Οι Επτά Στύλοι Της Σοφίας 7

Author: Νυχτερινή Πένα /

Η θυρίδα είχε το μέγεθος γραμματοκιβωτίου και καθώς οι δυο κοπέλες πλησίασαν είδαν πως δεν είχε παρά ένα μόνο πράγμα μέσα. Στο στενό χώρο υπήρχε ένα δερματόδετο βιβλίο μικρού σχήματος αλλά με πολλές σελίδες. Το δέρμα ήταν λείο και αψεγάδιαστο ενώ οι σελίδες ήταν κιτρινισμένες από το χρόνο. Πρέπει να ήταν αρκετά παλιό. Η Νάντια το πήρε από τη θυρίδα και το κράτησε, το δέρμα ήταν απαλό, πολύ καλά κατεργασμένο, ευχάριστο στην αφή ενώ τώρα που το έβλεπε από πιο κοντά μπορούσε να διακρίνει ότι κάποτε το κοσμούσε κάποιο σχέδιο που είχε όμως χαθεί πια. Ήταν αρκετά πιο βαρύ από ότι περίμενε. Το κοίταξε μια στιγμή ακόμα και μετά το έδωσε στην Αλεξία.
-Ήταν του παππού μας, είναι δικό σου. Δεν ξέρω αν αξίζει κάτι αλλά όσο και να αξίζει είναι δικό σου.
Η Αλεξία το άνοιξε και το ξεφύλλισε. Αναγνώρισε το γραφικό χαρακτήρα του παππού της, τα όμορφα στρωτά γράμματα με τους πολυτονικό που είχε μάθει και δεν ήθελε να αλλάξει τώρα στα τελευταία του όπως έλεγε. Κοίταξε το έντονο μαύρο μελάνι που χρησιμοποιούσε πάντα εκείνος και η συγκίνηση ήρθε να την πνίξει.
-Έλα, πάμε, είπε η Νάντια και η Αλεξία την ακολούθησε κρατώντας το βιβλίο.
Στην πόρτα ο υπάλληλος μόλις τις είδε έκλεισε το κινητό που ως εκείνη τη στιγμή είχε στο αυτί του και ρώτησε:
-Τελειώσατε;

Ο Χαίνριχ Γκράιτς καθόταν στο πίσω κάθισμα της λιμουζίνας του με την καινούρια ερωμένη του δίπλα του. Ήταν σίγουρος πως θα τελείωνε σύντομα αυτή η ιστορία, θα αποκτούσε και το τρίτο κλειδί και θα γινόταν πιο ισχυρός. Και θα αποκτούσε τρόπο να βρει και τα υπόλοιπα. Φυσικά θα σκότωνε την Αλεξία Βάιου. Μόνο έτσι το κλειδί θα ήταν δικό του, αλλά είχε καταλάβει ότι τη θεία της δεν την ένοιαζε. Ήξερε τον τρόπο να την κρατήσει ευχαριστημένη, θα της πρόσφερε την μεγάλη ζωή που ζητούσε. Του άρεσε η λάγνα διάθεσή της και απολάμβανε το σεξ μαζί της. Δεν είχε αυταπάτες, όσο θα συνέβαινε αυτό θα την κρατούσε κοντά του. Μετά θα την ξεφορτωνόταν.
Και έχοντας πλέον τρία κλειδιά θα μπορούσε να αντιμετωπίσει εκείνον από τους Φύλακες που φοβόταν πιο πολύ.
Ως που να φτάσει εκείνη τη στιγμή δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα, έπρεπε να περιμένει. Δεν τον ενοχλούσε αυτό, είχε μάθει να περιμένει. Θεωρούσε αδύναμους εκείνους που αφήνονταν σε παρορμήσεις και συναισθηματισμούς. Ο ίδιος ήταν πάντοτε ψύχραιμος και απόλυτα κύριος του εαυτού του. Είχε πάντοτε ατσάλινη πειθαρχία και αυτοέλεγχο.
Κοίταξε έξω, πλησίαζαν στον προορισμό τους. Θα σκότωνε με τα ίδια του τα χέρια την Αλεξία Βάιου. Ο παππούς της τον είχε ξεγελάσει δυο φορές, μια στο Μπέργκεν και μια τώρα με τον αιφνίδιο θάνατό του. Αλλά θα το πλήρωνε η εγγονή του.

-Τελειώσαμε, είπε η Νάντια.
-Ωραία, θα περιμένουμε εδώ για κάποια χαρτιά που πρέπει να υπογραφούν, είπε ο υπάλληλος.
-Τι χαρτιά; ρώτησε αμέσως η Νάντια. Η ερώτησή της αιφνιδίασε τον άνδρα.
-Τα χαρτιά για την κατάργηση της θυρίδας.
-Α μα δεν θα καταργηθεί, είπε η Νάντια, θα φέρουμε πίσω το βιβλίο. Απλά θέλουμε να το διαβάσουμε για λίγο.
-Ε και πάλι....
Η Νάντια κοίταξε τον υπάλληλο που είχε αρχίσει να ιδρώνει παρά την ψυχρή ατμόσφαιρα. Έλεγε ψέμματα.
-Αλεξία πήγαινε πίσω, είπε.
Πλησίασε τον υπάλληλο παίζοντας με το πάνω πάνω κουμπί του πουκαμίσου της τραβώντας εκεί την προσοχή του. Ξεροκατάπιε ενώ η κοπέλα έλεγε με απαλή φωνή:
-Δεν μπορούμε να το διευθετήσουμε το πρόβλημα στα γρήγορα; Ένας ευγενικός κύριος σαν εσάς....
Ο υπάλληλος έκανε ένα βήμα μπροστά. Την επόμενη στιγμή η Νάντια τίναξε ψηλά το γόνατό της και πέτυχε τον άνδρα στα γεννητικά όργανα. Εκείνος διπλώθηκε στα δυο από τον πόνο και η κοπέλα τον χτύπησε στο κεφάλι με την τσάντα της σωριάζοντάς τον στο δάπεδο. Στράφηκε να φωνάξει την Αλεξία και τη βρήκε να παρακολουθεί τη συμπλοκή.
-Σου είπα να πας πίσω, είπε απότομα, μπορούσες να χτυπήσεις εδώ. Και δεν ήθελα να το δεις αυτό, πρόσθεσε πιο απαλά. Έλα πάμε.
Ανέβηκαν τρέχοντας τη σκάλα και ξαναβρέθηκαν στην γεμάτη κόσμο τράπεζα. Προχώρησαν γρήγορα προς την έξοδο. Αλλά εκεί είδαν δυο άνδρες της ασφάλειας να πλησιάζουν.

Ο άνδρας με τον μαύρο μανδύα προχώρησε προς το μεγάλο φορτηγό που είχε σταματήσει στο αναμμένο κόκκινο φανάρι πριν από την πλατεία και άνοιξε την πόρτα από την πλευρά του οδηγού. Εκείνος τον κοίταξε έκπληκτος και ο μαυροντυμένος άνδρας τον τράβηξε έξω από το κάθισμά του με μια δύναμη που δεν έδειχνε να διαθέτει. Τον άφησε όρθιο να παραπατάει στο οδόστρωμα και σκαρφάλωσε στη θέση που μόλις είχε αδειάσει.
Κατέβασε το χειρόφρενο και γύρισε το τιμόνι απότομα φέρνοντας το βαρύ όχημα κάθετα στο δρόμο. Μετά με ένα χαμόγελο τράβηξε το μοχλό που απελευθέρωνε το φορτίο.
-Και εγένετο χάος, ψιθύρισε αδειάζοντας χιλιάδες πορτοκάλια στην άσφαλτο.
Πήδηξε πάλι στο δρόμο ενώ ακούγονταν κορναρίσματα και οι φωνές πολλών εκνευρισμένων οδηγών.
-Συγνώμη φίλε μου, είπε στον αποσβολωμένο οδηγό, δεν θα το έκανα αν δεν ήταν απαραίτητο.
Του έβαλε στο χέρι ένα χαρτονόμισμα μεγάλης αξίας και προχώρησε προς την τράπεζα.

