Οι Επτά Στύλοι Της Σοφίας 4

Author: Νυχτερινή Πένα /

3.
Αφήνοντας Το Σπίτι

Η Αλεξία ξύπνησε από τον βαθύ χωρίς όνειρα ύπνο νιώθοντας ξεκούραστη αλλά με τη θλίψη να την τυλίγει περισσότερο, ήταν μόνη της. Δεν είχε οικογένεια, αλλά μέχρι τώρα ο παππούς της είχε φροντίσει να μην νιώθει τόσο πολύ τη δύσκολη αυτήν κατάσταση. Οι γονείς της είχαν σκοτωθεί σε τροχαίο ατύχημα όταν εκείνη ήταν ακόμα μωρό. Ο παππούς της της είχε δώσει το όνομα της μητέρας της παρά τις αντιρρήσεις του θείου της που έψεγε το “γέρο” που προτίμησε να δώσει το όνομα της νύφης του από του γιού του. Ο παππούς της ποτέ δεν ταραζόταν με αυτό και νουθετούσε το γιο του σχετικά με το πως θα έπρεπε να φέρεται απέναντί της. Μάταια. Ο θείος της και η θεία της δεν την αγαπούσαν, δεν την συμπαθούσαν καν και της το έδειχναν αντίθετα με τη Νάντια.
Μια αίσθηση θαλπωρής την γέμισε στη σκέψη της ξαδέρφης της, εκείνη την αγαπούσε πολύ και της το έδειχνε συνέχεια. Ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερη και πάντα είχε χρόνο για τη μικρή της ξαδέρφη, ακόμα και όταν μετακόμισε στις Σέρρες. Ο θάνατος του πατέρα της δεν την είχε κάνει πιο σκληρή και συνέχιζε να αγαπά και να βοηθά την Αλεξία. Είχε τσακωθεί και απόψε με την μητέρα της για το που θα κοιμόταν εκείνη. Η Νάντια ήθελε να την πάρει στο δικό της σπίτι, ένα μικρό δυαράκι κοντά το κέντρο αλλά η θεία της είχε απαντήσει απαξιωτικά:
-Αποκλείεται να μείνει με' σενα και εκείνον τον νεαρό.
Η Νάντια συζούσε με κάποιον που η θεία της δεν ενέκρινε αλλά τι την ένοιαζε; Δεν είχε πει ότι θα τη φορτωνόταν; Γιατί δεν την άφηνε να πάει στη Νάντια; Δεν είχε μεγάλα εισοδήματα αλλά θα έπαιρνε και η ίδια τη σύνταξη του παππού τους μιας και την είχε επίσημα υιοθετήσει. Θα τα έβγαζαν πέρα.
Από τις σκέψεις της την έβγαλε η φωνή της θείας της. Μιλούσε πολύ ζεστά σε κάποιον. Αναρωτήθηκε σε ποιον. Σηκώθηκε από το κρεβάτι της Νάντιας και βγήκε στο διάδρομο προσέχοντας να μην κάνει θόρυβο. Είχε κοιμηθεί με ένα ζευγάρι πυτζάμες της ξαδέρφης της και τώρα δεν έριξε τίποτα πάνω της. Ένιωσε να κρυώνει καθώς άφηνε το κρεβάτι αλλά δεν είχε ακούσει ποτέ τη θεία της να μιλάει τόσο εγκάρδια και ήθελε να δει ποιος ήταν ο συνομιλητής της.
Διέσχισε το μακρύ διάδρομο που την έφερε στο χωλ της εισόδου και κοίταξε από εκεί κλεφτά στο σαλόνι πέρα από την καμάρα που το οριοθετούσε. Η θεία της καθόταν σε μια πολυθρόνα, φορούσε ένα μεταξένιο πουκάμισο και μια στενή φούστα, είχε μακιγιαριστεί με προσοχή και τώρα είχε στραμμένη όλη την προσοχή της στον επισκέπτη της έναν κουστουμαρισμένο άνδρα μέσης ηλικίας. Το μπλε κουστούμι δεν έκρυβε έναν σωματώδη αλλά και γυμνασμένο άνδρα, τα μαλλιά του είχαν γκριζάρει αλλά το δέρμα του δεν έδειχνε σημάδια γήρατος. Μιλούσε πολύ ήρεμα και ήσυχα στη θεία της που έδειχνε να κρέμεται από τα χείλη του. Καθόταν σε μια πολυθρόνα κοντά στη δική της και στο τραπεζάκι ανάμεσά τους βρισκόταν ένα μπουκάλι ουίσκι και δυο ποτήρια.
-Καταλαβαίνω τις δυσκολίες, έλεγε εκείνη τη στιγμή ο ξένος της θείας της.
-Ναι, είμαι εύπορη αλλά δεν θέλω να τη φορτωθώ, δεν μου είναι και τίποτα.
Η Αλεξία ένιωσε ένα ρίγος να τη διατρέχει, ήξερε ότι η θεία της δεν την αγαπούσε αλλά τόσο πολύ ένιωθε απέχθεια για εκείνη;
-Δεν θα μπορούσατε να τη βάλετε σε κάποιο ίδρυμα.
-Όχι, είναι σε ηλικία ενηλικίωσης σχεδόν. Θα μου πουν να την κρατήσω για λίγους μήνες.
-Αλλά υπάρχει και άλλη λύση στο πρόβλημα, είπε ο άνδρας.
Η Αλεξία συνειδητοποίησε ότι παρ' ότι μιλούσε άπταιστα ελληνικά υπήρχε στη χρήση της γλώσσας κάτι το ξενικό. Ήταν κυριολεκτικά ξένος.
-Η ανιψιά σας, είπε ο ξένος, θα μπορούσε να μην αποτελεί πρόβλημα.
Είχε σκύψει προς τα εμπρός ερχόμενος πολύ κοντά στην θεία της. Το πρόσωπό της είχε αναψοκοκκινίσει. Έδειχνε σαν υπνωτισμένη.
-Αλλά πρέπει να βρεθούν εκείνα τα πράγματα που έχει πάρει. καταλαβαίνετε.
-Ναι, βέβαια.
Η Αλεξία τραβήκτηκε πίσω. Ο ξένος ήθελε τα πράγματα που της είχε αφήσει ο παππούς της. Έτρεξε πίσω στο δωμάτιο της Νάντιας με την καρδιά της να χτυπάει δυνατά στο στήθος της. Τι θα έκανε; Που να τα κρύψει; πως να αρνηθεί να τα δώσεις στον ξένο; Κοίταξε το δωμάτιο γύρω για πιθανές κρυψώνες αλλά μια σκέψη την σταμάτησε. Και αν ο ξένος μπορούσε να λυγίσει τη θέλησή της και να την αναγκάσει να του πει τι της είχε αφήσει ο παππούς της και που το είχε κρύψει.
Σταμάτησε στη μέση του δωματίου πανικόβλητη, Τι να έκανε; Στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι που είχε κοιμηθεί λουσμένη από το απαλό φως του πορτατίφ βρισκόταν μια φωτογραφία της Νάντιας.
-Αχ Νάντιά μου, γιατί δεν με πήρες μαζί σου; είπα απελπισμένα και τότε το σκέφθηκε. Θα το έσκαγε από' δω και θα πήγαινε στην Νάντια.
Άρχισε βιαστικά να βγάζει τις πυτζάμες της και να φοράει τα ρούχα της. Καθώς έπαιρνε το πουκάμισό της ο κρύσταλλος έπεσε από την τσέπη της αλλά πρόλαβε και τον έπιασε από το κορδόνι που ξετυλίκτηκε σε όλο το μήκος του. Ο κρύσταλλος έμεινε να κρέμεται στην άκρη, γεμίζοντας το δωμάτιο με χρώματα όπως αιχμαλώτιζε το φως του πορτατίφ στην πολύεδρη επιφάνειά του. Η Αλεξία τον κοίταξε αναρωτώμενη για μια στιγμή αν γινόταν υπερβολική, πόση αξία μπορούσε να είχε αυτός ο κρύσταλλος; Παρ' ότι καθαρό κρύσταλλο τέτοιο που δεν είχε ξαναδεί ποτέ ούτε στο πιο ακριβό ποτήρι δεν μπορούσε να έχει μεγάλη αξία. Έδιωξε αμέσως τη σκέψη από το μυαλό της, ο παππούς της είχε κρατηθεί στη ζωή για να τη δει και μόνο σε εκείνη είχε τον εμπιστευθεί άρα δεν ήταν ένα απλό κομψοτέχνημα. Δεν θα άφηνε τον ξένο να τον πάρει. Πέρασε από το λαιμό της το κορδόνι, ο κρύσταλλος έπεσε ανάμεσα στα στήθη της, θα έπρεπε να το κοντύνει λίγο αλλά μπορούσε να περιμένει, δεν ήταν ώρα να κοιτάει την άνεσή της.
Ολοκλήρωσε το ντύσιμό της και πήρε το σακ βουαγιάζ της. Το πέρασε στους ώμους της. Τώρα έπρεπε να βρει τρόπο να φύγει χωρίς να την αντιληφθούν. Το σπίτι είχε μια μόνο έξοδο και αυτή ήταν σε σημείο που δεν θα μπορούσε να βγει χωρίς να την αντιληφθούν ο ξένος και η θεία της. Είχε αρχίσει να σκέφτεται να βγει τρέχοντας από το σπίτι με την ελπίδα ότι θα κατάφερνε να ξεφύγει όταν θυμήθηκε ένα περιστατικό που είχε κάνει έξαλλη τη θεία της πριν δυο χρόνια περίπου.
Η Νάντια το είχε σκάσει από το σπίτι για να δει το αγόρι της. Είχε βγει από την μπαλκονόπορτα του δωματίου της και είχε πηδήξει στη διπλανή οικοδομή. Από εκεί είχε κατέβει στο δρόμο. Αποφασισμένη η Αλεξία βγήκε στο μπαλκόνι. Η οικοδομή δεν ήταν μακριά. Πέρασε πάνω από το κάγκελο και μετά πιασμένη από αυτό τεντώθηκε δοκιμαστικά προς την ημιτελή οικοδομή. Μπορούσε να το κάνει. Πήδηξε απέναντι, το τσιμέντο φθαρμένο από τον καιρό, τρίφτηκε κάτω από τα πόδια της και για μια τρομερή στιγμή έγειρε προς τα πίσω. Κατάφερε να αρπαχτεί από ένα σίδερο από εκείνα που εξέχουν στις οικοδομές από τη διαδικασία της κατασκευής του σκελετού. Ανέκτησε την ισορροπία της και πήρε μια βαθιά ανάσα.

Κοίταξε το κορίτσι που είχε καταφέρει να περάσει στο διπλανό κτίσμα και χαμογέλασε. Πέταξε το τσιγάρο του. Θα πήγαινε να την βρει πριν βγει έξω. Ο αφέντης του τον είχε προστάξει να φέρει το αντικείμενο που ήθελε, εκείνη ήταν δική του. Και θα το απολάμβανε, πιο πολύ από το σώμα της θα απολάμβανε τον πόνο που θα της προκαλούσε. Χάιδεψε τα μαχαίρια στη ζώνη του.
-Βδέλλες, ακόμα τον υπηρετείτε βλέπω.
Στράφηκε και αντίκρισε την πηγή αυτής της προσβολής. Ήταν ο άνδρας με το μαύρο μανδύα.
-Εσύ, ο τελευταίος ενός χαμένου λαού τολμάς να μιλήσεις για' μας; απάντησε και τράβηξε τα μαχαίρια από τη ζώνη στη μέση του.
Επιτέθηκε με ορμή αλλά ο αντίπαλός που αντιμετώπιζε ήταν έτοιμος να τον αποκρούσει. Τράβηξε μια σπάθα μέσα από τις πτυχές του μανδύα του και απέκρουσε τα χτυπήματα και αντεπιτέθηκε με γρήγορες κινήσεις. Απέσπασε τα όπλα από τα χέρια του άλλου και με μια απότομη κίνηση του κατάφερε το καίριο πλήγμα. Σωριάστηκε στο πεζοδρόμιο και ο μαυροφορεμένος άνδρας έκρυψε πάλι το όπλο του.


Η Αλεξία βρήκε το δρόμο της μέσα στην υπό ανέγερση οικοδομή με τη βοήθεια του λίγου φωτός που έδινε το κινητό της. Κατέβηκε τους δυο ορόφους και τον ημιώροφο ως το ισόγειο και προχώρησε γρήγορα στο δρόμο ανυπομονώντας να απομακρυνθεί αρκετά πριν διαπιστώσουν την απουσία της. Δεν είδε το πεσμένο σώμα στο απέναντι πεζοδρόμιο ούτε τον άνδρα που αθόρυβα την ακολούθησε κρυμμένος πάντα στις σκιές. 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου