8.
Ρώμη
Ο
Άγγελος δεν δυσκολεύθηκε να βρει τέσσερα εισιτήρια για την πτήση από την
Θεσσαλονίκη στην Αθήνα και από εκεί για την πρωτεύουσα της Ιταλίας. Αφού
κανόνισε τα εισιτήρια ο Άγγελος πήγε γρήγορα στο σπίτι του και επέστρεψε με ένα
μικρό σακίδιο με πράγματα. Άφησαν το ξενοδοχείο και πήγαν στο αεροδρόμιο
Μακεδονία ακριβώς στην ώρα για να περάσουν από τις απαραίτητες διαδικασίες, ο Γουίλλιαμ
έδωσε τη σπάθα τους μέσα στη θήκη της και τυλιγμένη με ύφασμα μαζί με τις
αποσκευές.
Πέρασαν
τον έλεγχο και προχώρησαν στην πύλη επιβίβασης. Στο αεροπλάνο δεν πολυμιλούσαν
μιας και υπήρχε κόσμος γύρω τους και δεν ήξεραν ποιος άκουγε. Σε σαράντα πέντε
λεπτά το αεροπλάνο προσγειώθηκε στο διεθνές αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος. Οι
τέσσερίς τους αποβιβάστηκαν και πήγαν να ετοιμάσουν τα απαραίτητα για την πτήση
προς την Ρώμη. Παρ' ότι ο Γουίλλιαμ δεν είχε απομακρυνθεί από κοντά τους όταν
έφτασαν στο γκισέ της Alitalia εμφάνισε μαζί με το δικό του διαβατήριο και αυτό
της Αλεξίας. Η Νάντια είχε στην τσάντα της το δικό της πάντα μαζί με τα
υπόλοιπα χαρτιά της και ο Άγγελος είχε το δικό του στο σπίτι του αυτό. Έτσι δεν
είχαν κανένα κώλυμα πλέον στο να ταξιδέψουν και εκτός Ευρώπης.
Είχε
σκοτεινιάσει όταν το λεωφορείο τους έφερε στο μεγάλο Αirbus 320 για την πτήση
της μιάμισης ώρας ως το αεροδρόμιο Φιουμιτσίνο της Ρώμης. Στο αεροπλάνο κάθισαν
όλοι σε μια σειρά και οι τρεις αποκοιμήθηκαν. Η Αλεξία ήταν η τελευταία που
αποκοιμήθηκε και πριν κλείσει τα μάτια της κοίταζε τον Γουίλλιαμ που διάβαζε το
βιβλίο του παππού της.
Στο
αεροδρόμιο της Ιταλικής πρωτεύουσας ως που να πάρουνε τα πράγματά τους από τον
κυλιόμενο ιμάντα με τις αποσκευές ο Άγγελος πήγε να νοικιάσει ένα αυτοκίνητο.
Όταν βρέθηκαν σ' αυτό εκείνος κάθισε στη θέση του οδηγού με τη Νάντια δίπλα του
και τον Γουίλλιαμ με την Αλεξία πίσω.
-Που
πάμε τώρα; ρώτησε ο Άγγελος.
-Στον
ναό του αγίου Σεβαστιανού. Είναι κοντά στον Ιανίκουλο λόφο. Η ώρα δεν είναι
τόσο περασμένη ώστε να μην είναι ακόμα ανοιχτός.
-Πάμε
τότε.
-Τι
νομίζεις ότι θα βρούμε εκεί; ρώτησε η Αλεξία. Έμαθες κάτι άλλο από το βιβλίο;
Το διάβαζες στο αεροπλάνο είδα.
-Δεν
ξέρω τι θα βρούμε στον τάφο. Δεν λέει τίποτα γι' αυτό.
-Τι
μελετούσες;
-Άλλα
στοιχεία που αναφέρει για τα κλειδιά.
Ο
Γουίλλιαμ έβγαλε από την τσέπη του μανδύα του το μικρό βιβλίο και το έτεινε
στην κοπέλα, κράτησέ το εσύ.
Η
Αλεξία πήρε το βιβλίο και το έβαλε στο σακίδιό της. Κοίταξε μετά τον Γουίλλιαμ
που είχε την προσοχή του στραμμένη στο δρόμο έξω. Όπως έβλεπε το προφίλ του δεν
τον έκανε πάνω από τριάντα πέντε με σαράντα και όμως θα πρέπει να ήταν πολύ
περισσότερο. Πόσο άραγε; Θαύμαζε την αποφασιστικότητα και την αφοσίωσή του στον
σκοπό του.
-Μπορώ
να σε ρωτήσω κάτι;
-Ναι,
είπε ο Γουίλλιαμ γυρίζοντας προς το μέρος της.
-Το
μεσημέρι όταν σκότωσες τον τελευταίο εκείνον άνδρα μίλησες για ένα ζευγάρι.
Ήταν Φύλακες και τους σκότωσε;
-Ναι.
Ο Νίκος ήταν συμπατριώτης σας, η Δάφνη ήταν Αγγλίδα. Εκείνος γιατρός και εκείνη
φιλόλογος. Ζούσαν μια απολύτως ήσυχη και συνηθισμένη ζωή ως που γεννήθηκε η
κόρη τους. Έδειξε κάποια χαρίσματα που έκαναν τον Γκράιτς να την προσέξει. Τότε
ανακάλυψε την ταυτότητα τους και έστειλε τον υποτακτικό του. Τους βασάνισε για
να μάθει ό,τι άλλο ήξεραν αλλά δεν μίλησαν.
-Τρομερό.
Η κόρη τους που βρίσκεται;
-Σε
ψυχιατρείο. Αυτά που είδε ήταν πολλά για ένα κοριτσάκι έξι χρονών.
-Λυπάμαι,
κρίμα την καημένη, είπε η Αλεξία.
-Πλήρωσαν
όλοι όσοι είχαν εμπλακεί σε αυτό. Αλλά δεν ξέρω αν εκείνη θα συνέλθει ποτέ.
-Ποιο
κλειδί είχε ο Νίκος;
-Όχι
ο Νίκος, η Δάφνη το είχε. Του Χουε Λου.
-Φτάσαμε,
ανήγγειλε ο Άγγελος καθώς πάρκαρε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου.
Η
εκκλησία του αγίου Σεβαστιανού βρισκόταν λίγο πιο πέρα. Άφησαν το αυτοκίνητο
και βγήκαν στον κρύο νυχτερινό αέρα. Ο ναός ήταν μερικά μέτρα πιο κάτω από το
επίπεδο του δρόμου και γύρω από το χώρο υπήρχε φράχτης με χοντρά κάγκελα.
Κατέβηκαν μερικά σκαλιά και προχώρησαν στο μικρό περίβολο που ήταν στρωμένος με
μεγάλες φθαρμένες από τα χρόνια πλάκες. Πέρασαν την χαμηλή είσοδο του ναού και
βρέθηκαν στο εσωτερικό του. Δεν ήταν μεγάλος, ήταν μικρός και σχετικά χαμηλός.
Καθώς
είχε κατασκευαστεί στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού δεν διέθετε ακόμα τα
γνώριμα μεγαλοπρεπή χαρακτηριστικά μεταγενέστερων ναών, ούτε και την αργότερα
καθιερωμένη διαρρύθμιση. Όλος ο μακρόστενος ναός ήταν ένας ενιαίος ως το τέμπλο
που χώριζε το Άγιο Βήμα.
Ο
τάφος βρισκόταν στη δεξιά πλευρά του ναού σε μια κόγχη. Πλησίασαν και τον
κοίταξαν, ήταν ένας απλός τάφος χωρίς κανένα διακριτικό, ούτε καν ένα όνομα. Μόνο
μια φράση ήταν σκαλισμένη στην πέτρινη ταφόπλακα.
-In
pascuis herbarum adclinavit me, διάβασε η Αλεξία. Τι σημαίνει;
-Εις
τόπον χλόης εκεί με κατεσκήνωσεν, μετάφρασε η Νάντια που είχε μάθει λατινικά
λόγω των σπουδών της.
-Ταιριαστό
να το γράφει πάνω σε έναν τάφο, είπε η Αλεξία.
-Σκέφτεσαι
αυτό που λέμε στην νεκρώσιμη ακολουθία, είπε ο Γουίλλιαμ, εις τόπον χλοερόν.
Αλλά αυτό εδώ είναι από τους ψαλμούς του Δαβίδ. Δεν βλέπω που οδηγεί όμως.
Η
Αλεξία απομακρύνθηκε από τον τάφο. καθώς η εκκλησία ήταν της πρωτοχριστιανικής
εποχής δεν υπήρχαν τοιχογραφίες αλλά μόνο κάποια εγχάρακτα σύμβολα των πρώτων
Χριστιανών. Ακριβώς απέναντι από τον τάφο βρισκόταν η παράσταση ενός βοσκού που
κρατούσε στους ώμους του ένα μικρό αρνάκι.
-Για
κοίτα! είπε η Αλεξία μιλώντας στον εαυτό της κυρίως, ένας βοσκός.
Ο
Γουίλλιαμ στράφηκε και κοίταξε. Ήρθε κοντά της ακολουθούμενος από τον Άγγελο
και την Νάντια.
-Είναι
ο καλός ποιμένας, συμβολίζει τον Χριστό. Ο καλός ποιμένας που δίνει ακόμα και
τη ζωή του για το ποίμνιό του, είπε ο Γουίλλιαμ και μετά σταμάτησε απότομα.
-Τι
τρέχει;
-Το
βρήκες νομίζω. Κύριος ποιμαίνει με και ουδέν με υστερήσει, εις τόπον χλόης,
εκεί με κατεσκήνωσεν, είναι ολόκληρος ο στίχος. Αυτό υποδεικνύει, τον καλό
ποιμένα και αν έχεις δίκιο θα είναι είσοδος για κάπου.
Πίεσε
το ραβδί που ο βοσκός κρατούσε ψιθυρίζοντας.
-Η
ράβδος σου και η βακτηρία σου, αυταί με παρεκάλεσαν.
Τρίξιμο
τριβής πέτρας πάνω σε πέτρα ακούστηκε και το κομμάτι του τοίχου με τον καλό
ποιμένα υποχώρησε αποκαλύπτοντας το πλατύσκαλο μιας στενής και σκονισμένης
σκάλας.
-Απίστευτο,
ψιθύρισε η Αλεξία.
-Μείνετε
εδώ, είπε ο Γουίλλιαμ και ετοιμάστηκε να χωθεί στο στενό πέρασμα.
-Είμαστε
μαζί σ' αυτό, είπε η Αλεξία αρπάζοντάς τον από το μπράτσο. Θα έρθουμε μαζί σου.
Ο
Γουίλλιαμ την κοίταξε για μια στιγμή και μετά έκανε ένα νόημα να τον
ακολουθήσουν. Στους τοίχους του περάσματος υπήρχαν δαυλοί σε σκουριασμένες
υποδοχές, πήραν και τους άναψαν. Στην αρχή έτριξαν από την υγρασία που είχαν
μαζέψει αλλά μετά έλαμψαν με μια δυνατή φλόγα παρότι ήταν τόσων αιώνων. Κατέβηκαν
τη σκάλα και βρέθηκαν σε έναν διάδρομο με σκόνη στο δάπεδο. Ο Γουίλλιαμ στάθηκε
και κοίταξε το παχύ στρώμα σκόνης που κείτονταν ανενόχλητο για αιώνες.
-Καλό
και κακό αυτό, ψιθύρισε.
-Γιατί
καλό; ρώτησε ο Άγγελος. Κακό το καταλαβαίνω, δεν βλέπουμε αν υπάρχει κάποιο
πρόβλημα ή παγίδα. Αλλά καλό γιατί;
-Γιατί
σημαίνει ότι δεν πέρασε κανένας από' δω.
Ο
Γουίλλιαμ μόρφωσε και προχώρησε πρώτος.
-Πατάτε
ακριβώς εκεί που πατώ και' άγω.
Αυτό
δεν ήταν καθόλου δύσκολο μιας και άφηνε πολύ ευδιάκριτα ίχνη στην σκόνη κάτω
από το παχύ στρώμα της οποίας υπήρχε μάρμαρο ή γρανίτης αν έκριναν από το πως
ακούγονταν τα βήματά τους.
Ο
διάδρομος τους έφερε σε μια καμάρα πέρα από την οποία απλωνόταν ένα θολωτό
δωμάτιο όπου το κρύο ήταν πολύ πιο έντονο. Ο Γουίλλιαμ προχώρησε και μπήκε στο
δωμάτιο. Κοίταξε γύρω τους τοίχους αναζητώντας κάποιο σημάδι και τελικά το είδε
στον απέναντι τοίχο. Μια φράση ήταν σκαλισμένη στον τοίχο.
In
cauda venenum.
-Το
δηλητήριο στην ουρά, μετέφρασε η Νάντια. Δεν καταλαβαίνω.
-Με
αυτήν την παροιμία οι Ρωμαίοι εννοούσαν τον σκορπιό, είπε ο Γουίλλιαμ. Αλλά δεν
βλέπω τι εννοεί τώρα.
-Σκορπιός;
Ίσως είναι κάπου στους τοίχους, είπε ο Άγγελος. Ας ψάξουμε.
Πουθενά
στους τοίχους δεν υπήρχε κάτι άλλο όμως πέρα από τη φράση. Οι τοίχοι ήταν
γυμνοί και τελείως ακατέργαστοι, είχαν μείνει όπως όταν είχε πρωτοφτιαχθεί το
μυστικό αυτό δωμάτιο.
-Ίσως
στο πάτωμα, είπε η Αλεξία και έπεσε στα γόνατα.
Άρχισε
να παραμερίζει τη σκόνη με βιαστικές κινήσεις και οι υπόλοιποι την μιμήθηκαν.
Άρχισαν να ψάχνουν στο δάπεδο για κάτι που να θυμίζει σκορπιό. Διαπίστωσαν πως
το δάπεδο ήταν φτιαγμένο από μεγάλες τετράγωνες πλάκες. Ήταν η Αλεξία που
ανακάλυψε τελικά το ζητούμενο. Ήταν ένας σκορπιός σκαλισμένος σε μέγεθος που να
καλύπτει μια από τις πλάκες. Το αρθρόποδο παρουσιαζόταν να βαδίζει με την ουρά
του με το δηλητηριώδες κεντρί σηκωμένη και έτοιμη να χτυπήσει.
-Τι
κάνουμε τώρα; ρώτησε η Νάντια.
Ο
Γουίλλιαμ άπλωσε το χέρι του και πίεσε το σκορπιό. Ολόκληρη η πλάκα βυθίστηκε
με έναν πνιχτό αλλά ευδιάκριτο ήχο. Πέτρα που τριβόταν πάνω σε άλλη ακούστηκε
και τέσσερα ζευγάρια μάτια σάρωσαν το χώρο αναζητώντας κάποια μεταβολή.
Τη
βρήκαν στην πιο μακρινή άκρη του υπογείου δωματίου. Μια πέτρα είχε στραφεί στο
πλάι αποκαλύπτοντας μια μικρή κρύπτη. Ο Γουίλλιαμ έφερε ένα δαυλό και κοίταξε
μέσα στο κοίλωμα που είχε δημιουργηθεί. Φαινόταν άδειο. Εκείνος τράβηξε τη
σπάθα του και την πέρασε στην κρύπτη. Μια σειρά μεταλλικών ήχων ακούστηκε και
μετά την τράβηξε πάλι πίσω. Η λάμα δεν φαινόταν να έχει πάθει τίποτα.
-Ωραία,
εξουδετερώθηκαν οι παγίδες.
Έβαλε
το χέρι του και σκούπισε την σκόνη
αιώνων αποκαλύπτοντας ένα εξόγκωμα στην πέτρα. Το πίεσε και περίμενε να δει τι
θα συνέβαινε. Ένα τρίξιμο ακούστηκε και μια επιφάνεια στον τοίχο δίπλα του
άρχισε να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της αποκαλύπτοντας από πίσω ένα
δωμάτιο. Ο Γουίλλιαμ προχώρησε προς το δωμάτιο αυτό και οι υπόλοιποι βιάστηκαν
να τον ακολουθήσουν.
Ήταν
ένα στενό δωμάτιο σκαμμένο στο βράχο λίγο μεγαλύτερο από μια ντουλάπα τελείως
γυμνό από οποιαδήποτε διακόσμηση ή αντικείμενα πέρα από μια εγκοπή στον τοίχο
όπου βρισκόταν το αντικείμενο της αναζήτησής τους. Τοποθετημένος όρθιος στην
εγκοπή ο κρύσταλλος με το ατρακτοειδές σχήμα έλαμπε στο φως των δαυλών. Παρά
τους αιώνες που είχε μείνει κλεισμένος σε αυτό το χώρο δεν είχε πάνω του ούτε
κόκκο σκόνης αντίθετα με κάθε τι άλλο.
-Το
κλειδί του Ρωμαίου, είπε η Αλεξία.
-Ναι,
απάντησε ο Γουίλλιαμ, μπορείς να το πάρεις.
Η
κοπέλα τον κοίταξε αβέβαιη.
-Μη
φοβάσαι, είπε ο Γουίλλιαμ, θα σου εξηγήσω αργότερα γιατί δεν το πιάνω εγώ.
Η
Αλέξια κοίταξε τον κρύσταλλο και μετά από έναν δισταγμό ακόμα άπλωσε το χέρι
της και τον άρπαξε με μια κοφτή κίνηση. Τον κράτησε στο χέρι της αλλά η αίσθηση
ήταν πολύ διαφορετική από εκείνον του αγαπημένου της παππού. Τον κοίταξε για
μια στιγμή ακόμα και μετά τον έβαλε στην τσέπη της.
-Ωραία,
πάμε, είπε ο Γουίλλιαμ και επέστρεψαν στο πρώτο δωμάτιο και μετά στο διάδρομο.
Να θυμάστε, πατάτε εκεί που έχω πατήσει εγώ.
Πλησίαζαν
τη σκάλα όταν η κουρασμένη Νάντια παραπάτησε. Μια σειρά από μεταλλικούς ήχους
ακούστηκαν. Στρογγυλές οπές εμφανίστηκαν και στις δυο πλευρές.
-Πέστε
κάτω! φώναξε ο Γουίλλιαμ ενώ βέλη εκτοξεύονταν στο στενό πέρασμα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου