1.
Είχε ήδη νυχτώσει όταν
μπήκα στον Κήπο, αλλά πάλι χρειάστηκε να περιμένω. Το φεγγάρι ανέβαινε αργά,
θυμάμαι, κάθισα με την πλάτη στη βελανιδιά και κοιτούσα. Ο Κήπος ήταν γεμάτος
με όλων των ειδών τις μυρωδιές. Ένα σύμπλεγμα από δρομάκια στρωμένα με άσπρο
χαλίκι οδηγούσε στο κέντρο του με τα σιντριβάνια. Την ημέρα η πριγκίπισσα έπινε
τσάι δίπλα στα σιντριβάνια, μαζί με τις δούλες της. Τη νύχτα καθόταν στο
παράθυρό της, ελπίζοντας να περάσει από κάτω της το Περιπλανώμενο Λουλούδι. Μα
δεν θα το έβλεπε. Δεν πήγαινε ο νους της τι ήταν, εγώ όμως ήξερα. Δεν έψαξα
στον Κήπο, απλώς καθόμουν και το περίμενα. Το Λουλούδι δεν το βρίσκεις, σε
βρίσκει, μου είχαν πει. Κάποτε, όταν το φεγγάρι είχε σηκωθεί ψηλά στο στερέωμα,
άκουσα ένα απαλό χαρχάλεμα στο μονοπάτι με τα χαλίκια. Ένα σύρσιμο σαν να
βάδιζαν πάνω εκεί μικροσκοπικά, νεραϊδίσια πόδια. Με κατέκλυσε μια μυρωδιά,
τέτοια που δεν είχα ξανανιώσει. Και που, συνάμα, έκλεινε μέσα της όλα τα
ομορφότερα και πιο γνώριμα πράγματα της ζωής μου. Έκλεισα λίγο τα μάτια μου κι όταν
τα ξανάνοιξα, το είδα: τη γέρικη χελώνα με τα σοφά, θαμπά της μάτια, με το
μεγάλο σαν βράχο καύκαλό της όπου απάνω του φύτρωνε το Λουλούδι. Το
Περιπλανώμενο Λουλούδι, που ήταν σπάνιο όχι γιατί, όπως νόμιζε ο κόσμος,
μπορούσε να μετακινείται. Αλλά γιατί φύτρωνε μονάχα πάνω στο καύκαλο
εκατόχρονης χελώνας. Και η χελώνα το έπαιρνε μαζί της, όπου πήγαινε.
-Και μετά; ρώτησε ο
τυφλός μετά από μια στιγμή.
-Τι και μετά; Δεν θυμάμαι
άλλα.
-Αυτό έχεις μονάχα δηλαδή;
Για αυτό με ξεσήκωσες;
Ο νεαρός ένιωσε να τον κατακλύζει
μαύρος τρόμος. Αλίμονο, τι τον περίμενε τώρα; Ξεροκατάπιε, νιώθοντας το στόμα
του φαρμάκι από την αγωνία. Στο μεταξύ, ο τυφλός άντρας σήκωσε το χέρι του με
την άδεια κούπα και μια σκλάβα έσπευσε να του τη γεμίσει ξανά. Ήπιε λίγο,
βολεύτηκε καλύτερα στα μαξιλάρια του. Φαινόταν να σκέφτεται πώς θα έπρεπε να
του μιλήσει.
-Ξέρεις, αγόρι μου, ποιο
είναι το θέμα, είπε κάποτε, τραβώντας το ένα του πόδι από την άλλη σκλάβα που
του έκοβε τα νύχια, και απλώνοντας στα μαλακά της χέρια το άλλο.
-Τα όνειρα που μου πουλάς
μου αρέσουν όλο και λιγότερο. Στερεύεις μου φαίνεται. Δεν ξέρω αν πρέπει να
συνεχίσω να σε συντηρώ, τη στιγμή που εκεί έξω έχει παλικάρια με όνειρα δέκα
φορές πιο λαμπρά.
-Κύριε και αφέντη μου,
είπε ο νεαρός άνδρας, σίγουρα πολλοί μπορούν να σου πουν όμορφες ιστορίες αλλά
τι θα έλεγες αν σου έφερνα μια ονειρεύτρια;
Ο γηραιός άνδρας ανακάθισε
στα μαξιλάρια αναγκάζοντας την σκλάβα να σκύψει ακόμα περισσότερο για να τον
περιποιηθεί. Ήπιε λίγο κρασί ενώ το σκεφτόταν. Οι ονειρεύτριες ήταν κοπέλες με
την δύναμη να βλέπουν σε άλλους κόσμους ακόμα και αυτούς των πνευμάτων. Μόνο
που υπήρχε ένα πρόβλημα.
-Δεν έχει υπάρξει
ονειρεύτρια σε αυτά τα μέρη εδώ και τριακόσια χρόνια, που θα τη βρεις; είπε.
Όχι, αυτό είναι αδύνατο.
Ο νεαρός ξεροκατάπιε.
Όταν μίλησε η φωνή του βγήκε με δυσκολία σαν κρώξιμο.
-Τότε άρχοντά μου ίσως θα
έπρεπε να δούμε το θέμα από μια άλλη πλευρά. Να αναζητήσουμε όχι την απόλαυση
της ιστορίας αλλά τι είναι εκείνο που σε κάνει να αναζητάς αυτήν την απόλαυση.
-Ξέρεις αυτήν την αιτία;
είπε ο γέρος και η φωνή του ήταν επικίνδυνα απαλή σαν να προειδοποιούσε το
συνομιλητή του να επιλέξει με προσοχή τα επόμενα λόγια του.
Εκείνος ήταν πολύ
απελπισμένος για να λάβει την προειδοποίηση αυτή υπόψιν.
-Στερήθηκες την όραση και
όσα μπορούσες να κάνεις και να απολαύσεις πριν που έβλεπες,…
-Ναι μου τη στέρησαν οι
καταραμένοι για να με περιορίσουν, να συγκρατήσουν το κακό που θα έκανα… Να
καούν στις εννιά κολάσεις όλοι τους! ξέσπασε ο γέρος.
Η απάντηση αυτή δεν είχε
νόημα για τον νεαρό άνδρα. Ο χάνος Ζακάρ ήταν τυφλός από πριν γεννηθεί ο ίδιος
και δεν είχε ιδέα σε τι αναφερόταν. Βιάστηκε να συνεχίσει.
-Ξέρεις άρχοντά μου ότι
θα μπορούσες να βρεις αυτό που στερήθηκες; Ότι υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να
σου δώσει την όρασή σου; Αναφέρομαι βέβαια στην Άρπα της Δημιουργίας. Έχεις
ακουστά για αυτήν;
Ο γέρος έκανε ένα
ακαθόριστο νεύμα ενώ έπινε και πάλι αδειάζοντας την κούπα του. Έτεινε το χέρι
του πάλι στην σκλάβα που του την γέμισε αμέσως με το αρωματικό κρασί της Νυλίας
στην άλλη πλευρά του αρχιπελάγους.
-Όταν ο Θεός θέλησε να
δημιουργήσει τον κόσμο κάλεσε έναν αρχάγγελο και εκείνος έπαιξε μια νότα, μια
καθαρή και κρυστάλλινη. Και ο Ύψιστος την πήρε και την έπλασε και έφτιαξε όλη
τη δημιουργία, τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα και όλα όσα βρίσκονται σε
αυτά. Η Άρπα που μετείχε έτσι στη δημιουργία απέκτησε μια μεγάλη χάρη και
όποιος παίξει μια νότα με αυτήν μπορεί να ζητήσει μια ευχή και αυτή θα πραγματοποιηθεί.
Ο νεαρός κοίταξε με
ελπίδα τον Ζακάρ αλλά δεν άργησε να διαψευσθεί.
-Ξέρω την ιστορία, είπε
ξερά εκείνος, και ξέρω επίσης τον όρο για να πραγματοποιηθεί η ευχή, να μην
έχεις να κερδίσεις τίποτα από την χάρη που θα κάνει. Άρα εγώ δεν μπορώ να την
χρησιμοποιήσω και το ίδιο και εσύ. Πάρτε τον!
Ο νεαρός άνδρας σηκώθηκε
όρθιος και έκανε να ανέβει τα σκαλιά που οδηγούσαν στο βάθρο που αναπαυόταν ο
χάνος με τις σκλάβες να τον υπηρετούν, μπροστά στο οποίο ήταν ως τώρα γονατισμένος,
αλλά δεν πρόλαβε, γερά χέρια τον άρπαξαν από τα μπράτσα και τους ώμους.
-Δεν θα κέρδιζα τίποτα,
είπε ο νεαρός, πίστεψέ με.
-Πάρτε τον! διέταξε ο
χάνος. Αρμάν Αντάλ καταδικάζεσαι στην δια του τροχού εκτέλεση και είθε ο
θάνατός σου να είναι αργός και επώδυνος.
Η σκλάβα που έφτιαχνε τα
νύχια του ταράχτηκε και τα εργαλεία της πέσανε με κρότο στο πάτωμα. Ο χάνος την
άρπαξε από τα μαλλιά.
-Ούτε αυτό μου διέφυγε
και ας μη βλέπω, ξέρω τι έχετε κάνει. Δεν υπάρχει περίπτωση να αγγίξω μια
γυναίκα και να μην καταλάβω αν την έχουν βατέψει. Πήγαινε να πεθάνεις ξέροντας
ότι απόψε θα πονέσει!
Ο Αρμάν έσκυψε το κεφάλι
καθώς οι μεγαλόσωμοι στρατιώτες του χάνου τον έπαιρναν. Είχε δοκιμάσει και την
τελευταία του ελπίδα για να μπορέσει να κερδίσει την ελευθερία της αγαπημένης
του Δεηρά αλλά είχε αποτύχει. Ήταν το μόνο που ήθελε, να τη δει ελεύθερη. Δεν
τον ένοιαζε για τον ίδιο, εκείνος θα άφηνε το παλάτι αρκεί να την έπαιρνε
μακριά από την σκλαβιά και την κακομεταχείριση.
Υπήρχε κάτι που μπορούσε
να κάνει αλλά δεν περίμενε ότι θα είχε αποτέλεσμα. Μπορούσε να κάνει προσφυγή
στον αυτοκράτορα, παρά την έπαρσή του και την ισχύ του πάνω στην περιοχή, ο
χάνος δεν ήταν ένας ανεξάρτητος ηγεμόνας. Είχε νικηθεί μερικά χρόνια πριν, αν
και πολλοί έλεγαν ότι θα ήταν αλλιώς η έκβαση της μάχης αν είχε την όρασή του,
και είχε γίνει φόρου υποτελής στην Αυτοκρατορία. Αλλά η Αίλια Σέπτιμα ήταν
μακριά, τρεις με τέσσερεις εβδομάδες ταξίδι και ο Ζακάρ δε θα περίμενε τόσο. Δεν
θα περίμενε ούτε την μια εβδομάδα του ταξιδιού ως τη Μακρακώμη, την πρωτεύουσα
της πιο κοντινής επαρχίας της Αυτοκρατορίας στην άλλη πλευρά της οροσειράς του
Κρίκου.
Με το κεφάλι του
χαμηλωμένο δεν πρόσεξε ότι είχαν αφήσει τους πλούσιους διαδρόμους του παλατιού
και κινούνταν στους λιτούς πέτρινους των υπογείων μέχρι που σταμάτησαν να
κινούνται. Θα τον έριχναν σε κάποιο μπουντρούμι μέχρι να ετοιμαστούν για την
εκτέλεσή του.
Αλλά δεν είχαν σταματήσει
γιατί είχαν φτάσει στον προορισμό τους, το είχαν κάνει γιατί ένας μαυροντυμένος
άνδρας στεκόταν στη μέση του διαδρόμου εμποδίζοντάς τους να περάσουν.
-Δώστε μου τον κρατούμενό
σας, είπε με βαθιά φωνή, και θα πέσετε κάτω βυθισμένοι σε ύπνο. Μόλις ξυπνήσετε
δε θα θυμάστε τίποτα από αυτά.
Οι φρουροί ξεθηκάρωσαν τα
γιαταγάνια τους με τις πλατιές λάμες.
-Σας προειδοποιώ για τη
χρήση βίας εναντίον μου, είπε ο άνδρας, δεν θα σας βγει σε καλό.
Οι τρεις φρουροί
επιτέθηκαν στον μαυροφορεμένο άνδρα που δεν έδειξε να πτοείται από την αναλογία
αλλά κινήθηκε σβέλτα να βρεθεί ανάμεσά τους όπου δεν μπορούσαν να
χρησιμοποιήσουν τα όπλα τους και με γρήγορα απότομα χτυπήματα τους έθεσε εκτός
μάχης. Σωριάστηκαν στο πέτρινο δάπεδο και ο μαυροφορεμένος πλησίασε τον Αρμάν.
Εκείνος έκανε να τον ευχαριστήσει αλλά βρέθηκε κολλημένος στον τοίχο και με τον
βραχίονα του μαυροφορεμένου άνδρα να πιέζει επώδυνα το λαιμό του.
-Τι ξέρεις για την Άρπα
της Δημιουργίας; ρώτησε.
-Τι; Ε… έκανε ο νεαρός
άνδρας ξαφνιασμένος ακόμα από όσα είχαν συμβεί και την αναπάντεχη ερώτηση.
-Η αναφορά στην Άρπα
είναι ταμπού, είπε ο μαυροντυμένος, μόλις κάποιος προφέρει το όνομά της, το
ξέρουμε.
-Ξέρω όσα λέει ο θρύλος,
είπε ο Αρμάν αναρωτώμενος τι συνέβαινε και ποιος ήταν αυτός που είχε
εξουδετερώσει τρεις φρουρούς για να τον ρωτήσει για την Άρπα.
-Και μπορείς να την
χρησιμοποιήσεις αν τη βρεις;
-Για να σωθεί η Δεηρά θα
έδινα και τη ζωή μου.
Ο άνδρας τον κοίταξε για
μια στιγμή σαν να τον ζύγιζε και μετά ψιθύρισε:
-Αναχωρώ από το στέρεο
έδαφος του παρόντος και εισέρχομαι στις ατραπούς του χρόνου, αβύσσους ο θρόνος
μου αντικρίζει και τα κρίματα του μέλλοντος ποιος δύναται να εξιχνιάσει;
Με ένα συναίσθημα ανάμεσα
στην έκπληξη και τον τρόμο, ο Αρμάν είδε τα πάντα γύρω του να ξεθωριάζουν σαν
μια ζωγραφιά σε παλιά περγαμηνή. Έκλεισε τα μάτια του και έφερε στο νου την
αγαπημένη του Δεηρά.