Οι Επτά Στύλοι Της Σοφίας 8

Author: Νυχτερινή Πένα /

Η Νάντια και η Αλεξία πήγαν στο αυτοκίνητο της πρώτης τρέχοντας και χωρίς να τολμήσουν να κοιτάξουν πίσω αν κάποιος τις ακολουθούσε. Η Νάντια ξεκλείδωσε τις πόρτες του τζιπ και ενώ εκείνη έκανε το γύρο του τζιπ για να καθίσει στη θέση του οδηγού η Αλεξία ριχνόταν στην διπλανή. Η κοπέλα ανάσαινε κοφτά από την υπερένταση και ήταν κατάχλωμη. Η Νάντια έθεσε σε κίνηση το τζιπ και απομακρύνθηκε γρήγορα από την πλατεία όπου βασίλευε το χάος και την όμοια με πεδίο μάχης τράπεζα.
-Τι θα κάνουμε τώρα; ρώτησε χαμηλόφωνα η Αλεξία.

Ο Χαίνριχ Γκράιτς βγήκε από τη λιμουζίνα και η πρόθυμη ερωμένη του τον ακολούθησε. Από το μπροστά μέρος του αυτοκινήτου βγήκαν δυο σωματώδεις άνδρες. Προχώρησαν προς την τράπεζα ενώ ακούγονταν από κάπου μακριά οι σειρήνες της αστυνομίας που ως συνήθως κατέφθανε καθυστερημένη στον τόπο του εγκλήματος. Η τράπεζα εγκαταλειπόταν και από τους τελευταίους τρομοκρατημένους πολίτες που είχαν σήμερα αντικρίσει πράγματα που ποτέ δεν περίμεναν να δουν στην ήσυχη πόλη τους.
Ο Γκράιτς έφτασε στο σημείο που ο μαυροντυμένος είχε αντιμετωπίσει τους δυο ανθρώπους του. Ο ένας ήταν ήδη νεκρός αλλά ο σύντροφός του ανέπνεε ακόμα.
-Βοήθεια, ψέλλισε. Σε παρακαλώ άρχοντά μου.
-Δεν υπάρχει έλεος για εκείνους που αποτυγχάνουν, απάντησε κοφτά ο Γερμανός και προσπέρασε κάνοντας νόημα στον έναν από τους άνδρες που τον συνόδευαν. Ο ένας στάθηκε πάνω από το κεφάλι του και τον πυροβόλησε εξ' επαφής.
Η Τασία Μαρκάτου τινάκτηκε ακούγοντας τον πυροβολισμό και συνειδητοποίησε ότι ο άνδρας με τον οποίο βρισκόταν δεν έδειχνε κανένα σημάδι οίκτου και ότι είχε απόλυτη εξουσία ζωής και θανάτου στους υποτακτικούς του. Ένιωσε σημαντική που ένας τέτοιος ισχυρός άνδρας την ήθελε.
Ο μαυροντυμένος άνδρας βγήκε από την τράπεζα. Στο χέρι κρατούσε την σπάθα του και άφοβα προχώρησε προς το Γερμανό που έκανε νόημα στους δικούς του να τραβηκτούν πίσω.
-Ξανασυναντιόμαστε λοιπόν, είπε ο Χαίνριχ Γκράιτς.
-Ναι, η λεία σου έφυγε. Είσαι έτοιμος να με αντιμετωπίσεις;
-Εγώ; Εσύ θα έπρεπε να με φοβάσαι.
Ο μαυροντυμένος ύψωσε τη σπάθα του.
-Υπάρχουν πολλά εγκλήματα για τα οποία πρέπει να πληρώσεις, το χυμένο αίμα είναι φοβερός κατήγορος.
-Μεγάλα λόγια από τον τελευταίο ενός νεκρού λαού.
Ο μαυροντυμένος προχώρησε μπροστά και τότε ο Γκράιτς φώναξε:
-Τώρα!
Πιστόλια ηλεκτρικού ρεύματος εμφανίστηκαν στα χέρια των δυο ανδρών που ήταν μαζί με τον Γερμανό. Βολταϊκά τόξα πάλλονταν στις άκρες τους και αμέσως εκτόξευσαν και οι δυο ηλεκτρικές εκκενώσεις πάνω στον αντίπαλό τους. Τον βρήκαν στο στήθος και τον τίναξαν πίσω. Σωριάστηκε στο έδαφος ενώ ο Γκράιτς κραύγαζε θριαμβευτικά. 

Η Αλεξία έβγαλε μια κραυγή πόνου και διπλώθηκε στα δύο. Η Νάντια την κοίταξε λοξά μην τολμώντας να πάρει τα μάτια της από το δρόμο. Η Αλεξία πήρε βαθιά ανάσα και ακούμπησε το κεφάλι της μπροστά στο πλαστικό πάνω από το ντουλαπάκι του συνοδηγού.
-Αλεξία; Τι έχεις;
-Πονάω....
Η Νάντια κατάφερε να φέρει το τζιπ στην άκρη του δρόμου. Σταμάτησε και γύρισε να δει την Αλεξία. Την έπιασε απαλά και τη βοήθησε να ανασηκωθεί σε καθιστή θέση.
-Που πονάς;
-Εδώ, είπε η κοπέλα και άγγιξε το στήθος της.
-Καρδιά, ήταν πολλά όλα αυτά, ξεκίνησε η Νάντια αλλά η Αλεξία την σταμάτησε.
-Όχι. Ήμουν καλά. Αυτός ο πόνος.... Δεν ξέρω. Σαν να μην ήταν δικός μου αλλά τον ένιωσα γιατί ήταν προειδοποίηση..... Σαν να έπρεπε να τον νιώσω για να ξέρω. Δεν βγάζει νόημα ε;

-Δεν ξέρω, είπε η Νάντια ξεκινώντας και πάλι το τζιπ. Αλλά αυτή η υπόθεση γίνεται όλο και χειρότερη.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου