μαζί μου.Θα σε αφήσουμε κάπου πιο πέρα.Που μένεις;
-Στα βόρεια προάστια,είπε η Βερόνικα.
-Θα σε βάλω σε ένα ταξί να πας σπίτι σου.
-Όχι!είπε με γνήσιο τρόμο η κοπέλα.
-Τότε θα σε αφήσω όπου θέλεις,είπε ο Μιχάλης και σταμάτησε ένα ταξί που είχε επιτέλους δεήσει να εμφανιστεί.

Στο ταξί επικρατούσε κρύο,ο κλιματισμός δούλευε στο μέγιστο της αποδόσεώς του και η Βερόνικα με το λεπτό φορεματάκι που φορούσε κρύωνε.Ασυναίσθητα στριμώχθηκε κοντά στο Μιχάλη για να ζεσταθεί.Συνειδητοποίησε αργά πως η κίνησή της αυτή θα μπορούσε να παρερμηνευτεί και έκλεισε τα μάτια της περιμένοντας την αναπόφευκτη συνέχεια.Ο Μιχάλης ομως δεν αντέδρασε καθόλου,πράγμα που την ξάφνιασε.Έμεινε έτσι δίπλα του,ήταν ζεστός και η φωνή του είχε κάτι το κατευναστικό.Το κεφάλι της έγειρε στον ώμο του,η νύστα από την εξάντληση απειλούσε να την κυριεύσει.
-Κοίτα τη!Δεν κρατιέται!είπε ο οδηγός του ταξί,θα περάσεις καλά απόψε.Ειδικά αν και το υπόλοιπο σώμα της είναι καλίγραμμο σαν τα πόδια της.
Η Βερόνικα ντράπηκε ακούγοντας αυτά τα λόγια.
-Να κοιτάς το δρόμο μπροστά σου και να την αφήσεις ήσυχη,είπε κοφτά ο Μιχάλης.
-Πες μου ότι δεν την πας για να την.........
-Όχι,την πάω σπίτι μου γιατί φαίνεται ότι δεν έχει που να πάει απόψε.Δεν σκοπεύω να της ζητήσω τίποτα.
-Μήπως είσαι από τους άλλους;είπε ο οδηγός και τον κοίταξε απαξιωτικά.Τέτοια κούκλα και δεν θες να την πας στο κρεβάτι σου;
-Όχι,είμαι φυσιολογικός άνδρας,απλά δεν έπαψα να είμαι άνθρωπος,είπε ο Μιχάλης, και τώρα σκάσε,νομίζω πως κοιμήθηκε.

Δεν είχε κοιμηθεί,προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα που απειλούσαν να κυλίσουν από τα μάγουλά της. Αν είχε βρεθεί κάποιος σαν εκείνον στο δρόμο της και όχι ο Γιώργος η ζωή της δεν θα είχε καταστραφεί έτσι.

Δάκρυα 4

Author: Νυχτερινή Πένα /

Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε το ρολόι της,στην αρχή δεν κατάλαβε τι έβλεπε,μετά η συνειδητοποίηση την έκανε να τινακτεί.Είχε κοιμηθεί δυο ολόκληρες μέρες.Νιώθοντας ζαλισμένη πήγε στο μπάνιο και μπήκε κάτω από το παγωμένο ντουζ.Άυτό τη συνέφερε αλλά μαζί με την ανάνηψη ήρθε και η σκληρή πραγματικότητα στο μυαλό της να την συνθλιψει,να τη βυθίσει στην απελπισία,να την ξεσκίσει με τα νύχια του πόνου,να την ρίξει σε μια δίνη που σπάραζε το είναι της.
Ήταν καλύτερα όταν ήταν βυθισμένη στη λήθη,αποφάσισε ενώ έκλαιγε χύνοντας τα δάκρυα που δυο μέρες πριν δεν είχε προλάβει.Πήρε το μικρό φιαλίδιο αλλά απελπισμένη είδε πως ήταν άδειο.
Και τότε θυμήθηκε το Γιώργο.

Δεν ήξερε το σπίτι του αλλά ήξερε που να τον βρει.Σε ένα απόμερο σημείο στο κοντινό αλσύλιο.Ντύθηκε γρήγορα και πήγε εκεί.Δεν είχε κάνει λάθος ήταν εκεί με τη συνηθισμένη παρέα του.Τον μισούσε θανάσιμα αλλά τώρα ανακουφίστηκε που τον είδε.Πλησίασε.
-Μπορώ να σου μιλήσω;ρώτησε.
-Ακούω,είπε εκείνος ξερά.
-Ιδιαιτέρως.
Ο Γιώργος πέταξε το τσιγάρο που κάπνιζε και την ακολούθησε πιο πέρα ενώ η παρέα του σχολίαζε πρόστυχα.
-Τι θες;
-Τη νύχτα.....που κάναμε έρωτα κάτι είχες ρίξει στο ποτήρι μου.
-Και αν έριξα;
-Θέλω να μου δώσεις,είπε η κοπέλα,να μου δώσεις για να κοιμηθώ.
-Χάπια.είπε ο Γιώργος.Αλλά είναι ακριβά,πέντε χιλιάρικα το καθένα.
Η Βερόνικα άνοιξε το πορτοφόλι της είχε δυο πεντοχίλιαρα και λιγα ψιλά.Σε λίγο η συναλλαγή είχε ολοκληρωθεί.Ο Γιώργος επέστρεψε κοντά στην παρέα του τρίβοντας τα χέρια του.Η Βερόνικα επέστρεψε στο σπίτι της για να ξαναβυθισθεί στη λήθη.

Άνοιξε τα μάτια της τελείως αποπροσανατολισμένη,δεν ήξερε τι ώρα και τη μέρα ήταν,αν την ρωτούσαν θα δυσκολευόταν να θυμηθεί ακόμα και το μήνα.Σηκώθηκε από το κρεβάτι νιώθοντας στο στόμα της μια πικρή γεύση,ήταν ζεστή σαν να είχε πυρετό και ένιωθε τρομερά αδύναμη.
Με ασταθή βήματα πήγε στην κουζίνα και έβαλε νερό σε ένα ποτήρι και το ήπιε λαίμαργα, ήπιε και δεύτερο και καθώς άρχισε να ιδρώνει κατάλαβε τι συνέβαινε και ένιωθε έτσι.Είχε αρχίσει να αφυδατώνεται.Ήπιε πολύ νερό και μετά έψαξε να βρει κάτι να φάει.Το ψυγείο ήταν άδειο,ο πατέρας της δεν έτρωγε στο σπίτι και αδιαφορούσε φυσικά για' κείνη.
Ντύθηκε και πήγε μέχρι το κοντινό περίπτερο.Πήρε μια σοκολάτα,δεν είχε λεφτά για τίποτα άλλο, και άρχισε να την τρώει.Δεν επέστρεψε στο σπίτι της,ποιο το νόημα;Δεν είχε νιώσει ποτέ καλά εκεί και τώρα που δεν ζούσε πια η μητέρα της ήταν ανεπιθύμητη.Τα βήματά της την έφεραν στην πλατεία,κάθησε σ' ένα παγκάκι.
Δεν ήξερε πόσο έμεινε καθισμένη εκεί.Συνειδητοποίησε ξαφνικά πως είχε νυχτώσει και ήταν μόνη της. Σηκώθηκε από το παγκάκι και άρχισε να προχωράει προς το σπίτι της αλλά σταμάτησε καθώς ένας άνδρας της έκλεισε το δρόμο.Αναγνώρισε το Γιώργο.
-Τι θες;του είπε επιθετικά για να κρύψει το φόβο της.
-Σε χάσαμε,και είπα να ρωτήσω τι κάνεις τώρα που σε είδα,είπε ειρωνικά εκείνος και πρόσθεσε,ξέρω τι χρειάζεσαι,μην το ξεχνάς.
-Δεν χρειάζομαι τα δηλητήριά σου,είπε η Βερόνικα.
-Θα τα χρειαστείς,γέλασε ο Γιώργος, και να σου πω ότι πήραν αύξηση.Επτά χιλιάρικα το καθένα.
-Δεν έχω τόσα λεφτά.
-Να βρεις.
-Πως;είπε η Βερόνικα.
-Πουλά κάτι,είπε σκληρά ο Γιώργος.
-Δεν έχω τίποτα.
Ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάμματα.
-Έχεις,είπε άπονα ο συνομιλητής της,ωραίο σώμα.Ξέρω κάποιους.....
Η Βερόνικα δεν έκατσε να ακούσει τη συνέχεια.Έφυγε τρέχοντας.

Πάλεψε δυο μέρες με τον εαυτό της,με την ανάγκη που θέριευε μέσα της.Δεν μπορούσε να κοιμηθεί στριφογύριζε στο κρεβάτι της ανήσυχα,ήταν νευρική και ευερέθιστη.Στο τέλος αναγκάστηκε να δεχθεί την πικρή αλήθεια,δεν μπορούσε να κάνει χωρίς τα χάπια και δεν είχε χρήματα για να πληρώσει.
Άλλη μια μέρα αγωνίας, στην οποία άρχισε να πονάει και να νιώθει ναυτίες, και η Βερόνικα κατέβηκε και το τελευταίο σκαλοπάτι.Αποφάσισε πως ο μόνος τρόπος για να βρει γρήγορα χρήματα ήταν  αυτός του Γιώργου αλλά θα το έκανε μόνη της και μακριά από' δω που τη γνώριζαν.

Μόλις νύχτωσε πήρε το δρόμο για το σταθμό Λαρίσης.Είχε πάρει την απόφασή της,αυτό που δεν ήξερε ήταν πως θα συναντούσε το μόνο άνθρωπό που θα νοιαζόταν να τη βοηθήσει χωρίς να περιμένει ανταμοιβή.

Δάκρυα 3

Author: Νυχτερινή Πένα /


Το βράδυ της τελευταίας μέρας του Μαίου η ζέστη ήταν αφόρητη,η Βερόνικα όμως παρότι μούσκεμα στον ιδρώτα ένιωθε παγωμένη μέσα της και άδεια.Σαν να μην είχε πια μέσα της ζωή,σαν να είχαν απομυζήσει όλη της τη ζωτικότητα τα τελευταία γεγονότα.Με κουρασμένα βήματα έφτασε ως την πόρτα επιστρέφοντας από το φροντιστήριο και σταμάτησε να αφουγκραστεί.
Ησυχία.
Ωραία.
Μπήκε στο σπίτι και προχώρησε στην κουζίνα όπου ήταν το μόνο αναμμένο φως στο σπίτι.Η μητέρα της ήταν εκεί,όπως είχε υποθέσει.
-Καλώς την,είπε η μητέρα της.Να σου βάλω να φας;
-Όχι μαμά μου,θα πάω να ξαπλώσω.
Η Βερόνικα πήγε στο δωμάτιό της και άφησε τα βιβλία της στο γραφείο της και μετά έβγαλε τα ρούχα της και μπήκε κάτω από το ντουζ.Έκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να φύγει μακριά από όλα αυτά που την πονούσαν.
Αναρωτήθηκε πως είναι να νιώθεις ευτυχισμένος.Τι θα χρειαζόταν για να νιώσει κάποιος έτσι;Τι θα χρειαζόταν εκείνη για να νιώσει ευτυχισμένη;Ένα σπιτικό και μια οικογένεια,έναν άνδρα που θα την αγαπούσε και πολλά παιδιά.Η δική της δυστυχία θα ήταν πιο υποφερτή αν είχε αδέρφια.
Μια κραυγή πόνου την έκανε να τινακτεί.Βγήκε από το ντουζ και έτρεξε στην πόρτα του δωματίου της.
-Μην μου αντιμιλάς εμένα,άκουσε την μανιασμένη φωνή του πατέρα της ακολουθούμενη από ένα ηχηρό χαστούκι και από μια νέα κραυγή της μητέρας της.Ήξερε πως δεν μπορούσε να τη βοηθήσει.Ήταν κάτι που είχε μάθει πολλά χρόνια πριν,την πρώτη φορά που δοκίμασε να μπει ανάμεσά τους.Ένα από τα πιο οδυνηρά μαθήματα που είχε πάρει.Το θέαμα ενός εννιάχρονου κοριτσιού με το λευκό νυχτικό του να παρακαλάει να μη δείρει άλλο τη μαμά του δεν είχε συγκινήσει τον πατέρα της που την χτύπησε τόσο ώστε να χρειαστεί νοσοκομείο.Στους γιατρούς του Αγλαία Κυριακού είχε πει ότι η μικρή έπεσε από τη σκάλα.
Έπεσε στο κρεβάτι της και έθαψε το πρόσωπό της στο αφράτο μαξιλάρι προσπαθώντας να κλείσει τα αυτιά της στο μαρτύριο της μητέρας της.Κάθε νέο βογγητό πόνου ήταν και μια μαχαιριά στα σωθικά για τη Βερόνικα. Δάκρυα μούσκευαν το μαξιλάρι ενώ ευχόταν να ερχόταν να δείρει εκείνη ο πατέρας της αντί για τη μητέρα της ή να πεθάνει για να μην ακούει.
Μακάρι να μπορούσε να μην ακούει,να βυθιζόταν σε έναν ύπνο απόλυτο σαν τον θάνατο. Θυμήθηκε τον ύπνο στο σπίτι της Μαρκέλλας.Κάτι της είχε δώσει ο Γιώργος και είχε κοιμηθεί έτσι.Μακάρι να μπορούσε και τώρα να κάνει το ίδιο.Το μυαλό της πήγε στα παυσίπονα που έπαιρνε η μητέρα της για τους πόνους στη μέση,από ένα χτύπημα πριν γεννηθεί εκείνη, αναμφίβολα κατόρθωμα του πατέρα της κι αυτό.
Έτρεξε στο μπάνιο όπου ήταν τα φάρμακα.Άνοιξε το λευκό κουτί με τον κόκκινο σταυρό και δεν δυσκολεύτηκε να βρει το φιαλίδιο που ήθελε.Πήρε ένα χάπι και το ήπιε με νερό από το νιπτήρα.
Λίγα λεπτά αργότερα κοιμόταν έναν ύπνο βαθύ σαν θάνατο.




Κεφάλαιο 2

"Όταν η τιμή ενός αγαθού αυξάνεται οι ζητούμενες ποσότητες μειώνονται και όταν η τιμή μειώνεται οι ζητούμενες ποσότητες αυξάνονται.Η αντίστροφη αυτή σχέση ανάμεσα στις μεταβολές της τιμής και τις μεταβολές στις ζητούμενες ποσότητες είναι ο νόμος της ζήτησης."
Η Βερόνικα άφησε το στυλό στο θρανίο και κοίταξε την κόλλα της.Εντάξει πρέπει να ήταν.Αλλά και αν δεν ήταν δεν μπορούσε να συνεχίσει,δεν είχε άλλες δυνάμεις.Της έλειπε ύπνος και ένιωθε καταβεβλημμένη.
Οι νύχτες της είχαν μεταβληθεί σε κόλαση.Τα παυσίπονα της μητέρας της έκαναν τη δουλειά τους στην αρχή αλλά μετά από μερικές νύχτες που είχε καταφέρει να κοιμηθεί με τη βοήθειά τους άρχισαν να μην είναι το ίδιο δραστικά.Δεν μπορούσε να κάνει κατάχρηση γιατί αργά ή γρήγορα η μητέρα της θα καταλάβαινε ότι τελειώνουν πιο γρήγορα από ότι θα' πρεπε. Έτσι δεν κοιμόταν καλά,δυσκολευόταν να αποκοιμηθεί,ξυπνούσε στις πιο απρόσμενες ώρες  και έδινε αγώνα για να ξανακοιμηθεί.
Το απότέλεσμα ήταν να νιώθει διαρκώς κουρασμένη.Ευτυχώς αυτό ήταν το τελευταίο της μάθημα για το σχολείο.Θα ακολουθούσαν οι πανελλήνιες αλλά δεν την ένοιαζε,τίποτα δεν την ένοιαζε αυτές τις μέρες,ένιωθε την κάθε μέρα σαν επανάληψη της ίδιας μαρτυρικής μέρας και δεν μπορούσε να το αντέξει.
Στο σπίτι τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο,ο πατέρας της αντιμετώπιζε δυσκολίες σε κάποια από τις δουλειές του και ξεσπούσε στη μητέρα της.Το προηγούμενο βράδυ της είχε δώσει ένα χαστούκι που την είχε σωριάσει στο πάτωμα και δεν περίμενε να σηκωθεί.Άρχισε να την κλωτσάει.Εκείνη άκουγε τις κραυγές της μητέρας της χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι.Κουλουριασμένη στο κρεβάτι της έκλαιγε έχοντας μπήξει τα νυχια της τόσο βαθιά στις παλάμες της που έτρεχε αίμα.
Σηκώθηκε και παρέδωσε το γραπτό της.Χωρίς να μιλήσει σε κανέναν βγήκε έξω,το εκτυφλωτικό, μετά το σκιερό χωλ της εξόδου,φως την έκανε να μισοκλείσει τα μάτια. Προχώρησε προς την καγκελόπορτα και έπεσε πάνω σε κάποιον που δεν έχασε την ευκαιρία να της βάλει χέρι.Καθώς τα μάτια της συνήθιζαν στο φως είδε πως ήταν ο Γιώργος, τον έσπρωξε και βγήκε από την πόρτα.Εκείνος την κοίταξε με ένα υπολογιστικό βλέμμα καθώς απομακρυνόταν όσο γρήγορα της επέτρεπε η κούραση πυ ένιωθε.
Άφησε με ανακούφιση το έντονο φως και τη ζέστη και μπήκε στο σπίτι της.Επικρατούσε ησυχία και γρήγορα διαπίστωσε πως ήταν μόνη της.Γδύθηκε και γλύστρισε ανάμεσα στα δροσερά σεντόνια με την ελπίδα να κοιμηθεί.Η κούραση τη βοήθησε και κοιμήθηκε σχεδόν αμέσως.Βυθίσθηκε στη γλυκειά ανυπαρξία του ύπνου.
Όσο γλυκά αποκοιμήθηκε τόσο απότομα ξύπνησε.Η πόρτα του δωματίου της άνοιξε με ορμή και χτύπησε στον τοίχο.Η Βερόνικα ανακάθησε τρομαγμένη ενώ ο πατέρας της έμπαινε στο δωμάτιο φωνάζοντας σαν μανιακός.
-Τι....τι τρέχει;ψέλλισε ζαλισμένη ακόμα από τον ύπνο και ούρλιαξε από τον πόνο καθώς ο πατέρας της την τράβαγε έξω από το κρεβάτι.Στάθηκε μπροστά του προσπαθώντας να κρύψει τη γύμνια της.
-Ορίστε κατάσταση!μούγκρισε εκείνος.Σαν να' σαι καμιά του δρόμου!
Περίμενε χαστούκι αλλά ήταν χειρότερο αυτό που έλαβε, στο μισοσκόταδο του δωματίου δεν είδε πως ο πατέρας της κρατούσε στο δεξί του χέρι τη ζώνη του.Η ζώνη τυλίκτηκε στα πλευρά της κάνοντάς τη να διπλωθεί στα δυο από τον πόνο.Το επόμενο χτύπημα την έριξε στο πάτωμα όπου μαζί με τη ζώνη μπορούσε να δεχθεί και τα "χάδια" από τις μπότες του πατέρα της. Δάγκωσε τα χείλη της για να μην ουρλιάξει.
-Σε παρακαλώ Μανώλη,δεν φταίει σε τίποτα η Βερόνικα,προσπάθησε να τη γλιτώσει η μητέρα της.
-Μην επεμβαίνεις,εσύ την κατάντησες έτσι.
Η δερμάτινη ζώνη έπεσε στην πλάτη της ξανά και ξανά,ενώ εκείνη έκλαιγε πια με λυγμούς που δεν άκουγε κανείς.

Τα ξεσπάσματα του πατέρα της δεν ήταν πια ξεσπάσματα,ήταν μόνιμη κατάσταση.Οι στιγμές που ήταν ήρεμος γίνονταν όλο και πιο σπάνιες.Ξεσπούσε πάνω στη μητέρα της κυρίως αλλά και η ίδια είχε το μερίδιό της στο ξύλο.Τώρα πια δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να χρησιμοποιήσει τα χάπια της μητέρας της.
Ήθελε να κοιμάται για να μην ακούει τις κραυγές της μητέρας της,να μην πονάει η ίδια, να μην τρέμει κουλουριασμένη στο κρεβάτι της πότε θα τη θυμηθεί ο πατέρας της και θα έρθει η δική της σειρά για να γίνει μέσο εκτόνωσης της οργής του.Τα χάπια ωστόσο είχαν όλο και πιο μικρή επίδραση κάνοντας τον κύκλο του ύπνου της τελείως άστατο.Μπορούσε να περάσει ολόκληρη τη νύχτα ξάγρυπνη και να αποκοιμηθεί καθισμένη στο τραπέζι για το πρωινό ή λίγο πιο μετά όταν υποτίθεται ότι διάβαζε.
Ποτέ δεν ήταν ευτυχισμένη αλλά και ποτέ δεν έιχε φτάσει να νιώθει έτσι,εγκλωβισμένη σε μια παράνοια που την έκανε να θέλει να ουρλιάξει και να ξεσπάει σε γοερά κλάμματα τελείως ξαφνικά και χωρίς φανερή αιτία.
Ήταν συνέχεια ταραγμένη σε τέτοιο βαθμό που η λήθη που είχε βιώσει εκείνη τη νύχτα στο πάρτι της Μαρκέλλας έμοιαζε ελκυστική,τόσο ποθητή όσο το κρύο νερό σε έναν διψασμένο.
Σε αυτήν την κατάσταση δεν ήταν σε θέση για να μελετήσει για τις πανελλήνιες.Κοιτούσε τα βιβλία χωρίς να τα βλέπει,από τη μια η διαταραχή της φυσιολογικής αλληλουχίας ξύπνιου - ύπνου,απ' την άλλη η κακή ψυχολογία της δεν της επέτρεπαν να συγκεντρωθεί.
Πήγε να δώσει μόνο και μόνο για να μην κινήσει την υποψία στους δικούς της αλλιώς δεν είχε κανένα νόημα.Όταν θα έβγαιναν τα αποτελέσματα θα έπρεπε να δώσει εξηγήσεις αλλά είχαν καιρό μέχρι τότε.
Μπήκε στο σπίτι επιστρέφοντας από το τελευταίο μάθημα,την πολιτική οικονομία. Προχώρησε προς την κουζίνα αλλά δεν βρήκε τη μητέρα της εκεί.Δεν ήταν στο σαλόνι ή την τραπεζαρία ή στο μπάνιο.Την βρήκε τελικά στο δωμάτιό της να ετοιμάζει μια βαλίτσα με ρούχα.
-Μαμά;
-Καλώς την,πως πήγες καλή μου;
-Δεν ξέρω μαμά,ήταν δύσκολα.
-Δεν πειράζει.
Η Βερόνικα κάθησε στο κρεβάτι αποκαμωμένη.
-Γιατί ετοιμάζεις βαλίτσα;
-Γιατί θα φύγω,είπε η μητέρα της,θα φύγω από' δω,μια και για πάντα!
-Τι;Η Βερόνικα ήταν σίγουρη πως είχε παρακούσει.
Η μητέρα της κάθησε δίπλα της.
-Από καιρό ήθελα να φύγω αλλά δεν μπορούσα γιατί ακόμα και αν κατάφερνα να πάρω διαζύγιο εκείνος θα κράταγε εσένα και δεν μπορούσα να αντέξω κάτι τέτοιο.Τώρα όμως απομένει λίγος καιρός ως που να ενηλικιωθείς και να μπορείς να με ακολουθήσεις.
-Που θα πας;
-Στο χωριό που μεγάλωσα,υπάρχει εκεί το πατρικό μου με το περιβόλι γύρω του και θα μπορέσουμε κάπως να συντηρηθούμε.
-Εντάξει μαμά.
Η μητέρα της έφυγε το ίδιο εκείνο μεσημέρι.Ο πατέρας της όταν το κατάλαβε τη χτύπησε μέχρι που την άφησε αναίσθητη αλλά εκείνη το υπέμεινε γιατί τώρα είχε μια ελπίδα για το μέλλον.
Μια ελπίδα που δεν θα αργούσε να συντριβεί.

-Ξέρεις που πήγε η μάνα σου;ρώτησε ο πατέρας της.
Εκείνος έπινε το καφέ του καπνίζοντας και η Βερόνικα είχε πάει στην κουζίνα για να πιει νερό.Η κοπέλα είχε πάρει μόλις το γιάλινο μπουκάλι με το νερό από το ψυγείο όταν ο πατέρας της έκανε αυτήν την ερώτηση.Απέφευγε να είναι στον ίδιο χώρο μαζί του και τώρα βιαζόταν να φύγει από κοντά του.
-Δεν ξέρω,είπε τρέμοντας τη συνέχεια,δεν της άρεσε ο τόνος της φωνής του.
-Πουθενά,είπε θριαμβευτικά εκείνος.Σκοτώθηκε σε τροχαίο στον Πλαταμώνα.
Το μπουκάλι έφυγε από τα χέρια της και έσκασε στα πλακάκια του δαπέδου με έναν εκκωφαντικό θόρυβο και εκείνη όυρλιαξε.Ξανά και ξανά.
Δεν θυμόταν πως πήγε στο κρεβάτι της, ούτε πως πήρε τα δυο τελευταία χάπια.Βυθίσθηκε στη λήθη.

Δάκρυα 2

Author: Νυχτερινή Πένα /


Η Μαρκέλλα την πήρε από το χέρι και την τράβηξε σε μια απόμερη πλευρά του κήπου.Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά αλλά το πάρτι συνεχιζόταν με αμείωτο ρυθμό.Η Βερόνικα ήταν τώρα πια ο πιο νηφάλιος  από τους παριστάμενουςΔεν της άρεσε να πίνει,σε πάρτι και γιορτές έπινε λίγο ίσα για να μην την κοιτάζουν παράξενα.Η Μαρκέλλα ήταν αντιθέτως αρκετά πιομένη.Τα καστανά μάτια της έλαμπαν και το συνήθως χλωμό πρόσωπό της ήταν αναψοκοκ-κινισμένο.
-Ο Γιώργος δεν έχει μάτια για άλλη απόψε,είπε στη Βερόνικα και της έκανε ένα νόημα προς την πλευρά του μπαρ όπου ένας νεαρός άνδρας έφτιαχνε ένα ποτό.
-Δεν ξέρω,είπε η Βερόνικα,ο Γιώργος τα είχε με τη Μυρτώ και όταν χώρισαν εκείνη έγινε ράκος.
-Τι σκέφτεσαι και' συ,την αποπήρε η Μαρκέλλα.Εσύ τον θες;Σημασία έχει να περάσεις καλά.
-Δεν ξέρω.
-Όλο δεν ξέρω,είσαι.
Η Βερόνικα κοίταξε την φίλη της,ήταν καλή φίλη αλλά δεν μπορούσε να την καταλάβει. Ζούσε μια ζωή ελεύθερη χωρίς προβλήματα.Ήταν ευχαριστημένη από τη ζωή της και δεν μπορούσε να υποψιαστεί ότι δεν ήταν έτσι και για τη Βερόνικα.Δεν της είχε μιλήσει βέβαια ποτέ για την κατάσταση μέσα στην οποία μεγάλωνε.Ότι ο πατέρας της χτυπούσε την ίδια και τη μητέρα της σε κάθε ευκαιρία και κατά προτίμηση με τη δερμάτινη ζώνη του.Η μόνη δυστυχία της που ήξερε η Μαρκέλλα ήταν η εγκατάλειψή της από τον Παύλο,το προηγούμενο αγόρι της.
-Σκέφτεσαι τον Παύλο;είπε η Μαρκέλλα.
-Ε....Ναι,τα' χαμε τρία χρόνια και μετά μια ωραία πρωία απλά με παράτησε.
Αυτό δεν ήταν ακριβές.Ο Παύλος την είχε εγκαταλείψει μετά από τρία χρόνια που ήταν το κορίτσι του και ένα χρόνο ολοκληρωμένων σχέσεων επειδή είχε διαπιστώσει τι συνέβαινε στην οικογένειά της και δεν ήθελε να μπλέξει όπως είχε πει.
-Λοιπόν απόψε δεν θα σκεφτείς άλλο,είπε η Μαρκέλλα.
Πήγε κοντά στο Γιώργο και αντάλλαξαν λίγα λόγια.Μετά εκείνη πλησίασε έναν νεαρό που αμέσως την αγκάλιασε και ο Γιώργος ήρθε κοντά στη Βερόνικα κρατώντας δυο γεμάτα ποτήρια.

-Στην πιο όμορφη κοπέλα του πάρτι,είπε ο Γιώργος.
Η Βερόνικα πήρε το ποτήρι και του χαμογέλασε βεβιασμένα.Κάτι την ανησυχούσε αλλά δεν μπορούσε να το κάνει πιο συγκεκριμένο.Ένιωθε πως κάτι πάλευε να βγει στην επιφάνεια από το υποσυνείδητό της,κάτι που ίσως φευγαλέα είχε δει μα δεν είχε δώσει την πρέπουσα προσοχή ή κάτι που είχε ακούσει ίσως.
-Έλα.άσπρο πάτο,είπε ο Γιώργος και κατέβασε μονορούφι το ποτό του.Εκείνη τον μιμήθηκε γιατί είδε το ειρωνικό του χαμόγελο στο στιγμιαίο δισταγμό της.Ήταν δροσερό το ποτό αλλά η γεύση δεν της φάνηκε σωστή.
Ο Γιώργος πήρε το ποτήρι της και κατευθύνθηκε προς το μπαρ και πάλι.Η Βερόνικα τον κοίταζε.Εκείνος άφησε τα ποτήρια και άρχισε να έρχεται και πάλι προς το μέρος της.Η κοπέλα τον κοίταζε ακόμα αλλά τώρα δεν μπορούσε να εστιάσει.Τα χρώματα γύρω της της φαίνονταν πιο έντονα τώρα αλλά τα περιγράμματά τους συγχέονταν δημιουργώντας μια αίσθηση τελείως εξωπραγματική.Οι ήχοι ήταν πιο έντονοι,η μουσική φαινόταν να έρχεται από παντού.
Ο Γιώργος την αγκάλιασε και' κεινη γέλασε.Τα χείλη του βρήκαν τα δικά της,τα χέρια του ταξίδεψαν στο σώμα της,μέσα από την μπλούζα της και κάτω από τη φούστα της αλλά δεν έφερε αντίρρηση.Όπως δεν έφερε αντίρρηση ούτε όταν αργότερα απαλλαγμένη από όλα της τα ρούχα ξάπλωσε μαζί του σε ένα από τα δωμάτια του σπιτιού της Μαρκέλλας.


Άνοιξε τα μάτια της νιώθοντας τελείως αποπροσανατολισμένη και με ένα κάψιμο στο στομάχι.Ανακάθισε και κοίταξε γύρω το τελείως άγνωστο δωμάτιο παραμερίζοντας τα ιδρωμένα της μαλλιά από το πρόσωπό της.Ήταν σε ένα διπλό κρεβάτι σε ένα δωμάτιο που δεν είχε παρά ένα κομοδίνο ακόμα και μια ντουλάπα.Κάποιος ξενώνας προφανώς σκέφθηκε, και σηκώθηκε.Προχώρησε στο παράθυρο απ' όπου έμπαινε λίγο ηλιακό φως από τις γρύλλιες των παντζουριών.Έκανε να το ανοίξει όταν συνειδητοποίσε πως ήταν γυμνή.Αναζήτησε τα ρούχα της και τα βρήκε στο πάτωμα αλλά δεν έβρισκε τα εσώρουχά της.
Δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα από την προηγούμενη νύχτα,απολύτως τίποτα τώρα που το σκεπτόταν.Αλλά για να είναι γυμνή είχε κάνει έρωτα.Με ποιον;Με το Γιώργο;
Ντύθηκε με τα ρούχα της και βγήκε από το δωμάτιο.Τώρα ήξερε που βρισκόταν,ήταν στο δεύτερο όροφο του σπιτιού της Μαρκέλλας όπου ήταν ο ξενώνας.Κατέβηκε τη σκάλα νιώθοντας τα μάρμαρα ανακουφιστικά δροσερά κάτω από τα γυμνά πόδια της.
Στο ισόγειο βρήκε τη Μαρκέλλα να πίνει έναν χυμό ντυμένη με το μαγιό της.
-Καλώς την ωραία κοιμωμένη,είπε βλέποντας τη Βερόνικα.
-Τι ώρα είναι;
-Επτά....
-Δεν κοιμήθηκα και πολύ.
-.....το απόγευμα.
-Τι;
Η Βερόνικα έμεινε να κοιτάζει την φίλη της έκπληκτη.Αυτό δεν το περίμενε.
-Πρέπει να πάω σπίτι.
-Μην ανησυχείς,πήρε η μητέρα σου και της είπα ότι αργήσαμε χθες και κοιμήθηκες εδώ και ότι ακόμα κοιμάσαι.
-Πρέπει να φύγω,είπε η Βερόνικα.Θα τα πούμε.
Βγήκε στο δρόμο τρέχοντας και τρέχοντας διέσχισε την απόσταση ως το σπίτι της.

Μπαίνοντας στο σπίτι κοντοστάθηκε.Ησυχία,ωραία.Προφανώς ο πατέρας της δεν είχε επιστρέψει ακόμα από τη λέσχη.Όταν πήγαινε εκεί πάντα αργούσε,πέρναγε το Σαββατοκύρια-κο ολόκληρο πολλές φορές.Προχώρησε γρήγορα μέσα στο σπίτι.
-Μαμά;
Η μητέρα της εμφανίστηκε στην πόρτα της κουζίνας.Φαινόταν κουρασμένη και η Βερόνικα ένιωσε τύψεις μαντεύοντας πως την είχε καταβάλλει η αγωνία για εκείνη.Την πλησίασε και την αγκάλιασε.
-Συγνώμη μαμά,είπε.
-Δεν πειράζει καρδούλα μου,της είπε εκείνη,απλά φοβήθηκα μην έπαθες τίποτα.Άντε πήγαινε να αλλάξεις μην έρθει ο πατέρας σου.
Η Βερόνικα τη φίλησε στο μάγουλο και έτρεξε στο δωμάτιό της.Έβγαλε τα ρούχα της και μπήκε στο μπάνιο,είχε αρχίσει να νιώθει μια περίεργη ναυτία και έλπιζε πως θα της περνούσε με ένα μπάνιο.Ζαλίστηκε μπαίνοντας και πιάστηκε από το νιπτήρα.Άνοιξε τη βρύση και μπήκε κάτω από το ντουζ.Ένιωσε αμέσως καλύτερα με το νερό να κυλάει πάνω της δροσερό. Ακούμπησε στα πλακάκια του τοίχου πίσω της και έκλεισε τα μάτια της.Ίσως να έφταιγε η ζέστη τελικά.Ίσως πάλι να ήταν που είχε κοιμηθεί τόσο πολύ.
Βγήκε από το μπάνιο και ξάπλωσε στο κρεβάτι της,δεν είχε όρεξη να κοιμηθεί αλλά εξακολουθούσε να μην είναι και καλά.

Άργησε τελικά να κοιμηθεί και όταν το έκανε ο ύπνος της ήταν γεμάτος εφιαλτικά όνειρα. Ξύπνησε το πρωί νιώθοντας ένα ακαθόριστο κακό προαίσθημα.Ετοιμάστηκε για το σχολείο και αφού πήρε βιαστικά πρωινό έφυγε από το σπίτι.Στο δρόμο έκανε τη σκέψη πως λίγες φορές ακόμα θα έκανε αυτήν την διαδρομή.Τελείωνε την τρίτη λυκείου,έμεναν τα μαθήματα αυτής της εβδομάδας και  μετά τέλος, δεν θα ξαναπήγαινε ποτέ σ' αυτό το σχολείο αφού οι πανελλήνιες θα δίνονταν σε άλλο.
Δεν την χαροποιούσε αυτό,το σχολείο ήταν ο μόνος χώρος όπου ένιωθε ότι μπορούσε να είναι ο εαυτός της.Με τον πατέρα της να ασκεί αφυκτικό και πολλές φορές βίαιο έλεγχο στις παρέες της δεν είχε την ευκαιρία να εκφράζεται ελεύθερα ούτε και να βρίσκεται πολύ με φίλους.Στο σπίτι δεν υπήρχε περιθώριο για βούληση άλλου πέρα από τον πατέρα της και έτσι της απέμεινε μόνο το σχολείο.
Πέρασε την πόρτα της αυλής και κατευθύνθηκε προς τη  σκιά που έριχνε το σχολικό κτήριο μιας και ο ήλιος ήδη έκαιγε.Είδε σε μια άκρη την Μαρίνα,την καλύτερή της φίλη και πήγε προς το μέρος της.Αντίθετα με εκείνη η Μαρίνα μισούσε το σχολείο και δεν έβλεπε την ώρα να τελειώσει.Όχι ότι δεν ήταν έξυπνη ή καλή μαθήτρια αλλά  ήταν αφοσιωμένη στη μεγάλη της αγάπη τη ζωγραφική και το σχολείο ήταν εμπόδιο στην αφιέρωση ολόκληρου του χρόνου της σ' αυτή.
-Καλημέρα Μαρίνα.
-Κάθησε,είπε η φίλη της και κάτι στη φωνή της προΐδέασε την Βερόνικα για άσχημα νέα.
-Τι τρέχει;ρώτησε ανήσυχη.
-Πήγες στο πάρτι της Μαρκέλλας;ρώτησε η Μαρίνα.
-Ναι.
-Και εκεί κοιμήθηκες με το Γιώργο,είπε η Μαρίνα με έναν τόνο σαν να παρακαλούσε τη φίλη της να τη διαψεύσει.
-Όχι ότι το θυμάμαι αλλά έτσι νομίζω ότι έγινε,δεν ξέρω.Μου πρόσφερε ένα ποτό και μετά δεν θυμάμαι παρά σκόρπια πράγματα.Δεν ξέρω,ξύπνησα το επόμενο απόγευμα και ήμουν χάλια μετά.
-Προφανώς κάτι είχε το ποτό.Όσο αμάθητη και αν είσαι στο ποτό δεν θα επιδρούσε έτσι.Κάτι που σε έκανε θύμα και τώρα το κάθαρμα μπορεί να περηφανεύεται πως πήγε μαζί σου και πήρε για ενθύμιο τα εσώρουχά σου.
-Τι;
Η Βερόνικα κοίταξε την φίλη της με μια έκφραση σοκ να σχηματίζεται στο πρόσωπό της. Νόμιζε πως είχε χάσει τα εσώρουχά της πάνω στο πάθος της σεξουαλικής πράξης αλλά τώρα αποδεικνυόταν πως δεν ήταν έτσι,ο Γιώργος είχε πάρει ένα τρόπαιο όπως κάνουν οι κυνηγοί στα σαφάρι.Ένιωσε ναυτία,δεν έτρεφε αυταπάτες για αγάπη εκ μέρους του ή κάποιων έστω τρυφερών αισθημάτων.Δεν μπορούσε όμως να φανταστεί μια τέτοια κυνική πράξη.
Έσκυψε το κεφάλι της.Απολύτως τίποτα δεν πήγαινε καλά στη ζωή της.Καυτά δάκρυα κύλισαν από τα μάτια της.
-Σήκωσε το κεφάλι σου και μην κλαις,είπε η Μαρίνα.Δεν θες να δώσεις αυτήν την ικανοποίηση στον ηλίθιο έτσι;
Η Βερόνικα σκούπισε βιαστικά τα μάτια της ενώ ακουγόταν το κουδούνι.Ανεβαίνοντας τη σκάλα για την τάξη της ένιωσε ένα χέρι να  χαιδεύει πρόστυχα τους γοφούς της αλλά δεν μπορούσε να ξέρει ποιος το είχε κάνει καθώς επικρατούσε το συνηθισμένο στριμωξίδι.
Στην τάξη κάθησε δίπλα στη Μαρίνα που προσπάθησε να της δώσει θάρρος.
-Λίγες μέρες μείνανε ακόμα.
Λίγες πράγματι μέρες που όμως ήταν μαρτυρικές για τη Βερόνικα.Ο Γιώργος περηφανευόταν για το κατόρθωμά του και δεν έπαυε να το συζητάει στις παρέες του μέχρι τη στιγμή που ένας συμμαθητής του, που δεν συμμεριζόταν τέτοιου είδους περηφάνεια, του έριξε μια αρκετά δυνατή γροθιά.Αυτή η ιπποτική χειρονομία όμως δεν εμπόδισε άλλους λιγότερο ευγενείς χαρακτήρες να της κάνουν τις πιο διεστραμμένες προτάσεις και κάποιους να απλώσουν το χέρι τους πάντα προστατευμένοι από την ανωνυμία του πλήθους στις σκάλες ή στο στριμωξίδι μπροστά στο κυλικείο.
Τα δάκρυά της δεν προλάβαιναν να στεγνώσουν και έρχονταν άλλα να κυλίσουν στα μάγουλά της.Τα πονηρά μισόλογα και γελάκια όταν περνούσε από κάποια "αντροπαρέα" την πλήγωναν πολύ περισσότερο από αυτούς που άπλωναν το χέρι τους πάνω της.Είχε κάνει το λάθος να δείξει εμπιστοσύνη σε κάποιον που δεν άξιζε παρά μόνο περιφρόνηση,για πόσο θα έπρεπε να το πληρώνει;
Φυσικά δεν είχε πει τίποτα στο σπίτι της για την ιστορία αυτή.Η μητέρα της θα πικραινόταν και ο πατέρας της θα εξοργιζόταν και θα την έσπαγε στο ξύλο.Δεν είχε μιλήσει γι' αυτό και είχε δικαιολογήσει την ολοφάνερη κακή ψυχολογική της κατάσταση με την πίεση των εξετάσεων,προαγωγικών και πανελληνίων.Μόνο την Μαρίνα είχε να την καταλαβαίνει,η Μαρκέλλα - προς οδυνηρή έκπληξη της Βερόνικα - σιγοντάριζε το Γιώργο και την παρέα του.
-Ποια;Η Μαρκέλλα που κοιμήθηκε με δυο εκείνο το βράδυ!έλεγε αγανακτισμένη και αηδιασμένη η Μαρίνα. 

Ο Ορισμός Της Ευτυχίας

Author: Νυχτερινή Πένα /


Είναι ένα ζεστό πρωινό, ο ήλιος πυρπολεί την πόλη και ας είναι ακόμα τα μέσα της άνοιξης και το καλοκαίρι απέχει κάμποσο. Στο πάρκο δεν υπάρχει κανένας άλλος εκτός από τους δυο τους. Ίσως φταίει η σχετικά πρωινή ώρα ή η προμηνυόμενη ζεστή μέρα αλλά εκείνους δεν τους νοιάζει. Είναι καθισμένοι σε μια άκρη κάτω από την φουντωτή σκιά ενός δένδρου. Αθέατα πουλιά, κρυμμένα στα κλαδιά του δένδρου τραγουδούν χαρούμενα για την καινούρια μέρα.
-Τι σκέφτεσαι; τον ρωτάει εκείνη.
-Τον ορισμό της ευτυχίας, της απαντάει και αφήνει ένα τρυφερό φιλί στα μαλλιά της όπως την κρατάει αγκαλιά.
-Και τον βρήκες;
-Τον ζω, της λέει. Εδώ και τώρα, με τη μελωδία αυτή να μας συντροφεύει, οι δυο μας, χωρίς κανείς να μας ενοχλεί, μαζί και είναι όλα τόσο όμορφα. Αυτός είναι ο ορισμός της ευτυχίας, εσύ μαζί μου και όλα είναι όπως πρέπει.
-Αληθινή φιλοσοφία, λέει εκείνη χαμογελώντας.
-Ποιος είπε ότι πρέπει να είναι πιο περίπλοκη από ένα φιλί και ένα σ’ αγαπώ, λέει εκείνος και τη φιλάει απαλά πριν της πει, σ’ αγαπώ.

Δάκρυα 1

Author: Νυχτερινή Πένα /


Κεφάλαιο 1

 Ένα χαστούκι είναι πάντα οδυνηρό ειδικά όταν το δέχεσαι από ένα άτομο που υποτίθεται ότι σε αγαπάει και φροντίζει για το καλό σου.Η σκέψη πέρασε από το μυαλό της Βερονίκης Στάμου μαζί με την αίσθηση του καυτού πόνου στο μάγουλό της ενώ το λεπτοκαμωμένο σώμα της τιναζόταν πίσω και έπεφτε στο μεγάλο καναπέ του σαλονιού.Ο πατέρας της πλησίασε και εκείνη κουλουριάστηκε σε εμβρυακή στάση θέλοντας να προστατέψει τα πλευρά της ξέροντας εκ πείρας πως θα ακολουθήσουν κλωτσιές.Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της και προσπαθούσε να συγκρατήσει τους λυγμούς της γιατί ήξερε πως θα τον εξαγρίωνε περισσότερο.
Ήρθε από πάνω της και στάθηκε λαχανιασμένος, λίγο η θερμοκρασία που τέλη Μαΐου είχε ήδη περάσει τους τριάντα βαθμούς Κελσίου και πυρπολούσε αλύπητα την Αθήνα,λίγο τα πούρα που μανιωδώς κάπνιζε ο Μανώλης Στάμος, του είχαν κόψει την αναπνοή.Στάθηκε εκεί βαριανασαίνοντας,απολαμβάνοντας την αγωνία της πότε θα έρθει το επόμενο χτύπημα.Τελικά την άφησε και έφυγε.
Για αρκετή ώρα έμεινε στον καναπέ κουλουριασμένη μέχρι που άκουσε τα συρτά κουρασμένα βήματα της μητέρας της.Η Άννα Δράζη Στάμου ήταν μια κάποτε όμορφη γυναίκα που η ζωή είχε τσακίσει αλύπητα τοποθετώντας στους ώμους της βάρη που θα λύγιζαν και δυνατότερους χαρακτήρες από' κείνη.Γονάτισε δίπλα στην κόρη της και χάιδεψε τα μεταξένια της μαλλιά.
-Έλα καρδούλα μου,μην κλαις,είπε παρακλητικά.Έφυγε.
Η Βερονίκη - όλοι την φώναζαν Βερόνικα - κοίταξε τη μητέρα της με τα μαύρα μάτια της ακόμα γεμάτα δάκρυα.
-Δεν αντέχω μαμά,δεν αντέχω.
-Έλα καλή μου,είπε η μητέρα της,σήκω.Έδωσε την άδεια να πας στο πάρτι της Μαρκέλ-λας.
Αυτή η είδηση βοήθησε κάπως τη Βερόνικα να ανακτήσει την ψυχραιμία της.Ανακάθησε στον καναπέ και κοίταξε το κουρασμένο πρόσωπο της μητέρας της.Ήξερε πως ο πατέρας της χτυπούσε τη μητέρα της συχνότερα απ' ό,τι την ίδια.Τη χτυπούσε πολύ χειρότερα απ' ό,τι την ίδια και ειδικά όταν προσπαθούσε να μπει ανάμεσά τους για να την προστατέψει.
-Θα πάει στη λέσχη απόψε άρα μπορείς να μείνεις στη φίλη σου.
-Μαμά,δεν θέλω να σ' αφήνω,είπε η Βερόνικα.
-Θα είμαι εντάξει,είπε εκείνη.Μια μέρα εξ' άλλου θα φύγεις από' δω και θα πετάξεις ελεύθερη μακριά.
-Δεν θα φύγω ποτέ χωρίς εσένα,είπε η Βερόνικα.
-Πήγαινε να ετοιμαστείς,είπε η μητέρα της.
Η Βερόνικα υπάκουσε και άφησε το σαλόνι της μεγάλης βίλας στη Κηφισιά για να πάει στο δωμάτιό της στην άλλη άκρη του σπιτιού.
Ήταν ένα δωμάτιο συνηθισμένο σαν τα δωμάτια χιλιάδων άλλων κοριτσιών  με μια βιβλιοθήκη και ένα γραφείο,το κρεβάτι της και μια ντουλάπα.Πάνω από το κρεβάτι είχε μια αφίσα από την αγαπημένη της ταινία που είχε πριν λίγους μήνες θριαμβεύσει στα oscar,τον Τιτανικό.
Άνοιξε την ντουλάπα της και άρχισε να διαλέγει τα ρούχα που θα έβαζε.


Το ένα από τα φύλλα της ντουλάπας φιλοξενούσε καθρέφτη στη μέσα πλευρά του.Έβγαλε τα ρούχα της και κοίταξε το είδωλό της σ' αυτόν.Ήταν μια μάλλον μέσου ύψους κοπέλα με καλοσχηματισμένο αλλά αδύνατο σώμα.Τα μαύρα μαλλιά της μακριά ως τους ώμους της πλαισίωναν ένα όμορφο πρόσωπο,έντονα εκφραστικό στο οποίο δέσποζαν τα ζεστά μαύρα μάτια της που φανέρωναν άνθρωπο ευαίσθητο και ρομαντικό.Είχε ελαφρώς σαρκώδη χείλη που έκαναν το χαμόγελό της πολύ ελκυστικό αν σπάνια χαμογελούσε πια.
Επιθεώρησε το σώμα της,δεν είχε πουθενά μελανιές,θα μπορούσε να φορέσει φούστα αυτή τη φορά.Ευτυχώς, τα τζιν δεν ήταν πολύ ευπρόσδεκτα μ' αυτή τη ζέστη αν και πολλές φορές δεν είχε άλλη επιλογή.Έπρεπε να κρύβει τα σημάδια που μαρτυρούσαν τι συνέβαινε πίσω από την κλειστή πόρτα του σπιτιού της.Αλλά όχι απόψε,απόψε μπορούσε να χαρεί για λίγο και να ξεχαστεί.
Διάλεξε τη φούστα και τη μπλούζα που θα έβαζε και άρχισε να ετοιμάζεται.Ντύθηκε και καταπιάστηκε με τα μαλλιά της.Ήταν αυτό που της άρεσε περισσότερο πάνω της,είχε απαλά και στιλπνά μαύρα μαλλιά,ούτε ίσα ούτε όμως και μπούκλες κάτι ενδιάμεσο,σπαστά.Μετά είχαν σειρά τα μάτια της,το μακιγιάζ της ήταν διακριτικό,ίσα να τονίσει τα μάτια της λίγο.
Βγήκε από το δωμάτιο και αναζήτησε τη μητέρα της.Αν όσο ετοιμαζόταν για το πάρτι είχε ξεχαστεί,η σκληρή πραγματικότητα ήρθε να κάνει αισθητή την παρουσία της.Η μητέρα της έκλαιγε ακουμπισμένη στον πάγκο της κουζίνας.Η Βερόνικα την αγκάλιασε και ρώτησε:
-Θέλεις να μείνω εδώ;Δεν πειράζει αν δεν πάω στο πάρτι.
-Όχι,όχι.Πήγαινε,είπε η μητέρα της.
-Σίγουρα;
-Ναι καλή μου,πήγαινε,καλά να περάσεις.
Με βαρειά καρδιά η Βερόνικα άφησε το σπίτι και ξεκίνησε για το σπίτι της φίλης της της   Μαρκέλλας.
Η μουσική ακουγόταν από το προηγούμενο στενό κιόλας και ακούγοντάς την η Βερόνικα ένιωσε να ελαφρώνει το βάρος στην ψυχή της.Πέρασε τη μεγάλη καγκελόπορτα και μπήκε στον κήπο με το δροσερό γκαζόν και τους προσεγμένους θάμνους σε διάφορα σχήματα.
-Βερόνικα!
Η οικοδέσποινά της έτρεξε να την υποδεχθεί.Ήταν μια ψηλή καστανομάλλα με όμορφο σώμα και ακόμα πιο όμορφο πρόσωπο.
-Χαίρομαι που ήρθες,της είπε.Οι γονείς μου μας έχουν αφήσει ελεύθερους.Απόψε θα το γλεντήσουμε.
Η Βερόνικα χαμογέλασε.Θα έκλαιγε αν ήξερε σε ποιο μονοπάτι θα οδηγούνταν σύντομα η ζωή της. 

Η Εισβολή 11 - συνέχεια

Author: Νυχτερινή Πένα /


Μια άγρια κραυγή τράβηξε την προσοχή του εισβολέα από την Άλις. Την είχε βγάλει ο Μπρούστερ με το σπαθί ανα χείρας ορμούσε εναντίον του. Τον πυροβόλησε. Ο Βρετανός δέκτηκε τη σφαίρα στο στήθος αλλά συνέχισε. Ο εισβολέας τον πυροβόλησε ξανά και ξανά, με την τρίτη σφαίρα κλονίστηκε αλλά δεν έπεσε. Στάθηκε για μια στιγμή και μετά συνέχισε να προχωράει σαν να κρατούσε με τη δύναμη της θελήσεώς του και μόνο τον θάνατο μακριά. Τώρα προχωρούσε βήμα βήμα αλλά με σταθερό προορισμό. Ένας ανθρώπινος αντίπαλος θα είχε πιθανότατα πανικοβληθεί από αυτήν την υπεράνθρωπη αντίδραση, το ρομπότ περίμενε να έρθει κοντά και να τον πυροβολήσει εξ επαφής για να τον αποτελειώσει ξεχνώντας την Άλις κάτω από το πόδι του.
Ο Μπρούστερ έφτασε κοντά, το ρομπότ σήκωσε το όπλο του και πάλι.
-Πολύ αργά τενεκεδάνθρωπε, είπε ο Βρετανός και βύθισε το σπαθί στο θώρακα του ρομπότ με όση δύναμη μπορούσε να επιστρατεύσει. Το ρομπότ έπεσε απελευθερώνοντας την Άλις που σηκώθηκε όρθια.
-Τρέξε στη μαμά σου, είπε ο Μπρούστερ που σαν για να είναι στο ίδιο ύψος μαζί της έπεσε στα γόνατα. Η Άλις έτρεξε στην Τζάνις και μπήκε στο αυτοκίνητο. Ο Τσάρλς Μπρούστερ χαμογέλασε. Κοίταξε τον εχθρό που υποχωρούσε κάτω από την αντεπίθεση του Άλαν και είπε σιγανά.
-Γι’ αυτό δεν θα νικήσετε ποτέ, γιατί είμαστε άνθρωποι.
Έπεσε πίσω για να μην σηκωθεί ποτέ.

Ο Τζώρτζ είδε τον Μπρούστερ να πέφτει και έτρεξε προς το μέρος του. Όταν έφτασε κοντά του ο εχθρός είχε υποχωρήσει. Έσκυψε από πάνω του και διαπίστωσε ότι ο διοικητής του ήταν πια νεκρός. Το χαμόγελο που είχε φέρει στα χείλη του η διάσωση της Άλις δεν είχε σβήσει ούτε με το θάνατο. Ο Τζώρτζ φώναξε δυο από τους άνδρες του να μεταφέρουν το σώμα και προχώρησε να βρει τον Άλαν.

Το οδόφραγμα κατέρρευσε με έναν εκκωφαντικό κρότο που σκέπασε κάθε άλλον ήχο στο πεδίο της μάχης.
-Πίσω στα οχήματα, φώναξε ο Άλαν, φεύγουμε.
Ακόμα ένα λεωφορείο καιγόταν και κάποιοι άμαχοι είχαν σκοτωθεί αλλά όσοι είχαν επιζήσει θα μπορούσαν να φύγουν με τα υπόλοιπα λεωφορεί καθώς οι στρατιώτες είχαν μειωθεί κατά πολύ.
Άρχισαν να επιβιβάζονται ενώ τα δυπ τζιπ και το τεθωρακισμένο μάχονταν σαν οπισθοφυλακή.
-Ο Σάντερς σκοτώθηκε, είπε ο Τζώρτζ, και ο Μπρούστερ. Είσαι ο ανώτερος αξιωματικός. Αναλαμβάνεις διοίκηση.
-Φεύγουμε, ευθεία και μετά αριστερά στην ανατολική οδό Σπρινγκ.
Ξεκίνησαν και πάλι. Η διαφυγή τους από αυτήν την παγίδα σήμαινε και το τέλος της άμεσης καταδίωξης. Πήραν την οδό Σπρινγκ και κινήθηκαν περιφερειακά του αεροδρομίου του Λονγκ Μπιτς ως που βγήκαν στην λεωφόρο Τσέρυλ, εκεί χρειάστηκε να ανταλλάξουν πυρά με εχθρικές δυνάμεις που κατέληξαν στην απώλεια και των άλλων δύο τζιπ με τα πολυβόλα και στην απώλεια είκοσι ανδρών αλλά ήταν το πιο προκεχωρημένο σημείο της εχθρικής προέλασης. Ο δρόμος ήταν ελεύθερος. Από την Τσέρυλ πέρασαν στον αυτοκινητόδρομο 710 και από εκεί στον 10 και μετά στον 5.
Είχε νυχτώσει όταν ήταν πια έξω από την πόλη. Άφησαν τον 5 για την οδό Τέμπλιν που τους έφερε στον αυτοκινητόδρομο Γκόλντεν Στέητ Χάιγουεϊ. Ο Άλαν είχε επιλέξει τη διαδρομή για να μπουν στο δάσος και να σταματήσουν εκεί να ξεκουραστούν και να περάσουν τη νύχτα.
Σταμάτησαν στην άκρη του δρόμου και όλοι άφησαν τα λεωφορεία για να βγούν και να καθίσουν κάτω από τα δένδρα αμαπνέοντας με ανακούφιση το δροσερό αεράκι.

