Το μεγάλο πάρκο είναι ήσυχο, μια παρέα από συνταξιούχους παίζει πρέφα σε δυο παγκάκια και κάπου στην άλλη άκρη του δυο αγόρια παίζουν με μια μπάλα. Αλλά για εκείνους τους δυο δεν έχει και σημασία ποιοι ή πόσοι βρίσκονται στο πάρκο, εκείνοι είναι αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον. Περπατάνε αργά και μιλάνε ήσυχα. Την κρατάει πάντα από το χέρι ή έχει το χέρι του περασμένο γύρω από τη μέση της.
Μιλάνε για τα πάντα γιατί μοιράζονται τα πάντα, απόψεις, σκέψεις, επιθυμίες και ανάγκες. Κάνουν όνειρα και σχέδια. Σταματάνε και στέκονται αντικριστά και εκείνος της ψιθυρίζει απαλά πόσο πολύ την αγαπάει και πόσο θέλει να είναι μαζί της, πόσο σημαντική είναι για εκείνον.
-Όταν μου μιλάς έτσι, λέει εκείνη με τη γλυκιά φωνή της, είναι σαν μουσική.
Η παρομοίωση τον συγκινεί, ξέρει την σημαντική θέση της μουσικής στη ζωή της αγαπημένης του, είναι η ίδια που στη δική του κατέχει το γράψιμο. Την αγκαλιάζει και την κρατάει κοντά του. Είναι σαν να ήταν προορισμένη να βρίσκεται στην αγκαλιά του, ταιριάζει εκεί τόσο καλά. Νιώθει τόσο μεγάλη γαλήνη και πληρότητα όταν είναι έτσι αγκαλιασμένοι.
Την κοιτάζει, στο πρόσωπό της είναι ζωγραφισμένη και η γαλήνη, η ηρεμία, η πληρότητα που νιώθει και εκείνος. Σκύβει και την φιλάει απαλά στα χείλη της, και δεν την αφήνει από την αγκαλιά του, εκεί που έχει βρει τη θέση της δίπλα στην καρδιά του.