Η
Αλεξία στριφογύρισε πολλές φορές στο κρεβάτι μέχρι που αποφάσισε πως δεν
μπορούσε να κοιμηθεί παρά την κούρασή της. Τα όσα είχε περάσει την είχαν φέρει
σε μια κατάσταση υπερέντασης και τουλάχιστον προς το παρόν δεν μπορούσε να
πείσει τον εαυτό της να παραμείνει ξαπλωμένος. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και μιας
και έκανε ζέστη στο δωμάτιο δεν ξαναντύθηκε αλλά βγήκε στο κεντρικό δωμάτιο
όπως ήταν με τις πυτζάμες της.
Είδε
σε ένα μικρό σεκρετέρ το βιβλίο του παππού της και δίπλα ακουμπισμένο στον
τοίχο το φονικό όπλο που με τέτοια επιδεξιότητα χειριζόταν ο Γουίλλιαμ
Γκόρντον. Στη ράχη της καρέκλας μπροστά από το σεκρετέρ ήταν ριγμένος ο μανδύας
και ένα πουκάμισο. Η Αλεξία υπέθεσε ότι τελικά είχε αποφασίσει να κοιμηθεί.
Κάνοντας μερικά βήματα μέσα στο δωμάτιο όμως αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν έτσι. Ο
Γουίλλιαμ γυμνός από τη μέση και πάνω στεκόταν μπροστά στο τζάκι επιδένοντας το
αριστερό χέρι του στον καρπό ενώ είχε επίδεσμο και πιο ψηλά κοντά στον ώμο.
Στράφηκε
και την κοίταξε, η Αλεξία αναρωτήθηκε πως την είχε αντιληφθεί. Ήταν ξυπόλητη
και δεν είχε κάνει καθόλου θόρυβο. Στο στήθος του κρεμόταν ένα μενταγιόν με ένα
έμβλημα που δεν είχε ξαναδεί.
-Δεν
βγήκα αλώβητος από τόσες μονομαχίες, είπε με ένα χαμόγελο.
-Είναι
σοβαρό; ρώτησε η Αλεξία.
-Δεν
είναι κάτι που να με ανησυχεί. Αλλά μιας και έμαθα αυτό που ήθελα από το βιβλίο
είπα να σταματήσω τη μελέτη και να το περιποιηθώ.
-Τι
έμαθες;
-Από
που να αρχίσουμε την έρευνά μας.
Ο
Γουίλλιαμ προχώρησε στην καρέκλα και άρχισε να ντύνεται και πάλι. Η Αλεξία
κάθισε σε μια πολυθρόνα παρακολουθώντας τον. Μάζεψε τα πόδια της πάνω στην
πολυθρόνα και ακούμπησε το σαγόνι της στα γόνατά της. Ο Γουίλλιαμ την κοίταξε.
-Μοιάζεις
πολύ με την μητέρα σου στην ίδια ηλικία.
Συνήθιζε να κάθεται έτσι σαν και' σενα τώρα.
-Τι
εννοείς; Δεν μπορεί ήξερες τη μητέρα μου όταν ήταν σαν εμένα δεν είσαι τόσο
μεγάλος.
Ο
Γουίλλιαμ χαμογέλασε.
-Δεν
δείχνω τόσο μεγάλος θες να πεις. Αλλά ούτε ο Γκράιτς δείχνει.
-Ναι
σωστά, είπε η Αλεξία. Θα συμβεί και σε' μενα αυτό;
-Θα
ήθελες;
Η
κοπέλα χαμήλωσε το βλέμμα της στο χαλί που κάλυπτε το παρκεταρισμένο πάτωμα.
Έμεινε σκεφτική για λίγο.
-Δεν
έχω στον κόσμο κανέναν άλλο παρά τη Νάντια. Αν εκείνη δεν ζήσει τόσο, όχι δεν
θέλω. Θα είναι μια άδεια ζωή.
-Ίσως.
Ο καθένας το βλέπει διαφορετικά.
-Ο
καθένας; Αφού ξέρεις μόνο τον παππού και τον Γκράιτς και δεν νομίζω να έχεις
μιλήσει για κάτι τέτοιο με το Γερμανό.
-Είσαι
έξυπνο κορίτσι, απάντησε ο Γουίλλιαμ, παρατηρητικό. Υποθετικά μιλώντας το είπα.
Ο καθένας θα το αντιμετώπιζε αλλιώς. Νομίζεις ότι δεν θα μπορούσες να ζήσεις
μια τέτοια ζωή;
-Δεν
ξέρω.
Η
Αλεξία τον κοίταξε κατάματα.
-Όχι,
δεν θα μπορούσα. Είμαι ανάξια, κατέληξε σκύβοντας το κεφάλι.
-Δεν
είσαι, είπε απαλά ο Γουίλλιαμ πλησιάζοντας και χαϊδεύοντας απαλά τα μαλλιά της.
Είναι ένα φορτίο που δεν μπορούν όλοι να σηκώσουν. Και που ο παππούς σου δεν
σκόπευε ποτέ να περάσει σε' σενα. Αλλά δεν είχε άλλον που να εμπιστεύεται και
τον πρόλαβε ο θάνατος.
-Δεν
θέλω να προδώσω την εμπιστοσύνη του,
είπε η κοπέλα.
-Δεν
θα την προδώσεις, δεν θα το κάνεις. Μη φοβάσαι. Θα φέρουμε σε πέρας το έργο που
είχα ξεκινήσει με τον παππού σου.
-Ναι,
είπε η κοπέλα, που θα πρέπει να ψάξουμε;
-Θα
πρέπει να ξεκινήσουμε από τη Ρώμη.
-Από
τη Ρώμη... ναι βέβαια. Ο ένας Φύλακας ήταν Ρωμαίος, είπε ενθουσιασμένη η Αλεξία
για να σκυθρωπιάσει αμέσως. Δεν έχω διαβατήριο. Πως θα πάμε στη Ρώμη;
Ο
Γουίλλιαμ την κοίταξε συνωφρυομένος.
-Αυτό
δεν είναι πρόβλημα για τη Ρώμη που είναι εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά θα
μας εμποδίσει σε μετέπειτα κινήσεις. Μπορώ όμως να το τακτοποιήσω αυτό.
-Ωραία,
απάντησε η Αλεξία.
-Τι
είναι το ωραίο; ρώτησε ο Άγγελος μπαίνοντας με την Νάντια στο δωμάτιο.
-Ο
Γουίλλιαμ μπορεί να μου βγάλει διαβατήριο.
-Διαβατήριο;
Που θα πάμε;
-Στη
Ρώμη αρχικά και μετά όπου μας οδηγήσουν τα ίχνη.
-Στη
Ρώμη λοιπόν, είπε η Νάντια. Υποθέτω για το κλειδί που κατείχε ο Ρωμαίος.
Ο
Γουίλλιαμ πήρε από το σεκρετέρ το βιβλίο του νεκρού πια συντρόφου του. Το
άνοιξε σε μια σελίδα και την μελέτησε για μια στιγμή πριν πει:
-Ο
Άουλους Σίξτους Νομπίλιορ ήταν συγκλητικός και το ίδιο και η απόγονοί του. Όταν
η δυτική αυτοκρατορία κατέρρευσε συγκλητικός ήταν ο Δέκιος Καικίλιος Νομπίλιορ.
Ήταν ένας έντιμος άνδρας παρά τη διαφθορά και την ηθική χαλαρότητα που
σημάδευσε τις τελευταίες μέρες της Ρώμης. Μέσα στο χάος που ακολούθησε την
πτώση της αιώνιας πόλης και την κατάληψή της από διαδοχικούς κυρίους ο Δέκιος
πήρα την οικογένεια και τους δούλους του όπως και κάποιους από το λαό που τον
ακολούθησαν και αποσύρθηκε στα κτήματά του στην Απουλία όπου έφτιαξαν μια μικρή
φιλήσυχη κοινότητα. Πέθανε εκεί. Ωστόσο όταν η Ρώμη επανακτήθηκε από την
ανατολική αυτοκρατορία, αυτή που έμεινε στην ιστορία ως Βυζαντινή, οι απόγονοί
του μετέφεραν τα οστά του πίσω στη Ρώμη για να εκπληρώσουν την επιθυμία του να
ταφεί στη γη που τον γέννησε.
-Ναι
αλλά δεν θα κληροδότησε σε κάποιον το κλειδί; ρώτησε η Αλεξία; Δεν θα το πήρε
μαζί του στον τάφο αφού είχε απογόνους.
-Σωστή
σκέψη και λογικά έτσι θα έγινε. Ο γιος του έγινε κληρικός. Δεν είναι περίεργο,
υπήρξαν πολλές φορές ιερωμένοι ανάμεσα στους επτά. Ο παππούς σου λέει ότι θα
πρέπει να επισκεφθούμε τον τάφό του ιερέα στον ναό του αγίου Σεβαστιανού.
-Τι
θα βρούμε εκεί;
-Λέει
απλά θα δούμε τα βήματα που οδηγούν εκεί που θέλουμε.
-Θα
υπάρχει κάποια ένδειξη προφανώς, είπε ο Άγγελος.
-Ναι,
είπε ο Γουίλλιαμ.
Σήκωσε
το καπάκι του σεκρετέρ και αποκάλυψε ένα λάπτοπ. Στράφηκε στον Άγγελο.
-Χρησιμοποίησε
αυτό για να κλείσεις εισιτήρια για Αθήνα και από εκεί για Ρώμη ως που να
φροντίσω για το διαβατήριο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου