Επικίνδυνο Ταξίδι 5

Author: Νυχτερινή Πένα /

Βόγκηξε ξανά και άρπαξε και άρπαξε το χέρι της μητέρας της και με τα δυο δικά της.
-Το μωρό μου, είπε με κόπο.
-Κουράγιο Αγγέλα μου, είπε η Μάρθα, χαιδεύοντας τα μαλλιά της.
Η βροχή συνέχιζε να πέφτει καταρρακτώδης και να τις κρατά απομονωμένες ακόμα και από το άμεσο περιβάλλον τους. Η Μάρθα άνοιξε και πάλι το ζεστό αέρα. Η Αγγέλα είχε χλωμιάσει και είχε κλείσει τα μάτια της. Είχε κληρονομήσει τα χαρακτηριστικά της μητέρας της, μεγάλα εκφραστικά μάτια που δέσποζαν σε ένα ευγενικό πρόσωπο και στιλπνά μαύρα μαλλιά. Καθώς τη χάιδευε η Μάρθα ταξίδεψε νοερά στα παιδικά της χρόνια όταν κινδύνεψε να τη χάσει από μηνιγγίτιδα.
-Ας μην την χάσω, παρακάλεσε, δεν έχω άλλον κανένα στον κόσμο.

-Το ποτέ είναι ένα μεγάλο διάστημα ξέρεις, είπε ο Μάρκος.
-Δεν θα ζήσω αιώνες, αν και ξέρεις ότι θα το ήθελα.
-Θα το ήθελες ε; Πεντακόσια καλά είναι ή να βάλω κι άλλα; είπε ο Μάρκος και οι δυο φίλοι γέλασαν. Πέρα από την πλάκα όμως δεν μπορείς να ζήσεις μόνος σου μια ζωή. Όσα χρόνια και αν είναι, πολλά ή λιγότερα.
-Ή λίγα, είπε ο Μιχάλης ανέκφραστα,
-Ακόμα και λίγα.
-Με την Ντήντρα κάναμε σχέδια ξέρεις, δεν την απασχολούσε το πόσο χρόνο θα είχαμε όπως δεν την ένοιαζαν και όλα τα άλλα και μιλούσαμε για οικογένεια, παιδιά...... η φωνή του Μιχάλη έσβησε.
Ο Μάρκος ήταν έτοιμος να κάνει μια ερώτηση όταν το αεροπλάνο τραντάκτηκε ολόκληρο. Ακούστηκε μια ηλεκτρονική προειδοποίηση, ο αυτόματος πιλότος απενεργοποιήθηκε και το μικρό αεροπλάνο έκανε βουτιά προς το ανταριασμένο Αιγαίο 7500 πόδια πιο κάτω.

Η πόρτα του αυτοκινήτου στην πλευρά του οδηγού άνοιξε και η Μάρθα πετάκτηκε τρομαγμένη, χαμένη στις αναμνήσεις και με την καταιγίδα να μαίνεται δεν είχε καταλάβει ότι κάποιος πλησίαζε. Δεν υπήρχε λόγος να φοβάται ωστόσο, αντίκρισε έναν μουσκεμένο αλλά χαμογελαστό Γιάννο.
-Έφερα ρεζέρβα, είπε. Θα την αλλάξω και θα ξεκινήσουμε.
Του πήρε λίγα λεπτά να το κάνει και μετά πήρε πάλι τη θέση του στο τιμόνι. Έβαλε μπροστά και ξεκίνησαν. Η Αγγέλα είχε ξαναγυρίσει σε καθιστή θέση και ήταν πιο χλωμή από ποτέ. Τώρα ο πόνος ήταν μόνιμος, ένιωθε σαν να σχίζονταν τα σπλάχνα της , σαν να κυλούσε μέσα της ένα πυρωμένο ποτάμι λάβας.

Ο Μάρκος τράβηξε το πηδάλιο πίσω και το αεροπλάνο οριζοντιώθηκε. Ρύθμισε και πάλι τον αυτόματο και γύρισε να κοιτάξει το Μιχάλη. Όπως το περίμενε εκείνος ατάραχος κρατούσε τον υπολογιστή του να μην πέσει.
-Μόλις είδες το λόγο γιατί  πάντα ένας από τους πιλότους βρίσκεται πάντα στη θέση του. Απότομα κενά αέρος ή πλαγιοκοπήσεις από τον αέρα μπορούν να απενεργοποιήσουν τον αυτόματο.
-Ήταν μια εμπειρία ωστόσο.
-Φοβήθηκες;
-Όχι.
-Φυσικά όχι, είπε ο Μάρκος που ήξερε εκ πείρας ότι ο άνθρωπος δίπλα του είχε εξοικειωθεί με την ιδέα του θανάτου. Αλλά πίστεψες ότι θα σκοτωθούμε;
-Μου πέρασε από το μυαλό.
-Πως είναι;
-Ποιο η σκέψη ότι ήρθε η ώρα σου;
-Ναι.
-Γιατί δεν το ένιωσες εσύ; ρώτησε ο Μιχάλης ενώ πληκτρολογούσε κάποια σημείωση στον υπολογιστή.
-Όχι, ήμουν σίγουρος ότι θα το φέρω στα ίσα. Πως ήταν λοιπόν; Τι σκέφτηκες;
-Την Ντήντρα.

Ο Γιάννος πάρκαρε έξω από το κτίριο του αεροδρομίου και μαζί με την Μάρθα βοήθησαν την Αγγέλα να διασχίσει την μικρή απόσταση ως την αίθουσα αναμονής. Την έβαλαν να καθίσει σε μια πολυθρόνα και πλησίασαν το γκισέ όπου μια κομψή κοπέλα δούλευε σε έναν υπολογιστή. Σε ολόκληρη την αίθουσα δεν υπήρχε κανένας άλλος.
-Ήρθαμε μάλλον νωρίς ε; είπε η Μάρθα και η κοπέλα την κοίταξε. Για το αεροπλάνο εννοώ. Έχετε ελπίζω θέσεις.
-Λυπάμαι, ήρθε η απάντηση, η πτήση ακυρώθηκε λόγω καιρού. Το αεροδρόμιο έχει κλείσει.
-Τι; είπε η Μάρθα και ο πανικός της φάνηκε στη φωνή της.
-Λυπάμαι, είπε η κοπέλα.
-Πότε είναι το επόμενο αεροπλάνο;
-Αύριο το μεσημέρι αν ο καιρός έχει βελτιωθεί.
-Τι θα κάνουμε τώρα; θρήνησε η Μάρθα.
Η κοπέλα την κοίταξε μην καταλαβαίνοντας αλλά μετά είδε την Αγγέλα που χλωμή καθόταν στην άκρη της αίθουσας κοντά στον έλεγχο χειραποσκευών. Σηκώθηκε από τη θέση της και ζήτησε από τη Μάρθα και το Γιάννο να την ακολουθήσουν.
-Θα πάμε στον αερολιμενάρχη, ίσως ξέρει κάτι παραπάνω. Δεν τον βρήκαν στο γραφείο του και ανέβηκαν στον πύργο ελέγχου.
Η θέα ήταν υπέροχη από εκεί, μέσα από τα μεγάλα τζάμια  φαινόταν όλο το αεροδρόμιο και η γύρω περιοχή. Επικρατούσε ησυχία μιας και δεν υπήρχαν πτήσεις. Όλο το Αιγαίο ελέγχεται από τον πύργο ελέγχου του αεροδρομίου της Αθήνας, τα κατά τόπους αεροδρόμια είναι υπεύθυνα μόνο για την προσέγγιση και την αναχώρηση από αυτά. Αφού το αεροδρόμιο ήταν κλειστό το προσωπικό ασφαλείας δεν είχε δουλειά να κάνει.
Ο αερολιμενάρχης άκουσε με κατανόηση τη Μάρθα αλλά κούνησε το κεφάλι του στο τέλος.
-Δεν υπάρχει πτήση για Αθήνα.

Το Σέσνα 182 είχε αρχίσει να χαμηλώνει προς το αεροδρόμιο που ακόμα δεν έβλεπαν λόγω της κακοκαιρίας. Ο Μάρκος είχε ρυθμίσει τον αυτόματο να μειώσει το ύψος στα πεντακόσια πόδια ενώ διατηρούσε την πορεία προς τον προορισμό τους. Δίπλα του ο Μιχάλης κοίταζε τη θέα ανεπηρέαστος από το γεγονός πως το μικρό αεροπλάνο τρανταζόταν τώρα από τον αέρα πολύ περισσότερο απ' ό,τι στο ως τώρα ταξίδι τους.
-Θες την τιμή;
-Φυσικά.
Ο Μιχάλης πήρε τα ακουστικά με το στέλεχος και πάλι και αφού συντόνισε τον ασύρματο στη συχνότητα του πύργου ελέγχου του αεροδρομίου είπε:
-Ν 101 μαζί σας στα 2500 πόδια σε πορεία 290.
-Το αεροδρόμιο είναι κλειστό Ν101, ήρθε η απάντηση, συμβουλεύουμε να κατευθυνθείτε προς το αεροδρόμιο Διαγόρας της Ρόδου.
-Δεν έχουμε σκοπό να προσγειωθούμε, θα εκτελέσουμε touch and go και θα φύγουμε.
-Αναμείνατε για άδεια, διατηρήσατε ίδια πορεία και ύψος.
Ο Μιχάλης στράφηκε στον Μάρκο που άκουγε επίσης τη συνομιλία.
-Αν μας πουν όχι, είπε εκείνος θα πάρουμε και πάλι πορεία για Αθήνα.
Μια αστραπή έσκισε το συννεφιασμένο ουρανό πλημμυρίζοντας την καμπίνα με ένα έντονο λευκό φως.
-Υπέροχα, είπε  ο Μιχάλης, ο καιρός όσο πάει μου αρέσει και περισσότερο.

Ο αερολιμενάρχης συνόδεψε την Μάρθα και το Γιάννο στην πόρτα. Καταλάβαινε τη δύσκολη θέση τους αλλά δεν είχε στη διάθεσή του καμία λύση.
-Μένετε στην πόλη; ρώτησε.
-Όχι, απάντησε ο Γιάννος καθώς η Μάρθα ήταν πολύ απελπισμένη για να μιλήσει, ερχόμαστε από τη Λάστο.
-Από τη Λάστο....... Αφείστε ένα τηλέφωνο στο γραφείο κάτω να σας ειδοποιήσουμε για πτήση.
-Συγνώμη κύριε αερολιμενάρχα, είπε  ο ελεγκτής εναερίου κυκλοφορίας που είχε υπηρεσία, ένα Σέσνα ζητάει άδεια για touch and go.
-Ένα Σέσνα; είπε εκείνος.

-Ν 101, ελεύθεροι για προσέγγιση.
-Ελήφθη.
-Υπάρχει μαι επείγουσα κατάσταση ασθενούς εδώ Ν 101. Μια επίτοκος που πρέπει να μεταφερθεί στην Αθήνα. Δεν είστε υποχρεωμένοι καθώς πρόκειται για ιδιωτική πτήση αλλά δεν θα μπορούσατε να έρθετε σε καλύτερη στιγμή.
Ο Μιχάλης κοίταξε τον Μάρκο που ήταν σκεφτικός. Αν ήταν ο ίδιος κυβερνήτης του αεροσκάφους δεν θα το είχε σκεφτεί δεύτερη φορά αλλά ο φίλος του έδειχνε διστακτικός.
-Τι σε προβληματίζει;
-Άλλο να πετάω με' σενα μόνο και άλλο να έχω ακόμα δυο ψυχών την ευθύνη. Και με τέτοιο καιρό....
-Αν είμαστε η μόνη ελπίδα που έχουν όμως;
-Εντάξει, είπε τελικά ο Μάρκος. Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμα.
-Μπα;
-Τα καύσιμα, είπε ο Μάρκος. Δεν είχα υπολογίσει προσγείωση και απογείωση και δεν θα είναι αρκετά να πάμε πίσω στα Σπάτα. Και το να έχουμε επιβάτες επηρεάζει κι' αυτό.
-Δεν μπορούμε να ανεφοδιαστούμε στο αεροδρόμιο της Καρπάθου;
-Δεν είναι βενζίνη που φουλάρεις με ένα πενηντάρικο, είπε ο Μάρκος με έναν μορφασμό. Χρειάζονται χρήματα.
-Εντάξει, νομίζω ότι αυτό τουλάχιστον δεν χρειάζεται να σε απασχολεί.
-Είναι πολλά χρήματα.
-Τα έχω. Δεν μας εμποδίζει λοιπόν από το να βοηθήσουμε το οικονομικό.  Αλλά η απόφαση είναι δική σου.
Ο πιλότος τον κοίταξε. Το σκέφτηκε ενώ ο Μιχάλης έλεγε:
-Ούτως ή άλλως το ταξίδι θα το κάνουμε.
-Εντάξει, είπε ο Μάρκος τελικά, ας το κάνουμε.
-Εντάξει, θα πάρουμε την επίτοκο για Αθήνα, είπε ο Μιχάλης στον ασύρματο αλλά θα χρειαστούμε καύσιμα.

Ο αερολιμενάρχης άφησε τον ελεγκτή να καθοδηγήσει τον Μάρκο στην προσέγγιση στο αεροδρόμιο και πήγε πάλι κοντά στη Μάρθα και το Γιάννο.
-Βρήκαμε ένα αεροπλάνο, ιδιωτικό, είπε. Είναι κάποιοι που πετούν για το κέφι τους.
Η Μάρθα σταυροκοπήθηκε και ευχαρίστησε νοερά την Παναγία που δεν είχε αφήσει αβοήθητη την κόρη της.

-Βοηθητικά πτερύγια όλα κάτω, είπε ο Μάρκος καθώς το μικρό αεροπλάνο προσπαθούσε να προσγειωθεί κλυδωνιζόμενο από τον άνεμο. Ο Μιχάλης κατέβασε το μοχλίσκο που έπρεπε και τα βοηθητικά πτερύγια άρχισαν να ξετυλίγονται. Το αεροπλάνο σταθεροποιήθηκε κάπως αλλά και πάλι ο άνεμος το χτυπούσε δυνατά. Ο Μάρκος κρατούσε το πηδάλιο πλέον και αγωνιζόταν να διατηρεί την πορεία που έπρεπε. Άγγιξαν το διάδρομο και με τη βοήθεια των αερόφρενων το Σέσνα έκοψε ταχύτητα, ο Μάρκος το έφερε στη θέση στάθμευσης κοντά στο κτίριο του αερολιμένος όπου και έσβησε τη μηχανή.
-Θα κατέβεις; ρώτησε το Μιχάλη.
-Ναι, αν μη τι άλλο χρειάζομαι ξεμούδιασμα.

Ο Γιάννος και η Μάρθα ήρθαν κοντά στην Αγγέλα, εκείνη τους κοίταξε κουρασμένα. Η μητέρα της έκατσε δίπλα της και η Αγγέλα έγειρε στην αγκαλιά της.
-Βρέθηκε αεροπλάνο, είπε η Μάρθα χαϊδεύοντας τα μαλλιά της κόρης της.
Ένα αχνό χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο της Αγγέλας. Έκανε να πει κάτι αλλά δεν μπόρεσε, ένα βογκητό βγήκε από τα χείλη της και διπλώθηκε στα δύο. Ένας βίαιος σπασμός την διέτρεξε.

-Μωρό μου, ούρλιαξε η Μάρθα αλλά η Αγγέλα κατάφερε να ανακαθίσει. Ιδρώτας είχε φανεί στο μέτωπό της.
-Νομίζω μαμά ότι πλησιάζει η ώρα, έρχεται το μωρό, είπε η κοπέλα ασθμαίνοντας, Πότε έχει αεροπλάνο για την Αθήνα;
-Βρήκαμε αεροπλάνο.
-Πως;
-Προσφέρθηκαν δυο άνθρωποι με το δικό τους.
-Δικό τους αεροπλάνο; εκπλάγηκε η Αγγέλα.

Ο Μάρκος και ο Μιχάλης οδηγήθηκαν στο γραφείο του αερολιμενάρχη. Ήταν ένα μικρό δωμάτιο με ένα μεταλλικό γραφείο, μια παλιά πολυθρόνα, μια επίσης μεταλλική αρχειοθήκη και μια βιβλιοθήκη με τεχνικά εγχειρίδια και υπηρεσιακούς φακέλους. Ο διευθυντής του αεροδρομίου πρόσφερε κάθισμα στους δυο επισκέπτες στις δυο μικρές πολυθρόνες μπροστά στο γραφείο του, ο Μάρκος κάθισε αλλά ο Μιχάλης προτίμησε να σταθεί.
-Πολύ γενναίο εκ μέρους σας να προσγειωθείτε για να πάρετε την κοπέλα.
-Αφού είχαμε την άδειά σας, είπε διπλωματικά ο Μάρκος,
-Το θεώρησα σημάδι της Θείας Πρόνοιας, είπε ο αερολιμενάρχης. Τη στιγμή που αναρωτιόμουν τι θα μπορούσα να κάνω γι' αυτήν την κοπέλα λάβαμε την κλήση σας.  Πως διαλέξατε να κάνετε πτήση με τέτοιο καιρό;       
-Θα σας φανεί απίστευτο, πήρε το λόγο ο Μιχάλης, αλλά ήθελε να μου δείξει πως είναι οι πτήσεις με τέτοιο καιρό. Γράφω και επειδή είχα γράψει κάτι ανάλογο είπε να μου το δείξει στην πράξη αν και είναι αλήθεια ότι ο καιρός επιδεινώθηκε από την ώρα που αφήσαμε την Αθήνα.
-Απίστευτο, είπε ο άνδρας, πόσοι θα έκαναν κάτι τέτοιο και από αυτούς πόσοι θα διακινδύνευαν να προσγειωθούν με τέτοιο καιρό για μια άγνωστή τους επίτοκο; Πιστεύω ότι ήταν όντως η Θεία Πρόνοια που σας οδήγησε εδώ. Στο κάτω κάτω της γραφής θα μπορούσατε να είχατε διαλέξει οποιοδήποτε άλλο μέρος να πάτε.
Ο Μιχάλης κοίταξε άβολα τον Μάρκο, Δύσκολα θα θεωρούσε τον εαυτό του όργανο της Θείας Πρόνοιας..
-Τα καύσιμα που ζητήσαμε; είπε ο πιλότος για να αλλάξει κουβέντα.
-Έχει αρχίσει ήδη η τροφοδοσία.
-Ωραία, για να φύγουμε πάλι μιας και ο καιρός δείχνει να επιδεινώνεται.
-Ελάτε να σας πάω στους επιβάτες σας, είπε  ο αερολιμενάρχης, για να ξεκινάτε σιγά σιγά.
Τον ακολούθησαν σε έναν διάδρομο, πέρασαν μια πόρτα που από την εξωτερική της πλευρά είχε μια επιγραφή “ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ”, και βρέθηκαν στην αίθουσα αναμονής. Πλησίασαν τους μελλοντικούς επιβάτες τους. 
Η Μάρθα έσπευσε να τους προϋπαντήσει προσφέροντας λόγια ευχαριστίας και δίνοντάς τους ευχές από καρδιάς. Η Αγγέλα τους κοίταξε αλλά ήταν αρκετά εξαντλημένη για να μπορεί να σηκωθεί.
-Δεν χρειάζεται να μας ευχαριστείτε, είπε ο Μάρκος, θα κάναμε ούτως ή άλλως το ταξίδι.
Ο Γιάννος και η Μάρθα βοήθησαν την Αγγέλα και προχώρησαν όλοι μαζί στην έξοδο προς την πίστα του αεροδρομίου. Το Σέσνα δεν ήταν μακριά. Ο Μιχάλης κοίταξε τον ουρανό, δεν έβρεχε τώρα αλλά τα μολυβένια σύννεφα είχαν πυκνώσει και το μπλε φως των αστραπών έφεγγε συνέχεια ανάμεσά τους ενώ ακούγονταν συνέχεια οι υπόκωφοι ήχοι των βροντών.
-Ανησυχείς; είπε ο Μάρκος.
Ο Μιχάλης κοντοστάθηκε και αφού ήταν σίγουρος πως οι υπόλοιποι είχαν απομακρυνθεί λίγο και δεν τους άκουγαν, απάντησε στο φίλο του.
-Απ' όλους μας είμαι εκείνος που είναι περισσότερο έτοιμος να αντικρίσει το Δημιουργό του.
-Το ξέρω, αλλά ξέρω και πως σκέφτεσαι. Δεν εννοούσα αν ανησυχείς για' μας αλλά για την κοπέλα, πως την είπαμε.... την Αγγέλα.
-Αν κάνουμε μια βουτιά σαν αυτή όταν ερχόμασταν θα γεννήσει στο αεροπλάνο. Και το μόνο που έχω πάνω μου από φάρμακα είναι μια παυσίπονη από αυτές που χρησιμοποιώ για το πόδι μου.
-Και το κουτί πρώτων βοηθειών. Ας ελπίσουμε πως δεν θα χρειαστεί να τη βοηθήσουμε να γεννήσει.
Πήγαν κοντά στους υπόλοιπους. Ο Γιάννος και η Μάρθα είχαν βοηθήσει την Αγγέλα να ξαπλώσει στα δυο πίσω καθίσματα.
-Δεν θα μπορέσει να ταξιδέψει άλλος μαζί με αυτόν τον τρόπο, παρατήρησε ο Μάρκος.
-Το καταλαβαίνω, είπε η Μάρθα, αλλά θα είναι καλύτερα για την Αγγέλα. Εγώ θα έρθω αύριο με την κανονική πτήση.
Η Μάρθα αγκάλιασε την κόρη της και τη φίλησε. Μετά την αποχαιρέτησε και ο Γιάννος.
-Ευχαριστώ, είπε η κοπέλα, κάνατε πολλά για' μας.
-Μην το συζητάς, αυτό που έπρεπε έκανα, απλά εσύ κοίτα να προσέχεις τη μικρούλα εκεί μέσα.
Ο εφοδιασμός με καύσιμα είχε ολοκληρωθεί. Ο Μιχάλης κοίταζε το βυτίο που απομακρυνόταν, ο χώρος ήταν ελεύθερος για το μικρό αεροσκάφος να κινηθεί προς το διάδρομο.
-Ευχαριστώ, είπε η Μάρθα ερχόμενη δίπλα του. Σπάνια κάποιος τόσο πλούσιος δείχνει τέτοια καλοσύνη.
-Πλούσιος; απόρησε ο Μιχάλης και μετά κατάλαβε πως η Μάρθα νόμιζε ότι ήταν τόσο πλούσιος ώστε να έχει αεροπλάνο με πιλότο. Της εξήγησε πως είχαν τα πράγματα.
-Τότε είσαι ακόμα περισσότερο άξιος της ευγνωμοσύνης μου, είπε η Μάρθα.
-Αρκεί η ευχή σου κυρούλα, είπε ο Μιχάλης.
-Να πας στην ευχή του Θεού, είπε η Μάρθα, και να μου την προσέχετε.
Ο Μιχάλης επιβιβάστηκε στο αεροπλάνο και πήρε τη θέση του. Ξεκίνησαν και πάλι τη διαδικασία για την απογείωση. Το Σέσνα τροχοδρόμησε και έφτασε στην αρχή του διαδρόμου.
-Έτοιμοι για απογείωση, είπε ο Μάρκος.

Επικίνδυνο Ταξίδι 4

Author: Νυχτερινή Πένα /

-Αη -  Γιάννη μου Πρόδρομε βάλε το χέρι σου, είπε ο Γιάννος ενώ πατούσε με όλη τη δύναμή του το γκάζι και έστριβε το τιμόνι παλεύοντας να κρατήσει το αυτοκίνητο στο δρόμο. Οι ρόδες σπινιάρισαν στο λασπωμένο έδαφος αλλά η προσπάθειά του απέδωσε καρπούς. Το αγροτικό κατάφερε να βρει σταθερό έδαφος και να μετά να βγει με ταχύτητα από το χείμαρρο.
Η Μάρθα και η Αγγέλα ανάσαναν με ανακούφιση καθώς το αυτοκίνητο έπαιρνε το δρόμο για το αεροδρόμιο και πάλι.

-Όργανα πτήσης;
-Εντάξει.
-Πηδάλιο;
-Εντάξει.
-Βαλβίδες καυσίμων;
-Τροφοδοτούν σωστά.
-Ισχύς.
-Στις 1800 στροφές.
-Βοηθητικά πτερύγια.
-Στις δέκα μοίρες.
Ο Μιχάλης είχε πάρει στα σοβαρά το ρόλο του συγκυβερνήτου και φαινόταν να έχει έστω και για λίγο ξεχάσει την Ντήντρα και την οδύνη της απώλειας.
-Αυτόματος πιλότος;
-Κλειστός.
-Φώτα και στρόβοι ανοιχτά, τον συγκεκριμένο έλεγχο τον έκανε μόνος του ο Μιχάλης. Ήταν έτοιμοι για απογείωση.
Ο Μάρκος έκλεισε τα φρένα, ανέβασε την ισχύ της μηχανής στο μέγιστο και το Σέσνα ξεχύθηκε στο διάδρομο με ορμή αρπάκτικού που ορμάει στο θήραμά του.  Άφησε το έδαφος με ένα τίναγμα και άρχισε να παίρνει ύψος.
-Έχουμε απογείωση, φώναξε ο Μιχάλης.
Ο Μάρκος έστριψε το αεροπλάνο σύμφωνα με τις οδηγίες του πύργου ελέγχου ενώ ο Μιχάλης παρακολουθούσε τους χειρισμούς αλλά και απολάμβανε τη θέα. 
-Βοηθητικά πτερύγια.
-Κλειστά.
-Φώτα και στρόβοι.
-Παραμένουν, με τον καιρό αυτό ας είμαστε ορατοί.
Το Σέσνα σκαρφάλωσε εύκολα στα οκτώ χιλιάδες πόδια και ο Μάρκος ενεργοποίησε τον αυτόματο πιλότο ρυθμίζοντάς τον να διατηρήσει, ύψος, πορεία και ταχύτητα.
-Και τι σκοπεύεις να κάνεις; ρώτησε τώρα που ο αυτόματος κυβερνούσε το σκάφος.
-Τι εννοείς; ξαφνιάστηκε ο Μιχάλης.
-Δεν σκοπεύεις να μείνεις μόνος για πάντα;
-Αυτό ακριβώς σκοπεύω.

Κατέβαιναν προς τα πεδινά του νησιού όταν το αγροτικό αυτοκίνητο τραντάκτηκε ολόκληρο ενώ ακουγόταν ένας εκκωφαντικός ήχος από πίσω και έγινε ξαφνικά ανεξέλεγκτο.
-Παναγιά μου! φώναξε η Μάρθα.

Τα αεροπλάνα διαθέτουν τριών ειδών φώτα, τους προβολείς που ανάβουν στην προσγείωση και την απογείωση, τους στρόβους που είναι λευκά φώτα τα οποία αναβοσβήνουν  για να είναι ορατά στο σκοτάδι ή στην κακοκαιρία και εκείνα στην άκρη των φτερών. Τα τελευταία είναι δυο μικρά φωτάκια πράσινο στο δεξί φτερό και κόκκινο στο αριστερό που βοηθούν στο σκοτάδι τους πιλότους άλλων αεροσκαφών να καταλάβουν αν το αεροπλάνο που βλέπουν πλησιάζει ή απομακρύνεται αφού γνωρίζουν αν το βλέπουν από πίσω ή από εμπρός.
Ο Μάρκος έσβησε τους προβολείς και τράβηξε το μοχλό που ανέβαζε τις ρόδες. Τα υπόλοιπα φώτα θα τα άφηνε μιας και ο καιρός δεν ήταν καλός και η ορατότητα δεν ήταν μεγάλη. Κατέβηκαν στα 7500 πόδια όπως διέταξε ο έλεγχος.
-Που πάμε; ρώτησε ο Μιχάλης.
-Εδώ κοντά, είπε ο Μάρκος χαμογελώντας, στην Κάρπαθο.
-Ωραία, είπε ο Μιχάλης και έκανε να απλώσει το χέρι του πίσω στον χαρτοφύλακά του. Μπορώ να ανοίξω το laptop;
-Ελεύθερα, είπε ο Μάρκος. Σκοπεύεις να γράψεις;
-Όχι, αλλά σίγουρα θα κρατήσω σημειώσεις όπως είχες προβλέψει.
Ο Μιχάλης πήρε το μικρό υπολογιστή του και τον άνοιξε. Ενώ φόρτωνε, ο Μάρκος ρώτησε:
-Σκοπεύεις πραγματικά να μείνεις μόνος σου;
-Γιατί μένω με παρέα τώρα;
-Καλό! γέλασε ο Μάρκος, αλλά υπεκφεύγεις και το ξέρεις.
-Η Ντήντρα ήταν μοναδική, δεν θα υπάρξει άλλη. Όλα αυτά που αγνόησε για να είναι μαζί μου, η γλυκύτητα του χαρακτήρα της, η άδολη καρδιά της και ο μοναδικός χαρακτήρας της δεν μπορούν να ξαναβρεθούν εύκολα.
-Αλλά όχι καθόλου, παρατήρησε ο Μάρκος.
Ο Μιχάλης τον κοίταξε.
-Δεν θα υπάρξει άλλη.
-Δεν θα σου πω σαν τον Αλέξανδρο αν θα σου λείψει το σεξ, δεν είναι εκεί η ουσία μιας σχέσης, αλλά δεν θα χρειαστείς ποτέ μια σύντροφο;
-Δεν υπάρχει λόγος να το συζητάμε, είπε ο Μιχάλης, ας αλλάξουμε θέμα.

Το αγροτικό τινάκτηκε σαν να το χτύπησε κάτι και άρχισε να κάνει ανεξέλεγκτες κινήσεις.  Ο Γιάννος πάλευε να κρατήσει το αυτοκίνητο στο δρόμο και φρέναρε για να κόψει ταχύτητα και να σταματήσει αλλά το βρεγμένο οδόστρωμα δεν βοηθούσε καθόλου. Κατάφερε τελικά να ακινητοποιήσει το αγροτικό και κατέβηκε να δει τι συνέβαινε.
Η βροχή είχε δυναμώσει και οι δυο γυναίκες που έμειναν μέσα δεν μπορούσαν να διακρίνουν σχεδόν τίποτα έξω.
-Φοβάμαι μαμά, είπε η Αγγέλα.
Οι πόνοι της είχαν αρχίσει να δυναμώνουν και πάλι. Ακούμπησε τα χέρια της στην κοιλιά της, παρά το κρύο ήταν ιδρωμένη. Μια νέα έξαρση του πόνου την έκανε να βογκήξει. Έγειρε το κεφάλι της πίσω.
-Κουράγιο, της χάιδεψε το χέρι η μητέρα της και μετά με ένα μαντήλι σκούπισε το ιδρωμένο της μέτωπο.
Η πόρτα του οδηγού άνοιξε και εμφανίστηκε ο Γιάννος μούσκεμα.
-Έσκασε το πίσω λάστιχο, το δεξιό.
-Έχεις ρεζέρβα, δεν έχεις; είπε η Αγγέλα και βόγκηξε ξανά.
-Είχα, είπε ο Γιάννος, κάτω από την καρότσα αλλά τώρα δεν είναι εκεί, πρέπει να τη χάσαμε στο χείμαρρο.
Η Αγγέλα και η Μάρθα κοιτάκτηκαν, τι θα έκαναν τώρα;

-Υπεκφεύγεις, είπε ο Μάρκος.
-Δεν υπάρχει άλλο τίποτα να πούμε, απάντησε ο Μιχάλης, μου κόστισε πολύ αυτό που έγινε και δεν είμαι πλέον διατεθειμένος να το ξαναπεράσω.
-Είναι μέσα στη ζωή.
-Όπως και το γράψιμο, προτιμώ να ασχολούμαι με αυτό λοιπόν.  Πράγμα που μου θυμίζει.. Διάβασες τα κεφάλαια που σου έστειλα;
-Ναι, είπε ο Μάρκος που πολλές φορές διάβαζε τα γραπτά του φίλου του και σχολίαζε. Σου έστειλα και τα σχόλιά μου αλλά μάλλον δεν είδες την αλληλογραφία σου σήμερα.

-Είμαστε δυο χιλιόμετρα από το Απέριο, είπε ο Γιάννος. Θα πάω ως εκεί να βρω ρεζέρβα και θα τη φέρω να τη βάλω. Εσείς θα μείνετε εδώ.
-Είναι πολλά δυο χιλιόμετρα, είπε η Μάρθα, με αυτήν την βροχή.
-Δεν έχουμε άλλη επιλογή, ελπίζω να βρω κάποιον να με φέρει τουλάχιστον. Κυρά Μάρθα να σου δείξω πως να βάζεις το ζεστό αέρα για να μην παγώσετε.

-Μπορεί να εκδοθεί, είπε ο Μάρκος, σοβαρά.
Κοίταξε τον Μιχάλη, από φοιτητής ακόμα ο φίλος του μεγαλόδειχνε αλλά μετά το χωρισμό του αυτή η εικόνα είχε ενταθεί. Όσο μιλούσαν για το μυθιστόρημά του η ένταση είχε υποχωρήσει γλυκαίνοντας λίγο τα χαρακτηριστικά του αλλά δεν έπαυε να είναι εκεί θυμίζοντας πως αντίκριζε έναν άνθρωπο που είχε δει τους χειρότερους εφιάλτες του να αποκτούν σάρκα και οστά. Και δεν πάλευε να ξεφύγει, είχε απλά αποφασίσει ότι θα ζούσε μαζί τους.
Μαζί είχε ενταθεί και η αποξένωση από τον κόσμο. Ποτέ δεν ήταν ο τύπος που θα ξημερωνόταν σε πάρτι αλλά τώρα είχε σχεδόν αποσυρθεί από τον κόσμο, δεν έβγαινε έξω για διασκέδαση παρά μόνο για δουλειές και είχε ελαχιστοποιήσει τις κοινωνικές υποχρεώσεις. Το μόνο που δεν είχε αλλάξει ήταν η αγάπη για το γράψιμο και τα βιβλία.
-Το σκέφτομαι, είπε ο Μιχάλης κοιτώντας την οθόνη του φορητού υπολογιστή του. Πόσο θα μείνουμε στην Κάρπαθο;
-Δεν θα μείνουμε, θα κάνουμε ένα touch and go.
Ο Μιχάλης ήξερε τι σήμαινε αυτό. Θα προσέγγιζαν το αεροδρόμιο, θα χαμήλωναν πάνω από το διάδρομο αλλά δεν θα προσγειώνονταν, θα έπαιρναν ύψος και θα έμπαιναν σε πορεία για την Αθήνα.
-Πολύ καλή ιδέα.

Έμοιαζαν να είναι μόνες στον κόσμο. Η βροχή ήταν πυκνότερη τώρα και χωρίς τους υαλοκαθαριστήρες να διώχνουν το νερό από τα τζάμια δεν μπορούσαν να δουν τίποτα έξω. Η Μάρθα έβαζε τον αέρα για να κρατάει ζεστή την καμπίνα αλλά όχι για πολύ κάθε φορά μιας και υπήρχε κίνδυνος να εξαντλήσει την μπαταρία. Η Αγγέλα είχε ανεβάσει τα πόδια της στη θέση του οδηγού και είχε ξαπλώσει στην αγκαλιά της μητέρας της. Ένα βογκητό ξέφυγε από τα  χείλη της και το σώμα της τεντώθηκε σε ένα τόξο γεμάτο πόνο.

Επικίνδυνο Ταξίδι 3

Author: Νυχτερινή Πένα /

Το Σέσνα  182 είναι ένα μονοκινητήριο αεροπλάνο, η καμπίνα του όχι μεγαλύτερη από ενός αυτοκινήτου. έχει χώρο για δυο επιβάτες πέρα από τον πιλότο και τον συμπιλότο και μέγιστο βάρος απογείωσης επτακόσια κιλά. Είναι ένα αεροπλάνο τσέπης θα έλεγε κανείς. Ήταν ένα ωστόσο αξιόπιστο σκάφος που μπορούσε να κυβερνήσει και ερασιτέχνης πιλότος.
Το Σέσνα 182 με τον αριθμό NC 012521 περίμενε τον Μάρκο και τον Μιχάλη στην πίστα έτοιμο για να επιβιβαστούν.  Οι δυο φίλοι προχώρησαν προς το αεροπλάνο. Ο δυνατός αέρας ανέμιζε τα ρούχα και τα μαλλιά τους, του Μάρκου δηλαδή γιατί ο Μιχάλης τα είχε πολύ κοντοκομμένα.
-Ωραίος καιρός, σχολίασε  πλησιάζοντας την πόρτα του αεροπλάνου.
-Ναι, ξέρω.
Μπήκαν στο αεροπλάνο και ο Μάρκος κάθισε στην θέση του πιλότου ενώ ο φίλος του τακτοποιούσε στις πίσω θέσεις το μπαστούνι και το χαρτοφύλακά του. Ύστερα κάθισε στη θέση του συμπιλότου. Πήρε τον πίνακα που περιείχε τους ελέγχους και τις ενέργειες των πιλότων σ' όλα τα στάδια του ταξιδιού.
-Ας ξεκινήσουμε. είπε.
-Φυσικά.
-Προ ενάρξεως της μηχανής. Φρένα.
-Ρυθμισμένα και σε θέση πέδησης.
-Ηλεκτρονικά συστήματα.
-Κλειστά.
-Όργανα πλοήγησης.
-Κλειστά.
Μια ριπή δυνατού ανέμου κούνησε το αεροπλάνο και ο Μάρκος κοίταξε τον Μιχάλη.
-Υλικό για μυθιστόρημα. Ας βάλουμε μπρος.
Τράβηξε το μοχλό της ισχύος της μηχανής από το μηδέν στο ένα τέταρτο και μετά κοίταξε τον Μιχάλη που με τη σειρά του κοίταξε τη λίστα.
-Κεντρικός διακόπτης.
-Ανοιχτός.
Ο Μάρκος κοίταξε έξω, βεβαιώθηκε ότι ο χώρος γύρω από το αεροσκάφος ήταν ελεύθερος και ξεκίνησε τη μηχανή. Ο έλικας άρχισε να γυρίζει και με ένα βουητό που για μια στιγμή κάλυψε αυτό του αέρα η μηχανή τέθηκε σε πλήρη λειτουργία.
-Πίεση λαδιού.
-Εντάξει.
-Συστήματα πτήσης.
-Σε λειτουργία.
-Καύσιμα.
-Εντάξει.

Η Αγγέλα δεν άργησε να ξανακοιμηθεί και το μυαλό της γύρισε και πάλι στον Δημήτρη που ήταν τώρα μακριά της. Όπως ο μακαρίτης ο πατέρας της έτσι και ο αγαπημένος της ήταν ναυτικός και βρισκόταν εν πλω για τη Μάλτα απ' όπου θα ερχόταν στην Αθήνα ξεμπαρκάροντας στη Βαλέτα.
Ήταν τόσο ευτυχισμένη μαζί του όπως και εκείνος με την ίδια. την ευτυχία τους θα συμπλήρωνε αυτή η κορούλα που τόσο πολύ περίμεναν και που τώρα κινδύνευε να μην προλάβει να δει το φως της ζωής. Ένας λυγμός την τάραξε και η μητέρα της τη αγκάλιασε.
-Κουράγιο Αγγέλα, είπε ο Γιάννος, θα είμαστε εγκαίρως στο αεροδρόμιο.

-Πηδάλιο.
-Ρυθμισμένο.
-Συστήματα μηχανών.
-Εντάξει.
-Ισχύς;
-Χίλιες στροφές το λεπτό.
-Είμαστε έτοιμοι, ανακοίνωσε ο Μάρκος και επικοινώνησε με τον πύργο ελέγχου στο τμήμα που ρύθμιζε την κυκλοφορία στο έδαφος. Ν 101, ζητάμε άδεια τροχοδρόμησης.
-Την έχετε Ν 101, τροχοδρόμηση στο διάδρομο 15 μέσω εξωτερικού βοηθητικού.      
-Ελήφθη.
Το μικρό αεροπλάνο άρχισε να κινείται. Ο Μιχάλης κοίταζε το χώρο γύρω του με ενδιαφέρον, είχε κάνει εκατοντάδες ταξίδια με αεροπλάνα αλλά ποτέ από τη θέση του συμπιλότου.
-Τελευταία φορά που μπήκα σε αεροπλάνο ήταν που επέστρεφα από τη Βοστώνη, είπε και σταμάτησε απότομα.
-Σκέφτεσαι τη Ντήντρα, είπε απαλά ο Μάρκος.
-Ναι. Δεν θα υπάρξει άλλη.
-Γιατί όχι;
-Γιατί άλλη δεν θα παραβλέψει όσα η Ντήντρα.
-Δηλαδή;

Ο Γιάννος φρέναρε μαλακά σταματώντας το αυτοκίνητό του μπροστά στο αναπάντεχο εμπόδιο. Ο δρόμος μπροστά τους είχε εξαφανιστεί κάτω από ένα χείμαρρο θολού αφρισμένου νερού. Το οδόστρωμα είχε παρασυρθεί αφήνοντας πίσω του την λασπωμένη κοίτη όπου έτρεχε αυτός ο ορμητικός χείμαρρος.
-Τώρα; είπε με απόγνωση η Μάρθα και η ανησυχία στη φωνή της ξύπνησε την Αγγέλα που ανακάθισε και κοίταξε το απρόσμενο κώλυμα που είχε εμφανισθεί στο δρόμο τους.
Ο Γιάννος βγήκε από το φορτηγάκι και πήγε κοντύτερα στο μανιασμένο ποτάμι που είχε ξαφνικά αναβλύσει από τα νερά της βροχής που έπεφτε από τη νύχτα.

-Τι εννοείς ότι παρέβλεψε πράγματα η Ντήντρα; ρώτησε ο Μάρκος.
Η τροχοδρόμηση – και μάλιστα ενός τόσο μικρού αεροπλάνου -  είναι μια διαδικασία που δεν διαφέρει ιδιαίτερα από την οδήγηση ενός αυτοκινήτου σε ασφαλτόδρομο. Ο Μάρκος μπορούσε εύκολα να την εκτελέσει και να παρατηρεί το φίλο του. Μετά από μια μικρή σιωπή ο Μιχάλης αποφάσισε να απαντήσει.
-Πόσα πράγματα παραμέρισε για να είναι μαζί μου, δεν έδωσε σημασία στην αδιάφορη εμφάνισή μου ή στο γεγονός πως ζω αποτραβηγμένος – σαν ήρωας μυθιστορήματος που ζει στη σκιά μου είπε μια φορά. Αγνόησε πως δεν  μπορούσα να της προσφέρω πράγματα που κάθε κοπέλα επιθυμεί, ένα χορό, έναν περίπατο.
-Σε αγάπησε.
-Περισσότερο από όσο άξιζα και χωρίς να περιμένει τίποτα από' μενα.
Το Σέσνα έφτασε στο διάδρομο και ο Μάρκος φρέναρε πριν μπει σ' αυτόν.
-Θες να έχεις την τιμή;
-Φυσικά, απάντησε ο Μιχάλης και πήρε τα ακουστικά με το στέλεχος του ασυρμάτου.
-Ν 101 στον 15 δεξιό, ζητούμε άδεια για ευθυγράμμιση.
-Την έχετε Ν 101.
Ο Μάρκος έφερε το αεροπλάνο στην ευθεία του διαδρόμου.
-Ν 101 ζητάμε άδεια για απογείωση.
-Την έχετε Ν 101, πάρτε πορεία 160 και ύψος 3000 ποδών.

Ο Γιάννος ξαναγύρισε στο αυτοκίνητο. έκατσε στην θέση του οδηγού.
-Τι θα κάνουμε; ρώτησε η Μάρθα.
-Σε άλλη περίπτωση δεν θα το δοκίμαζα αλλά τώρα πρέπει να πάτε στο αεροδρόμιο άρα να περάσετε πάση θυσία, της απάντησε ο Γιάννος και οδήγησε το αυτοκίνητο προς τον ορμητικό χείμαρρο. το νερό χτύπησε με έναν απειλητικό παφλασμό το πλάι του αγροτικού οχήματος και η Αγγέλα έβγαλε μια κραυγή.
Την επόμενη στιγμή παρασύρθηκαν.

Επικίνδυνο Ταξίδι 2

Author: Νυχτερινή Πένα /

-Βόλτα, είπε ο Μιχάλης, δεν νομίζω.
-Όχι εδώ κοντά. Ξέρω πως δεν περπατάς όπου πήγες μαζί της.
-Στο πρόλαβε ο Αλέξανδρος;
-Σε πρόδωσε η απροθυμία σου να ξαναπάς στο Όσκαρ, είπε ήσυχα ο Μάρκος. Εκείνος είχε μια πιο ψύχραιμη και ρεαλιστική αντιμετώπιση σε τέτοια θέματα αλλά κατανοούσε τη ρομαντική αντιμετώπιση του εδώ και δεκαεπτά χρόνια στενότερου φίλου του. Η βόλτα που θα πάμε θα σου αρέσει, θα σε βοηθήσει και στο γράψιμο.
-Κάτι τέτοια είπε και ο Αλέξανδρος και με κατάφερε να πάω στη Βοστώνη. Έζησα να το μετανιώσω.
-Μετάνιωσες για τα όσα έζησες εκεί ή για την Ντήντρα;
Ο Μιχάλης χαμογέλασε αλλά δεν είχε τίποτα το εύθυμο το χαμόγελό του. Στράφηκε και πάλι στα χαρτιά του. πήρε κάποιες καλογραμμένες σημειώσεις και τις έτεινε στον Μάρκο.
-Αυτό που ζήτησες. Παραδείγματα από βασιλικές οικογένειες όπου ικανοί βασιλείς είχαν ανίκανους διαδόχους και το αντίστροφο, πάντα πατέρας με γιο.
-Ευχαριστώ. Λοιπόν ετοιμάσου.
-Που θα πάμε;
-Θα δεις. Δείξε λίγη εμπιστοσύνη.
Ο Μιχάλης έγειρε πίσω στην καρέκλα του και κοίταξε τον φίλο του εξεταστικά.
-Κάτι ετοιμάζεις.
-Φυσικά, είπε ο Μάρκος και σηκώθηκε. Αλλά δεν έχασες ποτέ ακούγοντάς με.

Η Μάρθα άφησε τη Στέλλα με την κόρη της που είχε κάπως ησυχάσει μιας και οι πόνοι είχαν υποχωρήσει, και είχε πάει να βρει τον Γιακουμή, τον μόνο οδηγό ταξί που υπήρχε στο χωριό τους. Το σπίτι του ήταν στην άκρη του χωριού, το πρώτο που συναντούσες στη Λάστο ανεβαίνοντας από τη διασταύρωση για Βωλάδα και Όθο. Τα χωριά φαίνονταν από αυτό το σημείο όπως και ο κάμπος πέρα αλλά τώρα ήταν χαμένα όλα στην αντάρα. Πίεσε το κουδούνι και το άκουσε να ηχεί κάπου μέσα στο σπίτι, ο ήχος που έμοιαζε με κελάηδημα πουλιού ακούστηκε παρά το βουητό του αέρα. Ξαναχτύπησε βλέποντας πως δεν ανοίγει κανείς αλλά και πάλι κανένας δεν της άνοιξε.
-Κυρά Μάρθα, τσάμπα στέκεσαι και σε τρώει το κρύο, ο Γιακουμής έχει κατέβει από το πρωί στην πόλη. Σύρε σπίτι και άμα γυρίσει του λέω ότι τον έψαξες. Τον θες για αγώγι;
Στράφηκε και αντίκρισε την  Θέκλα την καντηλανάφτισσα όπως όλοι την ήξεραν γιατί ο άνδρας της ήταν νεωκόρος στην εκκλησία του χωριού.
-Πρέπει να πάω την Αγγέλα στο αεροδρόμιο να φύγει για Αθήνα.
-Ήρθε η ώρα; Με το καλό.
-Την πιάσανε οι πόνοι και η Στέλλα είπε ότι δεν μπορεί να γεννήσει εδώ.
-Μαθές δεν μπορεί να σε πάει ο Γιάννος στο αεροδρόμιο; Γιάννο! Ε Γιάννο!
-Τι' ναι ρε γυναίκα και φωνάζεις;
Ο Γιάννος ήταν ένας μεγαλόσωμος νησιώτης με καρδιά μικρού παιδιού, πάντα πρόθυμος να βοηθήσει όποιον είχε ανάγκη. Όλοι είχαν να λένε για την καλοσύνη και την προθυμία του. Όταν δεν βοηθούσε στην εκκλησία δούλευε στα χωράφια αλλά σήμερα ο καιρός τον είχε κλείσει στο σπίτι όπως και του υπόλοιπους συγχωριανούς του ή τους περισσότερους τουλάχιστον. Βγήκε στην πόρτα και είπε στη γυναίκα του:
-Τι έπιασες τα λόγια εδώ πέρα; Θα πουντιάσεις. Γεια σου κυρά Μάρθα πρόσθεσε βλέποντας τη στο δρόμο. Κόπιασε να σε τρατάρουμε, τι κάνει η Αγγέλα;
-Δεν είναι καλά, είπε η Μάρθα και εξήγησε το πρόβλημα που αντιμετώπιζε.
-Κατάλαβα, είπε ο Γιάννος και το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Τράβα στο σπίτι και ετοίμασε την Αγγέλα, θα σας κατεβάσω εγώ στο αεροδρόμιο.
-Να' σαι καλά Γιάννο, είπε ανακουφισμένη η Στέλλα και πήρε το δρόμο για το σπίτι της και πάλι.

Ο Μιχάλης κοίταξε και πάλι τον Μάρκο. Εκείνος ανταπέδωσε αθώα το βλέμμα του. Όταν ήθελε ήταν αινιγματικός σαν την Σφίγγα. Αν ήθελε να μάθει τι είχε κατά νου θα έπρεπε να πάει μαζί του. Υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν ήταν περίεργος αλλά ο Μάρκος είχε αναφέρει το γράψιμο, κάτι που για' κεινον ήταν παραπάνω από χόμπι.
-Εντάξει, κέρδισες. Που θα πάμε;
-Θα δεις, ντύσου καλά μόνο γιατί κάνει ψοφόκρυο.
Ο Μιχάλης, που ήδη φορούσε παντελόνι, πουκάμισο και φούτερ, φόρεσε μπουφάν και σκούφο. Γύρισε στο Μάρκο.
-Εντάξει;
-Μια χαρά, είπε εκείνος και έδειξε το laptop. Πάρε το μαζί, είμαι σίγουρος πως θα θέλεις να κρατήσεις σημειώσεις.
Ο Μιχάλης πήρε το χαρτοφύλακά του από το δάπεδο δίπλα στο γραφείο και αφού έβαλε μέσα το φορητό υπολογιστή, ένα σημειωματάριο και ένα στυλό Πάρκερ – πάντα έγραφε με τέτοιους-  τον έκλεισε. Άφησαν με το Μάρκο το σπίτι και βγήκαν στο δρόμο. Ο Μιχάλης περπατούσε με τη βοήθεια ενός μπαστουνιού με σφαιρική χρυσή λαβή.
-Νόμιζα πως ήσουν καλύτερα, είπε ο Μάρκος.
-Με καλό καιρό περπατώ και χωρίς αυτό αλλά η υγρασία και το κρύο μου το κάνουν δύσκολο, απάντησε ο Μιχάλης ενώ έμπαιναν στο αυτοκίνητο και ξεκινούσαν.
Κανείς από τους δυο δεν φανταζόταν σε τι θα έμπλεκαν.

Η Αγγέλα ήταν κανονικού ύψους και σχετικά λεπτοκαμωμένη, ακόμα και με την κοιλιά της  στον ένατο μήνα της εγκυμοσύνης δεν έδειχνε ιδιαίτερα γεμάτη. Ντυμένη με ένα φόρεμα και τυλιγμένη σε ένα χοντρό παλτό στριμώχτηκε δίπλα στον οδηγό στο αγροτικό φορτηγάκι του Γιάννου και δίπλα της κάθισε η μητέρα της.
-Παλιόκαιρος, είπε ο Γιάννος συνοφρυωμένος, θα μας πάρει πάνω από ώρα για το αεροδρόμιο.

-Γιατί χωρίσατε με τη Ντήντρα; είπε ο Μάρκος ενώ οδηγούσε στη λεωφόρο Βάρης Κορωπίου.
Ο Μιχάλης κούνησε το κεφάλι του.
-Λόγοι ανωτέρας βίας.
-Δηλαδή;
-Ας πούμε ότι δεν  είχε άλλη επιλογή.
Ο Μάρκος τον λοξοκοίταξε ενώ έπιανε τη δεξιά λωρίδα.
-Αυτό τι σημαίνει;
-Αρκεί αυτό, είπε ο Μιχάλης και κοίταξε τον ουρανό που ήταν γεμάτος με μολυβένια σύννεφα.
-Σου κόστισε πολύ αυτή η απώλεια ε;
-Ναι, είπε ο Μιχάλης και άλλαξε θέμα, κατά την παλιά ναυτική έκφραση θα κατεβάσει φίδια.
-Τελευταία φορά που κοίταξα το βαρόμετρο έλεγε 1015 μιλιμπάρ, είπε ο Μάρκος κοιτώντας και αυτός τον σκοτεινιασμένο ουρανό. Ναι, θα έχουμε καταιγίδα.
-Που σημαίνει τον ιδανικό καιρό για γράψιμο αλλά εσύ επιμένεις να με πας κάπου.
-Θα δεις. Για να δούμε τι έμαθες τόσο καιρό, τι είναι αυτά τα σύννεφα;
Ο Μιχάλης κοίταξε τον ουρανό και απάντησε.
-Στρωματομελανίες, θα έχουμε πολλές ώρες βροχής.
-Ακριβώς.
Ο Μάρκος έστριψε και ο Μιχάλης είπε:
-Πάμε στο αεροδρόμιο, γιατί;

Ο Γιάννος άναψε το καλοριφέρ μόλις κινήθηκε λίγο το αυτοκίνητο και μπορούσε να λειτουργήσει. Η Αγγέλα νανουρίστηκε από την ζέστη και τη ρυθμική κίνηση του οχήματος. Έγειρε το κεφάλι της στον ώμο της μητέρας της και αποκοιμήθηκε. Δεν ήταν βαθύς ύπνος, κάπου βαθιά μέσα της είχε τη συνείδηση ότι ήταν στο αυτοκίνητο. Δεν ήταν όμως και σε εγρήγορση. Στη γλυκιά αυτή παραζάλη η σκέψη της πέταξε στο Δημήτρη Φωκά, τον άνδρα της. Τον ήξερε από παιδί, από μωρό θα ήταν το σωστό. Μεγάλωσαν μαζί και στο λύκειο συνειδητοποίησαν πως ήταν κάτι παραπάνω από φίλοι. Παντρεύτηκαν και τώρα ήταν έτοιμη να φέρει το παιδί τους στον κόσμο.
Τινάκτηκε, το μωρό που κινδύνευε να πεθάνει. Κινδύνευε και η ίδια αλλά αυτό δεν την ένοιαζε, ήθελε να ζήσει το μωρό της. Ακούμπησε τα χέρια της στην κοιλιά της.

-Κατάσταση Εκτάκτου Ανάγκης, είπε ο Μάρκος αναφέροντας τον τίτλο ενός παλιότερου μυθιστορήματος του Μιχάλη.
-Πάνε έντεκα χρόνια, που το θυμήθηκες;
-Δεν ξεχνώ τέτοια θέματα ειδικά αφού πρόσφερα τις γνώσεις μου.
-Και τώρα το θυμήθηκες γιατί....
-Θα πετάξουμε με ένα Σέσνα 182.
Είχαν φτάσει στο αεροδρόμιο. Καθώς ο Μάρκος έφερνε το αυτοκίνητο στο μισθωμένο πάρκινγκ ο Μιχάλης αναθυμόταν το μυθιστόρημα εκείνο που είχε θέμα μια κατάσταση με ακυβέρνητο αεροπλάνο στο JFK της Νέας Υόρκης που περιλάμβανε και μια πτήση με Σέσνα σε θυελλώδη καιρό. Ο Μάρκος που είχε πάθος με τα αεροπλάνα είχε βοηθήσει με το τεχνικό μέρος της υπόθεσης.  Μερικά χρόνια νωρίτερα είχε πάρει δίπλωμα ερασιτέχνη πιλότου για μικρά αεροπλάνα και κάπου κάπου – ήταν ακριβό χόμπι – έκανε πτήσεις.
Παρκάρανε και βγήκαν από το αυτοκίνητο.
-Δέχομαι πως είναι έξοχη η ιδέα σου, είπε ο Μιχάλης.
-Πάμε, είπε ο Μάρκος, το αεροσκάφος μας  μας περιμένει.

Τους περίμενε και κάτι άλλο, τελείως αναπάντεχο.