Το
τρίτο, και τελευταίο, μέρος της τριλογίας του Κρόνιν ολοκληρώνει την ιστορία. Ο
Δώδεκα και οι Πολλοί τους είναι πια νεκροί αλλά ο Μηδέν, ο Φάννινγκ, δεν είναι.
Και εκείνος είναι πολύ πιο επικίνδυνος γιατί σαν άνθρωπος δεν ήταν ένας κτηνώδης
φονιάς αλλά ένας ιδιαίτερα ευφυής επιστήμονας. Και οι ήρωές μας πρέπει να
αντιμετωπίσουν αυτόν και τα σχέδιά του μέχρι το τέλος. Μαθαίνουμε έτσι τι απογίνονται
οι ήρωές μας, από τον Πίτερ και την Έιμι ως τον Μάικ και τον Χόλις, αλλά και οι
μιαροί και η ανθρωπότητα ολόκληρη μιας και παρακολουθούμε και την έναρξη της συνόδου
που έχουμε ήδη δει να αναφέρεται. Οι πλούσιες περιγραφές, το συναίσθημα που σε
αγγίζει και η δράση φυσικά είναι και εδώ παρόντα ως το αναπάντεχο τέλος.
Στα
μείον του έργου είναι το υπερβατικό στοιχείο. Παρόν από την αρχή της τριλογίας
το υπερβατικό στοιχείο εδώ παίρνει μια μεγαλύτερη κλίμακα και θέση μέσα σε όλο
το έργο που νομίζω ότι τελικά αδικεί το σύνολο. Το δεύτερο μείον είναι το
παρελθόν του Φάνινγκ, είναι πολύ εκτεταμένο και παρότι εξηγεί την μισάνθρωπη
ψυχολογία του θα μπορούσε να είχε δοθεί πολύ πιο σύντομα. Υπάρχει μια τάση που
τείνει να εξιλεώνει τους πάντες η οποία είναι κάπως υπερβολική, ο Φάνινγκ ας πούμε
είχε πολλά για τα οποία δεν υπήρχε απολογία πέρα από το μίσος του.
Και
μια παρατήρηση πάνω σε λεπτομέρειες, μετά από 15 αιώνες που έχουμε υιοθετήσει
την τρέχουσα μορφή χρονολόγησης είναι απίθανο ακόμα και καταστροφή παγκοσμίου επιπέδου
να την αλλάξει. Επίσης ο Κρόνιν έκανε ένα μικρό λάθος, αν έπρεπε να κρατήσει η
καραντίνα χίλια χρόνια, δεδομένου ότι αυτό το υπολόγισαν από το 122 Μ.Ι. βιάστηκαν
να πάνε περίπου έναν αιώνα!
Μετά
από όλα αυτά βέβαια, να πούμε ότι φυσικά το βιβλίο αξίζει τον κόπο και να μην
απογοητεύεται κανείς από το μέγεθός του.