Πλησίασε
τον Στάμο έχοντας πάρει την απόφασή του.
-Η
Βερόνικα, είπε με σπασμένη από τον πόνο φωνή, δεν θα ήθελε να γίνω δολοφόνος.
Έσκυψε
να βοηθήσει τον Στάμο να σηκωθεί.
-Εγώ
όμως είμαι δολοφόνος! είπε εκείνος θριαμβευτικά.
Ένα
στιλέτο είχε εμφανιστεί στο χέρι του και σκόπευε να το καρφώσει στο στήθος του
Μιχάλη που είχε αιφνιδιασθεί και δεν ήταν σε θέση να αντιδράσει. Αλλά ο Στάμος
είχε υπολογίσει χωρίς τον Ραξή που ήταν πιο γρήγορος. Ένας πυροβολισμός ακούστηκε
και το χέρι του Στάμου τσακίστηκε από μια σφαίρα, το στιλέτο έπεσε στο χώμα.
-Είσαι
κτήνος, είπε ο επιθεωρητής πλησιάζοντας. Θέλησε να σου δείξει έλεος εκείνος που
έχει κάθε λόγο να σε μισεί και να επιθυμεί έναν αργό βασανιστικό θάνατο για'
σενα και εσύ δοκίμασες να τον σκοτώσεις. Σου αξίζει ο θάνατος.
Ο
Ραξής έπιασε από τον ώμο τον Μιχάλη και τον οδήγησε στο τζιπάκι του. Εκείνος
τον άφησε να τον καθοδηγήσει, ένιωθε εξουθενωμένος,άδειος.
Δεν
είχαν απομακρυνθεί πολύ όταν άκουσαν τους λύκους να αλυκτούν στο ολόγιομο
φεγγάρι που ανέτειλε και τις κραυγές του Μανώλη Στάμου.
Ο
Μιχάλης άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο σπίτι του. Επέστρεφε μετά από απουσία
δύο και πλέον μηνών. Μετά τα όσα είχε περάσει ήταν καλό να ξαναβρίσκεται στο
σπίτι παρ' ότι και εδώ υπήρχαν πράγματα που να ξυπνάνε αναμνήσεις.
Μετά
τον θάνατο του Στάμου που αποδόθηκε σε ατύχημα, οι λύκοι τον κατασπάραξαν στην
ερημιά και δεν υπήρχαν πια ίχνη επίθεσης εαντίον του, το Χουμνικό επέστρεψε
στην συνηθισμένη ησυχία του. Η Άννα άντεξε τον πόνο μέχρι τα σαράντα της κόρης
της, το ίδιο βράδυ πέθανε από καρδιακή προσβολή. Ο Μιχάλης που είχε παραμείνει
στο χωριό για να παρίσταται στο μνημόσυνο της αγαπημένης του φρόντισε τα της
κηδείας και μετά επέστρεψε στην Αθήνα.
Μετά
από ένα ζεστό μπάνιο πήγε στο δωμάτιό του. Παρά τη βιασύνη με την οποία είχαν
φύγει από το σπίτι η Βερόνικα είχε φροντίσει να διπλώσει τα σεντόνια. Άγγιξε με
τα ακροδάκτυλά του τα σεντόνια και το μαξιλάρι που εκείνη κοιμόταν. Ένιωσε τα
μάτια του να γεμίζουν δάκρυα και βγήκε από το δωμάτιο σε μια μάταιη προσπάθεια
να ξεφύγει από τη θλίψη.
Πήγε
στο μεγάλο δωμάτιο με το τραπέζι που ήταν γεμάτο βιβλία. Μερικά ήταν ανοιγμένα
σε κάποια σελίδα όπως τα είχε αφήσει το τελευταίο βράδυ πριν φύγουν. Κάθησε σε
μια καρέκλα και πήρε ένα βιβλίο στο χέρι του, σκόπευε να συνεχίσει τη μελέτη
του, το να επιστρέψει στη ζωή που ζούσε πριν γνωρίσει τη Βερόνικα θα βοηθούσε
να ξεπεράσει τον πόνο του.
Από
το βιβλίο έπεσε ένα κομμάτι χαρτί και εκείνος το μάζεψε παραξενεμένος.
Αναγνώρισε το γραφικό χαρακτήρα της νεκρής πια αγαπημένης του. Διάβασε τις
λίγες γραμμές που εκείνη είχε γράψει.
"
Είναι περίεργο πως κάποιες στιγμές το μυαλό μου γαληνεύει από αυτήν την πάλη
απέναντι στον ίδιο μου τον εαυτό και την ανάγκη που θεριεύει μέσα μου. Τότε
σκέφτομαι, και σκέφτομαι εσένα. Δεν μπορώ να καταλάβω πως βρέθηκες στο δρόμο
μου και ανέλαβες αυτόν τον αγώνα να με σώσεις. Μόνη μου δεν θα το μπορούσα
ποτέ.
Κοιμάσαι
τώρα δίπλα μου και εγώ κοιτώ το πρόσωπό σου που μου είναι τώρα τόσο οικείο και
αγαπημένο. Το πρόσωπό σου που φέρει τα σημάδια του αγώνα που δίνεις στο πλευρό
μου. Σε έχω χτυπήσει, σε έχω χαράξει με τα νύχια μου και σου έχω φωνάξει αλλά
εσύ επιμένεις να είσαι δίπλα μου. Δεν έχω λόγια να σου εκφράσω πόσο ευγνώμων
σου είμαι και πόσο πολύ σε αγαπώ.
Δεν
έχω τίποτα να σου προσφέρω σε ανταπόδοση των όσων μου πρόσφερες τόσο
ανοιχτόχερα εσύ πέρα από την αγάπη μου. Την αγάπη μιας ναρκωμανούς! Τι αξία
έχει; Αλλά είναι το μόνο που έχω και ολόψυχα στο προσφέρω. Σ' αγαπώ και θα σ'
αγαπώ ως την τελευταία μου αναπνοή.
Βερόνικα"
Καυτά
δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του θαμπώνοντας την όρασή του. Πότε το είχε γράψει
αυτό και το είχε βάλει στο βιβλίο για να το βρει καθώς ντρεπόταν να του το
δώσει; Ακούμπησε πίσω στην πλάτη της καρέκλας και κράτησε το γράμμα της
αγαπημένης του στο στήθος του στο μέρος της καρδιάς.
Ήξερε
πως ο χρόνος θα απάλυνε τον πόνο, θα θεράπευε το τραύμα και ότι στο μέλλον θα
βρισκόταν ίσως κάποια που θα τον έκανε να νιώσει όπως η Βερόνικα αλλά δεν θα
ξεχνούσε.
Ποτέ.
ΤΕΛΟΣ