1.
Ένας Ξαφνικός Θάνατος
Ελλάδα,
κοντά στις Σέρρες, 2009
Το
λεωφορείο σταμάτησε με ένα στρίγκλισμα των φρένων του. Δεν έμπαινε μέσα στο
χωριό αλλά σταματούσε στην εθνική οδό αφήνοντας τους επιβάτες να διασχίσουν
περίπου επτακόσια μέτρα ως τα πρώτα σπίτια του χωριού σε έναν στενό
ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Εκείνο το χειμωνιάτικο μεσημέρι όλοι οι επιβάτες πλην
ενός ήταν μαθητές γεγονός καθόλου παράξενο μιας και ήταν η ώρα που επέστρεφαν
από το λύκειο. Το χωριό τους δεν διέθετε σχολεία πέρα από το δημοτικό και ήταν
υποχρεωμένοι να πηγαίνουν στις Σέρρες ένα όχι και μικρό ταξίδι.
Οι
μαθητές κατά παρέες πήραν το δρόμο για το χωριό ντυμένοι ζεστά για να
προφυλαχθούν από τον παγωμένο αέρα. Ο άνδρας κοίταξε για μια στιγμή γύρω του
σαν να ήθελε να αναγνωρίσει το μέρος και μετά πήρε αποφασιστικά ένα μικρό
μονοπάτι ανάμεσα στα σπαρμένα χωράφια που περίμεναν την επιστροφή της άνοιξης
για να αρχίσουν να καρποφορούν.
Η
Αλεξία Βάιου περπατούσε προς το χωριό μαζί με την παρέα της συζητώντας και
γελώντας με τους φίλους και συμμαθητές της. Σχολίαζαν τον φυσικό τους που με το
αφηρημένο ύφος του, που ερχόταν σε πλήρη αντιδιαστολή με την επιστημονική του
οξύνοια, και τα ακατάστατα φουντωτά μαλλιά του έδινε την εικόνα τρελού
επιστήμονα. Η Αλεξία τον συμπαθούσε αλλά παραδεχόταν πως έμοιαζε χαρακτήρας
βγαλμένος από κάποια ταινία.
-Μην
κοιτάξεις αλλά ο Ρωμανός σε κοιτάζει, της ψιθύρισε η Μαρία, η καλύτερή της
φίλη. Δεν πήρε τα μάτια του από πάνω σου από την ώρα που κατεβήκαμε από το
λεωφορείο.
Η
Αλεξία ένιωσε τα μάγουλά της να φλογίζονται. Δεν ήταν καθόλου άνετη με το
γεγονός ότι το αγόρι που πολλά κορίτσια ήθελαν έδειχνε μεγάλη προτίμηση για
εκείνη. Όχι ότι ήταν άσχημη, αλλά δεν ήταν και κάποια εκτυφλωτική καλλονή. Ήταν
κανονικού ύψους, μάλλον λίγο γεματούλα αλλά με όμορφο σώμα. Είχε μακριά μαύρα
μαλλιά που έφταναν ως τους ώμους, με αφέλειες στο μέτωπο και ζεστά μαύρα μάτια
που δέσποζαν σε ένα γλυκό πρόσωπο.
-Δεν
ξέρω τι θέλει πια, είπε αν και η σκέψη ότι την πρόσεχε έφερνε μια ζεστασιά μέσα
της. Γιατί δεν μου μιλάει;
-Περιμένει
να του δώσεις και' συ κάποιο σημάδι μάλλον.
-Λες;
Ε καλά θα τα πούμε, είπε η Αλεξία καθώς έφτανε κοντά στο σπίτι της.
Σταμάτησε
απότομα. Υπήρχαν πολλά αυτοκίνητα στο δρόμο και αρκετά άτομα στην αυλή και μέσα
σε αυτό κάτι τρομερά ασυνήθιστο αφού ζούσε μόνη με τον παππού της. Προχώρησε
στην παλιά πόρτα της αυλής που έστεκε ανοιχτή και κοντοστάθηκε καθώς πολλά
βλοσυρά πρόσωπα στρέφονταν προς το μέρος της.
Κάτι
κακό συνέβαινε.
Αμήχανη
που την κοιτούσαν κοίταξε στο έδαφος. Δίπλα στην καγκελόπορτα ήταν πεταμένη η
κόκκινη υφασμάτινη ταινία με την οποία την έδενε για να παραμείνει κλειστή. Ο
παππούς της δεν θα την είχε ανοίξει ποτέ πετώντας την έτσι. Τη μάζεψε και την
έβαλε στην τσέπη της. Μπήκε στην αυλή και χωρίς να κοιτάξει κανέναν προχώρησε
στο σπίτι. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και άκουσε από μέσα σιγανόφωνες συζητήσεις.
Μπήκε στο χωλ και εκεί βρήκε κάποιον που γνώριζε.
-Θεία.
Η
αδερφή του πατέρα της γύρισε και την κοίταξε με σκοτεινό βλέμμα. Ήταν μια
αυταρχική, αυστηρή γυναίκα. Συζητούσε με μια γειτόνισσα, τώρα συνειδητοποιούσε
ότι πολλοί από τους κατοίκους του χωριού βρίσκονταν εδώ.
-Αλεξία.
-Που
είναι ο παππούς;
-Μέσα.
Η
Αλεξία προχώρησε προς το δωμάτιο του παππού της με το φόβο να παγώνει την
καρδιά της. Άκουσε πίσω της κάποια λόγια συμπόνοιας και τη θεία της να λέει με
κακή διάθεση:
-Και
τώρα θα είμαι υποχρεωμένη να έχω και αυτήν.
Στο
δωμάτιο του παππού της δεν βρισκόταν παρά μόνο εκείνος. Ήταν ξαπλωμένος στο
κρεββάτι και σκεπασμένος με μια κουβέρτα ως το στήθος του στο σημείο που
κατέληγε η λευκή του γενειάδα. Το πρόσωπό του ήταν ωχρό. Η Αλεξία κοίταξε
τριγύρω τη βιβλιοθήκη με τους μεγάλους τόμους, την πολυθρόνα όπου καθόταν και
διάβαζε ο παππούς της, την παλιά ξύλινη ντουλάπα.
Πόσες
φορές είχε κρυφτεί μέσα σε αυτήν για να κάνει έκπληξη στον παππού της όταν ήταν
μικρό κοριτσάκι και εκείνος πάντα προσποιούταν ότι ξαφνιάστηκε και την έπαιρνε
στην αγκαλιά του και τη σήκωνε ψηλά.
Γονάτισε
δίπλα του και έπιασε το χέρι που εκείνος της άπλωσε.
-Αλεξία,
είπε και η φωνή του ακούστηκε αδύναμη, σαν έτοιμη να σβήσει. Ήρθε η ώρα να
φύγω.
-Μη
λες τέτοια παππού, σε παρακαλώ.
-Όλα
τα πράγματα έχουν ένα τέλος και εγώ έζησα μια καλή ζωή. Εσύ μεγάλωσες πια.
Μια
έκφραση πόνου ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του και το χέρι του έσφιξε το δικό της.
-Αλεξία,
ξαναείπε. Μακάρι να μπορούσα να δω το πρόσωπό σου μια τελευταία φορά αλλά το
φως μου με εγκατέλειψε πια. Πες μου, είναι άλλος εδώ να μας βλέπει;
Το
ερώτημα ξάφνιασε την Αλεξία αλλά κοίταξε προς την πόρτα και αφού είδε πως
κανένας δεν πρόσεχε εκείνους είπε:
-Δεν
μας βλέπουν παππού.
Ο
παππούς της έβαλε το χέρι του κάτω από τα σκεπάσματα και όταν το έβγαλε ξανά
κρατούσε στα χέρια του ένα μακρόστενο αντικείμενο που η κοπέλα για μια στιγμή
πέρασε για πρίσμα σαν αυτά που χρησιμοποιούσαν στα εργαστήρια φυσικής στο
σχολείο. Διαπίστωσε ότι ήταν ένας μακρόστενος κρύσταλλος με ατρακτοειδές σχήμα
και την μια άκρη του δεμένο ένα κορδόνι που προοριζόταν για να τον περάσει
κάποιος στο λαιμό του. Ήταν ζεστός και κατάλαβε πως ο παππούς της τον είχε πάνω
του.
-Πάρε
τον και το κλειδί... το κλειδί που έχω στο ρολόι.
Ένας
νέος σπασμός πόνου συντάραξε τον παππού της.
-Η
Σοφία ωκοδόμησε εαυτής οίκον και υπήρεισε στύλους επτά, ψιθύρισε. Τώρα είσαι
μόνος σου..... φίλε μου.
Η
Αλεξία δεν πρόλαβε να ρωτήσει τι εννοούσε. Με έναν αναστεναγμό ο παππούς της
παρέδωσε το πνεύμα. Η κοπέλα έμεινε για μια στιγμή άφωνη, σαστισμένη, μην
μπορώντας ακόμα να συλλάβει αυτό που είχε μόλις γίνει και μετά η
συνειδητοποίηση άγγιξε το μυαλό της και ούρλιαξε. Άρχισε να κλαίει κρατώντας το
χέρι εκείνου που ήταν η μόνη της οικογένεια για όσο θυμόταν τον εαυτό της.
2 σχόλια:
Μου άρεσε πάρα πολύ ανυπομονώ για την συνέχεια.
Χαίρομαι που σου άρεσε, συνέχεια σύντομα!
Αύριο ελπίζω.
Δημοσίευση σχολίου