ΙV.
Η πόλη του Μελώδιον
όφειλε το όνομά της σε μια παλιά συνήθεια των κατοίκων της. Χτισμένη στο πιο
ψηλό υψίπεδο του Γνοφώδους Όρους, κάτω από την πάντα στεφανωμένη με σύννεφα
κορυφή που χάριζε στο βουνό το όνομά του, δεν γνώριζε ποτέ τη νηνεμία, πάντα
φυσούσε άνεμος που οι κάτοικοι διασκέδαζαν να τον ακούν να παίζει με τους
μελωδούς που τοποθετούσαν σε πόρτες και εξώστες. Από τη συνεχόμενη μελωδία που
ο αέρας σκορπούσε στην πόλη πήρε το Μελώδιον το όνομά του και έγινε γνωστό σαν
η Άδουσα Πόλη.
Στο υψηλότερο σημείο της
πόλης ήταν χτισμένο το παλάτι του κάποτε άρχοντα της πόλης και τώρα του μάγου
Άρξους. Ήταν ένα επιβλητικό χτίσμα από μάρμαρο και ξύλο, κέδρου κυρίως και
μεγάλης – της λεγόμενης Βασιλικής – δρυός. Και αν οι κέδροι ήταν άφθονοι στις
πλαγιές του βουνού, δεν ήταν οι βελανιδιές και τα μάρμαρα που είχαν κοστίσει
πολύ χρυσάφι.
Η Αλάσρα δεν είχε χρόνο
να θαυμάσει την πολυτέλεια των υλικών ή τα παχιά χαλιά στο πάτωμα και τις
περίτεχνες τοιχογραφίες που κοσμούσαν σχεδόν κάθε επιφάνεια των διαδρόμων που
περνούσε. Έπρεπε να βιαστεί να φτάσει στην μεγάλη αίθουσα όπου είχε γίνει το
κακό και όπου θα έπρεπε να επανορθωθεί. Απόψε ο Άρξους γιόρταζε την επέτειο της
ανάρρησής του στην εξουσία και θα βρισκόταν εκεί αλλά έπρεπε να το ρισκάρει.
Ήξερε ότι μπορεί να μην
έβγαινε ζωντανή από την παράτολμη αυτή προσπάθειά της αλλά θα προτιμούσε να
ριχθεί από τον εξώστη της αίθουσας στην απόκρημνη πλαγιά από κάτω παρά να
εγκαταλείψει τον Ίμουε. Το ιπτάμενο πλοίο την είχε αφήσει στην πλαγιά του
βουνού, όχι μακριά από την πύλη της πόλης από την οποία έβγαζαν οι βοσκοί τα
κοπάδια τους. Ξέροντας τα κατατόπια όπως και το γεγονός ότι πρωί πρωί οι σκοποί
δεν θα έδειχναν κανένα ενδιαφέρον, κατάφερε να τρυπώσει στην πόλη. Είχε μετά
βρει τρόπο να μπει στο παλάτι κουβαλώντας στις κουζίνες ένα καλάθι με λαχανικά
μιας και γνώριζε τον έμπορο που τα πουλούσε αλλά και τον αρχιμάγειρα που τη
συμπαθούσε μιας και την ήξερε από τότε που ήταν νήπιο.
Έφτασε σε μια μικρή
άλκοβα που μια πορφυρή κουρτίνα έκρυβε μια είσοδο στην μεγάλη αίθουσα. Πήρε μια
βαθιά ανάσα και την πέρασε. Η αίθουσα ήταν γεμάτη με κόσμο. Ο Άρξους ήταν
καθισμένος σε ένα βάθρο κυκλωμένος από τη φρουρά του και γύρω βρίσκονταν οι
κάτοικοι της πόλης, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων δεν το έκανε με τη θέλησή
της.
Σε μια σειρά μπροστά στο
κάθισμα του Άρξους, ένα πολυτελές κάθισμα με υψηλή ράχη που έφερνε σε θρόνο, οι
επικεφαλής των συντεχνιών και κάποιοι σημαίνοντες άρχοντες περίμεναν να αφήσουν
το δώρο τους στους πόδια του. Η Αλάσρα πήρε θέση μαζί τους και δεν άργησε να
φτάσει μπροστά του μιας και όλοι ήταν πρόθυμοι να της παραχωρήσουν τη θέση τους
καθυστερώντας το επαχθές καθήκον.
Η Αλάσρα στάθηκε μπροστά
στον μάγο ευθυτενής και άφοβη. Ο Άρξους δεν την αναγνώρισε και ρώτησε:
-Ποια είσαι εσύ και τι
ήρθες να μου προσφέρεις;
-Είμαι η Αλάσρα Νιέλιορ,
είπε η κοπέλα και ήρθα να πάρω πίσω αυτό που μου στέρησες.
Έβγαλε μέσα από τα ρούχα
της το Άστρινο Πετράδι ενώ γύρω της οι άνθρωποι σκόρπιζαν φοβούμενοι την οργή
του μάγου. Αλλά ο Άρξους γέλασε μόνο.
-Α εσύ το πήρες από τον
Σάγκοραχ, είπε, τι σε κάνει να νομίζεις όμως ότι με αυτό μπορείς να τα βάλεις
μαζί μου;
-Δεν θέλω να τα βάλω μαζί
σου, είπε η κοπέλα όσο σταθερά μπορούσε. Ο μάγος την τρομοκρατούσε με την
παρουσία του και μόνο αλλά ήταν τόσο κοντά στο σκοπό της, δεν θα εγκατέλειπε
τώρα. Θέλω μόνο εκείνον που αγαπώ.
Ύψωσε το πετράδι που
άστραψε στο φως της σελήνης όπως έπεφτε από τον κρυστάλλινο θόλο της αίθουσας.
-Φως της σελήνης σε
παρακαλώ… ξεκίνησε η κοπέλα αλλά δεν μπόρεσε να συνεχίζει.
-Κατάρα σε’ σενα! Φώναξε
ο μάγος με το πρόσωπό του να έχει γίνει μια μάσκα τρόμου.
Τέντωσε το χέρι του και
μια πύρινη ριπή ξεπήδησε από τα δάκτυλά του με κατεύθυνση το στήθος της. Το
μενταγιόν που της είχε δώσει ο Ρας έλαμψε με ένα δυνατό λευκό φως και οι φλόγες
εξαφανίστηκαν.
-Σκοτώστε την! Φώναξε ο
μάγος στους φρουρούς του. Μια γυναίκα μόνη είναι.
-Δε στέκεται μόνη της
μάγε, είπε μια φωνή ψυχρή σαν τους ανέμους πάνω στους οποίους έπλεε το πλοίο
του.
Ο Άρξους είδε με έκπληξη
στον εξώστη της μεγάλης αίθουσας τον Ρας και τους άνδρες του. Πίσω τους
αιωρούνταν στο ύψος του εξώστη το ιπτάμενο πλοίο.
-Αδύνατον, ψέλλισε ο
μάγος, κανένας δεν μπορεί να το κάνει αυτό, οι άνεμοι στα περάσματα είναι
απρόβλεπτοι.
-Είχαμε καλό πλοηγό, είπε
ο Ρας και μαζί με τους άνδρες του επιτέθηκαν στη φρουρά του μάγου μπαίνοντας
ανάμεσα σε αυτούς και την Αλάσρα. Μια άγρια μάχη ξέσπασε με τους φρουρούς να
υπερτερούν αριθμητικά αλλά το πλήρωμα του ιπτάμενου πλοίου να υπερτερεί σε ικανότητες
και πειθαρχία.
-Κάνε αυτό για το οποίο ήρθες
εδώ κοπελιά, φώναξε ο Ρας ενώ ξιφομαχούσε με δύο φρουρούς.
Η Αλάσρα που παρακολουθούσε
άφωνη τη μάχη που είχε ξεσπάσει ξεκίνησε και πάλι τη μαγική επίκληση.
-Φως της σελήνης σε
παρακαλώ
Δώσε μου αυτόν που τόσο
αγαπώ
Και πάρε το πετράδι αυτό
το άστρινο.
Την επόμενη στιγμή το
πετράδι έλαμψε εκθαμβωτικά και χάθηκε μέσα από τα χέρια της, η λάμψη έγινε πιο έντονη
αναγκάζοντάς τη να αποστρέψει το βλέμμα και μόλις εξασθένησε είδε τον Ίμουε
μπροστά της, ταλαιπωρημένο εμφανώς αλλά σώο. Ρίχτηκε στην αγκαλιά του και
εκείνος την έσφιξε πάνω του. Η Αλάσρα άρχισε να κλαίει, είχαν όλα τελειώσει,
ήταν και πάλι μαζί.
Ο μάγος έβγαλε μια κραυγή
φρίκης, σηκώθηκε από το κάθισμά του, μια έκφραση πόνου είχε παραμορφώσει το
πρόσωπό του. Έπεσε στα γόνατα και μετά στο δάπεδο ενώ σπασμοί διέτρεχαν όλο το
σώμα του.
-Τι έπαθε; Ρώτησε η
Αλάσρα.
-Πεθαίνει, είπε ο
Ύπαρχος, με την κατάρα αυτή παραβίασε θεμελιώδεις νόμους της φύσης και κάνοντάς
το αυτό συνύφανε άθελά του με την κατάρα το ίδιο του το είναι. Η λύση της έφερε
το τέλος του.
-Μα γιατί; Γιατί το έκανε
αυτό; Γιατί μας καταράστηκε;
-Ξεκίνησε σαν ένα ακόμα
από τα σκληρά του παιχνίδια, είπε ο Ύπαρχος, η θλίψη των θυμάτων του ήταν πηγή
δύναμης για τον Άρξους, αλλά αυτή τη φορά το παρατράβηξε και πλήρωσε το τίμημα.
Τα δακρυσμένα μάτια είναι φοβερός κατήγορος και η δικαιοσύνη μερικές φορές
μπορεί να αργεί αλλά αποδίδεται έστω και με τον πιο αναπάντεχο τρόπο.
-Καιρός να πηγαίνουμε,
είπε ο Ρας, σας ευχόμαστε κάθε ευτυχία.
Η Αλάσρα του έτεινε το
μενταγιόν και εκείνος το πήρε και το φόρεσε. Οι επίσημοι της πόλης πλησίασαν να
του ζητήσουν να αναλάβει την διακυβέρνησή της. Ο πλοίαρχος αρνήθηκε.
-Να εκλέξετε κάποιον από
το λαό σας, είπε, εμείς θα χαρούμε να θεωρούμε το Μελώδιον σπίτι μας.
-Μας σώσατε από τον Άρξους,
είπε η Αλάσρα.
-Ας πούμε ότι είχαμε
προηγούμενα με τον μάγο, απάντησε με ένα χαμόγελο ο Ρας, όπως και με τις σαύρες
που συμμάχησαν μαζί του. Αρκεί για εμάς που θα μπορούμε να επιστρέψουμε εδώ.
Το ιπτάμενο πλοίο
σηκώθηκε ψηλά πάνω από την πόλη και άνοιξε πανιά, το αποχαιρέτησαν οι μελωδίες
της Άδουσας Πόλης και οι ευχές δυο ερωτευμένων που απαλλαγμένοι από την κατάρα
μπορούσαν να χαρούν την αγάπη τους και να σχεδιάσουν το μέλλον.
Τέλος