Δάκρυα 11

Author: Νυχτερινή Πένα /

Οι επόμενες μέρες ήταν οι πιο όμορφες στη ζωή της Βερόνικας. Βοηθούσε τη μητέρα της με τις δουλειές του σπιτιού και έκανε μεγάλους περιπάτους με το Μιχάλη. Όπως περπατούσε στα δρομάκια του Χουμνικού και τη γύρω ύπαιθρο με τον Μιχάλη να την αγκαλιάζει από τη μέση σκεφτόταν πόσο ευτυχισμένη ήταν. Είχε βρει έναν έναν άνθρωπο να την αγαπάει και να νοιάζεται για εκείνη και επιτέλους ζούσε μια φυσιολογική ζωή. Τις νύχτες που ξυπνούσε στο πλευρό του Μιχάλη και τον κοιτούσε ενώ εκείνος κοιμόταν σκεπτόταν πως είχε αλλάξει η ζωή της και πόσο αδυνατούσε να εκφράσει στον αγαπημένο της όσα ένιωθε για εκείνον.
Η μητέρα της ήταν χαρούμενη που την είχε κοντά της και την έβλεπε έτσι ευτυχισμένη. Εκείνη αντιμετώπιζε το ζευγάρι σαν να ήταν ήδη παντρεμένοι και αποκαλούσε το Μιχάλη πολλές φορές "γιε μου". Η Βερόνικα στην αρχή είχε ανησυχήσει για το πως θα το πάρει εκείνος αλλά ο αγαπημένος της δεν έδειχνε να ενοχλείται. Την αποκαλούσε " μητέρα " κάτι που έφερνε ένα χαμόγελο στα χείλη της Άννας.
Τη μέρα των γενεθλίων της η μητέρα της έκανε ένα πλούσιο τραπέζι για να τα γιορτάσουνε ενώ μετά το φαγητό ο Μιχάλης την πήρε ιδιαιτέρως στο δωμάτιο που κοιμούνταν και της πρόσφερε ένα μακρόστενο πακέτο. Η Βερόνικα το ξετύλιξε για να ανακαλύψει ένα μαύρο μακρόστενο κουτί. Το άνοιξε με παιδιάστικο ενθουσιασμό και είπε:
-Είναι πολύ όμορφο αλλά δεν ήταν ανάγκη, έχεις κάνει ήδη τόσα για' μενα.
Μέσα στο κουτί υπήρχε ένας χρυσός σταυρός με μια αλυσίδα. Στην πίσω πλευρά ο Μιχάλης είχε βάλει να χαράξουν το όνομά της.
-Φόρεσέ τον, την παρότρυνε και εκείνη το έκανε. Μετά ρίχθηκε στην αγκαλιά του με δάκρυα συγκίνησης.
Ο Μιχάλης την κράτησε για μια στιγμή και μετά της είπε απαλά:
-Υπάρχει κάτι ακόμα για' σένα..... ίσως αν το θέλεις....
-Τι εννοείς; ρώτησε η Βερόνικα και ο Μιχάλης της έβαλε στο χέρι ένα μικρό τετράγωνο κουτάκι.
Η κοπέλα το άνοιξε και είδε μέσα να αστράφτει στο φως του δωματίου ένα χρυσό δακτυλίδι με ένα πολύεδρο αστραποβόλο διαμαντάκι. Άφωνη από την έκπληξη εκείνη  ύψωσε το βλέμμα της και συνάντησε το δικό του.
-Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου; ρώτησε απλά εκείνος.
Η Βερόνικα τον κοίταξε πολύ συγκινημένη για να μιλήσει και έγνευσε καταφατικά.

Ο Νίκος Ραξής μπήκε βιαστικά στη θέση του συνοδηγού στο γκριζόλευκο τζιπάκι της αστυνομίας και είπε στον οδηγό:
-Τρέξε σαν να σε κυνηγάει ο Χάρος! Πρέπει να φτάσουμε στο Χουμνικό το συντομότερο.

Η Βερόνικα φίλησε στο μάγουλο τη μητέρα της και βγήκε στον κήπο όπου την περίμενε ο Μιχάλης. Μόλις είχε πει στη μητέρα της για την πρόταση που της είχε κάνει και τη δική της απάντηση. Η Άννα είχε αγκαλιάσει την κόρη της με συγκίνηση και της είχε ευχηθεί ό,τι καλύτερο. Στις μέρες που γνώριζε το Μιχάλη τον είχε εκτιμήσει και ήξερε πως θα έκανε την κόρη της ευτυχισμένη.
Η Βερόνικα φτάνοντας κοντά στο Μιχάλη τον φίλησε και χώθηκε στην αγκαλιά του.
-Που θες να πάμε; τη ρώτησε εκείνος.
-Όπου θες, είπε η κοπέλα.
Ο Μιχάλης στράφηκε να κλείσει την πόρτα και η Βερόνικα κοίταξε το χέρι της που κοσμούσε το δακτυλίδι. Το δακτυλίδι που είχε διαλέξει ο Μιχάλης ήταν πολύ όμορφο αλλά δεν το κοίταζε για την ομορφιά του. Το κοίταζε για αυτό που αντιπροσώπευε, την αγάπη που επιτέλους είχε βρει στη ζωή της.
Μια ρουμπινένια σταγόνα αίμα έπεσε στο διαμάντι κλέβοντας τη λάμψη του. Για μια φευγαλέα στιγμή η Βερόνικα αναρωτήθηκε από που ήρθε. Μετά ένιωσε τον πόνο, έναν πόνο οξύ, ανελέητο, έναν πόνο που απλώθηκε στο σώμα της με ταχύτητα πυρκαγιάς και ήταν το ίδιο φρικτός. Σαν άγριο θηρίο δάγκωσε λαίμαργα το σώμα της, έμπηξε τα νύχια του σε κάθε ίνα της ύπαρξής της και την έκανε να βογγήξει. Έντρομη είδε την πορφυρή κηλίδα που απλωνόταν ταχύτατα στο λευκό της πουκάμισο.
-Μιχάλη, πρόφερε με πόνο και ένιωσε τα πόδια της να μην την κρατάνε. Αφέθηκε να πέσει αλλά ο αγαπημένος της πρόλαβε να την πιάσει.
Γονάτισε κρατώντας τη στην αγκαλιά του. Παραμέρισε το πουκάμισό της για να δει τους χειρότερους φόβους του να επαληθεύονται. Δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να κάνει. Κανείς και τίποτα δεν μπορούσε να σώσει την Βερόνικα από το θάνατο που άπλωνε ήδη πάνω της τη χλωμάδα του. Το μόνο που ήταν πια σε θέση να της προσφέρει ήταν να κάνει τις τελευταίες της στιγμές όσο πιο ανώδυνες γινόταν.
-Κράτησέ με, ψιθύρισε η Βερόνικα.
Η ζωή την εγκατέλειπε ήδη, δεν ένιωθε το άγγιγμά του. Την έσφιξε πάνω του ενώ δάκρυα γέμιζαν τα μάτια του και κυλούσαν στα μάγουλά του. Ένιωθε να γκρεμίζεται σε μια άβυσσο, η γυναίκα που αγαπούσε, εκείνη που λίγες ώρες πριν είχε δεχθεί να γίνει σύζυγός του πέθαινε και εκείνος ήταν ανήμπορος να τη βοηθήσει.
-Μη μ' αφήσεις, ψέλλισε με κόπο η Βερόνικα.
-Όχι, τη βεβαίωσε, δεν θα σ' αφήσω.
Ήταν τόσο χλωμή. Τον κοίταζε σαν να ήθελε να είναι εκείνος το τελευταίο πράγμα που θα έβλεπε από αυτή τη ζωή. Τα όμορφα μάτια της έδειχναν πιο μεγάλα στο χλωμό της πρόσωπο, πιο φωτεινά. Ένα φως που σε λίγο θα έσβηνε για πάντα.
-Θέλω να.... η κοπέλα είπε με δυσκολία. Να μου υποσχεθείς.
-Ό,τι θέλεις, είπε ο Μιχάλης με φωνή που έτρεμε από την προσπάθεια να συγκρατήσει τους λυγμούς του.
-Θέλω να ζήσεις..... η Βερόνικα κόμπιασε, αίμα έτρεξε από τα χείλη της. Να ζήσεις....... Να ζήσεις και να μην θρηνείς για' μενα.... Να ζήσεις και για' μένα. Όσα δεν πρόλαβα.
-Θα το κάνω, ψιθύρισε ο Μιχάλης.
Η προσπάθεια είχε εξαντλήσει την Βερόνικα. Ρίγησε.
-Κρυώνω,είπε και έκλεισε τα μάτια της.
Ανάσαινε ακόμα αν και με κόπο. Ο Μιχάλης την κοίταζε νιώθοντας πως μαζί της πέθαινε και ο ίδιος, ποτέ δεν θα ήταν ξανά ο ίδιος.
-Φίλησε με, είπε η Βερόνικα τόσο αδύναμα που σχεδόν δεν ακούστηκε και άνοιξε τα μάτια της. Ο Μιχάλης τη φίλησε απαλά, τα χείλη της ήταν παγωμένα και έτρεμε.
-Σ' αγαπώ, ψιθύρισε η Βερόνικα.
Έμεινε έτσι για μια στιγμή – κρατώντας την στην αγκαλιά του, με το πρόσωπό του ν’ αγγίζει το δικό της, τα χείλη τους ενωμένα στο τελευταίο φιλί – που του φάνηκε αιωνιότητα. Τραβήχτηκε λίγο, ελάχιστα, μόνο και μόνο για να μπορεί να βλέπει τα μάτια της. Η αναπνοή της χάιδεψε το μάγουλό του κ’ ύστερα τίποτα.
Η Βερόνικα ήταν νεκρή.
Ακούστηκαν βήματα και ο Μιχάλης σήκωσε το κεφάλι του για να δει το Μανώλη Στάμο να στέκεται μπροστά του χαμογελώντας και κρατώντας ένα πιστόλι με σιγαστήρα.
-Πέθανε; είπε. Κανείς δεν τα βάζει μαζί μου και μένει ατιμώρητος.
Ύψωσε το όπλο του και ο Μιχάλης τον κοίταξε με μίσος.
-Σκότωσε με, είπε τραχειά, σου ορκίζομαι πως θα πληρώσεις για το θάνατό της ακόμα και αν χρειαστεί να γυρίσω από τον Άδη.
Ο Στάμος κούνησε το κεφάλι του.
-Δεν θα σε σκοτώσω, είπε, θα ήταν πολύ εύκολο. Όχι, θα σε αφήσω να ζήσεις και να υποφέρεις για το χαμό της.

Χτύπησε με την κάνη του όπλου τον Μιχάλη στο κεφάλι και εκείνος σωριάστηκε αναίσθητος πάνω στο άψυχο σώμα της αγαπημένης του.

Δάκρυα 10

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ο πατέρας της στάθηκε μπροτά της με το πόσωπό του κοκκινισμένο από την οργή και με τη δερμάτινη ζώνη στα χέρια του έτοιμη να καταφέρει το πρώτο χτύπημα. Τον κοίταξε όπως υψωνόταν  από πάνω της, εκείνη πεσμένη στο δάπεδο κουλουριασμένη σε εμβρυακή στάση προσπαθώντας να προστατευθεί. Εκείνος με ένα σαδιστικό χαμόγελο δεν τη χτύπησε αλλά είπε:
-Είσαι νεκρή όπως και' κείνος.
Η Βερόνικα τινάχθηκε βαριανασαίνοντας. Ανάσανε με ανακούφιση καθώς συνειδητοποίησε πως βρισκόταν στα χέρια του Μιχάλη.
-Ένα όνειρο ήταν,της είπε καθησυχαστικά.
Επιβιβάστηκαν στο τραίνο για τη Θεσσαλονίκη με τη Βερόνικα να σκέφτεται το όνειρο που είχε πριν λίγο δει. Ενώ ταξίδευαν βόρεια ο Μιχάλης έδωσε μερικές εξηγήσεις στην αγαπημένη του.
-Ήμουν στη βόρεια Ελλάδα, είπε, όταν παρατήρησα κάτι τελείως άσχετο. Έναν ιερέα που έδινε το αριστερό χέρι του για να ασπαστούν οι πιστοί. Στην αρχή νόμιζα πως ήταν αφηρημένος, άνθρωπος είναι κι αυτός. Μετά όμως παρατήρησα και άλλα περίεργα. Τελικά ο Ραξής διαπίστωσε πως δεν  ήταν ιερέας και αποκαλύψαμε ένα δίκτυο εμπόρων λευκής σαρκός. Από αυτήν την υπόθεση επέστρεφα όταν γνωριστήκαμε.
-Και ο πατέρας μου;
-Είναι το μεγάλο αφεντικό και όσο ο Ραξής του γκρέμιζε το δίκτυο εκείνος ξέσπαγε σε' σενα και τη μητέρα σου.
-Εσύ; Πως εμπλάκηκες στην υπόθεση; Δεν είσαι αστυνομικός.
-Όχι, καμία σχέση, απλά παρατήρησα κάποια πράγματα και τα είπα στο Ραξή μιας και τον ξέρω από πιο παλιά. Επέστρεψα μετά στην Αθήνα και συνάντησα εσένα.
-Γι' αυτό βιαζόσουν να φτάσεις σπίτι σου; Περίμενες νέα;
-Όχι, περίμενα κάποια κείμενα σχετικά με το λόγο που αρχικά βρέθηκα στα βόρεια και έχει να κάνει με μια μελέτη μου.

Το ταξίδι ως τη νύμφη του Θερμαΐκού δεν παρουσίασε κανένα πρόβλημα. Έφτασαν εκεί το μεσημέρι και αφού γευμάτισαν σε ένα μικρό συνοικιακό εστιατόριο πήραν ένα ταξί για να τους μεταφέρει στα ΚΤΕΛ για να πάρουν λεωφορείο για τις Σέρρες. Από' κει πήραν το δρόμο για το Χουμνικό με ταξί.
Το χωριό που είχε μεγαλώσει η μητέρα της Βερόνικας ήταν ένα μικρό χωριουδάκι στην άπλα του κάμπου με όμορφα περιποιημένα σπίτια, συνήθως ισόγεια, και στενά δρομάκια. Το ταξί τους άφησε στην πλατεία του χωριού όπου δέσποζε ένας τεράστιος πλάτανος. Ο Μιχάλης έβαλε την αγαπημένη του, που την είχε πειράξει το ταξίδι με το λεωφορείο και μετά το ταξί, να καθήσει στο πεζούλι στη σκιά του πλατάνου και εκείνος πήγε στο κοντινό καφενεδάκι για να μάθει που βρισκόταν το σπίτι της Άννας Δράζη.
Δεν άργησε να το μάθει και επέστρεψε κοντά στη Βερόνικα που τον περίμενε ακουμπισμένη στον κορμό του αιωνόβιου δένδρου.
-Είσαι καλύτερα; τη ρώτησε αγγίζοντας απαλά το ιδρωμένο της μέτωπο.
-Κάπως, είπε η κοπέλα. Βρήκες το σπίτι;
-Ναι, δεν είναι μακριά.
Ο Μιχάλης πήρε τη μοναδική αποσκευή τους και κρατώντας από το χέρι τη Βερόνικα προχώρησε στο κοντινό στενό. Πράγματι το σπίτι δεν ήταν μακριά και δεν άργησαν να φτάσουν. Η μητέρα της ήταν στον κήπο και η Βερόνικα βλέποντάς την έβγαλε μια κραυγή και έτρεξε να ριχθεί στην αγκαλιά της. Είχε πονέσει τόσο όταν νόμιζε πως την έχασε, ήταν το τελευταίο χτύπημα που την είχε ρίξει στη δίνη αυτή που θα ήταν μοιραία αν ο Μιχάλης δεν είχε βρεθεί στο δρόμο της, και τώρα να την έχει μπροστά της ζωντανή ήταν μια ξαφνική ευτυχία. Αν και της το είχε πει ο Μιχάλης το να τη βλέπει ζωντανή ήταν μια χαρά ανώτερη κάθε περιγραφής.
Μάνα και κόρη έμειναν αγκαλιασμένες για ώρα απολαμβάνοντας που ήταν μαζί, ελεύθερες να εκφραστούν μακριά από την τυρρανική παρουσία του Μανώλη Στάμου. Μετά η Άννα κοίταξε τον Μιχάλη και η κόρη της έσπευσε να της τον συστήσει.
Μπήκαν στον κήπο και μετά προχώρησαν στο σπίτι. Η Άννα τους έβαλε να καθήσουν στην κουζίνα γύρω από το τραπέζι και προσφέρθηκε να τους βάλει να φάνε.
-Φάγαμε μαμά, είπε η Βερόνικα.
-Καφέ;
-Κάτσε μαμά.
Μάνα και κόρη είχαν πολλά να πουν. Η Βερόνικα άρχισε να της διηγείται όσα είχαν συμβεί απ' όταν είχαν χωριστεί. Της μίλησε για την απελπισία που την κυρίευσε, την λανθασμένη της κρίση για το που έπρεπε να καταφύγει, για το δρόμο που πήρε και το ποιο ολέθριο βήμα ήταν έτοιμη να κάνει όταν συναντήθηκε με τον Μιχάλη. Της μίλησε για τον αγώνα της για να ξεφύγει από τον εθισμό στα χάπια και το ποια ήταν τώρα η ζωή της. Είχε αναφέρει τι ένιωθε για το Μιχάλη αλλά είχε παραλείψει να αποκαλύψει στη μητέρα της ότι ήταν ζευγάρι και μοιράζονταν το ίδιο κρεβάτι.
-Τώρα τα ξέρεις όλα μαμά, είπε στο τέλος.
-Πάει πέρασαν, να σκέφτεσαι το μέλλον μόνο. Πήγαινε τώρα να κάνεις ένα μπανάκι, έχει ζεστό νερό, να νιώσεις καλύτερα. Εγώ θα ετοιμάσω το μεγάλο δωμάτιο για' σας.
Ο Μιχάλης είχε διακριτικά αφήσει μόνες τις δυο γυναίκες και είχε βγει έξω. Είχε καθίσει σε έναν πέτρινο πάγκο αγναντεύοντας τον ήλιο που πήγαινε στη δύση του. Η Άννα ήρθε και κάθησε δίπλα του. Είπε μόνο μια λέξη αλλά την εννοούσε και έκλεινε μέσα της όσα ήθελε να πει:
-Ευχαριστώ.
-Δεν χρειάζεται, έκανα αυτό που έπρεπε.
-Ελάχιστοι θα το έκαναν, είπε η Αννα. Ο άνδρας μου δεν θα ήταν από αυτούς. Βοηθώντας την Βερόνικα έκανες έναν επικίνδυνο εχθρό.
-Δεν με νοιάζει.

Η Βερόνικα ένιωσε πολύ καλύτερα μετά το μπάνιο. Μπαίνοντας στο δωμάτιο που η μητέρα της είχε ετοιμάσει διαπίστωσε πως είχε ένα διπλό κρεβάτι. Η Άννα το είχε στρώσει με τα καλύτερα σεντόνια και σκεπάσματα που διέθετε. Σαν να ήταν το νυφικό της κρεβάτι.Η κοπέλα έμεινε να το κοιτάζει ενώ η μητέρα της έμπαινε στο δωμάτιο.
-Μαμά, η Βερόνικα έδειξε το κρεβάτι, δεν......
-Μου είπες ότι είστε μαζί, την πρόλαβε η Άννα, αλλά δεν χρειαζόταν να μου πεις τίποτα άλλο. Η τρυφερότητα ανάμεσά σας είναι η τρυφερότητα δυο αγαπημένων που έχουν διαβεί μαζί το μονοπάτι του έρωτα. Δεν έχω αντίρρηση. Έλα τώρα ντύσου, είπαμε με το Μιχάλη να πάμε έξω για φαγητό να γιορτάσουμε την επανένωσή μας.

Λίγα λεπτά αργότερα άφηναν το σπίτι για να πάνε για φαγητό. Το σκοτάδι που είχε πέσει δεν τους επέτρεψε να καταλάβουν πως τους παρακολουθούσαν. 

Δάκρυα 9

Author: Νυχτερινή Πένα /

Η Βερόνικα καθόταν σε μια πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο και αγνάντευε. Στο τραπεζάκι δίπλα της είχε ακουμπήσει το βιβλίο που μέχρι πριν λίγο διάβαζε. Δεν ήταν άνθρωπος των βιβλίων αλλά τώρα στις τεράστιες βιβλιοθήκες του Μιχάλη είχε βρει βιβλία που την ενδιέφεραν. Το διάβασμα και το ενατένισμα της θέας από το παράθυρο της είχαν χαρίσει την ηρεμία που της χρειαζόταν μετά από τη δίνη που είχε απειλήσει να καταστρέψει τη ζωή της.
Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε και μπήκε ο Μιχάλης. Η Βερόνικα σηκώθηκε από την πολυθρόνα και πήγε κοντά του. Τον αγκάλιασε και τον φίλησε.
-Έφυγες πριν ξυπνήσω, του είπε.
-Έπρεπε να κάνω κάτι, είπε ο Μιχάλης και της εξήγησε. Η Βερόνικα ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του και δάκρυα κύλισαν στα μάγουλά της.
-Τον έκανες να πληρώσει, ψέλλισε.
-Ναι, είπε ο Μιχάλης, και μόλις βγει η καινούρια σου ταυτότητα θα φύγουμε για το χωριό της μητέρας σου.
Η Βερόνικα τον κοίταξε με ανείπωτη αγάπη και μην μπορώντας να εκφράσει αλλιώς αυτό που ένιωθε τον φίλησε και πάλι και ψιθύρισε:
-Σ' αγαπώ.

Ήταν περασμένες τρεις το πρωί όταν χτύπησε το τηλέφωνο ξυπνώντας τον Μιχάλη που το πήρε και απάντησε ενώ χάιδευε καθησυχαστικά τη Βερόνικά η οποία είχε τρομάξει με το απότομο αυτό ξύπνημα:
-Ναι;
-Πάρε την Βερονίκη Στάμου και φύγε από την Αθήνα, όχι αύριο, όχι σε λίγο, τώρα! είπε επιτακτικά ο επιθεωρητής Ραξής.
-Τι συμβαίνει; Πως ξέρεις για τη Βερόνικα;
-Η ταυτότητα που είπες είναι δική της σωστά;
-Ναι. Και;
-Πριν λίγες ώρες συλλάβαμε μια παράνομη μετανάστρια που προσπάθησε να περάσει για Ελληνίδα με αυτήν την ταυτότητα. Θα το είχε ίσως καταφέρει αν δεν είχα δώσει σήμα για την ταυτότητα.
-Ωραία έχεις την απόδειξή σου ότι ο Στάμος είναι μπλεγμένος σε αυτήν την υπόθεση με τις γυναίκες από τη Βουλγαρία. Ταιριάζει εξ' άλλου με αυτά που ξέρουμε μιας και η Βερόνικα είπε ότι την έδερνε περισσότερο την περίοδο που έγιναν οι πρώτες συλλήψεις και τα πράγματα άρχισαν να μην πηγαίνουν καλά για ' κεινον.
-Το ξέρω και θα τον βάλω στο χέρι αλλά τώρα ξέρει και αυτός πως μπήκαμε στα ίχνη του από την ταυτότητα. Κινδυνεύει η Βερόνικα και αν είναι μαζί σου να την φυγαδεύσεις έξω από την Αθήνα.
-Εντάξει.
-Φύγε τώρα και μιλάμε αργότερα. Καλή τύχη.
Ο Μιχάλης έκλεισε το τηλέφωνο και στράφηκε στη Βερόνικα. Η κοπέλα είχε ακούσει την δική του πλευρά της συνομιλίας και τον κοιτούσε τρομαγμένη.
-Τι συμβαίνει; ρώτησε.
-Πρέπει να φύγουμε, θα σου εξηγήσω στο δρόμο.
Βιαστικά μάζεψαν μερικά ρούχα σε ένα σακ βουαγιάζ και ο Μιχάλης κάλεσε ένα γνωστό του οδηγό ταξί. Βγήκαν στο δρόμο και ο Μιχάλης κοίταξε γύρω με ερευνητικό βλέμμα. Δεν φαινόταν να υπάρχει κάτι διαφορετικό από τις άλλες μέρες.Η Βερόνικα  έπιασε το χέρι του και εκείνος έσφιξε το δικό της καθησυχαστικά.
-Άφησέ με να φύγω, είπε η κοπέλα, όποιος και αν είναι ο κίνδυνος είναι εξ' αιτίας μου. Δεν θέλω να κινδυνέψεις και' συ.
Ο Μιχάλης την πήρε στην αγκαλιά του και την έσφιξε πάνω του.
-Θα είμαι πάντα μαζί σου. Ό,τι και αν γίνει.
-Δεν το αξίζω αυτό, είπε η Βερόνικα, όχι εγώ.
-Βερόνικα, είπε ο Μιχάλης, κοιτώντας την στα μάτια, δεν ξέρεις πόσο μεγάλη αλλαγή έφερες στη ζωή μου  και πόσο μ' έκανες να σ' αγαπήσω. Δεν θα σε εγκαταλείψω σ' αυτήν την ώρα της ανάγκης.
Το ταξί έφτασε και επιβιβάστηκαν.
-Στο σταθμό Λαρίσης, είπε ο Μιχάλης στον οδηγό, και που' σαι Δημήτρη, αν σε ρωτήσει κανένας για' μένα με πήγες στο αεροδρόμιο.
-Συμβαίνει κάτι;
-Είναι κάποιος που θέλει να βρει την κοπέλα.
-Έγινε, σε πήγα στο ανατολικό αεροδρόμιο, είπε ο οδηγός και ξεκίνησε.
Η διαδρομή προς το σταθμό Λαρίσης ήταν τελείως διαφορετική από την αντίστοιχη πριν λίγο καιρό. Και τότε φοβόταν όπως και τώρα αλλά τώρα ένιωθε ασφαλής δίπλα στο Μιχάλη που έδειχνε αποφασισμένος να την προστατέψει με κάθε τρόπο.
Τόσο πρωί στο σταθμό Λαρίσης υπήρχαν ελάχιστοι άνθρωποι. Οι δυο τους με το σακ βουαγιάζ τους βγήκαν από το ταξί και μπήκαν στο τεράστιο χωλ μπροστά από τα γκισέ. Ο Μχάλης τηλεφώνησε στο Ραξή.
-Είμαι στο δρόμο.
-Ωραία, εγώ βρήκα το σκουλήκι που δούλευε για τον Στάμο. Τον πήρε ήδη το Εσωτερικών Υποθέσεων.
-Που προτείνεις να πάμε; ρώτησε ο Μιχάλης .
-Πήγαινέ τη στη μητέρα της.
-Δεν θα κινδυνεύσει; Ο Στάμος θα το σκεφθεί αμέσως να ψάξει εκεί.
-Ακριβώς, θα έψαξε ήδη εκεί, δεν νομίζω να έχει αφήσει άνθρωπό του μόνιμα.

Ο Μιχάλης έκλεισε το τηλέφωνο και πήγε σε ένα γκισέ. Επέτρεψε με δυο εισητήρια για Θεσσαλονίκη. Το τραίνο θα έφευγε σε δυο ώρες και πήγαν μαζί με τη Βερόνικα στην αίθουσα αναμονής. Κάθησαν σε δυο καρέκλες  και η Βερόνικα αποκοιμήηκε ακουμπώντας στον ώμο του.

Δάκρυα 8

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο 3

-Θα πρέπει να φύγω για λίγες ώρες, είπε ο Μιχάλης στην  Βερόνικα, μπορείς να μείνεις μόνη για λίγο; Αν δεν θες, αν νιώθεις ότι είναι ακόμη νωρίς, δεν θα φύγω.
-Όχι,είπε η κοπέλα, να πας στη δουλειά σου δεν θέλω να είμαι εμπόδιο στη ζωή σου. Έχεις ήδη κάνει πολλά για' μενα.
-Εντάξει, δεν θα αργήσω.
Ο Μιχάλης έδωσε στη Βερόνικα ένα κλειδί και της είπε:
-Κλειδί του σπιτιού,μπορεί να θελήσεις να βγεις έξω.
Τη φίλησε και βγήκε.Η Βερόνικα έμεινε μόνη της για πρώτη φορά εδώ και πολλές μέρες. Δεν την πείραζε όμως, είχε σκεφθεί να κάνει κάτι για να εκφράσει ένα ευχαριστώ στον Μιχάλη.
Όταν εκείνος επέστρεψε βρήκε έτοιμο ένα ρομαντικό δείπνο.Την αγκάλιασε και τη φίλησε συγκινημένος.
-Δεν ήταν ανάγκη, της είπε.
-Ήθελα να σου πω ένα μεγάλο ευχαριστώ,είπε η Βερόνικα.Έκανες τόσα για' μένα. Με έκανες ευτυχισμένη.
-Χαίρομαι γι' αυτό,είπε ο Μιχάλης και πρόσθεσε,και έχω να σου πω κάτι που θα σε κάνει ακόμα πιο ευτυχισμένη.
-Τι;ρώτησε η Βερόνικα,λίγα πράγματα θα μπορούσαν να με κάνουν πιο ευτυχισμένη αυτή τη στιγμή.
-Αυτό που θα σου πω είναι σίγουρα από τα λίγα,είπε ο Μιχάλης με ένα χαμόγελο.Κοίταξε για μια στιγμή την κοπέλα με ένα βλέμμα που φανέρωνε όλα όσα ένιωθε για' κείνη και μετά είπε: Η μητέρα σου είναι ζωντανή, ο πατέρας σου σου είπε ψέμματα.
Η Βερόνικα έμεινε άφωνη αδυνατώντας να πιστέψει αυτό που της είχε πει. Ύστερα ήρθε η συνειδητοποίηση και τινάχθηκε όρθια από την καρέκλα της κλαίγοντας και γελώντας την ίδια στιγμή.Έκανε το γύρο του τραπεζιού και ρίχθηκε στην αγκαλιά του Μιχάλη, που την κράτησε και χάιδεψε τα μαλλιά της, ψελλίζοντας ευχαριστίες.
-Ξέρω,ξέρω,της είπε τρυφερά,δεν χρειάζεται να πεις τίποτα.
-Πρέπει να πάω να τη δω, είπε η Βερόνικα αφού ηρέμησε λίγο, ξέρεις που βρίσκεται;
-Ναι, έχει εγκατασταθεί σε ένα χωριό του νομού Σερρών, το Χουμνικό.
-Είναι το πατρικό της  εκεί, θα πήγαινε να μείνει εκεί και θα ακολουθούσα και' γω όταν θα έκλεινα τα δεκαοκτώ και θα ήμουν πια ενήλικη. Κάτι που θα γίνει την άλλη εβδομάδα, στις 22 Αυγούστου.
-Δεν μου το είχε πει ότι έχεις γενέθλια,είπε ο Μιχάλης, πάντως είσαι ελεύθερη να πας στη μητέρα σου, δεν νομίζω ότι ο πατέρας σου....
Η Βερόνικα ήξερε τι ήθελε να πει, όπως φαινόταν ο πατέρας της δεν ενδιαφερόταν καθόλου για εκείνη αλλά όπως πάντα απέφευγε να της επισημαίνει πράγματα που θα την πονούσαν.
-Θα έρθεις μαζί μου;
-Αν θέλεις.Θα πάρουμε αεροπλάνο για τη Θεσσαλονίκη και μετά ένα ταξί από' κει για το χωριό,είπε ο Μιχάλης αλλά η Βερόνικα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
-Δεν μπορώ να ταξιδέψω με αεροπλάνο,δεν έχω ταυτότητα.
-Θα πρέπει να το φροντίσουμε,είπε ατάραχος ο Μιχάλης.Λοιπόν είναι αργά και αύριο θα ξυπνήσω νωρίς,,έχω να κανονίσω κάποια πράγματα όπως και το θέμα της ταυτότητας.
-Θα κάνω ένα μπανάκι και θα έρθω και' γω.
Κάτω από το ντουζ η Βερόνικα αναλογιζόταν πως είχε αλλάξει η ζωή της,είχε ζήσει στην κόλαση ως που να συναντήσει τον Μιχάλη που την οδήγησε στον παράδεισο εξακολουθώντας να μην ζητάει κανένα αντάλλαγμα.Ή ίσως είχε βρει εκείνο που ζητούσε στη σχέση τους, την αγαπούσε και ήξερε πως και εκείνη τον αγαπούσε.
Βγήκε από το μπάνιο τυλιγμένη σε ένα μπουρνούζι και πήγε στο υπνοδωμάτιο όπου βρήκε τον Μιχάλη ξαπλωμένο. Εκείνος είχε κλείσει τα μάτια του μα δεν κοιμόταν, είχε δίπλα του το τηλέφωνο,τον είχε ακούσει να μιλάει με κάποιον ενώ εκείνη έκανε μπάνιο
Χώθηκε δίπλα του στο κρεβάτι γυμνή όπως είχε βγει από το μπάνιο και τον αγκάλιασε. Τον φίλησε στο μάγουλο στην άκρη των χειλιών.
-Είσαι τόσο δροσερή,είπε ο Μιχάλης ανοίγοντας τα μάτια του και παίρνοντας την στα χέρια του.
Φιλήθηκαν και μετά παραδόθηκαν σε αυτό που ένιωθαν.Έκαναν έρωτα με τρυφερότητα αλλά και πάθος και αποκοιμήθηκαν αγκαλιασμένοι. Κάπου μεταξύ ύπνου και ξύπνιου η Βερόνικα έπιασε τον εαυτό της να σκέφτεται πως θα ήθελε να ζήσει τη ζωή της με τον άνδρα που ακόμα και κοιμισμένος την κρατούσε τόσο τρυφερά στην αγκαλιά του και να γίνει μητέρα από' κείνον.Αποκοιμήθηκε ονειρευόμενη μια μεγάλη οικογένεια.

Ο Γιώργος πέταξε το αποτσίγαρό του στο χώμα καθώς ένας νέος άνδρας τον πλησίαζε και έκανε νόημα στους  φίλους του να σκορπίσουν αλλά να μην απομακρυνθούν. Κοίταξε το νεαρό με το συνηθισμένο παρουσιαστικό και το αποφασιστικό βλέμμα, δεν έμοιαζε με μπάτσο αλλά έπρεπε να είναι προσεκτικός. Δεν φαινόταν οπλισμένος ή καλωδιωμένος παρότι είχε το ένα χέρι του στην τσέπη. Έφτασε κοντά του και τον κοίταξε με περιφρόνηση όπως κατάλαβε ο κακοποιός νεαρός.
-Είσαι ο Γιώργος; είπε ο άλλος.
-Κι αν είμαι;
-Με στέλνει η Βερόνικα Στάμου, είπε ο άνδρας που δεν ήταν άλλος από το Μιχάλη. Έχεις από εκείνα τα χάπια;
-Ναι, είπε ο Γιώργος χαρούμενος που επρόκειτο για πελάτη, αλλά κοστίζουν. Δέκα.
-Όσα και τα χρόνια που θα περάσεις στη φυλακή, είπε ο Μιχάλης, για εμπορία ναρκωτικών.
Πέρασε αμέσως στη επίθεση πριν ο άλλος προλάβει να αντιδράσει. Έριξε μια γροθιά στον Γιώργο που τον τίναξε πίσω και μια δεύτερη που τον σώριασε στο χώμα. Οι σύντροφοι του νεαρού κακοποιού δεν πρόλαβαν να επέμβουν καθώς βρέθηκαν κυκλωμένοι από αστυνομικούς που άρχισαν να τους περνάνε χειροπέδες ενώ ένας άνδρας με κουστούμι και ένα πιστόλι στη μέση του περασμένο στη ζώνη του πλησίαζε το Μιχάλη.
-Πως το ήξερες; ρώτησε.
-Δεν θα σου πω, αυτή ήταν η συμφωνία.
-Έστω, χαμογέλασε ο επιθεωρητής Νικόλαος Ραξής. Αλλά έχω την απορία. Με κάποιο τρόπο καταφέρνεις πάντα να βρίσκεσαι στο δρόμο μου.
-Τριγυρίζω πολύ και ενώ δεν είμαι παρατηρητικός προσέχω τα πλέον απροσδόκητα πράγματα. Τι θα γίνει τώρα;
-Αυτός εδώ θα ομολογήσει και θα καταφέρουμε να εξαρθρώσουμε κάποιο κύκλωμα. Το ξέρεις και' συ, ο αγώνας εναντίον αυτών των κυκλωμάτων είναι σαν να πολεμάς τη Λερναία Ύδρα, κάθε κεφάλι που κόβεις το αντικαθιστούν δυο. Τουλάχιστον σώζουμε κάποιους νέους με κάθε κύκλωμα που σταματάμε.
-Με το άλλο θέμα;
-Έδωσα σήμα για την ταυτότητα, θα μείνει καταχωρημένη κανά δυο μέρες σαν χαμένη και μετά θα μου δώσεις τα στοιχεία και τη φωτογραφία για τη νέα ταυτότητα.
-Εντάξει τότε, να σε αφήσω στη δουλειά σου. Κάνε τον να ομολογήσει Νίκο.

-Να είσαι σίγουρος, θα ομολογήσει, δεν σιχαίνομαι τίποτα περισσότερο από τα καθάρματα που κάνουν τα σχολεία χώρο δράσης τους.

Δάκρυα 7

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ο Μιχάλης πήγε τη Βερόνικα στο κέντρο της Γλυφάδας για βόλτα και η πρώτη στάση τους  ήταν σε μαγαζιά με ρούχα για να πάρει η κοπέλα ρούχα μιας και είχε το φορεματάκι μόνο που φορούσε τη νύχτα της γνωρίμίας τους. Ο Μιχάλης δεν την άφησε να ξοδέψει τα χρήματα που της είχε δώσει,πλήρωνε εκείνος της αγορές της και μετά από μια βόλτα στους πολυσύχναστους δρόμους και τις βιτρίνες των καταστημάτων της έκανε το τραπέζι σε ένα εστιατόριο.
Επέστρεψαν στο σπίτι και μόλις μπήκαν μέσα η Βερόνικα στράφηκε προς το Μιχάλη και αφήνοντας τις τσάντες με τα πράγματα που είχε αγοράσει στο πάτωμα ρίχτηκε στην αγκαλιά του. Τον φίλησε και μετά ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του
-Ευχαριστώ για όλα,είπε.
Ο Μιχάλης δεν απάντησε αλλά χάιδεψε τα μαλλιά της απαλά.Η Βερόνικα έκλεισε τα μάτια της.Δεν ήταν μόνο πως την είχε βοηθήσει,ήταν και ο τρόπος που το έκανε,ήρεμα,χωρίς επίδειξη,με κατανόηση.Η γαλήνη του την ηρεμούσε και' κείνη και ευχήθηκε να μην την έδιωχνε από το πλευρό του,να την άφηνε να μείνει μαζί του,την πρώτη φορά που ένιωθε ότι κάποιος ενδιαφερόταν για εκείνη.

Το βράδυ βγήκαν πάλι για μια βόλτα και περπάτησαν ως ένα κοντινό μικρό εστιατόριο για το δείπνο.Η Βερόνικα κρατώντας το χέρι του Μιχάλη ένιωθε σαν να είχε ξαναγεννηθεί,σαν να μπορούσε να αρχίσει τη ζωή της ξανά.
Όταν επέστρεψαν στο σπίτι η Βερόνικα ξάπλωσε για να κοιμηθεί ενώ ο Μιχάλης έμεινε να διαβάζει,μέσα στον ύπνο της τον άκουσε να μιλάει στο τηλέφωνο και να λέει το όνομά της δυο φορές.Ήταν όμως πολύ νυσταγμένη για να καταλάβει τι έλεγε,κατάλαβε μόνο πως η ήσυχη φωνή του είχε μια τραχύτητα που δεν είχε ξανακούσει σ' αυτή.
Όταν ωστόσο ξάπλωσε δίπλα της και' κείνη αναζήτησε καταφύγιο στην αγκαλιά του την κράτησε κοντά του χαΐδεύοντας τα μαλλιά της και ψιθυρίζοντάς της καθησυχαστικά.

Ξύπνησε από ένα δυνατό πόνο στο στομάχι.Ένιωθε σαν να είχε αρπάξει ένα τεράστιο χέρι τα σωθικά της και τα συνέθλιβε.Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε στο μπάνιο,γονάτισε δίπλα στη μπανιέρα και έκανε εμετό.Το τεράστιο χέρι στα σωθικά της έμοιαζε να τα στρίβει για να τα ξεριζώσει και ο πόνος την έκανε να ουρλιάξει.
Ο Μιχάλης βρέθηκε σχεδόν αμέσως δίπλα της.Γονάτισε και την στήριξε καθώς οι σπασμοί ενός δεύτερου εμετού την συγκλόνιζαν.Παραμέρισε τα μαλλιά από το μέτωπό της και σκούπισε τον ιδρώτα που έτρεχε ποτάμι.
-Πρέπει να πάρω το χάπι,είπε η κοπέλα με φωνή βραχνή από τον πόνο.Πρέπει να το πάρω το καταραμένο.....Πρέπει να βρω τον.....
Η φωνή της έσβησε και ούρλιαξε από τον πόνο.
-Πρέπει,ψιθύρισε.
-Πρέπει να το πολεμήσεις,να παλέψεις Βερόνικα,είπε ο Μιχάλης.Κάνε το για τη μητέρα σου που θα ήθελε να ζήσεις αν δεν το κάνεις για' σενα.
Η κοπέλα τον κοίταξε με απλανές βλέμμα και ξαφνικά άρχισε να τον χτυπάει κυριευμένη από αμόκ.
-Το χρειάζομαι σου λέω!φώναξε.
Ο Μιχάλης την άφησε να ξεσπάσει και όταν εκείνη ξέπνοη αναλύθηκε σε λυγμούς την πήρε στην αγκαλιά του.
-Πάλεψέ το Βερόνικα,θα είμαι στο πλάι σου,της υποσχέθηκε.
Ήταν μια υπόσχεση που θα πλήρωνε ακριβά.

 Οι επόμενες μέρες πέρασαν με τον ίδιο εφιαλτικό τρόπο.Τα επεισόδια του στερητικού συνδρόμου ήταν πιο μεγάλα και συχνά.Η Βερόνικα υπέφερε από σπασμούς και πόνους στο στομάχι,έκανε εμετό και καταλαμβανόταν από βίαια ξεπάσματα Ακολουθούσε συνήθως μια κατάρρευση κατά την οποία η κοπέλα έκλαιγε κουλουριασμένη όπου τύχαινε να πέσει.Ο Μιχάλης της παραστεκόταν προσπαθώντας να απαλύνει τον πόνο της. Ήταν δίπλα της όταν πονούσε και υπέφερε,τη στήριζε και την κρατούσε όταν έκανε εμετό.Την άφηνε να ξεσπάει πάνω του και να τον χτυπάει.Το πρόσωπο και τα χέρια του είχαν γεμίσει από αμυχές που του είχε προκαλέσει η Βερόνικα κυριευμένη από αμόκ. Δεν τον ένοιαζε όμως αλλά συνέχιζε να είναι δίπλα της κρατώντας την στην αγκαλιά του όταν έκλαιγε και μιλώντας της τρυφερά και χαιδεύοντας τη απαλά. Για να τη βοηθάει στον αγώνα που έδινε συνέπασχε μαζί της,έτρωγε μόνο όταν έτρωγε εκείνη και κοιμόταν όταν το έκανε εκείνη.Μπορεί να ήταν εξοντωτικό αλλά είχε αποτέλεσμα,η Βερόνικα βλέποντας τον να υποβάλλει τον εαυτό του σε τέτοιε κακουχίες για εκείνη έπαιρνε θάρρος και επέμενε στην απόφασή της να ξεφύγει από την ανάγκη της αυτήν που την καταδυνάστευε.
-Μην με αφήσεις, παρακαλούσε όταν ήταν σε κατάταση νηφαλιότητος,μην μ' εγκαταλείψεις.
-Ποτέ αγάπη μου,της υποσχόταν ο Μιχάλης.
Πάλεψαν μαζί με το πάθος που τη βασάνιζε μέρα με τη μέρα,ώρα με την ώρα, σε κάθε στιγμή και περίσταση.Ήταν ο σκληρότερος αγώνας που είχε χρειαστεί να δώσει η Βερόνικα γιατί ήταν απέναντι στον ίδιο της τον εαυτό.Πάλευε με την πλευρά εκείνη που την ωθούσε να παραδοθεί, να πάρει το χάπι αρκεί να μην πονάει και να μην υποφέρει.Πολεμούσε με τον πόνο των όσων είχαν συμβεί και με την απελπισία που πολλές φορές την κυρίευε για το μέλλον της.
Κάπου μέσα της όμως κρυβόταν μια σκληρή αποφασιστικότητα να ζήσει. Ήταν σε λανθάνουσα κατάσταση όσο βρισκόταν κάτω από την σκληρή καταπίεση του πατέρα της, που δεν επέτρεπε στην προσωπικότητά της να ανθίσει, αλλά τώρα στη ζεστή αγκαλιά του Μιχάλη είχε αφυπνισθεί και οδηγούσε την Βερόνικα στη μάχη για να ξανακερδίσει τη ζωή της.

Η αγάπη και η αφοσίωση που ο Μιχάλης της έδειχνε και η δική της επιθυμία να ζήσει χωρίς να εξαρτάται από οποιαδήποτε ουσία στο τέλος κέρδισαν τη μάχη.Αργά αργά η Βερόνικα ξαναγύρισε στη γη των ζωντανών νιώθοντας πραγματικά ξαναγεννημένη. Χωρίς κανέναν δεσμό με κανέναν παρά μόνο με τον άνδρα που την είχε αγαπήσει και που είχε αγαπήσει όπως της είχε σταθεί στην δοκιμασία της, ετοιμάστηκε να ξεκινήσει από την αρχή τη ζωή της.

Δάκρυα 6

Author: Νυχτερινή Πένα /

Δεν άργησαν να φτάσουν στον προορισμό τους και ο Μιχάλης οδήγησε τη Βερόνικα σε μια πολυκατοικία.Δεν μίλησε μέχρι που έκλεισε την πόρτα του διαμερίσματος και άναψε τα φώτα.Η Βερόνικα είδε ένα δωμάτιο με  ένα μεγάλο οβάλ τραπέζι στη μέση και πολλά βιβλία ανοιγμένα πάνω του.Δεξιά της ήταν η κουζίνα και απέναντι λοξά ένας διάδρομος.
-Καλώς όρισες στο ανάκτορό μου,της είπε.
-Μπορώ να πάω στο μπάνιο;ρώτησε.
-Από' δω, της είπε ο Μιχάλης.
Στο διάδρομο ανοίγονταν τρεις πόρτες που ήταν και οι τρεις ανοιχτές.Η μια οδηγούσε σε ένα δωμάτιο με βιβλιοθήκες κατάφορτες με βιβλία,η δεύτερη σε μια κρεβατοκάμαρα με διπλό κρεβάτι απ' όπου δεν έλειπαν οι βιβλιοθήκες και ένα γραφείο και η τρίτη ήταν το μπάνιο.Η Βερόνικα μπήκε στο μπάνιο ενώ ο Μιχάλης προχώρησε στην κρεβατοκάμαρα όπου υπήρχε ένας υπολογιστής που τύπωνε φύλλα χαρτί,ο λόγος που βιαζόταν μάλλον να επιστρέψει.
Μόλις έκλεισε την πόρτα πίσω της η Βερόνικα ακούμπησε πάνω της και έκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να διώξει τη ναυτία που απειλούσε να την κυριεύσει και δεν προερχόταν από την πείνα αλλά από την ανάγκη του οργανισμού της να βυθισθεί και πάλι στην απύθμενη λήθη.Θα κατέρρεε γρήγορα αν δεν έπαιρνε το χάπι,αλλά που να το βρει;
Άνοιξε το ντουλαπάκι του μπάνιου αλλά ο Μιχάλης δεν διέθετε τίποτα πιο ισχυρό από ντεπόν και ασπιρίνες.Απελπισία άρπαξε την ψυχή της.
Όταν βγήκε από το μπάνιο τον βρήκε στο δωμάτιο με το μεγάλο τραπέζι σκυμμένο πάνω από τα βιβλία.
-Σου χρωστάω,είπε.
-Δεν μου χρωστάς τίποτα,μόνο στον εαυτό σου το χρωστάς να μην πετάξεις τη ζωή σου.
-Ίσως.Με απομάκρυνες από τον κίνδυνο,είπε η Βερόνικα,να πηγαίνω τώρα,μη σε ενοχλώ άλλο.
Ο Μιχάλης πήγε κοντά της και το βλέμμα του ήταν σοβαρό αλλά γεμάτο συμπόνοια.
-Μπορείς να μείνεις όσο χρειάζεται.
Η Βερόνικα τον κοίταξε και πήρε την απόφασή της. Έφερε το χέρι της πίσω και άνοιξε το μικρό φερμουάρ του φορέματος της,μετά το άφησε να κυλίσει από πάνω της αποκαλύπτοντας το γυμνό της σώμα.
-Δεν....ξεκίνησε ο Μιχάλης αλλά τον σταμάτησε αγκαλιάζοντάς τον και φιλώντας τον απαλά.
-Άς μην μιλήσουμε άλλο απόψε,ας μείνουμε μαζί ξεχνώντας το αύριο και ό,τι αυτό θα φέρει.
Την κοίταξε στα μάτια και είδε εκεί πόση ανάγκη είχε από αγάπη και τρυφερότητα,δεν είχε ανάγκη από έναν εραστή αλλά από κάποιον που να την κάνει να νιώσει ότι την αγαπάει. Την πήρε στην αγκαλιά του και την πήγε στο δωμάτιό του.
Και όλα τα άλλα ξεχάστηκαν.

Η Βερόνικα άνοιξε τα μάτια της και τεντώθηκε νωχελικά στο κρεβάτι.Από το λίγο φως που έμπαινε από το πατζούρι μπορούσε να συμπεράνει πως ήταν αργά το μεσημέρι.Γύρισε στο πλευρό.Αναρωτήθηκε που βρισκόταν ο αυτόκλητος προστάτης της.Της είχε φερθεί τόσο καλά που νόμιζε ότι ονειρεύεται.Την είχε φέρει στο κρεβάτι του και την είχε βάλει για ύπνο μιλώντας τρυφερά,καθησυχάζοντάς την,απαλύνοντας τους φόβους της.Δεν την είχε αγγίξει, δεν είχε δοκιμάσει να εκμεταλλευτεί τη θέση της,δεν την είχε αντιμετωπίσει σαν πόρνη παρ' ότι έτσι του είχε παρουσιαστεί εκείνη και της είχε δώσει χρήματα.Της είχε χαΐδέψει τα μαλλιά μόνο όσο της μιλούσε.
Είχε πέσει δίπλα της να κοιμηθεί και πάλι δεν είχε δοκιμάσει να εκμεταλλευτεί μια γυναίκα που κοιμόταν δίπλα του γυμνή με ένα λεπτό σεντόνι να τους χωρίζει.
Είχαν κάνει έρωτα τα ξημερώματα.Εκείνη είχε ξυπνήσει μ' ένα τιναγμα από το όνειρο που έβλεπε ξυπνώντας και' κείνον που έδειχνε να κοιμάται πολύ ελαφρά.Είχε δοκιμάσει να την ησυχάσει και πάλι αλλά εκείνη χρειαζόταν να ξέρει ότι κάποιος θα ήταν κοντά της ό,τι και αν συνέβαινε,είχε χωθεί στην αγκαλιά του και όταν εκείνος την έσφιξε πάνω του διαβεβαιώνοντάς την πως δεν θα την εγκαταλείψει μια άλλη επιθυμία και ανάγκη ξύπνησε μέσα τους.
Άρχισε με ένα φιλί και συνεχίστηκε με ένα ερωτικό σμίξιμο γεμάτο πάθος ως που έγινε δική του και μετά αποκοιμήθηκαν αγκαλιασμένοι.Τώρα εκείνος είχε σηκωθεί αλλά η ίδια ένιωθε ήρεμη και ήσυχη για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό και συνειδητοποιούσε πόσο ανάγκη είχε από φυσιολογικό ύπνο.
Ο Μιχάλης μπήκε στο δωμάτιο.
-Ξύπνησες βλέπω,είπε και κάθισε δίπλα της.
-Λέω να ξανακοιμηθώ,είπε η Βερόνικα,πειράζει;
-Όχι,κοιμήσου.
Γύρισε στο πλάι και έκλεισε τα μάτια της.
Ο Μιχάλης τράβηξε το σεντόνι και τη σκέπασε ως την καμπύλη του ώμου της.Την κοίταξε όπως βυθιζόταν στη γλυκειά ανυπαρξία του ύπνου.
-Μη μ' αφήσεις μόνη,ψιθύρισε μισοκοιμισμένη η κοπέλα.
-Είμαι εδώ.
Τη χάιδεψε στην πλάτη απαλά.
Έμεινε να σκέπτεται καθώς εκείνη κοιμόταν.Δεν είχε φέρει την Βερόνικα σπίτι του με σκοπό να κάνει έρωτα μαζί της.Ήθελε να τη βοηθήσει.Γι' αυτό την είχε βάλει να κοιμηθεί καθησυχάζοντάς την και μετά κουρασμένος από το ταξίδι που είχε κάνει και τα όσα είχαν συμβεί έπεσε και' κείνος για ύπνο ως που τον ξύπνησε με την κραυγή που δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι είχε βγάλει.
Την πήρε στην αγκαλιά του για να την ησυχάσει και όταν της υποσχέθηκε ότι δεν θα την αφήσει ποτέ ένιωσε μια επιθυμία που για πολύ καιρό ήταν ξεχασμένη και είδε στα μάτια της πως και εκείνη το ήθελε,είχε ανάγκη από μια σωματική επαφή που να μην την υπαγορεύει το συμφέρον αλλά μόνο η τρυφερότητα.
Η Βερόνικα κοιμόταν τώρα,εκείνος ξάπλωσε και την πήρε στην αγκαλιά του.Είχε συνηθίσει να ζει μόνος αφοσιωμένος στις μελέτες του αλλά ακόμα και ένας λόγιος έχει ανάγκη από αγάπη.Τη φίλησε απαλά στα μισάνοιχτα χείλη και μετά αποκοιμήθηκε και εκείνος.


Η Βερόνικα ξύπνησε παγωμένη παρ' ότι η νύχτα ήταν ασφυκτικά ζεστή.Τυλίκτηκε με το σεντόνι και έκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να ξανακοιμηθεί. Η δυσφορία που ένιωθε εντάθηκε και ένα βίαιο ρίγος την διέτρεξε.Κατάλαβε τι συνέβαινε και κουλουριάστηκε σε εμβρυακή στάση πασχίζοντας να το πολεμήσει.Ένα νέο ρίγος τη διέτρεξε και ένα αθέλητο βογγητό ξέφυγε από τα χείλη της.Άρχισε να τρέμει.
-Όχι,ψέλλισε χωρίς καλά καλά να ξέρει και η ίδια τι ήθελε να πει.
Ο Μιχάλης ξύπνησε από το βογγητό της και ανακάθισε δίπλα της.
-Τι σου συμβαίνει;ρώτησε.
-Δεν ξέρω,είπε η Βερόνικα μη θέλοντας να του αποκαλύψει την αλήθεια.Κρυώνω.
Ο Μιχάλης τη σκέπασε με το δικό του σεντόνι και μετά σηκώθηκε και πήγε σε μια ντολάπα, έφερε μια κουβερτα.Την σκέπασε και κάθισε δίπλα της.
-Καλύτερα; τη ρώτησε.
Η Βερόνικα έκλεισε τα μάτια της και έγνευσε.
-Θες να βρω γιατρό;
-Όχι,είπε η κοπέλα, θα περάσει.
Ο Μιχάλης κάθησε κοντά της .Χάιδεψε τα στιλπνά της μαλλιά κοιτώντας την ανήσυχος.Η Βερόνικα συνέχιζε να τρέμει και εκείνος αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να κάνει κάτι για να την ανακουφίσει.Άγγιξε το μέτωπό της,δεν είχε πυρετό.
Η ιδέα που ξαφνικά σχηματίσθηκε στο μυαλό του δεν ήταν καθόλου ευχάριστη αλλά ταίριαζε με τα όσα λίγα ήξερε για την κοπέλα μπροστά του και εξηγούσαν τα τωρινά της συμπτώματα.Ξεσκέπασε τα χέρια της και τα έψαξε,δεν υπήρχαν σημάδια από τρυπήματα.Δεν έκανε χρήση ναρκωτικών.
Ύστερα κατάλαβε.Χάπια,κάποιο φάρμακο στο οποίο είχε κάνει υπερβολική χρήση ή κάποια άλλη ουσία.
-Καημένο κορίτσι,μονολόγησε ο Μιχάλης παρ' ότι δεν ήταν παρά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος από τη Βερόνικα,τι σε οδήγησε σε αυτήν την κατάσταση;
Η κοπέλα εξκολουθούσε να τρέμει.Δεν ήξερε τι να κάνει,εκείνη είχε ζητήσει να μη φωνάξουν γιατρό γιατί αν εκείνος τους ανέφερε στις αρχές θα είχαν προβλήματα αλλά πάλι αν κινδύνευε η ζωή της;
Αποφάσισε να κάνει αυτό που ήξερε ότι βοηθούσε σε περιπτώσεις πυρετού ελπίζοντας πως θα κατάφερνε να την ανακουφίσει από τα ρίγη που τη διέτρεχαν.Την άφησε και πήγε στο μπάνιο,γέμισε τη μπανιέρα με χλιαρό νερό και επέστρεψε στο δωμάτιο.Ξεσκέπασε την κοπέλα που εξακολουθούσε να τρέμει και την πήρε στην αγκαλιά του.Τη μετέφερε στο μπάνιο και την έβαλε στο νερό κρατώντας την μιας και δυσκολευόταν να παραμείνει καθισμένη.Όπως είχε  το χέρι του πίσω από την πλάτη της για να τη στηρίζει, η Βερόνικα έγειρε το κεφάλι της στο στήθος του. Τα μάτια της άνοιξαν και καρφώθηκαν στα δικά του.
-Μην μ' αφήσεις να φύγω,ψιθύρισε.
Εκείνη τη στιγμή ορκίστηκε πως θα στεκόταν δίπλα της ό,τι και αν γινόταν και δεν θα την εγκατέλειπε ποτέ.
Την πήρε πάλι στην αγκαλιά του και την μετέφερε πίσω στο κρεβάτι.Την στέγνωσε με ένα μπουρνούζι και μετά την έτριψε δυνατά προσπαθώντας να τη ζεστάνει.Στο τέλος την τύλιξε και πάλι με τα σκεπάσματα και την κράτησε στην αγκαλιά του σφικτά.Σιγά σιγά σταμάτησε να τρέμει και η αναπνοή της έγινε κανονική.Αποκοιμήθηκε αλλά εκείνος δεν την άφησε από τα χέρια του μέχρι που ξημέρωσε η νέα μέρα.

Η Βερόνικα άνοιξε τα μάτια της και βρέθηκε να αντικρίζει το Μιχάλη που διάβαζε καθισμένος στο γραφείο του.Για μια στιγμή δεν του μίλησε,απλά τον κοίταζε.Αναρωτιόταν τι έκρυβε αυτός ο άνθρωπος.Την είχε βοήθήσει χωρίς να ζητήσει τίποτα για αντάλλαγμα και την είχε φιλοξενήσει,την είχε περιποιηθεί.Γιατί το έκανε αυτό;Ποια ανάγκη ή επιθυμία τον έκανε να δείξει τόση καλωσύνη σε κάποια που του είχε παρουσιαστεί ως γυναίκα του δρόμου;Γιατί της είχε φερθεί με τόση ευγένεια;
Έγραφε υπό το φως ενός επιτραπέζιου φωτιστικού για να μην την ξυπνήσει.Το μόνο που ακουγόταν ήταν το θρόισμα του στυλού στο χαρτί και μια φαινομενικά άσχετη σκέψη ήρθε στο μυαλό της,μπορούσε ο Μιχάλης να είναι ο άνθρωπός της;Ήξερε πολύ καλά τι την είχε κάνει να το σκεφθεί αυτό.Ένιωθε τόσο καλά δίπλα του,η γαλήνη που τον διακατείχε έκανε και όσους βρίσκονταν γύρω του να νιώθουν το ίδιο.Και ένιωθε για πρώτη φορά από τη στιγμή που ο πατέρας της της είχε ανακοινώσει με τέτοια άνεση το θάνατο της μητέρας της πως είχε βρει ένα σπιτικό.
"Ποιον κοροΐδεύω;σκέφθηκε με πίκρα.Τώρα που θα κατάλαβε και ότι είμαι εθισμένη σε κάποια ουσία;"
-Ξύπνησες βλέπω.
Χαμένη στις σκέψεις της δεν είχε καταλάβει πως ο Μιχάλης είχε σταματήσει να γράφει και είχε έρθει κοντά της.Τινάκτηκε καθώς εκείνος της μίλησε.
-Σε τρόμαξα,συγνώμη.
Η Βερόνικα κοίταξε το Μιχάλη,το γεγονός πως είχε περάσει τη νύχτα με ελάχιστο ύπνο είχε το τίμημά του αλλά δεν έδειχνε να τον νοιάζει.Η Βερόνικα τραβήκτηκε λίγο και του έκανε χώρο δίπλα της.Ο Μιχάλης κάθησε.
-Πως νιώθεις;τη ρώτησε.
-Είμαι καλά τώρα,είπε η Βερόνικα αποστρέφοντας το βλέμμα,δεν μπορούσε να τον κοιτάξει κατάματα.
Ένιωσε το χέρι του να χαΐδεύει απαλά τα μαλλιά της.Δεν έλεγε τίποτα,δεν ζητούσε να μάθει ή να την κρίνει.Έπιασε το χέρι του και το κράτησε στα δικά της.Έμειναν για αρκετή ώρα έτσι και όταν τον κοίταξε τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα.
-Με λένε Βερονίκη Στάμου,με φωνάζουν Βερόνικα,ξεκίνησε η κοπέλα και καθώς ο Μιχάλης πήγε να πει κάτι τον σταμάτησε.Θέλω να ξέρεις.
Του τα είπε όλα,για τη βία που ασκούσε πάνω σ' εκείνη και τη μητέρα της ο πατέρας της για τον πόνο που είχε βιώσει και για την ταπείνωσή της στο σχολείο,για όλα τα μικρά και μεγάλα γεγονότα που την είχαν οδηγήσει ως εδώ.Του άνοιξε την καρδιά της όπως ποτέ πιο πριν.Ενώ του τα έλεγε όλα αυτά συνέχιζε να κρατάει το χέρι του στα δικά της.Εκείνος δεν το τράβηξε, δεν έδειξε αποστροφή για την αδυναμία της και τις επιλογές της.Μόνο όταν σταμάτησε να μιλάει έσκυψε και τη φίλησε απαλά.
-Τα ξεπέρασες όλα αυτά,έμειναν πίσω,της είπε.
-Γιατί το κάνεις αυτό;Γιατί με βοηθάς;
-Πρέπει να υπάρχει ένα γιατί;ρώτησε εκείνος.
-Ναι,είπε η Βερόνικα και ανασηκώθηκε.Πρέπει.Κάθε άλλος άντρας που θα με συναντούσε εκείνο το βράδυ θα με πήγαινε στο κοντινότερο ξενοδοχείο θα έκανε αυτό που θα ήθελε και μετά θα έφευγε πετώντας μου με περιφρόνηση μερικά χαρτονομίσματα.Εσύ με έφερες στο σπίτι σου,δεν απαίτησες κανένα αντάλλαγμα και όταν μου έκανες έρωτα το έκανες με τέτοια τρυφερότητα σαν να ήμουν η κοπέλα σου και όχι μια....
Ο Μιχάλης τη σταμάτησε ακουμπώντας το ένα χέρι του στα χείλη της.
-Μην το πεις,της είπε,δεν είσαι.
-Είσαι πολύ ευγενικός αλλά είμαι,το είχα αποφασίσει.
-Ξέρεις,πιστεύω στην Θεία Πρόνοια,είπε ο Μιχάλης.Ίσως γι' αυτό βρέθηκες στο σταθμό εκείνο το βράδυ.Το τραίνο έπρεπε να φτάσει μια ώρα νωρίτερα αλλά έφτασε καθυστερημένο. Ίσως μόνο και μόνο για να σε συναντήσω.Σε συνάντησα και τα πράγματα πήραν το δρόμο τους.
-Γιατί μου φέρθηκες με τέτοια καλωσύνη;
-Είδα το βλέμμα σου τη στιγμή που έφτασε η αστυνομία.Αν ήσουν μια από τις γυναίκες του αγοραίου έρωτα δεν θα είχες πρόβλημα, θα ήξερες πως να το χειριστείς .Ο πανικός όμως που είδα στα μάτια σου μου είπε όσα θα έπρεπε να ξέρω.
Η Βερόνικα έμεινε για λίγο σιωπηλή.Μετά ξέσπασε σε λυγμούς.Ο Μιχάλης την αγκάλισε και χάιδεψε την πλάτη της.
-Κλάψε γλυκειά μου,της είπε απαλά,βγάλε από μέσα σου ό,τι σε βαραίνει.
Όταν ηρέμησε ο Μιχάλης της είπε:
-Τώρα θα σηκωθείς σαν καλό κορίτσι και θα πάρουμε πρωινό.Μετά θα πάμε μια βόλτα, πρέπει να βγεις και' συ έξω.

Η Βερόνικα τον αγκάλιασε.Για μια φορά η ζωή φαινόταν να χαμογελάει και σε ' κείνη.