Κεφάλαιο
Δέκατο Έβδομο
Ο
Ρωμανός τραβήχτηκε και κοίταξε την Ελπίδα. Το φιλί είχε φέρει λίγο χρώμα στο
πρόσωπό της και είχε πάρει την θλίψη από τα μάτια της. Τα γεμάτα φως μάτια της
που τον κοιτούσαν και πάλι κατάματα, τα χείλη της μισάνοιχτα, τρεμάμενα ακόμα
από τη συγκίνηση.
Την
φίλησε ξανά, απαλά και τρυφερά. Την ένιωσε να ριγεί στην αγκαλιά του και να
αφήνεται. Ύστερα ένιωσε το χέρι της να τον χαϊδεύει στον λαιμό. Αφέθηκε στη
στιγμή μέχρι που ο στριγκός ήχος του κουδουνιού ήρθε να τους ενημερώσει ότι σε
λίγο δεν θα ήταν μόνοι τους στο διάδρομο. Ο Ρωμανός την άφησε και έκανε πίσω.
Η
Ελπίδα τον κοίταξε. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά βεβαιώνοντάς την ότι δεν
ονειρευόταν αλλά αυτό που είχε συμβεί ήταν αλήθεια.
Δεν
πρόλαβαν να πουν ή να κάνουν τίποτα καθώς μαθητές άρχισαν να βγαίνουν από τις
τάξεις. Από τη δική τους πρώτος βγήκε ο μαθητής που είχε επίσης υπερασπιστεί το
δικαίωμα της Ελπίδας να φοράει το μαντήλι. Το όνομά του ήταν Αλέξης Δελμάρ,
είχε έρθει στο σχολείο μόλις στα μέσα της προηγούμενης χρονιάς. Ήταν ένας
ήσυχος και εσωστρεφής νεαρός που δεν πολυμιλούσε και δεν είχε πιάσει ιδιαίτερες
γνωριμίες. Δεν δίσταζε να πει τη γνώμη του όμως, όπως το είχε κάνει και τώρα.
Τους έκλεισε το μάτι και προχώρησε προς τη σκάλα.
Η
Ράλλη πέρασε δίπλα τους μετά από λίγο και είπε:
-Πάμε
στο γραφείο Στασινέ, να δούμε τι θα πει και ο κύριος διευθυντής που χαστούκισες
την Υακίνθου. Σα δεν ντρέπεσαι.
-Πρόσβαλλε
την Ελπίδα, είπε ο Ρωμανός.
-Μπορούσε
να της βγάλει το μαλλί τρίχα – τρίχα, είπε η καθηγήτρια, εσύ δεν είχες δικαίωμα
να την χτυπήσεις.
Ο
Ρωμανός λοξοκοίταξε την Ράλλη. Παρότι η έκφραση που είχε χρησιμοποιήσει ήταν
μια από τις πλέον συνηθισμένες, και ο ίδιος την είχε χρησιμοποιήσει αμέτρητες
φορές, υποψιαζόταν ότι την είχε επιλέξει εσκεμμένα για να αναφερθεί έμμεσα στην
κατάσταση της Ελπίδας.
Πήγαν
στην σκάλα και άρχισαν να κατεβαίνουν αλλά στο δρόμο συνάντησαν τον Δελμάρ που
προφανώς είχε πάει στο κυλικείο γιατί γυρνούσε με ένα σάντουιτς στο χέρι.
-Λυπάμαι,
κυρία, είπε, ο διευθυντής λείπει μου είπαν και θα επιστρέψει μετά την τρίτη
ώρα.
-Και
τι σε νοιάζει εσένα;
-Τίποτα,
απλά το άκουσα.
Η
Ράλλη κούνησε το κεφάλι της και είπε στον Ρωμανό:
-Προχώρα,
δεν θα δώσουμε βάση στο τι λένε στο κυλικείο!
Η
Νίκη βγήκε από την τάξη και περίμενε να βγει ο Δημήτρης. Τον τράβηξε παράμερα
και τον αγκάλιασε. Αυτός άλλο που δεν ήθελε, ήταν ευκαιρία να της βάλει χέρι.
Κάτι που με τη σειρά του δεν ενόχλησε τη Νίκη, αντιθέτως οδηγούσε τα πράγματα
εκεί που ήθελε.
-Κάνε
μου μια χάρη, του είπε.
-Τι
χάρη;
-Κάνε
τη Στασινού να τρομοκρατηθεί, κόλλα της, κάνε την να πάθει κρίση. Αν το
πετύχεις θα σου πάρω την πιο ξεγυρισμένη πίπα που έχεις απολαύσει ποτέ και θα
πηδηχτούμε άγρια στο κενό την παραπάνω ώρα.
-Έγινε,
είπε ο Δημήτρης.
Την
άφησε αφού της έριξε ένα μπατσάκι στον πισινό.
Μπήκε
στην τάξη και κατευθύνθηκε προς το θρανίο της Φωτεινής, η πρόταση της Νίκης του
είχε δώσει μια ιδέα. Θα έκανε το χατίρι της και θα εισέπραττε την ερωτική
αμοιβή, αλλά ταυτόχρονα θα έδειχνε υπερβάλλοντα ζήλο στην αποστολή που είχε
αναλάβει και θα κατάφερνε να πάρει και άλλη μια σεξουαλική χάρη.
Στάθηκε
δίπλα στην Φωτεινή που ήταν γονατισμένη και τακτοποιούσε το περιεχόμενο της
τσάντας της. Εκείνη του έριξε μια ματιά.
-Θες
τίποτα;
-Απολαμβάνω
τη θέα.
Η
Φωτεινή για μια στιγμή δεν κατάλαβε. Μετά συνειδητοποίησε το νόημα της
απάντησης. Όπως στεκόταν ο Δημήτρης έβλεπε το στήθος της, από το άνοιγμα του
πουκαμίσου που φορούσε, και τινάχτηκε όρθια.
-Τι
θες;
-Εσένα.
Σου έχουν πει ότι έχεις ωραία μάτια; Φυσικά όχι, ποιος θα ασχοληθεί με τα μάτια
σου όταν έχεις τέτοιες βυζάρες;
-Είσαι
καθίκι, είπε η Φωτεινή αλλά έκανε ένα βήμα πίσω.
Ο
Δημήτρης ακολούθησε.
-Μην
είσαι τέτοια, εγώ σε επαινώ και εσύ με βρίζεις.
-Τι
θες; ρώτησε η Φωτεινή ανήσυχη.
-Να
σου κάνω μια πρόταση. Σε συμφέρει για να βγει από τη δύσκολη θέση ο αδερφούλης
σου.
-Πόσα
θες; Δεν έχω…
-Δεν
θέλω λεφτά. Εσένα θέλω να γλεντήσω.
Η
Φωτεινή έκανε κι άλλο πίσω και βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο. Ο πανικός
άρχισε να την κυριεύει. Σταγόνες ιδρώτα φάνηκαν στο μέτωπό της.
-Θα
φωνάξω, είπε.
Ο
Δημήτρης έκανε ένα γρήγορο βήμα μπροστά και της έκλεισε με το ένα χέρι το
στόμα.
-Άκου
την συμφωνία. Θα ξελασπώσω τον αδερφό σου και θα πάρω σε αντάλλαγμα εσένα, ναι
καλά καταλαβαίνεις, θα σε πηδήξω. Στο κενό της τρίτης ώρας. Αν δεν έρθεις θα
πάθει κακό ο αδερφός σου και μετά θα σε βρω και θα σε πονέσω. Κατάλαβες;
Η
Φωτεινή ένευσε.
-Μη
φοβάσαι, μικρή μου χωριάτα, ο άντρας σου θα σε βρει εντάξει όταν θα παντρευτείς,
εγώ θα γλεντήσω το σφιχτό σου κωλαράκι.
Ο
Δημήτρης άπλωσε το χέρι του και έπιασε τον πισινό της, η Φωτεινή ρίγησε και
εκείνος ανέβασε το χέρι του στη μέση της. Το πέρασε κάτω από την μπλούζα της
και έπιασε την άκρη από το παντελόνι της.
-Ας
πάρω μια γεύση από τώρα.
Το
σώμα της συσπάστηκε και η Φωτεινή έχασε τον έλεγχο της κύστης της. Μια αψιά
μυρωδιά την πληροφόρησε τι είχε συμβεί. Ο Δημήτρης χαμογέλασε με κακία.
-Φοβάσαι;
Υπέροχα, θα κάνεις όπως σου είπα και θα το…
Η
φράση του έμεινε μισή και ξεφώνισε από πόνο καθώς μια ατσάλινη μέγγενη τον
έπιανε από ένα σημείο μεταξύ του λαιμού και του ώμου και τον γονάτιζε. Δεν ήταν
μέγγενη, συνειδητοποίησε όπως έπεφτε στα γόνατα. Ήταν ένα εξαιρετικά δυνατό
χέρι και ανήκε στον Αλέξη Δελμάρ.
-Μαλάκα,
μούγκρισε ο Δημήτρης, άφησέ με γιατί θα πάω στον διευθυντή.
-Και
θα πεις στον Αθάνατο ότι σε χτύπησα γιατί επιτέθηκες σε μια κοπέλα; Θα σε
κρεμάσει από τα αχαμνά ως που να πεις κίμινο.
Ο
Δελμάρ κοίταξε την Φωτεινή. Η κοπέλα έτρεμε από το σοκ και από την ντροπή.
Απευθύνθηκε πάλι στον Δημήτρη.
-Θα
το πω μια φορά και δεν θα το επαναλάβω. Αν σε ξαναδώ κοντά στην Στασινού, αν
της πεις το οτιδήποτε, αν της κάνεις οτιδήποτε, θα ξεχάσω τον όρκο που μια μέρα
θα πάρω και θα σου κάνω σοβαρή ζημιά. Τώρα αν πιέσω λίγο ακόμα θα λιποθυμήσεις,
μην αμφιβάλλεις λοιπόν ότι μπορώ να το κάνω. Κατάλαβες;
-Ναι,
κατάλαβα, ανάθεμά σε!
Ο
Δελμάρ τον άφησε και ο Δημήτρης σηκώθηκε.
-Δίνε
του!
Ο
Δημήτρης έφυγε και ο Αλέξης Δελμάρ στράφηκε στην Φωτεινή. Η κοπέλα στεκόταν
εκεί τρέμοντας. Τώρα που ο κίνδυνος είχε περάσει και ο φόβος υποχωρούσε, ήρθε η
ντροπή να τη γεμίσει. Ντροπή γιατί είχε φοβηθεί, γιατί είχε αφήσει έναν αχρείο
να πάρει τον έλεγχο, ντροπή γιατί είχε κατουρηθεί από το φόβο της και την
έβλεπε έτσι τώρα ένας ξένος.
Τα
δάκρυα ήρθαν απρόσκλητα και ξέσπασε σε κλάματα. Ο Αλέξης έβαλε τα χέρια του
στους ώμους της και η Φωτεινή κατέρρευσε τελείως ακούμπησε στο στέρνο του
κλαίγοντας με λυγμούς. Εκείνος την κράτησε απαλά και της είπε:
-Θες
να σε πάω σπίτι σου να αλλάξεις;
-Δεν…
δεν είμαι από εδώ… δεν προλαβαίνουμε.
-Θα
το κανονίσω εγώ.
-Σε
ευχαριστώ, πραγματικά σε ευχαριστώ.
-Δεν
κάνει τίποτα. Εσύ βγες στον πίσω δρόμο, έχω το αυτοκίνητό μου εκεί, και εγώ θα
κανονίσω τα υπόλοιπα.
-Ναι…
Βγήκαν
μαζί από την τάξη.
Ο
Μιχάλης και η Κλερ ανέβηκαν τα σκαλιά για την εκκλησία της Παναγίας της
Γλυκοφιλούσας αργά μιας και ήταν 114, σκαμμένα στο βράχο και για τον Μιχάλη δεν
ήταν εύκολη ανάβαση. Φτάσανε επάνω, περάσανε στον περιφραγμένο περίβολο και η
Κλερ έριξε μια ματιά από όλα τα παραθυράκια του τοίχου θαυμάζοντας τη θέα.
Μπήκαν
στην εκκλησία και ο Μιχάλης της έδειξε την αιώνων παλιά εικόνα στο τέμπλο την
οποία προσκύνησαν. Έμεινε για λίγο εκεί στην εικόνα κάνοντας μια προσευχή για
το παρόν και για το μέλλον.
Ύστερα
είδαν την εκκλησία. Ήταν μια μικρή σχετικά εκκλησία με τρία κλίτη και έναν
μικρό γυναικωνίτη. Δεν είχε τρούλο κάτι που ξάφνιασε την Κλερ.
-Σχεδόν
όλες οι εκκλησίες που θα δεις στο νησί είναι βασιλικές χωρίς τρούλο, είπε ο
Μιχάλης, ειδικά οι παλιές. Η εξαίρεση του κανόνα είναι ο άγιος Θεράποντας στη
Μυτιλήνη. Εκείνη είναι σε Ρωσικό στυλ γι’ αυτό είναι και ο τρούλος της σε αυτό
το σχέδιο.
-Είναι
εκείνη η εκκλησία που φαίνεται και από τη θάλασσα; Την έχουν πολλές
καρτ-ποστάλ.
-Ναι,
αυτή είναι.
Βγήκαν
από τον περίβολο του ναού και κάθισαν στον χτιστό πάγκο δίπλα στην πόρτα. Από
εκεί φαινόταν όλη η κωμόπολη στα πόδια τους με τη θάλασσα και την Τουρκία στο
βάθος.
-Είναι
πολύ ωραία, είπε η Κλερ, κοιτώντας τη θέα. Σε ευχαριστώ που με έφερες εδώ.
-Θα
ήταν κρίμα να έρθεις στο νησί και να μην έρθεις εδώ.
Η
Κλερ γύρισε και τον κοίταξε.
-Ελπίζω
ότι θα ξανάρθουμε, είπε απλά.
Ο
Μιχάλης της χαμογέλασε.
-Όποτε
θες.
Στη
διαδρομή ως το σπίτι της, η Φωτεινή δεν μίλησε καθόλου, παρά μόνο για να
ευχαριστήσει πάλι τον Αλέξη. Ένιωθε χάλια, είχε τρομάξει, είχε νιώσει ασήμαντη,
θύμα ενός καθάρματος, είχε εξευτελιστεί, ένιωθε ταπεινωμένη και ας μην είχε
αντιληφθεί άλλος τι είχε συμβεί.
Φτάνοντας
στο σπίτι έτρεξε στο δωμάτιό της και πήρε άλλα ρούχα, μετά μπήκε στο μπάνιο,
έκανε ένα γρήγορο ντουζ και άλλαξε. Ύστερα επέστρεψε στο αυτοκίνητο που την
περίμενε ο Αλέξης Δελμάρ.
Ξεκίνησαν
να επιστρέψουν στο σχολείο και η Φωτεινή στράφηκε στον Δελμάρ.
-Σου
είμαι πραγματικά υπόχρεη, με έσωσες από τα χέρια του Δημήτρη και με έφερες
σπίτι να αλλάξω πριν καταλάβει κανείς τα χάλια μου. Σου χρωστάω.
-Δεν
μου χρωστάς, είπε ο Αλέξης έχοντας το βλέμμα του στο δρόμο. Ο καθένας αυτό θα
έκανε.
-Ναι,
όπως πριν με τον αδερφό μου.
-Η
Ράλλη είναι αυστηρή και έχει διασυνδέσεις. Ακόμα και καθηγητές την φοβούνται.
Και είναι και οι διαφορετικές περιοχές προέλευσης. Δεν θα το κάνει πάλι ο τύπος
και αυτό είναι που μετράει.
Συνέχισαν
για λίγο και μετά η κοπέλα είπε:
-Θα
ήθελες να έρθεις με την οικογένειά σου να σας κάνουμε το τραπέζι;
-Σπίτι
σου;
-Αν
θέλεις, αν όχι μπορούμε και στο εστιατόριο.
-Δεν
χρειάζεται όμως, δεν έκανα τίποτα.
Η
Φωτεινή κούνησε το κεφάλι της.
-Αυτό
που έγινε σήμερα δεν θα το ξεχάσω σύντομα, ίσως και ποτέ. Το ότι δεν έγινε κάτι
χειρότερο ή πιο τραυματικό το οφείλω σε εσένα. Επιμένω λοιπόν.
-Εντάξει,
θα το κανονίσουμε.
Η
Φωτεινή χαμογέλασε αχνά.
-Ευχαριστώ.
Ο
Μιχάλης και η Κλερ κατέβηκαν από την Παναγία αργά συζητώντας και σταματώντας
για να θαυμάσουν και πάλι τη θέα. Φτάνοντας στη βάση του βράχου και το
λιθόστρωτο δρομάκι που περνούσε από εκεί, ο Μιχάλης στράφηκε στην αγαπημένη
του.
-Τι
θες να κάνουμε τώρα, καρδιά μου;
-Θα
ήθελα να σου μαγειρέψω κάτι, να φάμε σπίτι και όχι έξω. Αλλά πρέπει να κάνω
κάποια ψώνια γι’ αυτό.
-Εντάξει,
πάμε.
-Θέλεις
να με περιμένεις κάπου; Να μη σε ταλαιπωρώ στα μαγαζιά;
Ο
Μιχάλης δεν πρόλαβε να απαντήσει γιατί μια φωνή πίσω του είπε:
-Κύριε
καθηγητά; Στράφηκε και αντίκρισε έναν άνδρα λίγο πιο νέο από τον ίδιο που τον
κοίταζε χαμογελώντας.
Τον
θυμήθηκε παρότι είχε να τον δει μια δεκαετία.
-Ιερεμία!
-Τι
κάνετε εδώ, κύριε καθηγητά;
-Εσύ
έχεις αποφοιτήσει εδώ και δέκα χρόνια και εγώ δεν είμαι πια καθηγητής, λέγε με
Μιχάλη. Α, και στον ενικό.
-Ωραία,
τι κάνεις εδώ Μιχάλη;
-Διακοπές
κυρίως. Εσύ; Πώς βρέθηκες εδώ; Αλλά πριν μου πεις, να σου συστήσω την κοπέλα
μου. Η Κλερ Σεντ Βίνσεντ. Κλερ, να σου συστήσω τον Ιερεμία Αθάνατο, τον άνθρωπο
με το πιο απίθανο όνομα που έχω γνωρίσει. Κάποτε ήταν μεταπτυχιακός φοιτητής
μου.
Ο
νεοφερμένος και η Κλερ αντάλλαξαν χειραψία και ο Μιχάλης ρώτησε:
-Λοιπόν;
Τι κάνεις εδώ;
-Μόλις
πήρα το μεταπτυχιακό μου επέστρεψα στην Ελλάδα και έκανα χαρτιά για να με
πάρουν ως καθηγητή. Δέχτηκα να έρθω εδώ και να μείνω δέκα χρόνια και έτσι
διορίστηκα. Εξαιτίας των τυπικών προσόντων και του διδακτορικού που ολοκλήρωσα
εν τω μεταξύ, έγινα και διευθυντής στο λύκειο εδώ. Εκεί πάω, ελάτε να σας
κεράσω έναν καφέ.
Ο
Μιχάλης στράφηκε στην Κλερ.
-Θέλεις
να πας και να βρεθούμε μόλις τελειώσω τις αγορές μου; είπε εκείνη. Ούτως ή
άλλως έλεγα να μη σε κουράσω με αυτό.
-Εντάξει,
τότε, είπε ο Μιχάλης και αποχωρίστηκε την αγαπημένη του με ένα φιλί.
Μετά
στράφηκε στον Αθάνατο.
-Πάμε.
Το
σχολείο δεν ήταν μακριά και φτάσανε γρήγορα. Ο Αθάνατος κοντοστάθηκε βλέποντας
έναν από τους μαθητές του και μια μαθήτρια να μπαίνουν στο σχολείο.
-Ωραία,
γυρίσανε, είπε και μετά στράφηκε στον Μιχάλη.
-Ανέβα
στο γραφείο μου και έρχομαι, να πάω από το κυλικείο να δώσω την παραγγελία. Τι
να σε κεράσω;
-Ένας
καφές αρκεί.
-Τον
πίνεις όπως τον έπινες;
-Πάντα πολύ γλυκό.
-Έγινε, ανέβα και έρχομαι.