Οι Επτά Στύλοι Της Σοφίας 5

Author: Νυχτερινή Πένα /

4.
Η Κληρονομιά

Η νύχτα αγκάλιασε με την παγωνιά της την Αλεξία ενώ η κοπέλα συνέχισε να βαδίζει γρήγορα προς το σπίτι της ξαδέρφης της. Είχε έρθει μόλις μια φορά ακόμη στο σπίτι της Νάντιας και φοβόταν μη χαθεί. Τότε ήταν μαζί της ενώ τώρα μόνη και ήταν νύχτα. Τόσο αργά φοβόταν να σταματήσει να ρωτήσει κάποιον για το πως θα έβρισκε την οδό που ήθελε. Κατάφερε να τη βρει ωστόσο και δεν άργησε να φτάσει στην πολυκατοικία που έμενε η ξαδέρφη της.
Πλησίασε την πόρτα και σταμάτησε διστακτική, μήπως δεν έπρεπε να μπλέξει τη Νάντια; Αρκετά τεταμένες ήταν οι σχέσεις της με τη μητέρα της και χωρίς τις φασαρίες που θα ακολουθούσαν αν κατέφευγε σε αυτή. Αλλά δεν είχε πουθενά αλλού να στραφεί. Πίεσε το κουδούνι και ο στριγκός ήχος ακούστηκε δυνατός στην νυχτερινή ησυχία. Περίμενε με αγωνία να της ανοίξει η Νάντια, μήπως δεν ήταν εδώ; Μήπως είχε βγει; Αλλά όχι, η Νάντια αντίθετα με την θεία της είχε πραγματικά λυπηθεί για τον παππού της. δεν θα είχε βγει απόψε. Ο βόμβος της πόρτας την απέσπασε από τις σκέψεις της. Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε στο χωλ. Πήγε γρήγορα στον ανελκυστήρα και πίεσε το κουμπί κλήσης. Μπήκε στο θαλαμίσκο και ξεκίνησε την άνοδο για τον τέταρτο όροφο όπου η Νάντια την περίμενε ήδη στο διάδρομο. Ήταν τυλιγμένη με μια ρόμπα και μόλις βγήκε η Αλεξία την αγκάλιασε.
-Δεν έπρεπε να σε αφήσω εκεί μαζί της Αλεξία μου. Έπρεπε να το φανταστώ ότι θα σου έκανε κάτι για να αναγκαστείς να φύγεις.
-Δεν μου έκανε κάτι...... αλλά δεν μπορώ.....
Η Αλεξία ένιωσε την αποφασιστικότητα που ως τώρα είχε δείξει να την εγκαταλείπει και μια ατονία να την καταλαμβάνει. Αφέθηκε στην Νάντια να την οδηγήσει μέσα στο σπίτι και να τη βάλει να καθίσει σε μια πολυθρόνα στο μικρό σαλονάκι της.
-Τι συνέβει; ρώτησε απαλά η Νάντια καθώς καθόταν δίπλα της στον καναπέ.
Η Αλεξία της διηγήθηκε όλα όσα είχαν συμβεί στο διαμέρισμα της μητέρας της και η Νάντια την άκουσε με προσοχή.
-Ένας γκριζομάλλης με ένα ακριβό ραφ κουστούμι;
-Ναι, είπε η Αλεξία. Τον ξέρεις;
-Όχι, απάντησε η Νάντια. Τον είδα στην κηδεία όμως, σίγουρα είναι κάποιος ζάμπλουτος. Ήρθε με λιμουζίνα, έχει σωματοφύλακες και παρατρεχάμενους. Μου φάνηκε....
-Τι;
-Είδα το βλέμμα του και χάρηκα που δεν χρειαζόταν να τον πλησιάσω, μου φάνηκε επικίνδυνος.
Η Αλεξία σηκώθηκε από την πολυθρόνα.
-Κακώς ήρθα εδώ.  Δεν πρέπει να σε ανακατέψω και' σενα.
Η Νάντια σηκώθηκε όρθια και έπιασε την ξαδέρφη της από τους ώμους.
-Δεν το είπα γι' αυτό. Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικές.
Η Αλεξία τράβηξε μέσα από τα ρούχα της τον κρύσταλλο. Ήταν ζεστός από την επαφή με το σώμα της. τον έδειξε στη Νάντια.
-Όμορφος, είπε εκείνη, ίσως έχει συλλεκτική αξία. Πολλές φορές οι συλλέκτες φτάνουν σε άκρα για να πάρουν αυτό που θέλουν. Θα ασφαλίσουμε τον κρύσταλλο ως που να βαρεθεί και να φύγει. Είναι ξένος ξέρεις, Γερμανός.
-Γερμανός; Πως ήξερε για τον κρύσταλλο; Να ήξερε τον παππού;
-Δεν ξέρω, αλλά δε μου αρέσει αυτός ο άνθρωπος.
Η Αλεξία κάθισε στην πολυθρόνα και πάλι. Έκρυψε τον κρύσταλλο και έμεινε σκεφτική. Τι θα μπορούσε να κάνει; Η Νάντια είχε δίκιο αλλά που θα μπορούσε να κρύψει τον κρύσταλλο; Τότε θυμήθηκε κάτι ακόμα, κάτι που της έφερνε μια αδιόρατη αίσθηση φόβου.
-Δεν θέλει μόνο τον κρύσταλλο, είπε στη Νάντια, στη μητέρα σου χρησιμοποίησε πληθυντικό. Θέλει και κάτι άλλο.
-Ίσως το είπε για να μη δείξει το ενδιαφέρον του για τον κρύσταλλο και ανεβάσει την αξία του.
-Νομίζω ότι κυριολεκτούσε, είπε η Αλεξία.
-Μα δεν σου άφησε τίποτα άλλο ο παππούς, είπε απορημένη η Νάντια.
-Μου άφησε, ήσουν εκεί.
-Το κλειδί; Που πήρες από το ρολόι; Νόμιζα ότι ήταν δικό σου.
-Όχι, ο παππούς μου είπε να το πάρω.
-Να το δω; ρώτησε η Νάντια.
Η Αλεξία έβγαλε από την τσέπη της το κλειδί και το έδειξε στην ξαδέρφη της. Εκείνη το κοίταξε εξεταστικά. και το πήρε στα χέρια της.
-Είναι κλειδί θυρίδας, είπε, δεν ήξερα ότι ο παππούς έχει θυρίδα σε τράπεζα. Και σε ποια άραγε;
-Δεν ξέρω, ούτε εγώ το ήξερα για τη θυρίδα. Υποθέτω στην Εθνική όμως, μιας και εκεί είχε λογαριασμό καταθέσεων.
Η Νάντια έμεινε για λίγο σκεφτική. Μετά σηκώθηκε και πήγε στο δωμάτιό της. Η Αλεξία την ακολούθησε και είδε πως είχε βγάλει την ρόμπα της και άρχιζε να ντύνεται. Έβαλε βιαστικά ένα πουλόβερ και ένα τζιν. Έπιασε τα μαλλιά της με ένα λαστιχάκι και άρχισε να βάζει ένα ζευγάρι μπότες.
-Έλα, θα πάμε στο σπίτι σας, είπε στην Αλεξία. Θα ψάξουμε για στοιχεία σχετικά με τη θυρίδα και το βιβλιάριο για τα λεφτά.
-Νάντια θα πάω μόνη μου, απάντησε εκείνη. Δεν θέλω να μπεις σε μπελάδες. Αρκεί που δεν έχεις και τις καλύτερες σχέσεις με τη μητέρα σου. δεν χρειάζεται να χειροτερέψει η κατάσταση για χάρη μου.
-Έφυγα από το σπίτι γιατί η μητέρα δεν εγκρίνει τον Άγγελο και πολύ περισσότερο γιατί δεν εγκρίνει καμία απολύτως επιλογή μου.
-Ναι αλλά...
-Δεν έχω αδέρφια Αλεξία, πάντα σε ένιωθα λοιπόν σαν αδερφή. Δεν θα αλλάξει αυτό επειδή η μάνα μου....
Η Νάντια σταμάτησε, πήρε μια βαθιά ανάσα και  μετά είπε ήσυχα:
-Πάμε να δούμε αν θα βρούμε αυτό που θέλουμε.
-Ο Άγγελος που είναι;
-Δουλεύει ως αργά αυτές τις μέρες, παρουσιάστηκε ένα πρόβλημα σε κάποιο καινούριο λογισμικό και δουλεύουν από το πρωί ως την άγρια νύχτα.
Το αγόρι της Νάντιας ήταν προγραμματιστής, είχε σπουδάσει στο πασίγνωστο ΜΙΤ και εργαζόταν σε έναν κολοσσό στον τομέα της πληροφορικής και της ψηφιακής τεχνολογίας με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Κάθε μέρα διένυε τα ενενήντα χιλιόμετρα που χώριζαν τις δυο πόλεις δυο φορές.
Βγήκαν στην κρύα νύχτα και η Αλεξία έσφιξε το μπουφάν πάνω στο σώμα της καθώς  πήγαιναν στο τζιπ της Νάντιας.

Από το κέντρο των Σερρών το χωριό δεν ήταν παρά απόσταση ενός τετάρτου της ώρας. Η Νάντια τη διέσχισε σε τόσο περίπου και πάρκαρε το τζιπ της δίπλα στην καγκελόπορτα που ήταν ακόμα ανοιχτή. Βγήκαν από το τζιπ και μπήκαν στο σπίτι, ήταν κρύο και σκοτεινό. Ποτέ η Αλεξία δεν το είχε δει έτσι. Πήγαν στο δωμάτιο του παππού της και  άρχισαν να ψάχνουν τα ράφια και τα συρτάρια της βιβλιοθήκης του. Ήταν τακτικός άνθρωπος και όλα τα αντικείμενα από τα διακοσμητικά στα ράφια μέχρι τους λογαριασμούς του σπιτιού ήταν προσεκτικά τοποθετημένα και συγκεντρωμένα.
Βρήκαν γρήγορα το βιβλιάριο των τραπεζικών καταθέσεων και μαζί του ένα έγγραφο της τράπεζας που επιβεβαίωνε την κράτηση μια τραπεζικής θυρίδας.
-Να λοιπόν τι ανοίγει το κλειδί, είπε η Νάντια και πρόσθεσε, ο Γερμανός ξέρει μάλλον τι υπάρχει μέσα στη θυρίδα για να θέλει τόσο κλειδί.
-Δεν είναι ο μόνος, είπε η Αλεξία καθώς θυμήθηκε το περιστατικό στην εκκλησία και τον μαυροφορεμένο ξένο που είχε μιλήσει για κλειδί.
-Κάτι δεν πάει καλά, είπε η Νάντια.
Έβαλε στην τσέπη της το βιβλιάριο και το έγγραφο της τράπεζας.
-Έχεις ταυτότητα; ρώτησε την ξαδέρφη της.
-Ναι, είπε εκείνη.
-Ωραία, θα χρειαστεί.
-Τι θα κάνουμε;

-Θα δεις, πάμε. βγήκαν πάλι έξω και ενώ η Νάντια έβαζε μπρος το μεταφορικό τους μέσο η Αλεξία έκλεισε την εξώπορτα και την έδεσε με την κόκκινη κορδέλα. Με τα μάτια της να τρέχουν δάκρυα μπήκε στο αυτοκίνητο. Ένα κεφάλαιο της ζωής της είχε μόλις τελειώσει.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου