Οι Επτά Στύλοι Της Σοφίας 16

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ο Γουίλλιαμ τράβηξε στο πλάι την Αλεξία και άρπαξε από το τραπέζι το βέλος που είχε βγάλει από το χέρι του. Το τίναξε στην μαυροντυμένη φιγούρα που πέρναγε την μπαλκονόπορτα πετυχαίνοντάς τη στο λαιμό. Ο άνδρας έπεσε στο δάπεδο σφαδάζοντας.
-Ξύπνα τους άλλους, είπε βιαστικά ο Γουίλλιαμ στην Αλεξία και η κοπέλα έτρεξε στο υπνοδωμάτιο που βρισκόταν ο Αλέξανδρος και η Νάντια. Πριν περάσει στο διάδρομο κοίταξε πίσω. Ο Γουίλλιαμ είχε πάρει τη σπάθα του και προχωρούσε προς τον πεσμένο άνδρα.
Ο Φύλακας κάρφωσε στο δάπεδο τον αντίπαλό του αποτελειώνοντάς τον και μετά στράφηκε στην ανοιχτή πόρτα όπου μαζί με τον παγωμένο νυχτερινό αέρα έμπαινε και ένας δεύτερος άνδρας που αιφνιδιάστηκε βλέποντας τον εκεί. Μια σύντομη πάλη ακολούθησε και ο Γουίλλιαμ τον έθεσε επίσης εκτός μάχης.
Η Αλεξία ήρθε και πάλι στο σαλόνι με την Νάντια και τον Άγγελο, οι δυο τελευταίοι αγουροξυπνημένοι αλλά ντυμένοι ωστόσο.
-Φύγετε στο αυτοκίνητο, θα συναντηθούμε στο αεροδρόμιο, αν δεν γίνει αυτό πετάξτε για Φλωρεντία.
-Φλωρεντία;
-Ναι, είπε ο Γουίλλιαμ. Πρέπει να βρείτε τη μικρή προσκυνηματική εκκλησία της Αγίας Τριάδος στην Πιστόια....
Φωνές ακούστηκαν στο διάδρομο. Ο Γουίλλιαμ κινήθηκε γρήγορα στην πόρτα και την άνοιξε, ο συναγερμός είχε θορυβήσει τους υπόλοιπους ενοίκους παρότι δεν υπήρχε ίχνος φωτιάς.
-Πηγαίνετε! είπε ο Γουίλλιαμ.
Οι τρεις βγήκαν στο διάδρομο. Η Αλεξία ακόμα με τις πυτζάμες είχε πάρει το σακίδιό της στα χέρια. Ο Γουίλλιαμ έβαλε μέσα το βιβλίο του παππού της και μετά έκλεισε την πόρτα του δωματίου. Με τη σπάθα στο χέρι διέτρεξε το δωμάτιο και έφτασε στην πόρτα όπου είχαν μπει ακόμα δυο αντίπαλοι.

