Ιστολόγιο του μήνα - Αύγουστος 2010

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Συνεχίζοντας την παράδοση που ξεκίνησα τον προηγούμενο μήνα ήρθε η ώρα να παρουσιάσω ένα ακόμα ιστολόγιο. Το ιστολόγιο που διάλεξα να παρουσιάσω αυτή τη φορά είναι ένα από τα αγαπημένα μου. Είναι από τα λίγα καθαρά λογοτεχνικά ιστολόγια που έχω ως τώρα συναντήσει και η συγγραφέας του έχει καταφέρει να κερδίσει την προσοχή μου με το γράψιμό της.
  Όπως θα ταίριαζε σε ένα ιστολόγιο με μυθιστορήματα και ιστορίες έχει ένα μυθιστορηματικό τίτλο, το Πράσινο Πετράδι. Δημιουργήθηκε πριν από έναν περίπου χρόνο ( τον συμπληρώνει σε λίγες μέρες για να είμαι ακριβής ) και σε αυτόν τον χρόνο έχει πλουτίσει με μια μεγάλη σειρά αναρτήσεων. Έχει γράψει μερικά κείμενα που είναι κάπως προσωπικά, μια ιστορία με τίτλο L και Moln, από τα ονόματα των πρωταγωνιστών της, την ιστορία η Πριγκίπισσα των Ρόδων και ο Ταξιδευτής που μόλις άρχισε και το μυθιστόρημα Η πρώτη υπόθεση. Είναι ένα πολύ καλό αστυνομικό μυθιστόρημα που πλησιάζει στην ολοκλήρωσή του.
   Στα μελλοντικά της σχέδια είναι και άλλες ιστορίες και μυθιστορήματα, και μεταξύ μας σίγουρα έχουν πολύ ενδιαφέρον. Το Πράσινο Πετράδι και τις ιστορίες του θα το βρείτε εδώ:

Κοντά Σου

Author: Νυχτερινή Πένα /

Στο φως της παρουσίας σου
αγάπη μου γλυκιά
το σκοτάδι φεύγει μακριά μου,
ξεφτίζει, χάνεται,
δεν με φοβίζει,
η φρικτή του δύναμη δεν με αγγίζει.

Αλλά όταν είσαι μακριά μου
και το φως σου
έχεις από' μενα αποσύρει
τότε το σκοτάδι επιστρέφει
και στην αγωνία του με πνίγει.

Οι φόβοι γίνονται
αλήθεια απτή,
που με συντρίβει κάθε στιγμή
σε παρακαλώ βασίλισσά μου
κράτα με στη χάρη σου καρδιά μου.

Μελωδία

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Οι νότες κυλούν σαν ένα κρυστάλλινο ποτάμι, όμορφες, δροσερές με ορμή. Είναι μια γρήγορη μελωδία με έντονο ρυθμό, αναζωογονητική σαν να βυθίζεσαι σε έναν βαθυγάλαζο ωκεανό σε μια καυτή καλοκαιρινή μέρα. Γεμίζουν το χώρο και απλώνονται παντού μεταφέροντας μαζί τους τη φρεσκάδα και τη δροσιά τους, ταξιδεύοντας τον ακροατή σε μαγικά μέρη.
   Ο ρυθμός αλλάζει γίνεται πιο αργός και πιο απαλός, σαν ένα αέρινο γλυκό χάδι, σαν μια νοσταλγική ανάμνηση που ταξιδεύει τη σκέψη σε αυτές τις στιγμές από το παρελθόν που κρατάει για πάντα φυλαγμένες σαν πολύτιμο θησαυρό.
   Και εκεί στην πηγή της μουσικής η σολίστ. Το πρόσωπο ανέκφραστο παρά τα τα συναισθήματα που την πλημμυρίζουν, τα χέρια της χαιδεύουν τα πλήκτρα του πιάνου, ένα άγγιγμα απαλό σαν το χάδι της γυναίκας σε εκείνον που έχει την αγάπη της και ταυτόχρονα έντονο και απαιτητικό σαν μια αόρατη αλλά άμεση προσταγή στο μουσικό όργανο να υλοποιήσει αυτό που εκείνη θέλει.
   Αλλά για' μενα δεν είσαι απλά μια σολίστ, είσαι η μόνη. Παρακολουθώ τα λεπτά δάκτυλά σου να χαϊδεύουν τα πλήκτρα και αναρωτιέμαι τι σκέφτεσαι, τι αισθάνεσαι, τι είναι αυτό που βγάζεις κάθε στιγμή στους εναλλασόμενους ρυθμούς της μουσικής που με μαγεύουν. Σίγουρα μαγεύεις τις νότες να κάνουν αυτό που θες, να πετύχουν το κάθε σου συναίσθημα, να το εκφράσουν πιστά να το αποδώσουν πληρέστερα από ένα χείμαρρο εικόνων ή από χιλιάδες λέξεων.
   Αφήνομαι στη μαγεία της μουσικής σου, ίσως η μελωδία της μου ψιθυρίσει κάποια από τα μυστικά της καρδιάς σου.

Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων 9

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Ο Ροβέρτος κοίταξε τον άνδρα που τον σημάδευε με το πιστόλι, ήταν ο ίδιος που το προηγούμενο βράδυ ήταν στην υποδοχή. Πισωπάτησε και ο άνδρας μπήκε στο δωμάτιο ακολουθούμενος από άλλους τρεις. Ο Ιππότης δεν έδειξε φόβο ή ταραχή, ούτε καν έκπληξη. Δεν το περίμενε αλλά το να το δείξει θα αποτελούσε θανάσιμο λάθος. Παρατήρησε τους αντιπάλους του, έδειχναν σίγουροι ότι ήταν κύριοι της καταστάσεως και ότι τον είχαν στο χέρι.
   -Που είναι το χρυσάφι; είπε ο ένας από τους άνδρες.
  Ο Ροβέρτος έβαλε το χέρι μέσα στο μανδύα του και ο άνδρας με το ξυρισμένο κεφάλι ύψωσε το όπλο του.
   -Αργά, είπε, αλλιώς μπορεί η επόμενη κίνησή σου να είναι και η τελευταία που θα κάνεις.
   Ο Ροβέρτος του έτεινε το πουγκί του αλλά ο κακοποιός έδειξε το πάτωμα με την παλιά φθαρμένη μοκέτα. Ο Ιππότης το έριξε κάτω, παρά την μοκέτα έκανε αρκετό θόρυβο. Οι τέσσερεις άνδρες κοιτάκτηκαν και ο ένας έσπευσε να το μαζέψει και να το ανοίξει ανυπόμονα. Τα χρυσά νομίσματα που κύλισαν στην απλωμένη παλάμη του έκαναν τα μάτια του να λάμψουν από απληστία.
   -Πιάσαμε την καλή, είπε. Τι νομίσματα, είναι αυτά;
   -Υπάρχουν κι άλλα; Που ήταν κρυμμένα; είπε ο άνδρας με το ξυρισμένο κεφάλι θεωρώντας ότι ήταν παλιά μέρος κάποιου θησαυρού. Τι γράφουν; ρώτησε το συνεργό του.
   -Δεν ξέρω, κάτι σε ξενη γλώσσα αφεντικό.
   -Δώσε να δω, είπε το “αφεντικό” και στράφηκε προς τα πίσω δίνοντας στο Ροβέρτο την ευκαιρία που ζητούσε.
   Με την ταχύτητα που χρόνια εκπαίδευσης και πείρας του είχαν χαρίσει τράβηξε τα όπλα του. Τα δυο σπαθιά διέγραψαν δυο ματωμένες τροχιές σκοτώνοντας τον άνδρα με το ξυρισμένο κεφάλι και εκείνον που είχε στα χέρια του το πουγκί που έπεσε στο πάτωμα σκορπώντας προς κάθε κατεύθυνση χρυσα καλογυαλισμένα νομίσματα. Ο αιφνιδιασμός ήταν τόσο απόλυτος που οι άλλοι δυο κακοποιοί δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν καθόλου. Δυο ακόμη χτυπήματα και ο Ροβέρτος ήταν ο μόνος που στεκόταν στο δωμάτιο. Με γρήγορες κινήσεις μάζεψε τα νομίσματα που είχαν σκορπιστεί στο δάπεδο. Δεν ήταν η αξία τους που τον ένοιαζε, δεν ήθελε να αφήσει ίχνη. Σύντομα ήταν έτοιμος να αφήσει και πάλι το δωμάτιο με το πουγκί πίσω στη ζώνη του και τα όπλα του θηκαρωμένα και κρυμμένα κάτω από τον μανδύα του.
   Στο δρόμο διαπστωσε ότι δεν τραβούσε την προσοχή ιδιαίτερα. Δεν έβρεχε αλλά ο αέρας ήταν παγωμένος και οι λιγοστοί άνθρωποι στους δρόμους κυκλοφορούσαν κουκουλωμένοι ώστε ο μανδύας του να μην φαίνεται αταίριαστος ειδικά αφού ο Ροβέρτος δεν φορούσε την κουκούλα του.
   Ο Ιππότης κατευθύνθηκε προς το σημείο όπο μπορούσε ακόμα να αισθανθεί τα ίχνη της μαγείας του Μπαγκράς που είχε στείλει τον φίλο του σε αυτόν τον περίεργο κόσμο.

   Η νύχτα άρχισε να απλώνει τα πέπλα της στον κόσμο και οι πέντε Ιππότες με τον Ροδόλφο της Ασόν συνέχιζαν να καλπάζουν. Είχαν καλύψει μια αρκετά μεγάλη απόσταση αφού δεν είχαν σταματήσει παρά για να ξεκουράσουν τα άλογά τους. Οι πέντε Ιππότες δεν έδειχναν να κουράζονται, ο Ροδόλφος ήξερε πως η εκπαίδευση και οι δυνάμεις που ανέπτυσσαν τους επέτρεπαν να αντέχουν σε αρκετές κακουχίες. Ο ίδιος είχε εξαντληθεί, δεν ήταν λίγα όσα είχε ζήσει σε αυτήν την ημέρα, αλλά η αγάπη του για τη Φιντέλια και η απόφαση να μην την εγκαταλείψει τον κρατούσε ακόμα όρθιο στη σέλα.
   Λίγα λόγια είχαν ανταλλάξει στο ταξίδι τους αυτό, κυρίως για τη διαδρομή που θα ακολουθούσαν και το τι πιθανόν τους περίμενε στο καταραμένο νησί του Αλκιμάρ. Καθώς το σκοτάδι πύκνωνε άρχισαν να ψάχνουν για ένα κατάλληλο σημείο όπου θα μπορούσαν να περάσουν τη νύχτα τους. Ήταν ο Αλεξάντερ του Ζίριον που το εντόπισε. Λίγο έξω από τον δρόμο βρισκόταν ένα σύμπλεγμα βράχων που ήταν ακριβώς ό,τι χρειάζονταν. Προχώρησαν ως εκεί και ανακάλυψαν ότι είχε δίκιο. Τα βράχια θα τους προστάτευαν αρκετά από τα στοιχεία της φύσεως αλλά και θα είχαν την δυνατότητα άμυνας σε περίπτωση επίθεσης.
   Ξεπέζεψαν και άφησαν τα άλογά τους να βοσκήσουν στο πλούσιο χορτάρι αφού τα απάλλαξαν από την ιπποσκευή τους. Μιας και δεν βρίσκονταν σε εχθρική περιοχή άναψαν φωτιά. Δείπνησαν με τρόφιμα από τις προμήθειες που είχαν μαζί τους και ετοιμάστηκαν για ύπνο. Οι πέντε Ιππότες μοιράστηκαν μεταξύ τους τις ώρες της νύχτας που θα φυλούσαν σκοπιά αφήνοντας τον Ροδόλφο να ξεκουραστεί.
   Ο Μάικ πήρε την πρώτη βάρδια. Στάθηκε σε μια άκρη μακριά από τη φωτιά για να μην είναι αντιληπτή η παρουσία του από οποιονδήποτε θα πλησίαζε κακόβουλα το μικρό καταυλισμό τους. Τυλιγμένος στο μανδύα του κοίταζε τα άστρα και σκεφτόταν αν θα μπορούσε να είχε προβλέψει την αντίδραση του Μπαγκράς κάνοντας κάτι που θα σταματούσε τον μάγο από το να στείλει τον Ραμίρ σε έναν άλλο κόσμο και να απαγάγει τη Φιντέλια για την οποία ανησυχούσε πολύ περισσότερο. Ο Ραμίρ δεν έπαυε να είναι Ιππότης και ο Ροβέρτος θα έκανε τα πάντα για να τον βρει, η κοπέλα ήταν ανυπεράσπιστη.
   Τα άλογα χλιμίντρισαν ανήσυχα και ο Μάικ συνοφρυώθηκε. Τι τα είχε τρομάξει; Μια βαριά μυρωδιά έφτασε στα ρουθούνια του. Την ήξερε πολύ καλα, αγριόλυκοι.
   -Στα όπλα! φώναξε.
   Μια βαρβαρική πολεμική κραυγή ήταν η απάντηση.

   Τα βήματα πολλαπλασιάστηκαν και μετά σταμάτησαν έξω από την πόρτα του μικρού διαμερίσματος. Σιωπή, όπως αυτή πριν από την καταιγίδα, επικράτησε. Ο Ραμίρ στράφηκε στην Γιαρμίλα και της είπε γρήγορα αλλά με ήρεμη φωνή:
   -Πάρε την Κάτκα και κρατηθήτε μακριά.
   Η κοπέλα πήρε τη μικρή αδερφή της και τραβήκτηκαν πίσω πίσω κοντά στην πόρτα του μπάνιου. Ο Ραμίρ ξεθηκάρωσε τη σπάθα του αποφασιστικά και στάθηκε στην εξώπορτα. Η σκέψη του ήτα κρυστάλλινα διαυγής και ήξερε πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει. Η πόρτα τινάκτηκε στο πλάι με έναν εκκωφαντικό κρότο και μια ομάδα ανδρών όρμησε μέσα. Ο Ραμίρ κινήθηκε να τους αντιμετωπίσει.

Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων 8

Author: Νυχτερινή Πένα /

       Κεφάλαιο Δεύτερο



   -Κάνε στην άκρη ονειροπαρμένη.
   Η Λίζα παραμέρισε γρήγορα για να περάσουν τα τρία κορίτσια που έρχονταν πίσω της στο σχολικό διάδρόμο. Η μεσαία ήταν που την είχε προσβάλλει και τώρα χαμογελούσε με κάποιο σχόλιο των δυο άλλων. Η Λίζα δεν ήξερε τι σχόλιο είχαν κάνει αλλά είχε τη δυσάρεστη αίσθηση πως ήταν εις βάρος της, όχι ότι θα ήταν η πρώτη φορά. Από τότε που είχε αλλάξει σχολείο ήταν καθημερινό φαινόμενο οι δήθεν καλοσυνάτες παρατηρήσεις, τα σχόλια και οι ειρωνείες. Η Μαριάννα και οι φίλες της είχαν βρει στο πρόσωπό της ένα εύκολο θύμα. Δεν ήταν η μοναδική, η Μαριάννα και οι ακόλουθές της συνήθιζαν να εκμηδενίζουν με αδυσώπητο ψυχολογικό πόλεμο τα άτομα που δεν ανήκαν στην κλίκα τους και τα οποία για κάποιο λόγο αντιπαθούσαν.
   Μπήκε στην τάξη της και κάθισε στο θρανίο της αποφεύγοντας να κοιτάξει την Μαριάννα ή την παρέα της. Η Μαρκέλλα, η στενότερη φίλη της Μαριάννας, έκανε ένα σχόλιο “ τέτοια φορέματα δεν φοράνε ούτε οι υπηρέτριες σπίτι μου” που έκανε τις υπόλοιπες να γελάσουν. Η Λίζα έκανε πως δεν άκουσε το μειωτικό σχόλιο. Την πλήγωνε να της φέρονται έτσι αλλά δεν είχε νόημα να αντιδράσει θα κατάφερνε απλά να κάνει τα πράγματα χειρότερα. Θυμόταν πολύ καλά τι είχε γίνει όταν είχε πρωτοέρθει στο σχολείο και είχε αντιδράσει στην κακεντρέχεια της Μαριάννας.
   Έδιωξε βιαστικά τις σκέψεις από το μυαλό της. Δεν υπήρχε λύση σε αυτό το πρόβλημα και το ήξερε. Ας συγκεντωνόταν στο μάθημα που τώρα θα άρχιζε, για αυτόν τον λόγο ήταν εδώ εξ' άλλου.
   Η καθηγήτρια που δίδασκε κοινωνιολογία ήταν μια πενηντάρα γυναίκα, ξερακιανή με αυστηρό παρουσιαστικό. Ο τρόπος που δίδασκε ήταν μονότονος και βαρετός, χρειαζόταν κανείς ατσάλινη πειθαρχία για να μπορεί να παρακολουθήσει την παράδοση του μαθήματος από' κεινη. Η Λίζα κατέβαλλε κάθε προσπάθεια να το κάνει αλλά στάθηκε αδύνατον όπως και άλλες φορές στο παρελθόν.
   Οι σκέψεις της απομακρύνθηκαν από το μάθημα, από τις δυσκολίες που η καθημερινή ζωή της όρθωνε μπροστά της, και ταξίδεψαν σε μαγευτικά τοπία και όμορφες πόλεις μιας άλλης εποχής που είχε δει στα όνειρά της. Ανέκαθεν τα είχε αυτά τα όνειρα, από τότε που θυμόταν τον εαυτό της τα έβλεπε αυτά. Όσο μεγάλωνε γίνονταν και εκείνα εκτενέστερα και πιο λεπτομερή. Είχε δει εφιάλτες αλλά και υπέροχα παραμυθένια όνειρα. Αυτά τα δεύτερα αποτελούσαν το καταφύγιό της πολλές φορές. Δεν ήταν άνθρωπος που αρεσκόταν σε ψεύτικες παρηγοριές και ψευδαισθήσεις αλλά η ζωή μερικές φορές εναπέθετε στους ώμους της βάρη δυσβάστακτα για τα δεκαεπτά της χρόνια. Σ' εκείνες τις δύσκολες ώρες σκεφτόταν τα όνειρα αυτά που είχε δει, τα μαγευτικά τοπία, τις παραμυθένιες πολιτείες και τα επιβλητικά κάστρα.
   -Ίσως η δεσποινίς Ιακώβου μπορεί να μας εξηγήσει τις διαφορές, είπε η καθηγήτρια με την στριγγή φωνή της.
   Η Λίζα τινάκτηκε, είχε και πάλι παρασυρθεί στις σκέψεις της και είχε ξεχάσει την πεζή πραγματικότητα. Τώρα θα πλήρωνε αυτήν την απόδρασή της μιας και δεν είχε ιδέα για ποιο πράγμα μιλούσε η καθηγήτρια. Κοιταξε βιαστικά γύρω για μια βοήθεια, μια ένδειξη για το τι περίμενε η Λάμπρου από' κεινη αλλά το μόνο που αντίκρισε ήταν χαιρέκακα χαμόγελα και ειρωνικές ματιές ή αδιάφορα στην καλύτερη περίπτωση πρόσωπα. Τι θα έκανε; Η Λάμπρου ήταν φειδωλή με τους βαθμούς που έβαζε και στην ίδια έδειχνε κάθε αυστηρότητα που μπορούσε, θα άρπαζε την ευκαιρία να της μειώσει το βαθμό στο τετράμηνο. Πανικός άρχισε να την κυριεύει.
   “Τι θα κάνω τώρα;” σκέφθηκε ενώ ένα κακό χαμόγελο διαγραφόταν στα χείλη της καθηγήτριας και με την άκρη του ματιού της είδε τη Μαρκέλλα να χαμογελάει και να ψιθυρίζει κάτι στη Μαριάννα.
   -Οι διαφορές είναι οι εξής, άρχισε να λέει σε μια προσπάθεια να κερδίσει χρόνο αν και δεν είχε ιδέα τι θα έλεγε μετά.
   Δεν είχε την ευκαιρία να συνεχίσει την απέλπιδα προσπάθειά της. Ένα περίεργο τρίξιμο ακούστηκε, τα καρφιά που συγκρατούσαν τον πίνακα στον τοίχο τινάκτηκαν από τις οπές τους σαν βαλβίδες σε καζάνι υπό πίεση. Ο πίνακας έπεσε στο πάτωμα με έναν κρότο ικανό να ξυπνήσει άνθρωπο στο επόμενο τετράγωνο και η καθηγήτρια ούρλιαξε:
    -Σεισμός! Όλοι έξω.
   Έδωσε η ίδια το παράδειγμα ορμώντας στη πόρτα αντίθετα με οτιδήποτε είχαν διδαχθεί στα μαθήματα προστασίας για τέτοιες περιπτώσεις. Η Λίζα κάθισε στη θέση της έκπληκτη με αυτό που είχε συμβεί, είχε γλιτώσει με μια σύμπτωση που δεν θα μπορούσε να περιμένει ότι θα συμβεί ούτε μια στο εκατομμύριο.

Δεν ήταν όμως σύμπτωση. Και δεν θα αργούσε πολύ να το μάθει.

   Ο Ροβέρτος δεν είχε κοιμηθεί, είχε ξαπλώσει λίγο και είχε ξεκουραστεί αλλά είχε περάσει τη νύχτα του σκεπτόμενος κυρίως τις επόμενες κινήσεις του σε αυτήν την αχανή πόλη για να βρει τον φίλο του. Δεν μπορούσε να τον αισθανθεί, κάτι που θα είχε λύσει πολύ εύκολα το πρόβλημα. Δεν είχε ίχνη να ακολουθήσει, θα έπρεπε να συνεχίσει να ψάχνει για κάποιον που είχε δει τον Ραμίρ. Αλλά πόσο χρόνο θα απαιτούσε αυτό; Και αν είχε κάποιος δει τον Ραμίρ πόσο πριν θα είχε γίνει αυτό; Θα ήταν ακόμη δυνατό να ακολουθήσει τη διαδρομή του και να τον βρει; Θα ήταν αργά; Θα είχαν χαθεί τα ίχνη; Ακόμα περισσότερο από που θα έπρεπε να ξεκινήσει την αναζήτηση;
   Κατάφερε να απαντήσει το τελευταίο ερώτημα αν και απαίτησε προσπάθεια ο εντοπισμός του σημείου. Ήταν λογικό να ξεκινήσει την αναζήτηση από το σημείο που είχε εισέλθει ο Ραμίρ σ' αυτόν τον κόσμο. Επίσης ήταν λογικό να ψάξει μέρα αλλά και νύχτα μιας και οι άνθρωποι που βρίσκονταν στο δρόμο τη μια ίσως να μην ήταν την άλλη. Θα ήταν και πάλι δύσκολο αλλά ήξερε από να αρχίσει. Το σημείο που ο Ραμίρ πρωτοπάτησε στον κόσμο αυτό ήταν σημείο όπου είχε ασκηθεί ισχυρή μαγεία και μια τέτοια άφηνε πάντα ίχνη που μπορούσαν να γίνουν αντιληπτά από κάποιον προικισμένο ακόμα και αν δεν ήταν μάγος. Θα μπορούσε να το βρει. Αυτό που δεν υπολόγισε ήταν το μέγεθος της αχανούς πόλης αλλά τελικά το κατάφερε, προσδιόρισε το μέρος που είχε πρωτοβρεθεί ο Ραμίρ.
   Ήταν έτοιμος να αφήσει το δωμάτιο όταν το ένιωσε, μια αίσθηση σαν κάτι στην αίσθηση του σύμπαντος να είχα αλλάξει, σαν μια σταθερή συνιστώσα να είχε μεταβληθεί. Η αίσθηση τον γέμισε ολόκληρο για μια στιγμή και ο Ροβέρτος ευχήθηκε να είχε μαζί του τον Μάικ ή τον Γκίντεον. Θα ήξεραν να του πουν τι συμβαίνει.
   Τις σκέψεις του διέκοψε ένα χτύπημα στην πόρτα.
   -Ναι, είπε ο Ροβέρτος ενώ φρόντιζε να κρύβει ο μανδύας τα σπαθιά του αλλά να μην τον εμποδίζει να τα τραβήξει αν χρειαζόταν.
    Άνοιξε την πόρτα και βρέθηκε να αντικρίζει την κάνη ενός πιστολιού.

   Αντίθετα με τα όσα είχαν προηγηθεί την πρώτη του νύχτα σε αυτόν τον νέο κόσμο που είχε βρεθεί, το ξύπνημα του ήταν από τα πιο όμορφα που είχε ποτέ. Ξύπνησε ακούγοντας την Γιαρμίλα να τραγουδάει, είχε μια πολύ απαλή φωνή και το τραγούδι της ήταν τρυφερό και γεμάτο συναίσθημα αν και ο Ραμίρ δεν καταλάβαινε τη γλώσσα. Άνοιξε τα μάτια του για να αντικρίσει την Γιαρμίλα να τραγουδάει στην Κάτκα που την κοίταζε από την κούνια της ενώ κουνιόταν στο ρυθμό της μελωδίας. Ανακάθισε και η κοπέλα στράφηκε προς αυτόν.
    - Σε ξύπνησα, με συγχωρείς.
    -Δεν πειράζει, είπε ο Ιππότης. Πρέπει να έχει ξημερώσει.
    -Από αρκετή ώρα. Ήσουν κουρασμένος ε;
    -Υποθέτω. Τραγουδάς όμορφα.
   -Ευχαριστώ, είπε η Γιαρμίλα και χαμογέλασε, ήταν ένα τραγούδι που μου έλεγε η μητέρα μου όταν ήμουν μικρή. Τώρα εγώ το λέω στην Κάτκα και ίσως μια μέρα εκέινη να το πει στα δικά της παιδιά. Εγώ δεν θα αποκτήσω δικά μου, πρόσθεσε και το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη της.
   -Γιατί όχι; απάντησε ο Ραμίρ, ποτέ δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει το μέλλον.
   -Πολύ ευγενικό κ μέρους σου, αλλά πως θα μπορούσα να φέρω παιδιά στον κόσμο; Για να ζήσουν αυτήν την ζωή; Δεν κατάλαβες με ποιο τρόπο επιβιώνω;
   Ο Ραμίρ δεν πρόλαβε να απαντήσει τίποτα. Στη σκάλα που οδηγούσε στο υπόγειο ακούστηκαν ποδοβολητά. Και υπήρχε μόνο ένα μέρος που αυτοί οι άνδρες μπορεί να κατευθύνονταν.


   Ο Μάικ τράβηξε τα χαλινάρια του αλόγου του κάνοντάς το να σταματήσει. Έκλεισε τα μάτια του και ψέλλισε κάτι που ο Ροδόλφος δεν κατάλαβε αλλά φάνηκε οικείο στον Γκίντεον Νεμίνιον. Ο Τελευταίος Άρχοντας της Χαμένης Πόλης στράφηκε προς εκείνον ακριβώς και είπε:
   -Το ένιωσες και' συ, έτσι;
   -Ναι.
   -Είναι δυνατόν; Η πρώτη φορά μετά από τρεις αιώνες.
   -Μάλλον έπρεπε να πεις καιρός ήταν, είπε ο Γκίντεον.
   -Και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να βιαστούμε, είπε ο Μάικ, πριν ο Μπαγκράς ή κάποιος άλλος απ' αυτούς την αντιληφθεί.

Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων 7

Author: Νυχτερινή Πένα /

   -Είπες πως δεν θυμόσουν το όνομά σου, είπε η κοπέλα.
   -Το ξέρω, είπε ο Ραμίρ, αλλά τώρα που με ρώτησες η απάντηση μου ήρθε αβίαστα.
   -Ίσως θυμηθείς και άλλα πράγματα έτσι, είπε η Γιαρμίλα. Καληνύχτα Ραμίρ.
   -Καληνύχτα, είπε ο Ραμίρ.
   Δεν κοιμήθηκε αμέσως όμως. Έμεινε να αφουγκράζεται τους ήχους της νύχτας σε έναν κόσμο που ήταν τελείως ξένος με τον δικό του. Άκουγε μακριά τα αυτοκίνητα που περνούσαν που και που, πιο κοντά τα βήματα κάποιου σπάνιου περαστικού. Μέσα στο μικρό σπίτι δεν ακουγόταν παρά το τρίξιμο των σωλήνων που κρύωναν και η ανάσα της Γιαρμίλα που είχε παραδοθεί γαλήνια στην αγκαλιά του Μορφέα. Πεπεισμένος πως τουλάχιστον προς το παρόν δεν κινδύνευε, τελικά αποκοιμήθηκε.

   Το γραφείο είχε τον αέρα της άκρας πολυτέλειας από το παχύ περσικό χαλί στο πάτωμα μέχρι την ξύλινη επένδυση του τοίχου. Ήταν αρκετά ευρύχωρο με πανάκριβα έπιπλα από έβενο και μαόνι. Υπήρχαν βιβλιοθήκες, ένα έπιπλο που φιλοξενούσε ένα πλήρες ψηφιακό σύστημα για αναπαραγωγή ήχου και εικόνας, ένα μεγάλο γραφείο με ένα βοηθητικό που φιλοξενούσε έναν υπολογιστή, και δυο πολυθρόνες μπροστά από το γραφείο.
   Ο άνδρας που καθόταν στο γραφείο ήταν συνηθισμένος σε αυτήν την πολυτέλεια, όπως ήταν συνηθισμένος και στη δύναμη. Καθισμένος στην αναπαυτική δερμάτινη πολυθρόνα παρακολουθούσε με προσοχή τα λόγια του άλλου άνδρα που στεκόταν μπροστά του.
   -Είχαμε κάτι ενδιαφέρον, είπε ο άλλος. Οι κάμερες ασφαλείας της τράπεζας έπιασαν μια συμπλοκή ανάμεσα σε αστέγους και την αστυνομία. Ένας είχε ένα σπαθί.
   -Σπαθί; είπε με ενδιαφέρον ο καθισμένος και έγειρε μπροστά. Ήταν ένας γεροδεμένος άνδρας με μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια. Το βλέμμα του όμοιο με αρπακτικού που φιξάρει το θύμα του έφερνε ρίγος σε όποιον τολμούσε να τον αντικρίσει κατάματα.
   -Μάλιστα, είχατε πει να έχουμε το νου μας για κάτι τέτοιο. Ελέγξαμε την φωτογραφία με το φασματοσκόπιο. Το όπλο αυτό δεν είναι φτιαγμένο με κάποιο γνωστό μέταλλο.
   -Φυσικά και δεν είναι, είπε ο άνδρας. Τον έχει η αστυνομία;
   -Απέδρασε.
   Ο άνδρας έγειρε πάλι πίσω και το πρόσωπό του χάθηκε στη σκιά καθώς το γραφείο ήταν βυθισμένο στο ημίφως. Ο άλλος περίμενε υπομονετικά την άδεια να φύγει.
   -Που έγινε αυτό;
   -Στο κέντρο. Η αστυνομία τον έχασε.
   -Εκεί μπορεί να κρυφτεί μια χαρά ανάμεσα στους αστέγους και τους μετανάστες παράνομους ή μη. Δεν θα μπορεί να τον βρει κανείς. Πρέπει να βρω τρόπο να τον τραβήξω εκεί που θα είναι εύκολο να πιαστεί.
   -Ίσως υπάρχει ένας τρόπος, όχι να τον τραβήξουμε έξω αλλά να τον κάνουμε υψηλή πρωτεραιότητα για την αστυνομία.
   -Μπα; Πως;
  -Πριν λίγες ώρες βρέθηκε νεκρός ένας προαγωγός με το σωματοφύλακά του, δεν τους σκότωσε αυτός. Όποιος το έκανε το έκανε με γυμνά χέρια. Θα το φορτώσουμε σε αυτόν, η αστυνομία θα θέλει τότε να τον βρει.
   -Όχι, δεν θέλω να εμπλακεί η αστυνομία, όχι πριν τη θέσω υπό τον έλεγχό μου. Θα το αναλάβουν οι δικοί μας.
   -Εντάξει αφεντικό.
   Ο καθισμένος άνδρας τον απέπεμψε με ένα νεύμα και έμεινε μόνος να σκέφτεται. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Καθώς το γραφείο βρισκόταν στον υψηλότερο όροφο του πλέον νεόδμητου και ψηλού ουρανοξύστη της πολής γνωστού και ως πύργου της Umargo από το όνομα της εταιρίας στην οποία ανήκε, είχε μια απλόχερη θέα σε μεγάλο μέρος του κέντρου της πόλης. Εκείνος όμως δεν έβλεπε ένα πανόραμα της αλλά έναν κόσμο έτοιμο να τον κατακτήσει. Γιατί εκείνος δεν ήταν ένας συνηθισμένος επιχειρηματίας, ούτε κανένας από εκείνους που είχαν δει τα θεμέλια του κτιρίου είχε ξαναδεί το φως της ημέρας.

   Ο Ροβέρτος αποφάσισε πως έπρεπε να βρει ένα μέρος για να περάσει τη νύχτα, έπρεπε να ξεκουραστεί και να σκεφθεί τις επόμενες κινήσεις του. Σταμάτησε στην πόρτα ενός απόμερου ξενοδοχείου. Δεν φαινόταν να τον παρακολουθεί κανείς ή να τραβάει ανεπιθύμητη προσοχή. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια ως την γυάλινη πόρτα και την έσπρωξε για να μπει. Στον πάγκο της υποδοχής βρισκόταν ένας σωματώδης άνδρας με ξυρισμένο κρανίο. Ο Ροβέρτος τον πλησίασε και ζήτησε ένα δωμάτιο. Ο άλλος τον κοίταξε σαν να είχε ζητήσει κάτι αλλόκοτο.
   -Μόνος σου; είπε τελικά. Ή είπες να βρεις παρέα εδώ;
   -Όχι ευχαριστώ, είπε ο Ροβέρτος. Απλά θέλω ένα δωμάτιο για τη νύχτα.
   -Σαράντα ευρώ, είπε ο άλλος ξινισμένα.
   -Ευρώ είναι προφανώς το νόμισμά σας, είπε ο Ροβέρτος. Που μπορώ να αλλάξω χρυσό με αυτά τα νομίσματα;
   -Χρυσό;
   Ο Ροβέρτος έδωσε στον άνδρα ένα χρυσό νόμισμα σαν αυτό που είχε δώσει στη Γιαρμίλα λίγες ώρες νωρίτερα. Εκείνος το κοίταξε και μετά το επέστρεψε λέγοντας:
   -Θα σου βρω κάποιον.
   Έδωσε στον Ροβέρτο ένα κλειδί και είπε:
   -Δωμάτιο εννιά στον πρώτο.
   Ο Ροβέρτος ένευσε και άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες για το δωματιό του. Ο άνδρας στην υποδοχή περίμενε να σιγουρευτεί ότι δεν τον άκουγε και μετά σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου και σχημάτισε βιαστικά ένα νούμερο.
   -Έλα εδώ, είπε όταν του απάντησαν, και φέρε και τα παιδιά. Σας έχω μια δουλειά.
  
   Ο Ροδόλφος της Ασόν καβάλησε με μια σβέλτη κίνηση το άλογό του. Φορούσε ακόμα τα μαύρα ρούχα που φορούσε οδεύοντας προς την εκτέλεση αλλά τώρα φορούσε επιπλέον έναν ελαφρύ θώρακα και έναν μαύρο μανδύα. Είχε οπλιστεί με ένα εγχειρίδιο περασμένο στη μέση του και ένα σπαθί που κρεμόταν στο πλευρό του. Ώθησε, με ένα απαλό χτύπημα του γαντοφορεμένου χεριού του στο λαιμό, το άλογο να πλησιάσει την ομάδα των Ιπποτών που ετοιμάζονταν να αντιμετωπίσουν τον Μπαγκράς. Από εκείνους δεν γνώριζε κανέναν, πιο πολύ γνώριζε τον Ροβέρτο της Αβέρν που είχε τόσο θαρραλέα βουτήξει στο αβυσσαλέο σκοτάδι για να βοηθήσει τον φίλο του. Πλησίασε ωστόσο και είπε:
   -Υποθέτω ότι θα καταδιώξετε τον μάγο.
   -Ναι, είπε εκείνος που ο Ροβέρτος είχε φωνάξει Μάικ. Οι περισσότεροι από' μας θα πάνε βόρεια στη Νύλια για να τραβήξουν την προσοχή του μάγου με μια επίθεση στα στρατεύματά του που βρίσκονται εκεί. Εμείς όμως θα πάμε στο Λόου Κόουβ για να βρούμε ένα μέσο να μας περάσει στο νησί του Αλκιμάρ. Εκεί στο καταραμένο κάστρο έχει καταφύγει ο Μπαγκράς.
   -Θα έρθω μαζί σας, είπε ο Ροδόλφος.
   -Το περίμενα αυτό, είμαι ο Μάικ, ο Τελευταίος Άρχοντας της Χαμένης Πόλης. Σάιμον του Θαλ, Αλεξάντερ και Ίθαν του Ζίριον, και ο Γκίντεον Νεμίνιον.
   Ο Σάιμον του Θαλ ήταν ένας ψηλός και γεροδεμένος άνδρας, από την ομάδα των Ιπποτών ήταν ο μόνος που είχε φορέσει κανονική πανοπλία μάχης. Ο Αλεξάντερ και ο Ίθαν φαίνονταν με την πρώτη ματιά πως ήταν αδέρφια και μάλιστα δίδυμα, τα ίδια γαλανά μάτια, το ίδιο εξεταστικό βλέμμα, οι ίδιες κινήσεις. Ο Γκίντεον είχε ένα παρουσιαστικό που θα ταίριαζε καλύτερα σε λόγιο παρά σε πολεμιστή, Ήταν ένας ήρεμος άνδρας με ήσυχους και μετρημένους τρόπους.
   Και οι πέντε Ιππότες ήταν ανεβασμένοι στη σέλα έτοιμοι να ξεκινήσουν όταν ήρθε κοντά τους ο Ροδόλφος έτσι αμέσως μετά τις συστάσεις που έκανε ο Μάικ προχώρησαν προς την πύλη της πόλης. Μόλις την πέρασαν ξεχύθηκαν σε καλπασμό. Το Λόου Κόουβ ήταν μιας βδομάδας ταξίδι μακριά.

Η Φωνή Σου

Author: Νυχτερινή Πένα /

Άκουσα πάλι
τη γλυκιά φωνη σου
που τόσο είχα πεθυμήσει από καιρό,
ω πόσο μου είχε λείψει!

Ήταν όπως τη θυμόμουν,
η ίδια όπως η ανάμνηση
που φυλούσα στην ψυχή μου
σαν τον πιο πολύτιμο θησαυρό.

Το κάλεσμά της τόσο μαγικό,
απαλύνει τον κάθε πόνο
με καταφέρνει να χαμογελώ
σαν να είμαι ανέγγικτος από κάθε κακό.

Άφησε με να ακούσω
την υπέροχη φωνή σου, γλυκιά που' ναι η αντίχησή της!
να ταξιδεύσω όπου με πάει
η μελωδία και η μουσική της.

Γενέθλια

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Σήμερα έχουμε γενέθλια. Για να είμαι ακριβής το ιστολόγιο μου έχει γενέθλια ( αν και τα δικά μου δεν είναι μακριά, πριν λίγο καιρό ήταν ). Σήμερα η Νυχτερινή Πένα γίνεται ενός έτους. Ήταν μια ενδιαφέρουσα χρονιά αυτή. Από εκεί που είχα σχεδόν πλήρη άγνοια έγινα μέλος του μεγάλου κόσμου των μπλόγκερ. Με κάποιους δεν ταιριάξαμε, με κάποιους είχα μια μόλις φευγαλέα επαφή, με κάποιος άλλους ξεκινήσαμε φιλίες που ελπίζω ότι θα είναι μακροχρόνιες και αληθινές.
   Όλο αυτό δεν θα είχε συμβεί χωρίς το ιστολόγιο και οφείλω να ευχαριστήσω τον ( την είναι το ακριβές ) φύλακα άγγελό μου που μου στάθηκε πάντα λύνοντας τα τεχνικά μου θέματα και ρυθμίζοντας τα πάντα για να ξεκινήσω να γράφω. Ακόμα να ευχαριστήσω εκείνη που έχει την αφοσίωση της καρδιάς μου και πάντα με εμψυχώνει και με ενδυναμώνει. Ξέρεις πόσα σημαίνεις για' μενα.
   Έγραψα πολλά στο ένα έτος αυτό που πέρασε, κείμενα, ποιήματα και ιστορίες, εύχομαι ότι θα γράψω πολλά ακόμα στα επόμενα. Σας ευχαριστώ που βρίσκεστε εδώ και με διαβάζετε και ανταλλάσουμε απόψεις με σχόλια που μου αφήνετε ή με δικά σας κείμενα. Σας ευχαριστώ όλους γιατί όταν τη νύχτα - που συνήθως γράφω - κοιτώ έξω τον ουρανό και τα άστρα ξέρω ότι κάπου εκεί έξω υπάρχουν άνθρωποι με τους οποίους επικοινωνώ, και έχουμε να πούμε τόσα πολλά.

Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων 6

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Ο θόρυβος εντάθηκε στο ισόγειο καθώς οι αστυνομικοί έκαναν συλλήψεις και κατέστειλαν κάθε αντίδραση ή αντίσταση με την χρήση των ροπάλων τους. Ο Ραμίρ αφουγκραζόταν για τις ενδείξεις εκείνες που θα σήμαιναν ότι προχωρούσαν σε έρευνα και στο υπόγειο. Η Γιαρμίλα ξανακοίμισε την αδερφή της και ήρθε κοντά του. Περίμεναν σιωπηλοί να δουν τι θα γίνει.
   Φαίνεται πως οι αστυνομικοί τελικά ικανοποιήθηκαν από τα αποτελέσματα της έρευνας τους γιατί έφυγαν με όσους είχαν συλλάβει αφήνοντας το κτίριο και τους ενοίκους του να βυθιστούν στην νυχτερινή ησυχία. Ο Ραμίρ στράφηκε στη Γιαρμίλα ενώ άνοιγε την πόρτα.
   -Ευχαριστώ για τη βοήθειά σου.
   -Δεν μπορείς να φύγεις τώρα, είπε η κοπέλα πιάνοντας τον καρπό του χεριού του. Μπορεί κάποιοι να βρίσκονται εκεί έξω και δεν είναι ασφαλές να κυκλοφορείς τέτοια ώρα, προφανώς δεν είσαι από' δω ε;
   Ο Ραμίρ δεν μπορούσε να απαντήσει την ερώτηση.
   -Από όσα είδα νομίζω πως όχι, απάντησε τελικά.
   -Αυτό λέω και' γω, είπε η Γιαρμίλα. Λίγο νωρίτερα από' σενα όμως είδα ακόμα έναν σαν εσένα.
   -Δηλαδή;
   -Πρέπει να μιλήσουμε, είπε η Γιαρμίλα και τον τράβηξε μέσα στο μικρό της διαμέρισμα.
   Εκείνη κάθισε στο κρεβάτι της, ο Ραμίρ βολεύτηκε σε μια παλιά χαμηλή πολυθρόνα απέναντί της.
   -Λίγο πριν με συλλάβει εκείνος που με χτυπούσε είχα συναντήσει έναν άνδρα. Σίγουρα ερχόσαστε από το ίδιο μέρος. Παρόμοια ρούχα και προφορά. Και' κεινος γαλανομάτης αλλά με καστανά μαλλιά, είχε ένα σημάδι στο μάγουλο.
   Η περιγραφή θύμιζε κάτι στον Ραμίρ που όμως δεν μπορούσε να το προσδιορίσει.
  -Ρώτησε για' σενα. Είναι αποφασισμένος να σε βρει, πολύ αφοσιωμένος..... σαν αδερφός ένα πράγμα.
   -Αδερφός προς αδερφό στη ζωή και το θάνατο, πρόφερε ο Ραμίρ ασυναίσθητα τα λόγια του όρκου που έδιναν οι Ιππότες με το χρίσμα.
   Η Γιαρμίλα τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Ο Ραμίρ ανταπέδωσε το βλέμμα.
   -Ποιος είσαι; ρώτησε η κοπέλα. Από που έρχεστε και πως βρεθήκατε εδώ;
   -Δεν ξέρω, είπε ο Ραμίρ. Δεν θυμάμαι ούτε το όνομά μου. Δεν θυμάμαι τίποτα πριν από τη στιγμή που βρέθηκα σε αυτό το μέρος, ξέρω όμως να μάχομαι και χειρίζομαι αποτελεσματικά τη σπάθα.
   -Έχεις χαρτιά πάνω σου; Ταυτότητα;
   Ο Ραμίρ ένευσε αρνητικά.
   -Δεν έχεις πάνω σου τίποτα που να μπορεί να σου πει ποιος είσαι; Τι έχεις πάνω σου;
   Ο Ραμίρ έψαξε τις τσέπες του και αράδιασε μπροστά στην Γιαρμίλα λίγα αντικείμενα, ένα μικρό φιαλίδιο με ένα κόκκινο υγρό κλεισμένο με μεταλλικό πώμα, ένα όμοιο φιαλίδιο με ένα διάφανο σαν νερό υγρό, ένα διπλωμένο κομμάτι ύφασμα, ένα κομμάτι περγαμηνής διπλωμένο σε ρολό και ένα μικρό μεταλλικό δίσκο. Η κοπέλα περιεργάστηκε αυτά τα αντικείμενα που είχε ακουμπίσει στο κρεβάτι της ο Ιππότης. Τα δυο φιαλίδια ήταν φτιαγμένα από ένα είδος χοντρού γυαλιού και φαίνονταν πολύ ανθεκτικά. Το κομμάτι υφάσματος έδειχνε ένα συνηθισμένο κομμάτι από κάποιο γκρίζο χοντρό υφαντό, η Γιαρμίλα το κράτησε ανάμεσα στα δάκτυλά της, θα ήταν ζεστό ένα ρούχο με τέτοια ύφανση.
   Η περγαμηνή έτριξε καθώς την ξεδίπλωνε και την ίσιωνε πάνω στο γόνατό της. Ήταν πυκνογραμμένη αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει το κείμενο που αποτελείτο από χαρακτήρες που έμοιζαν με αυτούς του λατινικού αλφαβήτου αλλά δεν ήταν σε κάποια γλώσσα που γνώριζε. Στο τέλος του κειμένου υπήρχε μια σφραγίδα που εικόνιζε ένα κάστρο με ένα στέμμα από πάνω. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι έγραφε όμως όπως και το υπόλοιπο κείμενο.
   Άφησε για τελευταίο το μεταλλικό δίσκο. Ήταν λίγο πιο μεγάλος από τα παλιά κέρματα των εκατό δραχμών. Η μια πλευρά ήταν τραχειά και φαινόταν πως από την πλευρά αυτή ήταν ενωμένος με κάτι άλλο από το οποίο είχε αποκοπεί. Στην άλλη είχε σκαλισμένη μια λυκοκεφαλή. Ο Ραμίρ κοίταξε και αυτός τα αντικέιμενα πριν τα βάλει πίσω στις τσέπες του μανδύα του.
   Η Γιαρμίλα έπνιξε ένα χασμουρητό.
  -Είναι αργά, είπε, ίσως το πρωί έχουμε καλύτερες ιδέες για το τι να κάνουμε. Δυστυχώς δεν έχω παρά αυτήν την πολυθρόνα να σου προσφέρω.
   -Είναι μια χαρά, είπε ο Ραμίρ.
  Στην κούνια της η μικρή Κάτκα κλαψούρισε, ο Ραμίρ άπλωσε το χέρι του και την χάιδεψε. Το κοριτσάκι ησύχασε.
   Ο Μπαγκράς ούρλιαξε με ανήμπορη λύσσα καθώς ένα μαγικό δέσιμο κατέρρεε.
  Η Γιαρμίλα ξάπλωσε και κοίταξε τον Ραμίρ που τυλιγόταν με τον μανδύα του. Ενώ έσβηνε το φως ρώτησε:
   -Πως σε λένε;
   -Ραμίρ, Ραμίρ Γκάνελον.

Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων 5

Author: Νυχτερινή Πένα /

  Ο Ραμίρ ετοιμάστηκε να αντιμετωπίσει τους επερχόμενους αστυνομικούς, το χέρι του πήγε στη λαβή της σπάθας του. Δεν ήξερε το πως συνέβαινε αυτό αλλά είχε αποδειχθεί ότι ήξερε να τη χειριστεί πολύ καλά. Δεν πρόλαβε να την ξεθηκαρώσει, ένα χέρι γλίστρισε μέσα στο δικό του και μια φωνή τον παρότρυνε.
   -Τρέξε.
   Η κοπέλα που είχε βοηθήσει τον κοίταζε με αγωνία. Ο Ραμίρ της ανταπέδωσε το βλέμμα και μετά κοίταξε και πάλι τους αστυνομικούς. Το προαίσθημα του κινδύνου που από νωρίτερα ένιωθε παρέμενε. Αλλά που βρισκόταν ο κίνδυνος; Στους επερχόμενους άνδρες ή σε αυτήν την άγνωστη κοπέλα με τα επίσης άγνωστα κίνητρα; Μπορούσε να την εμπιστευτεί;
   “Όταν ο δρόμος σου δεν είναι ξεκάθαρος εμπιστέψου το ένστικτό σου, δεν θα σε γελάσει.”
   Δεν θυμόταν ποιος του το είχε πει αυτό, ούτε σε ποια περίσταση, η φράση είχε  ξεπηδήσει ξαφνικά, από το πουθενά στο μυαλό του. Είχε όμως την οικεία αίσθηση της συμβουλής από κάποιον που εμπιστευόταν και αποφάσισε να την ακολουθήσει.
   -Που μπορούμε να πάμε; ρώτησε την κοπέλα.
   Εκείνη δεν απάντησε αλλά άρχισε να τρέχει και ο Ραμίρ την ακολούθησε. Έτρεχαν σε μικρά δρομάκια ακόμα πιο μικρά και άθλια από αυτά που είχε ήδη διασχίσει εκείνος στην περιπλάνησή του. Οι κραυγές των αστυνομικών και των αστέγων που είχαν αποδράσει από το φορτηγό μαζί με το Ραμίρ χάθηκαν πίσω. Οι δυο τους είχαν καταφέρει να διαφύγουν της προσοχής των αστυνομικών και δεν τους καταδίωκαν πια.
   Η κοπέλα στάθηκε σε ένα μικρό στενό δρόμο γεμάτο σκουπίδια. Ακούμπησε στον τοίχο ενός ψηλού κτιρίου και πήρε βαθιά ανάσα ενώ η βροχή εξακολουθούσε να τη μουσκεύει. Είχε λαχανιάσει και τον κοίταξε με έκπληξη καθώς εκείνος δεν έδειχνε σημάδια κόπωσης.
  -Με λένε Γιαρμίλα, είπε, σ' ευχαριστώ. Αν με συνελάμβαναν θα πήγαινα γραμμή για απέλαση.
   -Δεν θα ήταν καλό αυτό; τη ρώτησε.
   -Μου κάνεις πλάκα έτσι; είπε η κοπέλα.
   Ο Ραμίρ δεν απάντησε. Το συναίσθημα του κινδύνου είχε γίνει τόσο έντονο που ένιωθε να τον πνίγει. Κοίταξε γύρω αλλά δεν είδε κάτι. Τώρα ακούγονταν κάτι αλλόκοτοι ήχοι που εκείνος δεν είχε ξανακούσει αλλά η Γιαρμίλα δεν δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει.
   -Περιπολικά, να πάρει!
   Προχώρησε προς την είσοδο ενός κοντινού κτιρίου που είχε δει και καλύτερες μέρες, η πόρτα είχε ρημαχθεί από χτυπήματα και παρουσίαζε ένα άθλιο θέαμα βαμμένη και ξαναβαμμένη με φτηνό χρώμα. Τα τζάμια γύρω ήταν όλα σπασμένα. Έσπρωξε την πόρτα που άνοιξε αμέσως και μετά στράφηκε στον Ραμίρ.
   -Δεν θες να σε πιάσουν, πίστεψέ με.
  -Θα τα καταφέρω, είπε ο Ραμίρ και προχώρησε προς την άλλη άκρη του δρόμου. Το χέρι του είχε πάει ήδη στη λαβή της σπάθας του.
   Η Γιαρμίλα τον κοίταξε για μια στιγμή.
   -Έλα μαζί μου, είπε μετά.
   -Ίσως είναι επικίνδυνο για' σενα, είπε ο Ιππότης ειλικρινά. Νιώθω ότι κινδυνεύω και αυτό μπορεί να σημαίνει ότι κινδυνεύεις και' συ. Δεν θα ήθελα να συμβεί κάτι τέτοιο.
   Ένα δέσιμο μαγείας διαλύθηκε στο σκοτάδι. Κάπου μακριά ο Μπαγκράς ούρλιαξε με ανήμπορη λύσσα.
   Η Γιαρμίλα άκουσε ένα περιπολικό να σταματάει στην άκρη του δρόμου και ποδοβολητό ανδρικών βημάτων που πλησίαζαν.
   -Έλα γρήγορα, είπε.
   Ο Ραμίρ την ακολούθησε στο κτίριο, το πάτωμα ήταν μάλλον μαρμάρινο, βρωμιά δεκαετιών το είχε καλύψει ολοκληρωτικά και αμετάκλητα. Τον  οδήγησε σε μια σκάλα και κατέβηκαν σε ένα πηχτό σκοτάδι. Η Γιαρμίλα στάθηκε και μετά από μερικές στιγμές ένα ορθογώνιο φωτός εμφανίστηκε, είχε ανοίξει μια πόρτα. Του ένευσε να την ακολουθήσει και βρέθηκε σε ένα μικρό δωμάτιο. Οι τοίχοι είχαν το χρώμα του τσιμέντου μιας και δεν είχαν ποτέ βαφτεί από όσο μπορούσε να δει από τα μέρη που ήταν ακάλυπτοι. Στους τοίχους και στο πάτωμα ήταν απλωμένα φθαρμένα χαλιά και κιλίμια. Τα λίγα έπιπλα ήταν φτιαγμένα από μελαμίνη ή και απλό κόντρα πλακέ. 
   -Καλώς ήρθες στο φτωχικό μου, είπε η κοπέλα.
   -Είθε ο Θεός να δίνει την ευλογία Του στους κατοίκους του, απάντησε ο Ραμίρ χρησιμοποιώντας έναν παραδοσιακό χαιρετισμό των Ιπποτών.  Η Γιαρμίλα τον κοίταξε με περιέργεια μιας και δεν είχε ακούσει κάτι τέτοιο. Τράβηξε από πάνω της το βρεγμένο μπλουζάκι της αποκαλύπτοντας το λεπτό σώμα της και είδε τον Ραμίρ να γυρίζει ευγενικά αλλού το βλέμμα του. Σίγουρα αυτός ο άνδρας δεν ήταν όπως οι άλλοι που είχε συναντήσει.
   Ο ένας τοίχος και η οροφή του μικρού διαμερίσματος ήταν καλυμμένα από τους σωλήνες της κεντρικής θέρμανσης του κτιρίου κάτι που το έκανε να δείχνει ακόμα πιο μικρό αλλά το κρατούσε τουλάχιστον ζεστό. Ο Ραμίρ κάθισε σε μια καρέκλα ενώ η οικοδέσποινά του περνούσε στο μπάνιο που ήταν το μόνο άλλο δωμάτιο για να αλλάξει τα υπόλοιπα ρούχα της. Την προσοχή του τράβηξε μια παλιά παιδική κούνια στερεωμένη σε κασόνια. Πλησίασε και είδε μέσα ένα κοριτσάκι γύρω στα τρία να κοιμάται. Ασυναίσθητα άπλωσε το χέρι του να χαιδέψει το κεφάλι με τις ξανθιές μπούκλες.
   Ένα δεύτερο μαγικό δέσιμο διαλύθηκε σαν μην είχε υπάρξει ποτέ.   -Η αδερφή μου η Κατερίνα, Κάτκα χαιδευτικά. Δεν θυμάται τη μητέρα μας, με λέει μαμά.
   Ο Ραμίρ γύρισε και κοίταξε την Γιαρμίλα. τυλιγμένη σε μια ρόμπα, με τα καστανά μαλλιά της απλωμένα να στεγνώσουν έδειχνε ακόμα πιο μικρή και ευάλωτη. Το χλωμό πρόσωπό της έκανε τα μάτια της να δείχνουν πιο μεγάλα αλλά και τρομαγμένα, ειδικά τώρα που είχε αφαιρέσει το μακιγιάζ της.
   -Είσαστε μόνες στον κόσμο;
   -Ναι, είπε η κοπέλα.
   Ο Ραμίρ ένευσε και κοίταξε το κοριτσάκι που κοιμόταν. Ύστερα ύψωσε τα μάτια προς την οροφή, στο ισόγειο ακούγονταν βήματα και φωνές. Με το χέρι του στη λαβή της σπάθας προχώρησε προς την πόρτα.
   -Καλύτερα να μην με βρουν εδώ, είπε. Μην βρεθείς και' συ μπλεγμένη.
   Η Γιαρμίλα κούνησε το κεφάλι της.
   -Είμαι μπλεγμένη, δεν έχω χαρτιά. Θα το ρισκάρω. Ίσως να μην κατέβουν εδώ.
   Άκουγαν ωστόσο τους αστυνομικούς να χτυπάνε πόρτες και να ζητάνε τα χαρτιά κάποιων με τη συνηθισμένη τους “λεπτότητα” φασαρία που ήταν αρκετή για να ξυπνήσει τη μικρή Κάτκα. Η Γιαρμίλα έσπευσε να ησυχάσει το κοριτσάκι και να το ξαναβάλει για ύπνο ενώ ο Ραμίρ παρέμεινε κοντά στην πόρτα.

   Δεν ήξερε πόσοι ή ποιοι ήταν αλλά η ενέδρα τους δεν ήταν καλοστημένη και εκείνος δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι θα ήταν σε θέση να την εξουδετερώσει. Προχώρησε σαν να μην είχε αντιληφθεί τίποτα έτοιμος όμως για μια αστραπιαία αντίδραση όταν θα εκδηλωνόταν η επίθεση.
   Ένα χέρι τυλίκτηκε γύρω από το λαιμό του και μια φωνή είπε στο αυτί του:
   -Ρίξε στο χώμα το πορτοφόλι σου, το κινητό και ό,τι χρυσαφικό φοράς.
   Ο Ροβέρτος δεν μπορούσε να τον δει αλλά σίγουρα μπορούσε να τον μυρίσει, μια αποφορά απλυσιάς και ποτού, και μπορούσε να τον αισθανθεί. Δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο. Τίναξε το κεφάλι του βίαια πίσω και ανταμείφθηκε με τον υγρό ήχο του τσακίσματος μιας μύτης. Το σφίξιμο στο λαιμό του χαλάρωσε επιτρέποντάς του να γυρίσει και να χτυπήσει τον αντίπαλό του με τον ίδιο τρόπο και το ίδιο αποτέλεσμα που είχε νωρίτερα στον Γολιάθ. Αντιμετώπισε και τους συνεργούς του αντιπάλου του με γυμνά χέρια αλλά θανάσιμα αποτελέσματα.  Οι κινήσεις του γρήγορες σαν την αστραπή και θανάσιμες ήταν πολύ περισσότερο απ' ό,τι οι κακοποιοί ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν.
   Συνέχισε το δρόμο του αφήνοντας πίσω του τέσσερα πτώματα. Ήταν μόνο οι πρώτοι από όσους θα σκότωνε σε αυτόν τον κόσμο.

Μια Στιγμή

Author: Νυχτερινή Πένα /

  Η αίθουσα είναι γεμάτη με κόσμο και εκεί στο κέντρο ζευγάρια στροβιλίζονται στο γλυκό απαλό ήχο ενός αργού κομματιού. Δεν είναι αυτά που έλκουν την προσοχή μου, ούτε η ορχήστρα που εκτελεί το κομμάτι. Δεν ξέρω τι ψάχνω ως που σε βλέπω. Είσαι εκεί, με την απέριττη ομορφιά σου να επισκιάζει τους πάντες. Σε πλησιάζω ενώ σε παρατηρώ. Φοράς ένα μακρύ φόρεμα στο σκούρο μπλε που ονομάζουν μπλε του μεσονυκτίου που κάνει αντίθεση με το λευκό δέρμα σου και αφήνει ακάλυπτους τους αλαβάστρινους ώμους σου.
   -Θα μου χαρίσεις αυτό το χορό; σε ρωτώ και χαμογελάς.
   -Ναι, απαντάς.
   Βάζω τα χέρια μου στη μέση σου. Νιώθω τη ζεστασιά σου, μεθώ με το άρωμά σου. Δεν θα αποτολμούσα αυτό το χορό αν δεν ήσουν εσύ. Το νιώθεις όπως νιώθεις και όλα όσα σκέφτομαι και με απασχολούν.
    -Απλά άκου τη μουσική, μου ψιθυρίζεις.
   Αφηνόμαστε στη μουσική και χορεύπυμε, δεν παύω να σε κοιτώ. Δεν χορταίνω ποτέ να ατενίζω τη μορφή σου. Αλλά να το κομμάτι τελείωσε, σε αφήνω και ας μη θέλω. Θα σε χάσω μέσα στο πλήθος. Αλλά πριν γίνει αυτό φέρνεις τα χείλη σου κοντά στο αυτί μου.
   -Μη φοβάσαι, μου ψιθυρίζεις, δεν θα χαθούμε ποτέ.
   Μου χαρίζεις ένα χαμόγελο πριν χαθείς από τα μάτια μου. Αυτό κρατώ στην μνήμη μου ως που να σε ξαναβρώ.

Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων 4

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Ο Ραμίρ ένιωσε ένα άσχημο προαίσθημα κινδύνου και κοίταξε τριγύρω του. Δεν φαινόταν να έχει αλλάξει κάτι. Γύρω από το βαρέλι με τη φωτιά οι άστεγοι μοιράζονταν ένα μπουκάλι με κάποιο ποτό. Άλλοι έτρωγαν ότι είχαν καταφέρει να βρουν ενώ πολλοί προσπαθούσαν να κοιμηθούν εκμεταλλευόμενοι τη σχετική ζεστασιά που υπήρχε. Η γυναίκα που καθόταν κοντά του θήλαζε το μωρό της.
   Δεν υπήρχε κάτι που να δείχνει ανησυχητικό αλλά το προαίσθημα δεν τον άφηνε. Σηκώθηκε και προχώρησε προς την άκρη της υπόγειας διάβασης. Η βροχή είχε σταματήσει τώρα. Ίσως ήταν καλύτερα να προχωρήσει μιας και ένιωθε ότι κινδύνευε. Τον πρόλαβε μια κραυγή από την άλλη άκρη της υπόγειας διάβασης.
   -Το Αλλοδαπών βγήκε παγανιά! Τρέξτε να κρυφτείτε!
  Αμέσως σχεδόν αστυνομικοί όρμησαν μέσα στην διάβαση ντυμένοι με στολές μάχης και οπλισμένοι με ρόπαλα και ασπίδες. Οι άστεγοι δεν είχαν την δύναμη ή τα μέσα για να αντιτάξουν την οποιαδήποτε αντίσταση και γρήγορα βγήκαν από το υπόγειο καταφύγιό τους μαζεμένοι σε μια στριμωγμένη ομάδα που φορτώθηκε σε ένα από τα ειδικά φορτηγά της αστυνομίας. Ο Ραμίρ δεν είχε προβάλλει αντίσταση, θα ήταν μάταιο να το κάνει με τόσους αντιπάλους. Έψαχνε ωστόσο την ευκαιρία για να αποδράσει, το συναίσθημα κινδύνου είχε τώρα γίνει πιο έντονο.
   Στριμωγμένος ανάμεσα σε άλλους άστεγους παρακολουθούσε τις κινήσεις των αστυνομικών που είχαν απλωθεί στην γύρω περιοχή για να κάνουν και άλλες συλλήψεις. Γύρω από το φορτηγό είχαν μείνει λίγοι. Ένας αστυνομικός πλησίασε σέρνοντας από το χέρι μια κοπέλα. εκείνη αντιστεκόταν όσο μπορούσε με αποτέλεσμα να σηκώσει το ρόπαλό του και να το κατεβάσει με βία στην πλάτη της. Η κοπέλα σωριάστηκε στο υγρό και βρώμικο οδόστρωμα σφαδάζοντας από τον πόνο. Ο αστυνομικός ύψωσε και πάλι το όπλο του να χτυπήσει και ο Ραμίρ αντέδρασε ενστικτωδώς, ύψωσε το χέρι του προς το μέρος του.
   Το κατέβασε σαστισμένος, γιατί είχε κάνει μια τέτοια κίνηση; Τι θα μπορούσε να κάνει από μια τέτοια απόσταση; Ο αστυνομικός ξαναχτύπησε την κοπέλα και η οργή κυρίευσε τον Ραμίρ. Ξεθηκάρωσε τη σπάθα που είχε κρατήσει κρυμμένη στο μανδύα του από τους αστυνομικούς και την κατέβασε με βία στην κλειδαριά της πόρτας τσακίζοντάς την. Κλώτσησε την πόρτα που άνοιξε διάπλατα και πήδηξε έξω. Οι αστυνομικοί αιφνιδιάσθηκαν απολύτως και όταν επιτέθηκαν στο Ραμίρ ήταν έτοιμος να τους αντιμετωπίσει. Η σπάθα διέγραψε έναν ευρύ κύκλο διαλύοντας όπλα και ασπίδες και τρέποντας σε φυγή τους αστυνομικούς. Ο Ραμίρ προχώρησε προς τον αστυνομικό που χτυπούσε την κοπέλα, εκείνος βλέποντας τον να έρχεται προς το μέρος του με υψωμένη τη σπάθα σαν άγγελος εκδικητής έπεσε στα γόνατα πετώντας το ρόπαλό του.
   -Έλεος, ικέτευσε.
   Ο Ραμίρ σήκωσε τη σπάθα του αλλά σταμάτησε. Κάτι μέσα του δεν τον άφηνε να σκοτώσει έναν ανυπεράσπιστο αντίπαλο. Έριξε το όπλο στη θήκη του και έσκυψε να βοηθήσει την κοπέλα που τον κοίταζε με έκπληξη. Σηκώθηκε ενώ πίσω του έβγαιναν από το φορτηγό και οι υπόλοιποι κρατούμενοι.
   -Είσαι εκείνος που ψάχνει.... είπε η κοπέλα.
   Ο Ραμίρ δεν πρόλαβε να της ζητήσει εξήγηση για την περίεργη αυτή δήλωση. Οι αστυνομικοί επέστρεφαν με ενισχύσεις,

   Ο Ροδόλφος της Ασόν κοίταξε την πλατεία, οι κάτοικοι της πόλης είχαν αρχίσει να μεταφέρουν τα πτώματα των εχθρών τους στο μέρος που θα τα έκαιγαν έξω από την πόλη. Οι Ιππότες ήταν μαζεμένοι σε μια πλευρά και συζητούσαν. Ο νεαρός ευγενής δεν μπορούσε να νιωσει ανακούφιση για την απαλλαγή της πόλης του από την τυρρανία του δικαστή που είχε αποδειχθεί πως ήταν ένας σκοτεινός μάγος ή για την δική του διάσωση. Η αγαπημένη του ήταν στα χέρια ενός μισητού εχθρού, τι θα της έκανε άραγε; Ίσως να ήταν ήδη νεκρή. Αυτή η σκέψη έστειλε ένα ρίγος να διατρέξει την σπονδυλική του στήλη.
   Είδε έναν από τους Ιππότες να αφήνει τους συντρόφους του και να πηγαίνει προς το σημείο που είχε τελευταία σταθεί ο μάγος. Στο σημείο αυτό πεσμένη στα γόνατα έκλαιγε η κοπέλα που είχε συμπαρασταθεί στη Φιντέλια όταν παρακολουθούσαν την παραλίγο εκτέλεσή του. Ο Ιππότης την πλησίασε και την ανασήκωσε ευγενικά. Της είπε κάτι χαμηλόφωνα και εκείνη ένευσε. Μετά απομακρύνθηκε, ο Ιππότης γονάτισε στο ένα γόνατο και ακούμπησε το χέρι του στο έδαφος. Ο Ροδόλφος αναρωτήθηκε τι έκανε αλλά ήξερε – το είχε ζήσει εξάλλου – πως διέθεταν δυνάμεις πέρα από εκείνες των απλών ανθρώπων. Ο Ιππότης έκλεισε τα μάτια του και φάνηκε να συγκεντρώνεται. Ύστερα σηκώθηκε και πήγε στην εξέδρα. Στάθηκε εκεί με τα μάτια και πάλι κλειστά.
   -Ξέρω που πήγε, είπε μετά, και ξέρω τι έκανε στον Ραμίρ.

   Ο Ροβέρτος της Αβέρν στάθηκε κάτω από το πλούσιο φύλλωμα ενός δένδρου και κοίταξε γύρω του. Κανείς δεν βρισκόταν κοντά του, άνθρωπος ή πνεύμα. Συγκεντρώθηκε στην προσπάθειά του να στείλει τη σκέψη του πέρα από τους περιορισμούς του χρόνου και του τόπου. Το άλσος γύρω του άρχισε να χάνει την συμπαγή υπόστασή του σαν ύλη και να χάνεται. Αν και ο Ροβέρτος δεν είχε κάνει ούτε ένα βήμα και το σώμα του βρισκόταν ακόμα εκεί, το πνεύμα του ταξίδευε μακριά προσπαθόντας να αγγίξει τη συνείδηση του φίλου και συμπολεμιστή του.
   “Δεν μπορώ να νιώσω την παρουσία του Ραμίρ σ' αυτόν τον κόσμο. Είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ.”
   “Είναι σαν να μην υπήρξε από μιας πλευράς, ο Μπαγκράς του στέρησε τη μνήμη και τις δυνάμεις του.”
   Ήταν δυνατό; Και αν ναι πως θα μπορούσε να βρει τον Ραμίρ σε αυτήν την πόλη των εκατομμυρίων κατοίκων; Τι θα έκανε; Θα έψαχνε τους δρόμους και τα κτίσματα; Ήταν αδύνατον.
   “Οι δυνάμεις μας είναι εγγενείς, πως μπόρεσε να πετύχει κάτι τέτοιο;”
   “Δεν είχε ξαναγίνει και για να το πετύχει έχει υφάνει τη γητεία στην ίδια του την ύπαρξη και αυτό είναι ένα λάθος που θα του κοστίσει, μπορώ να τον αισθανθώ όπου και αν πάει. Θα τον βρω και θα τον σκοτώσω. Μην εγκαταλείψεις τον Ραμίρ, είσαι η μόνη του ελπίδα.”
   “Δεν θα τον εγκαταλείψω ποτέ, αυτό είναι σίγουρο.”
   Η ψυχική επαφή διακόπηκε. Ο Ροβέρτος αισθάνθηκε ότι την είχε διακόψει ο φίλος του. Αν το είχε κάνει γιατί ήταν δύσκολη η μακρόχρονη διατήρησή της ανάμεσα σε κόσμους ή αν κάποιος εξωτερικός περισπασμός τον είχε αναγκάσει να το κάνει δεν μπορούσε να το ξέρει, ίσως είχε δεχθεί κάποια επίθεση.
   Συνειδητοποίησε ότι δεν του είχε πει για τις δυο Ψυχές του Δαίμονα που είχε εξοντώσει και τη σημασία της παρουσίας τους εδώ. Δεν είχε σημασία τώρα, ήταν ακόμα ένα πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπίσει. Άρχισε και πάλι να κατεβαίνει προς την πόλη. Γρήγορα όμως σταμάτησε, σκιές κινούνταν στο μονοπάτι μπροστά του, κάποιοι του έστηναν ενέδρα.