Ι.
Τα τύμπανα ήχησαν ρυθμικά
καθώς ο κρατούμενος ανέβηκε στο ικρίωμα και σταμάτησαν. Η πλατεία γύρω ήταν
ασφυκτικά γεμάτη με κόσμο που είχε συγκεντρωθεί για να παρακολουθήσει την
εκτέλεση, νέοι και γέροι, επαγγελματίες και αγρότες, άνδρες και γυναίκες. Όλοι
αυτοί πίεζαν τη γραμμή των στρατιωτών για μια καλύτερη θέση κοντά στο χώρο της
εκτέλεσης ώστε να έχουν καλύτερη θέα.
Πάνω στο ικρίωμα
βρίσκονταν τρείς άνδρες μόνο. Ο μελλοθάνατος, ντυμένος με ένα απλό πουκάμισο
και ένα παντελόνι, ο δήμιος ντυμένος στα μαύρα και με την κουκούλα να κρύβει τα
χαρακτηριστικά του, και ο δικαστής με την επίσημη στολή του και το
χαρακτηριστικό κόκκινο σκούφο.
-Μιχαήλ Βοτανειάτη,
καταδικάστηκες σε θάνατο για στάση και υποκίνηση σε στάση, έχεις να δηλώσεις
τίποτα;
-Ότι χαίρομαι που θα
πεθάνω και δε θα ακούω τη φλυαρία σου, απάντησε ο κρατούμενος αρκετά δυνατά για
να τον ακούσουν όλοι.
Γέλια ακούστηκαν από το
πλήθος. Με μια γκριμάτσα απέχθειας ο δικαστής ένευσε στο δήμιο που τον γονάτισε
και έσπρωξε το κεφάλι του στην αιματοβαμμένη επιφάνεια του κούτσουρου
εκτέλεσης. Ύψωσε το τσεκούρι που γυάλισε στο φως του πρωινού.
-Σταματήστε την εκτέλεση!
Ακούστηκε μια φωνή συνοδευόμενη από μουρμουρητά απογοήτευσης του πλήθους.
Ένας άνδρας είχε μπει
στην πλατεία, ήταν έφιππος και ντυμένος με ρούχα αυλικού στο Μεγάλο Παλάτιο.
-Κρατούμενε, ο δούκας
Αξιώτης, έχει μια πρόταση για εσένα.
Ο δήμιος σήκωσε όρθιο τον
μελλοθάνατο που αντίκριζε τώρα κατά πρόσωπο τον αυλικό.
-Θα σου δοθεί χάρη αν
δεχθείς να ταξιδέψεις στον πύργο του Ντραζάκ του ανηλεούς και να φέρεις πίσω
κάτι που η εξοχότης του θέλει.
Μουρμουρητά διέτρεξαν το
πλήθος, η επιλογή που δινόταν στον κατάδικο δεν ήταν και αξιοζήλευτη. Θα
γλίτωνε προσωρινά τη ζωή του αλλά θα έπρεπε να πολεμήσει για να επιβιώσει εκεί
που τον έστελναν και ο σχεδόν βέβαιος θάνατος που τον περίμενε εκεί έκανε την
καρατόμηση να δείχνει μια πράξη ελέους. Κανείς δεν είχε γυρίσει ζωντανός από
εκεί και ο μόνος που είχε επιστρέψει, έστω και νεκρός πάνω στο άλογό του, είχε
μια επιθανάτια έκφραση που μαρτυρούσε ότι είχε αντικρίσει ανείπωτους τρόμους.
-Δέχομαι, είπε ο
μελλοθάνατος αγέρωχα κάνοντας και πάλι το κοινό να επιδοθεί σε ψιθύρους.
Χωρίς πολλές τυπικότητες
τον κατέβασαν από το ικρίωμα και παραδόθηκε στην φροντίδα του αυλικού που τον
επιβίβασε σε ένα δεύτερο άλογο και πήραν το δρόμο για το παλάτι του διοικητή
της πόλης,
-Τι αναζητώ στον πύργο
του Ντραζάκ; ρώτησε ο μέχρι πριν λίγο μελλοθάνατος διασχίζοντας τους δρόμους
της πόλης της Ακροκώμης.
-Στον πύργο ζει μια
φοβερή μάγισσα, είναι πανίσχυρη και τα μάγια της ανίκητα. Δεν πρέπει να την
κοιτάξεις για να την σκοτώσεις. Αν την κοιτάξεις θα χαθείς, αν κοιτάξεις τα
μάτια της θα πλανηθείς για πάντα μέσα τους, θα μείνεις εκεί μέχρι ο χρόνος να
διαλύσει το κορμί σου, αν κοιτάξεις τα χείλη της θα την φιλήσεις και τότε θα
ρουφήξει την ψυχή σου, αν κοιτάξεις τα στήθη της θα την ποθήσεις και τότε θα
ζευγαρώσεις μαζί της και θα είσαι σκλάβος στις ορέξεις της, αν κοιτάξεις τα
πόδια της έστω θα τη λατρέψεις σαν θεά σου και θα είσαι πιστός της υπηρέτης ως
που να θέσει τέλος ο χρόνος στο μαρτύριό σου.
-Αν δεν μπορώ να την
κοιτάξω πως θα τη σκοτώσω;
-Θα έχεις μαζί σου έναν
ευνούχο, για εκείνους οι γυναίκες δεν αποτελούν πειρασμό, θα μπορεί να την
κοιτάζει άφοβα και να σε κατευθύνει. Έχεις πολεμήσει ποτέ με κλειστά τα μάτια;
-Ναι, σε μια πολιορκία
πολεμώντας τους Χουσίτες είχα εκτεθεί σε φωτιά και για λίγο είχα αναγκαστεί να
το κάνω.
-Πολύ ωραία, μόλις τη
σκοτώσεις θα πάρεις το φυλαχτό που φοράει με μια αλυσίδα γύρω από το λαιμό της,
το Σμαραγδένιο Μενταγιόν. Αυτό είναι που θέλει ο δούκας Αξιώτης.
-Θα το φέρω.
-Έξοχα, να υποθέσω ότι
δέχεσαι λοιπόν.
-Με μερικούς όρους, είπε
ο Μιχαήλ Βοτανειάτης, θέλω τα όπλα μου και τους συντρόφους μου που είναι στα
μπουντρούμια της φυλακής του Ιελισσαίου.
-Εντάξει.
-Και θέλω και τριάντα
χρυσά νομίσματα, χρειάζομαι ρούχα και θα χρειάζονται και αυτοί.
Ο άλλος άνδρας έβγαλε από
μια τσέπη της πολυτελούς ενδυμασίας του ένα πουγκί και του το έδωσε. Πήρανε ένα
μακρύ λασπωμένο δρόμο αλλάζοντας προορισμό.
-Σαράντα, και για τα
έξοδα του ταξιδιού, κανόνισε να φτάσουν.
Φτάσανε στις φυλακές.
Είχαν πάρει το όνομά τους από τον έπαρχο που είχε χτίσει το αρχικό κτίσμα κάπου
τρεις αιώνες πριν, και ήταν σκοτεινές και γεμάτες υγρασία. Με οδηγό τον αυλικό
ο Βοτανειάτης πέρασε την πύλη από την οποία είχε βγει μόλις λίγες ώρες πριν και
κατέβηκε τα σκαλιά για τα υπόγεια όπου κρατούνταν οι μελλοθάνατοι. Εδώ
κινούνταν με το φως πυρσών που κρατούσαν οι δεσμοφύλακες ενώ ο αυλικός συνοδός
του κρατούσε ένα αρωματισμένο μαντήλι στη μύτη του. Ο Βοτανειάτης σταμάτησε
μπροστά σε ένα κελί που βρίσκονταν δύο αλυσοδεμένοι άνδρες. Αυτοί στην αρχή δεν
κινήθηκαν αλλά συνειδητοποιώντας ποιος στεκόταν στο διάδρομο σηκώθηκαν όρθιοι.
-Στρατηγέ, είπε ο ένας,
είσαι εσύ; Σε φέρανε πίσω;
-Μου δίνουν, και σε’ σας αν
έρθετε μαζί μου, χάρη αρκεί να εκτελέσουμε μια αποστολή.
-Μαζί σου στρατηγέ και
στην κόλαση, είπε ο ίδιος άνδρας.
-Βάλρους; είπε στον άλλο
ο Βοτανειάτης.
-Χειρότερα από εδώ δεν
πρόκειται να είναι, είπε ο πολεμιστής που το κεφάλι του σχεδόν άγγιζε την
οροφή.
Ο αυλικός έκανε ένα νόημα
να ανοίξουν το κελί και να λύσουν τους άνδρες. Πήραν το δρόμο της επιστροφής.
Πλησίαζαν την έξοδο όταν ένας κρατούμενος φώναξε μέσα από τη σκοτεινιά του
κελιού του:
-Άρχοντά μου, βγάλε με
από’ δω μέσα σε εκλιπαρώ.
Ο Βοτανειάτης πλησίασε
την σιδερένια πόρτα του κελιού και ρώτησε:
-Πως σε λένε; Και γιατί
είσαι εδώ;
-Με λένε Λαόνικο
Σκορδουμίτη και έχω καταδικαστεί σε δέκα χρόνια ειρκτή για κλοπές.
Ο Βοτανειάτης
συνοφρυώθηκε. Επρόκειτο για έναν κοινό κλέφτη και το αίσθημα δικαίου του δεν
είχε αμβλυνθεί από τη στάση που είχε επιχειρήσει, ούτε καν αν επρόκειτο για τη
δικαιοσύνη του Μαρδοχαίου. Όμως πήγαιναν να κλέψουν ένα φυλακτό από μια
μάγισσα. Ίσως να ήταν χρήσιμος.
-Πόσα χρόνια έχεις
εκτίσει;
-Τρία, δεν θα αντέξω άλλα
επτά εδώ μέσα.
-Αν έρθεις μαζί μου στο
εγχείρημα που έχω αναλάβει θα σου χαρισθούν τα υπόλοιπα χρόνια.
-Άρχοντά μου, είμαι
παντοτινός δούλος σου.
Ο Βοτανειάτης στράφηκε στον
αυλικό που έκανε μια κίνηση αδιαφορίας και ο δεσμοφύλακας απελευθέρωσε τον άνδρα.
Ήταν ένας λεπτοκαμωμένος ασθενικός άνθρωπος με καστανά μαλλιά που είχαν αρχίσει
να αραιώνουν στην κορυφή του κεφαλιού.
Βγήκαν και πάλι στην αυλή
της φυλακής και όλοι πήραν βαθιά ανάσα στον κρύο αλλά καθαρό αέρα. Στο κέντρο
της αυλής ο δήμιος που λίγο πριν είχε χάσει την ευκαιρία να του πάρει το κεφάλι
ακόνιζε το τσεκούρι του. Το κούτσουρο ήταν ήδη στημένο και μια πόρτα άνοιξε. Βγάλανε
μια φιγούρα ντυμένη στα λευκά με το μανδύα της να αναδίδει έντονα την μυρωδιά
θείου. Αυτό σήμαινε μόνο ένα πράγμα, μάγισσα, αφού θα της έπαιρναν το κεφάλι θα
την έκαιγαν γιατί λεγόταν πως μπορούσαν να επιστρέψουν από το θάνατο αν δεν
καίγονταν.
-Πάμε να φύγουμε, άρχοντά
μου, είπε ο Λαόνικος, είναι καταραμένα όντα αυτές οι μάγισσες.
-Πάμε να αντιμετωπίσουμε
μια, είπε ο Μιχαήλ, ίσως θα μπορούσε να μας φανεί χρήσιμη.
Πλησίασε τον εκτελεστή
και είπε στην καταδικασμένη κοπέλα.
-Κοίταξέ με.
Εκείνη το έκανε. Τα μάτια
της είχαν το πιο ζεστό καστανό χρώμα που είχε δει ποτέ και το δέρμα της είχε
την απόχρωση των νομάδων της Ανατολής.
-Από πού είσαι;
-Από τη φυλή των Ασάρ,
είπε η κοπέλα σε άψογη κοινή.
-Είσαι πραγματικά
μάγισσα; Πηγαίνω να αντιμετωπίσω μία και αν με βοηθήσεις θα σε αφήσω ελεύθερη.
Η γυναίκα τον κοίταξε για
μια στιγμή και μετά ένευσε καταφατικά.
-Είμαι γητεύτρα, είπε,
και θα σε βοηθήσω με κάθε τρόπο που μπορώ.
-Πως σε λένε;
-Αλίμα.
-Η Αλίμα θα έρθει μαζί
μας, είπε ο Βοτανειάτης.
Ο αυλικός το σκέφθηκε λίγο
πιο πολύ από πριν αλλά με την ίδια κίνηση αδιαφορίας έδωσε την έγκρισή του.
-Μου έχεις χαλάσει τη
μέρα σήμερα, μούγκρισε ο δήμιος.