Ήταν ένα γλυκό φθινοπωρινό
πρωινό μυρωμένο με το άρωμα από τις γαρδένιες και τις βοκαμβίλιες των κήπων. Ο
γηραιός οπλαρχηγός με την επίσημη φορεσιά που βάδιζε προς τον αρχαίο χώρο της
Πνύκας τραβούσε όλα τα βλέμματα. Ποιος δεν τον ήξερε; Άλλωστε το νέο είχε
διαδοθεί με αστραπιαία ταχύτητα στην μικρή πόλη των Αθηνών, ο Θεόδωρος
Κολοκοτρώνης, ο Γέρος του Μωριά όπως τον ήξεραν πολύ καλύτερα, θα μιλούσε στους
μαθητές του Βασιλικού Γυμνασίου της Αθήνας στην Πνύκα.
Ο μεγάλος αγωνιστής της
επανάστασης είχε επισκεφθεί την προηγούμενη μέρα, 7 Οκτωβρίου 1838, το σχολείο
και είχε εκφράσει την επιθυμία του να μιλήσει στους μαθητές. Επειδή ο αριθμός
τους ήταν μεγάλος και δεν εξυπηρετούσε γι’ αυτό ο χώρος του σχολείου είχε
κανονιστεί να γίνει αυτό στον ιστορικό χώρο που μιλούσαν οι αρχαίοι ρήτορες. Το
νέο είχε διαδοθεί και δεν συγκεντρώνονταν μόνο οι μαθητές για να τον ακούσουν.
Ανάμεσα στους ανθρώπους
που χαιρετούν τον μεγάλο αγωνιστή είναι και ένας νέος άνδρας που χαιρετά με
στιβαρή χειραψία τον Γέρο του Μωριά και λέει:
-Καπετάνιο δε θα με
θυμάσαι αλλά εγώ ποτέ δε σε ξέχασα.
-Ποιος είσαι ωρέ; ρώτησε
ο Κολοκοτρώνης με την βροντερή, παρά τα χρόνια, φωνή του.
-Στα Δερβενάκια μου
έδωσες το θάρρος και μου έδειξες το δρόμο, είπε ο άνδρας και η θύμηση ήρθε στο
μυαλό του γηραιού αγωνιστή.
26 Ιουλίου 1822, η μάχη
στα Δερβενάκια, η πιο μεγάλη του στρατιωτική επιτυχία στην υπηρεσία του αγώνα.
Ο Δράμαλης βρισκόταν στην Αργολίδα με πάνω από είκοσι χιλιάδες άνδρες, η απειλή
για την νεογέννητη Ελληνική επικράτεια ήταν άμεση και εξαιρετικά ισχυρή. Ο
Τούρκος πασάς διέθετε αρκετές δυνάμεις για να καταπνίξει την επανάσταση αν
αφηνόταν ανεξέλεγκτος να κινηθεί στην Πελοπόννησο. Πανικός κυρίευσε τους
Έλληνες από τους αμάχους και τους πολεμιστές μέχρι την πολιτική και στρατιωτική
ηγεσία.
Εκείνος είχε ορθώσει το
ανάστημά του είχε καλέσει όλους τους Έλληνες να πάρουν τα όπλα και με την
βοήθεια του Νικηταρά και του Παπαφλέσσα οργάνωσε την αντίσταση. Με την τακτική
της καμένης γης στέρησε από τους Τούρκους τα απαραίτητα εφόδια σε τρόφιμα και
ζωοτροφές και ανάγκασε τον Δράμαλη να αποφασίσει την υποχώρηση στην Κόρινθο.
Στα στενά των Δερβενακίων οι Έλληνες περίμεναν τους κατά πολύ περισσότερους
Τούρκους.
Παρά τον αιφνιδιασμό,
βασιζόμενοι στον αριθμό τους οι Τούρκοι αποφάσισαν να πολεμήσουν και η μάχη
ήταν σκληρή. Από το σημείο που βρισκόταν ο Γέρος του Μωριά παρακολουθούσε την
εξέλιξή της και καθοδηγούσε τους πολεμιστές σε συννενόηση και με τους
υπολοίπους οπλαρχηγούς.
-Βοήθα Παναγιά μου του
πατριώτες μου! Βοήθα τους να νικήσουν τους Τουρκαλάδες! Ακούει κάποια στιγμή ο
Κολοκοτρώνης και ρίχνοντας μια ματιά γύρω του ανακαλύπτει την πηγή της
παράκλησης αυτής. Είναι ένας νεαρός βοσκός που παρακαλεί με το βλέμμα στραμμένο
στον ουρανό και τα χέρια του, το ένα από τα οποία κρατεί ακόμα την γκλίτσα,
υψωμένα σε δέηση.
-Τι παρακαλάς, ωρέ
Έλληνα; του φωνάζει. Άντε να πολεμήσεις!
-Με τι καπετάνιο;
-Μ’ αυτό το στειλιάρι που
κρατάς! Με αυτό θα σκοτώσεις έναν Τούρκο και θα του πάρεις τ’ άρματα!
Φωτίστηκε το πρόσωπο του
βοσκού. Έκανε το σταυρό του και ρίχτηκε στη μάχη. Μετά, όταν γιόρταζαν την νίκη
τους, παρουσιάστηκε πάλι στον Κολοκοτρώνη με τα όπλα που είχε αρπάξει και ακόμα
μερικά που είχε κερδίσει με την ανδρεία του στη μάχη.
Χαμογέλασε με την
ανάμνηση αυτή ο θρυλικός αγωνιστής και αφού μίλησε με τον παλιό συναγωνιστή για
λίγο συνέχισε το δρόμο του διηγούμενος σε εκείνους που τον συνόδευαν τι είχε
γίνει τότε.
-Μα αυτό ήταν τρέλα
στρατηγέ μου, είπε ένας, Τι ήξερε ο βοσκός από πόλεμο;
Γέλασε ξανά ο Θεόδωρος
Κολοκοτρώνης και είπε:
- Αν δεν είμεθα τρελοί, δεν εκάναμεν
την επανάστασιν!