6.
Αφήνοντας Το Σπίτι
Η
Νάντια σταμάτησε το τζιπ έξω από την πολυκατοικία που έμενε και στράφηκε στην
Αλεξία. Η κοπέλα έδειχνε ακόμα ταραγμένη και χλωμή αλλά ό,τι και αν ήταν αυτό
που είχε νιώσει είχε περάσει. Στα χέρια της κρατούσε ακόμα το βιβλίο του παππού
της. Ακούμπησε λίγο το κεφάλι της πίσω στο μαξιλάρι του καθίσματος και έμεινε
να σκέφτεται. Εδώ δεν είχαν να κάνουν με έναν μανιακό συλλέκτη μόνο. Δεν είχε
δείξει στην Αλεξία ότι το είχε αντιληφθεί αλλά είχε δει τα πτώματα στο δρόμο.
Κάτι πολύ μεγαλύτερο συνέβαινε και είχαν βρεθεί στη μέση. Αλλά τι; Και τι
έπρεπε να κάνουν; Ποιον μπορούσε να συμβουλευθεί και από ποιον μπορούσε να
ζητήσει βοήθεια;
Να
πήγαινε στην αστυνομία; Και αν όπως στην τράπεζα υπήρχαν άνθρωποι εξαγορασμένοι
από τον εχθρό τους; Θα κατάφερναν να αποδράσουν πάλι; Αναρωτήθηκε ποιος είχε
προκαλέσει το χάος που τους είχε επιτρέψει να ξεφύγουν από την τράπεζα.
Προφανώς είχαν κάποιον άγνωστο σύμμαχο αλλά μέχρι να αποφασίσει εκείνος να τους
κάνει γνωστή την παρουσία του δεν θα είχαν που να στραφούν. Η μόνη βοήθεια που μπορούσε να περιμένει ήταν
από τον Άγγελο.
Έβγαλε
από την τσάντα της το κινητό της και σχημάτισε τον αριθμό του αγαπημένου της.
Περίμενε ενώ μια απαλή κέλτικη μελωδία συνόδευε την αναμονή της διακοπτόμενη
από τον ήχο που υποδήλωνε την κλήση.
-Έλα
αγάπη μου, σήκωσέ το ψιθύρισε.
Ο
Χαίνριχ Γκράιτς ήταν ήρεμος. Ένιωθε απόλυτα ικανοποιημένος από το πως είχε
διαμορφωθεί η κατάσταση. Είχε στα χέρια του τον τελευταίο Φύλακα που έμενε να
του εναντιωθεί. Θα τον ανάγκαζε να παραδώσει το δικό του κλειδί και μετά θα
αποκτούσε και το κλειδί του νεκρού. Δεν
θα το παρέδιδε εύκολα αλλά ήξερε πολλά βασανιστήρια για να τον αναγκάσει να το
κάνει.
Έβαλε
το χέρι του στο γόνατο της πρόθυμης ερωμένης του, όλα αυτά τα χρόνια το μόνο
πάθος που δεν είχε κατανικήσει, και το μόνο στο οποίο επιδιδόταν ήταν η
λαγνεία. Πριν παραδοθεί σε αυτό όμως έβγαλε από την τσέπη του ένα τηλέφωνο και
σχημάτισε έναν αριθμό.
-Θα
έρθουν αργά ή γρήγορα στην Θεσσαλονίκη, είπε. Εξαγοράστε τον ή ας τον
αποπλανήσει η Χέλγκα. Θέλω να είναι δικός μας πριν φτάσουν εκεί.
Έκλεισε
το τηλέφωνο και κοίταξε την οθόνη όπου το σήμα τρεμόπαιζε. Αντιλήφθηκε την
αιτία και φώναξε στον οδηγό της λιμουζίνας:
-Σταμάτησε
το αυτοκίνητο.
Εκείνος
φρέναρε και αμέσως μόλις το μακρόστενο αυτοκίνητο σταμάτησε οι δυο άλλοι άνδρες
του Γερμανού βγήκαν τραβώντας τα ηλεκτροφόρα όπλα τους. Την ίδια στιγμή το
κάλυμμα του χώρου των αποσκευών τιναζόταν στον αέρα τελείως ξεκολλημένο και ο
μαυροντυμένος εχθρός του Γκράιτς κυλούσε έξω.
Είχε
συνέλθει κλεισμένος στο χώρο των αποσκευών και είχε χρησιμοποιήσει κάποια
μικροσυσκευή για να ανατινάξει το σκέπασμα. Η ενεργοποίησή της ήταν που είχε
επηρεάσει το κινητό και ο Γκράιτς βλαστήμησε που δεν είχε προνοήσει να τον
δέσουν θεωρώντας ότι θα αργούσε να συνέλθει.
Ο
Άγγελος ήταν ένας νεαρός άνδρας με όμορφο παρουσιαστικό και κοφτερό μυαλό. Είχε
ένα ευγενικό πρόσωπο με αδρά χαρακτηριστικά και γυμνασμένο σώμα. Μετά τις
σπουδές του είχε περάσει δυο χρόνια ταξιδεύοντας να δει τον κόσμο και μετά είχε
επιστρέψει στη γενέτειρά για να βρει και αυτός το λιμάνι του. Δεν είχε
δυσκολευτεί να βρει εργασία καθώς ήταν πολύ καλός στο αντικείμενό του και αν
μετάνιωνε για κάτι ήταν που η δουλειά τον κρατούσε πολλές φορές μακριά από την
αγαπημένη του Νάντια. Είχε γνωρίσει αρκετές γυναίκες πριν από εκείνη αλλά καμία
δεν ήταν σαν εκείνη.
Στη
σκέψη της αγαπημένης του κοίταξε τη φωτογραφία της που είχε πάνω στο γραφείο
του δίπλα στην οθόνη του υπολογιστή. Ένα χαμόγελο χαράκτηκε στα χείλη του. Είχε
να τη δει από το προηγούμενο πρωί και του έλειπε αλλά σύντομα θα ήταν κοντά
της, το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν με το καινούριο λογισμικό είχε λυθεί και σε
λίγο θα μπορούσε να φύγει. Είχε κοιμηθεί ελάχιστα και δεν ήταν σε θέση να
οδηγήσει ως τις Σέρρες, θα κοιμόταν λίγο στο διαμέρισμά του στην πόλη και μετά
θα έφευγε.
Στράφηκε
και πάλι στην οθόνη και άρχισε να πληκτρολογεί μερικές εντολές. Ολοκλήρωνε το
δικό του κομμάτι στο διορθωτικό πρόγραμμα του λογισμικού και σε λίγο θα ήταν
και πάλι λειτουργικό. Μόλις βεβαιώνονταν ότι ήταν όλα εντάξει θα μπορούσε να
φύγει.
Ένα
χτύπημα στην πόρτα διέκοψε την εργασία του. Τέντωσε τα μυώδη χέρια του πριν
απαντήσει με το συνηθισμένο περάστε. Ένας άνδρας με αυστηρό παρουσιαστικό
ντυμένος με ένα ακριβό κουστούμι και μια γυναίκα με πιο απλό καθημερινό ντύσιμο
μπήκαν στο γραφείο. Εκείνος κάθισε στην καρέκλα απέναντί του και η γυναίκα στο
μικρό καναπέ που βρισκόταν στο πλάι. Σταύρωσε τα πόδια της προκλητικά
αδιαφορώντας για το πόσο ψηλά θα ανέβαινε η φούστα της.
-Ο
κύριος Άγγελος Σέπτιμος;
-Ναι,
απάντησε ο Άγγελος.
-Ονομάζομαι
Χέλμουτ Σναρφ, είπε ο άνδρας, και έχω να σας προτείνω μια συμφέρουσα συμφωνία.
Ο
μαυροντυμένος άνδρας όρμηξε ανάμεσα στους αντιπάλους του με ταχύτητα που θα
ζήλευαν και αιλουροειδή για να μην είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν τα όπλα
τους. Τους εξουδετέρωσε με γρήγορα κοφτά χτυπήματα και μετά επιτέθηκε στον
οδηγό. Τον άφησε αναίσθητο στην άσφαλτο και μετά ανέκτησε την σπάθα του από το
εσωτερικό του αυτοκινήτου. Στράφηκε προς τον Γκράιτς που ατάραχος έβγαινε από
το πίσω μέρος. Κρατούσε μια σπάθα επίσης που είχε βγάλει από μια θήκη έξυπνα
καμουφλαρισμένη ανάμεσα στα καθίσματα.
Ο
μαυροντυμένος τον πλησίασε με το όπλο του έτοιμο να αποκρούσει μια επίθεση.
-Ποια
είναι η μεγαλύτερη επιθυμία σου; είπε ο Γκράιτς. Η εκδίκηση πάνω μου ή η
σωτηρία της Αλεξίας Βάιου;
-Τι
εννοείς;
-Έχω
στείλει ανθρώπους να περιμένουν στο σπίτι του παππού τους. Ίσως προλαβαίνεις.
Αλλά όχι αν μονομαχήσεις μαζί μου. Ναι θα νικήσεις αλλά δεν θα προλάβεις. Και
ξέρεις τι θα συμβεί έτσι δεν είναι; Θυμάσαι ακόμα το γκέτο της Βαρσοβίας.
Ο
μαυροντυμένος προχώρησε προς το μέρος του και ο Γερμανός πισωπάτησε. Εκείνος
όμως δεν συνέχισε την επίθεση. Γύρισε και κοίταξε την Τασία Μαρκάτου και την
πρόσταξε κοφτά να βγει από το αυτοκίνητο, κάτι που έκανε εκείνη αμέσως. Ο
μαυροντυμένος έσπευσε στο τιμόνι και ξεκίνησε με ταχύτητα αδιαφορώντας για την
πόρτα που η πανικόβλητη γυναίκα είχε αφήσει ανοιχτή και τσακίστηκε σε μια
κολόνα.
Ο
Άγγελος ένιωσε το τηλέφωνο να δονείται στην τσέπη του. Το είχε στο αθόρυβο και βασιζόταν
στην δόνηση να τον ενημερώσει για το αν τον καλούσε κάποιος. Τώρα έβαλε το χέρι
του να πιάσει τη συσκευή ενώ ρωτούσε τον ξένο του.
-Τι
είδους συμφωνία;
-Εργάζομαι
για έναν Γερμανό μεγιστάνα – συμπατριώτη μου δηλαδή – που ασχολείται με τη
συλλογή μεσαιωνικών αλλά και αρχαίων κομψοτεχνημάτων.
-Δεν
βλέπω σε τι μπορώ να σας βοηθήσω, ασχολούμαι με υπολογιστές, είπε ενώ κοίταζε
την οθόνη υγρών κρυστάλλων όπου εμφανιζόταν το όνομα της αγαπημένης του.
-Ως
προγραμματιστής όχι, αλλά ο κύριος Γκράιτς προσφέρει ένα σημαντικό ποσό για ένα
αντικείμενο που έχει περιέλθει στην κατοχή της Νάντιας Μαρκάτου.
Ο
Άγγελος κοίταξε τον Γερμανό ανήσυχος. Ποιος ήταν αυτός ο άνδρας και τι ακριβώς
ήθελε από εκείνον; Πως ήξερε για τη σχέση του με τη Νάντια; Είχε ψάξει για εκείνον;
-Και
τι θέλετε από' μενα; ρώτησε ενώ πίεζε το πλήκτρο για να απαντήσει στην κλήση
της Νάντιας.
-Καλημέρα
αγάπη μου, είπε ενώ δεν έπαιρνε τα μάτια του από τους επισκέπτες του.
Η
συνοδός του Σναρφ έστρωσε επιδεικτικά τη μπλούζα της προβάλλοντας τις καμπύλες
της και χαμογελώντας του με ένα πολλά υποσχόμενο χαμόγελο.
-Άγγελε,
η Νάντια ακούστηκε με έναν τρόπο που δεν είχε ακούσει ποτέ. Σαν κάπως ανήσυχη,
επιφυλακτική. Σίγουρα κάτι συνέβαινε.
-Συμβαίνει
κάτι έτσι;
-Ναι,
είπε η Νάντια από την άλλη άκρη της γραμμής, έχω μπλέξει άσχημα με την Αλεξία.
Πρέπει να φύγουμε από τις Σέρρες.
-Ελάτε
εδώ.
-Άγγελε,
κινδυνεύει η ζωή μας. Έγιναν πολλά.
Ο
νεαρός άνδρας ένιωσε ένα ρίγος να διατρέχει τη σπονδυλική του στήλη. Αλλά δεν
επέτρεψε στο συναίσθημα αυτό να τον κυριεύσει και να τον παραλύσει. Κοίταξε με
άλλο μάτι τους επισκέπτες του. Αυτό που είχαν πει δεν του άρεσε καθόλου και
πολύ περισσότερο ακούγοντας τόσο ανήσυχη την αγαπημένη του.
-Που
είστε; ρώτησε ήσυχα προσέχοντας να μην δώσει στοιχεία σε εκείνους που τον άκουγαν.
-Μόλις
φύγαμε από το σπίτι και πάμε στου παππού να πάρει η Αλεξία μερικά ρούχα και
ερχόμαστε εκεί.
-Το
θεωρείς σοφή κίνηση;
-Είναι
πολύ επικίνδυνο να μείνουμε εδώ και δεν ξέρω που αλλού να πάμε.
-Ελάτε
εδώ. Θα βρεθούμε.....
Ο
Σναρφ κοίταζε έξω από το παράθυρο αλλά ο Άγγελος ήταν σίγουρος πως
παρακολουθούσε με αμέριστη προσοχή.
-Θυμάσαι
που συναντηθήκαμε για το πρώτο μας ραντεβού σαν ζευγάρι; ρώτησε.
-Ναι.
-Ελάτε
εκεί, θα σας περιμένω.
-Ναι,
θα έρθουμε.
Η
Νάντια πήρε βαθιά ανάσα.
-Θα
σε δω εκεί, είπε χαμηλόφωνα σαν να φοβόταν πως κάποιος την άκουγε και έκλεισε
το τηλέφωνο.
Ο
Άγγελος κοίταξε για μια στιγμή την συσκευή και μετά την επέστρεψε στην τσέπη
του. Κοίταξε και πάλι το Γερμανό.
-Δεν
νομίζω ότι μπορώ να σας βοηθήσω, είπε ψυχρά, ακόμα και αν περιήλθε κάτι στα
χέρια της μνηστής μου δεν είναι παρά δική της απόφαση το πως θα το διαθέσει.
Ο
Γερμανός τον κοίταξε υπολογιστικά για μια στιγμή.
-Εκατό
χιλιάδες ευρώ για τα αντικείμενα που θέλει ο χερ Γκράιτς.
-Δεν
ενδιαφέρομαι.
Ο
Γερμανός σηκώθηκε και βγήκε χωρίς άλλη κουβέντα. Η γυναίκα σηκώθηκε να τον
ακολουθήσει αλλά κοντοστάθηκε.
-Δεν
έπρεπε να αρνηθείς, είπε βιαστικά, είναι τρομερός άνθρωπος και αυτός και ο
Χαίνριχ Γκράιτς.
-Δεν
με ενδιαφέρει, απάντησε ο Άγγελος.
Η
γυναίκα κοίταξε προς την πόρτα και μετά είπε σχεδόν ψιθυριστά:
-Μένω
στο Εγνατία, δωμάτιο 411. Έλα να με βρεις και θα σε βοηθήσω.
Βγήκε
από το γραφείο με γρήγορα βήματα. Ο Άγγελος έγειρε πίσω στην πολυθρόνα του για
λίγο σκεφτικός. Όλα αυτά δεν προμήνυαν τίποτα καλό. Αλλά δεν θα εγκατέλειπε την
Νάντια ακόμα και αν έπρεπε να πολεμήσει με όλους τους δαίμονες της κολάσεως για
να τη βοηθήσει.
Επέστρεψε
στη δουλειά του, έπρεπε να την ολοκληρώσει για να μπορεί να φύγει και να πάει
να βρει την αγαπημένη του.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου