ΙΙΙ.
Το σκοτάδι είχε πέσει για
τα καλά και το ιπτάμενο πλοίο συνέχιζε την πτήση του κάτω από το σχεδόν
ολόγιομο φεγγάρι σε έναν ξάστερο ουρανό. Είχαν ξεφύγει από την καταδίωξη και
τώρα έπλεαν για κάποιο προορισμό που η Αλάσρα δεν ήξερε. Δεν είχε μιλήσει ξανά
με τον κυβερνήτη αυτού του τόσο ασυνήθιστου πλοίου αλλά της είχαν δώσει να φάει
και ο Άλαν της είχε φέρει ρούχα για να ντυθεί και πάλι κανονικά.
Τώρα στεκόταν μόνη της
κοντά στην πλώρη, το μεγαλύτερο μέρος του πληρώματος αναπαυόταν και μόνο όσοι
είχαν υπηρεσία βρίσκονταν στη γέφυρα ή τα ξάρτια του και μερικοί στο
κατάστρωμα. Ο κυβερνήτης ήταν στην καμπίνα του μάλλον, δεν τον είχε δει εδώ και
αρκετή ώρα, αλλά μπορούσε να δει τον Ύπαρχο. Στεκόταν στην πλώρη και
παρατηρούσε τον ορίζοντα το ίδιο ασάλευτος με το ακρόπρωρο δίπλα του που ήταν
σκαλισμένο σαν κεφαλή δράκου.
Άκουσε την καμπάνα του
πλοίου. Μεσάνυχτα, σκέφθηκε με προσμονή.
Μια γλυκιά θέρμη την
τύλιξε μαζί με ένα υπόλευκο, απόκοσμο φως και μπροστά στα μάτια της υλοποιήθηκε
ένας νεαρός άνδρας, ήταν ντυμένος στα μαύρα, από το χιτώνιο που φορούσε μέχρι
τις μπότες του και τον μανδύα που τον σκέπαζε. Είχε μαύρα μαλλιά μακριά ως το
λαιμό και λαμπερά καστανά μάτια. Της χαμογέλασε και εκείνη έσπευσε να τον
κλείσει στην αγκαλιά της, χάιδεψε τα μαλλιά του και τον κοίταξε στα μάτια σαν
να προσπαθούσε να χορτάσει την εικόνα του.
-Πήρα το πετράδι, είπε
και τον φίλησε στα χείλη. Πως είναι εκεί τα πράγματα;
-Όλο και σκοτεινιάζει,
είπε ο άνδρας. Ελπίζω ότι θα φύγω γρήγορα από’ δω.
-Θα φύγεις, στο υπόσχομαι,
είπε η Αλάσρα με δάκρυα στα μάτια.
-Θέλω να μου υποσχεθείς
ότι αν δεν τα καταφέρεις... δε…
Η Αλάσρα τον αγκάλιασε
και τον έσφιξε πάνω της με λαχτάρα. Εκείνος την κράτησε και χάιδευσε απαλά τα
μαλλιά της.
-Αν δεν τα καταφέρεις να
θυμάσαι ότι δε φταις εσύ.
-Δεν θα σε αφήσω,
ψιθύρισε, ποτέ…
Τα χέρια της ήταν άδεια.
Αγκάλιασε το σώμα της σαν να κρύωνε και ένας παραπονεμένος λυγμός ξέφυγε από τα
χείλη της. Το φως χάθηκε και ήταν και πάλι μόνη.
-Έχω δει πολλούς μάγους,
έχω σκοτώσει τους περισσότερους από αυτούς, αλλά ποτέ κανείς δεν έφερε πάνω σε
αυτό το πλοίο κάποιον με τηλεμεταφορά και χωρίς να ενεργοποιήσει τούτο’ δω το
φυλαχτό. Ποια είσαι;
Μέσα από τις σκιές βγήκε
ο κυβερνήτης του πλοίου, το ένα χέρι του ήταν στο στέρνο του όπου από μια αλυσίδα
κρεμόταν ένα κρυστάλλινο φυλαχτό. Η Αλάσρα τον κοίταξε αλαφιασμένη.
-Όχι, είπε, δεν είναι
μαγεία ή μάλλον δεν είναι δική μου μαγεία… Είμαι αυτή που σας είπα. Αλλά δε σας
είπα γιατί με κυνηγάνε οι σαυράνθρωποι του Σάγκοραχ.
-Αυτό θα ήθελα πολύ να το
μάθω, είπε ο πλοίαρχος. Τι έβγαλε την παραφουσκωμένη αυτή σαύρα από τη φωλιά
της;
-Είμαι από το Μελώδιον,
είπε η Αλάσρα, γνωστό και ως Άδουσα Πόλη από τους μελωδούς που είναι τόσο
συχνοί σε αυτήν. Εκεί γνώρισα και αγάπησα έναν νέο άνδρα, τον Ίμουε, με αγάπησε
και εκείνος και ζούσαμε την τέλεια ευτυχία. Ο μάγος Άρξους όμως μας καταράστηκε
να ζούμε χωριστά και εξόρισε τον Ίμουε σε ένα άλλο πεδίο ύπαρξης. Μπορούμε να
βρεθούμε για ένα λεπτό μόνο τα μεσάνυχτα όταν οι φραγμοί ανάμεσα στα πεδία
ύπαρξης λεπταίνουν.
Η Αλάσρα σταμάτησε καθώς
συνειδητοποιούσε ότι είχαν μαζευτεί αρκετοί άνδρες γύρω και άκουγαν.
-Α ώστε αυτό κάνει, είπε
ο Ύπαρχος από εκεί που στεκόταν, άραγε ξέρει τις συνέπειες του να παίζει με
τους νόμους της φύσης;
-Δεν μπορεί να λυθεί η
κατάρα; ρώτησε ο πλοίαρχος.
-Ναι, είπε η Αλάσρα. Με
έναν μόνο τρόπο, πρέπει στο φως της κόκκινης πανσελήνου να κρατήσω το Άστρινο
Πετράδι και να ζητήσω από το φως του να φέρει πίσω τον καλό μου.
Η Αλάσρα κοίταξε ψηλά το
φωτεινό σώμα που φαινόταν πιο μεγάλο και κοντινό τώρα που δε βρισκόταν στη γη.
Δάκρυα εμφανίστηκαν στα μάτια της.
-Για να με κάνει να
υποφέρω περισσότερο, ο Άρξους έστειλε τον Ίμουε σε ένα πεδίο που κατέρρεε, μέρα
με τη μέρα μικραίνει ενώ δεν υπάρχει πια φως σχεδόν καθόλου. Δεν έχει πια πολύ
χρόνο.
-Η πανσέληνος είναι αύριο,
είπε ο Ρας. Και έχεις το πετράδι αν κατάλαβα καλά. Αυτό πήρες από τον Σάγκοραχ.
Η Αλάσρα ένευσε.
-Το μόνο πετράδι που
ήξερα είναι αυτό που είχε στην κατοχή του, έπρεπε να το κλέψω. Αλλά δεν αρκεί
αυτό, πρέπει να επιστρέψω στο Μελώδιον και να σταθώ στο ίδιο σημείο που δόθηκε
η κατάρα για να την αντιστρέψω.
-Έχεις τσαγανό κοπελιά,
είπε ο Ρας κουνώντας το κεφάλι του. Και καταλαβαίνω όλο αυτό που πας να κάνεις.
Ελπίζω να το πετύχεις.
Στράφηκε προς τον
τιμονιέρη και φώναξε:
-Στροφή εξήντα μοιρών
Χέργκερ, πορεία για το Γνοφώδες Όρος!
-Το Μελώδιον είναι
χτισμένο κάτω από την κορυφή δεν μπορούμε να πάμε εκεί, παρατήρησε ο Άλαν και
στράφηκε προς την Αλάσρα, λυπάμαι δεσποσύνη.
-Θα πάμε όσο πιο κοντά
γίνεται, είπε ο Ρας. Λοιπόν επιστρέψτε στα καθήκοντά σας, μη χαζεύετε,
βιαζόμαστε όπως ακούσατε! Έλα Αλάσρα, περπάτησε μαζί μου.
Η Αλάσρα ακολούθησε τον
πλοίαρχο και περπάτησαν προς την πλώρη του πλοίου. Για λίγο ο Ρας ήταν αμίλητος
και σκεφτικός σαν να έπαιρνε κάποιες αποφάσεις. Η κοπέλα αναρωτήθηκε ποιες ήταν
αυτές αλλά δε μίλησε. Ήδη αυτοί οι άνθρωποι, όποιοι και αν ήταν, την είχαν
βοηθήσει πολύ περισσότερο από ό,τι θα μπορούσε να ζητήσει και ας τους είχε
αποκαλέσει πειρατές ο Σαγκοράχ.
-Θα σε πάμε κοντά στην
πόλη, είπε ο Ρας τελικά, θα σου δώσω και αυτό το φυλαχτό. Θα σε προειδοποιήσει
για κάθε μαγική ενέργεια και θα σε προστατεύσει από κάποιες.
Της έβαλε στο χέρι το
φυλακτό, ήταν βαρύ και ζεστό, φτιαγμένο από χρυσό και με ένα μεγάλο πράσινο
σμαράγδι στο κέντρο.
-Δεν ξέρω τι να πω, είπε
με φωνή που έτρεμε από συγκίνηση.
-Τίποτα, είπε ο
πλοίαρχος, απλά να πάρεις το παλληκάρι σου πίσω.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου