-Πως θα γυρίσουμε στο χωριό; είπε η Μαίρη-Αν.
-Με ένα αυτοκίνητο, είπε ο Μάικ. Ξέρεις να οδηγείς έτσι δεν είναι;
-Δεν έχω όμως λεφτά για να νοικιάσουμε, διαμαρτυρήθηκε η Μαίρη-Αν.
-Άσε το πάνω μου.
Δεν του έφερε αντίρρηση, μαζί του είχε μάθει να πιστεύει στα θαύματα. Λίγα λεπτά αργότερα ο Μάικ είχε καταφέρει να αγοράσει ένα από τα αυτοκίνητα που είχε προς νοίκιασμα ένα γραφείο. Στην εύλογη απορία της για το τίμημα ο πολεμιστής που είχε έρθει από έναν άλλο κόσμο είχε απαντήσει απλά:
-Του έδωσα χρυσάφι.
Στο δρόμο για το Λίτλ Ροκ Ον Δε Σι η Μαίρη-Αν ρώτησε:
-Τι θα γίνει όταν φτάσουμε;
-Θα πρέπει να αντιμετωπίσω τον Ζορκάαν και να σταματήσω το σχέδιο του, ήρθε η ώρα να πάρεις και' συ πίσω την Έμα.
-Την έχει ο Ζορκάαν; ρώτησε η Μαίρη-Αν φοβούμενη την απάντηση που θα έπαιρνε.
-Ναι, είπε ο Μάικ, αλλά είναι καλά. Μη φοβάσαι. Σε λίγο όλα θα τελειώσουν.
Η Έμα άνοιξε τα μάτια της και βρέθηκε να κοιτάει τα μαύρα μάτια του Ρικ. Ήταν σκυμμένος από πάνω της και η ανησυχία ήταν έκδηλη στο πρόσωπό του. Βλέποντας τη να ανοίγει τα μάτια χαμογέλασε.
-Με ανησύχησες, είπε.
Η Έμα με τη βόηθεια του Ρικ ανακάθησε. Κοίταξε γύρω της. Βρισκόταν σε μια μικρή σπηλιά με τον Ρικ. Η Λουίζα ήταν λίγο πιο πέρα ξαπλωμένη και προφανώς κοιμόταν. Μερικοί άνδρες, μεταξύ των οποίων και ο συνταγματάρχης, ήταν καθισμένοι εδώ και 'κει στη σπηλιά όλοι προφανέστατα εξαντλημένοι.
-Τι έγινε; ρώτησε η κοπέλα ενώ ο Ρικ καθόταν δίπλα της.
-Καταφέραμε να ξεφύγουμε τελικά από τις σαύρες, είπε ο Ρικ, εμείς που βλέπεις μόνο.
-Λυπάμαι, είπε η Έμα.
-Πεθάνανε τουλάχιστον σαν ελεύθεροι άνθρωποι, είπε ο Ρικ, πολεμώντας για την ελευθρία τους. Κάτι είναι κι αυτό.
-Πως βρεθήκατε εδώ; ρώτησε η Έμα.
-Εγώ και κάποιοι άλλοι είμασταν το πλήρωμα ενός αλιευτικού που βυθίσθηκε στη Βόρεια θάλασσα, αυτός ο δαίμονας μας άρπαξε από τη σωσίβια λέμβο. Ο συνταγματάρχης ήταν σε αεροπορικό δυστύχημα. Όλοι αρπαγήκαμε υπό συνθήκες που θα θεωρούμαστε νεκροί. Και οι πιο πολλοί είναι τώρα πια.
-Κατάλαβα, είπε η Έμα.
Έριξε μια ματιά τριγύρω και μια νέα απορία γεννήθηκε στο μυαλό της:
-Ποιος με μετέφερε εδώ;
-Εγώ, απάντησε ο Ρικ.
-Ευχαριστώ.
-Δεν θα σε αφήναμε στις σαύρες βέβαια.
Η Έμα του χάρισε ένα χαμόγελο.Της άρεσε αυτό το αγόρι.Της είχε σώσει τη ζωή πέραν κάθε αμφιβολίας αλλά δεν περηφανευόταν, δεν την θεωρούσε υποχρεωμένη απέναντί του.
"Είναι όμορφος,σκέφθηκε κοιτάζοντας τον."
Ο Ρικ γύρισε και την είδε. Έμειναν να κοιτάζονται ξεχνώντας τα πάντα, τους υπόλοιπους στη σπηλιά, τον κίνδυνο που ακόμα διέτρεχαν και τα όσα είχαν περάσει. Τη μαγεία έσπασε ο συνταγματάρχης που πλησίασε.
-Πρέπει να προχωρήσουμε.
Σηκώθηκαν απρόθυμα και προχώρησαν στη στοά έξω από τη σπηλιά που είχαν βρει καταφύγιο. Ήταν αρκετά σκοτεινη και κινούνταν αργά και με προσοχή. Ένας συριγμός ακούστηκε κάπου στο σκοτάδι και η Έμα αναζήτησε στα τυφλά το χέρι του Ρικ. Το βρήκε και εκείνος την κράτησε σφιχτά.
Ο συριγμός, αναμφίβολα η φωνή ενός Σίρθιουμ, ακούστηκε αυτή τη φορά πιο κοντά. Της απάντησαν άλλες φωνές, πολλές φωνές.
Καμία δεν ήταν ανθρώπινη.
Συρσίματα στο σκοτάδι φανέρωναν πως τα σαυρόμορφα όντα τους πλησίαζαν.
-Φοβάμαι, ψιθύρισε η Έμα.
Ο Ρικ την τράβηξε κοντά του, πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της ενώ με το άλλο κρατούσε το πρόχειρο όπλο του.
-Θα τα καταφέρουμε, της είπε ήσυχα.
Το θάρρος του έδωσε κουράγιο και σε' κεινη όπως και το γεγονός ότι οι υπόλοιποι δραπέτες βρίσκονταν γύρω της.
-Να' χαμε ένα φως, είπε ο συνταγματάρχης, να βλέπαμε τις καταραμένες τις σαύρες.
-Φως; Θα σου δώσω εγώ φως, είπε μια παγερή φωνή που η Έμα και η Λουίζα αναγνώρισαν πολύ καλά και έστειλε ένα ρίγος να διατρέξει τη σπονδυλική τους στήλη.
Ένα χλωμό αρρωστημένο φως γέμισε τη σπηλιά και είδαν τον Ζορκάαν να στέκεται μπροστά τους ενώ ήταν τριγυρισμένοι από Σίρθιουμ.
-Ελάτε λοιπόν, είπε απτόητος ο συνταγματάρχης, ας τελειώνουμε μ' αυτό.
-Σκοτώστε τους! δίεταξε ο Ζορκάαν.
-Σταμάτησε το αυτοκίνητο, είπε ο Μάικ και η Μαίρη-Αν υπάκουσε. Πάρκαρε στην άκρη του δρόμου και κόιταξε τον πολεμιστή. Εκείνος κοιτούσε το Λίτλ Ροκ Ον Δε Σι που είχε αρχίσει να φαίνεται μπροστά τους. Η νύχτα έπεφτε τυλίγοντας στα μαύρα πέπλα της το χωριό που έδειχνε ασυνήθιστα ήσυχο. Η Μάιρη-Αν συνειδητοποίησε πως γενικά υπήρχε μια αφύσικη ησυχία. Δεν ακουγόταν τίποτα, ούτε πουλιά, ούτε αέρας, ούτε καν ένα μοναχικό σκυλί να γαβγίζει κάπου.
Ο Μάικ βγήκε από το αυτοκίνητο και εκείνη έσπευσε να τον μιμηθεί. Ήρθε και στάθηκε δίπλα του.
-Άρχισε, είπε ο Μάικ.
-Τι συμβαίνει;
Αντί απάντησης ο Μάικ άπλωσε το χέρι του και ακούμπησε τα δάκτυλά του στο κεφάλι της όπως είχε κάνει και κάποιες ώρες νωρίτερα. Η Μαίρη-Αν είδε με φρίκη την εικόνα του χωριού που ήταν το σπίτι της τα τελευταία χρόνια να αλλάζει.Το ίδιο το χωριό ήταν λουσμένο από ένα αμυδρό φως σαν να μην είχε ακόμα δύσει ο ήλιος και να το έλουζαν οι τελευταίες ακτίνες του. Γύρω όμως και πάνω από το χωριό ήταν απλωμένο το πιο ερεβώδες σκοτάδι που είχε δει ποτέ. Σκιές κινούνταν μέσα σ' αυτό το σκοτάδι και προσπαθούσαν να μπουν στο φως...... επιτίθονταν στο φως συνειδητοποίησε. Αυτό που ήθελαν ήταν να περάσουν από το φως και να φτάσουν στις ψυχές των ανθρώπων του χωριού. Ένιωσε την επιθυμία τους, σε ανθρώπινα μέτρα θα ήταν μια ασίγαστη, ακόρεστη πείνα. Πλησίαζαν στο στόχο τους. Το φως εξασθενούσε με κάθε στιγμή που περνούσε.
Ρίγησε σαν να ήταν άρρωστη και το όραμα χάθηκε.
-Αυτό κάνει, είπε ο Μάικ. Ανοίγει μια πύλη στο ορυχείο κατευθείαν για την Αυτοκρατορία και επιχειρεί να κυριεύσει τις ψυχές όσων ζουν εδώ. Σήμερα το Λίτλ Ροκ Ον Δε Σι, αύριο η χώρα και σύντομα αυτός ο κόσμος θα πέσει στη σκιά του φοβερότερου σκότους που έχει ζήσει.
-Τι θα κάνουμε;
-Εσύ τίποτα, είπε ο Μάικ. Σε είχα μαζί μου γιατί φοβήθηκα ότι ίσως σε κατεδίωκε ο Ζορκάαν αλλά τώρα πια δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος. Η προσοχή του είναι στραμμένη στην ολοκλήρωση της πύλης και δεν προσέχει το χωριό.
-Εσύ τι θα κάνεις;
-Ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσω τον Ζορκάαν και να καταστρέψω το σχέδιό του.
Η Μαίρη-Αν τον αγκάλιασε.
-Να προσέχεις, ψιθύρισε.
Ο Μάικ τη φίλησε απαλά στο μέτωπο και άρχισε να περπατάει προς το παλιό ορυχείο. Η Μαίρη-Αν έμεινε να τον κοιτάζει μέχρι που χάθηκε από τα μάτια της.