2.
Στους δυο μήνες που περάσανε - κάτι λιγότερο από δύο για να είμαι ακριβής - ο Δημήτρης άλλαξε δυο ακόμη κοπέλες και εγώ προχώρησα το μυθιστόρημά μου. Έγραψα τα πρώτα κεφάλαια και είχα εισαγάγει τους ήρωές μου. Είχα φτάσει πλέον στο σημείο που το μεγαλύτερο στην εποχή του πλοίο του κόσμου είχε αρχίσει το μοιραίο ταξίδι. Έγραφα γρήγορα και απερίσπαστος αφού ναι μεν παρακολουθούσα τα μαθήματά μου αλλά η εξεταστική ήταν μακριά και δεν είχα πολλές υποχρεώσεις.
Ανάμεσα στους ήρωές μου βρισκόταν και ο Μαξιμίλιαν Κλέητον κόμης του Γκρέστοουκ με έναν στενό φίλο του που ταξίδευαν στην Αμερική για μια ιστορική μελέτη που έκαναν. Στην εξέλιξη της ιστορίας θα αγαπούσε την Μάριον Γκράχαμ, μια από τις καμαριέρες του πλοίου. Αυτή η ιστορία αγάπης θα αντιπροσώπευε την δική μου στάση απέναντι στο θέμα, η αγάπη πρώτα απ' όλα ήταν αίσθημα που αφορούσε την ψυψή και όχι το σώμα, ούτε βέβαια έπρεπε να τη σταματάει η κοινωνική ή όποια άλλη διαφορά.
Ήμουν νοερά στο κατάστρωμα του Τιτανικού όπου ο Μαξιμίλιαν και ο Ίαν, ο φίλος του, παρακολουθούσαν την επιβίβαση των επιβατών από το Χερβούργο της Γαλλίας, όταν άκουσα ένα χτύπημα στην πόρτα που με προσγείωσε απότομα. Φυσικά δεν ήταν ο Δημήτρης, εκείνος είχε κλειδιά. Πήγα να ανοίξω απρόθυμα. Στο κατώφλι στεκόταν η Κατερίνα, ήταν χλωμή και ήταν μαζεμένη μέσα στο παλτό της. Είχε μπει πια ο χειμώνας αλλά δεν έκανε τόσο κρύο που να δικαιολογεί την κατάστασή της.
-Είναι εδώ ο Δημήτρης; ρώτησε.
-Όχι, είπα και είδα το βλέμμα της να γεμίζει απελπισία.
-Μπορώ να τον περιμένω;
-Ναι, έλα μέσα.
Μπήκε μέσα και με ακολούθησε στην κουζίνα.
-Έφτιαχνα καφέ, είπα. Θέλεις να σου βάλω;
Έκανε ένα νεύμα και έτσι της γέμισα μια κούπα με καφέ φίλτρου. Την πήρε και την κράτησε στα χέρια της σαν για να τα ζεστάνει. Ήπιε λίγο και μετά με κοίταξε. Δεν πρόλαβε να πει τίποτα όμως γιατί κατέφθασε ο Δημήτρης που εξαγριώθηκε μόλις την είδε.
-Τι θες εδώ;
-Άσε με να σου μιλήσω, ψέλισσε η κοπέλα.
-Να μου πεις τις ίδιες αηδίες που πήγες να πεις και χθες;
Εγώ έκανα να φύγω αλλά ο Δημήτρης με σταμάτησε.
-Μείνε, είπε με έναν τραχύ τόνο που δεν είχα ξανακούσει, σε θέλω για μάρτυρα.
Στάθηκα κοντά στην πόρτα, δυο βήματα από την καρέκλα που είχε καθίσει η Κατερίνα.
-Είμαι έγκυος, είπε η κοπέλα. Από' σενα. Ξέρεις ότι ήσουν ο πρώτος μου και δεν υπήρξε άλλος μετά.
-Έτσι σου είπανε να λες; Σου είπανε ό,τι είμαι πλούσιος ηλίθια βρώμα και είπες να με τυλίξεις;
Ο Δημήτρης σήκωσε το χέρι του να τη χτυπήσει. Πρόλαβα να μπω μπροστά και βόγγηξα από τον πόνο καθώς δεχόμουν ένα γερό χτύπημα στον ώμο.
-Τι κάνεις ρε; μούγκρισε ο Δημήτρης.
-Ακόμα και αν δεν είναι έγκυος από' σενα, είπα με φωνή που αλοιωνόταν από τον πόνο, πρέπει να σεβαστείς την κατάστασή της. Και ήσουν ο πρώτος της όντως.
-Ε και;
-Όταν γεννηθεί το παιδί η πατρότητα θα μπορεί να αποδειχθεί, καλύτερα να δεις από τώρα τι θα κάνεις.
-Πολύ καλά.
Με έκανε πέρα και άρπαξε την Κατερίνα από το μπράτσο. Βγήκαν από το σπίτι και εγώ έμεινα να αφουγκράζομαι τη δυσοίωνη σιωπή.