Βόγκηξε ξανά και άρπαξε
και άρπαξε το χέρι της μητέρας της και με τα δυο δικά της.
-Το μωρό μου, είπε με
κόπο.
-Κουράγιο Αγγέλα μου,
είπε η Μάρθα, χαιδεύοντας τα μαλλιά της.
Η βροχή συνέχιζε να
πέφτει καταρρακτώδης και να τις κρατά απομονωμένες ακόμα και από το άμεσο
περιβάλλον τους. Η Μάρθα άνοιξε και πάλι το ζεστό αέρα. Η Αγγέλα είχε χλωμιάσει
και είχε κλείσει τα μάτια της. Είχε κληρονομήσει τα χαρακτηριστικά της μητέρας
της, μεγάλα εκφραστικά μάτια που δέσποζαν σε ένα ευγενικό πρόσωπο και στιλπνά
μαύρα μαλλιά. Καθώς τη χάιδευε η Μάρθα ταξίδεψε νοερά στα παιδικά της χρόνια
όταν κινδύνεψε να τη χάσει από μηνιγγίτιδα.
-Ας μην την χάσω,
παρακάλεσε, δεν έχω άλλον κανένα στον κόσμο.
-Το ποτέ είναι ένα
μεγάλο διάστημα ξέρεις, είπε ο Μάρκος.
-Δεν θα ζήσω αιώνες, αν
και ξέρεις ότι θα το ήθελα.
-Θα το ήθελες ε;
Πεντακόσια καλά είναι ή να βάλω κι άλλα; είπε ο Μάρκος και οι δυο φίλοι
γέλασαν. Πέρα από την πλάκα όμως δεν μπορείς να ζήσεις μόνος σου μια ζωή. Όσα
χρόνια και αν είναι, πολλά ή λιγότερα.
-Ή λίγα, είπε ο Μιχάλης
ανέκφραστα,
-Ακόμα και λίγα.
-Με την Ντήντρα κάναμε
σχέδια ξέρεις, δεν την απασχολούσε το πόσο χρόνο θα είχαμε όπως δεν την
ένοιαζαν και όλα τα άλλα και μιλούσαμε για οικογένεια, παιδιά...... η φωνή του
Μιχάλη έσβησε.
Ο Μάρκος ήταν έτοιμος
να κάνει μια ερώτηση όταν το αεροπλάνο τραντάκτηκε ολόκληρο. Ακούστηκε μια
ηλεκτρονική προειδοποίηση, ο αυτόματος πιλότος απενεργοποιήθηκε και το μικρό
αεροπλάνο έκανε βουτιά προς το ανταριασμένο Αιγαίο 7500 πόδια πιο κάτω.
Η πόρτα του αυτοκινήτου
στην πλευρά του οδηγού άνοιξε και η Μάρθα πετάκτηκε τρομαγμένη, χαμένη στις
αναμνήσεις και με την καταιγίδα να μαίνεται δεν είχε καταλάβει ότι κάποιος
πλησίαζε. Δεν υπήρχε λόγος να φοβάται ωστόσο, αντίκρισε έναν μουσκεμένο αλλά
χαμογελαστό Γιάννο.
-Έφερα ρεζέρβα, είπε.
Θα την αλλάξω και θα ξεκινήσουμε.
Του πήρε λίγα λεπτά να
το κάνει και μετά πήρε πάλι τη θέση του στο τιμόνι. Έβαλε μπροστά και
ξεκίνησαν. Η Αγγέλα είχε ξαναγυρίσει σε καθιστή θέση και ήταν πιο χλωμή από
ποτέ. Τώρα ο πόνος ήταν μόνιμος, ένιωθε σαν να σχίζονταν τα σπλάχνα της , σαν
να κυλούσε μέσα της ένα πυρωμένο ποτάμι λάβας.
Ο Μάρκος τράβηξε το
πηδάλιο πίσω και το αεροπλάνο οριζοντιώθηκε. Ρύθμισε και πάλι τον αυτόματο και
γύρισε να κοιτάξει το Μιχάλη. Όπως το περίμενε εκείνος ατάραχος κρατούσε τον
υπολογιστή του να μην πέσει.
-Μόλις είδες το λόγο
γιατί πάντα ένας από τους πιλότους
βρίσκεται πάντα στη θέση του. Απότομα κενά αέρος ή πλαγιοκοπήσεις από τον αέρα
μπορούν να απενεργοποιήσουν τον αυτόματο.
-Ήταν μια εμπειρία
ωστόσο.
-Φοβήθηκες;
-Όχι.
-Φυσικά όχι, είπε ο
Μάρκος που ήξερε εκ πείρας ότι ο άνθρωπος δίπλα του είχε εξοικειωθεί με την
ιδέα του θανάτου. Αλλά πίστεψες ότι θα σκοτωθούμε;
-Μου πέρασε από το
μυαλό.
-Πως είναι;
-Ποιο η σκέψη ότι ήρθε
η ώρα σου;
-Ναι.
-Γιατί δεν το ένιωσες εσύ;
ρώτησε ο Μιχάλης ενώ πληκτρολογούσε κάποια σημείωση στον υπολογιστή.
-Όχι, ήμουν σίγουρος
ότι θα το φέρω στα ίσα. Πως ήταν λοιπόν; Τι σκέφτηκες;
-Την Ντήντρα.
Ο Γιάννος πάρκαρε έξω
από το κτίριο του αεροδρομίου και μαζί με την Μάρθα βοήθησαν την Αγγέλα να
διασχίσει την μικρή απόσταση ως την αίθουσα αναμονής. Την έβαλαν να καθίσει σε
μια πολυθρόνα και πλησίασαν το γκισέ όπου μια κομψή κοπέλα δούλευε σε έναν
υπολογιστή. Σε ολόκληρη την αίθουσα δεν υπήρχε κανένας άλλος.
-Ήρθαμε μάλλον νωρίς ε;
είπε η Μάρθα και η κοπέλα την κοίταξε. Για το αεροπλάνο εννοώ. Έχετε ελπίζω
θέσεις.
-Λυπάμαι, ήρθε η
απάντηση, η πτήση ακυρώθηκε λόγω καιρού. Το αεροδρόμιο έχει κλείσει.
-Τι; είπε η Μάρθα και ο
πανικός της φάνηκε στη φωνή της.
-Λυπάμαι, είπε η
κοπέλα.
-Πότε είναι το επόμενο
αεροπλάνο;
-Αύριο το μεσημέρι αν ο
καιρός έχει βελτιωθεί.
-Τι θα κάνουμε τώρα;
θρήνησε η Μάρθα.
Η κοπέλα την κοίταξε
μην καταλαβαίνοντας αλλά μετά είδε την Αγγέλα που χλωμή καθόταν στην άκρη της
αίθουσας κοντά στον έλεγχο χειραποσκευών. Σηκώθηκε από τη θέση της και ζήτησε
από τη Μάρθα και το Γιάννο να την ακολουθήσουν.
-Θα πάμε στον
αερολιμενάρχη, ίσως ξέρει κάτι παραπάνω. Δεν τον βρήκαν στο γραφείο του και
ανέβηκαν στον πύργο ελέγχου.
Η θέα ήταν υπέροχη από
εκεί, μέσα από τα μεγάλα τζάμια φαινόταν
όλο το αεροδρόμιο και η γύρω περιοχή. Επικρατούσε ησυχία μιας και δεν υπήρχαν
πτήσεις. Όλο το Αιγαίο ελέγχεται από τον πύργο ελέγχου του αεροδρομίου της
Αθήνας, τα κατά τόπους αεροδρόμια είναι υπεύθυνα μόνο για την προσέγγιση και
την αναχώρηση από αυτά. Αφού το αεροδρόμιο ήταν κλειστό το προσωπικό ασφαλείας
δεν είχε δουλειά να κάνει.
Ο αερολιμενάρχης άκουσε
με κατανόηση τη Μάρθα αλλά κούνησε το κεφάλι του στο τέλος.
-Δεν υπάρχει πτήση για
Αθήνα.
Το Σέσνα 182 είχε
αρχίσει να χαμηλώνει προς το αεροδρόμιο που ακόμα δεν έβλεπαν λόγω της
κακοκαιρίας. Ο Μάρκος είχε ρυθμίσει τον αυτόματο να μειώσει το ύψος στα
πεντακόσια πόδια ενώ διατηρούσε την πορεία προς τον προορισμό τους. Δίπλα του ο
Μιχάλης κοίταζε τη θέα ανεπηρέαστος από το γεγονός πως το μικρό αεροπλάνο
τρανταζόταν τώρα από τον αέρα πολύ περισσότερο απ' ό,τι στο ως τώρα ταξίδι
τους.
-Θες την τιμή;
-Φυσικά.
Ο Μιχάλης πήρε τα
ακουστικά με το στέλεχος και πάλι και αφού συντόνισε τον ασύρματο στη συχνότητα
του πύργου ελέγχου του αεροδρομίου είπε:
-Ν 101 μαζί σας στα
2500 πόδια σε πορεία 290.
-Το αεροδρόμιο είναι
κλειστό Ν101, ήρθε η απάντηση, συμβουλεύουμε να κατευθυνθείτε προς το
αεροδρόμιο Διαγόρας της Ρόδου.
-Δεν έχουμε σκοπό να
προσγειωθούμε, θα εκτελέσουμε touch and go και θα φύγουμε.
-Αναμείνατε για άδεια,
διατηρήσατε ίδια πορεία και ύψος.
Ο Μιχάλης στράφηκε στον
Μάρκο που άκουγε επίσης τη συνομιλία.
-Αν μας πουν όχι, είπε
εκείνος θα πάρουμε και πάλι πορεία για Αθήνα.
Μια αστραπή έσκισε το
συννεφιασμένο ουρανό πλημμυρίζοντας την καμπίνα με ένα έντονο λευκό φως.
-Υπέροχα, είπε ο Μιχάλης, ο καιρός όσο πάει μου αρέσει και
περισσότερο.
Ο αερολιμενάρχης
συνόδεψε την Μάρθα και το Γιάννο στην πόρτα. Καταλάβαινε τη δύσκολη θέση τους
αλλά δεν είχε στη διάθεσή του καμία λύση.
-Μένετε στην πόλη;
ρώτησε.
-Όχι, απάντησε ο
Γιάννος καθώς η Μάρθα ήταν πολύ απελπισμένη για να μιλήσει, ερχόμαστε από τη
Λάστο.
-Από τη Λάστο.......
Αφείστε ένα τηλέφωνο στο γραφείο κάτω να σας ειδοποιήσουμε για πτήση.
-Συγνώμη κύριε
αερολιμενάρχα, είπε ο ελεγκτής εναερίου
κυκλοφορίας που είχε υπηρεσία, ένα Σέσνα ζητάει άδεια για touch and go.
-Ένα Σέσνα; είπε
εκείνος.
-Ν 101, ελεύθεροι για
προσέγγιση.
-Ελήφθη.
-Υπάρχει μαι επείγουσα
κατάσταση ασθενούς εδώ Ν 101. Μια επίτοκος που πρέπει να μεταφερθεί στην Αθήνα.
Δεν είστε υποχρεωμένοι καθώς πρόκειται για ιδιωτική πτήση αλλά δεν θα
μπορούσατε να έρθετε σε καλύτερη στιγμή.
Ο Μιχάλης κοίταξε τον
Μάρκο που ήταν σκεφτικός. Αν ήταν ο ίδιος κυβερνήτης του αεροσκάφους δεν θα το
είχε σκεφτεί δεύτερη φορά αλλά ο φίλος του έδειχνε διστακτικός.
-Τι σε προβληματίζει;
-Άλλο να πετάω με' σενα
μόνο και άλλο να έχω ακόμα δυο ψυχών την ευθύνη. Και με τέτοιο καιρό....
-Αν είμαστε η μόνη
ελπίδα που έχουν όμως;
-Εντάξει, είπε τελικά ο
Μάρκος. Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμα.
-Μπα;
-Τα καύσιμα, είπε ο
Μάρκος. Δεν είχα υπολογίσει προσγείωση και απογείωση και δεν θα είναι αρκετά να
πάμε πίσω στα Σπάτα. Και το να έχουμε επιβάτες επηρεάζει κι' αυτό.
-Δεν μπορούμε να
ανεφοδιαστούμε στο αεροδρόμιο της Καρπάθου;
-Δεν είναι βενζίνη που
φουλάρεις με ένα πενηντάρικο, είπε ο Μάρκος με έναν μορφασμό. Χρειάζονται
χρήματα.
-Εντάξει, νομίζω ότι
αυτό τουλάχιστον δεν χρειάζεται να σε απασχολεί.
-Είναι πολλά χρήματα.
-Τα έχω. Δεν μας
εμποδίζει λοιπόν από το να βοηθήσουμε το οικονομικό. Αλλά η απόφαση είναι δική σου.
Ο πιλότος τον κοίταξε.
Το σκέφτηκε ενώ ο Μιχάλης έλεγε:
-Ούτως ή άλλως το
ταξίδι θα το κάνουμε.
-Εντάξει, είπε ο Μάρκος
τελικά, ας το κάνουμε.
-Εντάξει, θα πάρουμε
την επίτοκο για Αθήνα, είπε ο Μιχάλης στον ασύρματο αλλά θα χρειαστούμε
καύσιμα.
Ο αερολιμενάρχης άφησε
τον ελεγκτή να καθοδηγήσει τον Μάρκο στην προσέγγιση στο αεροδρόμιο και πήγε
πάλι κοντά στη Μάρθα και το Γιάννο.
-Βρήκαμε ένα αεροπλάνο,
ιδιωτικό, είπε. Είναι κάποιοι που πετούν για το κέφι τους.
Η Μάρθα σταυροκοπήθηκε
και ευχαρίστησε νοερά την Παναγία που δεν είχε αφήσει αβοήθητη την κόρη της.
-Βοηθητικά πτερύγια όλα
κάτω, είπε ο Μάρκος καθώς το μικρό αεροπλάνο προσπαθούσε να προσγειωθεί
κλυδωνιζόμενο από τον άνεμο. Ο Μιχάλης κατέβασε το μοχλίσκο που έπρεπε και τα
βοηθητικά πτερύγια άρχισαν να ξετυλίγονται. Το αεροπλάνο σταθεροποιήθηκε κάπως
αλλά και πάλι ο άνεμος το χτυπούσε δυνατά. Ο Μάρκος κρατούσε το πηδάλιο πλέον
και αγωνιζόταν να διατηρεί την πορεία που έπρεπε. Άγγιξαν το διάδρομο και με τη
βοήθεια των αερόφρενων το Σέσνα έκοψε ταχύτητα, ο Μάρκος το έφερε στη θέση
στάθμευσης κοντά στο κτίριο του αερολιμένος όπου και έσβησε τη μηχανή.
-Θα κατέβεις; ρώτησε το
Μιχάλη.
-Ναι, αν μη τι άλλο
χρειάζομαι ξεμούδιασμα.
Ο Γιάννος και η Μάρθα
ήρθαν κοντά στην Αγγέλα, εκείνη τους κοίταξε κουρασμένα. Η μητέρα της έκατσε
δίπλα της και η Αγγέλα έγειρε στην αγκαλιά της.
-Βρέθηκε αεροπλάνο,
είπε η Μάρθα χαϊδεύοντας τα μαλλιά της κόρης της.
Ένα αχνό χαμόγελο
φώτισε το πρόσωπο της Αγγέλας. Έκανε να πει κάτι αλλά δεν μπόρεσε, ένα βογκητό
βγήκε από τα χείλη της και διπλώθηκε στα δύο. Ένας βίαιος σπασμός την διέτρεξε.
-Μωρό μου, ούρλιαξε η
Μάρθα αλλά η Αγγέλα κατάφερε να ανακαθίσει. Ιδρώτας είχε φανεί στο μέτωπό της.
-Νομίζω μαμά ότι
πλησιάζει η ώρα, έρχεται το μωρό, είπε η κοπέλα ασθμαίνοντας, Πότε έχει αεροπλάνο
για την Αθήνα;
-Βρήκαμε αεροπλάνο.
-Πως;
-Προσφέρθηκαν δυο
άνθρωποι με το δικό τους.
-Δικό τους αεροπλάνο;
εκπλάγηκε η Αγγέλα.
Ο Μάρκος και ο Μιχάλης
οδηγήθηκαν στο γραφείο του αερολιμενάρχη. Ήταν ένα μικρό δωμάτιο με ένα
μεταλλικό γραφείο, μια παλιά πολυθρόνα, μια επίσης μεταλλική αρχειοθήκη και μια
βιβλιοθήκη με τεχνικά εγχειρίδια και υπηρεσιακούς φακέλους. Ο διευθυντής του
αεροδρομίου πρόσφερε κάθισμα στους δυο επισκέπτες στις δυο μικρές πολυθρόνες
μπροστά στο γραφείο του, ο Μάρκος κάθισε αλλά ο Μιχάλης προτίμησε να σταθεί.
-Πολύ γενναίο εκ μέρους
σας να προσγειωθείτε για να πάρετε την κοπέλα.
-Αφού είχαμε την άδειά
σας, είπε διπλωματικά ο Μάρκος,
-Το θεώρησα σημάδι της
Θείας Πρόνοιας, είπε ο αερολιμενάρχης. Τη στιγμή που αναρωτιόμουν τι θα μπορούσα
να κάνω γι' αυτήν την κοπέλα λάβαμε την κλήση σας. Πως διαλέξατε να κάνετε πτήση με τέτοιο
καιρό;
-Θα σας φανεί
απίστευτο, πήρε το λόγο ο Μιχάλης, αλλά ήθελε να μου δείξει πως είναι οι
πτήσεις με τέτοιο καιρό. Γράφω και επειδή είχα γράψει κάτι ανάλογο είπε να μου
το δείξει στην πράξη αν και είναι αλήθεια ότι ο καιρός επιδεινώθηκε από την ώρα
που αφήσαμε την Αθήνα.
-Απίστευτο, είπε ο
άνδρας, πόσοι θα έκαναν κάτι τέτοιο και από αυτούς πόσοι θα διακινδύνευαν να
προσγειωθούν με τέτοιο καιρό για μια άγνωστή τους επίτοκο; Πιστεύω ότι ήταν
όντως η Θεία Πρόνοια που σας οδήγησε εδώ. Στο κάτω κάτω της γραφής θα
μπορούσατε να είχατε διαλέξει οποιοδήποτε άλλο μέρος να πάτε.
Ο Μιχάλης κοίταξε άβολα
τον Μάρκο, Δύσκολα θα θεωρούσε τον εαυτό του όργανο της Θείας Πρόνοιας..
-Τα καύσιμα που
ζητήσαμε; είπε ο πιλότος για να αλλάξει κουβέντα.
-Έχει αρχίσει ήδη η
τροφοδοσία.
-Ωραία, για να φύγουμε
πάλι μιας και ο καιρός δείχνει να επιδεινώνεται.
-Ελάτε να σας πάω στους
επιβάτες σας, είπε ο αερολιμενάρχης, για
να ξεκινάτε σιγά σιγά.
Τον ακολούθησαν σε έναν
διάδρομο, πέρασαν μια πόρτα που από την εξωτερική της πλευρά είχε μια επιγραφή
“ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ”, και βρέθηκαν στην αίθουσα αναμονής. Πλησίασαν τους
μελλοντικούς επιβάτες τους.
Η Μάρθα έσπευσε να τους
προϋπαντήσει προσφέροντας λόγια ευχαριστίας και δίνοντάς τους ευχές από
καρδιάς. Η Αγγέλα τους κοίταξε αλλά ήταν αρκετά εξαντλημένη για να μπορεί να
σηκωθεί.
-Δεν χρειάζεται να μας
ευχαριστείτε, είπε ο Μάρκος, θα κάναμε ούτως ή άλλως το ταξίδι.
Ο Γιάννος και η Μάρθα
βοήθησαν την Αγγέλα και προχώρησαν όλοι μαζί στην έξοδο προς την πίστα του
αεροδρομίου. Το Σέσνα δεν ήταν μακριά. Ο Μιχάλης κοίταξε τον ουρανό, δεν έβρεχε
τώρα αλλά τα μολυβένια σύννεφα είχαν πυκνώσει και το μπλε φως των αστραπών
έφεγγε συνέχεια ανάμεσά τους ενώ ακούγονταν συνέχεια οι υπόκωφοι ήχοι των
βροντών.
-Ανησυχείς; είπε ο
Μάρκος.
Ο Μιχάλης κοντοστάθηκε
και αφού ήταν σίγουρος πως οι υπόλοιποι είχαν απομακρυνθεί λίγο και δεν τους
άκουγαν, απάντησε στο φίλο του.
-Απ' όλους μας είμαι
εκείνος που είναι περισσότερο έτοιμος να αντικρίσει το Δημιουργό του.
-Το ξέρω, αλλά ξέρω και
πως σκέφτεσαι. Δεν εννοούσα αν ανησυχείς για' μας αλλά για την κοπέλα, πως την
είπαμε.... την Αγγέλα.
-Αν κάνουμε μια βουτιά
σαν αυτή όταν ερχόμασταν θα γεννήσει στο αεροπλάνο. Και το μόνο που έχω πάνω
μου από φάρμακα είναι μια παυσίπονη από αυτές που χρησιμοποιώ για το πόδι μου.
-Και το κουτί πρώτων
βοηθειών. Ας ελπίσουμε πως δεν θα χρειαστεί να τη βοηθήσουμε να γεννήσει.
Πήγαν κοντά στους
υπόλοιπους. Ο Γιάννος και η Μάρθα είχαν βοηθήσει την Αγγέλα να ξαπλώσει στα δυο
πίσω καθίσματα.
-Δεν θα μπορέσει να
ταξιδέψει άλλος μαζί με αυτόν τον τρόπο, παρατήρησε ο Μάρκος.
-Το καταλαβαίνω, είπε η
Μάρθα, αλλά θα είναι καλύτερα για την Αγγέλα. Εγώ θα έρθω αύριο με την κανονική
πτήση.
Η Μάρθα αγκάλιασε την
κόρη της και τη φίλησε. Μετά την αποχαιρέτησε και ο Γιάννος.
-Ευχαριστώ, είπε η
κοπέλα, κάνατε πολλά για' μας.
-Μην το συζητάς, αυτό
που έπρεπε έκανα, απλά εσύ κοίτα να προσέχεις τη μικρούλα εκεί μέσα.
Ο εφοδιασμός με καύσιμα
είχε ολοκληρωθεί. Ο Μιχάλης κοίταζε το βυτίο που απομακρυνόταν, ο χώρος ήταν
ελεύθερος για το μικρό αεροσκάφος να κινηθεί προς το διάδρομο.
-Ευχαριστώ, είπε η
Μάρθα ερχόμενη δίπλα του. Σπάνια κάποιος τόσο πλούσιος δείχνει τέτοια καλοσύνη.
-Πλούσιος; απόρησε ο
Μιχάλης και μετά κατάλαβε πως η Μάρθα νόμιζε ότι ήταν τόσο πλούσιος ώστε να
έχει αεροπλάνο με πιλότο. Της εξήγησε πως είχαν τα πράγματα.
-Τότε είσαι ακόμα
περισσότερο άξιος της ευγνωμοσύνης μου, είπε η Μάρθα.
-Αρκεί η ευχή σου
κυρούλα, είπε ο Μιχάλης.
-Να πας στην ευχή του
Θεού, είπε η Μάρθα, και να μου την προσέχετε.
Ο Μιχάλης επιβιβάστηκε
στο αεροπλάνο και πήρε τη θέση του. Ξεκίνησαν και πάλι τη διαδικασία για την
απογείωση. Το Σέσνα τροχοδρόμησε και έφτασε στην αρχή του διαδρόμου.
-Έτοιμοι
για απογείωση, είπε ο Μάρκος.