Ιστολόγιο του μήνα - Οκτώβριος 2010

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Πως θα ορίζατε το σήμερα; Μια καλή φίλη το όρισε πολύ απλά αλλά αισιόδοξα, το σήμερα είναι το υπέροχο αύριο που ονειρεύτηκες χθες. Πολύ συναισθηματική θεώρηση; Μάλλον ναι μιας και εκείνη είναι πολύ συναισθηματικός άνθρωπος. Στον κόσμο των ιστολογίων και του ίντερνετ είναι γνωστή ως next day αλλά εγώ αναφέρομαι σε αυτήν σαν το κοριτσάκι με τις μπούκλες όπως την περιέγραψε μια φορά η αγαπημένη της βαφτισιμιά. Ονομασία που αντιστοιχεί και στο κοριτσάκι που στολίζει το προφίλ της.
   Το ιστολόγιό της έχει επίσης ένα όνομα που παραπέμπει σε κάτι πέρα από την πεζή καθημερινότητα. Σας παρουσιάζω λοιπόν την Διαμαντένια Προβλήτα.
Ξεκίνησε πριν από δυο χρόνια τις πρώτες μέρες του Οκτωβρίου του 2008. Από τότε συνέχισε να γράφει μικρά ή μεγαλύτερα κείμενα, όλα γραμμένα με ευαισθησία και συναίσθημα. Κείμενα που αφορούν γεγονότα από τη ζωή της, την καθημερινότητα τη δική της αλλά και γενικά καθώς και ιστορίες δημοσιεύονται στο ιστολόγιό της. Το γράψιμό της είναι απλό και άμεσο και είναι εύκολο να ταυτιστεί κανείς με τα συναισθήματα και τις καταστάσεις που περιγράφει.
   Για βουτιές σε μια θάλασσα αναμνήσεων και σκέψεων, όπως μας προσκαλεί, περπατήστε πάνω στην διαμαντένια προβλήτα! Θα τη βρείτε εδώ: http://diamantenia-problita.blogspot.com/

Ανάμεσα Στα Αστέρια

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Τα φώτα χαμηλώσανε, οι δυο κινητήρες βρυχήθηκαν και το αεροπλάνο άρχισε να τροχοδρομεί όλο και πιο γρήγορα και μετά άφησε το έδαφος, τα πολλά φώτα μείνανε πίσω, όλο και πιο χαμηλά. Πρώτα το ολόφωτο αεροδρόμιο και μετά ολόκληρη η πόλη χάνεται στο σκοτάδι της νύχτας.
   Είμαι στο πίσω μέρος του αεροπλάνου και δεν υπάρχουν γύρω πολλοί επιβάτες, κανά δυο αλλά έχουν ήδη αποκοιμηθεί. Είμαι λοιπόν μόνος μου ανάμεσα στα αστέρια που μοιάζουν με διαμάντια σε απλωμένο βελούδο. Κλείνω το βιβλίο μου και αφήνω το μυαλό μου να ταξιδέψει, δε χάνομαι σε πολλές σκέψεις. Μόνο σε εκείνες που αφορούν εσένα.
   Είμαστε όλη την ημέρα σε επαφή και μιλάμε συνέχεια και για τα πάντα, και όμως νιώθω ότι μου λείπεις. Όχι μόνο τώρα που είσαι μακριά. Μου λείπεις πολλές φορές, σε κάθε τι που κάνω και δεν είσαι μαζί μου. Από τα μικρότερα ως τα μεγαλύτερα, από την λίγη εκείνη ώρα που αφιερώνω στο διάβασμα βιβλίων ως την ώρα που αποτυπώνω στο χαρτί όλα αυτά που γράφω.
   Θα ήθελα να σε έχω κοντά μου τώρα, να σε κρατώ στην αγκαλιά μου και να σου ψιθυρίζω ενώ θα είμαστε μόνοι μας, ταξιδιώτες σε μια θάλασσα αστεριών. Να σου λέω ιστορίες και στίχους και να μη σε αφήσω.  
Ποτέ.

Ένα Όνειρο Και Εσύ

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Είμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι και ο πόνος που με έχει κυριεύσει κάνει κάθε κίνηση αδύνατη. Παρά τα παυσίπονα που συνέχεια μου χορηγούν δε λέει να με αφήσει, έχουμε γίνει αχώριστοι και με κρατάει δέσμιο, καθηλωμένο. Κοιτάω τον ορό, πέφτουν οι σταγόνες και κυλούν μέσα από τον μικρό λαστιχένιο σωλήνα στο αίμα μου. Σε λίγο θα είναι η ώρα να με πάρουν στο χειρουργείο απ' όπου μπορεί να μη βγω. Δεν μετανιώνω για τίποτα άλλο παρά μόνο γιατί δεν πρόλαβα να μιλήσω ξανά μαζί σου, να σου πω ότι σε αγαπώ.
   Οι νοσοκόμοι με το φορείο μπήκαν στο δωμάτιο, με ανασηκώνουν και με τοποθετούν σε αυτό. Ξεκινάμε. Πόσο μου λείπεις και ίσως δεν σε ξαναδώ...
   Τινάζομαι.
   Ήταν μόνο ένα όνειρο. Απίστευτα έντονο και αληθινό αλλά όνειρο. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά και η ανάσα μου έχει γίνει κοφτή. Δεν φοβάμαι το θάνατο αλλά να στερηθώ εσένα είναι μια τρομερή καταδίκη, η χειρότερη που θα μπορούσε να μου επιβληθεί.
    Ξαπλώνω και πάλι. Μακάρι να ήσουν εδώ δίπλα μου, να διώξεις με τη θέρμη του κορμιού σου την παγωνιά που ξαφνικά με τύλιξε, να ψιθυρίσεις ότι ήταν όνειρο και όλα είναι καλά. Ότι δεν πρέπει να φοβάμαι, και ακόμα το πιο πειστικό σου επιχείρημα δεν θέλεις να φοβάμαι.
   Πόσο διαφορετικό είναι αυτό το ξύπνημα από το προηγούμενο πρωί που ξύπνησα προφέροντας το γλυκό όνομά σου. Πόση τρυφερότητα χωράει σε ένα όνομα με μόνο τρεις συλλαβές! Πόση αγάπη! Το προφέρω ξανά και ξάνα σαν μαγικό φυλακτό.
   Έξω βρέχει, μακάρι να ερχόσουν ξαφνικά, να χάιδευα τα βρεγμένα σου μαλλιά, να σε τύλιγα με μια κουβέρτα για να ζεσταθείς. Να φιλούσα τα γλυκά σου χείλη για το καλώς ήρθες λατρευτή.
   Πόσο θα ήθελα να είσαι εδώ.....

Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων 25 - Φινάλε

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Τα τελευταία στρατεύματα του μάγου πέρασαν μέσα από το φως που θα τους οδηγούσε σε έναν άλλο κόσμο. Ο Μπαγκράς έβγαλε μια θριαμβευτική κραυγή και έκανε μια κίνηση με το ραβδί του. Τα κάγκελα γύρω από τη Φιντέλια εξαφανίστηκαν και εκείνη μεταφέρθηκε μπροστά στο μάγο. Με ένα άγριο γέλιο εκείνος τράβηξε μέσα από τα ρούχα του ένα ασημένιο στιλέτο. Το ύψωσε πάνω από την Φιντέλια την οποία είχε ρίξει ήδη στα γόνατα. Με μια άγρια κραυγή ο Ροδόλφος ρίχτηκε ανάμεσα στους αντιπάλους του σε μια απέλπιδα προσπάθεια να φτάσει κοντά στην αγαπημένη του. Ο Μπαγκράς γέλασε μανιασμένα καθώς αντελήφθηκε αυτήν την ηρωική κίνηση.
   Το φως μέσα στην αψίδα έσβησε και το γέλιο του μάγου κόπηκε απότομα.
   -Δεν είναι δυνατόν, μούγκρισε.

   Ο Ροβέρτος πολεμούσε με μανία, ήταν ίδιος άγγελος του θανάτου ντυμένος στα μαύρα και σκορπώντας το θάνατο στους αντιπάλους του. Ο Ραμίρ δίπλα του μαχόταν με πείσμα παρά το μειονέκτημα της απώλειας των δυνάμεών του. Ακόμα και έτσι ήταν ικανότατος πολεμιστής αλλά στερούταν της ευκαιρίας να σταματήσει τη δολοφονία της Κάτκα για έναν ανίερο σκοπό από απόσταση.
   Πιο πίσω η Γιαρμίλα παρακολουθούσε με τρόμο την υπερπροσπάθεια των Ιπποτών να σώσουν την αδερφή της, “ Γιατί να νοιάζεσαι; άκουσε ξαφνικά την φωνή του μάγου στο μυαλό της, άσε τη να πεθάνει. Θα απαλλαγείς από το βάρος της, ελεύθερη να ζήσεις μια νέα ζωή δική σου εξ' ολοκλήρου. Ο Ραμίρ Γκάνελον είναι άρχοντας και θα είσαι ευτυχισμένη μαζί του. Αρκεί να αφήσεις την Κάτκα να πεθάνει.”
   -Όχι! ούρλιαξε η Γιαρμίλα. Δεν θα αντάλασσα την Κάτκα με οποιαδήποτε ευτυχία. Για εκείνη θα έκανα τα πάντα.
   “Αν ήσουν μόνη δεν θα είχες ίσως πάρει το δρόμο που πήρες.”
   -Την αγαπώ και δεν μετανιώνω για όσα έκανα για εκείνη, δεν θα ήθελα να ζούσα χωρίς εκείνη.
   “Ζήσε χωρίς αυτήν τότε!”
   Ο μάγος σήκωσε το αστραφτερό στιλέτο και ετοιμάστηκε να το κατεβάσει στο λαιμό της Κάτκα.

   -Τι βλέπεις τώρα Ονειρεύτρια; ρώτησε ο Μάικ και η Λίζα που κοίταζε έντρομη τον Μπαγκράς να σημαδεύει με το στιλέτο του την Φιντέλια έστρεψε το βλέμμα της στην αψίδα. Ήταν και πάλι μια απλή αψίδα σκαλισμένη στον τοίχο. Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει μια κραυγή έκπληξης που μετατράπηκε σε επιφώνημα τρόμου καθώς ο Μπαγκράς κατέβαζε το στιλέτο του προς την Φιντέλια.
   Ο Ροδόλφος εφτασε ακριβώς εκείνη τη στιγμή και όρμηξε στον μάγο. Εκείνος με ένα νεύμα τον τίναξε μακριά. Στράφηκε και πάλι προς τη Φιντέλια που κοίταζε τον αγαπημένο της.
   -Η ζωή της δεν σου ανήκει Μπαγκράς!
   Ο μάγος γύρισε και είδε τον Μάικ να τον κοιτάζει βλοσυρός. Ύστερα κοίταξε την αψίδα όπου είχε υπάρξει για λίγο Πύλη.
   -Εσύ! Εσύ το έκανες.
   -Τα στρατεύματά σου χάθηκαν στη Λήθη Μπαγκράς,
   Ο Σάιμον που κουβαλούσε τη σπάθα του Μάικ έκρινε πως ο φίλος του τώρα θα τη χρειαζόταν και με την ηράκλεια δύναμή του την πέταξε προς το μέρος του. Εκείνος άπλωσε το χέρι του και η σπάθα ήρθε σε αυτό. Μόλις άγγιξε την αιωρούμενη σφαίρα τη διάλυσε τόσο εύκολα σαν να ήταν απλά σαπουνόφουσκα. Ο Μάικ άρπαξε το όπλο του και προχώρησε προς το μάγο. Εκείνος έσπευσε να τον αντιμετωπίσει προφέροντας κατάρες και εκτοξεύοντας ξόρκια που ο Ιππότης απέκρουε με τη σπάθα του. Έφτασε κοντά στον Μπαγκράς και ο μάγος αναγκάστηκε να αποκρούσει με το ραβδί του την σπάθα του Ιππότη. Αλλά δεν είχε τη δύναμη να αντέξει για πολύ στην πολεμική δεινότητα του Μάικ όπως είχε συμβεί και στην Ασόν.
   Με ένα απότομο τίναγμα του όπλου του έκανε πίσω και ο Μπαγκράς έχασε την ισορροπία του και έγειρε μπροστά. Ο Μάικ κατέβασε με ορμή τη σπάθα του πάνω στο ραβδί του μάγου κομματιάζονας το. Η κραυγή του Μπαγκράς, που ήταν τώρα ανίσχυρος, μετατράπηκε σε ρόγχο καθώς ο Μάικ τον διαπερνούσε με τη σπάθα του. Ο Μπαγκράς έπεσε στα γόνατα.
   -Έτσι αφανίζονται όσοι υπηρετούν το Σκοτάδι, είπε ο Ιππότης και κατέβασε τη σπάθα του για άλλη μια φορά.
   Το κεφάλι του Μπαγκράς κύλισε στο δάπεδο.

   -Αίμα για να ανοίξει η δίοδος! ούρλιαξε ο μάγος και κατέβασε το στιλέτο στο λαιμό της Κάτκα αλλά δεν έφτασε ποτέ εκεί.
   Μια δύναμη σταμάτησε το χέρι του και το ακινητοποίησε ενάντια στη θέλησή του. Ύψωσε το βλέμμα του και αντίκρισε τον Ραμίρ να τον κοιτάει ψυχρά ενώ το απλωμένο χέρι του τον έδειχνε. Ο Ιππότης έδειχνε διαφορετικός στα μάτια του μάγου τώρα. Μια αύρα δύναμης τον κύκλωνε.
   -Δεν μπορεί!
   Ο Ραμίρ έκανε μια κίνηση με το χέρι του και τον τίναξε πάνω στην αψίδα. Ως που να σηκωθεί από κάτω μάγος ο Ιππότης είχε φτάσει στο βωμό ενώ ο Ροβέρτος είχε αποτελειώσει τους τελευταίους αντιπάλους τους. Η Κάτκα έτρεξε στη Γιαρμίλα που την πήρε στην αγκαλιά της.
   Ο μάγος έκανε να αποκρούσει το χτύπημα του Ραμίρ με το στιλέτο που κρατούσε αλλά ήταν μια μάχη που δεν μπορούσε να κερδίσει. Ο Ιππότης απέφυγε το χτύπημά του και με μια κίνηση τον διαπέρασε με τη σπάθα του καρφώνοντάς τον στην πέτρινη αψίδα.
   Το σπήλαιο και το κτίριο από πάνω του τραντάκτηκαν, πέτρες άρχισαν να πέφτουν από την οροφή.
   -Θα καταρρεύσει, είπε η Γιαρμίλα, έχουν σκάψει τα θεμέλια.
   -Η δύναμη του μάγου το κρατούσε, είπε ο Ραμίρ, τώρα που αυτή η δύναμη δεν υπάρχει θα καταρρεύσει. Πρέπει να φύγουμε.
   Η αψίδα γέμισε ξαφνικά με βαθύ σκοτάδι και ο τοίχος πίσω της χάθηκε.
   -Ώρα να πάμε σπίτι, είπε ο Ροβέρτος.
   Ο Ραμίρ γύρισε και κοίταξε την Γιαρμίλα, η κοπέλα πήγε κοντά του.
   -Φαντάζομαι ότι κάπου εδώ λέμε αντίο, είπε.
   Δεν μπορούσε να το εξηγήσει αλλά την πονούσε η σκέψη ότι ο Ραμίρ θα έφευγε και δεν θα τον έβλεπε ξανά. Αλλά τι μπορούσε να γίνει; Ο Ραμίρ είχε ξαναβρεί τον εαυτό του και έπερεπε να επιστρέψει εκεί που ανήκε. Η ίδια δεν ανήκε πουθενά και ο μόνος που δεν την είχε αντιμετωπίσει σαν γυναίκα του δρόμου θα έφευγε για πάντα.
   -Δεν είναι απαραίτητο αυτό, είπε ο Ραμίρ. Αν θέλεις μπορείς να έρθεις μαζί μου.
   -Μαζί σου.... Είμαι όμως....
   -Και να κάνεις μια νέα αρχή.
   Η Γιαρμίλα άφησε για μια στιγμή την Κάτκα για να ριχτεί στην αγκαλιά του.

   Μόλις ο Ροβέρτος, ο Ραμίρ και η Γιαρμίλα με την Κάτκα βρέθηκαν στο Αλκιμάρ ο Μάικ έκλεισε την Πύλη ενώ το κτίριο στην άλλη πλευρά κατέρρεε. Ο Ραμίρ έμεινε κοντά στην Γιαρμίλα και την Κάτκα που κοίταζαν με περιέργεια γύρω τους ενώ ο Ροβέρτος πλησίασε τους εν όπλοις συντρόφους του.
   -Έχασα πολλά, να υποθέσω.
   -Μπα κάτι αψιμαχίες, είπε ο Αλεξάντερ.
   -Δεν κινδυνέψαμε καθόλου, συμπλήρωσε ο Ίθαν προκαλώντας τα γέλια των άλλων.
   -Όλα καλά, είπε ο Γκίντεον κοιτώντας τον Ροδόλφο που είχε στην αγκαλιά του τη Φιντέλια. Να πάρουμε το δρόμο του γυρισμού. Έχω πολλά να γράψω.

   -Είναι καιρός να επιστρέψεις στον κόσμο σου Ονειρεύτρια, είπε ο Μάικ στη Λίζα. Σε ευχαριστώ για τη βοήθειά σου.
   -Δεν νομίζω ότι δεν θα τα κατάφερνες μόνος σου.
   -Με βοήθησες να εξαπατήσω τον Μπαγκράς και να στείλει τα στρατεύματά του στο κενό. Εκείνος εξηκόντισε τον Ραμίρ σε μια πύλη αλλά δεν τις ελέγχει και αυτό ήταν το λάθος στα σχέδιά τους.
   -Χαίρομαι αν βοήθησα.
   Η Λίζα χαμογέλασε στον Ιππότη πριν χαθεί από τα μάτια του.
   -Αντίο Ονειρεύτρια, είπε εκείνος. Ως που να ξανασυναντηθούμε.

   Η Λίζα άνοιξε τα μάτια της και τεντώθηκε στο κρεβάτι, ένιωθε σαν να ξυπνούσε από έναν βαθύ ύπνο όπου είχε ονειρευτεί όλα τα γεγονότα που είχε ζήσει τις τελευταίες ώρες. Σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο. Όλα μέσα στο σπίτι ήταν όπως έπρεπε, ήταν μόνη της διαπίστωσε. Η Διώνη είχε φύγει. Προφανώς δεν κινδύνευε πια.
   Η εξώπορτα άνοιξε και μπήκε η μητέρα της.
   -Καλημέρα αγάπη μου.
   -Καλημέρα μαμά, όλα καλά; Άργησες.
   -Όλα καλά καρδούλα μου, αλλά είχαν κλείσει το κέντρο και γι' αυτό άργησα. Έπεσε ένα κτίριο, ευτυχώς είχε εκκενωθεί και δεν υπήρχαν θύματα.
   -Κατάλαβα, έλα να πάρουμε μαζί πρωινό.
   Καθώς η μητέρα της ετοίμαζε το πρωινό τους εκείνη έκλεισε τα μάτια της για μια στιγμή.

   Οι καταιγίδες δεν στοίχειωναν πια το Αλκιμάρ, οι ταξιδώτες που άφηναν το νησί το έκαναν σε μια θάλασσα γαλήνια. Ο Αλεξάντερ και ο Ίθαν κυβερνούσαν και πάλι το πλοιάριο, η Κάτκα κοιμόταν και ο Ραμίρ με την Γιαρμίλα συζητούσαν καθισμένοι στην πλώρη. Οι υπόλοιποι αναπαύονταν από τις μάχες που είχαν δώσει μιλώντας για όσα είχαν ζήσει. Στην πρύμνη ο Γκίντεον, χρονικογράφος των Ιπποτών εδώ και πολύ καιρό, είχε αρχίσει μια νέα καταγραφή. Δίπλα του ο Μάικ τον παρακολουθούσε σχολιάζοντας. Ο Τελευταίος Άρχοντας Της Χαμένης Πόλης κοίταξε προς το μέρος της σαν να την έβλεπε και ένα χαμόγελο χαράκτηκε στα χείλη του.


ΤΕΛΟΣ

Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων 24

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Η Λίζα πλησίασε την αιωρούμενη σφαίρα και στάθηκε για μια στιγμή, ύστερα την άγγιξε, η αίσθηση ήταν δυσάρεστη, σαν να είχε βυθιστεί σε πάγο σε τέτοιο βαθμό που το κρύο να την καίει. Η σκοτεινή δύναμη του μάγου την κύκλωσε και αισθάνθηκε να επικοινωνεί με το μυαλό του Μπαγκράς, μια ειδεχθής αίσθηση μιας και δεν υπήρχε εκεί παρά μίσος και κακία. Η δοκιμασία της ήταν στιγμιαία και μετά βρέθηκε στο εσωτερικό της σφαίρας δίπλα στον Ιππότη που είχε κλείσει τα μάτια του και ακουμπούσε τα χέρια του στα γόνατά του, ένιωθε πως συγκέντρωνε τις δυνάμεις του.
   -Κοίτα την αψίδα Ονειρεύτρια, της είπε ήσυχα. Τι βλέπεις;
   Η Λίζα κοίταξε την αψίδα που ήταν σκαλισμένη στον τοίχο και μια κραυγή ξέφυγε από τα χείλη της. Γιατί αντίθετα με τους υπόλοιπους δεν έβλεπε τον τοίχο αλλά πέρα από την αψίδα. Και αυτό που έβλεπε την τρόμαζε, έβλεπε ένα σπήλαιο με έναν αιματοβαμμένο βωμό κοντά στην άλλη πλευρά της αψίδας και άνδρες με μαύρους μανδύες παρατεταγμένους μπροστά του.
   -Τι..... τι είναι αυτό; ψιθύρισε.
   -Κάτι που συμβαίνει στον κόσμο σου και δεν θα έπρεπε, είπε ο Ιππότης, και που θα πάψει. Αλλά πρώτα πρέπει να τελειώσει αυτό που γίνεται εδώ.
   Η Λίζα στράφηκε να τον κοιτάξει αλλά ο Ιππότης είπε βιαστικά:
   -Μην αποστρέφεις το βλέμμα σου από την Πύλη αυτή Ονειρεύτρια, είσαι η μόνη που βλέπει πέρα από αυτή. Κράτα ανοιχτή αυτή τη δίοδο για' μενα λίγο και όλα θα τελειώσουν.
   Η Λίζα ένιωσε το μυαλό του να αγγίζει το μυαλό της, ένιωσε τη δύναμή του, μια δύναμη το ίδιο μεγάλη σαν του Μπαγκράς αλλά στραμμένη στο να πολεμάει το σκοτάδι και να προστατεύει όσους το είχαν ανάγκη. Τον αισθάνθηκε να συγκεντρώνεται και να στρέφει αυτήν του τη δύναμη στην αψίδα.

   Μόλις βγήκαν από τον ανελκυστήρα ο Ραμίρ ρίγησε, ακόμα και χωρίς τις ανώτερες δυνάμεις των Ιπποτών μπορούσε να νιώσει το κακό και το σκοτάδι που μαζευόταν στο σπήλαιο αυτό. Ένας από τους άνδρες με τους μαύρους μανδύες άρπαξε την Κάτκα από τα χέρια της Γιαρμίλα, το κοριτσάκι ξέσπασε σε κλάματα, κάτι που έκανε την αντίσταση της κοπέλας ακόμα εντονότερη. Πάλευε με νύχια και με δόντια να ξεφύγει από τους άνδρες που την κρατούσαν.
   Ακριβώς εκείνη τη στιγμή της αναταραχής διάλεξε ο Ροβέρτος για να επέμβει. Με τα δυο σπαθιά του ήδη τραβηγμένα επιτέθηκε σκορπώντας τον όλεθρο. Ελευθέρωσε τον Ραμίρ σωριάζοντας τους άνδρες που τον κρατούσαν νεκρούς.
   -Ροβέρτο! Πάνω στην ώρα! είπε ο Ραμίρ.
   Έσπευσε να ανακτήσει το όπλο του και να μπει στη μάχη. Σκότωσε τον άνδρα που είχε τη σπάθα του και μετά προχώρησε να ελευθερώσει τη Γιαρμίλα και την Κάτκα. Έφτασε γρήγορα στην κοπέλα αλλά η Κάτκα ήταν τώρα ακουμπισμένη στο βωμό και ένας άνδρας με μαύρο χιτώνα, του είδους που πολύ καλά αναγνώριζαν ο Ραμίρ και ο Ροβέρτος, εκφωνούσε μαγικές επικλήσεις με ένα στιλέτο να αιωρείται πάνω από το λαιμό της.

   Ο Σάιμον μπλόκαρε με το σπαθί του την επίθεση ενός αντιπάλου και του έριξε μια γροθιά με το ελεύθερο χέρι του σπάζοντάς του κυριολεκτικά τα μούτρα αφού ο αντίπαλός του έπεσε βογκώντας με σπασμένη μύτη και το ένα ζυγωματικό. Η λάμα ενος σπαθιού πέρασε δίπλα στο πρόσωπό του και ένιωσε το θανατηφόρο φιλί του ατσαλιού που χάραξε το μάγουλό του. Ο Ροδόλφος της Ασόν πρόλαβε και μπλόκαρε το χτύπημα του πολεμιστή ενώ ο Σάιμον ανακτούσε την ισορροπία του και περνούσε στην αντεπίθεση εναντίον του παραλίγο δολοφόνου του. Λίγο πιο πέρα ο Ίθαν και ο Αλεξάντερ κατάφερναν να ανοίξουν μια δίοδο ανάμεσα στα στίφη των εχθρών για να ενωθούν με τους συντρόφους τους.
   -Πρέπει να κάνουμε κάτι και γρήγορα, είπε ο Αλεξάντερ, δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα με όλους αυτούς.
   -Έχεις κάποια ιδέα; ρώτησε ο αδερφός του αλλά η φωνή του χάθηκε σε έναν εκκωφαντικό ήχο που κανένας τους δεν είχε ξανακούσει.
   Ένα εκτυφλωτικό μπλε φως γέμιζε την αψίδα τώρα. Κανείς τους δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο και το φως αυτό, που έμοιαζε με το φως που βλέπει κανείς όταν είναι κάτω από την επιφάνεια του νερού και κοιτάζει προς τα πάνω, τους μάγευε, ασκούσε μια περίεργη έλξη πάνω τους.
   -Έγινε! κραύγασε σαν μανιακός ο Μπαγκράς. Ο δρόμος είναι ανοιχτός για να κατακτήσουμε αυτόν τον κόσμο. Εμπρός! Περάστε για τη δόξα των Αρχόντων Του Σκότους.
   Οι παρατεταγμένοι στρατιώτες του μάγου άρχισαν να προχωρούν, να περνάνε στο φως και να εξαφανίζονται. Οι τέσσερεις Ιππότες και ο Ροδόλφος δεν είχαν χρόνο να παρακολουθούν το θέαμα πολεμούσαν για τη ζωή τους ενώ το παρανοικό γέλιο του μάγου ακουγόταν πάνω από τους ήχους της μάχης.

   Ο Ραμίρ και ο Ροβέρτος μάχονταν με πείσμα και με θανατηφόρα αποφασιστικότητα προσπαθώντας να φτάσουν στην Κάτκα πριν να είναι αργά. Η Γιαρμίλα παρακολουθούσε με δάκρυα στα μάτια, χλωμή σαν πεθαμένη, την προσπάθεια για τη διάσωση της αδερφής της. Είχε προσπαθήσει και η ίδια να βοηθήσει αλλά αδυνατούσε να τα βάλει με τους οπλισμένους ακόλουθους του μάγου. Ωστόσο οι δυο Ιππότες τους είχαν φέρει σε δεινή θέση. Έπεφταν ο ένας μετά τον άλλο ενώ ο κύριός τους δεν μπορούσε να τους βοηθήσει καθώς η προσοχή του έπρεπε να παραμείνει αδιάσπαστα στραμμένη στο δύσκολο έργο που εκτελούσε.
   Οι ακόλουθοι είχαν απομείνει λίγοι και οι δυο Ιππότες ήταν κοντά στο βωμό. Θα προλάβαιναν όμως να σώσουν την Κάτκα από το μαχαίρι που ήδη άγγιζε το λαιμό της;

Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων 23

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Η μεγάλη αίθουσα ήταν γεμάτη με στρατιώτες ανθρώπινης και μη προέλευσης παρατεταγμένους σε τακτικές σειρές. Ήταν όλοι έτοιμοι για μάχη ντυμένοι με πανοπλίες και πάνοπλοι με σπαθιά και τσεκούρια.
   -Δύναμη εφόδου, ψιθύρισε ο Σάιμον.
  -Εφόδου που; είπε ο Ροδόλφος και έδειξε την αψίδα που ήταν στην άλλη πλευρά της αίθουσας σκαλισμένη στον τοίχο. Δεν υπάρχει άλλη έξοδος από την αίθυσα παρά μόνο από' δω.
   -Υπάρχει, είπε ο Γκίντεον αλλά δεν πρόλαβε να εξηγήσει. Ένας περίεργος ήχος πέτρας που τρίβεται σε πέτρα ακούστηκε και ο τοίχος δεξιά τους που αποτελούσε το πίσω μέρος της αίθουσας που έβλεπαν άρχισε να υποχωρεί κυλώντας στο πλάι. Το άνοιγμα που όλο πλάταινε οδηγούσε στην αίθουσα του Μπαγκράς και ο μάγος στεκόταν σ' αυτό.
   -Φιντέλια, είπε ο Ροδόλφος έχοντας διακρίνει την αγαπημένη του φυλακισμένη ακόμα στο κλουβί κοντά στο θρόνο του μάγου. Ο Γκίντεον τον έπιασε από τον ώμο για να προλάβει κάποια αυθόρμητη κίνηση.
   -Δεν θα τη βοηθήσεις αν σκοτωθείς.

   Ο Ροβέρτος στάθηκε ακριβώς μπροστά από τον ανελκυστήρα και μόλις άνοιξε η πόρτα επιτέθηκε. Οι αντίπαλοί του που δεν περίμεναν να βρεθεί εκεί μπροστά τους αιφνιδιάσθηκαν και δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν. Ο Ιππότης μετέφερε γρήγορα τα πτώματα των εχθρών του σε ένα σκοτεινό φυσικό κοίλωμα πίσω από το φρεάτιο του ανελκυστήρα και επέστρεψε στο θαλαμίσκο.
   Στο πάτωμα ήταν πεσμένος ένας μικρός φορητός ασύρματος. Ο Ροβέρτος τον πήρε στο χέρι του και τον κοίταξε αναρωτώμενος ποια ήταν η χρησιμότητά του. Μια κρύα φωνή που έδινε διαταγές του έλυσε την απορία.
   -Το προσωπικό να αφεθεί να φύγει, πείτε τους ότι σχολάμε νωρίς σήμεραα γιατί έχει γενέθλια το αφεντικό. Συγκεντρωθείτε κάτω, φέρτε τους αιχμαλώτους.
   Ήταν η ευκαιρία να δραπετεύσει αλλά δεν θα το έκανε. Το ότι συγκεντρώνονταν όλοι εδώ σήμαινε ότι έρχονταν να ανοίξουν την πύλη και αυτό έπρεπε να το εμποδίσει. Υποψιαζόταν εξ' άλλου πως στους αιχμαλώτους συμπεριλαμβανόταν και ο Ραμίρ. Λογικό συμπέρασμα αφού στη θυσία για το άνοιγμα της πύλης συμπεριλαμβανόταν και κάποιος με δύναμη, δύναμη που θα θυσιαζόταν για την γέννεση της πύλης.
   Ο Ροβέρτος κρύφτηκε στις σκιές και περίμενε. Θα ελευθέρωνε τον Ραμίρ και μαζί θα σταματούσαν τα σχέδια αυτών που ετοίμαζαν μια μαζική εισβολή στον κόσμο αυτό.

   -Πάνω στην ώρα, είπε ο Μάικ στο μυαλό της Λίζας. Ήρθαν ενισχύσεις.
   Ένα βούκινο ακούστηκε να ηχεί κάπου μακριά και ένα δεύτερο απάντησε από πιο κοντά.
   -Τους κατάλαβαν, είπε ο Μάικ.
   Ποδοβολητά ακούστηκαν στο διάδρομο.
   Ο Μπαγκράς κοίταξε προς την είσοδο και εντόπισε τους Ιππότες. Με ένα μοχθηρό γέλιο ύψωσε το ραβδί του καλώντας τους φρουρούς του εδώ.
   -Ονειρεύτρια, είπε ο Μάικ, έλα κοντά μου. Γρήγορά δεν έχουμε χρόνο,
   Η Λίζα κοίταξε τη σφαίρα που κρατούσε αιχμάλωτο τον Ιππότη. Κλαγγές όπλων και ουρλιακτά ακούγονταν από το διάδρομο όπου οι Ιππότες και ο Ροδόλφος μάχονταν κυκλωμένοι από τους στρατιώτες του μάγου. Ο Μπαγκράς είχε διατάξει τη φρουρά του να τους εξοντώσει αλλά τα παρατεταγμένα στρατεύματα είχαν διαταχθεί να μείνουν στη θέση τους. Η κοπέλα ξανακοίταξε τον Μάικ και μετά την αιωρούμενη φυλακή του.
   -Δεν θα σε βλάψει, δεν εμποδίζει την είσοδο. Την έξοδο εμποδίζει και αυτό μόνο σε' μενα που έχω το υλικό μου σώμα.
   -Αν δεν έχω σώμα γιατί ακόμα με αντιλαμβάνομαι έτσι;
   -Η ψυχή είναι άυλη, δεν έχει μορφή για να αντιληφθείς. Έλα κοντά μου, δεν έχουμε πολύ χρόνο.
   Η Λίζα δίστασε και κοίταξε πάλι το σημείο όπου οι πέντε πολεμιστές αντιμετώπιζαν την επίθεση των αντιπάλων τους. Ήταν πολύ καλοί μαχητές αλλά είχαν κυκλωθεί από μεγάλο αριθμό εχθρών και πολλοί ακόμα περίμεναν να τους επιτεθούν. Ο Σάιμον είχε ήδη τραυματιστεί αλλά συνέχιζε να μάχεται μαζί με το Ροδόλφο και τον Γκίντεον. Ο Ίθαν και ο Αλεξάντερ είχαν αποκοπεί πιο πέρα αλλά στέκονταν πλάτη με πλάτη για να καλύπτουν τα νώτα τους και μάχονταν με μια θανατηφόρα αποτελεσματικότητα που τρόμαζε τους αντιπάλους τους.
   -Έλα, είπε ξανά ο Μάικ.
   Η Λίζα τον κοίταξε και ξαφνικά χωρίς να ξέρει το γιατί και το πως ένιωσε κάτι να την ενώνει μαζί του και είδε το παρελθόν του, μακροχρόνιο και γεμάτο αγώνα κατά των δυνάμεων του Σκότους. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν θα της έκανε ποτέ κακό, ούτε θα της έλεγε ποτέ ψέμματα για να πετύχει το σκοπό του.
   Προχώρησε προς την αιωρούμενη σφαίρα.
 
   Τους είχαν βάλει σε ένα μικρό δωμάτιο χωρίς έπιπλα και χωρίς άλλο άνοιγμα πέρα από την πόρτα απ' όπου είχαν μπει. Η Γιαρμίλα και η Κάτκα κάθισαν στο δάπεδο, ο Ραμίρ πηγαινοερχόταν στον κλειστό χώρο αναζητώντας μια οδό διαφυγής. Η Γιαρμίλα τον κοιτούσε αμίλητη αλλά σηκώθηκε ξαφνικά και τον έπιασε από το μπράτσο.
   -Σταμάτα, είπε επιτακτικά, φθείρεις τον εαυτό σου.
   Ο Ραμίρ στάθηκε και την κοίταξε. Η κοπέλα χαμήλωσε το βλέμμα.
   -Και με κάνεις να νιώθω πιο ένοχη, πρόσθεσε απαλά.
   -Ένοχη; Γιατί;
   -Σε αιχμαλώτισαν εξαιτίας μου, είπε η κοπέλα. Δεν θα σε έπιαναν αν δεν αναγκαζόσουν να παραδοθείς για να μην σκοτώσουν την Κάτκα.
   Ο Ραμίρ στράφηκε ώστε να είναι ακριβώς αντικριστά της.
   -Δεν φταις εσύ, είπε ήσυχα. Ποτέ δεν θα δεχόμουν να σώσω τη ζωή μου θυσιάζοντας μια αθώα ψυχή, μια μάλιστα που της χρωστάω.
   -Αυτήν την ευγενική σκέψη θα την πληρώσεις ίσως με τη ζωή σου, είπε η Γιαρμίλα και δάκρυα εμφανίστηκαν στα μάτια της.
   -Ίσως, είπε ο Ραμίρ, αλλά ακόμα δεν έγινε αυτό. Και δεν θα πέσω χωρίς να πολεμήσω.
   -Ελπίζω να πεθάνω εγώ πριν το δω αυτό, είπε σιγανά η Γιαρμίλα, δεν θα το αντέξω να σε δω να πεθαίνεις.
   Ο Ραμίρ την αγκάλιασε. Εκείνη ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του αντλώντας παρηγοριά και δύναμη από την επαφή αυτή.
   -Μη χάνεις την ελπίδα σου, είπε ο Ιππότης, ακόμα δεν χάθηκαν όλα.
   Η κοπέλα ύψωσε το βλέμμα της για να διαπιστώσει πως εκείνος την κοιτούσε, μόλις λίγα εκατοστά τους χώριζαν και ο Ραμίρ τα πέρασε γέρνοντας προς το μέρος της. Τα χείλη του άγγιξαν τα δικά της απαλά και η Γιαρμίλα παραδόθηκε σε αυτό το πρώτο της φιλί που δινόταν χωρίς συμφέρον, μόνο επειδή το ήθελε. Ένιωσε ξαφνικά ασφαλής, προστατευμένη. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του Ραμίρ και το φιλί τους παρατάθηκε αλλά μόλις για μια στιγμή. Η πόρτα άνοιξε με κρότο και οι αιχμαλωτιστές τους επέστρεψαν ντυμένοι με μαύρους μανδύες.
   Βγήκαν από το δωμάτιο και τους οδήγησαν στον ανελκυστήρα, το μεγάλο κτίριο είχε τώρα πια ερημώσει. Η Γιαρμίλα πήρα την Κάτκα στην αγκαλιά της και ρίγησε καθώς άκουσε τα βήματά τους να αντηχούν.

Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων 22

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Ο Ροβέρτος κοίταξε γύρω του το σπήλαιο. Δεν υπήρχε άλλη έξοδος πέρα από αυτή που είχε κλειστεί μόλις γι' αυτόν. Δεν απελπίστηκε, το γεγονός πως είχε παγιδευτεί εδώ κάτω σήμαινε πολύ απλά πως θα έπρεπε να πολεμήσει για να μείνει ζωντανός και ελεύθερος. Δεν θα αργούσαν να αντιληφθούν ότι είχε ξεφύγει και να στείλουν κάποιους να τον βρουν. Τότε θα είχε την ευκαιρία να αποδράσει.
   Αναρωτήθκε αν μπορούσε να κάνει κάτι να εμποδίσει τα σχέδια εκείνων που ετοιμάζονταν να ανοίξουν μια Σκιώδη Πύλη εδώ. Θυμήθηκε κάτι που είχε διδαχθεί πολλά χρόνια πριν όταν ήταν ακόμα ένας νεαρός δόκιμος. Η καταστροφή του βωμού δεν θα κατέστρεφε τα σχέδιά τους αλλά θα τα καθυστερούσε σημαντικά.
   Κατέβηκε στο σπήλαιο. Η θερμοκρασία εδώ παρά τους δαυλούς ήταν πολύ πιο χαμηλή και το κρύο έκανε την αναπνοή του να βγαίνει σαν υδρατμός. Προχώρησε προς το βωμό με την απόφαση να τον ισοπεδώσει αλλά σταμάτησε μετά από μερικά βήματα. Ο βωμός προστατευόταν από ένα ισχυρό μαγικό πεδίο, δεν μπορούσε να το διαπεράσει για να τον καταστρέψει.
   Επέστρεψε πάλι στον εξώστη. Ακριβώς εκείνη την στιγμή άκουσε τον ανελκυστήρα να καταφτάνει.

   -Τι έγινε; ρώτησε η Γιαρμίλα καθώς ο Ραμίρ τιναζόταν όρθιος και ξεθηκάρωνε τη σπάθα του.
   -Μας βρήκαν, απάντησε ο Ιππότης και έτρεξε στη σκάλα όπου φαινόταν ήδη το κεφάλι του πρώτου από τους αντιπαλους του. Τον χτύπησε με τη σπάθα ενώ η Γιαρμίλα έτρεχε να πάρει στην αγκαλιά της την Κάτκα. Το κοριτσάκι ξύπνησε από την κραυγή του άνδρα καθώς γκρεμιζόταν από τη σκάλα και ξέσπασε σε λυγμούς. Η Γιαρμίλα την έσφιξε στο στήθος της ψιθυρίζοντας καθησυχαστικά.
   Στη σκάλα ο Ραμίρ μαχόταν με θάρρος και αποτελεσματικά, εμπόδιζοντας τους εχθρούς του να ανέβουν στο πατάρι και να τον κυκλώσουν και καταφέρνοντας θανάσιμα πλήγματα. Δεν φαινόταν να κουράζεται και δεν δείλιαζε παρά τον αριθμό των εχθρών του.
   Μια δεύτερη ομάδα ανδρών μπήκε στο κτίριο κουβαλώντας μια μεγάλη σκάλα και την έστησε έτσι ώστε να δίνει πρόσβαση στο πατάρι. Αμέσως μετά οι αντίπαλοί του άρχισαν να ανεβαίνουν και απ' αυτή. Ο Ιππότης έκανε πίσω για να μπορεί να αντιμετωπίζει τους άνδρες και από τις δυο σκάλες αλλά γρήγορα βρέθηκε κυκλωμένος. Συνέχισε να μάχεται ως που μια ψυχρή φωνή είπε:
   -Πέτα το όπλο σου αλλιώς θα πεθάνει.
   Δυο άνδρες είχαν ακινητοποιήσει την Γιαρμίλα και την Κάτκα. Ένας τρίτος κρατούσε ένα μαχαίρι στο λαιμό του κοριτσιού. Ο Ραμίρ δεν δίστασε, ήξερε πολύ καλά τι θα έκανε. Η Γιαρμίλα όμως είχε άλλη γνώμη.
   -Μην παραδοθείς. Άσε' μας.
   Ο Ραμίρ έριξε τη σπάθα του στο τσιμεντένιο δάπεδο και ακούστηκε ένας υπόκωφος ήχς σαν να έπεφτε κάτι πολύ πιο βαρύ ή μεγάλο. Οι αντίπαλοί του έσπευσαν να του δέσουν τα χέρια. Τους οδήγησαν και τους τρεις σε ένα μικρό βαν. Τους έριξαν στο πίσω μέρος και αμέσως ξεκίνησε με ταχύτητα.

   -Όχι!
   Καθαρά από ένστικτο η Λίζα άπλωσε το χέρι της να εμποδίσει τη φλόγα που είχε τιναχτεί από το ραβδί του Μπαγκράς να χτυπήσει τον Μάικ. Η φλόγα προς μεγάλη της έκπληξη άγγιξε το χέρι της και άλλαξε πορεία. Τυλίκτηκε γύρω από το χέρι της σαν να ήταν ζωντανό ον. Μια βλαστήμια ξέφυγε από τα χείλη του Μπαγκράς που σηκώθηκε όρθιος. Άρπαξε το ραβδί του και προχώρησε προς την αιωρούμενη σφαίρα. Η Λίζα πισωπάτησε τρομαγμένη αλλά ο Μάικ τη σταμάτησε.
   -Μη φοβάσαι, ο Μπαγκράς δεν μπορεί να σε δει. Το σώμα σου βρίσκεται πίσω στον κόσμο σου, είσαι εδώ μόνο με το πνεύμα σου. Και αυτό δεν μπορεί να το δει, τον εμποδίζω εγώ. Αν και κατάλαβε τώρα ότι κάτι συμβαίνει.
   Ο μάγος πρόφερε μια κατάρα και μια ριπή ενέργειας χτύπησε τη σφαίρα που έλαμψε με ένα απόκοσμο φως καθώς ο Ιππότης επιστράτευε τις δυνάμεις του για να αμυνθεί.
   -Δεν μπορείς να μας σταματήσεις, είπε ο μάγος.

   Είχαν βρεθεί σε έναν στενό διάδρομο ανάμεσα σε δυο περιπόλους που η κάθε μια υπερτερούσε σε αριθμό ανδρών δυο προς έναν. Αλλά αρνήθηκαν να παραδοθούν αμαχητί και επιτέθηκαν στους εχθρούς τους αμέσως μόλις εκείνοι εμφανίσθηκαν. Τους αιφνιδίασαν και κατάφεραν να σκοτώσουν μερικούς πριν οι αντίπαλοί τους συνέλθουν από το ξάφνιασμα. Μετά μια σκληρή και πείσμονα μάχη άναψε. Οι τέσσερεις Ιππότες και ο Ροδόλφος πολεμούσαν με μένος. Εκείνοι γιατί ήταν ταγμένοι σε έναν σκοπό που θα υπηρετούσαν ακόμα και πεθαίνοντας, εκείνος για να σώσει την κοπέλα που αγαπούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο.
   Οι δυο δίδυμοι κύριοι του Ζίριον αποτελούσαν θανάσιμο συνδιασμό, είχαν μόνοι τους αναλάβει την μια πλευρά της μάχης αντιμετωπίζοντας τη μια περίπολο. Ο Αλεξάντερ προχωρούσε μπροστά ενώ ο Ίθαν κάλυπτε τα νώτα του. Οι δυο Ιππότες είχαν αποδεκατίσει την περίπολο και έφταναν στον αρχηγό της όταν μια νέα ομάδα φρουρών εμφανίστηκε. Ο Αλεξάντερ όρμηξε πάνω τους εξολοθρεύοντας τους δυο από τους τέσσερεις και μπλοκάροντας τα υψωμένα ξίφη των άλλων δυο με τη σπάθα του.
   -Σπαθί! φώναξε στον αδερφό του που έσπευσε να τινάξει ένα από τα πεσμένα στο δάπεδο όπλα των αντιπάλων τους. Ο Αλεξάντερ το έπιασε στον αέρα και με μια ρευστή κίνηση τραυμάτισε θανάσιμα και τους δυο αντιπάλους του.
   Πίσω τους ο Σάιμον αποτελείωσε τους τελευταίους αντιπάλους χρησιμοποιώντας τη σπάθα του αλλά και αυτή του Μάικ που την κουβαλούσε ως που να την επιστρέψει στον κύριό της.
   Σιγή επικράτησε μόλις έμειναν και πάλι μόνοι τους στο διάδρομο. Κανένας άλλος δεν φαινόταν να έχει αντιληφθεί την παρουσία τους εδώ. Συνέχισαν στο διάδρομο μέχρι που έφτασαν σε μια αψίδα που ανοιγόταν σε μια μεγάλη αίθουσα. Το θέαμα ήταν αναπάντεχο.

Μαζί Σου

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Έχω ζήσει πολλά και υπάρχουν πολλά ακόμα που θέλω να ζήσω. Πράγματα να κάνω, στόχοι να επιτύχω, συναισθήματα να βιώσω, εμπειρίες που αξίζουν να τις έχεις. Όλα αυτά όμως θέλω να τα μοιραστώ μαζί σου. Όλα μα όλα. Από τα πιο σημαντικά στα πιο ασήμαντα. Τίποτα από αυτά δεν θα είναι πλήρες αν δεν το μοιραστώ μαζί σου.
   Θέλω να μοιραστώ την υπέροχη αίσθηση της επιτυχίας τη στιγμή που θα φτάσω το μεγάλο μου στόχο που ξέρεις και με ενθαρρύνεις στην επιδίωξή του. Καμία επιτυχία δεν θα είναι απόλυτη αν δεν μπορώ να τη μοιραστώ μαζί σου. Αν δεν μπορώ να στην ανακοινώσω με δάκρυα χαράς για να σε ακούσω να λες ό,τι ποτέ δεν αμφέβαλλες.
   Θέλω να μοιραστώ μαζί σου την φλόγα της δημιουργίας, την μεθυστική εκείνη κατάσταση που ιδέες ξεπηδάνε σαν νερό της πηγής και τις μορφοποιείς, τους δίνεις πνοή, ζωή. Τις συζητήσεις για τις πιθανές και πιο ενδιαφέρουσες εξελίξεις μιας ιστορίας, την αποτύπωση μετά μέσα από την θάλασσα των λέξεων της ίδιας της ιστορίας.
   Θέλω να μοιραστώ μαζί σου την ησυχία της νύχτας όταν βυθισμένος στο σκοτάδι μελετώ νέες ιδέες για ιστορίες και κείμενα, και το μόνο που ακούγεται είναι ο ήχος του στυλό στο χαρτί. Εκείνες τις στιγμές που η σκέψη τόσο εύκολα φεύγει από το έργο μου για να ταξιδέψει σε' σενα.
   Θέλω να μοιραστώ μαζί σου τις ώρες που ακούω μουσική κοιτώντας τα άστρα και σκεπτόμενος εσένα, τις μοναδικές στιγμές που βρίσκομαι σε γαλήνη και ξέρω ότι είμαι ακριβώς εκεί που πρέπει αν είμαι μαζί σου.
   Θέλω να μοιραστώ την δροσιά ενός νυχτερινού περιπάτου στην ακροθαλασσιά με τα κύματα να σβήνουν στα πόδια μας και το αεράκι να μας ψιθυρίζει μυστικά κάτω από του φεγγαριού το φως.
   Θέλω να μοιραστώ τη μαγεία κάθε στιγμής μαζί σου, μικρές καθημερινές στιγμές, ένα γέλιο, ένα χάδι, ένα ήσυχο βράδυ σε μια βεράντα να σου λέω ιστορίες και να γελάς με το υπέροχο δροσερό γέλιο σου, να σου ψιθυρίζω στίχους ως που ήσυχη γλυκά στην αγκαλιά μου να κοιμηθείς.
   Θέλω να μοιραστώ μαζί σου τη γλύκα ενός φιλιού, την θαλπωρή μιας αγκαλιάς, την ευχαρίστηση ενός χαδιού.
   Όλα αυτά θέλω να τα μοιραστούμε, να ζήσω τις μοναδικές στιγμές της ζωής μαζί σου, γιατί μόνο τότε θα αξίζουν αν τις μοιραστώ μαζί σου. Αν είσαι και' συ μέρος τους, μέρος της ζωής μου.

Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων 21

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Ακόμα και για τον Ροβέρτο που δεν είχε πείρα από τα κτίσματα αυτού του τόσο διαφορετικού κόσμου, ήταν φανερό πως αυτό που έβλεπε μπροστά του δεν ήταν το αναμενόμενο υπόγειο ενός κτιρίου. Μπροστά του απλωνόταν ένας χώρος που προφανώς ήταν φυσικός εξώστης σε ένα μεγαλύτερο σπήλαιο.
   Ο Ιππότης πλησίασε την άκρη του φυσικού αυτού εξώστη και κοίταξε κάτω. Το σπήλαιο ήταν αρκετά μεγάλο και ευρύχωρο για έναν μικρό στρατό. Σκάλες λαξευμένες στο βράχο κατέβαιναν από το σημείο που στεκόταν στο σπήλαιο κάτω. Ήταν άδειο αλλά φωτιζόταν από πυρσούς τόσο πολύ σαν να είχε παράθυρα που να έφερναν το φως από έξω. Δεν υπήρχαν σύμβολα ή αντικείμενα που να πρόσφεραν την παραμικρή ένδειξη για τη χρήση αυτής της σπηλιάς αλλά οι αισθήσεις του τον προειδοποιούσαν πως βρισκόταν σε ένα χώρο μεγάλου κακού.
   Όταν κοίταξε την απέναντι άκρη του σπηλαίου είδε την απάντηση. Στο τοίχωμα του σπηλαίου ήταν σκαλισμένη μια αψίδα. Ήταν φανερό πως είχε πρώτα λειανθεί ο τοίχος για να μπορεί να σκαλιστεί η αψίδα με όλη την περίτεχνη διακόσμηση και τα σύμβολα που την κοσμούσαν. Φαινόταν σαν μάταιος τόσος κόπος για μια αψίδα που δεν οδηγούσε πουθενά. Αλλά ο Ροβέρτος ήξερε καλύτερα. Αυτό που έβλεπε εδώ ήταν η προσπάθεια να ανοιχτεί μια Σκιώδης Πύλη, μια δίοδος που ένωνε τον κόσμο του με αυτόν εδώ, η ίδια δίοδος με την οποία ο ίδιος και ο Ραμίρ είχαν έρθει εδώ.
   Υπήρχαν συγκεκριμένοι άνθρωποι που μπορούσαν να ανοίξουν με τις δυνάμεις τους μια πύλη ανάμεσα στους κόσμους. Αλλά υπήρχε και ένας ακόμα τρόπος που απαιτούσε την τέλεση τόσο φρικαλέων πράξεων που έσχιζαν την ίδια την υφή του σύμπαντος.
   Μπροστά στην αψίδα υπήρχε ένας αιματοβαμμένος βωμός. Είχε ήδη αρχίσει η βδελυρή τελετή.
   Τι μπορούσε να κάνει τώρα; Άκουσε πίσω του τις πόρτες του ανελκυστήρα να κλείνουν και το θαλαμίσκο να ανεβαίνει. Ήταν παγιδευμένος εδώ κάτω.

   Ο Μπαγκράς έβγαλε μια τρομερή κραγή και το χέρι του άγγιξε τη μαύρη σφαίρα δίπλα του, μια τρομερή έκλυση δυνάμεως ξεχύθηκε από τη σφαίρα και τινάκτηκε προς το μέρος της Λίζας που φώναξε τρομαγμένη αλλά η μαγική δύναμη την προσπέρασε και χτύπησε την αιωρούμενη σφαίρα. Ο Τελευταίος Άρχοντας της Χαμένης Πόλης δεν έδειξε να πονάει ή να υποφέρει αλλά στα μάτια του φάνηκε η προσπάθεια που κατέβαλλε για να αμυνθεί από την επίθεση αυτή.
   Η κοπέλα τον κοίταξε και ξαφνικά ήξερε, αν και δεν μπορούσε να καταλάβει το πως, ότι από τη στιγμή που είχε βρεθεί στο Αλκιμάρ βρισκόταν συνεχώς σε επιφυλακή για να αντέχει την επίθεση του σκοτεινού μάγου και να αντεπιτίθεται. Ήταν πιασμένοι σε μια θανάσιμη πνευματική μονομαχία. Ο μάγος είχε αιχμαλωτίσει τον αντίπαλό του και τον κρατούσε στην σφαίρα αλλά δεν τολμούσε να χαλαρώσει την επαγρύπνισή του γιατί θα δραπέτευε και τότε θα τον σκότωνε.
   Διαισθάνθηκε την οργή του Μπαγκράς για κάτι που είχε συμβεί κάπου αλλού. Ο μάγος ξεστόμισε μια κατάρα και πήρε το ραβδί του που ήταν στερεωμένο δίπλα στο θρόνο. Σημάδεψε τον Μάικ. Πρόφερε μια κατάρα ενώ το άλλο άγγιζε τη μαύρη σφαίρα. Ο Ιππότης γέλασε.
   -Δεν το ήξερες Μπαγκράς; Αθώα ψυχή απαλλαγμένη από την κακία είναι αντίδοτο για πολλά δεσίματα.
   -Αλλά για αυτό δεν υπάρχει αντίδοτο! ούρλιαξε ο Μπαγκράς και μια φλόγα τινάχτηκε από το ραβδί του προς τον Μάικ.

   Ο Ραμίρ ένιωσε να τον τυλίγει μια δίνη χρωμάτων σαν να είχε μετατραπεί ξαφνικά ο κόσμος σε ένα καλειδοσκόπιο. Έκλεισε τα μάτια του και περίμενε να περάσει αυτή η αποπροσανατολιστική αίσθηση. Τα άνοιξε και συνειδητοποίησε πως ήξερε τώρα ποιος ήταν. Θυμόταν και πάλι. Δεν είχε τις δυνάμεις του αλλά τώρα πια η μνήμη του δεν ήταν χαμένη στο σκοτάδι. Κοίταξε την Κάτκα.
   -Ευχαριστώ μικρούλα, είπε. Έλυσες τα δεσίματα του Μπαγκράς. Σου υπόσχομαι να σε προστατεύσω όσο θα είμαι σε αυτόν τον κόσμο.
   -Τι εννοείς;
   Ο Ραμίρ στράφηκε και κοίταξε την Γιαρμίλα που είχε ξυπνήσει και είχε απορήσει με τα λόγια που εκείνος είχε απευθύνει στην κοιμισμένη αδερφή της.
   -Ξέρω ποιος είμαι. Τώρα θυμάμαι.
  Πήγε και κάθισε κοντά στην κοπέλα και της εξήγησε ποιος ήταν και πως είχε βρεθεί να περιπλανιέται στους δρόμους της πρωτεύουσας.
   -Σίγουρα σου φαίνονται παράξενα όλα αυτά και εξωπραγματικά. Αλλά δεν είμαι τρελός, σε βεβαιώνω.
   -Το ξέρω, είπε ήσυχα η Γιαρμίλα, δεν είσαι τρελός. Θα δυσκολευόμουν να σε πιστέψω υπό άλλες συνθήκες αλλά έχω αποδείξεις. Είδα να εμφανίζεται από το πουθενά ένας άλλος άνδρας που ξέρω ότι αναζητούσε εσένα. Το τραύμα σου θεραπεύθηκε με ένα..... δεν ξέρω και' γω τι ενώ κανονικά ήθελες επέμβαση και ράμματα. Σε πιστεύω.
   -Ευχαριστώ... ξεκίνησε ο Ραμίρ αλλά η Γιαρμίλα τον σταμάτησε.
   -Εγώ σε ευχαριστώ, αν δεν ήσουν εσύ θα είχα απελαθεί.
   -Εξ' αιτίας μου αναγκάστηκες να αφήσεις το σπίτι σου και κινδυνεύετε, αντέτεινε ο Ιππότης.
   -Έτσι κι' αλλιώς κινδυνεύουμε, είπε η Γιαρμίλα, με τον τρόπο που ζούμε. Αλλά τουλάχιστον αυτός ο κίνδυνος αξίζει τον κόπο.
   Έμειναν να κοιτάζονται στα μάτια.
   Τη μαγεία έσπασαν τα ποδοβολητά κάτω στο ισόγειο. Δεν ήταν πια μόνοι στο κτίριο.

   Ένας άνδρας εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πύλης κρατώντας μια βαλίστρα και έναν δαυλό. Ο Σάιμον όρμηξε μπροστά αποφσισμένος να τα παίξει όλα για όλα.
   -Εσύ είσαι Γκαρούδ; Πόσες φορές σου έχω πει να λες το σύν......
   Ο άνδρας αντελήφθηκε την σκιά που ερχόταν προς το μέρος του και έκοψε την φράση στη μεση της λέξης. Έριξε το δαυλό που κρατούσε και σήκωσε τη βαλίστρα σε θέση βολής. Τράβηξε τη σκανδάλη αλλά ο Σάιμον ήταν πια πολύ κοντά. Παραμέρισε τη βαλίστρα και τον άρπαξε από το λαιμό ενώ κατέφταναν και οι υπόλοιποι.
   Έκρυψαν το πτώμα σε μια σκοτεινή γωνιά και προχώρησαν στο εσωτερικό του κάστρου. Νεκρική ησυχία επικρατούσε στους διαδρόμους του και προχώρησαν χωρίς να συναντήσουν κανέναν.
   -Δεν μου αρέσει αυτό. Ακόμα και με τα στρατεύματά του στη Νύλια ο μάγος θα έπρεπε να έχει αρκετούς και εδώ. Κάτι σκαρώνει, είπε ο Αλεξάντερ του Ζίριον.
   -Συμφωνώ, είπε ο αδερφός του, καμία ιδέα για το προς τα που πρέπει να πάμε;
   -Ναι, είπε ο Γκίντεον. Σίγουρα ο Μπαγκράς θα έχει φροντίσει για τη μέγιστη ασφαλή κράτηση του φίλου μας και ξέρω που θα τον έχει αλλά πρέπει να βρούμε το δρόμο για εκεί.
   -Κάποιος έρχεται, είπε ο Σάιμον που προπορευόταν.
   Κοίταξαν γύρω για κάποια κρυψώνα. Βήματα ακούστηκαν να έρχονται βιαστικά και από πίσω τους.
   -Μάλλον θα χρειαστεί να πολεμήσουμε, είπε ο Ροδόλφος της Ασόν.

Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων 20

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Τρίτο


   Το Λόου Κόουβ ήταν ένα μικρό χωριουδάκι χτισμένο στην ακτή του Κόλπου Των Εθνών ονομασμένου έτσι γιατί πέντε διαφορετικά έθνη μοιράζονταν τις ακτές του. Ήταν απλωμένο κατά μήκος της ακτής και οι κάτοικοί του ήταν κατά κύριο λόγο ψαράδες. Έχοντας ζήσει όλη τους τη ζωή μέσα και δίπλα στο υγρό στοιχείο δεν φοβούνταν τίποτα από όσα υπήρχαν σ' αυτό πέρα από ένα και μοναδικό πράγμα, το καταραμένο νησί του Αλκιμάρ.
   Το νησί ήταν πολύ κοντά στο χωριό και όπως το έβλεπαν σκεπασμένο με τα αιώνια σύννεφα της καταιγίδας δεν χρειάζονταν τίποτα άλλο για να πιστέψουν όσα λέγονταν για το Σκοτεινό Κύριό του. Δεν μιλούσαν συχνά γι' αυτό και όποτε το έκαναν το έκαναν χαμηλόφωνα και προσέχοντας μην τους ακούει κανείς.
   Την ώρα που έφταναν στο χωριό ο Ροδόλφος της Ασόν και οι τέσσερεις Ιππότες το σκοτάδι είχε πέσει και οι κάτοικοι του χωριού μαζεύονταν από τις δουλειές τους στα σπίτια τους για το δείπνο και τον ύπνο που θα τους ξεκούραζε από τον καθημερινό τους μόχθο. Κάποιοι λίγοι είχαν μαζευτεί στην μοναδική ταβέρνα του Λόου Κόουβ. Οι πέντε ταξιδιώτες δεν σταμάτησαν αλλά προχώρησαν στο λιμανάκι του χωριού. Εκεί ξεπέζεψαν και ο Γκίντεον Νεμίνιον προχώρησε σε ένα κοντινό σπίτι. Χτύπησε την πόρτα και όταν του άνοιξε ένας ηλικιωμένος άνδρας με άσπρα μαλλιά που έπεφταν ατημέλητα στους ώμους του, άρχισε να του μιλάει στην τοπική διάλεκτο.
   Επέστρεψε κοντά στους υπόλοιπους μετά από μερικά λεπτά.
   -Θα αφήσουμε εδώ τα άλογά μας και θα πάρουμε το μικρό πλοιάριό του.
   -Είστε ναυτικοί; ρώτησε ο Ροδόλφος. Γιατί εγώ δεν ξέρω τίποτα από ναυσιπλοία.
   -Ο Ίθαν με τον Αλεξάντερ θα καταφέρουν να το οδηγήσουν στο Αλκιμάρ. Είπα ακόμα το πρωί να δηλώσει κλοπή του πλοίου, συνέχισε ο Γκίντεον, αν αποτύχουμε στην αποστολή μας δεν χρειάζεται να υποστεί την οργή του Μπαγκράς γιατί μας έδωσε το μέσο να πάμε στο νησί.
   -Δεν θα αποτύχουμε, είπε ο Σάιμον.
   Ξεκίνησαν για την ξύλινη αποβάθρα όπου βρισκόταν το μεταφορικό τους μέσον προς το καταραμένο νησί.

   Ο Ροβέρτος δυσκολεύτηκε να βρει το κτίριο που ήταν γνωστό σε πολλούς από τους κατοίκους της περιοχής γιατί δεν ήθελε να ρωτήσει κάποιον φοβούμενος μην τραβήξει την προσοχή ενός εχθρού που υπερείχε σε αριθμό. Όταν το βρήκε σταμάτησε σε ένα απόμερο σημείο παρατηρώντας το. Δεν φαινόταν διαφορετικό από τα γύρω κτίρια και δεν υπήρχαν σημάδια ότι συνέβαινε κάτι. Αλλά το αισθανόταν ότι είχε έρθει στο σωστό μέρος. Υπήρχε μια αύρα κακού τόσο έντονη και πνιγηρή σαν να στεκόταν στον καπνό μιας μεγάλης πυρκαγιάς.
   Κοίταξε αυτούς που έμπαιναν στο κτίριο, κυρίως το πρώτο τόσο πρωί. Δεν είχε ανακαλύψει κάτι το ασυνήθιστο, άνθρωποι που έρχονταν στη δουλειά τους ή για κάποιο θέμα τους εδώ. Κάποιοι ήταν θυμωμένοι, μνησικακούσαν και έβριζαν από μέσα τους αλλά ήταν απλά φορτωμένοι με τις ανθρώπινες αδυναμίες, δεν υπηρετούσαν τις δυμάμεις του Σκότους.
   Μετά από αρκετή ώρα παρατήρησης αποφάσισε να εισχωρήσει στο κτίριο. Έπρεπε να μάθει τι συνέβαινε και το ένιωθε πως οι απαντήσεις που αναζητούσε βρίσκονταν εδώ. Πλησίασε την εντυπωσιακή γυάλινη είσοδο έτοιμος να παραμερίσει το μανδύα του και να τραβήξει τα όπλα του αν δεχόταν επίθεση. Η πόρτα άνοιξε με ένα απλό σπρώξιμο ο Ιππότης βρέθηκε σε ένα μικρό χώρο ανάμεσα σε δυο πόρτες και στάθηκε. Υπήρχαν δυο κάμερες ασφαλείας που κατέγραφαν τις κινήσεις του όπως στεκόταν στο χαλί με το σταμπαρισμένο WELCOME. Δίπλα στην μια πόρτα υπήρχε μια εσοχή με ένα κόκκινο φωτάκι. Ο Ροβέρτος μάντεψε ότι είχε να κάνει κάτι με το αντικείμενο που είχε πάρει από τον άνδρα στην υπόγεια διάβαση αλλά δεν ήξερε πως να το χρησιμοποιήσει. Έπρεπε ωστόσο να κάνει κάτι, δεν μπορούσε να παραμείνει εκεί, θα τραβούσε την προσοχή και θα ήγειρε υποψίες.
   Σήκωσε το χέρι του και χτύπησε την πόρτα ήσυχα. Δυο άνδρες της ασφάλειας τον κοίταξαν με περιέργεια. Έβγαλε από την τσέπη του το ηλεκτρονικό πάσο.
   -Κάτι έπαθε, είπε, δεν κάνει τίποτα.
   Οι δυο άνδρες κοιτάκτηκαν και μετά ο ένας άνοιξε την πόρτα. Ο Ροβέρτος μπήκε γνέφοντας το ευχαριστώ του.
   -Δώσε να δω, είπε ο ένας από τους άνδρες, αν μπορώ να το φτιάξω.
   Ο Ιππότης του έδωσε το ηλεκτρονικό πάσο και προχώρησε προς τη σκάλα διασχίζοντας το εντυπωσιακό φουαγιέ. Δεν φάνηκε να τραβάει την προσοχή. Κόντευε να φτάσει στη μεγάλη σκάλα όταν ένιωσε κάτι σκληρό να ακουμπάει στην πλάτη του και μια φωνή να ψιθυρίζει στο αυτί του:
   -Νόμιζες ότι είσαι πιο έξυπνος από' μας ε; Προχώρα ήσυχα τώρα αν δεν θες να σε εκτελέσω επί τόπου.

   Μια ομοβροντία αστραπόβροντων ικανών να τρομάξουν και τον γενναιότερο άνδρα τους υποδέκτηκε καθώς πλησίαζαν το καταραμένο νησί του Αλκιμάρ και ο άνεμος δυνάμωνε κάνοντας το πλοιάριο να κλυδωνίζεται άγρια. Οι δυο άρχοντες του Ζίριον κατάφερναν να το κυβερνούν όμως οδηγώντας το προς έναν όρμο που διέκριναν κάτω από τα σύννεφα της καταιγίδας.
   -Πλησιάζουμε, είπε ο Σάιμον.
   -Θυμηθείτε, είπε ο Γκίντεον Νεμίνιον ήρεμα αλλά αρκετά δυνατά ώστε να ακούγεται πάνω από τη βοή των κυμάτων, πρέπει να βρούμε τον Μάικ πριν αντιμετωπίσουμε τον Μπαγκράς. Πρέπει να περάσουμε απαρατήρητοι ως τότε.
   Με έναν μαλακό, πνιχτό ήχο το πλοιάριο άγγιξε την αμμώδη ακτή. Είχαν φτάσει, μια απόκοσμη οιμωγή τους υποδέκτηκε.

   Ο Ροβέρτος με την κάνη του πιστολιού στην πλάτη του προχώρησε προς τον ανελκυστήρα όπως του υπέδειξαν οι αιχμαλωτιστές του. Δεν είχε παραδοθεί, κάθε άλλο. Περίμενε την πρώτη ευκαιρία να αντιδράσει. Τα μάτια του κατέγραφαν την κάθε κίνηση γύρω του και ήταν σε ετοιμότητα να εκμεταλλευτεί και την πιο ελάχιστη ευκαιρία για να ξεφύγει από τα χέρια των εχθρών του. Πλησιάζοντας τον ανελκυστήρα κοίταξε την αστραφτερή μεταλλική πόρτα. Μελέτησε την εικόνα που έβλεπε στην αντανάκλαση στην επιφάνειά της. Εκτός από τον έναν που τον σημάδευε υπήρχαν ακόμα δυο άνδρες που ήταν οπλισμένοι αν και δεν κρατούσαν φανερά τα όπλα τους.
   Η πόρτα άνοιξε και μπήκαν στο θαλαμίσκο, έσπρωξαν τον Ιππότη στην πίσω πλευρά με το πρόσωπό του στραμμένο στο τοίχωμα του. Τώρα το όπλο δεν πίεζε την πλάτη του. Ο Ροβέρτος διακινδύνευσε μια κλεφτή ματιά πάνω από τον ώμο του. Οι τρεις άνδρες έδειχναν αρκετά χαλαρωμένοι, σίγουροι πως είχαν τον έλεγχο της καταστάσεως.
   Αντέδρασε με την ταχύτητα που τον χαρακτήριζε πάντα στη μάχη. Τίναξε το δεξί του χέρι σφιγμένο σε γροθιά και πέτυχε τον άνδρα που βρισκόταν πιο κοντά του στο πρόσωπο. Ένας ξερός ήχος τον ενημέρωσε ότι είχε σπάσει την μύτη του αντιπάλου του που διπλώθηκε στα δύο βογγώντας. Ταυτόχρονα τράβηξε με το άλλο χέρι του τον δεύτερο από τους άνδρες προς το κέντρο του θαλαμίσκου, ανάμεσα στον ίδιο και σε εκείνον που κρατούσε το πιστόλι που δεν πυροβόλησε από φόβο μήπως και χτυπήσει το σύντροφό του. Ο Ροβέρτος έσπρωξε τον έναν πάνω στον άλλο και στη σύγχιση που ακολούθησε ξεθηκάρωσε τα όπλα του. Μερικά χτυπήματα και ήταν ο μόνος ζωντανός μέσα στον ανελκυστήρα που σταμάτησε την κάθοδό του.
   Η πόρτα άνοιξε και ο Ροβέρτος αντίκρισε ένα αναπάντεχο θέαμα.

   Ο Ραμίρ άνοιξε τα μάτια του νιώθοντας ανανεωμένος. Αν και το προηγούμενο πρωί με τα όσα είχαν προηγηθεί είχε αργήσει να ξυπνήσει, ήταν από εκείνους που ξυπνούν νωρίς. Κοίταξε γύρω με προσοχή μην ξυπνήσει την Γιαρμίλα, όλα ήταν όπως το βράδυ όταν κοιμήθηκε. Αλλά κάτι τον ανησυχούσε. Σαν κάτι να μην ήταν όπως έπρεπε. Η Γιαρμίλα κοιμόταν ήρεμα, με μια γαλήνη που σπάνια απλωνόταν στο πρόσωπό της αν και ο Ιππότης δεν μπορούσε να το ξέρει αυτό. Είχε μετακινηθεί στον ύπνο της και είχε ακουμπήσει το κεφάλι της στο στέρνο του.
   Την μετακίνησε με προσοχή για να μην ξυπνήσει και τη σκέπασε με το μανδύα του. Σηκώθηκε όρθιος και τεντώθηκε να ξεμουδιάσει. Πολύ αργά θυμήθηκε το τραυματισμένο χέρι του αλλά δεν μπόρεσε να σταματήσει την κίνησή του. Παρά το τι περίμενε δεν πόνεσε, ούτε καν μια ενόχληση. Κοίταξε το τραύμα, και έκπληκτος διαπίστωσε πως είχε επουλωθεί πλήρως. Ψηλάφησε το τραύμα, δεν είχε μείνει κανένα ίχνος.
   Το παραπονεμένο κλαψούρισμα της Κάτκα τον απέσπασε από την εξέταση του τραύματος. Πήγε κοντά στο κοριτσάκι που κοιμόταν, είχε κλάψει στον ύπνο της. Άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε το κεφάλι της μικρούλας.
   -Κοιμίσου ήσυχα κοριτσάκι, δεν θα επιτρέψω σε τίποτα να σε βλάψει.
   Ένα μαγικό δέσιμο ακόμα λύθηκε. Έμενε πια μόνο ένα, το τελευταίο και ισχυρότερο. Ο Μπαγκράς ούρλιαξε με ανήμπορη λύσσα.

   -Μάικ ο Τελευταίος Άρχοντας της Χαμένης Πόλης, ψιθύρισε η Λίζα ξυπνώντας.
   Ανασηκώθηκε και κοίταξε γύρω το μικρό της δωμάτιο ακόμα νυσταγμένη. Όλα ήταν όπως κάθε πρωί. Το γραφείο με την μικρή της βιβλιοθήκη στον απέναντι τοίχο, η σχολική τσάντα της δίπλα του, η ντουλάπα με τα ρούχα της στα πόδια του κρεβατιού. Έτριψε τα μάτια της και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Διέσχισε με λίγα βήματα το δωμάτιό της και άνοιξε την πόρτα που έβγαζε στο διάδρομο που ένωνε τα δωμάτια του σπιτιού. Προχώρησε στο χωλ όπου στον καναπέ είχε ξαπλώσει να κοιμηθεί η Διώνη. Η μυστηριώδης κοπέλα στεκόταν κοντά στην πόρτα και κοίταζε έξω.
   -Διώνη;
   Η άλλη κοπέλα γύρισε και την κοίταξε.
   “Βλέπει,” διαπίστωσε με έκπληξη η Λίζα. Τα γαλανά μάτια της έλαμπαν με μια εσωτερική ένταση.
   -Συμβαίνει κάτι; Κινδυνεύουμε;
   -Όχι αυτήν την στιγμή.
   -Ξέρεις ποιος είναι ο Μάικ; ρώτησε η Λίζα και διηγήθηκε τι είχε δει.
   -Ναι, ξέρω, είπε η Διώνη. Είναι ένας πολεμιστής με μεγάλη αφοσίωση στον αγώνα κατά του Σκότους. Και......
   Η Λίζα δεν άκουσε τη συνέχεια της φράσης της άλλης κοπέλας, το δωμάτιο γύρω της άρχισε να χάνεται σαν μια εικόνα που ξεθωριάζει στο δυνατό φως του ήλιου αλλά με τη διαδικασία να ολοκληρώνεται σε δευτερόλεπτα. Ένα άλλο περιβάλλον αντικατέστησε το γνώριμο του σπιτιού της. Δεν ήταν φιλόξενο ή οικείο αλλά ήταν γνωστό γιατί το είχε ξαναδεί. Βρισκόταν στη μεγάλη αίθουσα του μάγου στο Αλκιμάρ.
   Κοίταξε γύρω της, δεν είχε αλλάξει τίποτα από την προηγούμενη φορά που είχε δει αυτό το φρικτό δωμάτιο. Η κοπέλα παρέμενε ακόμα στο κλουβί, ήταν ξαπλωμένη στο δάπεδο κουλουριασμένη σε εμβρυακή στάση. Ο αιχμάλωτος στην αιωρούμενη σφαίρα ήταν στην ίδια στάση με τα μάτια κλειστά.
   Στράφηκε προς τη θέση του μάγου και μια κραυγή ξέφυγε από τα χείλη της. Τα μαύρα σαν την άβυσσο μάτια του ήταν καρφωμένα πάνω της.

   Το κάστρο του Αλκιμάρ καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας του νησιού και λίγα σημεία ήταν ακάλυπτα και αφρούρητα, οι πέντε επιδρομείς είχαν βρει ένα τέτοιο όχι μακριά από την πύλη του κάστρου. Ασφάλισαν το πλοιάριό τους και μετά κινήθηκαν με προσοχή ανάμεσα στους βράχους της ακτής. Το ότι δεν υπήρχαν σκοποί δεν σήμαινε ότι δεν υπήρχαν περίπολοι. Προπορευόταν ο Σάιμον και ακολουθούσαν οι υπόλοιποι. Ο Ιππότης διάλεγε τη διαδρομή τους φροντίζοντας να παραμένουν κρυμμένοι από το κάστρο και έχοντας τις αισθήσεις του σε επιφυλακή για να αποφύγει τον αιφνιδιασμό από κάποια περίπολο.
   Φτάσανε κοντά στην πύλη. Ήταν ανοιχτή αλλά δεν διακρινόταν τίποτα πέρα από αυτή στο πηχτό σκοτάδι.
   -Είναι υπερβολικά εύκολο, ψιθύρισε ο Αλεξάντερ.
   -Ίσως είναι παγίδα, είπε ο Ροδόλφος.
   -Αν είναι θα πρέπει να την στρέψουμε προς όφελός μας, είπε ο Σάιμον.
   Κινήθηκαν γρήγορα στο στενό ανοιχτό χώρο προς την πύλη. Είχαν όλοι τραβήξει τα όπλα τους και ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν. Ο Σάιμον προπορευόταν ακόμα και ακολουθούσαν οι υπόλοιποι. Είχαν φτάσει στην αψίδα της πύλης όταν ένα φως φάνηκε.
   -Ποιος είναι εκεί; ρώτησε μια τραχιά φωνή.
   Το χαρακτηριστικό κλικ μιας βαλίστρας που οπλίζει τη συνόδευσε.

Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων 19

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Ο Ροβέρτος μαχόταν με την συνηθισμένη του ταχύτητα και αποτελεσματικότητα. Αλλά κάθε του χτύπημα εδώ δεν είχε σαν συνέπεια αίμα και πόνο. Κάθε ένας από τους αντιπάλους του που υπέκυπτε στην ανώτερη πολεμική δεινότητά του διαλυόταν σε μια λεπτή σκόνη που παράσερνε ο άνεμος. Ήξερε το γιατί, ήταν Σκλάβοι, άνθρωποι που η Ψυχή του Δαίμονα είχε υποδουλώσει στην δική της θέληση. Η ζωτική τους δύναμη είχε εξανεμιστεί, ήταν ουσιαστικά νεκροί που κινούνταν από το δαιμονικό ον που τους είχε υποτάξει και έτσι τα σώματα τους διαλύονταν. Αντίθετα με τον άνθρωπο που είχε οικειοθελώς δεχθεί την Ψυχή του Δαίμονα οι Σκλάβοι ήταν ακούσιοι υπηρέτες. Εξ' αιτίας της έλλειψης ζωής και θέλησης δεν αποτελούσαν έναν τρόπο δημιουργίας αξιόμαχου στρατού αλλά χρησιμοποιούνταν από τα πλάσματα του Σκότους για την προστασία τους.
   Αλλά όχι από το Ροβέρτο της Αβέρν, ο Ιππότης εξόντωσε όλους τους Σκλάβους και προχώρησε να εξοντώσει και τον υπεύθυνο του κακού. Ο αντίπαλός του είχε ανακάμψει όσο εκείνος μαχόταν με τους Σκλάβους και είχε καλέσει σε ενίσχυση και άλλες Ψυχές του Δαίμονα. Απτόητος ο Ροβέρτος προχώρησε στη μάχη με τα δυο σπαθιά του έτοιμα. Πρόφερε έναν ισχυρό εξορκισμό καθώς τα σκοτεινά πνεύματα του επιτίθονταν.

   -Με λένε Διώνη, είπε η άλλη κοπέλα,
   Είχε έρθει και είχε γονατίσει δίπλα στη Λίζα που εξακολούθουσε να είναι καθισμένη στο πάτωμα με την πλάτη στον τοίχο και τα πόδια μαζεμένα μπροστά της. Είχε ακουμπήσει το μέτωπο στα γόνατά της και άκουγε με τα μάτια κλειστά. Μετά την ένταση των όσων είχαν συμβεί είχε αναπόφευκτα έρθει η κόπωση και η Λίζα ένιωθε εξαντλημένη αλλά ταυτόχρονα περίμενε να μάθει γιατί είχαν συμβεί όλα αυτά τις τελευταίες ώρες.
   -Δεν είμαι άνθρωπος.
   Η Λίζα άνοιξε τα μάτια της και γυρισε να κοιτάξει την κοπέλα. Αν της το έλεγε κάποιος μέχρι το ίδιο πρωί θα είχε γελάσει. Τώρα όμως, μετά από όσα είχε δει απόψε, δεν μπορούσε παρά να ριγήσει από το φόβο που ένιωσε να την καταλαμβάνει. Αλλά η κοπέλα αυτή δε φαινόταν επικίνδυνη. Φαινόταν ευάλωτη και το μόνο άτομο που αυτήν την τρομακτική νύχτα φαινόταν να είναι με το μέρος της.
    -Δεν είσαι; ρώτησε.
    -Όχι, και δεν είμαι από αυτόν τον κόσμο. Αλλά οι δυνάμεις του Σκότους δείχνουν να σε θέλουν και αποφάσισα να κάνω ό,τι μπορώ για να σε προστατεύσω από αυτούς. Χωρίς μεγάλη επιτυχία ως τώρα. Αλλά θα κάνω ό,τι μπορώ για' σενα, δεν θα......
   Σταμάτησε και έδειξε να αφουγκράζεται μακρινούς ήχους.
   -Τι είναι; Επιστρέφουν; ρώτησε η Λίζα με τρόμο να φωλιάζει και πάλι στην ψυχή της.
   -Δεν θα επιστρέψουν ποτέ, όχι αυτοί. Ο Ροβέρτος της Αβέρν το φρόντισε αυτό. Και τώρα μάχεται.... μακάρι να μπορούσα να τον βοηθήσω.
   -Ποιος είναι ο Ροβέρτος. Από τον κόσμο σου;
   -Από τον κόσμο μου ναι, αλλά δεν είναι σαν εμένα εκείνος είναι άνθρωπος. Στον κόσμο μας το Σκοτάδι απειλεί να σκεπάσει τα πάντα. Αυτή τη στιγμή επικρατεί ειρήνη αλλά αυτό είναι πολύ προσωρινό. Δεν ξέρω γιατί σε θεωρούν τόσο σημαντική αλλά το έχουν αντιληφθεί και οι Ιππότες για να βρίσκονται εδώ. Αυτό που σου επιτέθηκε ήταν μια Ψυχή του Δαίμονα. Είναι το πνεύμα κάποιου που πέθανε υπηρετώντας το σκοτάδι και επέστρεψε για να συνεχίσει να το κάνει. Κυριεύουν ανθρώπους για το σκοπό αυτό, κάποιους που έχουν κακή προαίρεση και μετά δημιουργούν ακόλουθους που υποδουλώνουν χάρη στις δυνάμεις τους, σαν αυτούς που είδες.
   -Ένας τέτοιος σε τραυμάτισε; ρώτησε η Λίζα.
   -Ναι, απάντησε η Διώνη. Κατάλαβε ότι σε προστάτευα και με χτύπησε.
   -Λυπάμαι, είπε η Λίζα και το εννοούσε. Δεν θέλω να υποφέρουν άλλοι για' μενα.
   -Θα επουλωθούν τα τραύματά μου, μην φοβάσαι. Μόνο λίγη ανάπαυση θα χρειαστώ.
   -Δεν θα ξαναγυρίσουν;
   -Όχι, ο Ιππότης τους εξόντωσε όλους και μάλλον θα εξοντώσει και τον κύριό τους.
   Η Λίζα σηκώθηκε με κόπο από το πάτωμα.
   -Ας κοιμηθούμε τότε λίγο τώρα που μπορούμε.

   Ο Ροβέρτος στάθηκε για μια στιγμή, τώρα ήταν μόνος του με τον μοχθηρό αντίπαλό του. Με τα δυο σπαθιά του έτοιμα προχώρησε μπροστά εναντίον του. Εκείνος είχε επωφεληθεί από την ανάπαυλα που είχε κερδίσει θυσιάζοντας τους ακολούθους του για να θεραπεύσει το τραυματισμένο χέρι του και τώρα κρατώντας το ραβδί του ετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει και πάλι τον Ιππότη. Ύψωσε το ραβδί και πρόφερε μια κατάρα. Παρά το καίριο χτύπημα που είχε καταφέρει ο Ροβέρτος νωρίτερα το ραβδί φαινόταν να διατηρεί τη μαγική δύναμή του. Μια πορφυρή φλόγα τινάκτηκε από την άκρη του. Ο Ιππότης την απέκρουσε με τα σπαθιά του και πριν προλάβει ο αντίπαλος του να επαναλάβει την επίθεση τον έφτασε και χτύπησε και με τα δυο όπλα του.
   Στάθηκε στο σοκάκι ενώ το σώμα του αντιπάλου του διαλυόταν σε μια λεπτή σκόνη που την παρέσυρε ο δυνατός αέρας. Θηκάρωσε τα όπλα του κάτω από το μανδύα του. Τώρα δεν υπήρχε τίποτα που να θυμίζει τη σκληρή μάχη που είχε διεξαχθεί εδώ.
   “Αλλά και κανένα ίχνος από τον Ραμίρ,” σκέφθηκε δύσθυμα ο Ιππότης, θα έπρεπε να ξεκινήσει το ψάξιμο από την αρχή. Και από που; Άφησε το σοκάκι με κατεύθυνση την τελευταία γνωστή που είχε πάρει ο Ραμίρ. Μαζί με μια κοπέλα αν όντως τον είχε δει εκείνη η γριά ζητιάνα. Δεν ένιωθε τίποτα άλλο τώρα, σαν ήταν και πάλι όλα όπως έπρεπε σε αυτόν τον κόσμο, κάτι που σίγουρα δεν ίσχυε.
   Κάποιος ήξερε για τους Ιππότες και τον κόσμο τους, Κάποιος είχε συνάψει συμμαχία με τις δυνάμεις του Σκότους αν δεν ανήκε ο ίδιος σε αυτές. Κάποιος που ήθελε να αιχμαλωτίσει τον Ραμίρ. Κοντοστάθηκε. Έβγαλε από την τσέπη του το ηλεκτρονικό πάσο που είχε πάρει από τον άνδρα στην υπόγεια διάβαση. Ναι είχε ακόμα ένα ίχνος να ακολουθήσει.

   Η Λίζα περπατούσε σε ένα στενό ορεινό μονοπάτι. Δεν ήταν όμως η έφηβη κοπέλα που είχε βρεθεί αντιμέτωπη με τον θάνατο απόψε, ήταν ένα κοριτσάκι οκτώ ετών. Όπως τη νύχτα που είχε πρωτοδεί αυτό το όνειρο. Στην άκρη του, εκεί που το μονοπάτι έστριβε ακολουθώντας την καμπύλη του βουνού δεν απλωνόταν το γαλανό του ουρανού αλλά φαινόταν σαν να είχε σχιστεί ο ουρανός και από το άνοιγμα ερχόταν ένα θερμό λευκό φως. Το κοριτσάκι που τότε ήταν η Λίζα έτρεξε προς το θελκτικό αυτό φως. Κοίταξε μέσα από το άνοιγμα και είδε να απλώνεται μπροστά της σαν ζωντανός χάρτης ένας άλλος κόσμος, με πόλεις και χωριά, θάλασσες και ψηλά όρη.
   Ήταν και πάλι ο εαυτός της, κοίταξε τον κόσμο αυτόν που είχε ονειρευτεί τότε, αυτόν τον ίδιο που πάντα ονειρευόταν. Αντίκριζε ένα πανόραμα αυτού του κόσμου λουσμένου σε ένα χρυσό φώς.
    Από το φως στο σκοτάδι. Το σκοτεινό σημείο τράβηξε το βλέμμα της. Φάνηκε να έλκει την προσοχή της και τώρα που το είχε προσέξει ερχόταν προς το μέρος της, το έβλεπε από πιο κοντά. Ήταν ένα νησί βυθισμένο μόνιμα σε μια σκιά κάτω από τα σύννεφα μιας μανιασμένης καταιγίδας και πάνω του ένα κάστρο με βαρύτατη οχύρωση. Πέρασε τα τείχη σαν να μην είχαν καμία υπόσταση και βρέθηκε να κοιτάζει μια αίθουσα που την έκανε να τρομάξει. Ήταν σκοτεινή και μακρόστενη χωρίς παράθυρα με τους τοίχους καλυμμένους με αποκρυφιστικά σύμβολα. Στη μια πλευρά βρισκόταν ένας τεράστιος θρόνος φτιαγμένος από μαύρο μάρμαρο. Δίπλα του, πάνω σε ένα βάθρο σκαλισμένο στη μορφή ενός χυδαίου, γκροτέσκου όντος, βρισκόταν μια μεγάλη μαύρη σφαίρα. Στο θρόνο ήταν καθισμένος ένας αδύνατος μαυροφορεμένος άνδρας με το ένα χέρι του απλωμένο στη σφαίρα.
   Η προσοχή του ήταν στραμμένη στο πλάι της αίθουσας όπου ήταν ένα σιδερένιο κλουβί με μια κοπέλα κλεισμένη σ' αυτό.
   -Άδικα περιμένεις. Δεν θα έρθει για' σενα Φιντέλια, είπε ο άνδρας που δεν ήταν άλλος από τον Μπαγκράς. Σε εγκατέλειψε.
   Η κοπέλα που στεκόταν στο κλουβί όρθια με τα χέρια της να σφίγγουν τα κάγκελα τον κοίταξε. Ήταν τρομοκρατημένη αλλά απάντησε αν και η φωνή της έτρεμε.
   -Δεν θα έρθει να πέσει στα χέρια σου. Ξέρει πως είμαι πρόθυμη να πεθάνω για εκείνον.
   -Τι συγκινητικό, κάγχασε ο μάγος. Δεν είναι έτσι, δεν θα έρθει. Σε εγκατέλειψε.Τα λόγια του έδειξαν να πονάνε την κοπέλα. Δεν ήταν ορατό αλλά η Λίζα μπορούσε να νιώσει πως ο Μπαγκράς τρεφόταν από τον πόνο της Φιντέλια. Η οδύνη της τον δυνάμωνε.
   - Η αγάπη σου είναι μάταια και η ελπίδα σου χαμένη, είπε χαιρέκακα ο μάγος.
   -Ν' αμφιβάλλεις ότι τ' αστέρια είναι φωτιά
     ν' αμφιβάλλεις για την αλήθεια και το ψέμα
     αλλά ποτέ μην αμφιβάλλεις για την αγάπη.
   Ο Μπαγκράς πρόφερε μια βλαστήμια και στράφηκε προς την κατεύθυνση της φωνής όπως και η Φιντέλια. Στη μέση της αίθουσας, απέναντι από τον θρόνο βρισκόταν μια μεγάλη σφαίρα αιωρούμενη ένα μέτρο περίπου από το έδαφος. Στο εσωτερικό της καθισμένος βρισκόταν ένας άνδρας με τα πόδια μαζεμένα κάτω από το σώμα του και με τα χέρια του να ακουμπάνε στα γόνατά του. Το κεφάλι του ήταν γερμένο μπροστά και δεν έβλεπε τα χαρακτηριστικά του παρά μόνο τα ξανθά μαλλιά του που ήταν λερωμένα με αίμα. Ο άνδρας αυτός ήταν αιχμάλωτος του μάγου που τον είχε ήδη υποβάλλει σε μια σειρά από δοκιμασίες και βασανιστήρια αλλά δεν τον είχε λυγίσει.
   -Δεν έχεις οικογένεια, δεν έχεις σπίτι, δεν έχεις τίποτα! φώναξε με μίσος ο μάγος και άγγιξε τη σφαίρα δίπλα του.
   Η Λίζα δεν μπορούσε να τη δει αλλά ένιωσε την επίθεση που εξαπέλυσε ο μάγος στον αιχμάλωτό του. Εκείνος την απέκρουσε και, προς μεγάλη της έκπληξη, το βλέμμα του καρφώθηκε στο δικό της.
   -Είδες ήδη πολλά Ονειρεύτρια, άκουσε τη φωνή του στο μυαλό της, απαλή και φιλική. Πήγαινε πίσω πριν σε αντιληφθεί ο Μπαγκράς. Δεν θα μπορέσω να σε προστατέψω όπως με την Ψυχή του Δαίμονα.
   Η εικόνα μπροστά στα μάτια της άρχισε να θολώνει.
   -Ποιος είσαι; ρώτησε.
   -Ονομάζομαι Μάικ ο Τελευταίος Άρχοντας Της Χαμένης Πόλης.
   Η απάντηση τη συνόδεψε στην πορεία προς το συνειδητό και το ξύπνημα.