7.
Ένα Κρυμμένο Μυστικό
-Που
θα μπορούσαμε να πάμε; είπε η Νάντια, σπίτι μου; Πίσω στις Σέρρες δεν θα
είμαστε ασφαλείς και φοβάμαι πως ούτε εδώ είμαστε.
-Εδώ
ακολούθησαν εμένα, είπε βλοσυρός ο Άγγελος. Αλλά αφού ξέρουν εμένα ξέρουν και
το σπίτι μου εδώ και στις Σέρρες.
-Πιθανότατα,
απάντησε ο Γουίλλιαμ, αλλά δεν ξέρουν το ξενοδοχείο στο οποίο έχω εγώ
εγκατασταθεί και δεν υπάρχει τρόπος να το βρουν. Εκεί θα πάμε προς το παρόν.
-Πάμε,
είπε η Νάντια, έλα Άγγελε ας πάμε με το δικό μου και θα πάρεις το δικό σου
αργότερα.
Μπήκαν
στο τζιπ, η Νάντια κάθισε στο τιμόνι με τον αγαπημένο της δίπλα της και η
Αλεξία πέρασε πίσω δίπλα στον Γουίλλιαμ. Καθώς η ξαδέρφη της έβαζε μπρος
ρώτησε:
-Είσαι
καλά; Τι ήταν αυτό που σου έριξε ο άνδρας στο χωριό;
-Αγγελόσκονη
είναι η κοινή ονομασία του, παράγωγο της σκοπολαμίνης, έχει σαν αποτέλεσμα την
κατάργηση της ελεύθερης βούλησης. Μετατρέπει τον άνθρωπο σε πειθήνιο όργανο.
Είναι ωστόσο πιο αποτελεσματικό αν χορηγηθεί ενδοφλεβίως, η απορρόφηση από το
δέρμα αργεί και αν κάποιος είναι και κάπως ανθεκτικός προλαβαίνει να
αντιδράσει.
-Μας
έσωσες εκεί πίσω, είπε η Νάντια, μετά δεν θα σε αφήναμε όπως είπες.
-Ναι
αλλά η Αλεξία έχει πάνω της κάτι που δεν θα έπρεπε να πέσει στα χέρια του
Γκράιτς. Εγώ δεν έχω.
-Δεν
θέλω να φανταστώ τι θα σου κάνανε, είπε η Αλεξία.
-Όχι
τόσα όσα φαντάζεσαι, απάντησε ατάραχος ο Γουίλλιαμ. Δεν θέλει να με σκοτώσει,
όχι πριν μάθει κάποια πράγματα.
Δεν
άργησαν να φτάσουν στο ξενοδοχείο που έμενε ο Γουίλλιαμ, ένα από τα μεγαλύτερα
της μεγάλης πόλης αλλά από εκείνα που βρίσκονταν στα όριά της. Η Νάντια πάρκαρε
το τζιπ στο μεγάλο χώρο σταθμεύσεως δίπλα στο κτίριο και μετά προχώρησαν όλοι
μαζί στην είσοδο του ξενοδοχείου. Ήταν μεγάλη και κυριαρχούσε το λευκό, τόσο
στο μάρμαρο του πατώματος όσο και στους τοίχους. Ο Γουίλλιαμ προχώρησε στον
πάγκο της υποδοχής όπου η υπάλληλος εκεί τον υποδέχθηκε με ιδιαίτερα θερμό
τρόπο. Εκείνος πήρε το κλειδί του και τη ρώτησε αν είχε μηνύματα. Η υπάλληλος
του έδωσε ένα διπλωμένο χαρτί που εκείνος εξαφάνισε στην τσέπη του.
Επέστρεψε
κοντά τους και με τον ανελκυστήρα ανέβηκαν στον έβδομο όροφο όπου όπως
αποκαλύφθηκε είχε νοικιάσει μια ολόκληρη σουίτα. Μπήκανε μέσα και ο Γουίλλιαμ
τελευταίος έκλεισε την πόρτα.
-Καθίστε,
είπε σαν καλός οικοδεσπότης.
Ο
Άγγελος κάθισε σε έναν καναπέ και η Νάντια κάθισε δίπλα του, εκείνος πέρασε το
χέρι του γύρω από τους ώμους της και η κοπέλα ακούμπησε πάνω του. Κοιτάζοντάς
τους η Αλεξία ένιωσε μόνη. Κάθισε σε μια πολυθρόνα και κοίταξε τον Γουίλλιαμ
που έδειχνε βυθισμένος σε σκέψεις.
-Σκεφτείτε
μια μεγάλη βιβλιοθήκη, είπε ο Γουίλλιαμ, μια βιβλιοθήκη τόσο μεγάλη που μπροστά
της η περίφημη εκείνη της Αλεξάνδρειας θα ήταν παιδική συλλογή. Η γνώση που
φυλάσσεται σε αυτήν θα μπορούσε να είναι ένα τρομακτικό όπλο στα χέρια εκείνου
που θα θέλει να τη χρησιμοποιήσει για ιδιοτελείς σκοπούς. Για το λόγο αυτό η
τοποθεσία της είναι μυστική και για την είσοδο σε αυτή χρειάζονται επτά
κλειδιά.
-Αυτό
ψάχνει ο Γερμανός; Γι' αυτό μου είπε εκείνος για το κλειδί;
-Ναι.
Έχεις το ένα κλειδί.
-Και
το άφησα στην τράπεζα; είπε έντρομη η Αλεξία.
-Όχι,
είπε με ένα χαμόγελο ο Γουίλλιαμ. Αυτό ήταν απλά ένα κλειδί θυρίδας, το κλειδί
το έχεις μαζί σου ακόμα.
-Το
έχω;
Η
Αλεξία κοίταξε τον άνδρα απέναντί της έκπληκτη και μετά κατάλαβε. Τράβηξε από
το κορδόνι τον κρύσταλλο και τον κοίταξε. Έλαμπε στο φως του δωματίου.
-Το
ένα από τα επτά κλειδιά, είπε ο Γουίλλιαμ. Ο παππούς σου το φύλαξε πάνω από
μισό αιώνα.
-Και
τώρα θα το φυλάξω εγώ, είπε με πάθος η Αλεξία, δεν θα το παραδώσω στο Γερμανό.
-Που
βρίσκονται τα υπόλοιπα κλειδιά; ρώτησε ο Άγγελος.
-Αυτή
είναι μια καλή ερώτηση, είπε ο Γουίλλιαμ.
Κάθισε
σε μια πολυθρόνα.
-Από
μια εποχή που είναι χαμένη στην αυγή της καταγεγραμμένης ιστορίας τα επτά
κλειδιά ήταν μοιρασμένα σε επτά άνδρες από διαφορετικούς λαούς για ασφάλεια
ώστε να είναι ακατόρθωτο σχεδόν να τα αποκτήσει κάποιος.
-Ποιοι
ήταν οι λαοί;
-Εξαρτάται
για ποια εποχή μιλάμε. Έθνη άκμασαν, παρήκμασαν και χάθηκαν στη λήθη. Άλλοι
πήραν τη θέση τους. Οι επτά Φύλακες περνούσαν τα κλειδιά από γενιά σε γενιά και
αν κάποιος χανόταν χωρίς διάδοχο φροντίζανε οι υπόλοιποι.
-Πριν
χάσεις τις αισθήσεις σου είπες ότι είσαι ο τελευταίος Φύλακας, θυμήθηκε η
Αλεξία.
-Ναι,
είμαι, παραδέχθηκε ο Γουίλλιαμ.
-Και
τα υπόλοιπα κλειδιά; ρώτησε ο Άγγελος, και το δικό σου; Έχεις και εσύ κλειδί;
-Την
εποχή μου.... που.... ήθελα να πω. Τέλος πάντων. Λίγο πριν την εποχή του
Χριστού είχαν δοθεί σε έναν Έλληνα, έναν Ρωμαίο, έναν Ετρούσκο, έναν Αιγύπτιο,
έναν Καρχηδόνιο, έναν Κινέζο – τους λέγανε Σήρες τότε – και έναν Πέρση. Η
υποταγή στην Ρωμαϊκή εξουσία έφερε ένα καλό και ένα κακό. Το καλό ήταν ότι
είχαμε όλοι μας την ευκαιρία να γνωρίζουμε τι γίνεται σε κάθε περιοχή και εκεί
που βρισκόταν ο κάθε ένας μας. Το κακό ήταν πως αυξανόταν ο κίνδυνος να
επιχειρήσει κάποιος να συγκεντρώσει την δύναμη της γνώσης στα χέρια του. Δεν
έγινε τότε.
-Και
το προσπαθεί ο Γκράιτς τώρα; Έχει βρει τα άλλα κλειδιά και χρειάζεται το δικό
μου; ρώτησε η Αλεξία. Εσύ έχεις ακόμα το δικό σου;
-Ναι,
έχω το δικό μου. Η πτώση της δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και οι βαρβαρικές
επιδρομές έφεραν το χάος και την απαρχή του Μεσαίωνα. Παρ'ότι οι δομές του
σημερινού κόσμου έχουν δημιουργηθεί στο Μεσαίωνα και πολλά βήματα προόδου
γίνανε τότε για πολύ μεγάλο διάστημα η Ευρώπη ήταν κατακερματισμένη και δεν
ήταν εύκολο να μάθεις νέα για άλλες χώρες και τόπους. Χάθηκε η επικοινωνία
μεταξύ των Φυλάκων. Με την άνοδο του Ισλάμ και την εξάλειψη των Περσών όπως και
με την πτώση των αφρικανικών κτήσεων του Βυζαντίου χάθηκαν εκείνα τα κλειδιά. Ή
μάλλον είχαν χαθεί.
-Τα
βρήκε ο Γερμανός;
-Έχει
δυο από αυτά.
-Πως;
-Πέρασε
στα χέρια του εκείνο που κάποτε ανήκε στον Καρχηδόνιο Αμίλκα. Αλλά τότε
αποφάσισε να καταδιώξει τους υπόλοιπους ζωντανούς Φύλακες και να πάρει τα
κλειδιά όπως και να βρει τα υπόλοιπα.
-Ο
παππούς; Ήταν Φύλακας;
Ο
Γουίλλιαμ σηκώθηκε και πήγε στην πόρτα που οδηγούσε στη βεράντα. Στάθηκε εκεί
με το βλέμμα του να ατενίζει την δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας και το
Θερμαϊκό στο βάθος.
-Ο
παππούς σου κατείχε το κλειδί που βρισκόταν πάντα στα χέρια Ελλήνων. Ο Γκράιτς
τον γνώρισε στο Μπέργκεν. Τον βασάνισε αλλά ο παππούς σου ποτέ δεν πρόδωσε το
μυστικό.
-Στο
Μπέργκεν; είπε η Αλεξία, μα δεν είναι τόσο....
-Μεγάλος;
Πολύ περισσότερο από όσο δείχνει. Ένας ανελέητος φονιάς και βασανιστής.
-Αυτό
περιμένει και εμένα, είπε η κοπέλα και έσκυψε το κεφάλι. Θα με βρει και θα με
σκοτώσει γιατί δεν θα του δώσω ποτέ το κλειδί.
-Υπάρχει
μια λύση. Επικίνδυνη αλλά υπάρχει.
-Ποια;
-Να
βρούμε πρώτοι τα υπόλοιπα κλειδιά πριν από τον Χαίνριχ Γκράιτς.
Ο
Χαίνριχ Γκράιτς πρόφερε μια βλαστήμια που έκανε την τόσο πρόθυμη ερωμένη του να
ανατριχιάσει. Ο Γερμανός είχε αντικαταστήσει τη λιμουζίνα με ένα άλλο μεγάλο
αυτοκίνητο, αν και όχι λιμουζίνα, και ήταν καθισμένος στο πίσω κάθισμα με την
Τασία Μαρκάτου δίπλα του. Μιλούσε στο κινητό και είχε μόλις πληροφορηθεί την
διπλή αποτυχία να εξαγοράσουν τον Άγγελο Σέπτιμο και την ανακάλυψη των πτωμάτων
στο χώρο σταθμεύσεως κοντά στην παραλία. Ο τρόπος που είχαν πεθάνει ήταν
σίγουρη απόδειξη πως είχε ανακατευτεί ο καταραμένος Φύλακας.
Τώρα
είχε χάσει τα ίχνη της Αλεξίας Βάιου και του κλειδιού που κατείχε. Ο Φύλακας θα
την έκρυβε, αλλά που; Ήξερε ότι θα μπορούσε να τη βρει αργά ή γρήγορα με τα
μέσα που διέθετε. Άρα τι θα έκανε; Που θα την πήγαινε;
Πήρε
την απόφασή του. Θα πήγαινε πίσω στον πύργο του στη Βοημία και θα περίμενε νέα
από τους ανθρώπους του.
-Θα
επιστρέψω στη Γερμανία, είπε στην ερωμένη του, θα έρθεις μαζί μου;
Εκείνη
δεν είχε καμία αντίρρηση.
-Τι
μπορούμε να κάνουμε; ρώτησε ο Άγγελος, είπες ότι οι φύλακες χαθήκανε μεταξύ
τους στον πρώιμο μεσαίωνα.
-Ναι
αυτό είναι αλήθεια όπως και το γεγονός ότι έχει ακόμα ένα. Εκείνο που κάποτε
κρατούσε ο Χουε Λου.
-Του
Καρχηδόνιου λοιπόν και του Κινέζου. Του Έλληνα το είχε ο παππούς, είπε η
Αλεξία. Εσύ ποιο έχεις;
-Το
κλειδί του Ετρούσκου.
-Ο
τελευταίος άνδρας που σκότωσες σε είπε Ετρούσκο, είπε η κοπέλα, αυτό εννοούσε;
-Ναι.
-Λείπουν
τρία κλειδιά που μπορεί να βρίσκονται οπουδήποτε. Ανήκαν σε τρεις άνδρες
διαφορετικών και πολύ απομακρυσμένων λαών, συνόψισε ο Άγγελος. Πως είναι
δυνατόν να βρεθούν;
-Είχαμε
αρχίσει να ψάχνουμε τα ίχνη τους.
-Ποιοι
είχατε; ρώτησε ο Άγγελος αλλά παρενέβει η Αλεξία.
-Στην
εκκλησία όταν πήγες κοντά στον παππού πριν αρχίσει η νεκρώσιμη ακολουθία είπες
ότι θα συνεχίσεις το έργο που θέλατε να δείτε τελειωμένο. Αυτό ήταν; Που θέλατε
να πετύχετε;
-Ναι,
είπε ο Γουίλλιαμ. Αυτό. Να βρούμε τα κλειδιά και να φροντίσουμε για την
αποκατάσταση των Φυλάκων. Ο παππούς σου είχε μελετήσει πολύ όλα τα θέματα
σχετικά με τους Φύλακες που ήξερα. Κατέγραφε όλα όσα ήξερε και ανακάλυπτε σε
ένα βιβλίο. Αυτό πιστεύω ότι πήρατε από την τράπεζα.
-Ναι,
είπε η Αλεξία. Το πήραμε. όχι ότι προλάβαμε να το δούμε.
-Το
έχεις μαζί σου ελπίζω, είπε ο Γουίλλιαμ.
-Ναι
το έχω.
Η
Αλεξία πήγε δίπλα στην πόρτα στο τραπεζάκι που είχε αφήσει το σακίδιό της. Το
άνοιξε και πήρε το βιβλίο του παππού της. Το έφερε στον Γουίλλιαμ που το πήρε
στα χέρια του και το άνοιξε.
-Ναι
αυτό είναι.
-Το
είχες ξαναδεί;
-Ναι,
είπε ο Γουίλλιαμ. Πολλές φορές.
Πήγε
και κάθισε και ακούμπησε το βιβλίο στα γόνατά του. Έμεινε για μια στιγμή
σκεφτικός, τα δάχτυλά του διέτρεξαν την απαλή επιφάνεια και μια έκφραση
νοσταλγίας φάνηκε στο πρόσωπό του.
-Ήσουν
πολύ δεμένος με τον παππού; ρώτησε η Αλεξία.
-Πολύ,
περάσαμε αρκετά μαζί. Λυπήθηκα πολύ που δεν τον πρόλαβα ζωντανό. Με ειδοποίησε
ότι δεν είναι καλά αλλά ήμουν μακριά. Μόλις έφτασα στην Ελλάδα έπιασα το
δωμάτιο αυτό και αμέσως ξεκίνησα για το χωριό αλλά ήταν αργά. Σε είδα εκεί με
τους φίλους και τις φίλες σου από το σχολείο.
-Όταν
πήγαινα στο σπίτι;
-Ναι
αλλά δεν πλησίασα το σπίτι, το παρακολουθούσαν οι άνθρωποι του Γκράιτς, θα
γινόταν σφαγή και υπήρχαν πολλοί αθώοι.
Ο
Γουίλλιαμ ύψωσε το βλέμμα και κοίταξε την Αλεξία και μετά τον Άγγελο και τη
Νάντια.
-Είσαστε
όλοι κουρασμένοι και είπαμε πολλά. Καλύτερα να ξεκουραστείτε και μετά να
συζητήσουμε τις επόμενες κινήσεις μας αφού μελετήσω κιόλας λίγο τα στοιχεία που
είναι εδώ συγκεντρωμένα. Το δωμάτιο στα δεξιά είναι εφοδιασμένο με διπλό
κρεβάτι, το άλλο με ένα ημίδιπλο. Πηγαίνετε να ξεκουραστείτε.
-Κ'
εσύ; ρώτησε η Αλεξία αυθόρμητα.
-Εγώ
θα βολευτώ εδώ αν χρειαστεί, είπε με ένα χαμόγελο ο τελευταίος Φύλακας
δείχνοντας τον καναπέ όπου καθόταν ο
Άγγελος με τη Νάντια. Αλλά δεν νομίζω ότι θα κοιμηθώ, όχι τώρα.
Ο
Άγγελος ξάπλωσε και η Νάντια τον ακολούθησε στο κρεβάτι. Χώθηκε στην αγκαλιά
του και ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του. Εκείνος χάιδεψε απαλά τα μακριά
μαλλιά της. Η Νάντια έκλεισε τα μάτια της και αφέθηκε σε αυτό το άγγιγμα που
την καλούσε να ησυχάσει και να ξεχάσει τον κίνδυνο που διέτρεχαν.
-Άγγελε
φοβάμαι.
-Λογικό
μικρή μου, αλλά δεν είμαστε σε απελπιστική θέση. Θα τα καταφέρουμε. Τώρα που
ξέρουμε τι αναζητάει ο Γερμανός και τι πρέπει να κάνουμε θα μπορέσουμε να του
χαλάσουμε τα σχέδια.
-Το
ελπίζω.
-Αυτός
ο τύπος είναι αποφασισμένος να το κάνει ακόμα και μόνος του και όπως είδες
είναι σαν το χάρο με το δρεπάνι όταν κρατάει αυτή τη σπάθα σαν μεσαιωνικός
ιππότης. Όσο περισσότερο τον βοηθήσουμε και' μεις τόσο καλύτερα.
-Συγνώμη
που σε έμπλεξα σε αυτό, είπε η Νάντια, αλλά δεν είχα που αλλού να στραφώ.
-Αγαπημένη
μου, είπε απαλά ο Άγγελος δεν υπάρχει λόγος να ζητάς συγνώμη. Φυσικά σε εμένα
θα στρεφόσουν. Σε ποιον άλλο; Έλα, ησύχασε. Όλα θα πάνε καλά.
Καθησυχασμένη
από τον μόνο άνδρα που είχε αγαπήσει η Νάντια αποκοιμήθηκε και μετά την
ακολούθησε και ο Άγγελος στην γλυκιά ανυπαρξία του ύπνου.