Οι Επτά Στύλοι Της Σοφίας 15

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ο Άγγελος ήταν πολύ γρήγορος, στα ταξίδια που είχε κάνει πριν κατασταλάξει στην τωρινή ζωή του είχε κινδυνεύσει κάποιες φορές και είχε μάθει να αντιδρά γρήγορα όταν ήταν απαραίτητο. Έπεσε στο σκονισμένο δάπεδο τραβώντας μαζί του την αιφνιδιασμένη Νάντια. Ο Γουίλλιαμ στράφηκε και κοίταξε την Αλεξία. Η κοπέλα έπεφτε βιαστικά κάτω. Από τις οπές είχαν τιναχθεί μεταλλικά βέλη και χτυπούσαν στον απέναντι τοίχο λίγο πάνω από τα πεσμένα σώματα των τριών συντρόφων του. Έπρεπε να φροντίσει για τη δική του ασφάλεια.
Απέφυγε ένα βέλος γυρνώντας απότομα στο πλάι και ένα δεύτερο τινάζοντας τον μανδύα του και μπλέκοντάς το στις πλούσιες πτυχές του. Στο τρίτο είχε τραβήξει την σπάθα του και απέκρουσε τα επόμενα δυο με αυτήν. Στάθηκε άτυχος με το τελευταίο. Το απέκρουσε με την πλατιά λάμα της σπάθας αλλά η αιχμή του βέλους έσπασε και αυτό άλλαξε πορεία, ήρθε να καρφωθεί με ορμή στο μπράτσο του. Έσφιξε τα δόντια για να πνίξει μια κραυγή πόνου και είπε:
-Πέρασε, πάμε.
Οι υπόλοιποι σηκώθηκαν από το δάπεδο και τον ακολούθησαν. Βγήκαν και πάλι στην εκκλησία και ο Γουίλλιαμ έκλεισε την είσοδο του μυστικού περάσματος.
-Και τώρα τι; ρώτησε ο Άγγελος.
-Τώρα βρίσκουμε ένα ξενοδοχείο για να μείνουμε ως που να μπορέσω να προσδιορίσω το επόμενο βήμα του ταξιδιού μας.
-Ξέρω ένα καλό ξενοδοχείο, είπε ο Άγγελος.
Άφησαν την εκκλησία και βγήκαν στο δρόμο. Προχώρησαν στο αυτοκίνητο και καθώς ξεκινούσαν η Αλεξία είπε:
-Πρέπει να κάνουμε και μπάνιο, γίναμε χάλια, μες στη σκόνη είμαστε.
Γέλασε και κοίταξε τον Γουίλλιαμ.
-Αλλά πήραμε αυτό που θέλαμε, έτσι δεν είναι;
Εκείνος δεν έδειξε να την ακούει και η Αλεξία άπλωσε το χέρι της και τον άγγιξε.
-Δεν το πήραμε; ρώτησε διστακτικά.
-Τι; Συγνώμη, είχα χαθεί στις σκέψεις για το επόμενο κλειδί. Ναι εδώ πήραμε αυτό που θέλαμε.
Η Αλεξία τράβηξε το χέρι της και συνειδητοποίησε ότι ήταν γεμάτο αίμα. Ανήσυχη κοίταξε τον Γουίλλιαμ που της είπε ήσυχα:
-Δεν είναι τίποτα, απλά πρέπει να το περιποιηθώ λίγο.
Ο Άγγελος τον κοίταξε μέσα από τον καθρέφτη του οδηγού.
-Σίγουρα δεν χρειάζεσαι γιατρό;
-Έχω επιζήσει και από χειρότερα, απάντησε ο Γουίλλιαμ ήσυχα, θα το περιποιηθώ μόλις πάμε σε κάποιο ήσυχο μέρος.
-Εντάξει τότε.
Διάλεξαν ένα ξενοδοχείο που γνώριζε ο Άγγελος αλλά και ο Γουίλλιαμ στη Ρώμη το Χριστόφορος Κολόμβος. Στην υποδοχή η Αλεξία πρότεινε να μη χωριστούν και έτσι πήρανε ένα δωμάτιο μια σουίτα με δυο κρεβατοκάμαρες. Ένα γκρουμ στην ηλικία της κοπέλας τους οδήγησε στον τρίτο όροφο του πιο κοντινού στην υποδοχή κτιρίου.
Μόλις έμειναν μόνοι τους η Αλεξία είπε:
-Αυτό που θέλω τώρα είναι ένα ζεστό μπάνιο και να χωθώ στο κρεβάτι μου.
-Ναι να το κάνεις, είπε ο Γουίλλιαμ. Μόνο δώσε μου το βιβλίο του παππού σου για να μελετήσω τι έχουμε να κάνουμε μετά.
-Και το τραύμα σου;
-Θα το περιποιηθώ και αυτό.
Προχώρησε και κάθισε σε μια πολυθρόνα. Η Αλεξία του έδωσε το βιβλίο και εκείνος το πήρε και αφοσιώθηκε αμέσως σε όλα όσα είχε γράψει ο παππούς της για το επόμενο κλειδί. Αναρωτήθηκε ποιο από τα δύο θα ήταν.
Ο Άγγελος και η Νάντια είχαν κάνει ήδη μπάνιο και ετοιμάζονταν να κατέβουν στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου για δείπνο μιας και με όλα όσα είχαν γίνει δεν είχαν φάει τίποτα μετά το πρωινό.
-Αλεξία; ρώτησε η Νάντια. Θα έρθεις μαζί μας στην τραπεζαρία;
-Μπα, όχι. Θα κάνω μπάνιο και θα ξαπλώσω.
-Πρέπει να φας κάτι όμως, είσαι νηστική από όταν φάγαμε μαζί πρωινό στο σπίτι μου. Πες να σου φέρουν κάτι εδώ.
-Μπορεί και να το κάνω.
Η Νάντια χαμογέλασε και βγήκε με τον Άγγελο αφού καληνύχτισαν και τον Γουίλλιαμ που δεν ήθελε να φάει.

Η Αλεξία άνοιξε τα μάτια της νιώθοντας ξεκούραστη και αναζωογονημένη. Έτριψε τα μάτια της και μετά γυρίζοντας ανάσκελα τεντώθηκε. Ανατρίχιασε λίγο καθώς το σώμα της απλωνόταν από την εμβρυακή στάση στην οποία κοιμόταν αγγίζοντας τα σεντόνια πιο πέρα που δεν ήταν ζεστά από την επαφή με το σώμα της.
Κοίταξε το ρολόι της. Πλησίαζε το ξημέρωμα, δεν είχε κοιμηθεί πολλές ώρες αλλά είχε κοιμηθεί βαθιά και είχε ξεκουραστεί. Σίγουρη πως δεν θα ξανακοιμόταν σηκώθηκε από το κρεβάτι και στάθηκε αφουγκραζόμενη την ησυχία. Παρ' ότι μέσα στην πόλη το ξενοδοχείο περιτριγυριζόταν από ένα μεγάλο λιβάδι και έτσι οι ήχοι της πόλης δεν έφταναν ως εκεί.
Βγήκε από το υπνοδωμάτιο και πέρασε από το διάδρομο που οδηγούσε στο δεύτερο υπνοδωμάτιο και το μπάνιο. Έφτασε στο σαλόνι και κατέβηκε τα δυο σκαλοπάτια που οδηγούσαν σε αυτό. Όπως ήταν αναμενόμενο  ο Γουίλλιαμ ήταν ξύπνιος, δεν είχαν πάρει εξάλλου σουίτα με τρία υπνοδωμάτια ακριβώς γιατί εκείνος είχε δηλώσει ότι δεν θα χρειαζόταν κάτι τέτοιο.
Τον βρήκε να είναι σκυμμένος πάνω από ένα τραπέζι που το είχε γεμίσει με σημειώσεις. Πλησίασε και κοίταξε τα γραμμένα χαρτιά αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα, ήταν σε κάποια άγνωστη γλώσσα.
-Τι είναι όλα αυτά; ρώτησε.
-Σημειώσεις και συλλογισμοί, είπε ο Γουίλλιαμ. Ξέρω τώρα που πρέπει να ψάξουμε για τα επόμενα ίχνη μας.
-Αλήθεια; Αυτό είναι υπέροχο!
Η Αλεξία ενθουσιασμένη έτρεξε κοντά του και τον αγκάλιασε, κατάλαβε το λάθος της βλέποντάς τον να μορφάζει από τον πόνο.
-Σε άγγιξα στο τραύμα; είπε αλαφιασμένη. Συγνώμη, συγνώμη.
-Δεν πειράζει, είπε ο Γουίλλιαμ. Απλά πρέπει να το ξαναεπιδέσω.
Έβγαλε το πουκάμισο που φορούσε και η κοπέλα παρατήρησε ότι ο επίδεσμος που κάλυπτε το τραύμα του είχε βαφεί κόκκινος αλλά αυτό που την άφησε άναυδη δεν ήταν το τραύμα, ήταν οι πέντε αριθμοί πάνω από αυτό.
-Δεν είναι δυνατόν, ψέλλισε.
-Έτσι γνώρισα τον παππού σου. Στο Μπέργκεν. Είχα αποδράσει μια φορά με τους Ρώσσους από το Σομπιμπόρ και όταν με πιάσανε λίγο μετά την απόβαση στη Νορμανδία με στείλανε στο Μπέργκεν.
-Μα είσαι..... πρέπει να είσαι μεγάλος.
-Ναι είμαι, απάντησε ο Γουίλλιαμ αλλάζοντας τον επίδεσμο που φορούσε. Πολύ πιο μεγάλος από όσο φαντάζεσαι.
-Πόσο; πάνω από εκατό;
Ο Γουίλλιαμ χαμογέλασε.
-Εκατό; Εκατό δεν είναι τίποτα, είμαι.....

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του. Ο συναγερμός της φωτιάς άρχισε να ηχεί και η τζαμένια πόρτα που οδηγούσε στη βεράντα τινάχτηκε με βία προς τα μέσα.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου