Μέρες Του Φθινοπώρου 17

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Δέκατο Έβδομο

 

Ο Ρωμανός τραβήχτηκε και κοίταξε την Ελπίδα. Το φιλί είχε φέρει λίγο χρώμα στο πρόσωπό της και είχε πάρει την θλίψη από τα μάτια της. Τα γεμάτα φως μάτια της που τον κοιτούσαν και πάλι κατάματα, τα χείλη της μισάνοιχτα, τρεμάμενα ακόμα από τη συγκίνηση.

Την φίλησε ξανά, απαλά και τρυφερά. Την ένιωσε να ριγεί στην αγκαλιά του και να αφήνεται. Ύστερα ένιωσε το χέρι της να τον χαϊδεύει στον λαιμό. Αφέθηκε στη στιγμή μέχρι που ο στριγκός ήχος του κουδουνιού ήρθε να τους ενημερώσει ότι σε λίγο δεν θα ήταν μόνοι τους στο διάδρομο. Ο Ρωμανός την άφησε και έκανε πίσω.

Η Ελπίδα τον κοίταξε. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά βεβαιώνοντάς την ότι δεν ονειρευόταν αλλά αυτό που είχε συμβεί ήταν αλήθεια.

Δεν πρόλαβαν να πουν ή να κάνουν τίποτα καθώς μαθητές άρχισαν να βγαίνουν από τις τάξεις. Από τη δική τους πρώτος βγήκε ο μαθητής που είχε επίσης υπερασπιστεί το δικαίωμα της Ελπίδας να φοράει το μαντήλι. Το όνομά του ήταν Αλέξης Δελμάρ, είχε έρθει στο σχολείο μόλις στα μέσα της προηγούμενης χρονιάς. Ήταν ένας ήσυχος και εσωστρεφής νεαρός που δεν πολυμιλούσε και δεν είχε πιάσει ιδιαίτερες γνωριμίες. Δεν δίσταζε να πει τη γνώμη του όμως, όπως το είχε κάνει και τώρα. Τους έκλεισε το μάτι και προχώρησε προς τη σκάλα.

Η Ράλλη πέρασε δίπλα τους μετά από λίγο και είπε:

-Πάμε στο γραφείο Στασινέ, να δούμε τι θα πει και ο κύριος διευθυντής που χαστούκισες την Υακίνθου. Σα δεν ντρέπεσαι.

-Πρόσβαλλε την Ελπίδα, είπε ο Ρωμανός.

-Μπορούσε να της βγάλει το μαλλί τρίχα – τρίχα, είπε η καθηγήτρια, εσύ δεν είχες δικαίωμα να την χτυπήσεις.

Ο Ρωμανός λοξοκοίταξε την Ράλλη. Παρότι η έκφραση που είχε χρησιμοποιήσει ήταν μια από τις πλέον συνηθισμένες, και ο ίδιος την είχε χρησιμοποιήσει αμέτρητες φορές, υποψιαζόταν ότι την είχε επιλέξει εσκεμμένα για να αναφερθεί έμμεσα στην κατάσταση της Ελπίδας.

Πήγαν στην σκάλα και άρχισαν να κατεβαίνουν αλλά στο δρόμο συνάντησαν τον Δελμάρ που προφανώς είχε πάει στο κυλικείο γιατί γυρνούσε με ένα σάντουιτς στο χέρι.

-Λυπάμαι, κυρία, είπε, ο διευθυντής λείπει μου είπαν και θα επιστρέψει μετά την τρίτη ώρα.

-Και τι σε νοιάζει εσένα;

-Τίποτα, απλά το άκουσα.

Η Ράλλη κούνησε το κεφάλι της και είπε στον Ρωμανό:

-Προχώρα, δεν θα δώσουμε βάση στο τι λένε στο κυλικείο!

 

Η Νίκη βγήκε από την τάξη και περίμενε να βγει ο Δημήτρης. Τον τράβηξε παράμερα και τον αγκάλιασε. Αυτός άλλο που δεν ήθελε, ήταν ευκαιρία να της βάλει χέρι. Κάτι που με τη σειρά του δεν ενόχλησε τη Νίκη, αντιθέτως οδηγούσε τα πράγματα εκεί που ήθελε.

-Κάνε μου μια χάρη, του είπε.

-Τι χάρη;

-Κάνε τη Στασινού να τρομοκρατηθεί, κόλλα της, κάνε την να πάθει κρίση. Αν το πετύχεις θα σου πάρω την πιο ξεγυρισμένη πίπα που έχεις απολαύσει ποτέ και θα πηδηχτούμε άγρια στο κενό την παραπάνω ώρα.

-Έγινε, είπε ο Δημήτρης.

Την άφησε αφού της έριξε ένα μπατσάκι στον πισινό.

Μπήκε στην τάξη και κατευθύνθηκε προς το θρανίο της Φωτεινής, η πρόταση της Νίκης του είχε δώσει μια ιδέα. Θα έκανε το χατίρι της και θα εισέπραττε την ερωτική αμοιβή, αλλά ταυτόχρονα θα έδειχνε υπερβάλλοντα ζήλο στην αποστολή που είχε αναλάβει και θα κατάφερνε να πάρει και άλλη μια σεξουαλική χάρη.

Στάθηκε δίπλα στην Φωτεινή που ήταν γονατισμένη και τακτοποιούσε το περιεχόμενο της τσάντας της. Εκείνη του έριξε μια ματιά.

-Θες τίποτα;

-Απολαμβάνω τη θέα.

Η Φωτεινή για μια στιγμή δεν κατάλαβε. Μετά συνειδητοποίησε το νόημα της απάντησης. Όπως στεκόταν ο Δημήτρης έβλεπε το στήθος της, από το άνοιγμα του πουκαμίσου που φορούσε, και τινάχτηκε όρθια.

-Τι θες;

-Εσένα. Σου έχουν πει ότι έχεις ωραία μάτια; Φυσικά όχι, ποιος θα ασχοληθεί με τα μάτια σου όταν έχεις τέτοιες βυζάρες;

-Είσαι καθίκι, είπε η Φωτεινή αλλά έκανε ένα βήμα πίσω.

Ο Δημήτρης ακολούθησε.

-Μην είσαι τέτοια, εγώ σε επαινώ και εσύ με βρίζεις.

-Τι θες; ρώτησε η Φωτεινή ανήσυχη.

-Να σου κάνω μια πρόταση. Σε συμφέρει για να βγει από τη δύσκολη θέση ο αδερφούλης σου.

-Πόσα θες; Δεν έχω…

-Δεν θέλω λεφτά. Εσένα θέλω να γλεντήσω.

Η Φωτεινή έκανε κι άλλο πίσω και βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο. Ο πανικός άρχισε να την κυριεύει. Σταγόνες ιδρώτα φάνηκαν στο μέτωπό της.

-Θα φωνάξω, είπε.

Ο Δημήτρης έκανε ένα γρήγορο βήμα μπροστά και της έκλεισε με το ένα χέρι το στόμα.

-Άκου την συμφωνία. Θα ξελασπώσω τον αδερφό σου και θα πάρω σε αντάλλαγμα εσένα, ναι καλά καταλαβαίνεις, θα σε πηδήξω. Στο κενό της τρίτης ώρας. Αν δεν έρθεις θα πάθει κακό ο αδερφός σου και μετά θα σε βρω και θα σε πονέσω.  Κατάλαβες;

Η Φωτεινή ένευσε.

-Μη φοβάσαι, μικρή μου χωριάτα, ο άντρας σου θα σε βρει εντάξει όταν θα παντρευτείς, εγώ θα γλεντήσω το σφιχτό σου κωλαράκι.

Ο Δημήτρης άπλωσε το χέρι του και έπιασε τον πισινό της, η Φωτεινή ρίγησε και εκείνος ανέβασε το χέρι του στη μέση της. Το πέρασε κάτω από την μπλούζα της και έπιασε την άκρη από το παντελόνι της.

-Ας πάρω μια γεύση από τώρα.

Το σώμα της συσπάστηκε και η Φωτεινή έχασε τον έλεγχο της κύστης της. Μια αψιά μυρωδιά την πληροφόρησε τι είχε συμβεί. Ο Δημήτρης χαμογέλασε με κακία.

-Φοβάσαι; Υπέροχα, θα κάνεις όπως σου είπα και θα το…

Η φράση του έμεινε μισή και ξεφώνισε από πόνο καθώς μια ατσάλινη μέγγενη τον έπιανε από ένα σημείο μεταξύ του λαιμού και του ώμου και τον γονάτιζε. Δεν ήταν μέγγενη, συνειδητοποίησε όπως έπεφτε στα γόνατα. Ήταν ένα εξαιρετικά δυνατό χέρι και ανήκε στον Αλέξη Δελμάρ.

-Μαλάκα, μούγκρισε ο Δημήτρης, άφησέ με γιατί θα πάω στον διευθυντή.

-Και θα πεις στον Αθάνατο ότι σε χτύπησα γιατί επιτέθηκες σε μια κοπέλα; Θα σε κρεμάσει από τα αχαμνά ως που να πεις κίμινο.

Ο Δελμάρ κοίταξε την Φωτεινή. Η κοπέλα έτρεμε από το σοκ και από την ντροπή. Απευθύνθηκε πάλι στον Δημήτρη.

-Θα το πω μια φορά και δεν θα το επαναλάβω. Αν σε ξαναδώ κοντά στην Στασινού, αν της πεις το οτιδήποτε, αν της κάνεις οτιδήποτε, θα ξεχάσω τον όρκο που μια μέρα θα πάρω και θα σου κάνω σοβαρή ζημιά. Τώρα αν πιέσω λίγο ακόμα θα λιποθυμήσεις, μην αμφιβάλλεις λοιπόν ότι μπορώ να το κάνω. Κατάλαβες;

-Ναι, κατάλαβα, ανάθεμά σε!

Ο Δελμάρ τον άφησε και ο Δημήτρης σηκώθηκε.

-Δίνε του!

Ο Δημήτρης έφυγε και ο Αλέξης Δελμάρ στράφηκε στην Φωτεινή. Η κοπέλα στεκόταν εκεί τρέμοντας. Τώρα που ο κίνδυνος είχε περάσει και ο φόβος υποχωρούσε, ήρθε η ντροπή να τη γεμίσει. Ντροπή γιατί είχε φοβηθεί, γιατί είχε αφήσει έναν αχρείο να πάρει τον έλεγχο, ντροπή γιατί είχε κατουρηθεί από το φόβο της και την έβλεπε έτσι τώρα ένας ξένος.

Τα δάκρυα ήρθαν απρόσκλητα και ξέσπασε σε κλάματα. Ο Αλέξης έβαλε τα χέρια του στους ώμους της και η Φωτεινή κατέρρευσε τελείως ακούμπησε στο στέρνο του κλαίγοντας με λυγμούς. Εκείνος την κράτησε απαλά και της είπε:

-Θες να σε πάω σπίτι σου να αλλάξεις;

-Δεν… δεν είμαι από εδώ… δεν προλαβαίνουμε.

-Θα το κανονίσω εγώ.

-Σε ευχαριστώ, πραγματικά σε ευχαριστώ.

-Δεν κάνει τίποτα. Εσύ βγες στον πίσω δρόμο, έχω το αυτοκίνητό μου εκεί, και εγώ θα κανονίσω τα υπόλοιπα.

-Ναι…

Βγήκαν μαζί από την τάξη.

 

Ο Μιχάλης και η Κλερ ανέβηκαν τα σκαλιά για την εκκλησία της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας αργά μιας και ήταν 114, σκαμμένα στο βράχο και για τον Μιχάλη δεν ήταν εύκολη ανάβαση. Φτάσανε επάνω, περάσανε στον περιφραγμένο περίβολο και η Κλερ έριξε μια ματιά από όλα τα παραθυράκια του τοίχου θαυμάζοντας τη θέα.

Μπήκαν στην εκκλησία και ο Μιχάλης της έδειξε την αιώνων παλιά εικόνα στο τέμπλο την οποία προσκύνησαν. Έμεινε για λίγο εκεί στην εικόνα κάνοντας μια προσευχή για το παρόν και για το μέλλον.

Ύστερα είδαν την εκκλησία. Ήταν μια μικρή σχετικά εκκλησία με τρία κλίτη και έναν μικρό γυναικωνίτη. Δεν είχε τρούλο κάτι που ξάφνιασε την Κλερ.

-Σχεδόν όλες οι εκκλησίες που θα δεις στο νησί είναι βασιλικές χωρίς τρούλο, είπε ο Μιχάλης, ειδικά οι παλιές. Η εξαίρεση του κανόνα είναι ο άγιος Θεράποντας στη Μυτιλήνη. Εκείνη είναι σε Ρωσικό στυλ γι’ αυτό είναι και ο τρούλος της σε αυτό το σχέδιο.

-Είναι εκείνη η εκκλησία που φαίνεται και από τη θάλασσα; Την έχουν πολλές καρτ-ποστάλ.

-Ναι, αυτή είναι.

Βγήκαν από τον περίβολο του ναού και κάθισαν στον χτιστό πάγκο δίπλα στην πόρτα. Από εκεί φαινόταν όλη η κωμόπολη στα πόδια τους με τη θάλασσα και την Τουρκία στο βάθος.

-Είναι πολύ ωραία, είπε η Κλερ, κοιτώντας τη θέα. Σε ευχαριστώ που με έφερες εδώ.

-Θα ήταν κρίμα να έρθεις στο νησί και να μην έρθεις εδώ.

Η Κλερ γύρισε και τον κοίταξε.

-Ελπίζω ότι θα ξανάρθουμε, είπε απλά.

Ο Μιχάλης της χαμογέλασε.

-Όποτε θες.

 

Στη διαδρομή ως το σπίτι της, η Φωτεινή δεν μίλησε καθόλου, παρά μόνο για να ευχαριστήσει πάλι τον Αλέξη. Ένιωθε χάλια, είχε τρομάξει, είχε νιώσει ασήμαντη, θύμα ενός καθάρματος, είχε εξευτελιστεί, ένιωθε ταπεινωμένη και ας μην είχε αντιληφθεί άλλος τι είχε συμβεί.

Φτάνοντας στο σπίτι έτρεξε στο δωμάτιό της και πήρε άλλα ρούχα, μετά μπήκε στο μπάνιο, έκανε ένα γρήγορο ντουζ και άλλαξε. Ύστερα επέστρεψε στο αυτοκίνητο που την περίμενε ο Αλέξης Δελμάρ.

Ξεκίνησαν να επιστρέψουν στο σχολείο και η Φωτεινή στράφηκε στον Δελμάρ.

-Σου είμαι πραγματικά υπόχρεη, με έσωσες από τα χέρια του Δημήτρη και με έφερες σπίτι να αλλάξω πριν καταλάβει κανείς τα χάλια μου. Σου χρωστάω.

-Δεν μου χρωστάς, είπε ο Αλέξης έχοντας το βλέμμα του στο δρόμο. Ο καθένας αυτό θα έκανε.

-Ναι, όπως πριν με τον αδερφό μου.

-Η Ράλλη είναι αυστηρή και έχει διασυνδέσεις. Ακόμα και καθηγητές την φοβούνται. Και είναι και οι διαφορετικές περιοχές προέλευσης. Δεν θα το κάνει πάλι ο τύπος και αυτό είναι που μετράει.

Συνέχισαν για λίγο και μετά η κοπέλα είπε:

-Θα ήθελες να έρθεις με την οικογένειά σου να σας κάνουμε το τραπέζι;

-Σπίτι σου;

-Αν θέλεις, αν όχι μπορούμε και στο εστιατόριο.

-Δεν χρειάζεται όμως, δεν έκανα τίποτα.

Η Φωτεινή κούνησε το κεφάλι της.

-Αυτό που έγινε σήμερα δεν θα το ξεχάσω σύντομα, ίσως και ποτέ. Το ότι δεν έγινε κάτι χειρότερο ή πιο τραυματικό το οφείλω σε εσένα. Επιμένω λοιπόν.

-Εντάξει, θα το κανονίσουμε.

Η Φωτεινή χαμογέλασε αχνά.

-Ευχαριστώ.

 

Ο Μιχάλης και η Κλερ κατέβηκαν από την Παναγία αργά συζητώντας και σταματώντας για να θαυμάσουν και πάλι τη θέα. Φτάνοντας στη βάση του βράχου και το λιθόστρωτο δρομάκι που περνούσε από εκεί, ο Μιχάλης στράφηκε στην αγαπημένη του.

-Τι θες να κάνουμε τώρα, καρδιά μου;

-Θα ήθελα να σου μαγειρέψω κάτι, να φάμε σπίτι και όχι έξω. Αλλά πρέπει να κάνω κάποια ψώνια γι’ αυτό.

-Εντάξει, πάμε.

-Θέλεις να με περιμένεις κάπου; Να μη σε ταλαιπωρώ στα μαγαζιά;

Ο Μιχάλης δεν πρόλαβε να απαντήσει γιατί μια φωνή πίσω του είπε:

-Κύριε καθηγητά; Στράφηκε και αντίκρισε έναν άνδρα λίγο πιο νέο από τον ίδιο που τον κοίταζε χαμογελώντας.

Τον θυμήθηκε παρότι είχε να τον δει μια δεκαετία.

-Ιερεμία!

-Τι κάνετε εδώ, κύριε καθηγητά;

-Εσύ έχεις αποφοιτήσει εδώ και δέκα χρόνια και εγώ δεν είμαι πια καθηγητής, λέγε με Μιχάλη. Α, και στον ενικό.

-Ωραία, τι κάνεις εδώ Μιχάλη;

-Διακοπές κυρίως. Εσύ; Πώς βρέθηκες εδώ; Αλλά πριν μου πεις, να σου συστήσω την κοπέλα μου. Η Κλερ Σεντ Βίνσεντ. Κλερ, να σου συστήσω τον Ιερεμία Αθάνατο, τον άνθρωπο με το πιο απίθανο όνομα που έχω γνωρίσει. Κάποτε ήταν μεταπτυχιακός φοιτητής μου.

Ο νεοφερμένος και η Κλερ αντάλλαξαν χειραψία και ο Μιχάλης ρώτησε:

-Λοιπόν; Τι κάνεις εδώ;

-Μόλις πήρα το μεταπτυχιακό μου επέστρεψα στην Ελλάδα και έκανα χαρτιά για να με πάρουν ως καθηγητή. Δέχτηκα να έρθω εδώ και να μείνω δέκα χρόνια και έτσι διορίστηκα. Εξαιτίας των τυπικών προσόντων και του διδακτορικού που ολοκλήρωσα εν τω μεταξύ, έγινα και διευθυντής στο λύκειο εδώ. Εκεί πάω, ελάτε να σας κεράσω έναν καφέ.

Ο Μιχάλης στράφηκε στην Κλερ.

-Θέλεις να πας και να βρεθούμε μόλις τελειώσω τις αγορές μου; είπε εκείνη. Ούτως ή άλλως έλεγα να μη σε κουράσω με αυτό.

-Εντάξει, τότε, είπε ο Μιχάλης και αποχωρίστηκε την αγαπημένη του με ένα φιλί.

Μετά στράφηκε στον Αθάνατο.

-Πάμε.

Το σχολείο δεν ήταν μακριά και φτάσανε γρήγορα. Ο Αθάνατος κοντοστάθηκε βλέποντας έναν από τους μαθητές του και μια μαθήτρια να μπαίνουν στο σχολείο.

-Ωραία, γυρίσανε, είπε και μετά στράφηκε στον Μιχάλη.

-Ανέβα στο γραφείο μου και έρχομαι, να πάω από το κυλικείο να δώσω την παραγγελία. Τι να σε κεράσω;

-Ένας καφές αρκεί.

-Τον πίνεις όπως τον έπινες;

-Πάντα πολύ γλυκό.

-Έγινε, ανέβα και έρχομαι.

Μέρες Του Φθινοπώρου 16

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Δέκατο Έκτο

 

Η Κλερ πάτησε πάνω στο κρεβάτι για να φορέσει την κάλτσα που της έφτανε ως το γόνατο. Μόλις την έφτιαξε ίσια πρόσεξε τον Μιχάλη που την κοιτούσε καθισμένος στην καρέκλα του.

-Μη με κοιτάς έτσι, του είπε. Ξέρω πως δεν είμαι και καμιά θεά.

-Για εμένα είσαι η ομορφότερη γυναίκα στον κόσμο.

Η Κλερ χαμογέλασε.

-Στον κόσμο; Ούτε καν πάνω στο νησί. Αμφιβάλλω αν είμαι έστω η πιο όμορφη γυναίκα που πέρασε από τη ζωή σου.

-Είσαι η πιο όμορφη. Χωρίς κανέναν περιορισμό.

Η Κλερ χαμογέλασε και πάλι και συνέχισε με το άλλο πόδι. Ήταν ντυμένη με τα εσώρουχά της μόνο και τώρα είχε ξεκινήσει να βάλει και τα υπόλοιπα ρούχα της. Είχαν κάνει έρωτα με τον Μιχάλη και μετά μαζί μπάνιο και τώρα είχαν αποφασίσει να βγουν μια βόλτα και να επισκεφθούν ίσως και το Βίκτορυ.

Ένιωσε το χέρι του Μιχάλη στο γοφό της.

-Τι; Θα μου πεις ότι είμαι και σέξι; τον πείραξε η Κλερ.

-Αμφιβάλλεις ότι είσαι;

Η Κλερ γέλασε αυτή τη φορά.

-Μετά τις τόσες μας ερωτικές επαφές, όχι!

-Αλλά τώρα δεν πρόκειται γι’ αυτό, ήθελα να βεβαιωθώ ότι δεν έκανα καμιά ζημιά με την ένεση χθες το πρωί.

-Το κοίταξα και εγώ όταν έκανα μπάνιο, δεν άφησες το παραμικρό σημάδι.

Η Κλερ έκανε μια παύση. Γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια.

-Ήθελα να σε ρωτήσω κάτι. Χθες το πρωί, παρότι είχες μόλις ξυπνήσει, κατάλαβες αμέσως τι έγινε και ενήργησες απόλυτα ψύχραιμα σε βαθμό που να μου κάνεις μια αψεγάδιαστη ένεση. Έχει ξανασυμβεί να αντιμετωπίσεις κάτι τέτοιο, ήξερες τι να κάνεις, σωστά;

Είδε τον πόνο στα μάτια του πριν καν ο Μιχάλης ξεκινήσει να μιλήσει και ήξερε ότι αυτό που θα άκουγε ήταν κάτι που τον είχε σημαδέψει.

-Το έχω ξανακάνει. Σε μια άλλη κοπέλα… Σε μια άλλη ζωή.

-Ποια ήταν;

-Η πρώτη γυναίκα που αγάπησα. Τη λέγανε Μαρία…

-Λυπάμαι, είπε η Κλερ και τον αγκάλιασε. Με συγχωρείς που στο θύμισα.

-Δεν μπορούσες να ξέρεις, πώς θα μπορούσες;

-Τι είχε; Αν θέλεις να μου πεις.

Ο Μιχάλης για μια στιγμή δεν απάντησε και η Κλερ ξεκίνησε να πει:

-Αν δεν θες, δεν…

-Είχε το ίδιο σύνδρομο με εσένα.

Η Κλερ χλόμιασε. Η συνειδητοποίηση ήταν τόσο απότομη σαν να την είχαν περιλούσει με παγωμένο νερό. Όταν είχε αποκαλύψει στον Μιχάλη από τι έπασχε εκείνος όχι μόνο ήξερε τι ήταν αυτό αλλά είχε χάσει και την πρώτη του αγάπη από την αρρώστια. Δεν είχε κάνει πίσω όμως, δεν την είχε αφήσει.

Τον αγκάλιασε σφιχτά. Τον κράτησε πάνω της.

-Χθες το πρωί…

-Ναι, ήξερα τι είναι αυτό που έχεις και τι κάνει.

-Αλλά δεν έφυγες.

-Όχι, πώς θα μπορούσα; Δεν άφησα τη Μαρία τότε, δεν θα άφηνα ούτε εσένα.

-Θα έπρεπε… Όσο και αν με πονάει… Γιατί να ξαναπεράσεις τα ίδια;

-Η αγάπη δεν λειτουργεί έτσι, αγαπάμε και δεν σκεφτόμαστε αν θα πληγωθούμε. Συμβαίνει συχνά αλλά, αν δεν το διακινδυνεύσεις, δεν γίνεται.

-Πάνε πολλά χρόνια;

-Είκοσι τρία χρόνια.

-Πόσο ήταν;

-Δεκαοκτώ, όσο και εγώ. Ήταν την τελευταία μας χρονιά στο σχολείο. Τότε της είχαν πει ότι θα ζούσε μέχρι τα είκοσι τέσσερά της. Δεν υπήρχαν οι θεραπείες που υπάρχουν σήμερα, και δεν περίμεναν ότι θα αντέξει πολύ. Δυστυχώς η καρδιά της δεν άντεξε ούτε τόσο. Πέθανε στα δεκαεννιά της, την πρώτη μας χρονιά στο πανεπιστήμιο.

-Λυπάμαι… Ωστόσο μετά… Υπήρξαν άλλες δύο κοπέλες.

-Ναι, τρία χρόνια αργότερα γνώρισα την Βερονίκη Στάμου, τη Βερόνικα όπως την έλεγαν όλοι. Ξέρεις τι έγινε μετά και από τη Βερόνικα πέρασαν δέκα χρόνια ως που γνώρισα την Ντήντρα. Από τότε πέρασαν άλλα τόσα σχεδόν χρόνια.

Η Κλερ δεν τον άφησε από την αγκαλιά της. Τον φίλησε απαλά.

-Μακάρι να βρεις σε εμένα όσα ονειρεύεσαι, ψιθύρισε.

 

-Η φετινή σας χρονιά θα είναι η πιο δύσκολη αλλά και αυτή που έχει την μεγαλύτερη σημασία αφού θα κρίνει το μέλλον σας.

Η Ράλλη στεκόταν στην έδρα και ρητόρευε ενώ από κάτω επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Κανένας μαθητής με τα σωστά του δεν ήθελε να εξοργίσει την Ράλλη. Είχε τη φήμη της πιο αυστηρής καθηγήτριας που είχε πατήσει σε αυτό το λύκειο και φρόντιζε να την δικαιώνει κάθε μέρα.

-Λοιπόν, και τώρα στο μάθημα μας, είπε η Ράλλη ολοκληρώνοντας το λογύδριό της. Ναι, Υακίνθου;

Ο Ρωμανός έριξε μια λοξή ματιά στην Νίκη. Γιατί είχε σηκώσει το χέρι της πριν ακόμα αρχίσουν το μάθημα; Σε άλλους καθηγητές θα ήταν για να τους καλοπιάσει, εδώ δεν είχε τέτοια ανάγκη.

-Κυρία, δεν είναι ρητά διατυπωμένο στον κανονισμό του σχολείου ότι απαγορεύονται τα καπέλα μέσα στην τάξη;

-Ναι, βεβαίως.

-Γιατί η Στεφάνου νομίζει ότι μπορεί να είναι η εξαίρεση του κανόνα, είπε η Νίκη δείχνοντας την Ελπίδα που όπως πάντα φορούσε το μαντήλι στο κεφάλι.

Ο Ρωμανός στράφηκε και κοίταξε την Νίκη, αν το βλέμμα μπορούσε να σκοτώσει θα ήταν νεκρή. Εκείνη ύψωσε το φρύδι ειρωνικά.

-Τι της έφταιξε η άρρωστη κοπέλα; άκουσε έναν συμμαθητή του από πίσω.

Ο Ρωμανός σηκώθηκε όρθιος.

-Ο κανονισμός μιλάει για καπέλα, είπε, αυτό είναι μαντήλι. Και το μαντήλι κατά παράδοση δεν είναι πουθενά απαγορευμένο. Ακόμα και στην εκκλησία οι γυναίκες μπορούν να το φοράνε ενώ οι άντρες μπαίνουν ασκεπείς.

-Δεν πήρες το λόγο, Στασινέ, κάτσε κάτω μην αρχίσουμε την χρονιά άσχημα.

-Απλά ήθελα να υποδείξω αυτό…

-Δεν μου κάνουν μαθητές υποδείξεις εμένα, κατάλαβες; τον έκοψε η Ράλλη. Και η Στεφάνου δεν είναι εξαίρεση σε κανέναν κανόνα. Πρέπει να το βγάλει.

-Ο κανονισμός είναι όμως έτσι και τα μαντήλια δεν αναφέρονται, πετάχτηκε ο συμμαθητής του που είχε μιλήσει και πριν αν και δεν τον είχε ακούσει άλλος από τον Ρωμανό.

Μια αποστασιοποιημένη από τα γεγονότα πλευρά του παρατηρούσε για άλλη μια φορά την έλλειψη ομοιογένειας και την ύπαρξη κλικών ανάμεσα στους συμμαθητές του. Με τον ίδιο, τη Φωτεινή και την Ελπίδα, και μόνο ακόμα έναν μαθητή από το δικό τους χωριό, και μιας και δεν ανήκαν στα δημοφιλή άτομα της τάξης ή του σχολείου, δεν υπήρχε σχεδόν καμία υποστήριξη για την Ελπίδα.  Αναρωτήθηκε πώς και η αδερφή του δεν είχε επέμβει αλλά είδε ότι η αδερφή του μιλούσε ψιθυριστά στην Ελπίδα, στηρίζοντάς την μπροστά σε αυτήν την εχθρότητα. Ήταν λοιπόν μόνος του αλλά αυτό δεν θα τον έκανε να σιωπήσει.

-Βλέπετε, είπε. Δεν είναι υποχρεωμένη να το βγάλει.

-Έξω, είπε η Ράλλη.

-Ας το φοράει, είπε η Νίκη, είναι άρρωστη, δεν νομίζω να θέλει κανείς να δει το χάλι της.

Η Ελπίδα έσκυψε το κεφάλι και αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για τον Ρωμανό. Πηγαίνοντας για την πόρτα σταμάτησε στο θρανίο της Υακίνθου και σήκωσε το χέρι του. Το κατέβασε με ορμή δίνοντάς της ένα ηχηρότατο χαστούκι.

-Καλά της έκανες! φώναξε κάποιος ενώ η Ράλλη βρυχιόταν:

-Έξω! Και στο διάλειμμα θα πάμε στο διευθυντή.

 

Ο Μιχάλης έκλεισε το κινητό και στράφηκε στην Κλερ.

-Αρχίσανε την έρευνα αλλά τίποτα ακόμα. Δεν με χρειάζονται οπότε, αν θέλεις, μπορούμε να πάμε μια βόλτα.

-Θα το ήθελα, είπε η Κλερ, μόνο να σταματήσουμε να ανανεώσω την ενοικίαση του αυτοκινήτου και πάμε όπου θες.

Μετά την φορτισμένη πρωινή τους συζήτηση, η Κλερ είχε φτιάξει πρωινό και το είχαν πάρει έξω συζητώντας. Τώρα αποφάσιζαν πώς να περάσουν την ημέρα τους.

-Θες να πάμε στην Πέτρα;

-Ναι, είπε η Κλερ. Να υποθέσω ότι πήρε το όνομα από τον βράχο με το φρούριο πάνω.

-Δεν είναι φρούριο, είναι μια εκκλησία απλά έχει ψηλούς τοίχους. Στον περίβολο. Βέβαια δεν είναι περίεργο που την πέρασες για φρούριο. Το ίδιο νόμιζε και ο κυβερνήτης ενός πολεμικού το 1912 που απελευθερώθηκε το νησί από τους Τούρκους. Αλλά η Παναγία σήκωσε θάλασσα και το πλοίο γύρισε ώστε να μη σημαδεύει την εκκλησία.

-Είναι αφιερωμένη στην Παναγία η εκκλησία;

-Ναι, έχουν και μια εικόνα παλιά που βρέθηκε στον βράχο, γι’ αυτό χτίστηκε εκεί η εκκλησία.

-Ωραία, είπε η Κλερ θα πάμε εκεί.

 

Η Ελπίδα ένιωθε άσχημα. Για μια φορά δεν ήταν η αιτία η κατάσταση της υγείας της αλλά τα συναισθήματά της. Η Υακίνθου είχε θελήσει να την εξευτελίσει και ο Ρωμανός δεν θα το επέτρεπε αυτό γιατί ένιωθε για εκείνη όπως και η ίδια για εκείνον. Και του είχε βγει σε κακό. Το τι ένιωθε είχε κάνει κακό σε εκείνον. Με δυσκολία κρατούσε τον εαυτό της από το να ξεσπάσει σε δάκρυα. Τώρα είχε μπλέξει ο Ρωμανός και θα τιμωρούνταν για χάρη της.

Ο Ρωμανός που της στεκόταν πάντα. Ο Ρωμανός που τον αγαπούσε περισσότερο από το κάθε τι. Τον αγαπούσε από το γυμνάσιο ακόμα, από όταν την προστάτευε και την πρόσεχε σαν στενή φίλη. Θυμόταν πολύ ζωντανά τη μέρα που η καταραμένη αρρώστια είχε μπει στη ζωή της. Πως είχε ανακτήσει τις αισθήσεις της και παρότι ήταν σχεδόν ολόγυμνη και κατατρομαγμένη, είχε νιώσει ασφαλής διαπιστώνοντας ότι βρισκόταν στα χέρια του Ρωμανού. Και πώς να μην τον αγαπούσε που της είχε σταθεί σε κάθε βήμα του δύσκολου αγώνα της για να παλέψει με την λευχαιμία.

Την επισκεπτόταν στο νοσοκομείο, της πήγαινε τα μαθήματα, καθόταν εκεί και διάβαζαν μαζί για να τη βοηθάει. Ακόμα και την βοηθούσε να ξεμουδιάζει περπατώντας μέσα στο δωμάτιο ή στο διάδρομο του νοσοκομείου κρατώντας την από την μέση. Να της δίνει δύναμη να κρατηθεί στη ζωή.

Ένιωσε να ανακατεύεται. Ίσως θα ήταν καλύτερα να πέθαινε, μόνο προβλήματα δημιουργούσε.

Ένιωσε να πνίγεται. Δεν μπορούσε να μείνει στην τάξη. Σήκωσε το χέρι της.

-Ναι, Στεφάνου;

-Μπορώ να πάω έξω; Δεν αισθάνομαι καλά.

-Ναι, πήγαινε, απάντησε αδιάφορα η καθηγήτρια.

Η Φωτεινή που καθόταν στο ίδιο θρανίο με την Ελπίδα, της έπιασε το χέρι.

-Θες να έρθω μαζί σου; ρώτησε ανήσυχη.

-Όχι, εντάξει είμαι, απάντησε η Ελπίδα.

Βγήκε από την τάξη και προχώρησε να βρει τον Ρωμανό. Δεν δυσκολεύτηκε να το κάνει. Καθόταν στο τέλος του διαδρόμου σε έναν ξύλινο πάγκο. Την άκουσε να πλησιάζει και στράφηκε. Σηκώθηκε όρθιος βλέποντας ότι ήταν εκείνη.

-Δεν είσαι καλά; τη ρώτησε.

-Εντάξει είμαι. Για σένα ερχόμουν.

-Γιατί;

-Συγγνώμη, Ρωμανέ, εγώ φταίω.

-Για ποιο πράγμα;

-Που είσαι εδώ έξω. Που κινδυνεύεις να τιμωρηθείς.

-Δεν θα άφηνα το πουτανάκι να σε φέρει σε δύσκολη θέση ούτε τη Ράλλη. Αν θες πάω μέσα και τις κάνω και τις δύο τόπι στο ξύλο.

Η Ελπίδα χαμογέλασε.

-Δεν θα διόρθωνε τίποτα αυτό.

-Θα με έκανε να νιώσω καλύτερα.

-Ίσως θα ήταν καλύτερα να λείπω εγώ. Αρχίζει να μην δουλεύει και αυτή η θεραπεία. Ίσως να είναι καλύτερα λοιπόν να πεθάνω και να τελειώνουμε.

-Μην το ξαναπείς αυτό! είπε ο Ρωμανός. Θα γίνεις καλά. Πρέπει να γίνεις καλά…

Η φωνή του έσπασε και σταμάτησε.

-Λυπάμαι, είπε η Ελπίδα. Εγώ φταίω για όλα.

-Δεν φταις εσύ αν μια πουτάνα δεν έχει μυαλό και μια άλλη ηλίθια την σιγοντάρει.

-Φταίω γιατί σε βάζω σε μπελάδες.

-Δεν θα αφήσω ποτέ κανέναν να σε μειώσει ή να σε προσβάλει.

Η Ελπίδα κοίταξε τον Ρωμανό.

-Τι θα γίνει αν σε αποβάλλουν;

-Δεν κάνω ποτέ απουσίες για να κινδυνέψω τώρα.

-Θα σε βάλει στο μάτι η Ράλλη.

-Τώρα θα με βάλει; Έχει δύο χρόνια ήδη. Και δεν με νοιάζει.

Η Ελπίδα ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Ένιωθε την ευθύνη να την πνίγει. Τελικά δεν μπορούσε να τα κρατήσει άλλο και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Ο Ρωμανός την αγκάλιασε και την έσφιξε πάνω του. Την κράτησε έτσι ως που η κοπέλα άρχισε να ηρεμεί. Έκανε τότε ένα βήμα πίσω και την κοίταξε.  Άπλωσε το χέρι του να σκουπίσει το δάκρυ που έβλεπε στο μάγουλό της και την χάιδεψε τρυφερά. Η Ελπίδα έκλεισε τα μάτια της και έγειρε το κεφάλι της ακουμπώντας στο χέρι του. Εκείνος χάιδεψε το μάγουλό της, κοιτώντας το πρόσωπό της, όμορφο παρά την ταλαιπωρία της, όμορφο και αγαπημένο.

Δεν το σκέφτηκε συνειδητά. Την έφερε πιο κοντά του και έσκυψε προς το μέρος της. Η Ελπίδα άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε κατάματα. Αυτό που είδε εκεί τον βεβαίωσε για αυτό που πήγαινε να κάνει. Τα χείλη του άγγιξαν τα δικά της.

Τα χείλη της ήταν απαλά, με ένα άγγιγμα τρυφερό και γλυκό, όπως ήταν και ο χαρακτήρας της. Το χέρι του γλίστρησε στο πίσω μέρος του λαιμού της και τη χάιδεψε απαλά. Ήταν ζεστή σαν να είχε πυρετό. Η Ελπίδα τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και αφέθηκε στο φιλί αυτό, το πρώτο της φιλί.

Σαν κάθε κοπέλα είχε μια εικόνα στο μυαλό της για το πώς θα είναι το πρώτο φιλί της. Αυτό που ζούσε όμως υπερέβαινε τα όσα είχε φανταστεί. Ήταν πιο γλυκό και τρυφερό, πιο αισθαντικό. Φίλησε με όλη της την ψυχή τον Ρωμανό και για μια στιγμή φάνηκαν να είναι όλα όπως έπρεπε.

Μέρες Του Φθινοπώρου 15

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Δέκατο Πέμπτο

 

Η Κλερ ξύπνησε νιώθοντας ευτυχισμένη, γύρισε ανάσκελα και τεντώθηκε. Ήταν ολόγυμνη αλλά ένιωθε μια υπέροχη θαλπωρή και μια γλυκιά χαλάρωση. Ήξερε τι ήταν που την έκανε να νιώθει τόσο διαφορετικά. Ο Μιχάλης και η σχέση τους.

Δεν ήταν μόνο η ερωτική τους συνεύρεση, ήταν όλη η παρουσία του στη ζωή της και το ότι την είχε κάνει μέρος της δικής του ζωής. Αφού κάνανε έρωτα γυρνώντας από την επίσκεψη στο Βίκτορυ, είχαν μείνει στο κρεβάτι να μιλάνε ως την ώρα που αποφάσισε να ετοιμάσει δείπνο. Είχε φτιάξει ομελέτα και την είχαν φάει μέσα, ακόμα έβρεχε και δεν μπορούσαν να φάνε έξω, και μετά είχαν δοκιμάσει και τα γλυκά. Δεν ήξερε αν ο Μορίς είχε δίκιο για την καρυδόπιτα αλλά είχαν κάνει έρωτα ως αργά τη νύχτα και είχαν κοιμηθεί αγκαλιασμένοι.

Αυτό την έκανε ευτυχισμένη, δεν μοιραζόταν μόνο το κρεβάτι του, την είχε κρατήσει να μείνει μαζί του, μοιραζόταν τις στιγμές του μαζί της, την είχε γνωρίσει στους φίλους του. Ήταν μέρος της ζωής του σε όλα. όχι μόνο στον ερωτικό τομέα.

Καθώς επανερχόταν η αντίληψή της από την χαλαρότητα του ύπνου, πρόσεξε ακόμα έναν ήχο. Τον μαλακό ήχο του πληκτρολογίου. Ανακάθισε και είδε τον Μιχάλη να κάθεται και να γράφει, δεν είχε ντυθεί για να μην την ξυπνήσει, ήταν ολόγυμνος αν εξαιρούσε τα γυαλιά του και το χρυσό σταυρό που κρεμόταν από μια χρυσή αλυσίδα στο λαιμό του.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε κοντά του προσέχοντας να μην κάνει κανέναν θόρυβο και την καταλάβει. Διάβασε τι είχε γράψει στην οθόνη:

Οι σάλπιγγες ηχήσανε απότομα. Ήταν το χαρακτηριστικό κοφτό κάλεσμα στα όπλα. Οι λεγεωνάριοι, βετεράνοι όλοι, αρχίσανε να φοράνε τους θώρακες και τα κράνη τους και οι πιο γρήγοροι ανάμεσά τους να ετοιμάζουν τα όπλα τους. Έφεραν όλοι το χαρακτηριστικό κοντό σπαθί με τη βαριά λάμα, ασπίδα και δύο πίλα, αλλά πολλοί είχαν και κάποιο ακόμα πρόσθετο όπλο, κάποιο μαχαίρι συνήθως.

Εκείνος όμως δεν είχε ακόμα ετοιμαστεί για την επερχόμενη μάχη. Πριν από τα όπλα έπρεπε να δει εκείνη. Δεν ήθελε να μην την δει ακόμα μια φορά πριν διακινδυνεύσει και πάλι τη ζωή του. Το είχε κάνει τόσες φορές και θα συνέχιζε να το κάνει άφοβα, αλλά στην περίπτωση που θα πέθαινε ήθελε να έχει δει ακόμα μια φορά την γλυκιά ομορφιά της Άρια Καικιλία.

Σαν να είχε η σκέψη του τη δύναμη να υλοποιεί την επιθυμία του, το φύλλο της εισόδου της σκηνής ανασηκώθηκε και πέρασε μέσα η κοπέλα. Η κόρη του Αρίου Σουεντωνίου ήταν μια εκπληκτικής ομορφιάς κοπέλα, ομορφιά που ξεπερνούσε μόνο η γλυκύτητα του χαρακτήρα της.

-Σέργιε! είπε η κοπέλα. Έλπιζα ότι είσαι ακόμη εδώ.

Της χαμογέλασε καθώς εκείνη τον πλησίαζε τρέχοντας και ριχνόταν στην αγκαλιά του. Δεν μπορούσε να χορτάσει την γλυκιά της ομορφιά όπως και δεν μπορούσε να χορτάσει ποτέ την παρουσία της. Την έσφιξε πάνω του.

-Άρια, χαίρομαι που σε βλέπω!

Κοίταξε το καλοσχηματισμένο πρόσωπό της με τα αρμονικά χαρακτηριστικά, τα καστανά της μάτια, τα σαρκώδη χείλη, την αριστοκρατική κατατομή. Την έσφιξε στην αγκαλιά του και ένιωσε το σώμα της πάνω στο δικό του. Το σώμα αυτό που ήξερε κάθε σημείο του σαν να ήταν το δικό του και πολύ περισσότερο. Τη φίλησε στα χείλη, η γλώσσα του αναζήτησε τη δική της. Ένιωσε το σώμα της να σκιρτά στην αγκαλιά του ενώ η γλώσσα της έσμιγε με τη δική του και η επιθυμία του για εκείνη φούντωσε και πάλι. Την ήθελε, πόσο πολύ την ήθελε! Αλλά ήξερε ότι αυτό έπρεπε να περιμένει, οι Ούννοι πλησίαζαν.

Το φύλλο της σκηνής που ήταν η είσοδος σ’ αυτή παραμερίστηκε και ένας άνδρας μπήκε στη σκηνή.

-Σέργιε, οι βάρβαροι πλησιάζουν, έλα ακόμα δεν ετοιμάστηκες; Η κοόρτη μας συγκεντρώνεται.

-Έρχομαι Δέκιε, απάντησε απρόθυμος να αφήσει την Άρια αλλά ξέροντας ότι δεν μπορούσε να αφήσει το καθήκον του. Αν μη τι άλλο για την ασφάλειά της.

Γύρισε και τη κοίταξε.

-Πρέπει να φύγω, μείνε εδώ αν θες. Το στρατόπεδο θα φρουρείται.

-Θα σε περιμένω, είπε απαλά η κοπέλα. Να προσέχεις.

-Θα το κάνω, είπε αρπάζοντας τον θώρακά του.

-Ο Θεός μαζί σου, είπε η Άρια και τον άγγιξε απαλά στον ώμο καθώς έβγαινε από τη σκηνή.

 

-Ωραίο κομμάτι αλλά υπήρχαν λεγεωνάριοι τότε; Δεν είχαν αλλάξει οι στρατοί μέχρι την άλωση;

Ο Μιχάλης ξαφνιάστηκε και γύρισε να την αντικρίσει.

-Δεν σε είχα καταλάβει ότι ξύπνησες.

-Ήσουν αφοσιωμένος. Για πες λοιπόν. Σωστά δεν το σκέφτηκα;

-Ναι, δεν έχει να κάνει με την έρευνα αυτό. Είναι κάτι άλλο που γράφω.

Η Κλερ έσκυψε και του ψιθύρισε στο αυτί.

-Σε βρίσκω πολύ σέξι, έτσι αφοσιωμένο στο έργο σου και ταυτόχρονα ολόγυμνο στο άγγιγμά μου.

Η αναπνοή της χάιδεψε το λαιμό του ενώ εκείνη κατέβαζε το χέρι της στο στέρνο του και μετά στην κοιλιά του. Καθώς ήταν γυμνός μπορούσε να δει το αποτέλεσμα του χαδιού της πάνω του. Της άρεσε αυτό. Ο Μιχάλης στράφηκε και την αγκάλιασε από τη μέση, την τράβηξε στην αγκαλιά του και εκείνη κάθισε και έγειρε το κεφάλι της στο στέρνο του.

-Ωραία είναι εδώ, είπε. Σε διέκοψα όμως.

-Δεν πειράζει.

-Απλά ήταν…

Η Κλερ σταμάτησε και έσκυψε το κεφάλι της. Ο Μιχάλης έβαλε το χέρι του στο σαγόνι της και το ανασήκωσε απαλά.

-Τι είναι, ματάκια μου;

-Με τον Μάρτιν είχα μια σχέση που με περιόριζε σε κάποια πράγματα. Σου είπα ήδη για το ερωτικό θέμα που εντάθηκε αφού έμαθε ότι είμαι άρρωστη. Πριν από αυτό βγαίναμε έξω, κάναμε έρωτα, περνούσαμε ώρες μαζί αλλά δεν είχα πρόσβαση στη δουλειά του. Ήξερα ότι δούλευε στο Σίτυ και είχε να κάνει με το χρηματιστήριο αλλά τίποτα άλλο. Δεν ήξερα τη δουλειά του, τους φίλους του, τίποτα. Εσύ με έχεις βάλει στη ζωή σου, σε όλα, σε φίλους, στα ενδιαφέροντά σου.

Τον κοίταξε στα μάτια.

-Μου πρόσφερες τα πάντα και δεν ζήτησες τίποτα.

-Μου προσφέρεις τα πάντα.

Η Κλερ χαμογέλασε και τον φίλησε.

-Είσαι υπέροχος, ήμουν τυχερή που ο οδηγός του ταξί όταν έφτασα ήθελε να βγάλει και άλλα λεφτά και σε γνώρισα.

-Πού να το’ ξερα, ε;

-Ποιο;

-Εγώ του πρότεινα να πάρει και άλλον επιβάτη. Πού να το ήξερα τι θα μου χαρίσει η γενναιοδωρία μου.

Η Κλερ γέλασε και μετά σηκώθηκε από την αγκαλιά του μόνο και μόνο για να καθίσει καβαλικευτά και αντικριστά του. Τον φίλησε απαλά στα χείλη. Μετά κοίταξε τον λαιμό του.

-Μάλλον πρέπει να φοράς κλειστό το γιακά σου σήμερα, είπε, φοβάμαι ότι σου έκανα μεγάλο σημάδι.

-Καλά, δεν πειράζει, είπε ο Μιχάλης.

Η Κλερ τον φίλησε και πάλι. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του.

-Είμαι ευτυχισμένη, είπε απαλά. Σε ευχαριστώ που μου το δίνεις αυτό.

Σηκώθηκε από την αγκαλιά του.

-Λέω να κάνω ένα μπάνιο, έχει ζεστό νερό;

-Ναι, θα κάνω και εγώ αλλά πήγαινε εσύ πρώτη.

-Εντάξει.

Η Κλερ πήγε στο μπάνιο και ο Μιχάλης επέστρεψε στον υπολογιστή.

 

Ο Ρωμανός έψαξε με το βλέμμα την Ελπίδα πριν καν μπει στην αυλή του σχολείου. Την εντόπισε στη συνηθισμένη της θέση. Φορούσε παντελόνι και πουκάμισο, και τα δύο χοντρά για την εποχή. Κοιτούσε κάτω, σαν να κοιτούσε τα λευκά παπούτσια που συμπλήρωναν το απλό της ντύσιμο. Έσπευσε να πάει κοντά της. Πριν φτάσει ωστόσο, μια συμμαθήτριά του, του έκλεισε το δρόμο.

Ήταν μια κοπέλα από το δικό του τμήμα. Της έριξε μια ματιά. Η Νίκη Υακίνθου ήταν από τα πλέον δημοφιλή κορίτσια του σχολείου χάρη στο πλούσιο μπούστο της και στην αγάπη της να το επιδεικνύει όπως έκανε και τώρα μέσα από μια μπλούζα σαν δίκτυ της οποίας η πλέξη ήταν τέτοια ώστε να βλέπει το στήθος και τις μεγάλες σκουρόχρωμες θηλές της αφού είχε παραλείψει να φορέσει τίποτα από μέσα.

-Γεια σου, Ρωμανέ, είπε η Νίκη, θέλεις να με ξεμπλέξεις από το δίκτυ μου;

Λικνίστηκε προκλητικά στις ψηλοτάκουνες γόβες της και έγειρε προς το μέρος του.

-Την τρίτη ώρα στο κενό, τι λες;

Ο Ρωμανός την κοίταξε και αυτή του έκλεισε το μάτι. Ο νεαρός άνδρας θυμήθηκε τι του είχε τάξει η Μάρθα και έμεινε έκπληκτος πως η αναίσθητη εκείνη γυναίκα είχε μαντέψει τόσο καλά τις αντιδράσεις των συμμαθητών του αλλά και των κοριτσιών. Για μια στιγμή θυμήθηκε την ηδονή που του είχαν προσφέρει τα στήθη της Μάρθας και δεν είχε αμφιβολία ότι και η Νίκη θα έκανε το ίδιο. Η Νίκη σαν να διάβαζε τις σκέψεις του πέρασε τα χέρια πάνω από το στήθος της σαν να ίσιωνε τη μπλούζα της.

-Θα το απολαύσεις, είπε, πίστεψέ με. Δεν είμαι καμιά χαμηλοβλεπούσα με αναστολές.

Ο Ρωμανός ήταν σίγουρος. Η Νίκη ήταν από εκείνες που στο κρεβάτι ήταν πρόθυμες και ικανές να κάνουν τα πάντα για να προσφέρουν και να λάβουν ηδονή.

Αλλά ανίκανες να δώσουν ένα απαλό, τρυφερό φιλί στον λαιμό.

Ο Ρωμανός κούνησε το κεφάλι του και παρακάμπτοντας την Νίκη προχώρησε προς την Ελπίδα που κοιτούσε το έδαφος στα πόδια της.

-Καλημέρα!

Η Ελπίδα τον κοίταξε και χαμογέλασε.

-Καλημέρα! του είπε.

-Πώς είσαι;

-Κρυώνω, είπε η Ελπίδα στέλνοντας ένα ρίγος να διατρέξει τη ραχοκοκαλιά του Ρωμανού. Η αίσθηση κρύου σήμαινε, δυστυχώς, την αρχή της μειωμένης επίδρασης της θεραπείας. Η Ελπίδα βρισκόταν στην ανάγκης νέας προσαρμογής της αγωγής που λάμβανε, κάτι που ήταν πάντα επίπονο για την κοπέλα.

-Θες να πάμε στον ήλιο;

-Όχι, καλύτερα εδώ…

Ήξερε τι ήθελε να πει. Μακριά από τα βλέμματα των πολλών. Κάθισε δίπλα της και τη ρώτησε:

-Κοιμήθηκες καλά ή σε ξύπναγε η καταιγίδα;

-Καλά κοιμήθηκα αλλά το πρωί ξύπνησα παγωμένη. Εσύ;

-Εγώ κοιμήθηκα πολύ καλά, και ονειρευόμουν…

Ο Ρωμανός σταμάτησε απότομα συνειδητοποιώντας τι πήγε να πει. Δεν μπορούσε να ομολογήσει στην Ελπίδα ότι την ονειρευόταν και ότι σκεφτόταν το απαλό της φιλί.

-Ευχάριστα όνειρα;

-Ναι, ήταν.

-Αυτό είναι καλό, είπε με ένα χαμόγελο η Ελπίδα.

Ο Ρωμανός την κοίταξε. Έμοιαζε τόσο εύθραυστη όπως καθόταν μαζεμένη στο πεζούλι. Ήταν χλωμή και τα μάτια της έδειχναν πιο μεγάλα στο πρόσωπό της. Ήθελε να την αγκαλιάσει αλλά δεν ήξερε αν θα έπρεπε. Η Ελπίδα ρίγησε από το κρύο και ο Ρωμανός έστειλε τις επιφυλάξεις του σε ένα ταξίδι άνευ επιστροφής. Την αγκάλιασε και την κράτησε πάνω του σφιχτά. Η Ελπίδα έμεινε στην αγκαλιά του ακίνητη, με το κεφάλι της στο στέρνο του, και εκείνος αναρωτήθηκε αν άκουγε την καρδιά του που χτυπούσε.

Η Ελπίδα αφέθηκε στην αγκαλιά του, ήταν ζεστός και την έκανε να μη νιώθει το κρύο, αλλά ακόμα πιο σημαντικά δεν ένιωθε το εσωτερικό κρύο. Αυτό το κρύο που γεννούσε η γνώση ότι οι περισσότεροι απομακρύνονταν από κοντά της μαθαίνοντας ότι είναι άρρωστη. Αλλά όχι ο Ρωμανός. Εκείνος ήταν πάντα εκεί για εκείνη.

-Τι ήθελε η Υακίνθου; ρώτησε για να σπάσει τη σιωπή.

-Να πάω μαζί της, για να το θέσω ήπια.

-Την τσουλάρα! Αναρωτιέμαι αν έχει αφήσει αρσενικό στο λύκειο που δεν έχει… Πρέπει να είσαι ο μόνος που δεν έχει πάει μαζί της. Τέλος πάντων… Ελπίζω ότι της είπες όχι.

-Φυσικά και της είπα όχι. Δεν χάρηκε καθόλου.

Η Ελπίδα τον κοίταξε και ο Ρωμανός της χαμογέλασε.

-Ζεστάθηκες; τη ρώτησε.

-Ναι, του είπε και ήταν αλήθεια αλλά δεν ήθελε να την αφήσει. Ένιωθε τόσο καλά όπως την κρατούσε. Γι’ αυτό του πρόσθεσε: Μην με αφήσεις όμως, φοβάμαι ότι θα αρχίσω να κρυώνω πάλι.

Ο Ρωμανός την κράτησε και άρχισε να χαϊδεύει την πλάτη της. Η Ελπίδα έκλεισε τα μάτια της. Θα μπορούσε να μείνει έτσι για πάντα.

-Καλά πώς την αφήνουν να κυκλοφορεί έτσι; είπε ο Ρωμανός καθώς έβλεπε την Νίκη που τον κάρφωνε με το βλέμμα.

-Ποια; ρώτησε η Ελπίδα που δεν έβλεπε ό,τι και εκείνος.

-Την Υακίνθου.

-Είναι ανεψιά της Ράλλη!

-Αυτή η στρίγκλα πως και δεν της λέει τίποτα; Σε κάθε άλλο δεν αφήνει την ευκαιρία.

-Εμ, δεν είμαστε στους εκλεκτούς της, είπε η Ελπίδα.

-Της Ράλλη; Καλύτερα που δεν είμαστε! Όσο για την Υακίνθου, ας πάει αλλού να της κάνουν ερωτικές χάρες.

Η Ελπίδα χαμογέλασε με τον τόνο του. Εκείνος ασυναίσθητα συνέχιζε να της χαϊδεύει την πλάτη και αυτή την τρυφερότητα την είχε ανάγκη όσο και την αγωγή που την κρατούσε στη ζωή. Και ας μην μπορούσε ποτέ να γίνει η κοπέλα του.

Αναστέναξε.

-Δεν νιώθεις καλά; ρώτησε ο Ρωμανός.

-Εντάξει είμαι, απάντησε. Σταμάτησε τον εαυτό της από το να προσθέσει τη λέξη που πάντα έκαιγε την άκρη της γλώσσας της όταν μιλούσε μαζί του.

Αγάπη μου.

 

Η Κλερ βγήκε από το μπάνιο με μια πετσέτα στα χέρια της και στεγνώνοντας το νερό από το σώμα της. Πήγε κοντά στον Μιχάλη και έριξε μια ματιά, πάνω από τον ώμο του, στην οθόνη:

Οι δυο εκατόνταρχοι προχώρησαν γρήγορα προς το σημείο που συγκεντρωνόταν η κοόρτη τους. Οι λεγεωνάριοι είχαν σχηματίσει ήδη τις γραμμές τους και κάνανε τις τελευταίες ετοιμασίες. Θα αντιμετωπίζανε μια ομάδα πολεμιστών με την χειρότερη φήμη στην ιστορία αλλά ήταν βετεράνοι και αρκετά σίγουροι για τον εαυτό τους.

-Χριστιανή είναι η Άρια; ρώτησε ο Δέκιος.

-Ναι, όπως και’ γω, είπε ο Σέργιος.

Ένας ιππέας σταμάτησε δίπλα τους, ήταν ντυμένος με ψηλές μπότες και κατάμαυρα ρούχα, μια καθόλου Ρωμαϊκή εμφάνιση πράγμα αναμενόμενο αφού ο ιππέας δεν ήταν Ρωμαίος αλλά Σαρματός. Όπως και πολλοί άλλοι του λαού του υπηρετούσαν στο ιππικό των λεγεώνων.

-Έρχονται, είπε.

-Πολλοί; ρώτησε ο Δέκιος.

-Είναι παρατεταγμένοι σε τετράγωνα με τις λόγχες ψηλά και στα πλευρά έχουν ιππείς. Πολλούς ιππείς.

Ο χιλίαρχος έδωσε το σύνθημα για να προχωρήσουν προς την έξοδο του στρατοπέδου. Η πρώτη κοόρτη, αυτή του Δέκιου και του Σέργιου, άρχισε να κινείται. Ήδη οι πύλες μπροστά είχαν ανοίξει και μια ελαφρά εκατονταρχία φοιδεράτων είχε βγει έξω ελέγχοντας ότι δεν θα υπήρχε κάποιος αιφνιδιασμός από τον εχθρό.

Η Άρια στάθηκε στο άνοιγμα της σκηνής και κοίταξε τον αγαπημένο της να απομακρύνεται.

 

-Προχωρείς βλέπω, είπε και τον φίλησε στο μάγουλο. Το μπάνιο είναι ελεύθερο.

Ο Μιχάλης έβγαλε τα γυαλιά του και σηκώθηκε. Πήγε στο μπάνιο και η Κλερ αποτελείωσε το στέγνωμά της. Κοίταξε το τραπέζι μπροστά της γεμάτο με τη δουλειά του άνδρα που είχε γίνει μέσα σε λίγες μέρες κάτι παραπάνω από εραστής. Είχε γίνει κάποιος με τον οποίον τολμούσε να ονειρευθεί, κάποιος με τον οποίο θα ήθελε να κάνει οικογένεια.

Το βλέμμα της στάθηκε σε ένα σημειωματάριο με ένα κείμενο που έδειχνε για ποίημα. Το πήρε και το διάβασε:

Είσαι όμορφη σαν την αυγή,

πιο γλυκιά από το μέλι

και τρυφερή σαν τις κρυφές σκέψεις

της καρδιάς.

 

Είσαι η εκπλήρωση κάθε

πόθου ερωτικού

μα και η απάντηση

σε μιας ζωής όνειρα

που οικογένεια αφορούν.

 

Θέλω το μπουμπούκι των χειλιών σου

να φιλήσω,

με το κρασί του έρωτά σου να μεθύσω,

με την θέρμη του κορμιού σου

την τελείωση να ζήσω…

 

Η Κλερ διάβασε το ποίημα με μια αίσθηση θέρμης να την κυριεύει. Το ποίημα ήταν άκρως ερωτικό χωρίς να γίνεται πρόστυχο και ενώ εξέφραζε την επιθυμία του για την ερωτική τους ένωση μιλούσε για το μέλλον μαζί και την δημιουργία οικογένειας. Άφησε το σημειωματάριο και σηκώθηκε. Βγαίνοντας από το μπάνιο σκεφτόταν να ντυθεί και να φτιάξει πρωινό. Τώρα σκεφτόταν ότι το πρωινό μπορούσε να περιμένει.

Πήγε στο μπάνιο και άνοιξε την πόρτα. Ο Μιχάλης δεν την αντιλήφθηκε επειδή το νερό που έτρεχε κάλυπτε κάθε ήχο. Τον πλησίασε από πίσω και μπήκε κάτω από το νερό και εκείνη. Τον αγκάλιασε από πίσω με το ένα χέρι ψηλά στο στέρνο με την παλάμη να ακουμπάει στο μέρος της καρδιάς και το άλλο από τη μέση. Τον φίλησε στο πλάι του λαιμού ενώ το χέρι της γλιστρούσε από τη μέση του στην ήβη του για να καταλήξει στον ανδρισμό του. Τύλιξε τα δάκτυλά της γύρω από τον ανδρισμό του και τον ένιωσε αμέσως να σκληραίνει.

-Σ’ αρέσει; ψιθύρισε στο αυτί του αγαπημένου της.

-Πολύ…

Τον φίλησε πάλι συνεχίζοντας να τον χαϊδεύει.

-Αν ήθελα να σου προσφέρω αυτό που αρνήθηκα στον Μάρτιν θα με άφηνες; τον ρώτησε. Αν το θέλω πραγματικά;

-Όχι, είπε ο Μιχάλης. Αυτό δεν θα το κάνεις.

-Θέλω να σου προσφέρω κάτι που δεν είχες… Κάτι που να μην στο έχει προσφέρει άλλη γυναίκα. Τίποτα από τα δύο;

-Όχι, είπε ο Μιχάλης και πήρε βαθιά ανάσα καθώς το χάδι της Κλερ γινόταν ακόμα πιο ερεθιστικό, ένα ρίγος τον διέτρεξε και η  Κλερ τον άφησε. Ο Μιχάλης  γύρισε προς το μέρος της και την αγκάλιασε. Τη φίλησε στο στόμα και η Κλερ ανταποκρίθηκε με το ίδιο πάθος. Ο Μιχάλης κατηφόρισε τα χέρια του χαϊδεύοντας το σώμα της και η Κλερ παραδόθηκε στο χάδι, οι κινήσεις του ήταν απαλές αλλά ερεθιστικές και το νερό που έπεφτε πάνω τους τις έκανε ακόμα περισσότερο αισθησιακές.

-Μου έχεις δώσει πολλά πράγματα που δεν αντιλαμβάνεσαι ίσως, είπε ο Μιχάλης, ενώ τη φιλούσε.

-Τίποτα που να μην το είχες ξανά, είπε η Κλερ.

Σήκωσε το πόδι της και το τύλιξε στην μέση του σαν χορεύτρια λάτιν χορού και ο Μιχάλης την ανασήκωσε και την κράτησε στην αγκαλιά του με την πλάτη στον τοίχο του μπάνιου. Η Κλερ τύλιξε και το άλλο πόδι της γύρω από τη μέση του και άφησε έναν αναστεναγμό καθώς ενώνονταν. Ο Μιχάλης την φίλησε και της ψιθύρισε στο αυτί.

-Δεν έχει σημασία το τι δίνεις αλλά πώς το δίνεις, αγάπη μου.

Η Κλερ χαμογέλασε. Τον φίλησε στον λαιμό και μετά πάλι στα χείλη. Ένα φιλί που έγινε πιο βαθύ καθώς τον ένιωθε να επιταχύνει το ρυθμό του και το δικό της σώμα να ανταποκρίνεται. Φτάσανε μαζί στην κορύφωση και η Κλερ έσφιξε στην αγκαλιά της πιο πολύ τον αγαπημένο της ανήμπορη να εκφράσει με λέξεις όσα ένιωθε.

Αλλά εκείνος κατάλαβε.

 

Το κουδούνι έφερε τους μαθητές σε σειρές μπροστά στο κτίριο του σχολείου. Ο Ρωμανός στάθηκε στη συνηθισμένη του θέση με το βλέμμα του στην Ελπίδα.

-Ρε συ, σε γουστάρει η Υακίνθου, του ψιθύρισε ο Ραφαήλ, ο διπλανός του. Μη γυρίσεις αλλά σε κοιτάει συνέχεια.

Ο Ρωμανός σήκωσε αδιάφορα τους ώμους.

-Σε θέλει η Υακίνθου και εσύ κοιτάς τη Στεφάνου; Ρε είσαι καλά;

-Γιατί;

-Το μόνο που έχει η Στεφάνου είναι βυζί, η Υακίνθου έχει όλο το πακέτο. Για να μην αναφερθούμε στο ότι η Στεφάνου είναι παγόβουνο. Την έχεις δει να φλερτάρει ποτέ;

Οι μαθητές άρχισαν να μπαίνουν μέσα και ο Ρωμανός προχώρησε να προλάβει την Ελπίδα. Την είδε να σταματάει στη βάση της σκάλας αφήνοντας άλλους να προπορευτούν. Στάθηκε δίπλα της και περίμενε μαζί της να περάσουν όλοι πριν ξεκινήσουν να ανέβουν και εκείνοι. Η Ελπίδα πάτησε στο πρώτο σκαλί και κλονίστηκε. Ο Ρωμανός την έπιασε.

-Ζαλίζεσαι;

-Δεν μπορώ να ανέβω.

-Μήπως να πας σπίτι;

-Δεν θέλω να αρχίσω από σήμερα κιόλας τις απουσίες. Αν καταφέρω να πάω επάνω θα τα καταφέρω να βγάλω την ημέρα, δεν είμαι τόσο αδύναμη.

-Τότε θα πας επάνω, είπε ο Ρωμανός και την σήκωσε στα χέρια.

Άρχισε να ανεβαίνει στη σκάλα και η Ελπίδα τον ευχαρίστησε.

-Γι’ αυτό είναι οι φίλοι, της είπε.