Writing Update – Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2016

Author: Νυχτερινή Πένα /

Αυτό το δίμηνο ήταν το καλύτερο του χρόνου από πλευράς συγγραφής. Έγραψα 90882 λέξεις, γεγονός καθόλου παράξενο αφού είχαμε και το NoWriMo το Νοέμβριο. Αναλυτικά αυτές οι λέξεις πήγαν 42754 στον Πύργο, 6549 στην Επιχείρηση, 4824 στο αστυνομικό, 25960 στον Πρώτο Ένορκο που ολοκληρώθηκε στο wattpad, 4902 στο Σμαραγδένιο Μενταγιόν και 5893 σε ένα έργο με διάφορα κείμενα. Συνολικά στο έτος έφτασα τις 301863 και αν υπολογίσω και τις 9022 λέξεις που έγραψα για το ιστολόγιο και τα ποιητικά φτάνουμε σίγουρα τις 315000!
Πάμε τώρα για ακόμα πιο πολλές λέξεις με το νέο έτος. Μακάρι να είναι καλό σαν το 2016 και ακόμα πιο καλό.
Μια σημείωση, με το νέο έτος τα updates θα περιλαμβάνονται στο Ημερολόγιο Συγγραφέα.

Η Κατάρα Του Δαίμονα

Author: Νυχτερινή Πένα /

Η Χήδερ Κένεντι, πρώην επιθεωρήτρια της Σκότλαντ Γιαρντ και νυν ιδιωτική ερευνήτρια, καλείται να εξιχνιάσει μια περίεργη διάρρηξη σε ένα μουσείο κατά την οποία δε φαίνεται να κλάπηκε τίποτα ενώ ο διαρρήκτης εξαφανίστηκε από ένα κλειστό δωμάτιο. Σιγά σιγά ανακαλύπτει τι συνέβη αλλά αυτό είναι μόνο η αρχή μιας θανάσιμης περιπέτειας με αποφασισμένους αντιπάλους και ασύλληπτα μυστικά.

Μια δυνατή περιπέτεια που δεν καθυστερεί καθόλου και δεν σε αφήνει να βαρεθείς. Κρατάει την αγωνία και έχει τα απαραίτητα αινίγματα και ερωτηματικά όπως και ανατροπές. Στα ελάχιστα αρνητικά η ιδιότητα της Χήδερ ως λεσβία, δεν εξυπηρετεί πουθενά την πλοκή πέρα από την φαντασίωση του συγγραφέα γυναίκας με γυναίκα. Μάλιστα οδηγεί και στο λάθος της αντιμετώπισής της από το λαό του Ιούδα παρότι συμβαίνει και εκεί η σχέση γυναίκας με γυναίκα. 

Τα Βιβλία Του 2016

Author: Νυχτερινή Πένα /

Λίγο παραπάνω από 24 ώρες μας λείπουν για να ολοκληρωθεί το 2016 και έτσι μια αναδρομή στα βιβλία που διάβασα φέτος μπορεί να γίνει άνετα. Ήταν μια πολύ καλή χρονιά η σημερινή από πλευράς διαβάσματος, όπως και από γράψιμο αλλά αυτό θα το δούμε αύριο, με το κοντέρ να δείχνει 52 βιβλία στην τελική καταμέτρηση. Από τα 52 αυτά 5 ήταν φαντασίας, ένα επιστημονικής φαντασίας, 4 περιπέτειες, 12 αστυνομικά, 3 ιστορικά μυθιστορήματα, 6 θρησκευτικού περιεχομένου και 21 ιστορικά.
Όλα τα μυθοπλασίας έχουν αναφερθεί εδώ σε κριτικές (με την τελευταία να ακολουθεί). Τα θρησκευτικά και τα ιστορικά τα διάβασα στο πλαίσιο των ενδιαφερόντων μου αλλά και συγκεντρώνοντας πληροφορίες για αυτά που γράφω. Ελπίζω ότι και το 2017 θα μετρήσει άλλα τόσα.

Εσείς πόσα βιβλία διαβάσατε φέτος;

Ιστολόγιο του μήνα – Δεκέμβριος 2016

Author: Νυχτερινή Πένα /

Αγαπούσα πάντα την φαντασία και πολλά έργα μου έξω από τα φαντασίας περιέχουν κάποια στοιχεία ή νύξεις, τα φαντασίας βέβαια είναι άλλη ιστορία. Σε κάποιον που αρέσει τόσο η φαντασία ο τίτλος στα μονοπάτια της φαντασία μου και η εναρκτήρια εικόνα θα ήταν οπωσδήποτε ελκυστικά.
Έτσι ακολούθησα τα μονοπάτια αυτά. Το ιστολόγιο ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2012 μιλώντας μας για την ημέρα της γυναίκας και από τότε ακολούθησε μια μεγάλη σειρά αναρτήσεων με πολυποίκιλο περιεχόμενο: θέματα καθημερινά, ειδήσεις, νέα αλλά και φωτογραφίες που σε ταξιδεύουν, παιχνίδια αλλά και κατασκευές. Για να ταξιδέψετε στα μονοπάτια αυτά λοιπόν, δεν έχετε παρά να πάτε εδώ: http://stamonopatiatisfantasias.blogspot.gr/

Καμπάνες

Author: Νυχτερινή Πένα /

Καμπάνες μεγάλες, καμπάνες μικρές,
καμπάνες βαθύτονες και δυνατές,
καμπάνες μικρές κουδουνιστές,
όλες μαζί ηχούν και το φωνάζουν,
Χριστούγεννα έρχονται και το γιορτάζουν!

Μέσα στη νύχτα ηχούν δυνατά,
σηκωθείτε όλοι, φωνάζουν, με χαρά.
Ελάτε όλοι, ελάτε κοντά
να δείτε μυστικά στη φάτνη
πως γεννάται ταπεινός
ο παντοδύναμος Θεός!

Μέσα στη νύχτα λάμπει κάθε εκκλησιά
στις πολιτείες και τα χωριά,
μεγάλη ή μικρή, μια ζεστασιά ακτινοβολεί,
και οι καμπίνες της ψηλά χτυπούν,
όλους στη χαρά τους καλούν
νέους, γέρους, μεγάλους, παιδιά,
να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα!                                                                                            

Το Σμαραγδένιο Μενταγιόν - Φινάλε

Author: Νυχτερινή Πένα /

ΙΙΙ.

Η πύλη άνοιξε με ένα ανατριχιαστικό τρίξιμο και με τον Βοτανειάτη πρώτο μπήκαν μέσα. Βρέθηκαν σε μια μεγάλη σάλα με πλάκες στο έδαφος και ένα χαλί που είχε φαγωθεί από το χρόνο αποκαλύπτοντας το πέτρινο δάπεδο ενώ πάνω από τα κεφάλια τους κρεμόταν ένας μεγάλος πολυέλαιος. Αλλά αυτό που τράβηξε την προσοχή τους ήταν οι πολεμιστές που βρίσκονταν μπροστά τους. Ήταν όλοι ντυμένοι με πανοπλίες και οπλισμένοι με σπαθιά και ασπίδες με το έμβλημα της αυτοκρατορίας, και ήταν όλοι νεκροί. Νεκροκεφαλές φαίνονταν από τα κράνη τους και σκελετωμένα χέρια κρατούσαν τα όπλα. Επιτέθηκαν αμέσως.
Ο Βοτανειάτης τράβηξε τη σπάθα του, ο Λέων πήρε θέση αριστερά του και ο Βάλρους δεξιά. Η μάχη ήταν σκληρή αλλά οι τρεις πολεμιστές ήταν από τους καλύτερους που είχε η αυτοκρατορία. Χτυπούσαν γρήγορα και καίρια ενώ απέκρουαν τα χτυπήματα των σκελετικών πολεμιστών. Η αίθουσα αντηχούσε από τα χτυπήματα του μετάλλου στο μέταλλο και τον κρότο των αντιπάλων τους όταν σωριάζονταν στο δάπεδο διαλυμένοι. Ο Χρυσάφιος είχε μείνει πίσω κοντά στην πόρτα και στρίγγλιζε φοβισμένος κάθε φορά που έδειχναν οι σκελετικοί πολεμιστές να υπερτερούν στη μάχη.
Ο Βοτανειάτης προχωρούσε σκορπώντας τον όλεθρο ανάμεσα στους αντιπάλους τους ενώ οι δύο σύντροφοί του ακολουθούσαν καλύπτοντας τα νώτα του. Ο Λέων έβρισε καθώς ένας πολεμιστής βρέθηκε πίσω του και ίσα που πρόλαβε να τον σταματήσει με ένα χτύπημα που του πήρε το κεφάλι.
-Προτιμούσες το κελί σου; τον πείραξε ο Βάλρους.
-Εκεί είχε μόνο κατσαρίδες τουλάχιστον!
Η μάχη τελείωσε αφού οι πολεμιστές σωριάστηκαν διαλυμένοι στο πέτρινο δάπεδο ως τον τελευταίο, και ο Βοτανειάτης προχώρησε στη σκάλα που οδηγούσε στον πρώτο όροφο του πύργου.
Σταμάτησε στη μέση όμως καθώς ένα ον που παρόμοιο του δεν είχε ξαναδεί κατέβαινε τη σκάλα. Έμοιαζε με φίδι αλλά ήταν πολύ μεγαλύτερο, οι κουλούρες του σέρνονταν στη σκάλα πίσω του ενώ το ορθωμένο μέρος από το καλυμμένο με μαύρες φολίδες σώμα του ήταν πιο ψηλό από τον πολεμιστή. Ένα οστέινο στεφάνι προφύλασσε το λαιμό του και μια μαύρη γλώσσα οπλισμένη με ένα κεντρί που έσταζε δηλητήριο μπαινόβγαινε στο στόμα του.
-Για όνομα της Φρέια, τη είναι αυτό το πράγμα; αναφώνησε ο Βάλρους.
-Ένας Υπερόφις, είπε η Αλίμα, κάνετε πίσω πολεμιστές. Το κεντρί του είναι θανάσιμο και δύσκολα τα όπλα σας θα περάσουν την πανοπλία του. Άλλη είναι η αδυναμία του.
Η κοπέλα πέρασε μπροστά και μια απόκοσμη μελωδία ξεχύθηκε από τα χείλη της. Το μεγάλο ερπετό χαμήλωσε το κεφάλι και κουλουριάστηκε στη σκάλα. Καθώς η μελωδία συνεχιζόταν το ακούμπησε στις σπείρες του σώματός του και τα μεγάλα μοχθηρά μάτια του έκλεισαν.
-Πάμε, είπε ο Βοτανειάτης, προσέξτε μην το αγγίξετε και ξυπνήσει.
-Τι άλλο θα δουν τα μάτια μου, είπε ο Λέων ενώ περνούσε με προσοχή δίπλα από το κοιμισμένο τέρας.
Η απάντηση ήρθε από μια φωνή που έψελνε ξόρκια και απήγγειλε κατάρες. Στην κορυφή της σκάλας είχε εμφανιστεί ένα όν που έμοιαζε βγαλμένο από παραμύθι ή από εφιάλτη. Ήταν μια όμορφη γυναίκα με γλυκό πρόσωπο, μακριά μαύρα μαλλιά, αλαβάστρινο δέρμα και ολοστρόγγυλα στήθη αλλά από τη μέση και κάτω είχε σώμα φιδιού που κατέληγε σε μια διχαλωτή ουρά.
-Εγώ και η μεγάλη μου γλώσσα! είπε ο Λέων σφίγγοντας το σπαθί του στο χέρι του.
-Μια λάμια, είπε ο Βοτανειάτης, γρήγορα πριν προλάβει να ολοκληρώσει την κατάρα της.
Έτρεξε πρώτος μπροστά. Η λάμια χαμογέλασε με ένα χαμόγελο που έδειξε την πραγματική της φύση κάνοντας το όμορφό της πρόσωπο μια απαίσια μάσκα και αποκαλύπτοντας μια σειρά αιχμηρών δοντιών. Τίναξε την ουρά της στα πόδια του με σκοπό να τον ανατρέψει αλλά εκείνος πήδηξε από πάνω και πριν καλά καλά ξαναπατήσει στο έδαφος βύθισε τα σπαθιά του στην κοιλιά της. Η λάμια έπεσε στη σκάλα σφαδάζοντας και οι υπόλοιποι ακολούθησαν τον Βοτανειάτη με τελευταίο τον Χρυσάφιο που κλώτσησε το νεκρό πλάσμα περνώντας δίπλα του.
Μπροστά τους βρισκόταν τώρα μια μεγάλη πόρτα που κάποτε θα ήταν έργο τέχνης αλλά τώρα την έτρωγε το σαράκι. Ο Βοτανειάτης την έσπρωξε και άνοιξε. Βρέθηκε σε μια μεγάλη σάλα με ψηφιδωτά στο πάτωμα, στους τοίχους κρέμονταν πολυτελείς ταπετσαρίες και βιβλιοθήκες κατάφορτες με τόμους και περγαμηνές. Από την οροφή κρεμόταν ένας πολυτελής, γυαλιστερός πολυέλαιος με δεκάδες κεριά. Αντίθετα με τον υπόλοιπο πύργο και ως και την πόρτα αυτού του δωματίου δεν υπήρχε καμία φθορά μέσα.
Στο κέντρο του δωματίου βρισκόταν μια πολυθρόνα με ψηλή ράχη σαν θρόνου, καθισμένη σε αυτήν ήταν μια γυναίκα ηλικιωμένη με μακριά άσπρα μαλλιά που έφταναν στους ώμους του πορφυρού της φορέματος. Στο στήθος της κρεμόταν το αντικείμενο που είχαν έρθει να βρουν, το Σμαραγδένιο Μενταγιόν. Ήταν χρυσό, σκαλισμένο σε ένα περίτεχνο σύνολο φύλλων και στη μέση του βρισκόταν η πράσινη πέτρα που του είχε χαρίσει το όνομά του.
-Βοήθεια, ψέλλισε η γυναίκα.
Ο Βοτανειάτης σάστισε. Δεν ήταν αυτό που περίμενε, αυτό για το οποίο είχε προειδοποιηθεί. Την ίδια στιγμή πίσω του άκουσε τον Λέοντα να βογκάει. Γύρισε για να δει τον υπασπιστή του να πέφτει στο δάπεδο με ένα εγχειρίδιο μπηγμένο στο πλευρό του.
-Ο ευνούχος… είπε πριν ξεψυχήσει.
Ο Βοτανειάτης και ο Βάλρους στράφηκαν στον Χρυσάφιο αλλά βρήκαν στη θέση του έναν ψηλό ξερακιανό άνδρα με ένα σπαθί στο χέρι. Τέντωσε την παλάμη του ελεύθερου χεριού του προς τον Βάλρους και τον έστειλε να κυλιστεί στο δάπεδο στην άλλη άκρη του δωματίου. Τράβηξε την Αλίμα μπροστά του και ακούμπησε το σπαθί στο λαιμό της.
-Αν δεν θες να πεθάνει και αυτή πήγαινε να φέρεις το μενταγιόν, είπε ο άνδρας.
-Είχα καταλάβει ότι δεν είσαι ευνούχος, είπε ο Βοτανειάτης, από το ενδιαφέρον που έδειχνες για τα γυναικεία θέλγητρα της Αλίμα. Αλλά δεν υποψιάσθηκα ποτέ ότι είσαι εσύ Δρούσε Αξιώτη. Γιατί όλο αυτό το θέατρο;
-Λίγα λόγια και κάνε αυτό που σου λέω!
Ο Βοτανειάτης πλησίασε τη γυναίκα στην πολυθρόνα. Άπλωσε το χέρι του περιμένοντας κάποιο χτύπημα αλλά τίποτα δε συνέβη και πήρε το μενταγιόν. Στράφηκε προς τον Αξιώτη.
-Δώσε το μου, είπε ο δούκας.
-Όχι! φώναξε η Αλίμα και η φωνή της ακούστηκε καμπανιστή σε ολόκληρο τον πύργο. Με τη δύναμή του θα κάνει μεγάλο κακό!
Ο Βοτανειάτης κοίταξε τον Αξιώτη και μετά την κοπέλα στα χέρια του. Σαν για να τον εξωθήσει στην απόφαση ο Αξιώτης πίεσε τη λάμα στο λαιμό της και μια κατακόκκινη σταγόνα αίμα ανάβλυσε από την τομή.
-Προτιμάς να πεθάνει και αυτή;
Ο Βοτανειάτης κούνησε το κεφάλι του.
-Όχι, είπε, πάρε το.
Πέταξε το μενταγιόν με ορμή και αυτό πέρασε πάνω από το κεφάλι του Αξιώτη. Εκείνος έσπρωξε μακριά την Αλίμα και γύρισε να δει που είχε πέσει το μενταγιόν Αντί για το μενταγιόν όμως βρήκε μπροστά του τον Υπερόφι, που είχε ξυπνήσει από την κραυγή της γητεύτρας. Δεν πρόλαβε να κάνει κάτι για να φυλαχθεί καθώς το κεντρί του τέρατος διαπερνούσε το λαιμό του ποτίζοντάς τον με ένα από τα πιο δυνατά δηλητήρια στον κόσμο. Την επόμενη στιγμή σωριαζόταν νεκρός.
-Πρόσελθε μενταγιόν! είπε μια δυνατή νεανική φωνή.
Ο Βοτανειάτης στράφηκε προς την κατεύθυνση της φωνής και είδε με έκπληξη πως στην θέση της ηλικιωμένης γυναίκας καθόταν μια εκπάγλου καλλονής νέα γυναίκα με το μενταγιόν στο στήθος της. Με ένα ακόμα ξόρκι εξαφάνισε τον Υπερόφι και μετά χαμογέλασε στον πολεμιστή.
-Σε ευχαριστώ, του είπε.
-Αν πω ότι κατάλαβα τι έγινε θα πω ψέματα, είπε ο Βοτανειάτης,
-Ονομάζομαι Νάγια, είμαι μάγισσα. Πριν από καιρό ο Δρούσος Αξιώτης με παγίδευσε εδώ και δέσμευσε τις δυνάμεις μου. Την τελευταία στιγμή πρόλαβα να τον καταραστώ υφαίνοντας δύο γητείες. Η μία ήταν να μην μπορεί να απλώσει το χέρι του πάνω μου και σε όσα με ακουμπούσαν οπότε δε μπορούσε να πάρει το μενταγιόν. Εκείνος έβαλε να με φρουρούν τα τέρατά του ως που να βρει τρόπο να πάρει το μενταγιόν. Η δεύτερή μου γητεία ήταν για να μην αναγνωρίζουν ούτε εκείνον.
-Έτσι χρειαζόταν πολεμιστές να νικήσουν τα τέρατα και κάποιον να πάρει το μενταγιόν σου, είπε η Αλίμα. Αλλά γιατί αυτή η μασκαράτα με τον ευνούχο;
-Αυτό μπορώ να το πω εγώ, είπε ο Βοτανειάτης. Ήθελε να κερδίσει την μάχη αλλά χωρίς τα ερωτηματικά που θα δημιουργούσε αν ερχόταν με την πραγματική του μορφή και ταυτότητα. Ειδικά σε’ μενα που δεν θα τον εμπιστευόμουν.
Η Νάγια έκανε ένα ξόρκι και ο Βάλρους υγιής επέστρεψε δίπλα στον Βοτανειάτη.
-Για τον άλλο σύντροφό σου, είπε η μάγισσα, δεν μπορώ να κάνω δυστυχώς τίποτα. Θα φροντίσουμε για την ταφή του. Όσο για εσένα, είθε η καλή τύχη να είναι μαζί σου και η νίκη να στέφει τα όπλα σου.
Η μάγισσα στράφηκε στην Αλίμα.
-Εσύ κόρη των Ασάρ τι θα επιθυμούσες; Θα ήθελες να γίνεις μαθήτριά μου;
Τα μάτια της Αλίμα έλαμψαν.
-Δεν θα ήθελα τίποτα περισσότερο, είπε.

Μετά την ταφή του Λέοντα ο Βοτανειάτης και ο Βάλρους αποχαιρέτησαν την Νάγια και την Αλίμα.
-Να έρθετε πάλι, είπε η μάγισσα, όταν αυτό το μέρος θα είναι ένα μέρος μελέτης και γνώσης.
Η Αλίμα αγκάλιασε το Βοτανειάτη και τον φίλησε στο μάγουλο.
-Θα συναντηθούμε ξανά εμείς, είπε με έναν πολλά υποσχόμενο τόνο.
Καθώς ανέβαιναν στα άλογά τους ο Βάλρους ρώτησε:
-Τι θα κάνουμε τώρα;
Βγήκαν από την πύλη με τον Λαόνικο να ακολουθεί.
-Τι θα έλεγες για μια στάση εναντίον του Μαρδοχαίου; απάντησε ο Βοτανειάτης.



Τέλος

Το Σμαραγδένιο Μενταγιόν ΙΙΙ

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ο Βοτανειάτης έστρωσε στο έδαφος μια κουβέρτα και ξάπλωσε έχοντας άλλη μια για να σκεπαστεί. Κοίταξε τον έναστρο ουρανό. Μπορούσε να διακρίνει πολλούς αστερισμούς και ήξερε τα ονόματα των περισσοτέρων μιας και είχε κοιμηθεί εκατοντάδες φορές στην ύπαιθρο κατά τη διάρκεια εκστρατειών. Απόψε όμως δεν ήταν εύκολο να κοιμηθεί, μετά από δύο μήνες στη φυλακή ήταν και πάλι ελεύθερος έστω και επιφορτισμένος με μια αποστολή που ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη.
Ο Λέων και ο Λαόνικος κοιμούνταν ήδη σκεπασμένοι με τις κουβέρτες τους. Ο Βάλρους είχε αποτραβηχτεί λίγο πιο μακριά μέσα στο σκοτάδι για να μην τον θαμπώνει η φωτιά και να μπορεί να βλέπει χωρίς να φαίνεται.
-Δεν κοιμάσαι…
Ο Βοτανειάτης στράφηκε και αντίκρισε την Αλίμα που τον κοιτούσε.
-Όχι, είπε, είναι περίεργη αίσθηση να κοιμάμαι και πάλι ελεύθερος.
-Εγώ νόμιζα ότι δε θα ξανακοιμηθώ ποτέ, όπως είδες ήμουν έτοιμη για εκτέλεση.
Ο Βοτανειάτης χαμογέλασε.
-Κανονικά εκείνη την ώρα θα ήμουν νεκρός και ο Μαρδοχαίος θα επιδείκνυε το κεφάλι μου αλλά με χρειάζονται ακόμα.
-Γιατί σε καταδικάσανε σε θάνατο; ρώτησε η Αλίμα.
Είχε ανασηκωθεί και στηριζόταν στο μπράτσο της. Τα μακριά μαλλιά της έπεφταν στο πλάι κάνοντας το φως να παίζει δημιουργώντας σκιές στο πρόσωπό της, μεταμορφώνοντάς το σαγηνευτικά.
-Είδες τη δικαιοσύνη του Μαρδοχαίου, διαμαρτυρήθηκα γι’ αυτήν και όταν κατάλαβε ότι ήθελα να πάω το θέμα στην βασιλεύουσα σκέφθηκε να με βγάλει από τη μέση οπότε και εγώ τον πρόλαβα προκαλώντας μια στάση που δυστυχώς δεν πέτυχε.
-Έχεις πολεμήσει πολύ;
-Σε κάθε πόλεμο της αυτοκρατορίας τα τελευταία είκοσι χρόνια.
-Δε θα φοβάσαι τίποτα τότε, είπε η Αλίμα.
-Μόνο οι ανόητοι δεν φοβούνται, είπε ο Βοτανειάτης, ο κόσμος έχει κινδύνους που δεν ξέρουμε και τέρατα που παραμονεύουν στις σκιές αλλά η αλήθεια είναι πως λίγα πράγματα μπορούν να με φοβίσουν.
-Είσαι τυχερός, είπε η κοπέλα, εγώ φοβάμαι. Ακόμα και αυτό εδώ το μέρος με τρομάζει.
-Γιατί; Δεν υπάρχει κάτι να σε απειλεί.
-Είμαι παιδί της ερήμου, είπε η Αλίμα, οι σκιές στα δένδρα είναι για μένα τρομακτικές και αυτή η νύχτα που δεν ασημώνει την κυματιστή άμμο είναι εφιαλτικά σκοτεινή.
Ο Βοτανειάτης την κοίταξε στα μάτια. Δεν είχε ποτέ φανταστεί ότι η ύπαιθρος στην οποία εκείνος είχε ζήσει περισσότερο καιρό από ότι σε παλάτια σε κάποιον άλλο θα φαινόταν τόσο απειλητική.
-Μη φοβάσαι, είπε, δε θα σε αφήσουμε να πάθεις κανένα κακό.
Η Αλίμα χαμογέλασε, είχε ένα όμορφο χαμόγελο που γλύκαινε το πρόσωπό της. Σηκώθηκε και μετέφερε τα σκεπάσματά της πιο κοντά στον πολεμιστή.
-Σε πειράζει; είπε.
-Όχι, ένευσε ο Βοτανειάτης παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, τον τύλιγε η ευωδία κανέλας και αγιοκλήματος, προφανώς είχε βάλει κάποιο άρωμα στο λουτρό και τώρα όπως είχε έρθει κοντά του ήταν ιδιαίτερα αισθητό. Ήταν όμορφη κοπέλα και αντίθετα με τις νεαρές καλλονές του παλατιού αυτή φαινόταν να έχει κάτι παραπάνω από εμφάνιση και ποθητό σώμα. Αποκοιμήθηκε με αυτές τις σκέψεις.

Η νύχτα πέρασε χωρίς πρόβλημα και το πρωί μετά από ένα γρήγορο πρόγευμα ετοιμάστηκαν να ξεκινήσουν και πάλι. Οι πολεμιστές και ο Λαόνικος ετοίμαζαν τα άλογά τους και η Αλίμα είχε επωφεληθεί να πάει στην πηγή να ρίξει λίγο νερό πάνω της. Απολάμβανε την αίσθηση της δροσιάς στο πρόσωπο και το λαιμό της όταν άκουσε τους θάμνους πίσω της να παραμερίζουν. Γύρισε και αντίκρισε τον Χρυσάφιο. Τρομαγμένη τακτοποίησε το φόρεμά της κρύβοντας το γυμνό στήθος της και μετά φόρεσε βιαστικά και το κάλυμμα της κεφαλής.
-Ήθελα να σου μιλήσω, είπε ο ευνούχος.
-Για ποιο πράγμα; είπε η Αλίμα καχύποπτα.
-Μόνο εμείς θα γυρίσουμε από τον πύργο, είπε ο Χρυσάφιος πλησιάζοντας, και θα ήθελα να μιλήσουμε για το μέλλον σου. Μια τόσο όμορφή γυναίκα σίγουρα θα ενδιαφέρει τον δούκα Αξιώτη.
Το χέρι του ταξίδεψε στο στήθος της, το κατέβασε με την ράχη χαϊδεύοντας την καμπύλη του. Η Αλίμα τραβήχτηκε με μια κραυγή απέχθειας που έφερε εκεί τον Βοτανειάτη.
-Τι συμβαίνει εδώ; ρώτησε αυστηρά.
-Είχαμε μια συζήτηση για το μέλλον, είπε ο Χρυσάφιος.
Η Αλίμα απομακρύνθηκε αφήνοντας τον Βοτανειάτη μπερδεμένο, ο ευνούχος δεν μπορούσε να την ποθεί ερωτικά ή να έχει τέτοιες ανάγκες, άρα; Τι ήθελε λοιπόν; Δεν του άρεσε να μην έχει απάντηση για κάποιο ερώτημα ειδικά όταν διαισθανόταν ότι μπορεί να είχε να κάνει με την αποστολή που είχε αναλάβει.
Τις σκέψεις του διέκοψε μια κραυγή του Λέοντος. Αναζήτησε τον κίνδυνο και είδε μια δράκα ψηλών, μεγαλόσωμων όντων με μυώδη σώματα και κυρτές πλάτες που ήταν οπλισμένα με τσεκούρια και ρόπαλα να ξεπροβάλλει μέσα από τα δένδρα.
-Τελώνια του βουνού, είπε ο Βάλρους με απέχθεια και προχώρησε να αντιμετωπίσει τα κακόβουλα όντα. Ο Βοτανειάτης και ο Λέων έσπευσαν να πάρουν θέση δίπλα του.
Ήταν μια μάχη σύντομη αλλά σκληρή, τα τελώνια ήταν εξαιρετικά δυνατά και αιμοβόρα. Αν είχαν ένα μειονέκτημα ήταν η έλλειψη συντονισμού, δεν πολεμούσαν σαν ομάδα αλλά το καθένα μόνο του, έτσι πολλές φορές αλληλοεμποδίζονταν επιτρέποντας στους τρεις πολεμιστές να τα αντιμετωπίζουν και τελικά ένα προς ένα να τα σκοτώσουν.
Μόλις έπεσε και το τελευταίο, ο Λαόνικος είπε:
-Ελπίζω να μην έχουμε και άλλα τέτοια όμορφα συναπαντήματα.
-Δεν αμφιβάλλω ότι θα μας περιμένουν στον προορισμό μας, είπε ο Λέων χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη πριν ανέβει στο άλογό του.

Ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει προς τη δύση όταν είδαν μπροστά τους τον πύργο. Τα τείχη του ήταν ψηλά και στο χρώμα της πέτρας του γύρω βουνού ενώ οι πύργοι τους είχαν καταπέσει από τα χρόνια που είχαν περάσει χωρίς συντήρηση κάνοντας ωστόσο τα τείχη πιο απροσπέλαστα και ισχυρά αντί να τα εξασθενούν. Η πύλη ήταν ανοιχτή και από μέσα ερχόταν ένα κιτρινωπό φως σαν από πολλά κεριά. Η σιωπή ήταν σχεδόν απόλυτη, δεν ακουγόταν κανένα ζώο, δεν κελαηδούσαν πουλιά και δεν πετούσαν στον ουρανό, δεν κουνιόταν φύλλο, σαν να ήταν ακόμα και ο αέρας ακίνητος. Μόνο τα πέταλα των αλόγων τους πάνω στις πέτρες ακούγονταν και η  ησυχία μεγέθυνε τον ήχο.
-Δεν μου αρέσει αυτό το μέρος καθόλου, είπε ο Λαόνικος, σίγουρα πρέπει να μπούμε;
Πέρασαν την πύλη και τα πέταλά τους κροτάλισαν στο παμπάλαιο πλακόστρωτο της εσωτερικής αυλής. Σταμάτησαν μπροστά στην είσοδο των κτισμάτων του πύργου που ήταν κλειστή και, όπως φάνηκε από μια δοκιμή, κλειδωμένη.
-Μπορείς να την ανοίξεις; είπε Βοτανειάτης στον Λαόνικο.
Εκείνος πήδηξε από το άλογό του και πήγε στην πύλη. Έβγαλε από ένα σακούλι ένα μικρό μεταλλικό εργαλείο και άρχισε να δουλεύει στην κλειδαριά. Ξεκλείδωσε την πύλη και μετά επέστρεψε κοντά στους άλλους χωρίς να τολμήσει να την ανοίξει.
-Μείνε εδώ με τα άλογα, είπε ο Βοτανειάτης και με τους υπόλοιπους προχώρησε στην πύλη και την έσπρωξε.

Ιστολόγιο του μήνα – Νοέμβριος 2016

Author: Νυχτερινή Πένα /

Σας αρέσουν τα Χριστούγεννα; Δεν βλέπετε την ώρα για να αρχίσετε τους στολισμούς τόσο στο σπίτι όσο και στο χώρο εργασίας; Αρχίσατε από τώρα να βάζετε φωτάκια και να μελετάτε την τοποθέτηση και το στολισμό του δένδρου; Τότε σας έχω το κατάλληλο ιστολόγιο για να πάτε!
Αν και έχουμε ακόμα τρεις εβδομάδες μέχρι τα Χριστούγεννα είναι ήδη γεμάτο με στολίδια και κατασκευές για την μεγάλη γιορτή. Θα μου πείτε από τώρα; Θα σας απαντήσω και όχι μόνο, το συγκεκριμένο ιστολόγιο λατρεύει τόσο πολύ τα Χριστούγεννα που είναι αφιερωμένο ολόκληρο σε αυτό το θέμα, οπότε είναι μια αστείρευτη πηγή για στολίδια και Χριστουγεννιάτικες κατασκευές που θα βρείτε εδώ: http://starsandicicles.blogspot.gr/

Το Σμαραγδένιο Μενταγιόν ΙΙ

Author: Νυχτερινή Πένα /

ΙΙ.

Ο Βοτανειάτης βγήκε από το νερό και αφού σκουπίστηκε καλά με την πετσέτα άρχισε να ντύνεται. Μετά τις φυλακές είχαν αφήσει τον αυλικό και είχαν μεταβεί στα λουτρά του Πανδρόσου όπου θα μπορούσαν να ξεπλύνουν από πάνω τους τη βρώμα της φυλακής πριν ντυθούν με καινούρια καθαρά ρούχα.
Τώρα με τα πάντα καθαρά, από τις μαύρες μπότες μέχρι τον ίδιου χρώματος μανδύα του, άρχισε να ζώνεται τα όπλα του, πολεμούσε με μια μεγάλη σπάθα αλλά έφερε πάντα μαζί του και ένα εγχειρίδιο. Πέρασε την καμάρα για τον επόμενο χώρο και στάθηκε. Μπορούσε να δει στην απέναντι κάμαρα την Αλίμα να ντύνεται. Ήξερε ότι δεν ήταν σωστό αλλά δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα από την γυμνή μορφή της. Το δέρμα της ήταν στο χρώμα της κανέλλας, λείο και αψεγάδιαστο, τα πόδια της καλοσχηματισμένα, οι γοφοί της γεμάτοι και τα στήθη της πλούσια, τα μακριά μαλλιά της ήταν κατάμαυρα και έπεφταν ως την πλάτη της όπου σταγόνες νερού λαμπύριζαν ακόμα. Φόρεσε μια από τις παραδοσιακές ρόμπες του λαού της στο χρώμα της άμμου και ένα κάλυμμα της κεφαλής που άφηνε μόνο το πρόσωπο ακάλυπτο. Προχώρησε προς το μέρος του και υποκλίθηκε.
-Είμαι έτοιμη άρχοντά μου.
Βγήκαν στον προθάλαμο όπου τους συνάντησαν οι άλλοι τρεις άνδρες. Ο Λέων Νεστάνης, ο υπασπιστής του, είχε πλυθεί και είχε χτενίσει τη γενειάδα του, αυτός και ο Βάλρους είχαν προλάβει να απολαύσουν και τις χάρες δυο γυναικών από τις υπηρέτριες των λουτρών. Σίγουρα είχαν στερηθεί τη γυναικεία συντροφιά τόσο καιρό. Ο Λαόνικος είχε κάνει ένα  γερό μπάνιο και μετά από αυτό είχε ασχοληθεί με το να τους βρει καλά άλογα. Ο Λέων είχε οπλισθεί με ξίφος και ασπίδα, όπως και όταν πολεμούσαν με τον αυτοκρατορικό στρατό, ο Βάλρους Οστράγκεν, με τα δύο που χρησιμοποιούσε όντας αμφιδέξιος.
-Τι θα κάνουμε τώρα στρατηγέ; ρώτησε ο Λέων.
-Θα συναντήσουμε στην πύλη τον ευνούχο Χρυσάφιο και θα ξεκινήσουμε για την αποστολή μας.
-Γιατί δεν εξαφανιζόμαστε τώρα που μπορούμε; ρώτησε ο Λέων.
-Γιατί τιμώ τις συμφωνίες που κάνω, απάντησε ο Βοτανειάτης, και δεν έχουμε ακόμα κλείσει τους λογαριασμούς μας με το Μαρδοχαίο.
-Θα τολμούσες να τα βάλεις και πάλι μαζί του;
-Αμέσως μόλις επιστρέψουμε, είπε ο Βοτανειάτης.
-Αν επιστρέψουμε, είπε ο Λαόνικος βλοσυρά, δεν είναι ένα απλό ταξίδι αυτό που πάμε να κάνουμε.

Ο Χρυσάφιος ήταν ένας χοντρός πλαδαρός άνδρας, όπως ήταν σχεδόν πάντα οι ευνούχοι, με ξυρισμένο κεφάλι και φανταχτερό χιτώνα. Τους περίμενε κοντά στην πύλη και συστήθηκε με το όνομά του και το αξίωμά του, πρωτονοτάριος του άρχοντα Μαρδοχαίου.
-Είμαι ο εξ’ απορρήτων της εξοχότητάς του, είπε ενώ κοίταζε με εξεταστικό μάτι την Αλίμα.
-Νόμιζα ότι αυτός ήταν ο Αξιώτης, είπε ο Βοτανειάτης.
-Ένας άρχοντας έχει πολλά να σκεφθεί και πολλές αρμοδιότητες, δεν έχει μόνο έναν εξ’ απορρήτων. Διάλεξες καλά, είπε ενώ κοίταζε ακόμα την Αλίμα.
-Είναι εδώ γιατί χρειάζεται και όχι για την απόλαυση, είπε ο Λέων, όχι ότι κινδυνεύει από’ σενα.
-Κάνε ακόμα ένα σχόλιο για’ μένα και θα πέσει το κεφάλι σου! είπε ο Χρυσάφιος χολωμένα.
-Δεν έχουμε χρόνο για τέτοια, παρενέβη ο Βοτανειάτης, έχουμε μια αποστολή να εκτελέσουμε.

Ο πύργος του Ντραζάκ του ανηλεούς ορθωνόταν στην δυτική πλευρά των ορέων του Κρίκου. Στην παλιά εποχή, όταν η περιοχή βρισκόταν ακόμα στον έλεγχο της αυτοκρατορίας ήταν γνωστός σαν οχυρό των Βουρκελιωτών αλλά μετά είχε γίνει άντρο ληστών, από έναν διαβόητο λήσταρχο είχε πάρει και το τωρινό του όνομα, και τώρα ήταν η κατοικία της μάγισσας. Απείχε από την Ακροκώμη και τα σύνορα δύο περίπου ημερών δρόμο. Η μικρή ομάδα του Βοτανειάτη άφησε πίσω της την πόλη και προχώρησε στους πρόποδες του βουνού. Οι τρεις πολεμιστές μιλούσαν μεταξύ τους για όσα είχαν ζήσει και τι τους περίμενε στον προορισμό τους. Ο Λαόνικος ήταν λαλίστατος και μοιραζόταν μαζί τους παλιές του περιπέτειες ενώ η Αλίμα μιλούσε σπάνια. Ο Χρυσάφιος μιλούσε σπάνια και ήταν συνήθως για να κάνει δηκτικές παρατηρήσεις.
Περνούσαν ένα σπαρμένο χωράφι όταν η Αλίμα έβγαλε μια κραυγή και έδειξε με φρίκη στην απέναντι άκρη του. Εκεί ήταν στημένο ένα μεγάλο κλουβί με σιδερένιες μπάρες. Μέσα στο κλουβί βρίσκονταν μερικοί άνθρωποι. Καθώς πλησίαζαν μπορούσαν να διακρίνουν πως στο δάπεδο βρισκόταν ένας άνδρας ξαπλωμένος, δίπλα του ήταν πεσμένο ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι με μια γυναίκα καθισμένη δίπλα με την πλάτη στην πλευρά του κλουβιού και με το κεφάλι του κοριτσιού στην ποδιά της. Τα χέρια της που θα πρέπει να το χάιδευαν όσο άντεχε, κρέμονταν τώρα άτονα στα πλευρά της. Μια πινακίδα αναρτημένη στην πόρτα ανέφερε την καταδίκη αυτών των ανθρώπων σε θάνατο γιατί δεν είχαν πληρώσει την εισφορά σε αγαθά στον έπαρχο.
-Η δικαιοσύνη του Μαρδοχαίου, έκανε ο Βοτανειάτης με μια έκφραση απέχθειας στο πρόσωπό του.
Η φωνή του συνέφερε τη γυναίκα που άνοιξε τα μάτια της.
-Έλεος, είπε σχηματίζοντας με κόπο τις λέξεις με τα ξεραμένα από τη δίψα χείλη της.
Ο Βοτανειάτης στράφηκε στον Βάλρους που κοιτούσε τους εξαθλιωμένους  ανθρώπους σκυθρωπός Έκανε ένα νόημα και εκείνος τράβηξε το ένα από τα σπαθιά του, με ένα χτύπημα διέλυσε την κλειδαριά του κλουβιού. Μετά έριξε στα χέρια της ένα σακούλι με τρόφιμα και ένα ασκί νερό.
-Ευχαριστώ, ο Ύψιστος να σας έχει καλά, είπε η γυναίκα κλαίγοντας από χαρά.
-Με ποιο δικαίωμα το κάνεις αυτό; φώναξε ο Χρυσάφιος. Έκανε να υψώσει τη φωνή του αλλά βγήκε ψιλή σαν τσιρίδα παγιδευμένου ποντικιού.
-Το Δικαίωμα της Χάρης, είπε ο Βάλρους ψυχρά. Είμαι τουρμάρχης της Αυτοκρατορικής Φρουράς.
Ο Λέων χαμογέλασε κάτω από τα μουστάκια του. Εκείνος το ήξερε. Ο Βάλρους είχε έρθει από τη μακρινή πατρίδα του για να υπηρετήσει στην Αυτοκρατορική Φρουρά όπως έκαναν πολλοί πατριώτες του, ακόμα και ο βασιλιάς τους είχε υπάρξει μέλος και διοικητής της φρουράς.
Καθώς περνούσαν μπροστά από το κλουβί ο Λαόνικος έριξε ένα πουγκί με νομίσματα στα πόδια της γυναίκας που σήκωνε την οικογένειά της για να φύγουν από τον τόπο του μαρτυρίου τους.
-Δεν φανταζόμουν ότι ένας κλέφτης θα ήταν τόσο φιλεύσπλαχνος, είπε ο Λέων.
-Δεν ήταν δικό μου, είπε ο κλέφτης κάνοντας ένα νόημα προς το Χρυσάφιο και ο Λέων άρχισε να γελάει.

Σταμάτησαν για να περάσουν τη νύχτα τους στα ερείπια ενός παλιού φυλακίου. Δύο τοίχοι που σχημάτιζαν γωνία είχαν διασωθεί όρθιοι και οι πλάκες του δαπέδου είχαν επιζήσει της μανίας της φύσης οπότε ήταν ένα καλό μέρος. Το ότι παραδίπλα βρισκόταν και μια πηγή με τρεχούμενο νερό το έκανε ακόμα πιο κατάλληλο. Ο Λέων μάζεψε ξύλα και άναψαν φωτιά ενώ ο Λαόνικος μαγείρεψε ένα δείπνο που έκανε ακόμα και τον Χρυσάφιο να αφήσει για λίγο την ξινισμένη του έκφραση. Οι τρεις πολεμιστές μοιράστηκαν τις βάρδιες για να φυλάξουν σκοπιά και μετά έπεσαν όλοι για ύπνο εκτός από τον Βάλρους που είχε την πρώτη βάρδια.

Το Σμαραγδένιο Μενταγιόν Ι

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ι.

Τα τύμπανα ήχησαν ρυθμικά καθώς ο κρατούμενος ανέβηκε στο ικρίωμα και σταμάτησαν. Η πλατεία γύρω ήταν ασφυκτικά γεμάτη με κόσμο που είχε συγκεντρωθεί για να παρακολουθήσει την εκτέλεση, νέοι και γέροι, επαγγελματίες και αγρότες, άνδρες και γυναίκες. Όλοι αυτοί πίεζαν τη γραμμή των στρατιωτών για μια καλύτερη θέση κοντά στο χώρο της εκτέλεσης ώστε να έχουν καλύτερη θέα.
Πάνω στο ικρίωμα βρίσκονταν τρείς άνδρες μόνο. Ο μελλοθάνατος, ντυμένος με ένα απλό πουκάμισο και ένα παντελόνι, ο δήμιος ντυμένος στα μαύρα και με την κουκούλα να κρύβει τα χαρακτηριστικά του, και ο δικαστής με την επίσημη στολή του και το χαρακτηριστικό κόκκινο σκούφο.
-Μιχαήλ Βοτανειάτη, καταδικάστηκες σε θάνατο για στάση και υποκίνηση σε στάση, έχεις να δηλώσεις τίποτα;
-Ότι χαίρομαι που θα πεθάνω και δε θα ακούω τη φλυαρία σου, απάντησε ο κρατούμενος αρκετά δυνατά για να τον ακούσουν όλοι.
Γέλια ακούστηκαν από το πλήθος. Με μια γκριμάτσα απέχθειας ο δικαστής ένευσε στο δήμιο που τον γονάτισε και έσπρωξε το κεφάλι του στην αιματοβαμμένη επιφάνεια του κούτσουρου εκτέλεσης. Ύψωσε το τσεκούρι που γυάλισε στο φως του πρωινού.
-Σταματήστε την εκτέλεση! Ακούστηκε μια φωνή συνοδευόμενη από μουρμουρητά απογοήτευσης του πλήθους.
Ένας άνδρας είχε μπει στην πλατεία, ήταν έφιππος και ντυμένος με ρούχα αυλικού στο Μεγάλο Παλάτιο.
-Κρατούμενε, ο δούκας Αξιώτης, έχει μια πρόταση για εσένα.
Ο δήμιος σήκωσε όρθιο τον μελλοθάνατο που αντίκριζε τώρα κατά πρόσωπο τον αυλικό.
-Θα σου δοθεί χάρη αν δεχθείς να ταξιδέψεις στον πύργο του Ντραζάκ του ανηλεούς και να φέρεις πίσω κάτι που η εξοχότης του θέλει.
Μουρμουρητά διέτρεξαν το πλήθος, η επιλογή που δινόταν στον κατάδικο δεν ήταν και αξιοζήλευτη. Θα γλίτωνε προσωρινά τη ζωή του αλλά θα έπρεπε να πολεμήσει για να επιβιώσει εκεί που τον έστελναν και ο σχεδόν βέβαιος θάνατος που τον περίμενε εκεί έκανε την καρατόμηση να δείχνει μια πράξη ελέους. Κανείς δεν είχε γυρίσει ζωντανός από εκεί και ο μόνος που είχε επιστρέψει, έστω και νεκρός πάνω στο άλογό του, είχε μια επιθανάτια έκφραση που μαρτυρούσε ότι είχε αντικρίσει ανείπωτους τρόμους.
-Δέχομαι, είπε ο μελλοθάνατος αγέρωχα κάνοντας και πάλι το κοινό να επιδοθεί σε ψιθύρους.
Χωρίς πολλές τυπικότητες τον κατέβασαν από το ικρίωμα και παραδόθηκε στην φροντίδα του αυλικού που τον επιβίβασε σε ένα δεύτερο άλογο και πήραν το δρόμο για το παλάτι του διοικητή της πόλης,
-Τι αναζητώ στον πύργο του Ντραζάκ; ρώτησε ο μέχρι πριν λίγο μελλοθάνατος διασχίζοντας τους δρόμους της πόλης της Ακροκώμης.
-Στον πύργο ζει μια φοβερή μάγισσα, είναι πανίσχυρη και τα μάγια της ανίκητα. Δεν πρέπει να την κοιτάξεις για να την σκοτώσεις. Αν την κοιτάξεις θα χαθείς, αν κοιτάξεις τα μάτια της θα πλανηθείς για πάντα μέσα τους, θα μείνεις εκεί μέχρι ο χρόνος να διαλύσει το κορμί σου, αν κοιτάξεις τα χείλη της θα την φιλήσεις και τότε θα ρουφήξει την ψυχή σου, αν κοιτάξεις τα στήθη της θα την ποθήσεις και τότε θα ζευγαρώσεις μαζί της και θα είσαι σκλάβος στις ορέξεις της, αν κοιτάξεις τα πόδια της έστω θα τη λατρέψεις σαν θεά σου και θα είσαι πιστός της υπηρέτης ως που να θέσει τέλος ο χρόνος στο μαρτύριό σου.
-Αν δεν μπορώ να την κοιτάξω πως θα τη σκοτώσω;
-Θα έχεις μαζί σου έναν ευνούχο, για εκείνους οι γυναίκες δεν αποτελούν πειρασμό, θα μπορεί να την κοιτάζει άφοβα και να σε κατευθύνει. Έχεις πολεμήσει ποτέ με κλειστά τα μάτια;
-Ναι, σε μια πολιορκία πολεμώντας τους Χουσίτες είχα εκτεθεί σε φωτιά και για λίγο είχα αναγκαστεί να το κάνω.
-Πολύ ωραία, μόλις τη σκοτώσεις θα πάρεις το φυλαχτό που φοράει με μια αλυσίδα γύρω από το λαιμό της, το Σμαραγδένιο Μενταγιόν. Αυτό είναι που θέλει ο δούκας Αξιώτης.
-Θα το φέρω.
-Έξοχα, να υποθέσω ότι δέχεσαι λοιπόν.
-Με μερικούς όρους, είπε ο Μιχαήλ Βοτανειάτης, θέλω τα όπλα μου και τους συντρόφους μου που είναι στα μπουντρούμια της φυλακής του Ιελισσαίου.
-Εντάξει.
-Και θέλω και τριάντα χρυσά νομίσματα, χρειάζομαι ρούχα και θα χρειάζονται και αυτοί.
Ο άλλος άνδρας έβγαλε από μια τσέπη της πολυτελούς ενδυμασίας του ένα πουγκί και του το έδωσε. Πήρανε ένα μακρύ λασπωμένο δρόμο αλλάζοντας προορισμό.
-Σαράντα, και για τα έξοδα του ταξιδιού, κανόνισε να φτάσουν.
Φτάσανε στις φυλακές. Είχαν πάρει το όνομά τους από τον έπαρχο που είχε χτίσει το αρχικό κτίσμα κάπου τρεις αιώνες πριν, και ήταν σκοτεινές και γεμάτες υγρασία. Με οδηγό τον αυλικό ο Βοτανειάτης πέρασε την πύλη από την οποία είχε βγει μόλις λίγες ώρες πριν και κατέβηκε τα σκαλιά για τα υπόγεια όπου κρατούνταν οι μελλοθάνατοι. Εδώ κινούνταν με το φως πυρσών που κρατούσαν οι δεσμοφύλακες ενώ ο αυλικός συνοδός του κρατούσε ένα αρωματισμένο μαντήλι στη μύτη του. Ο Βοτανειάτης σταμάτησε μπροστά σε ένα κελί που βρίσκονταν δύο αλυσοδεμένοι άνδρες. Αυτοί στην αρχή δεν κινήθηκαν αλλά συνειδητοποιώντας ποιος στεκόταν στο διάδρομο σηκώθηκαν όρθιοι.
-Στρατηγέ, είπε ο ένας, είσαι εσύ; Σε φέρανε πίσω;
-Μου δίνουν, και σε’ σας αν έρθετε μαζί μου, χάρη αρκεί να εκτελέσουμε μια αποστολή.
-Μαζί σου στρατηγέ και στην κόλαση, είπε ο ίδιος άνδρας.
-Βάλρους; είπε στον άλλο ο Βοτανειάτης.
-Χειρότερα από εδώ δεν πρόκειται να είναι, είπε ο πολεμιστής που το κεφάλι του σχεδόν άγγιζε την οροφή.
Ο αυλικός έκανε ένα νόημα να ανοίξουν το κελί και να λύσουν τους άνδρες. Πήραν το δρόμο της επιστροφής. Πλησίαζαν την έξοδο όταν ένας κρατούμενος φώναξε μέσα από τη σκοτεινιά του κελιού του:
-Άρχοντά μου, βγάλε με από’ δω μέσα σε εκλιπαρώ.
Ο Βοτανειάτης πλησίασε την σιδερένια πόρτα του κελιού και ρώτησε:
-Πως σε λένε; Και γιατί είσαι εδώ;
-Με λένε Λαόνικο Σκορδουμίτη και έχω καταδικαστεί σε δέκα χρόνια ειρκτή για κλοπές.
Ο Βοτανειάτης συνοφρυώθηκε. Επρόκειτο για έναν κοινό κλέφτη και το αίσθημα δικαίου του δεν είχε αμβλυνθεί από τη στάση που είχε επιχειρήσει, ούτε καν αν επρόκειτο για τη δικαιοσύνη του Μαρδοχαίου. Όμως πήγαιναν να κλέψουν ένα φυλακτό από μια μάγισσα. Ίσως να ήταν χρήσιμος.
-Πόσα χρόνια έχεις εκτίσει;
-Τρία, δεν θα αντέξω άλλα επτά εδώ μέσα.
-Αν έρθεις μαζί μου στο εγχείρημα που έχω αναλάβει θα σου χαρισθούν τα υπόλοιπα χρόνια.
-Άρχοντά μου, είμαι παντοτινός δούλος σου.
Ο Βοτανειάτης στράφηκε στον αυλικό που έκανε μια κίνηση αδιαφορίας και ο δεσμοφύλακας απελευθέρωσε τον άνδρα. Ήταν ένας λεπτοκαμωμένος ασθενικός άνθρωπος με καστανά μαλλιά που είχαν αρχίσει να αραιώνουν στην κορυφή του κεφαλιού.
Βγήκαν και πάλι στην αυλή της φυλακής και όλοι πήραν βαθιά ανάσα στον κρύο αλλά καθαρό αέρα. Στο κέντρο της αυλής ο δήμιος που λίγο πριν είχε χάσει την ευκαιρία να του πάρει το κεφάλι ακόνιζε το τσεκούρι του. Το κούτσουρο ήταν ήδη στημένο και μια πόρτα άνοιξε. Βγάλανε μια φιγούρα ντυμένη στα λευκά με το μανδύα της να αναδίδει έντονα την μυρωδιά θείου. Αυτό σήμαινε μόνο ένα πράγμα, μάγισσα, αφού θα της έπαιρναν το κεφάλι θα την έκαιγαν γιατί λεγόταν πως μπορούσαν να επιστρέψουν από το θάνατο αν δεν καίγονταν.
-Πάμε να φύγουμε, άρχοντά μου, είπε ο Λαόνικος, είναι καταραμένα όντα αυτές οι μάγισσες.
-Πάμε να αντιμετωπίσουμε μια, είπε ο Μιχαήλ, ίσως θα μπορούσε να μας φανεί χρήσιμη.
Πλησίασε τον εκτελεστή και είπε στην καταδικασμένη κοπέλα.
-Κοίταξέ με.
Εκείνη το έκανε. Τα μάτια της είχαν το πιο ζεστό καστανό χρώμα που είχε δει ποτέ και το δέρμα της είχε την απόχρωση των νομάδων της Ανατολής.
-Από πού είσαι;
-Από τη φυλή των Ασάρ, είπε η κοπέλα σε άψογη κοινή.
-Είσαι πραγματικά μάγισσα; Πηγαίνω να αντιμετωπίσω μία και αν με βοηθήσεις θα σε αφήσω ελεύθερη.
Η γυναίκα τον κοίταξε για μια στιγμή και μετά ένευσε καταφατικά.
-Είμαι γητεύτρα, είπε, και θα σε βοηθήσω με κάθε τρόπο που μπορώ.
-Πως σε λένε;
-Αλίμα.
-Η Αλίμα θα έρθει μαζί μας, είπε ο Βοτανειάτης.
Ο αυλικός το σκέφθηκε λίγο πιο πολύ από πριν αλλά με την ίδια κίνηση αδιαφορίας έδωσε την έγκρισή του.
-Μου έχεις χαλάσει τη μέρα σήμερα, μούγκρισε ο δήμιος.

Ο Χάρι Πότερ Και Το Καταραμένο Παιδί

Author: Νυχτερινή Πένα /

Δεν περίμενα ποτέ ότι θα το πω αλλά ναι κάτι σχετικό με τον Χάρι Πότερ με απογοήτευσε. Εντάξει δεν περίμενα την πληρότητα των προηγουμένων βιβλίων μιας και ήταν θεατρικό και όχι μυθιστόρημα, περίμενα όμως μια ιστορία που θα μας έδινε τον κόσμο των μάγων δυο δεκαετίες μετά τη μάχη του Χόγκουαρτς, έναν κόσμο σε ειρήνη ή έναν κόσμο με άλλα προβλήματα από το παρελθόν. Δυστυχώς δεν το πήρα αυτό, η ιστορία όλη παρότι πολλά χρόνια μετά διαδραματίζεται σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε.
Οι χαρακτήρες δεν έπειθαν, κανείς βέβαια δεν είναι ίδιος στα 17 και τα 40 αλλά εδώ είχαμε τρομερές αλλαγές, θα περίμενε κανείς ότι ο Χάρι μετά την σκληρότητα που βίωσε θα έχει γίνει ένας τρυφερός και γεμάτος αγάπη πατέρας, ή ότι η Τζίνι θα ήταν μια ξεχωριστή γυναίκα και όχι μια κουρασμένη νοικοκυρά.
Η πλοκή με χάλασε στην καταγωγή της Ντελφίνι και όχι για την ιδέα της χρονομηχανής που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί μαζί με τα διδάγματα του παρελθόντος στο ίδιο αντικείμενο. Αν η Ντελφίνι είχε μια άλλη καταγωγή και ένα κίνητρο να αποκαταστήσει το μεγαλείο της εποχή του Βόλντεμορτ ας πούμε, θα ήταν πολύ πιο λογικά όλα. Οι συνέπειες μικρών αλλαγών που είναι τεράστιες αν και όχι και τόσο προφανείς, έχουν βάση, πολλές φορές αρκεί κάτι ελάχιστο για να φέρει τεράστιες αλλαγές.
Σε γενικές γραμμές μου έδωσε την εντύπωση μιας αρπακτής για τα λεφτά και όχι ενός συγγραφικού, έστω και θεατρικού, έργου που γράφηκε για να πει μια ιστορία. 

Επτακόσιες Αναρτήσεις

Author: Νυχτερινή Πένα /

Αυτή είναι η επτακοσιοστή μου ανάρτηση. Επτακόσιες αναρτήσεις με ιστορίες σε συνέχειες, κείμενα, απόψεις σκέψεις, συγγραφή. Επτακόσιες αναρτήσεις που μοιράστηκα με όλους εσάς εκεί έξω.
Εκατό αναρτήσεις πριν, στις εξακόσιες δηλαδή, είχα προβλέψει ότι μέσα στο 2016 ο αριθμός των αναρτήσεών μου θα περνούσε τον αριθμό των έργων μου, τελικά δε συνέβη αυτό επειδή το έτος αυτό που βαίνει πλέον προς το τέλος του αποδείχθηκε ένα από τα πιο δημιουργικά μου και στο οποίο έφτασα στα 716 έργα. Για να δούμε αν θα συμβεί μέσα στο 2017. Λογικά ναι.
Προς το παρόν χαίρομαι για τις 700 αναρτήσεις και εύχομαι να έρθουν στο μέλλον ακόμα περισσότερες, μια ευχή κατάλληλη για την ημέρα μιας και σήμερα κλείνω 27 χρόνια συγγραφής.

Writing Update – Οκτώβριος 2016

Author: Νυχτερινή Πένα /

Άλλος ένα μήνας έφυγε και επιτέλους χειμωνιάζει. Και όσο χειμωνιάζει εγώ φαίνεται ότι εμπνέομαι μιας και έγραψα αρκετά αυτό το μήνα. Να δούμε τι κάναμε: 1976 λέξεις και ολοκλήρωσα τα Μυστικά (επιτέλους!), 12077 για τους Ταξιδιώτες των Κόσμων, που επίσης ολοκληρώθηκε, 3234 για την Επιχείρηση, 2000 για το καινούριο αστυνομικό – δικαστικό που άρχισα μέσα στον Οκτώβριο. Τέλος έχω 3000 από τον Πρώτο Ένορκο, τη δεύτερή μου απόπειρα στο wattpad. Στο σύνολο είναι 22287, κοντά στις 22500 αν υπολογίσω και ένα ποιητικό έργο 70 στίχων που έγραψα. Καθόλου άσχημα για το μήνα.
Και πάμε για το Νοέμβριο. Αν ο Νοέμβριος θα φέρει περισσότερα; Σχεδόν σίγουρο μιας και είναι μήνας συγγραφής στο sff το περίφημο NoWriMo, οπότε θα έχουμε αυξημένη δημιουργία.

Καλό μήνα και καλή δημιουργία σε όλους.

Ιστολόγιο του μήνα – Οκτώβριος 2016

Author: Νυχτερινή Πένα /

Σας αρέσουν οι χειροτεχνίες και οι κατασκευές;
Αν σας αρέσουν σας έχω το κατάλληλο ιστολόγιο. Εκεί μέσα θα βρείτε ιδέες για κάθε είδους κατασκευές, με σχεδόν οποιοδήποτε υλικό και πολλές ιδέες για τη μεταποίηση αντικειμένων που δεν χρησιμοποιούνται σε κάτι άλλο χρήσιμο. Αν όλα αυτά σας ενδιαφέρουν και έχουν κάνει τα μάτια σας να λάμπουν δεν έχετε παρά να πάτε στην παρακάτω διεύθυνση: https://rena-wwwrena.blogspot.gr/

Διπλή Απειλή

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ο ντετέκτιβ Άλεξ Κρός έχει να αντιμετωπίσει έναν κατ’ εξακολούθηση δολοφόνο που αυτοαποκαλείται Σόουμαν, κανείς δεν ξέρει ποιος είναι, ποια είναι τα κίνητρά του και με ποιον τρόπο επιλέγει τα θύματά του. Και ενώ ο Κρος προσπαθεί να συλλάβει τον Σόουμαν πριν ξανασκοτώσει έρχεται ακόμα ένα πρόβλημα να προστεθεί σε αυτό. Ο πρώην πράκτορας του FBI, και επίσης μανιακός δολοφόνος, Κάιλ Κρεγκ, αποδρά από τη φυλακή και έρχεται στην Ουάσιγκτον επιθυμώντας εκδίκηση για τη σύλληψη και τον εγκλεισμό του από τον άνθρωπο που τον έπιασε, τον Άλεξ Κρος.
Ένα καλό αστυνομικό από τον Τζέημς Πάτερσον που κρατάει την αγωνία ως την τελευταία σελίδα, ένα απολαυστικό ανάγνωσμα για τους φίλους του είδους.


Το Αρχείο Του Σέρλοκ Χολμς

Author: Νυχτερινή Πένα /

Το τελευταίο βιβλίο του Ντόιλ για τον πιο γνωστό ντετέκτιβ όλων των εποχών είναι όπως και όλα τα προηγούμενα ένα γοητευτικό ταξίδι στην ύστερη Βικτωριανή Αγγλία και μια νοητική πρόκληση να δεις αν θα καταφέρεις να βρεις τον ένοχο πριν τον αποκαλύψει ο Χολμς. Κάποιες ιστορίες είναι εξαιρετικά πρωτότυπες όπως η Χαίτη του Λιονταριού και οι Βρικόλακες του Σάσεξ, άλλες θυμίζουν προηγούμενες όπως η υπόθεση των τριών Γκάριντεμπ αλλά είναι όλες απολαυστικές και φυσικά συνιστώνται σε όσους αγαπούν το είδος.

Βιβλία Για Κατέβασμα

Author: Νυχτερινή Πένα /

Με αφορμή το σχόλιο του φίλου Γιάννη (θα τον βρείτε εδώ με το Ηδύπότόν του http://idipoton.pblogs.gr/) συνειδητοποίησα ότι παρότι η ενότητα είναι πάντα εκεί στα δεξιά, πολλοί από τους νεότερους αναγνώστες ίσως δεν ξέρουν τι είναι. Εκεί λοιπόν, κάτω από τον τίτλο βιβλία, είναι ολοκληρωμένα έργα μου και μπορείτε να τα κατεβάσετε αν σας εξυπηρετεί αυτός ο τρόπος για να διαβάσετε. Προσεχώς θα κάνω μια ανάρτηση με τις υποθέσεις τους. Αν κάποιος σύνδεσμος δε λειτουργεί αφήστε ένα μήνυμα για να τον φτιάξω.

Ημερολόγιο Συγγραφέα 4

Author: Νυχτερινή Πένα /

Είναι βράδυ, μόνος μου στην ησυχία κάθομαι περιτριγυρισμένος από το έργο μου. Τα έργα που έχω ολοκληρώσει, εκείνα που δουλεύω, εκείνα που περιμένουν τη σειρά τους, σημειώσεις σε μπλοκ και τετράδια, κολλημένες στο γραφείο ή απλά πρόχειρα σημειωμένες. Σχεδιαγράμματα, διορθώσεις κάποιες αλλαγές. Και ποτέ όλο αυτό δεν σταματάει. Συνεχίζεται, αλλάζει, εξελίσσεται και μεγαλώνει.
Απόψε τελείωσα τα Μυστικά και έμεινα με τρία έργα και την Τρίτη θα ολοκληρωθεί και η πρώτη μου εμφάνιση στο wattpad. Αυτό δε σημαίνει ότι θα σταματήσω ή θα επαναπαυθώ. Έχω ήδη σχέδια για το τι θα βάλω μετά στο wattpad αλλά και ποιο θα είναι το νέο έργο που θα ξεκινήσω ίσως και αύριο.
Δεν υπάρχει κάτι πιο όμορφο από το να γράφεις, όσοι γράφετε εκεί έξω, μην αφήσετε ποτέ να σας το πάρουν.

Writing Update – Σεπτέμβριος 2016

Author: Νυχτερινή Πένα /

Άλλος ένας μήνας πέρασε, λίγο πιο χαλαρός από καιρό και σαφώς πιο άνετος από δουλειά μου επέτρεψε να ολοκληρώσω τρία ποιητικά έργα και δύο ιστορίες φαντασίας, θα τις δούμε και εδώ κάποια στιγμή, ενώ προχώρησα και τα υπόλοιπα μεγάλα έργα μου. Ας δούμε και μερικούς αριθμούς, έγραψα 4328 λέξεις στα Μυστικά (είπαμε έχουν τον ατελείωτο!), 2799 για την Επιχείρηση, το πολιτικό - στρατιωτικό μυθιστόρημα που άρχισα τον Αύγουστο, 3790 για το Σμαραγδένιο Φυλακτό, τη μια ιστορία, και 2979 για τη δεύτερη, το Φυλακτό, ακόμα 8000 για τους Ταξιδιώτες που δημοσιεύονται στο wattpadΜαζί λοιπόν με το ποιητικό μου έργο θα περάσαμε και τις 22000 λέξεις, καθόλου άσχημα.
Ήταν καλός μήνας ο Σεπτέμβριος και ελπίζω ότι ο Οκτώβριος θα είναι πιο κρύος όπως πρέπει και θα φέρει πιο πολλή ακόμη συγγραφή.

Ιστολόγιο του μήνα – Σεπτέμβριος 2016

Author: Νυχτερινή Πένα /

Σαν Νυχτερινή Πένα που είμαι μου κίνησε την περιέργεια το να βρω έναν ακόμα «νυχτερινό» κάτοικο στο χώρο των ιστολογίων με το όνομα Νυχτολούλουδο και φυσικά τον επισκέφθηκα. Εκεί με περίμενε μια έκπληξη στον τίτλο αφού κάτω από την ονομασία έκανε λόγο για έναν έρωτα πιο δυνατό από το φόβο του θανάτου πράγμα που με ξάφνιασε αφού δυσκολεύομαι πολύ να συλλάβω οποιοδήποτε φόβο ως πιο δυνατό από αυτόν του θανάτου ( είναι το μόνο που φοβάμαι αλλά είναι ένα άλλο θέμα αυτό ) και έτσι ξεκίνησα να διαβάζω τις αναρτήσεις του. Βρήκα έναν ολόκληρο θησαυρό από ποιήματα για μια αγαπημένη που ονομάζει Μάγισσά του μιας και τον έχει κερδίσει ψυχή και σώματι. Για να διαβάσετε και’ σεις τα ποιήματα αυτά και να δείτε έναν δυνατό έρωτα δεν έχετε παρά να κάνετε μια επίσκεψη εδώ: http://fititi.blogspot.gr/

Ημερολόγιο Συγγραφέα 3

Author: Νυχτερινή Πένα /

Οποιοδήποτε χρόνο μπορώ να εξοικονομήσω τον αφιερώνω στο γράψιμο. Έχω περιορίσει κατά πολύ και σχεδόν απόλυτα τις ανούσιες κοινωνικές εκδηλώσεις και παρίσταμαι μόνο σε εκείνες που σημαίνουν όντως κάτι για’ μενα. Έτσι είναι η δουλειά κυρίως που καταναλώνει τον χρόνο μου. Προσπαθώ να έχω χρόνο κάθε μέρα και σπανίως δεν μένει καθόλου χρόνος για να γράψω. Απλά πάντα θέλω να έχω περισσότερο!

Από το χρόνο που έχω για γράψιμο, ο αγαπημένος μου είναι στα άκρα της ημέρας, το πολύ πρωί ή το πολύ βράδυ όταν έξω απλώνεται η σιγαλιά και είμαι μόνος να γράφω, σαν να υπάρχουν μόνο οι κόσμοι που ταξιδεύω με την φαντασία μου. Δεν θα αντάλλασσα με τίποτα τις στιγμές αυτές που κάθομαι και γράφω στη σιγαλιά της νύχτας με τα βιβλία και τις σημειώσεις γύρω μου και με το μυαλό μου να ταξιδεύει στα ατελείωτα πιθανά μονοπάτια που μπορούν να πάρουν οι ιστορίες μου.