6.
Ο Τζών ήταν καθισμένος στο γραφείο του και
σκεπτόταν το μέλλον, όχι το μακρινό και ασαφές αλλά το κοντινό και ξαφνικά εξ’
ίσου ασαφές. Είχε ελέγξει τα αποθέματα του κολλεγίου σε τρόφιμα και ήταν
αρκετά, δεν θα είχαν πρόβλημα αν έμεναν εδώ κλεισμένοι για κάποιο διάστημα, η
ασφάλεια του σχολείου όμως τον προβλημάτιζε. Πως θα μπορούσε να αποτρέψει την
εισβολή κακοποιών ή αναρχικών ή οποιουδήποτε άλλου θα έβρισκε ευκαιρία να
εκμεταλλευτεί το χάος;
Ένα χτύπημα στην πόρτα διέκοψε τις σκέψεις του. Ο
Τζων που είχε βυθιστεί σε σκέψεις με το βλέμμα στον κενό δρόμο στράφηκε προς
την πόρτα.
-Εμπρός, είπε.
Μπήκε ο κύριος Πέητον.
-Έφτασε κόσμος και ζητάει άσυλο, εδώ.
Είναι μαζί και μερικοί αστυνομικοί και δυο Τεξανοί
σερίφηδες.
-Και ζητάνε να μείνουν εδώ;
Ο Τζων κοίταξε έξω, ο δρόμος παρέμενε άδειος. Προφανώς
είχαν έρθει από την πίσω πόρτα. Πολλοί άνθρωποι θα ήταν πιο πιθανόν να
αποτρέψουν κάποια επίθεση, αλλά πιο πολλοί θα είχαν θέματα επισιτισμού πολύ
γρήγορα. Και δεν θα ήταν το μόνο θέμα που θα προέκυπτε σίγουρα. Ωστόσο δεν θα
μπορούσε να αρνηθεί να του δώσει άσυλο. Έξω στους δρόμους κινδύνευαν.
Σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και προχώρησε προς
την πόρτα.
-Πάμε να δούμε τι μπορεί να γίνει κύριε Πέητον.
-Καιρός να προχωρήσουμε, είπε η Χόουπ και σηκώθηκε
από το πάτωμα για να ρίξει έξω μια προσεκτική ματιά. Εντάξει, ο δρόμος είναι
άδειος. Πάμε.
Βγήκαν από το μαγαζάκι και προχώρησαν στο δρόμο. Η
Χόουπ είχε έτοιμο το όπλο της να υπερασπιστεί και τις τρείς τους. Υπήρχε ησυχία
και σποραδικά ακούγονταν πυροβολισμοί αλλά όχι ιδιαίτερα κοντά. Η Τζάνις ένιωθε
κάπως πιο ήσυχη με την κοπέλα μαζί τους, ήξερε να πολεμάει και δεν θα ήταν
εύκολο να πέσουν θύματα των ανηλεών επιδρομέων. Καθώς ήξερε πολλά για την
επιβίωση, όπως ήταν φανερό, θα μπορούσε να τη βοηθήσει να γεννήσει. Δεν έβλεπε
πιθανό να φτάσει σε νοσοκομείο πριν από την ώρα του φυσικού τοκετού.
Ακόμα και αν συνέβαινε το χειρότερο και τα πυρά
κάποιου επιδρομέα τελείωναν πρόωρα τη ζωή της η Άλις θα είχε μια ελπίδα
επιβίωσης με τη Χόουπ, όπως είχε ψυχολογήσει την απρόσμενη σωτήρα τους δεν θα
άφηνε το μικρό κορίτσι στην τύχη του.
-Που τα έμαθες όλα αυτά; ρώτησε η Άλις εκείνη
ακριβώς τη στιγμή την Χόουπ. Σου τα έμαθε ο μπαμπάς σου;
-Ναι, απάντησε η κοπέλα με το βλέμμα μπροστά στο
δρόμο τους. Εκείνος μου τα έμαθε, αλλά και η μαμά μου.
-Ήταν στρατιωτικός; Ο δικός μου είναι και θα του πω
να μου μάθει και’ μενα τέτοια πράγματα.
-Ο δικός μου δεν ήταν στρατιωτικός, κάθε άλλο. Ήταν
αστροφυσικός και ερασιτέχνης ορειβάτης. Πηγαίναμε πολλές φορές για κατασκήνωση
και πεζοπορία στα Βραχώδη Όρη.
-Α μάλιστα. Και η μαμά σου;
-Η μαμά ήταν Αιγυπτιολόγος, της άρεσε επίσης η ζωή
στην ύπαιθρο. Έτσι γνωριστήκανε με τον μπαμπά.
Η νοσταλγία στη φωνή της Χόουπ έφερε μια πεερίεργη
συγκίνηση στην Τζάνις, ήταν φανερό ότι της έλειπαν οι γονείς της.
-Και ο μπαμπάς σου σου έμαθε όλα αυτά; ρώτησε η
Άλις. Η μαμά σου τι σου έμαθε;
-Πολλά και εκείνη, και πως να ζω ανεξάρτητη.
-Σου λείπουν, δήλωσε σοβαρά η Άλις.
-Ναι, είναι αλήθεια, είπε η Χόουπ, μακάρι να ήταν
τώρα εδώ.... Να δουν ότι είναι αλήθεια όσα πιστέψανε και όσα με προετοιμάσανε
να αντιμετωπίσω.
-Είχαν προετοιμαστεί για αυτό που συμβαίνει;
-Ναι.... Πριν καν γεννηθώ...
-Τους έχασες μικρή;
Η Τζάνις πήγε να σταματήσει την Άλις από τις
συνεχείς ερωτήσεις αλλά διαπίστωσε πως η Χόουπ της απαντούσε φιλικά και χωρίς
δισταγμό, ίσως η κοπέλα να είχε ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον. Ίσως δεν είχε
μιλήσει εδώ και πολύ καιρό σε κάποιον.
-Ναι. Τους έχασα όταν ήμουν σαν εσένα περίπου. Πόσο
είσαι;
-Οκτώ.
-Α, ήμουν λίγο πιο μεγάλη. Λυπήθηκα πολύ.... Αν
είχαν ζήσει.... Θα ήμουν ακόμα πιο καλά προετοιμασμένη για να είμαι πραγματικά
μια ελπίδα στην σκοτεινή αυτή ώρα και βέβαια θα είχα γλιτώσει από τα ιδρύματα.
-Ιδρύματα; ρώτησε η Τζάνις. Ήσουν σε ορφανοτροφείο;
-Όχι, ήμουν υπό την εποπτεία της πρόνοιας και μετά
με κλείσανε στην ψυχιατρική κλινική Τέιλορ. Απέδρασα μόλις σήμερα το πρωί.
Τρελή; Ήταν δυνατόν να είναι τρελή; αναρωτήθηκε η
Τζάνις. Ποιος θα μπορούσε να είχε προβλέψει μια τέτοια εξέλιξη και να την έχει
προετοιμάσει; Αλλά πάλι ήταν φανερό ότι είχε εκπαιδευθεί για δύσκολες συνθήκες
και δεν έδειχνε κανένα σημείο τρέλας.
Η Τζάνις κούνησε το κεφάλι της, η Χόουπ τις είχε
σώσει και θα συνέχιζε να την εμπιστεύεται.
Η Άλις, που η σημασία της κλινικής δεν της έλεγε
τίποτα για να προβληματιστεί, συνέχισε με ακόμα μια ερώτηση.
-Έχεις αδέρφια;
-Όχι, δεν έχω.
-Θα έχεις εμένα, από’ δω και πέρα, είπε η Άλις, θα
είμαι σαν αδερφή σου.
Ο Γουίλλιαμ Γκρέηστοουκ ήταν ανάμεσα στους
προπορευόμενους από τους άνδρες που έκαναν την αναγνώριση καθώς απομακρύνονταν
από το πάρκο και έστριβαν στο πρώτο στενό. Έτσι ήταν και ο πιο κοντινός στον
εχθρό καθώς βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο με μια ομάδα εισβολέων. Βούτηξε στο
πεζοδρόμιο καθώς Βρετανοί και Αμερικανοί γύρω του σκόρπιζαν για να αποφύγουν τα
πυρά. Ένας εισβολέας ωστόσο σημάδευσε τον άνθρωπο της ΜΙ6 όχι με πολυβόλο, αλλά
με ένα αντικείμενο σαν μικρό φακό. Μόνο που αντίθετα με το φακό δεν εξαπέλυσε
φως αλλά κάτι απτό που τινάκτηκε με ταχύτητα σφαίρας από αυτό και βρήκε τον
Βρετανό στον κρόταφο δίπλα στο αριστερό μάτι.
Είχε τραυματιστεί πολλές φορές σε μάχες αλλά ποτέ
πριν δεν είχε νιώσει κάτι τέτοιο σαν αυτόν τον πόνο, σαν να είχε χτυπήσει το
κεφάλι του μια ολόκληρη οβίδα. Έπεσε κάτω βογγώντας ενώ πυροβολισμοί πάνω από
το κεφάλι του σήμαιναν τη γρήγορη αντιμετώπιση του εχθρού. Ο πόνος δυνάμωσε σε
ένα εφιαλτικό κρεσέντο. Δυο Βρετανοί τον σήκωσαν όρθιο ενώ εκείνος διαπίστωνε
ότι η όρασή του είχε θολώσει.
Οι αντίπαλοι ήταν όλοι νεκροί και ο Τζώρτζ πλησίασε
να δει τι έπαθε ο φίλος του που ακριβώς τη στιγμή εκείνη ούρλιαξε καθώς ένιωσε
σαν κάτι να προσπαθεί να τρυπήσει το κρανίο του.
-Τι στα κομμάτια είναι αυτό; ρώτησε ο Τζώρτζ
βλέποντας ότι αυτό που είχε χτυπήσει τον Γουίλλιαμ ήταν ένα αντικείμενο σαν
αιχμηρός κώνος με την αιχμή βυθισμένη στο κεφάλι του και το πίσω μέρος του να
αστράφτει με ένα παλλόμενο κόκκινο φως. Καλύτερα να το βγάλουμε. Ρόμπ, Νίκολας,
κρατάτε γερά.
Οι δυο πεζοναύτες ήταν που είχαν σηκώσει τον
Γουίλλιαμ και τον κρατούσαν. Με ένα μαχαίρι εκστρατείας ο Τζώρτζ χτύπησε και
έκοψε το μυστήριο αντικείμενο από τον κρόταφο του φίλου του. Αίμα ξεπήδησε αλλά
εκείνος αναστέναξε ανακουφισμένος. Ένας πεζοναύτης ανέλαβε να επιδέσει το
τραύμα του.
-Εντάξει, δείχνει χειρότερο από ό,τι είναι. Αν και
προφανώς αυτή η αηδία πήγαινε για το κόκαλο.
-Τι στα κομμάτια ήταν όμως; είπε ο Τζώρτζ και
κοίταξε το μυστήριο εξάρτημα. Καθώς έσκυψε κοντά το εξάρτημα κινήθηκε. Να
πάρει! είπε κάνοντας πίσω. Σαν να’ ναι ζωντανό!
Ο Τζώρτζ πυροβόλησε το εξάρτημα, που έμεινε
ακίνητο.
-Υψηλή τεχνολογία έχουν αυτοί οι τύποι, σχολίασε ο
πεζοναύτης. Δεν μου αρέσει αυτό.
Ο Άλαν ήρθε κοντά.
-Μέχρι τώρα η αποστολή αναγνώρισης που μας έχει
ανατεθεί έχει μόνο κακά νέα να φέρει πίσω. Ο εχθρός έχει μεγάλο αριθμό
στρατευμάτων, αρκετή ισχύ πυρός και έχει διεισδύσει σε όλο το χώρο που έχουμε
παραχωρήσει αναγκαστικά για να προλάβουμε να οργανώσουμε μια άμυνα και να
συγκεντρώσουμε δυνάμεις για αντεπίθεση. Και τώρα ανακαλύπτουμε ότι έχει και
τεχνολογικά μέσα τελείως άγνωστα σε’ μας.
-Ή στο ευρύ κοινό τουλάχιστον, είπε ο Τζώρτζ. Η CIA μπορεί να ξέρει περισσότερα από εμάς.
Ο Άλαν συμφώνησε με ένα χαμόγελο και ένευσε σε έναν
από τους δικούς του να μαζέψει το περίεργο αντικείμενο. Εκείνος το έπιασε
διστακτικά αλλά αυτή τη φορά δεν έδειξε να λειτουργεί. Το έβαλε σε μια από τις
θήκες για γεμιστήρες στη ζώνη του.
-Προχωράμε, είπε ο Τζώρτζ.
Κοίταξε τον Γουίλλιαμ που προχωρούσε σκυθρωπός. Ο
άνθρωπος της ΜΙ6 έδειχνε ακόμα πιο βλοσυρός από πριν, έδειχνε και πιο
τρομακτικός από πριν με το αίμα να έχει τρέξει στο πρόσωπό του αλλά αυτό το
δεύτερο ο πεζοναύτης δεν το πρόσεξε.
-Πονάς;
-Όχι κάτι το ανυπόφορο.
-Τότε; Τι είναι που....
-Γιατί διαλέξανε εμένα για το όπλο αυτό; Σε τι
ξεχώριζα;
-Στα πολιτικά, είσαι ο μόνος που δεν φοράει στολή.
-Σωστά.
-Μπορεί να νομίσανε ότι είναι κάποιο είδος στολής
που δεν είχαν ξαναδεί.
Ο Γουίλλιαμ δεν απάντησε αμέσως.
-Όχι, είπε τελικά ξεχωρίζουν πολύ καλά τη στολή και
υποψιάζομαι ότι ξεχωρίζουν μια χαρά και τα διακριτικά των βαθμών. Διάλεξαν να
ρίξουν αυτό το πράγμα σε’ μενα ακριβώς επειδή δε φοράω στολή και κατάλαβαν ότι
για να είμαι μαζί σας χωρίς στολή σημαίνει ότι έχω κάποια διαφορετική αποστολή.
-Έξυπνα καθίκια, σχολίασε ο Τζώρτζ και δεν πρόλαβε
να πει τίποτα άλλο γιατί κάπου μπροστά τους ακούστηκε ένας εκκωφαντικός ήχος
έκρηξης και φάνηκαν στο δρόμο να τρέχουν προς το μέρος τους μια χούφτα άνδρες
ενώ ακολουθούσαν πίσω τους δυο μεγάλα ρομπότ με τα πολυβόλα τους να ξερνούν
φωτιά και μια δράκα εισβολέων.
-Θέσεις μάχης! διέταξαν ταυτόχρονα ο Τζώρτζ και ο
Άλαν.