Ο Χαίνριχ Γκράιτς βλαστήμησε δυνατά καθώς η λιμουζίνα ακινητοποιούνταν από το κυκλοφοριακό χάος. Πήρε το κινητό του και κάλεσε ένα νούμερο.
-Πάρτε το κλειδί και το περιεχόμενο της θυρίδας. Σκοτώστε όποιον είναι απαραίτητο.

Η Νάντια άρπαξε την Αλεξία από το χέρι και την παρέσυρε σε τρέξιμο προς την πόρτα. Οι δυο άνδρες της ασφάλειας επιτάχυναν επίσης. Τα χέρια τους πήγαν στα όπλα που κρέμονταν στη μέση τους και η κοπέλα σταμάτησε απότομα. Ήταν άοπλες, δεν μπορούσαν να τα βάλουν με δυο οπλισμένους άνδρες. Οι δυο ένοπλοι πλησίασαν, δεν είχαν τραβήξει τα όπλα από τις θήκες τους αλλά ακουμπούσαν απειλητικά τα χέρια τους στις λαβές των όπλων τους. Η Νάντια κοίταξε την Αλεξία, η ξαδέρφη της είχε χλωμιάσει αλλά έσφιγγε το βιβλίο του παππού τους στο στήθος της.

Ο μαυροντυμένος άνδρας απομακρύνθηκε από το χάος που οι δικές του πράξεις είχαν δημιουργήσει και προχώρησε προς την τράπεζα. Από ένα αυτοκίνητο βγήκαν δυο άνδρες και προχώρησαν προς την πόρτα της. Ο μαυροντυμένος όταν τους είδε χαμογέλασε και φώναξε στα Γερμανικά:
-Λακέδες του Γκράιτς που πάτε τόσο βιαστικοί; Να γλύψετε τις λασπωμένες σόλες του μήπως;
Οι δυο άνδρες στράφηκαν προς το μέρος του και τα μάτια τους στένεψαν από μίσος.
-Φτύνω στους τάφους του λαού σου, είπε περιφρονητικά ο ένας. Είσαι το τελευταίο αξιοθρήνητο υπόλειμμα.
Ο μαυροντυμένος άνδρας τίναξε πίσω τον μανδύα του και αποκάλυψε τη σπάθα που είχε πάρει τη ζωή του συντρόφου τους ενώ εκείνοι ξεθηκάρωναν στιλέτα και μαχαίρια με πριονωτή λάμα. Όρμηξαν πάνω του με μανία αλλά δεν άργησαν να συνειδητοποιήσουν πόσο τραγικό ήταν το λάθος τους. Ο μαυροντυμένος απέκρουσε τα χτυπήματα των όπλων τους και με έναν γρήγορο ελιγμό βρέθηκε ανάμεσά τους χτυπώντας γρήγορα και ανελέητα. Κατάφερε θανάσιμα πλήγματα και προχώρησε στο αυτοκίνητό τους πριν πέσουν καν στο έδαφος.
Σίγουροι για τον εαυτό τους εκείνοι είχαν αφήσει τα κλειδιά πάνω στη μηχανή κάτι που τον εξυπηρετούσε απόλυτα. Ήξερε τον τρόπο να θέσει το αυτοκίνητο σε λειτουργία χωρίς το κλειδί αλλά τώρα κέρδιζε πολύτιμο χρόνο. Κάθισε στη θέση του οδηγού και πάτησε το γκάζι στο τέρμα.

Η Νάντια και η Αλεξία προχώρησαν προς το γραφείο του διευθυντή συνοδευόμενες από τους δυο άνδρες της ασφάλειας με το μυαλό της πρώτης να τρέχει σε χίλιες κατευθύνσεις εξετάζοντας και απορρίπτοντας σχέδια που θα μπορούσαν να τις βγάλουν από τη δύσκολη θέση. Δίσταζε να κινηθεί γιατί είχε διαπιστώσει πως κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Δεν δικαιολογούνταν όλα αυτά από ένα κειμήλιο όποια και να ήταν η αξία του. Εκτός και αν επρόκειτο για κάποιον φανατικό. Αλλά τότε ήταν επικίνδυνος.
Η Αλεξία ήταν τρομαγμένη και αλλά ο φόβος δεν ήταν το κυρίαρχο συναίσθημά της. Αυτό που την γέμιζε και την κρατούσε όρθια να αντιμάχεται τον φόβο ήταν μια άγρια αποφασιστικότητα να μην παραδώσει τα ενθύμια που ο παππούς της της άφησε σε αυτόν τον άνθρωπο που και μόνο το βλέμμα του την έκανε να ριγεί. Δεν θα παρέδιδε το βιβλίο αμαχητί και την στενοχωρούσε που είχε φέρει μαζί της και τον κρύσταλλο και θα έπεφτε στα χέρια του μισητού αυτού ανθρώπου. Έπρεπε να τον είχε κρύψει κάπου.
Στη σκέψη του κρύσταλλου τον ένιωσε ζεστό στο στήθος της. Η παρουσία του ήταν καθησυχαστική, σαν μια φωνή που της ψιθύριζε να μη φοβάται και να έχει θάρρος.
Η πόρτα του γραφείου του διευθυντή άνοιξε και εκείνος στάθηκε στο άνοιγμα. Η Νάντια στάθηκε, αν περνούσαν την πόρτα θα έβγαιναν από την κοινή θέα και τότε θα ήταν πλέον στο απόλυτο έλεος του Γερμανού και των ανθρώπων του. Οι άνθρωποι της ασφάλειας κοίταξαν τον διευθυντή που έκανε ένα νεύμα αλλά δεν πρόλαβαν να υπακούσουν.
Η μεγάλη γυάλινη πρόσοψη διαλύθηκε σε εκατομμύρια αστραφτερά θραύσματα καθώς ο μαυροντυμένος άνδρας οδηγούσε το αυτοκίνητο μέσα στην τράπεζα προκαλώντας το απόλυτο χάος. Πανικόβλητοι οι πελάτες όρμησαν στην έξοδο σπρώχνοντας στο πλάι τους δυο άνδρες και παρασέρνοντας την Νάντια που άρπαξε την Αλεξία από το χέρι για να μη χαθούν. Οι δυο άνδρες ανίκανοι να αντιδράσουν μέσα στο πλήθος τις άφησαν να φύγουν.
Ο μαυροντυμένος άνδρας βγήκε από το αυτοκίνητο και προχώρησε προς τον διευθυντή που μόλις τον είδε πάγωσε. Οι δυο άνδρες έχοντας πια χάσει κάθε επαφή με τη Νάντια και την Αλεξία και την ελπίδα να τις σταματήσουν προσπάθησαν να του κλείσουν το δρόμο αλλά δεν τους έδωσε το χρόνο. Με δυο γερά χτυπήματα τους έριξε αναίσθητους, ήταν άνθρωποι που απλά έκαναν τη δουλειά τους, δεν χρειαζόταν να τους σκοτώσει.
-Σε είχα προειδοποιήσει να μη συνεργαστείς με το Γερμανό, είπε. Παραβίασες όχι μόνο την ηθική αλλά και τα καθήκοντά σου. Ειδοποίησες τον Γκράιτς σωστά;
-Ναι, ψέλλισε ο διευθυντής.
-Πες του ότι ήρθε αργά. Και ότι θα τον περιμένω.
Απομακρύνθηκε από τον έντρομο άνδρα που κατέρρευσε. Πλησίασε την κατεστραμμένη πρόσοψη και τράβηξε τη σπάθα του. Ο Προδότης είχε καταφτάσει.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου