Οι
επόμενες μέρες ήταν οι πιο όμορφες στη ζωή της Βερόνικας. Βοηθούσε τη μητέρα
της με τις δουλειές του σπιτιού και έκανε μεγάλους περιπάτους με το Μιχάλη.
Όπως περπατούσε στα δρομάκια του Χουμνικού και τη γύρω ύπαιθρο με τον Μιχάλη να
την αγκαλιάζει από τη μέση σκεφτόταν πόσο ευτυχισμένη ήταν. Είχε βρει έναν έναν
άνθρωπο να την αγαπάει και να νοιάζεται για εκείνη και επιτέλους ζούσε μια
φυσιολογική ζωή. Τις νύχτες που ξυπνούσε στο πλευρό του Μιχάλη και τον κοιτούσε
ενώ εκείνος κοιμόταν σκεπτόταν πως είχε αλλάξει η ζωή της και πόσο αδυνατούσε
να εκφράσει στον αγαπημένο της όσα ένιωθε για εκείνον.
Η
μητέρα της ήταν χαρούμενη που την είχε κοντά της και την έβλεπε έτσι
ευτυχισμένη. Εκείνη αντιμετώπιζε το ζευγάρι σαν να ήταν ήδη παντρεμένοι και
αποκαλούσε το Μιχάλη πολλές φορές "γιε μου". Η Βερόνικα στην αρχή
είχε ανησυχήσει για το πως θα το πάρει εκείνος αλλά ο αγαπημένος της δεν
έδειχνε να ενοχλείται. Την αποκαλούσε " μητέρα " κάτι που έφερνε ένα
χαμόγελο στα χείλη της Άννας.
Τη
μέρα των γενεθλίων της η μητέρα της έκανε ένα πλούσιο τραπέζι για να τα
γιορτάσουνε ενώ μετά το φαγητό ο Μιχάλης την πήρε ιδιαιτέρως στο δωμάτιο που
κοιμούνταν και της πρόσφερε ένα μακρόστενο πακέτο. Η Βερόνικα το ξετύλιξε για
να ανακαλύψει ένα μαύρο μακρόστενο κουτί. Το άνοιξε με παιδιάστικο ενθουσιασμό
και είπε:
-Είναι
πολύ όμορφο αλλά δεν ήταν ανάγκη, έχεις κάνει ήδη τόσα για' μενα.
Μέσα
στο κουτί υπήρχε ένας χρυσός σταυρός με μια αλυσίδα. Στην πίσω πλευρά ο Μιχάλης
είχε βάλει να χαράξουν το όνομά της.
-Φόρεσέ
τον, την παρότρυνε και εκείνη το έκανε. Μετά ρίχθηκε στην αγκαλιά του με δάκρυα
συγκίνησης.
Ο
Μιχάλης την κράτησε για μια στιγμή και μετά της είπε απαλά:
-Υπάρχει
κάτι ακόμα για' σένα..... ίσως αν το θέλεις....
-Τι
εννοείς; ρώτησε η Βερόνικα και ο Μιχάλης της έβαλε στο χέρι ένα μικρό τετράγωνο
κουτάκι.
Η
κοπέλα το άνοιξε και είδε μέσα να αστράφτει στο φως του δωματίου ένα χρυσό
δακτυλίδι με ένα πολύεδρο αστραποβόλο διαμαντάκι. Άφωνη από την έκπληξη
εκείνη ύψωσε το βλέμμα της και συνάντησε
το δικό του.
-Θέλεις
να γίνεις γυναίκα μου; ρώτησε απλά εκείνος.
Η
Βερόνικα τον κοίταξε πολύ συγκινημένη για να μιλήσει και έγνευσε καταφατικά.
Ο
Νίκος Ραξής μπήκε βιαστικά στη θέση του συνοδηγού στο γκριζόλευκο τζιπάκι της
αστυνομίας και είπε στον οδηγό:
-Τρέξε
σαν να σε κυνηγάει ο Χάρος! Πρέπει να φτάσουμε στο Χουμνικό το συντομότερο.
Η
Βερόνικα φίλησε στο μάγουλο τη μητέρα της και βγήκε στον κήπο όπου την περίμενε
ο Μιχάλης. Μόλις είχε πει στη μητέρα της για την πρόταση που της είχε κάνει και
τη δική της απάντηση. Η Άννα είχε αγκαλιάσει την κόρη της με συγκίνηση και της
είχε ευχηθεί ό,τι καλύτερο. Στις μέρες που γνώριζε το Μιχάλη τον είχε εκτιμήσει
και ήξερε πως θα έκανε την κόρη της ευτυχισμένη.
Η
Βερόνικα φτάνοντας κοντά στο Μιχάλη τον φίλησε και χώθηκε στην αγκαλιά του.
-Που
θες να πάμε; τη ρώτησε εκείνος.
-Όπου
θες, είπε η κοπέλα.
Ο
Μιχάλης στράφηκε να κλείσει την πόρτα και η Βερόνικα κοίταξε το χέρι της που
κοσμούσε το δακτυλίδι. Το δακτυλίδι που είχε διαλέξει ο Μιχάλης ήταν πολύ
όμορφο αλλά δεν το κοίταζε για την ομορφιά του. Το κοίταζε για αυτό που
αντιπροσώπευε, την αγάπη που επιτέλους είχε βρει στη ζωή της.
Μια
ρουμπινένια σταγόνα αίμα έπεσε στο διαμάντι κλέβοντας τη λάμψη του. Για μια
φευγαλέα στιγμή η Βερόνικα αναρωτήθηκε από που ήρθε. Μετά ένιωσε τον πόνο, έναν
πόνο οξύ, ανελέητο, έναν πόνο που απλώθηκε στο σώμα της με ταχύτητα πυρκαγιάς
και ήταν το ίδιο φρικτός. Σαν άγριο θηρίο δάγκωσε λαίμαργα το σώμα της, έμπηξε
τα νύχια του σε κάθε ίνα της ύπαρξής της και την έκανε να βογγήξει. Έντρομη
είδε την πορφυρή κηλίδα που απλωνόταν ταχύτατα στο λευκό της πουκάμισο.
-Μιχάλη,
πρόφερε με πόνο και ένιωσε τα πόδια της να μην την κρατάνε. Αφέθηκε να πέσει
αλλά ο αγαπημένος της πρόλαβε να την πιάσει.
Γονάτισε
κρατώντας τη στην αγκαλιά του. Παραμέρισε το πουκάμισό της για να δει τους
χειρότερους φόβους του να επαληθεύονται. Δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να
κάνει. Κανείς και τίποτα δεν μπορούσε να σώσει την Βερόνικα από το θάνατο που
άπλωνε ήδη πάνω της τη χλωμάδα του. Το μόνο που ήταν πια σε θέση να της
προσφέρει ήταν να κάνει τις τελευταίες της στιγμές όσο πιο ανώδυνες γινόταν.
-Κράτησέ
με, ψιθύρισε η Βερόνικα.
Η
ζωή την εγκατέλειπε ήδη, δεν ένιωθε το άγγιγμά του. Την έσφιξε πάνω του ενώ
δάκρυα γέμιζαν τα μάτια του και κυλούσαν στα μάγουλά του. Ένιωθε να γκρεμίζεται
σε μια άβυσσο, η γυναίκα που αγαπούσε, εκείνη που λίγες ώρες πριν είχε δεχθεί
να γίνει σύζυγός του πέθαινε και εκείνος ήταν ανήμπορος να τη βοηθήσει.
-Μη
μ' αφήσεις, ψέλλισε με κόπο η Βερόνικα.
-Όχι,
τη βεβαίωσε, δεν θα σ' αφήσω.
Ήταν
τόσο χλωμή. Τον κοίταζε σαν να ήθελε να είναι εκείνος το τελευταίο πράγμα που
θα έβλεπε από αυτή τη ζωή. Τα όμορφα μάτια της έδειχναν πιο μεγάλα στο χλωμό
της πρόσωπο, πιο φωτεινά. Ένα φως που σε λίγο θα έσβηνε για πάντα.
-Θέλω
να.... η κοπέλα είπε με δυσκολία. Να μου υποσχεθείς.
-Ό,τι
θέλεις, είπε ο Μιχάλης με φωνή που έτρεμε από την προσπάθεια να συγκρατήσει
τους λυγμούς του.
-Θέλω
να ζήσεις..... η Βερόνικα κόμπιασε, αίμα έτρεξε από τα χείλη της. Να ζήσεις.......
Να ζήσεις και να μην θρηνείς για' μενα.... Να ζήσεις και για' μένα. Όσα δεν
πρόλαβα.
-Θα
το κάνω, ψιθύρισε ο Μιχάλης.
Η
προσπάθεια είχε εξαντλήσει την Βερόνικα. Ρίγησε.
-Κρυώνω,είπε
και έκλεισε τα μάτια της.
Ανάσαινε
ακόμα αν και με κόπο. Ο Μιχάλης την κοίταζε νιώθοντας πως μαζί της πέθαινε και
ο ίδιος, ποτέ δεν θα ήταν ξανά ο ίδιος.
-Φίλησε
με, είπε η Βερόνικα τόσο αδύναμα που σχεδόν δεν ακούστηκε και άνοιξε τα μάτια
της. Ο Μιχάλης τη φίλησε απαλά, τα χείλη της ήταν παγωμένα και έτρεμε.
-Σ'
αγαπώ, ψιθύρισε η Βερόνικα.
Έμεινε
έτσι για μια στιγμή – κρατώντας την στην αγκαλιά του, με το πρόσωπό του ν’
αγγίζει το δικό της, τα χείλη τους ενωμένα στο τελευταίο φιλί – που του φάνηκε
αιωνιότητα. Τραβήχτηκε λίγο, ελάχιστα, μόνο και μόνο για να μπορεί να βλέπει τα
μάτια της. Η αναπνοή της χάιδεψε το μάγουλό του κ’ ύστερα τίποτα.
Η
Βερόνικα ήταν νεκρή.
Ακούστηκαν
βήματα και ο Μιχάλης σήκωσε το κεφάλι του για να δει το Μανώλη Στάμο να
στέκεται μπροστά του χαμογελώντας και κρατώντας ένα πιστόλι με σιγαστήρα.
-Πέθανε;
είπε. Κανείς δεν τα βάζει μαζί μου και μένει ατιμώρητος.
Ύψωσε
το όπλο του και ο Μιχάλης τον κοίταξε με μίσος.
-Σκότωσε
με, είπε τραχειά, σου ορκίζομαι πως θα πληρώσεις για το θάνατό της ακόμα και αν
χρειαστεί να γυρίσω από τον Άδη.
Ο
Στάμος κούνησε το κεφάλι του.
-Δεν
θα σε σκοτώσω, είπε, θα ήταν πολύ εύκολο. Όχι, θα σε αφήσω να ζήσεις και να
υποφέρεις για το χαμό της.
Χτύπησε
με την κάνη του όπλου τον Μιχάλη στο κεφάλι και εκείνος σωριάστηκε αναίσθητος
πάνω στο άψυχο σώμα της αγαπημένης του.