Ο Άλαν κοίταξε με αγάπη τη γυναίκα του που θήλαζε το μωρό τους. Η Άλις κοιμόταν ξαπλωμένη δίπλα της και σκεπασμένη με μια μικρή κουβέρτα. Πιο πέρα κοιμούνταν τα μικρά παιδιά από το νοσοκομείο και οι μαθητές της Λώρα. Η δασκάλα καθόταν ανάμεσά τους, δίπλα της κοιμόταν το δικό της μωρό.
Ο Άλαν είδε τον Τζώρτζ να πλησιάζει και άφησε την οικογένειά του. Ο Βρετανός φαινόταν κατάκοπος.
-Τελικός απολογισμός, είπε. Όπως ξέρεις ο λόχος σου τα κατάφερε τέλεια, ένας μόλις νεκρός, αρκετοί τραυματίες κανένας σοβαρά. Το ίδιο ισχύει και για εμάς. Πρώτος και δεύτερος λόχος όμως αποδεκατίστηκαν. Από τον πρώτο λόχο έχουν επιζήσει δώδεκα, ανάμεσά τους ωστόσο δυο αξιωματικοί και ένας υπαξιωματικός και από τον δεύτερο δέκα. Κανένας αξιωματικός ή υπαξιωματικός. Επέζησαν και οι τέσσερις των SEAlS, σκληροτράχηλοι τύποι, οφείλω να τους το αναγνωρίσω. Αυτοί είναι όλοι, το ένα τρίτο των ανδρών που είχαμε στο κολλέγιο. Πολίτες 393.
-Από τους οποίους κάμποσοι φέουν όπλα.
-Ναι, και έχουμε ακόμα τέσσερις αστυνομικούς και τους δύο Τεξανούς που αποδείχθηκαν άξιοι να τα βγάλουν πέρα σε μια μάχη.
-Από μέσα πως πάμε; ρώτησε ο Άλαν.
-Το τζιπ που φέρανε οι SEALS ως εδώ, τη μπολντόζα, το τεθωρακισμένο, οκτώ λεωφορεία και τρία ιδιωτικά αυτοκίνητα. Από καύσιμα είμαστε ακόμα καλά. Όπως και από όπλα και πυρομαχικά.
-Τρόφιμα και λοιπά εφόδια;
-Όχι το ίδιο καλά αλλά δεν θα μας λείψουν και άμεσα. Το ερώτημα είναι τι θα κάνουμε από’ δω και μπρος.
-Θα προστατεύσουμε αυτούς τους ανθρώπους και θα πολεμήσουμε τον εχθρό, έχουμε έναν πόλεμο να κερδίσουμε.
-Θα πολεμήσουμε και’ μεις μαζί σας ως που να βρεθεί ένας τρόπος να πάμε πίσω στην πατρίδα μας.
-Θα σας χρειαστούμε, δεν είμαστε και πολλοί, θάψατε τον συνταγματάρχη;
-Ναι, με τη στολή όπως ήταν και με το σπαθί γυμνό στην αγκαλιά του.
-Θα τον ευγνωμωνώ σε όλη μου τη ζωή, χάρη στη θυσία του ζει η Άλις.
-Ήταν γενναίος αξιωματικός. Φτιάξαμε και έναν τάφο για τους υπόλοιπους, βάλαμε τα ονόματα όσων σκοτώθηκαν.
-Ο Θεός ας τους αναπαύσει όλους, είπε ο Άλαν σιγανά.
Ο Τζώρτζ έβαλε το χέρι του στον ώμο του ομοβάθμου του τον οποίο είχε συμπαθήσει στα όσα είχαν περάσει.
-Ξεκουράσου, έχω βάλει σκοπούς, για την ώρα είμαστε ασφαλείς.
Πριν προλάβει να απαντήσει ακούστηκε η τραχιά φωνή ενός άνδρα που έλεγε:
-Ε και; Είμαστε τυχεροί; Έχασες τα μυαλά σου γέρο;
Ήταν ένας άνδρας ντυμένος με κουστούμι και απευθυνόταν με τον σκαιό αυτό τρόπο στον Τζόναθαν. Ο καθηγητής είχε περάσει από όλους τους πολίτες και είχε μιλήσει μαζί τους καθησυχάζοντας και εμψυχώνοντάς τους. Ήξερε τον άνδρα, λεγόταν Τζιμ Πέπερ και ήταν επιχειρηματίας με σημαντική περιουσία.
-Είμαστε σίγουρα τυχεροί τη στιγμή που χιλιάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν σήμερα σε αυτήν την εισβολή και εμείς είμαστε ζωντανοί. Και όχι μόνο ζωντανοί αλλά ούτε πεινάμε, ούτε και άμεσα κινδυνεύουμε, και έχουμε πολλοί τις οικογένειες και τους οικείους μας μαζί. Δεν λέω ότι είμαστε στην καλύτερη κατάσταση ή δεν υπάρχουν πράγματα να γίνουν. Αλλά είμαστε κοινότητα και όλοι μαζί θα τα καταφέρουμε.
Χειροκροτήματα ακούστηκαν και φωνές επιδοκιμασίας που ανάγκασαν τον αντιρρησία να καθίσει κάτω.
-Έχουμε και αντιπολίτευση, γέλασε ο Τζώρτζ. Άντε ξεκουράσου, πάω να ρίξω μια ματιά στους άνδρες και να ξεκουραστώ και’ γω.

Η Ντέηνα ήταν ξαπλωμένη, δεν πονούσε και ένιωθε αρκετά ξεκούραστη τώρα. Η Νάταλι είχε περιποιηθεί το πόδι της και την είχε τακτοποιήσει κάτω από μια κουβέρτα ενώ της είχε φέρει φαγητό και την είχε βοηθήσει να φάει.
Τώρα καθώς η Νάταλι επέστρεφε κοντά της, μετά από μια επίσκεψη στα παιδιά για να βεβαιωθεί ότι ήταν εντάξει, σκέφθηκε πόσο καλά τα κατάφερνε με τις ευθύνες που είχε επωμιστεί ξαφνικά. Η Νάταλι ξάπλωσε και χώθηκε κάτω από την κουβέρτα δίπλα της. Η Ντέηνα την αγκάλιασε και εκείνη κόλλησε το σώμα της στο δικό της.
Τα χείλη τους ενώθηκαν σε ένα παθιασμένο φιλί και το χέρι της Ντέημα γλίστρισε κάτω από το πουκάμισο της Νάταλι για να κλείσει πάνω στο ζεστό της στήθος. Το χάδι έφερε ένα ρίγος ευχαρίστησης στην κοπέλα που πίεσε το σώμα της στης Ντέηνα ενθαρρύνοντας να συνεχίσει να τη χαϊδεύει.
-Πως και δεν φοράς στηθόδεσμο; ρώτησε η Ντέηνα.
-Φορούσα, απάντησε η Νάταλι, αλλά τον χρησιμοποίησα για να επιδέσω το τραύμα σου.
Η Ντέηνα γέλασε πριν χαθούν στο δικό τους μυστικό κόσμο του έρωτα.

Ο Γουίλλιαμ Γκρέηστοουκ κοιτούσε το εμφύτευμα που είχε βγάλει από την Νάντια Κόμπτον. Έπρεπε να βρει τα μέσα για να το εξετάσει διεξοδικά, ήταν σίγουρος πως από αυτό θα μπορούσε να βρει απαντήσεις. Το όφειλε σε όσους είχαν πεθάνει σήμερα στην εισβολή αυτή και πρώτα από όλους στη δημοσιογράφο. Της το χρωστούσε, δεν είχε σκοτώσει ποτέ άλλοτε κάποιον ανίκανο να αμυνθεί και δεν του άρεσε που είχε αναγκαστεί να το κάνει.
Έριξε το εμφύτευμα στην τσέπη του και έμεινε να κοιτάζει την ήσυχη κατασκήνωση της κοινότητάς που είχε διαφύγει από το Λος Άντζελες.

Ο Τζόναθαν αφού είχε μιλήσει με όλους επέστρεφε κοντά στην εγγονή του για να ξεκουραστεί και εκείνος. Είδε τους τέσσερις έφηβους μαθητές του να έχουν ξαπλώσει κάτω από κουβέρτες ανά δύο, ήξερε ότι ο Άνταμ ήταν ζευγάρι με την Τίνα αλλά δεν το ήξερε για τον Άντον με τη Βάλερι παρότι τώρα ήταν ολοφάνερο όπως την κρατούσε αγκαλιά κοιμισμένη με το κεφάλι της στο στέρνο του.
Έκατσε κοντά στην Κάτι. Η μεγαλύτερη δύναμη του ανθρώπου δεν ήταν η ευφυία ή η αντίληψη, αυτές τον είχαν κάνει να προοδεύσει, αλλά η ικανότητα να αγαπά και να νοιάζεται ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες. Και όσο συνέχιζε να το κάνει αυτό θα κατάφερνε να νικήσει κάθε εχθρό ακόμα και έναν τόσο τερατώδη όσο αυτά τα ρομπότ.
Θα συνέχιζαν να προσπαθούν και να μάχονται να προστατεύσουν όσους αγαπούσαν και θα νικούσαν στο τέλος, όσο και αν χρειαζόταν, ό,τι και αν απαιτείτο.

Τέλος