Ο Άγγελος άνοιγε δρόμο βιαστικά ανάμεσα στους πελάτες του ξενοδοχείου που είχαν βγει όλοι έξω τρομαγμένοι από το συναγερμό και που το προσωπικό προσπαθούσε να καθησυχάσει. Έφτασε στο αυτοκίνητο μαζί με τις δυο κοπέλες και μπήκαν μέσα. Έβαλε μπρος τη μηχανή και η Αλεξία είπε:
-Θα τον αφήσουμε έτσι πίσω;
-Αυτό μας είπε να κάνουμε, είπε ο Άγγελος.
-Δεν μπορούμε να το κάνουμε όμως, αντέτεινε η Αλεξία και στράφηκε στην ξαδέρφη της. Νάντια του χρωστάμε τη ζωή μας. Αν δεν ήταν εκείνος θα είμασταν στα χέρια του Γερμανού, ίσως και νεκρές.
-Το ξέρω, είπε σιγανά η Νάντια. Όμως πρέπει να πιστέψουμε ότι ξέρει και τώρα τι κάνει και να τον ακούσουμε.
-Όχι! Πρέπει να τον βοηθήσουμε.
Η Αλεξία άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Έτρεξε πίσω στην αυλή και μετά στο κτίριο που ήταν το δωμάτιό τους. Ανέβηκε τη σκάλα ανενόχλητη μιας και οι περισσότεροι είχαν πλέον βγει έξω. Έτρεξε πίσω στο δωμάτιο. Δεν είχε κάποιο σχέδιο ή έστω μια ιδέα τι έπρεπε να γίνει. Δεν ήξερε καν ποιος ήταν ο κίνδυνος που ο Γουίλλιαμ ήθελε να αποσοβήσει αλλά έπρεπε να τον βοηθήσουν, δεν μπορούσαν να τον αφήσουν μόνο του.
Έφτασε στο δωμάτιο τους και στάθηκε στην πόρτα που τώρα ήταν ανοιχτή. Στο πάτωμα ήταν σωριασμένος ένας άνδρας και η αναπνοή της κόπηκε για μια στιγμή καθώς τα μαύρα του ρούχα την ξεγέλασαν πως ήταν ο Γουίλλιαμ. Συνειδητοποιώντας πως ήταν ένας άγνωστος πέρασε πάνω από το σώμα και μπήκε στο δωμάτιο.
Αυτό που αντίκρισε ήταν υπεράνω περιγραφής. Ο Γουίλλιαμ ήταν κυκλωμένος από αντιπάλους και αντάλλασσε χτυπήματα, ο Φύλακας παρέμενε ψύχραιμος, οι κινήσεις του μετρημένες και αποτελεσματικές. Τα χτυπήματα θανάσιμα.
Η Αλεξία έψαξε για έναν τρόπο να τον βοηθήσει μα δεν υπήρχε κανένας. Κοίταξε τριγύρω για κάτι που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν όπλο μα πάλι τίποτα δεν μπορούσε να εκτελέσει αυτό το έργο.
-Σταμάτα τώρα Ετρούσκε! Αν σε νοιάζει να ζήσει αυτή η παρανοϊκή.
Η Αλεξία κοίταξε να δει σε ποιον ανήκε η σκληρή και στερημένη κάθε συναισθήματος φωνή. Δεν ανήκε σε κάποιον σκληροτράχηλο μαχητή αλλά σε μια γυναίκα. Από την περιγραφή που είχε κάνει ο Άγγελος η κοπέλα αναγνώρισε την Γερμανίδα που είχε δοκιμάσει να τον σαγηνεύσει στη Θεσσαλονίκη. Τώρα φορούσε μαύρη παραστρατιωτική στολή και είχε μαζέψει τα μαλλιά της σε μια κοτσίδα. Μπροστά της είχε γονατισμένο ένα κορίτσι. Η Αλεξία ένιωσε οίκτο βλέποντάς το. Περιποιημένη θα ήταν μια πολύ όμορφη κοπέλα αλλά τώρα με τα μακριά μαύρα μαλλιά της μπλεγμένα και θαμπά και ντυμένη με ένα κουρελιασμένο νυχτικό προκαλούσε λύπηση. Στα χέρια της και στα πόδια της ήταν περασμένες αλυσίδες. Η γυναίκα είχε κολλήσει την κάννη ενός πιστολιού στον κρόταφο της κοπέλας.
-Παραδώσουν τώρα αλλιώς θα πεθάνει, είπε η Γερμανίδα.
-Βλέπω μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ. Ακόμα αρέσκεσαι να βασανίζεις υπάρξεις που δεν σε έβλαψαν ποτέ.
-Ω ναι, είπε η γυναίκα με ένα σχεδόν ερωτικό πάθος να εμφανίζεται στην φωνή της. Και θα το απολαύσω ακόμα περισσότερο όταν βασανίσω εσένα. Θα κάνω τα όσα σου έκαναν οι ιεροεξεταστές να μοιάζουν με χάδι μπροστά στα όσα θα πάθεις τώρα.
-Όταν το λιοντάρι είναι τραυματισμένο οι ύαινες αλυκτούν περιφρονητικά μπροστά του, αν ήταν γερό δεν θα τολμούσαν να βγουν από τις τρύπες τους.
Τα μάτια της Χέλγκα άστραψαν από θυμό.
-Πέτα τη σπάθα! Τώρα!
Ο Γουίλλιαμ κοίταξε το κορίτσι και μετά έριξε τη σπάθα στο πάτωμα.

-Τώρα είσαι στο έλεός μου! κραύγασε η Γερμανίδα και διέταξε τους άνδρες της να τον δέσουν.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου