ΙΙΙ.
Ο Χάλοραν μπήκε στο
δωμάτιο που αποτελούσε την κρεβατοκάμαρα των βασιλικών διαμερισμάτων. Ήταν ένα
πολυτελές δωμάτιο, ένα παχύ χαλί απλωνόταν στο δάπεδο και ακριβές ταπετσαρίες
στους τοίχους ενώ τα έπιπλα ήταν έργα των περίφημων επιπλοποιών της Μέρκια.
Αλλά ο μάγος δεν είχε μάτια παρά για τη γυναίκα που βρισκόταν στο μεγάλο
κρεβάτι με τα μεταξωτά σκεπάσματα και τον σκαλιστό ουρανό, την βασίλισσα
Οφήλια. Εκείνη τον είδε και ανασηκώθηκε, το αραχνοΰφαντο νυχτικό της δεν έκρυβε
σχεδόν τίποτα, αποτελούσε απλά ένα αέρινο εμπόδιο ανάμεσα σε αυτόν και το
ποθητό της σώμα που ερέθιζε την επιθυμία του.
Πλησίασε ενώ η Οφήλια
σηκωνόταν στα γόνατα και τον περίμενε να πλησιάσει για να τον αγκαλιάσει. Τον
φίλησε και άρχισε να τον χαϊδεύει λέγοντας:
-Τι επιθυμεί ο κύριος και
βασιλιάς μου;
Ο Χάλοραν χαμογέλασε. Η
γητεία του είχε πετύχει απόλυτα, θα είχε την βασίλισσα για τον εαυτό του και
κανείς δεν θα το ήξερε πέρα από αυτόν αφού είχε φροντίσει να μεταφερθεί ακριβώς
έξω από την κρεβατοκάμαρα και κανείς δεν τον είχε δει. Απαλλάχτηκε από τη στολή
του και το ίδιο γρήγορα απάλλαξε την βασίλισσα από το νυχτικό της. Την ξάπλωσε
στο κρεβάτι και άρχισε να την χαϊδεύει και να την φιλάει. Εκείνη ανταποκρίθηκε
θερμά και το πάθος του φούντωσε και έγινε ανεξέλεγκτο.
Όταν κόρεσε τον πόθο του
ένιωθε βαθιά ικανοποιημένος, χορτασμένος από έρωτα και πάθος. Ένιωσε
κουρασμένος, πρώτα η χρήση της μαγείας και ύστερα η συνεύρεση με τη βασίλισσα
είχαν το τίμημά τους. Αποφάσισε να κοιμηθεί για λίγο. Μόνο για λίγο.
-Αλτ τις ει;
-Φίλοι.
Ο Βόρας και ο Μάλκος
πλησίασαν την πύλη του παλατιού όπου στέκονταν δύο φρουροί με πανοπλίες και
βαριές αλοβάρδες. Κοίταξαν τους δύο δολοφόνους καχύποπτα.
-Έχουμε ένα μήνυμα για
τον λόρδο Άνσελμ, είπε ο Βόρας.
-Α ναι, είπε ο ένας
φρουρός, ειδοποίησε για εσάς. Περάστε.
Οι δύο δολοφόνοι πέρασαν
την πύλη και ο ένας σκοπός είπε:
-Να φωνάξουμε κάποιον
ακόλουθο να σας οδηγήσει;
-Όχι, είπε ο Βόρας,
έχουμε ξανάρθει και ξέρουμε τα κατατόπια.
Οι δύο φρουροί πήραν και
πάλι τις θέσεις τους ενώ οι δύο δολοφόνοι προχώρησαν στον κήπο του παλατιού και
μπήκαν στο εσωτερικό του από μια πόρτα υπηρεσίας. Κινήθηκαν σε μια σειρά διαδρόμων
και σκαλών με άνεση σαν να είχαν ζήσει όλη τη ζωή τους εδώ.
Ο Ερρίκος της Νεύστρια,
λόρδος Άνσελμ, άκουσε από μακριά το ρολόι του καθεδρικού ναού να χτυπάει και
χαμογέλασε. Άφησε το βιβλίο που διάβαζε και σηκώθηκε από την πολυθρόνα με την
ψηλή ράχη όπου καθόταν. Έριξε μια ματιά στο μικρό αναγνωστήριο και βγήκε. Στο
διάδρομο στέκονταν δώδεκα από τους καλύτερους άνδρες του. Με έναν νεύμα
πρόσταξε να τον ακολουθήσουν.
Θα έπιανε τους δολοφόνους
επ’ αυτοφώρω όταν θα εισέρχονταν στα βασιλικά διαμερίσματα και θα τους ανάγκαζε
να ομολογήσουν. Μετά θα φρόντιζε και τον μάγο με όπλο την ομολογία τους. Τα όσα
είχαν πει στο καπηλειό θα μπορούσαν να πουν ότι ήταν λόγια, ακόμα και μια δοκιμασία
της δικής του πίστης στο βασιλιά. Τώρα όμως θα τους έπαινε επ’ αυτοφώρω και θα
τον οδηγούσαν και στο μάγο χωρίς δικαιολογίες.
Ο Βόρας και ο Μάλκος
έφτασαν στα βασιλικά διαμερίσματα εύκολα όπως είχε σχεδιαστεί. Στρίβοντας στην
τελευταία στροφή πριν την είσοδο στα βασιλικά διαμερίσματα ο Βόρας έμεινε πίσω
και ο Μάλκος προσποιήθηκε ότι πέφτει στο διάδρομο βογκώντας. Οι δύο φρουροί
κοιτάχτηκαν, συνεννοήθηκαν και προχώρησαν προς τον πεσμένο άνδρα.
-Είσαι καλά; ρώτησε ο
ένας φρουρός.
Τη στιγμή που έσκυψε πάνω
από τον Μάλκος εκείνος βύθισε ένα στιλέτο στην κοιλιά του και το έσπρωξε πλάγια
εκτελώντας γρήγορα τον αντίπαλο χωρίς εκείνος να μπορεί να ουρλιάξει. Την ίδια
στιγμή επιτιθέμενος από πίσω ο Βόρας έκοψε το λαιμό του άλλου φρουρού.
Στάθηκαν και
αφουγκράστηκαν. Σχεδόν απόλυτη ησυχία, κανένας δεν έδειχνε να έχει καταλάβει τι
είχε συμβεί. Άνοιξαν και μπήκαν, δεν σπατάλησαν χρόνο θαυμάζοντας την
πολυτέλεια αλλά προχώρησαν στην κρεβατοκάμαρα που έβλεπαν από μια ανοιχτή
πόρτα.
Ο βασιλιάς και η
βασίλισσα κοιμούνταν, αυτή τη φορά καθυστέρησαν μια στιγμή κοιτώντας το γυμνό
σώμα της. Κάτι ήξερε ο Χάλοραν που την ήθελε. Ύστερα πέρασαν στη δράση. Ο
Μάλκος γύρισε γρήγορα τον βασιλιά ανάσκελα και τον ακινητοποίησε. Εκείνος
ξύπνησε, η νωχέλεια του ύπνου αντικαταστάθηκε από τον τρόμο και μια φοβερή
έκφραση κατανόησης. Προσπάθησε να πει κάτι αλλά δεν πρόλαβε, ο Βόρας με μια
εξασκημένη κίνηση του έκοψε το λαιμό.
Ο βασιλιάς τινάχτηκε σε
έναν άγριο σπασμό ενώ ο επιθανάτιος ρόγχος έβγαινε πνιχτός μαζί με αίμα από τα
χείλη του. Ήταν τόσο έντονη η αγωνία του που ξύπνησε την βασίλισσα. Η Οφήλια ανασηκώθηκε και βλέποντας
το βασιλιά νεκρό και τους δύο άνδρες όρθιους πάνω από το πτώμα του ούρλιαξε.
Ο Βόρας στράφηκε προς την
πόρτα.
-Πάμε! Κάναμε αυτό που
ήρθαμε να κάνουμε! φώναξε στο συνεργό του.
Ο Μάλκος δεν απάντησε και
γύρισε να δει τι τον απέτρεπε από το να το κάνει. Αυτό που είδε καθήλωσε και
τον ίδιο. Το σώμα του βασιλιά άρχισε να αχνοφαίνεται σαν να ήταν και να μην
ήταν εκεί και μετά χάθηκε, στη θέση του φάνηκε ο μάγος πνιγμένος στο αίμα του.
-Μα τις εννιά κολάσεις!
βρυχήθηκε τελικά ο Βόρας. Κάτι πήγε πολύ στραβά, πάμε να φύγουμε.
Έφτασαν μόνο ως τον
προθάλαμο. Εκεί βρισκόταν ο Ερρίκος με το σπαθί ήδη τραβηγμένο. Του επιτέθηκαν
με το θάρρος της απελπισίας, δεν θα έδειχνε έλεος τους είχε πει. Δεν κράτησε
πολύ, πεπειραμένος μαχητής ο Ερρίκος τους σκότωσε γρήγορα με μεθοδικές
κινήσεις. Έκανε νόημα στους άνδρες του να πάρουν τα σώματα και προχώρησε να
βρει την Οφήλια.
-Ερρίκο! φώναξε εκείνη
μόλις τον είδε. Τι συμβαίνει;
Ακόμα ήταν καθισμένη στο
κρεβάτι αλλά είχε καλύψει την γύμνια της με ένα σεντόνι.
-Που είναι ο Κόνραντ;
ρώτησε έντρομη.
-Μη φοβάσαι. Ο Κόνραντ
βρίσκεται στο Όξε για την συνάντηση με τον Χάραλντ του Οστάλγκεν. Απλά το
είχαμε κρύψει από τους συνωμότες.
-Και εσύ;
-Από την ώρα που ο αδερφός μου και εγώ ανακαλύψαμε την ανίατο
αρρώστιά μου συμφωνήσαμε στο να παίζω το ρόλο του δυσαρεστημένου και να τον
προφυλάσσω από συνωμοσίες. Αυτή βέβαια φάνηκε να αυτοκαταστρέφεται μόνη της. Το
κακό έφαγε τον εαυτό του όπως συμβαίνει συχνά.
Υπηρέτριες μπήκαν μέσα
για να βοηθήσουν τη βασίλισσα αλλά και να καθαρίσουν. Ο Ερρίκος άφησε το
δωμάτιο. Είχε τελειώσει η δουλειά του… ως την επόμενη συνωμοσία.
Τέλος