-Θεέ μου, Θεέ μου, ινατί
με εγκατέλειπες;
Η φωνή αγωνίας του
Θεανθρώπου πάνω στο σταυρό είναι το αποκορύφωμα του πόνου που υποφέρει για την
σωτηρία των ανθρώπων. Έχουν προηγηθεί, χτυπήματα, εμπαιγμοί και τα τεσσαράκοντα
χτυπήματα με το φρικτό φραγγέλιο, και τώρα καρφωμένος στο σταυρό βιώνει ακόμα μεγαλύτερο
πόνο. Σαν να μην φτάνει αυτό είναι κυκλωμένος από μια θάλασσα μίσους, οι
Αρχιερείς και οι Φαρισαίοι δεν αρκέστηκαν στην καταδίκη του αλλά έχουν έρθει να
τον χλευάσουν με βλάσφημες ύβρεις, ο Υιός του Θεού φτάνει στην άκρα ταπείνωση
και σαν άνθρωπος κραυγάζει προς το Θεό Πατέρα. Χαίρεται για τη σωτηρία του
πλάσματός του αλλά οδυνάται από τον φρικτό πόνο αυτής της θυσίας που ο εκούσια
προσφέρει.
Ο ουρανός σκοτεινιάζει, ο
ήλιος χάνεται και σκοτάδι τυλίγει όλη τη γη. Η ίδια η γη δονείται σαν να μην αντέχει
το γενόμενο. Τα πάντα συμπάσχουν με τον τα πάντα δημιουργήσαντα. Το καταπέτασμα
του ναού σχίζεται στα δύο, ο Θεός εγκαταλείπει πλέον τον περιούσιο αλλά και
αγνώμονα λαό του Ισραήλ, και οι τάφοι ανοίγουν. Μακριά στην Αθήνα ο αρεοπαγίτης
Διονύσιος κοιτάζει τον σκοτεινιασμένο ουρανό και την γη που τρέμει και
αναφωνεί:
-Η Θεός πάσχει ή το παν
απώλετο!
Και μέσα σε όλα αυτά τα
συμβαίνοντα ένας άνθρωπος κοιτάζει με ελπίδα τον Κύριο. Δεν είναι ένας από τους
αποστόλους, δεν τον έχει ακολουθήσει, δεν είναι καν ένας ευσεβής Ιουδαίος.
Είναι ένας άνθρωπος που έχει βάψει τα χέρια του με αίμα, έχει πάρει μέρος σε
κάποια στάση εναντίον της Ρωμαϊκής αρχής και έχει καταδικαστεί στον δια σταυρού
θάνατον, είναι ο εκ δεξιών ληστής. Δεν λοιδορεί τον Κύριο, δεν τον προκαλεί να
κατέβει από το σταυρό και να σώσει και εκείνους όπως κάνει ο άλλος ληστής.
Αντίθετα επιτιμά εκείνον για το θράσος του και το μόνο που ζητά είναι:
-Κύριε, θυμήσου και εμένα
όταν έρθεις εν τη βασιλεία σου.
Και ο Κύριος τον
βεβαιώνει ότι θα είναι μαζί του από την ημέρα εκείνη, η πρώτη ψυχή που
κερδήθηκε με την θυσία του Θεανθρώπου στο σταυρό ήταν ο ευγνώμων ληστής.