Οι Επτά Στύλοι Της Σοφίας 10

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ο άνδρας που είχε δραπετεύσει από τα χέρια του Γκράιτς παράτησε το αυτοκίνητο στην εθνική οδό αφού φρόντισε να το αχρηστεύσει με μερικά καίρια χτυπήματα. Πήρε το δρόμο για το χωριό τρέχοντας με την άνεση κάποιου που είχε διανύσει πολλές φορές αποστάσεις φορτωμένος με αρκετό βάρος και πολλές φορές σε συνθήκες μάχης.

Η Νάντια είχε πάρει σε ένα μικρό σακίδιο όσα θα χρειαζόταν για μερικές μέρες - έλπιζε ότι δεν θα διαρκούσε περισσότερο αυτή η κατάσταση - και το ίδιο θα έκανε η Αλεξία στο σπίτι της. Τα ρούχα που είχε πάρει την προηγούμενη ήταν λίγα. Η Νάντια πάρκαρε έξω από το σπίτι και η ξαδέρφη της κατέβηκε. Προχώρησε προς την πόρτα ενώ εκείνη παρέμεινε στο τιμόνι. Καμία από τις δυο δεν αντιλήφθηκε τους άνδρες που ενέδρευαν πίσω από το γειτονικό ερειπωμένο κτίσμα που κάποτε εξυπηρετούσε σαν στάβλος.

Η Αλεξία μπήκε στο χωλ και κοντοστάθηκε. Αυτό ήταν το σπίτι της, εδώ είχε μεγαλώσει, εδώ είχαν δημιουργηθεί οι πιο πολλές από τις αναμνήσεις της. Αλλά δεν ήταν πια το ίδιο από χθες. Έμοιαζε παγωμένο χωρίς τη ζεστή παρουσία του παππού της.
Και τι ήταν πια το ίδιο; Η σκέψη ήρθε να τη βασανίσει καθώς προχωρούσε προς το δωμάτιό της. Μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο, σε λιγότερο στην πραγματικότητα, είχαν έρθει όλα τα πάνω κάτω. Η ζωή της είχε μετατραπεί σε μια τρομακτική λαίλαπα που απειλούσε να την καταποντίσει.
Ακούμπησε το μικρό σακίδιό της στο κρεβάτι και άρχισε να μαζεύει ρούχα. Δίπλωνε μια κολλεγιακή μπλούζα όταν θυμήθηκε τη φίλη της που της έλεγε να φορέσει κάτι πιο σέξι αν είναι να την προσέξει ο Ρωμανός. Ένα αχνό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της για να σβήσει αμέσως. Πότε θα ξανάβλεπε τη φίλη της ή τους συμμαθητές της; Ή και τον Ρωμανό; Σε τι είχε μπλέξει και πότε θα επέστρεφε η ζωή της σε αυτό που ήταν;
Μάζεψε τα ρούχα που ήθελε και τα έβαλε στο σακίδιο όπου έβαλε και το βιβλίο που της είχε κληροδοτηθεί. Από τη στιγμή που το είχε πάρει στα χέρια της δεν το είχε αφήσει παρά μόνο εδώ για να ετοιμάσει το σακίδιό της. Το άγγιξε, ακόμα ζεστό από το κράτημά της. Μαζί με τον κρύσταλλο ήταν η κληρονομιά της από τον παππού της. Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στα μάτια της και τα σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού της πριν κλείσει το σακίδιο. Το πήρε και ξεκίνησε να φύγει.
Κοντοστάθηκε στο χωλ και κοίταξε το δωμάτιο του παππού της, τακτοποιημένο και περιποιημένο αλλά άδειο πια. Βγήκε από το σπίτι και σταμάτησε στην αυλόπορτα να την κλείσει με τον τρόπο που συνήθιζε και με την κόκκινη κορδέλα, ποιος ξέρει πόσο καιρό θα έμενε κλειστό το σπίτι.
-Αντίο, ψιθύρισε χωρίς και η ίδια καλά καλά να ξέρει τι ήθελε να πει.
Στράφηκε από την πόρτα προς το τζιπ και έμεινε άναυδη από την δυσάρεστη έκπληξη που την περίμενε. Η Νάντια ήταν έξω από το αυτοκίνητο και στεκόταν ανάμεσα σε δυο σωματώδεις άνδρες. Ένας τρίτος πλησίασε την ίδια και το βλέμμα του την έκανε να νιώσει άσχημα σαν να ήταν ολόγυμνη στο δρόμο.
-Δώσε μου το κλειδί και το περιεχόμενο της θυρίδας και υπόσχομαι να πεθάνεις ανώδυνα.
-Το κλειδί έμεινε πάνω στο πορτάκι της θυρίδας, είπε σχεδόν τραυλίζοντας η κοπέλα. Δεν το πήρα, έπρεπε να την κλείσουμε και πάλι για να βγαίνει.
-Όχι αυτό το κλειδί ανόητη, είπε ο άνδρας. Δώσε το μου.
-Το κλειδί μπορούν να το αντικρίσουν εκείνοι που είναι ταγμένοι γι' αυτό, απάντησε μια αγέρωχη φωνή. Όχι βδελυροί ακόλουθοι ενός σατανικού ανθρώπου.
Λίγο πιο πέρα στεκόταν ο μαυροντυμένος άνδρας και η Αλεξία τον αναγνώρισε από την προηγούμενη φορά που τον είχε δει στην εκκλησία στην κηδεία του παππού της. Ο άνδρας που βρισκόταν κοντά της χαμογέλασε με ένα κακό χαμόγελο το οποίο αποκάλυψε μια σειρά κιτρινισμένα δόντια. Πλησίασε την Αλεξία τραβώντας ένα μακρύ μαχαίρι από την τσέπη της μακριάς καμπαρτίνας που φορούσε.
-Αν με πλησιάσεις......
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του, ο μαυροντυμένος είχε ήδη περάσει στην επίθεση. Με ένα σάλτο βρέθηκε ανάμεσα στην Αλεξία και τον άνδρα, με ένα κοφτό χτύπημα τον αφόπλισε και μετά τον διαπέρασε με τη σπάθα του. Ενώ σωριαζόταν στο έδαφος ο μαυροφορεμένος εφορμούσε εναντίον των άλλων δυο που είχαν μόλις τραβήξει τα όπλα τους. Τους σκότωσε με δυο γρήγορα χτυπήματα. Ύστερα κοίταξε γύρω ανήσυχος.
-Δεν ξέρω ποιος είσαι αλλά σε ευχαριστούμε, είπε η Νάντια.
Ο μαυροφορεμένος δεν της απάντησε καθώς αναζητούσε κάτι. Είχε δίκιο να μην ησυχάζει καθώς ένας άνδρας εμφανίστηκε πίσω από το στάβλο σημαδεύοντάς τον με ένα περίεργο μακρύκανο όπλο. Ένας πνιχτός ήχος ακούστηκε και την επόμενη στιγμή ο μαυροντυμένος άνδρας έφερε το χέρι στο λαιμό και έπεσε στα γόνατα.
-Αγγελόσκονη, ψιθύρισε. Φύγετε εσείς.
Η Νάντια κοίταξε τον άνδρα που σημάδευε εκείνη τώρα και έσκυψε βιαστικά να καλυφθεί πίσω από το τζιπ. Μια υγρή κηλίδα εμφανίστηκε στο φτερό του αυτοκινήτου. Ο αντίπαλός τους βγήκε στο δρόμο και προχώρησε προς το μέρος τους προφανώς πρόθυμος να τα βάλει με δυο γυναίκες.
-Αλεξία! Μπες στο αυτοκίνητο! φώναξε η Νάντια στην ξαδέρφη της που είχε μαρμαρώσει έντρομη στην θέση της και δεν φάνηκε να την ακούει.
Ένας πυροβολισμός ακούστηκε και ο τελευταίος αντίπαλος σωριάστηκε στο χώμα. Ο μαυροντυμένος έριξε το όπλο που είχε πάρει από τον έναν από τους άνδρες που στέκονταν κοντά στη Νάντια και στηρίχθηκε στο τζιπ.
-Πρέπει να φύγετε. Θα έρθουν κι άλλοι και σε λίγο δεν θα μπορώ να σας βοηθήσω.
-Αλεξία, είπε η Νάντια, έλα, βοήθησέ με.
Αυτή τη φορά η Αλεξία την άκουσε, ήρθε κοντά της και αφού έβαλε το σακίδιό της στο αυτοκίνητο την βοήθησε να σηκώσουν τον άνδρα.
-Φύγετε, είπε εκείνος, θα σας είμαι βάρος. Η αγγελόσκονη θα με κρατήσει σε καταστολή μερικές ώρες.
-Μας έσωσες, δεν θα σε αφήσουμε, είπε η Νάντια αποφασιστικά και τον έβαλε με την Αλεξία στο πίσω κάθισμα. Μετά μπήκαν και εκείνες στο τζιπ. Η Νάντια έβαλε μπρος.
-Που πάμε; ρώτησε ο άνδρας.
-Στον Άγγελο, απάντησε η Νάντια.
-Α στον κύριο Σέπτιμο.
-Ξέρεις τον Άγγελο;
-Ξέρω πολλά, είμαι φίλος του παππού σας πολύ πριν γεννηθείτε.
-Ποιος είσαι; ρώτησε η Αλεξία γυρνώντας να τον κοιτάξει. Ήσουν στην κηδεία. Είπες.....
-Ναι, σε θυμάμαι. Με λένε Γουίλλιαμ Γκόρντον της φαμίλιας των Γκόρντον και μετά το θάνατο του παππού σου είμαι ο τελευταίος Φύλακας που απέμεινε.
Τα μάτια του Γουίλλιαμ έκλεισαν και έπεσε πίσω στο κάθισμα ενώ η Νάντια έμπαινε με ταχύτητα στην εθνική.

Ο Άγγελος πληκτρολόγησε τις τελευταίες εντολές και μετά πέρασε το πακέτο των δεδομένων στο συνάδερφό του που ετοίμαζε το συμπληρωματικό πρόγραμμα μέσω του εσωτερικού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Τακτοποίησε το γραφείο του και μετά σήκωσε το τηλέφωνο. Σχημάτισε έναν τριψήφιο αριθμό μιας και καλούσε ένα νούμερο μέσα στην εταιρία και μόλις του απάντησαν είπε:
-Έλα Νίκο, ο Άγγελος είμαι, είδες το πακέτο; Είναι εντάξει;
-Φαίνεται πως λειτουργεί μια χαρά.
-Έλεγα να φύγω, κοντεύω να πέσω κάτω από την κούραση. Λες να με χρειαστείς κι άλλο;
-Μπα, είναι εντάξει, φύγε.
-Ευχαριστώ ρε φίλε.
-Θα τα πούμε, χαιρετισμούς στη Νάντια.
Ο Άγγελος έκλεισε το τηλέφωνο και μετά τον υπολογιστή. Όσο περίμενε να αποθηκεύσει τα δεδομένα και να σβήσει το μυαλό του πήγε στη Νάντια. Αναρωτήθηκε τι συνέβαινε, εκείνη να ακούγεται τόσο τρομαγμένη, άγνωστοι να του προσφέρουν ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό. Δεν είχε καμία αμφιβολία ότι ήταν σημαντικό, αλλά τι;
Θυμήθηκε τη γυναίκα που ήταν μαζί με τον απρόσμενο επισκέπτη του. Είχε πει ότι έμενε στο Εγνατία. Ήταν μάλλον φανερό ότι ήθελε να του μιλήσει χωρίς να το ξέρει ο άνδρας αλλά ήταν συνετό να πάει; Κοίταξε το ρολόι του. Ακόμα και αν η αγαπημένη του είχε ξεκινήσει την ώρα που είχαν μιλήσει θα είχε ακόμα αρκετή ώρα ως που να φτάσει στην Θεσσαλονίκη. Άρα εκείνος προλάβαινε να επισκεφθεί το Εγνατία. Δεν ήταν συνετό αλλά ίσως μάθαινε κάτι ακόμα για την κατάσταση που η Νάντια αντιμετώπιζε.

Ο υπολογιστής είχε πλέον απενεργοποιηθεί, ο Άγγελος φόρεσε το μπουφάν του και κατευθύνθηκε προς το υπόγειο όπου βρισκόταν παρκαρισμένο το αυτοκίνητό του.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου